*Στα φανερά και όχι ”στα κρυφά” που έλεγε ο Τζίμης Πανούσης στον ”Νεοέλληνα”, κράζοντας δικαίως τα φερσίματα των δήθεν τάχα μου αντισυμβατικών και παραπονεμένων μιας άλλης εποχής, που ευαγγελίζονταν πλαστικές προόδους, αμερικανίλες και ιδέες που βρήκαν τοίχο και μάς πήραν όλους παραμάζωμα-ο Μητροπάνος τους πείραξε.

Στα φανερά, λοιπόν. Στα φανερότατα. Γιατί ο Μητροπάνος είναι κάτι πολύ πιο μεγάλο από έναν Έλληνα τραγουδιστή, από μια λαϊκή φωνή του ελληνικού τραγουδιού. Δώδεκα χρόνια φέτος από τον αιφνίδιο, μοναχικό και σχεδόν μυστικό (όπως το μεγαλύτερο κομμάτι της ιδιωτικής του ζωής) θάνατό του.

Χθες συμπληρώθηκαν δέκα χρόνια από τον αιφνίδιο θάνατο του Δημήτρη Μητροπάνου στις 17 Απριλίου του 2012, σε ιδιωτική κλινική στο Μαρούσι. Σε ηλικία 64 χρόνων και ενώ είχε επανέλθει στο τραγούδι μετά τη μεταμόσχευση νεφρού στο Παρίσι το 2008, ο Δημήτρης Μητροπάνος νικήθηκε από οξύ πνευμονικό οίδημα. Όλες οι αφηγήσεις και οι μνήμες για εκείνον αναφέρονται σε έναν άνθρωπο ταπεινό, δωρικό, προσγειωμένο, βαθιά λαϊκό (με την αρχετυπική και ίσως ιερή σημασία του όρου), εργατικό, με ήθος και μέτρο, μεγαλόκαρδο και πονετικό. Οι φίλοι και οι οικείοι τον φώναζαν ”Μήτσο”, οι ακροατές όπως επιθυμεί καθένας. Για πολλούς, η χαρακτηριστική του, πάντοτε αδιόρατα μελαγχολική φιγούρα σε συνδυασμό με την αδιαμφισβήτητη προσφορά του στο τραγούδι αρκούν για να τον αναγάγουν σε επίπεδα…αγιοσύνης. Ο Άγιος Μητροπάνος, λοιπόν. Ναι, γιατί όχι;

Αυτές τις τελευταίες μέρες και νύχτες στα social media, τουλάχιστον στα δικά μου χρονολόγια και αρχικές, στήθηκε ένα ενδιαφέρον μνημόσυνο. Κάθε χρόνο ο Μητροπάνος μοιάζει-από τον άλλον κόσμο- να κερδίζει κι άλλο σε καλλιτεχνικό ανάστημα, να προσελκύει νέους ακροατές, να επιστρέφουν σε αυτόν κι εκείνοι ακόμα που τον άκουγαν ”στα κρυφά”. Όσο η μουσική αλλάζει δέρμα, όσο η ελληνικότητα συμβολίζει πλέον, δικαίως ή αδίκως, πράγματα τελείως διαφορετικά από ό, τι μέχρι και πριν από λίγα μόλις χρόνια, το γάργαρο νερό των κομματιών που ερμήνευσε ο Μητροπάνος και έγραψαν σημαντικοί ποιητές και συνθέτες φαντάζει σχεδόν θεραπευτικό. Για τα παιδιά που είναι σήμερα 20 χρονών, ο Μητροπάνος μπορεί να φαντάζει όπως φάνταζε σε αυτιά μεγαλύτερων ο Καζαντζίδης όταν τον πρωτάκουσαν ενώ αυτός είχε από χρόνια πεθάνει. Το παρελθόν έχει μια ιδιότητα να φαίνεται κρυστάλλινο, αισθητικά άρτιο, όμορφο as it is, αλλά στην περίπτωση του Μητροπάνου δεν πιστεύω ότι έχουμε να κάνουμε με κάποιου είδους καθαγιασμό. Οι μουσικοί του έλεγαν ότι είχε τον δικό του τρόπο να ερμηνεύει, σχεδόν ανορθόδοξο τρόπο: καβάλαγε νότες, ίσως και να στόναρε κάπου κάπου, παραβίαζε συχνά το μέτρο και τον ρυθμό στα κομμάτια, αλλά ήταν ο Μητροπάνος, δηλαδή έδινε νόημα σε όλα αυτά τα ”λάθη” με την περίσσεια ψυχής που κατέθετε και πάντως όχι με τρόπο λιγωτικό, υπερβολικό, εγωκεντρικό, αλλά με την λογική του ”δεν υπάρχει άλλος τρόπος να ερμηνεύσω αυτό το τραγούδι”.  Τα κομμάτια που σφράγισε με την φωνή του θα μπορούσαν να’ χουν γραφτεί προχθές, πριν από πενήντα χρόνια, θα μπορούσαν να έρχονται και από το μέλλον. Τα σουξέ, δε, έχουν τον ατελείωτο. Άλλο αγαπά ο ένας, άλλο ο άλλος από τον Μητροπάνο. Ένας κόβεται με τα λεβέντικα ζεϊμπέκικα, άλλος πωρώνεται με τις μυσταγωγικές του μπαλάντες. Άλλος γουστάρει τα παλιά του, τα πρώτα του (με εκείνη την νεανική φωνή και εκφορά που μέστωσε στον χρόνο), κι άλλος είναι ερωτευμένος με τις τελευταίες του, πιο σύγχρονες δουλειές.

