Η Yrsa Sigurdardottir (Ίρσα Σιγκουρδαρντότιρ), πολιτικός µηχανικός στο επάγγελµα, πολυβραβευμένη συγγραφέας παιδικών βιβλίων και μητέρα δύο παιδιών, είναι από τα πολύ µεγάλα ονόµατα του αστυνομικού θρίλερ – δεν είναι τυχαίο ότι αποκαλείται από τα διεθνή λογοτεχνικά ΜΜΕ ως «η Ισλανδή “βασίλισσα” του αστυνομικού noir».
Γεννήθηκε το 1963. Αρχικά, έγραψε παιδικά βιβλία για τα οποία απέσπασε τιμητικές διακρίσεις. Στη συνέχεια, στράφηκε στο αστυνομικό και η αναγνώριση ήρθε με το μυθιστόρημα Η Εκδίκηση (Μεταίχμιο, 2014), για το οποίο τιμήθηκε με το Icelandic Crime Fiction Award, ενώ ήταν μεταξύ των υποψήφιων τίτλων για το Glass Key, την υψηλότερη διάκριση για βιβλίο σκανδιναβικής αστυνομικής λογοτεχνίας.
Για το DNA (Μεταίχμιο, 2017), το πρώτο βιβλίο της σειράς με ήρωες την ψυχολόγο Φρέιγια και τον ντετέκτιβ Χούλνταρ, τιμήθηκε με το Βραβείο της Δανέζικης Ακαδημίας Αστυνομικής Λογοτεχνίας, με το Βραβείο Blood Drop (Καλύτερο Ισλανδικό Αστυνομικό Μυθιστόρημα) και με το Βραβείο Petrona (Καλύτερο Σκανδιναβικό Αστυνομικό Μυθιστόρημα).
Με τα βιβλία της σειράς με το ίδιο πρωταγωνιστικό δίδυμο, τα οποία έχουν φτάσει τους έξι τίτλους, έχει κατοχυρώσει τη θέση της ως μίας εκ των καλύτερων σύγχρονων συγγραφέων αστυνομικής λογοτεχνίας και ως κορυφαία αφηγήτρια. Το μεταφυσικό θρίλερ της «Η λεία» τής χάρισε ένα ακόμα βραβείο, το Blood Drop 2021 στην κατηγορία Καλύτερο Αστυνομικό Μυθιστόρημα και κυκλοφορεί σε τουλάχιστον 11 χώρες.
Η Yrsa Sigurdardottir (Ίρσα Σιγκουρδαρντότιρ) μιλάει στο Olafaq για το νέο της αστυνομικό μυθιστόρημα με τίτλο «Η Κούκλα» και για το σύμπαν της nordic noir λογοτεχνίας.
– Ήσασταν ήδη επιτυχημένη συγγραφέας παιδικών ιστοριών όταν αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τη συγγραφή αστυνομικών μυθιστορημάτων. Ποιο ήταν το κίνητρο για την απόφασή σας αυτή;
Ήταν ένας συνδυασμός πραγμάτων, καθώς αφενός είχα κουραστεί να γράφω γι’ αυτά και ήμουν έτοιμη να σταματήσω την συγγραφή γενικά. Όντως, σταμάτησα και δύο χρόνια αργότερα διαπίστωσα μια διαρκώς αυξανόμενη παρόρμηση να ξεκινήσω ξανά, αλλά αυτή τη φορά γράφοντας βιβλία για ενήλικες. Η επιλογή να γράψω αστυνομικά μυθιστορήματα ήταν εύκολη, καθώς τα αστυνομικά μυθιστορήματα είναι τα αγαπημένα μου ως αναγνώστρια και νομίζω ότι οι περισσότεροι συγγραφείς γράφουν το βιβλίο που θα ήθελαν και οι ίδιοι να διαβάσουν.
– Ήταν όμως εύκολη αυτή η συγγραφική «μετάβαση»;
Η μετάβαση ήταν πολύ εύκολη αν και δεν είχα πλέον την πολυτέλεια να στηρίζομαι σε εικονογραφήσεις για την περιγραφή των χαρακτήρων.