Άκρη δεν έχει ο ουρανός, ούτε ο Μητροπάνος.

Άραγε, είχε πάντα όνειρο να γίνει τραγουδιστής;

«Δεν ήθελα να γίνω τραγουδιστής, αρχιτέκτονας, αυτό ήταν το όνειρό μου. Από ανάγκη ξεκίνησα το τραγούδι. Έπρεπε να κάνω μια δουλειά για να βοηθήσω την οικογένεια. Να σπουδάσω, έτσι κι αλλιώς, μου ήταν απαγορευμένο. Εννιά, δέκα χρόνων, με φώναξαν στην Ασφάλεια και μου ’παν “Κοίτα βρες καμιά τέχνη, γιατί για να σπουδάσεις ξέχασέ το. Ο πατέρας σου ήταν κομουνιστής, ο θείος σου κομουνιστής, χαρτί Κοινωνικών Φρονημάτων δεν θα πάρεις…”. Δεν έκλαψα, ούτε θύμωσα. Σκέφτηκα μόνο “εντάξει, θα κάνω ό,τι κάνω, αλλά σ’ αυτό που θα κάνω θα πετύχω για να σας δείξω…”. Μετά, κάθε μέρα, πήγαινα, έπαιρνα την Αυγή, την έβαζα παραμάσχαλα και περνούσα καμαρωτός έξω από την Ασφάλεια. Σαν να τους έλεγα “αν σας βαστάει, κλείστε με φυλακή, ρε!”. Πέρασαν χρόνια μέχρι να ερωτευτώ το τραγούδι. Πολλά χρόνια. Μου άρεσε, αλλά για επάγγελμα το ’θελα. Πότε αποφάσισα πως αυτή θα είναι η δουλειά Ουου, χρόνια μετά τον πρώτο δίσκο μου – μη σου πω δέκα χρόνια! Ήμουν, όμως, και τυχερός στη δισκογραφία μου. Σκέψου, πρώτος δίσκος με τον Ζαμπέτα».