– Υπάρχουν κοινά λογοτεχνικά σημεία μεταξύ των παιδικών βιβλίων και της αστυνομικής λογοτεχνίας;
Δεν υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ της συγγραφής για ενήλικες και εκείνης για παιδιά. Και για τα δύο χρειάζεσαι μια ιστορία, χρειάζεσαι χαρακτήρες και χρειάζεσαι ένα σκηνικό. Ωστόσο, τα θέματα είναι λίγο πιο περιορισμένα όταν πρόκειται για παιδικά βιβλία, καθώς υπάρχουν θέματα που δεν έχουν θέση σε βιβλία για παιδιά. Αντίθετα όμως, στα παιδικά βιβλία ο συγγραφέας έχει μεγαλύτερη ελευθερία να «παραιτηθεί» από τον ρεαλισμό, πράγμα που αποτελεί μεγάλο λογοτεχνικό πλεονέκτημα.
– Ποιος είναι ο αγαπημένος σας συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας όλων των εποχών;
Νομίζω ότι αυτή θα πρέπει να είναι η Αγκάθα Κρίστι. Ο θαυμασμός μου γι’ αυτήν οφείλεται εν μέρει στη νοσταλγία, καθώς είναι η συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων που διάβασα για πρώτη φορά και αυτήμε έθισε στα αστυνομικά μυθιστορήματα. Επιπλέον, ήταν εξαιρετικά καλή ως προς την πλοκή, κάτι που προσωπικά λατρεύω.
– Ποιες ήταν οι προκλήσεις που αντιμετωπίσατε κατά τη συγγραφή του πρώτου σας μυθιστορήματος και πόσος χρόνος χρειάστηκε για τη συγγραφή του;
Οι προκλήσεις ήταν οι ίδιες που αντιμετωπίζουν οι περισσότεροι πρωτοεμφανιζόμενοι συγγραφείς, δηλαδή ότι κανείς δεν περιμένει το βιβλίο σας και ως εκ τούτου δεν υπάρχει πίεση. Ήταν πολύ εύκολο να αφήσω στην άκρη το προσχέδιο εργασίας και να σκεφτώ «θα γράψω αύριο», αντί να παραμείνω συγκεντρωμένη. Αντιθέτως, όταν καθιερωθείς λογοτεχνικά, θα υπάρχει πάντα κάποιος από τον εκδοτικό οίκο που θα σε πιέζει να συνεχίσεις και προθεσμίες που θα σε πιέζουν ώστε να μην τεμπελιάζεις. Το πρώτο μου μυθιστόρημα για ενηλίκους χρειάστηκε πιθανότατα περίπου ένα χρόνο για να γραφτεί, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου που χρησιμοποιήθηκε για να σχεδιάσω την ιστορία, να κάνω την έρευνα, να «χτίσω» το κείμενο και να κάνω τις τελικές διορθώσεις.
– Πόσο εύκολο είναι να κατασκευάσετε και στη συνέχεια να γράψετε μια πολύ καλή, ωστόσο εξαιρετικά βίαιη ιστορία;
Η συγγραφή ενός καλού και συνάμα βίαιου αστυνομικού μυθιστορήματος είναι δύσκολη υπόθεση. Ο φόνος συνήθως συνεπάγεται βία, αλλά η βία είναι γκροτέσκα και ως συγγραφέας δεν θέλεις να την εξιδανικεύσει το κοινό σου. Έτσι, η συγγραφή των βίαιων σκηνών είναι λίγο σαν να περπατάς πάνω σε ένα τεντωμένο σχοινί, πρέπει να προσέχεις να μην πέσεις από αυτό ή να μην χρησιμοποιείς τη βία μόνο και μόνο για να προκαλέσεις την αηδία του αναγνώστη σου. Κάτι τέτοιο ενδεχομένως και να αποδειχτεί ένας… ολισθηρός και κακοτράχαλος δρόμος, καθώς το επόμενο βιβλίο σας θα πρέπει να είναι ακόμη πιο βίαιο μέχρι να συνειδητοποιήσετε ότι πλησιάζετε επικίνδυνα κοντά στο να γράψετε ένα… πορνό βασανιστηρίων. Όσον αφορά όμως την έμπνευση, απλώς προσπαθώ να φανταστώ πώς θα διαδραματίζονταν οι σκηνές στην πραγματική ζωή και κάνω πολύ googling σχετικά και γύρω από την ιατροδικαστική επιστήμη προκειμένου να πετύχω τις σωστές λεπτομέρειες.