Αυτά είχε πει στην τελευταία συνέντευξη της ζωής του ο σπουδαίος καλλιτέχνης, στην Κάλια Καστάνη και στο περιοδικό Down Town. Ο Δημήτρης Μητροπάνος γεννήθηκε στις 2 Απριλίου το 1948, στα Τρίκαλα-πάντοτε διατήρησε την σύνδεση με την πατρίδα του, τον συγκινούσε βαθιά και αναγόταν σε αυτήν. Γνώρισε τον μπαμπά του στα 29 του χρόνια. Μέχρι τα 16 του νόμιζε πως είχε σκοτωθεί στον Εμφύλιο Πόλεμο, μέχρι που μια μέρα κατέφθασε ένα γράμμα που έλεγε πως ζει στη Ρουμανία. Εκεί, λίγο πριν τα 30, ύστερα από παρότρυνση του Γρηγόρη Μπιθικώτση, τον οποίο γνώρισε σε μία συγκέντρωση της εταιρίας του θείου του στην οποία τραγούδησε, ο Δημήτρης επισκέφτηκε την «Κολούμπια». Εκεί ο Τάκης Λαμπρόπουλος τον σύστησε στον Γιώργο Ζαμπέτα, με τον οποίο έμελλε να συνεργαστεί στο γνωστό κέντρο «Ξημερώματα». «Ο Ζαμπέτας είναι ο μόνος άνθρωπος στο τραγούδι ο οποίος με βοήθησε χωρίς να περιμένει κάτι. Με όλους τους υπόλοιπους συνεργάτες μου κάτι πήρα και κάτι έδωσα», θα δήλωνε χρόνια μετά από αυτό του το ξεκίνημα, που είχε να τάξει πολλά για την λαμπρή πορεία που θα ακολουθούσε.

Το 1967 ηχογραφεί το πρώτο του 45ρι με το τραγούδι «Θεσσαλονίκη». Είχε προηγηθεί η ηχογράφηση του τραγουδιού «Χαμένη Πασχαλιά», το οποίο όμως λογοκρίθηκε από τη Χούντα και δεν κυκλοφόρησε ποτέ. Ο Δημήτρης Μητροπάνος, στην πορεία της ζωής και της καριέρας του, συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους δημιουργούς του ελληνικού τραγουδιού. Γιώργος Ζαμπέτας, Μίκης Θεοδωράκης, Δήμος Μούτσης, Απόστολος Καλδάρας, Λάκης Παπαδόπουλος, Μάριος Τόκας, Σπύρος Παπαβασιλείου, Τάκης Μουσαφίρης, Χρήστος Νικολόπουλος («Πάρε Αποφάσεις» σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου), Γιάννης Σπανός («Ο Μητροπάνος τραγουδάει Σπανό») και φυσικά Θάνος Μικρούτσικος. Ο αγαπημένος δίσκος πολλών ακροατών του Μητροπάνου, περιλαμβανομένης και της υπογράφουσας, είναι ”Στου Αιώνα την Παράγκα”  σε στίχους Άλκη Αλκαίου, Κώστα Λαχά, Λίνας Νικολακοπούλου και Γιώργου Κακουλίδη. Κυκλοφόρησε το 1996 και τον ξεκόλλησε σχετικά από το αμιγές λαϊκό είδος, αποδεικνύοντας πως το σθένος και το αποτύπωμα της φωνής του μπορεί να εκφράσει τα πάντα υπεράνω μουσικολογικής κατηγοριοποίησης.

Στις 10 Σεπτεμβρίου 2009 έδωσε την πρώτη του προσωπική συναυλία στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, με ένα πρόγραμμα – αναδρομή στα 40 χρόνια της καλλιτεχνικής του πορείας. Μία ιστορική συναυλία, που ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε σε διπλό δίσκο από τη Minos – EMI με τίτλο «Τα τραγούδια της ζωής μου». Η τελευταία του δισκογραφική δουλειά κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 2011 με τίτλο «Εδώ είμαστε», σε μουσική Σταμάτη Κραουνάκη. Το κλασικό, πια, σουξέ ”Όταν έχω εσένα” συγκαταλέγεται σε αυτήν την δουλειά.