– Οπότε, το ανατριχιαστικό σασπένς μπορεί να μας «σκοτώσει» ως αναγνώστες πιο εύκολα από έναν φρικιαστικό φόνο στο χαρτί;
Ναι, συμφωνώ απόλυτα σε αυτό. Η αγωνία και η ατμόσφαιρα τρόμου είναι πάντα καλύτερη από την πραγματική βίαιη πράξη – και επίσης προκαλεί περισσότερο ανατριχίλα. Είναι επίσης πολύ πιο διασκεδαστικό να γράφεις τέτοιες σκηνές σε σχέση πάντα με τις βίαιες.
Η Yrsa Sigurdardottir και το Nordic noir εκτός σκανδιναβικών συνόρων
– Ένας από τους κύριους λόγους της επιτυχίας του σκανδιναβικού νουάρ είναι η εξερεύνηση της φυσικής γεωγραφίας των απέραντων παγωμένων τοπίων. Μπορείτε να φανταστείτε ότι το σκανδιναβικό νουάρ μπορεί να «υπάρξει» και εκτός των σκανδιναβικών χωρών;
Όντως, είναι δύσκολο να δεχτούμε ότι ένα Nordic Noir μπορεί να λαμβάνει χώρα στην Ισπανία, για παράδειγμα. Αλλά αυτό δεν οφείλεται μόνο στο τοπίο και τις καιρικές συνθήκες, αλλά και στο μικρό μέγεθος των σκανδιναβικών χωρών σε σύγκριση με τις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Π.χ. σε ένα μικρό έθνος/πόλη όπου τα κοινωνικά ζητήματα θα έπρεπε να είναι πιο εύκολο να αντιμετωπιστούν αντιθέτως, λαμβάνουν ακόμη μεγαλύτερη προσοχή γιατί υπάρχουν πολύ λιγότεροι άνθρωποι. Επίσης, δεν είμαι σίγουρη ότι έχω δίκιο, αλλά πιστεύω ότι το να ζεις κοντά στην άγρια φύση, σε κάνει να συγχρονίζεσαι περισσότερο με τη φυσική τάξη πραγμάτων: ζούμε και μετά πεθαίνουμε και δεν υπάρχει λόγος να χάνεις το μυαλό σου γι’ αυτό το αναπόφευκτο γεγονός. Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι, μεταξύ άλλων, αυτή η σκανδιναβική, «στωική» άποψη για τον θάνατο, έχει άμεσο αντίκτυπο στη γραφή που κάνει το Nordic Noir αυτό που είναι.
– Ωστόσο, χρησιμοποιείτε τον σκανδιναβικό καιρό και τα τοπία σχεδόν ως ξεχωριστό «λογοτεχνικό χαρακτήρα» στα βιβλία σας…
Μου φαίνεται απολύτως φυσικό αυτό. Η καθημερινή μου ζωή επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τον καιρό: Θα χιονίσει; Θα βρέξει; Θα έχει ηλιοφάνεια; Όλα αυτά μπορεί να συμβούν ακόμα και σε διάστημα μιας μέρας εδώ. Επομένως, πρέπει να γνωρίζετε την πρόγνωση του καιρού πριν σχεδιάσετε να κάνετε κάτι ή να βγείτε από το σπίτι.