 

Χρειάζεται, όμως, να μνημονεύσουμε και το έτος 1972, όταν ο συνθέτης Δήμος Μούτσης και ο ποιητής-στιχουργός Μάνος Ελευθερίου κυκλοφόρησαν τον «Άγιο Φεβρουάριο», με ερμηνευτές τον Μητροπάνο και την Πετρή Σαλπέα. Άλμπουμ σταθμός στο ελληνικό τραγούδι συλλήβδην. Τον Ιούνιο του 2012, κυκλοφορεί το άλμπουμ-αφιέρωμα στο συνθέτη Μάριο Τόκα με τίτλο «Ήλιος Κόκκινος», στο οποίο συμμετέχει μεταξύ άλλων ο Δημήτρης Μητροπάνος με τρία τραγούδια («Της Μοναξιάς Οι Σκλάβοι», «Γράψε Μου Κάτι», «Υπάρχουν Κάτι Μελωδίες»). Τα τραγούδια αυτά σε μουσική του Τόκα είναι και τα τελευταία που ηχογράφησε ο Δημήτρης Μητροπάνος και μάλιστα λίγες μέρες πριν το θάνατό του. 

Έχουμε κλάψει αρκετές γενιές ανθρώπων με τα τραγούδια του. Ο ίδιος ήταν ο πομπός μεγάλης ομορφιάς, στιχουργικού μεγαλείου, μουσικών αριστουργημάτων. Χωρίς την στάμπα της φωνής του ίσως να μην ήταν το ίδιο. Φράσεις όπως ”σαν το κορμί σου που απ’ τα χέρια μου ξεφεύγει”, ”καλοκαίρια και χειμώνες περιμένω να φανείς”, ”πιστεύω μόνο παραμύθια λαϊκά”, ”πήρα από τα μάτια σου λίγο μαύρο χρώμα κι έβαψα τα ρούχα μου”, ”δεν είναι εφικτή η αγάπη σου τη νύχτα”, ”η αλήθεια μου άδειο πιάτο και πηδάω στον αέρα”. Σοκ, δέος, ανατριχίλα κάθε φορά για όσους τ’ αγαπούν και τα ξέρουν αυτά τα κομμάτια. Αυτός ο συγκεκριμένος τρόπος να ζεις, να ερωτεύεσαι, να ηττάσαι, να νικάς, να συνεχίζεις να παλεύεις: λεβέντικα. Αλλά λεβέντικα όχι με την τοξική ανάγνωση της λέξης που έχει επιχειρηθεί τα τελευταία χρόνια. Λεβέντικα, που θα πει με αγάπη και με δύναμη, με ευγένεια και τόλμη.

Χρωστάω στον Δημήτρη Μητροπάνο ένα μεγάλο μέρος της σωτηρίας μου, την περίοδο που κόντευα να πεθάνω από μια βαθιά, ερωτική απογοήτευση. Ερχόταν τις νύχτες στο δωμάτιό μου με τα δάκρυα και τους καπνούς και μόνο αυτός, έτσι βελούδινα και σκληρά, έτσι αραφινάριστα και τρυφερά, με καταλάβαινε. Το πιο ωραίο ζεϊμπέκικο που είδα να χορεύει ποτέ άντρας (εκείνος ο άντρας) ήταν σε τραγούδι του Μητροπάνου. Και η πρώτη ενήλικη συναυλία της ζωής μου ήταν Μητροπάνος-Κότσιρας στο Θέατρο Βράχων, όταν ήξερα απλώς 4-5 κομμάτια του. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το θαύμα που είδα σε εκείνη τη σκηνή, δεν ήξερα ότι δεν θα τον ξανάβλεπα ποτέ. Κι ούτε που φανταζόμουν ότι θα στεκόταν σαν Φως δίπλα μου μετά από μια δεκαετία και βάλε από εκείνο το συναυλιακό καλοκαιρινό βράδυ, από εκείνη τη νύχτα που δεν μπορούσα ούτε σταγόνα κλάμα να στάξω, γιατί δεν είχα ιδέα τι είναι όλα αυτά που τραγουδούσε κι έλεγε. Για να ”πιάσει” κανείς τον Μητροπάνο, η αλήθεια είναι πως χρειάζεται να έχει πρώτα πονέσει λιγάκι. Να έχει συγχωρέσει, να έχει θελήσει να ζήσει απεγνωσμένα, κι ας τον τραβά ο θάνατος προς τα κάτω. Να πιστέψει πως ,έστω την τελευταία στιγμή, μπορεί να σωθεί όσο κι αν τον γέλασαν. Να παραμένει γελαστός.