-Όταν πήρα συνέντευξη από τον Jo Nesbo, μου είπε ότι σε μια άλλη ζωή θα είχε γίνει ένας πολύ επιτυχημένος ψυχολόγος ή εγκληματολόγος. Μπορείτε να πείτε το ίδιο και για τον εαυτό σας;
Δεν είμαι σίγουρη ότι θα ήμουν καλή επαγγελματίας σε αυτούς τους τομείς, αν και είμαι ο καλύτερος ανιχνευτής ψεύδους στον κόσμο -μπορώ να καταλάβω αμέσως αν κάποιος λέει ψέματα ή όχι. Θα μπορούσα ίσως να βρω δουλειά ως ανθρώπινος ανιχνευτής ψεύδους στην αστυνομία. Πιθανότατα θα ήταν μια πολύ πολυάσχολη δουλειά, δεδομένου ότι οι περισσότεροι άνθρωποι λένε ψέματα στην αστυνομία αν είναι ύποπτοι για κάποιο έγκλημα. Όλοι έχουμε πράγματα να κρύψουμε, αν και τα περισσότερα μυστικά δεν αφορούν σε εγκλήματα.
– Κατά τη γνώμη σας, τι είναι αυτό που κάνει το Nordic Noir αυτό που είναι;
Το σκανδιναβικό νουάρ έχει πολλά κοινά στοιχεία, αν και δεν υπάρχει κάθε ένα από αυτά σε κάθε βιβλίο. Εκείνα που μπορώ να σκεφτώ είναι εν μέρει αυτά που ανέφερα παραπάνω, το τοπίο ως χαρακτήρας, τα κοινωνικά προβλήματα και η μπλαζέ προσέγγιση του θανάτου. Επιπλέον θα έλεγα ότι το σκανδιναβικό νουάρ χαρακτηρίζεται από την εστίαση στις μικρές κοινωνίες, τις χειμερινές σκηνές, το λιτό ύφος γραφής, τον ατελή πρωταγωνιστή (π.χ. τον ελαττωματικό ντετέκτιβ) και τη βιαιότητα. Με τον όρο «βιαιότητα» εννοώ ότι ο φόνος περιγράφεται με περισσότερες λεπτομέρειες από το «ένα πτώμα βρέθηκε στη βιβλιοθήκη», όπως θα περίμενε κανείς διαβάζοντας… cozy crime.
– Είστε ευχαριστημένη με την κινηματογραφική μεταφορά των βιβλίων σας μέχρι στιγμής;
Ναι, είμαι πολύ ευχαριστημένη. Ήξερα από την αρχή ότι μια ταινία απαιτεί πολλές «περικοπές» από το αρχικό λογοτεχνικό υλικό, καθώς δεν υπάρχει χώρος για όλα όσα συμβαίνουν σε ένα βιβλίο – εκτός αν θέλεις να κάνεις μια ταινία 6-8 ωρών που κανείς δεν θα θέλει να δει. Γι’ αυτό πάντα με ενδιαφέρει πολύ να δω τι ακριβώς θα κοπεί από την ιστορία και πώς θα «μπαλωθεί» το κενό που αφήνει αυτό στην πλοκή. Προσωπικά παραμένω 100% μακριά από την όλη παραγωγή, οπότε δεν έχω ιδέα πώς θα μεταφερθεί η ιστορία στη μεγάλη οθόνη μέχρι την πρεμιέρα της ταινίας. Και μέχρι στιγμής πιστεύω ότι έχει λειτουργήσει πολύ καλά και ότι οι σεναριογράφοι έκαναν καλή δουλειά.
– Πάνω σε τι άλλο εργάζεστε αυτό τον καιρό;
Μόλις ολοκλήρωσα το τρίτο βιβλίο μιας νέας σειράς 4 βιβλίων με πρωταγωνιστές έναν αστυνομικό, μια αστυνομικό και μια ιατροδικαστή. Κάνω ένα διάλειμμα δύο εβδομάδων προτού ξεκινήσω το δεύτερο παιδικό βιβλίο του κύριου Μπόμπο.
*«Η κούκλα» της Yrsa Sigurdardottir, το πέμπτο βιβλίο της σειράς με πρωταγωνιστές τον επιθεωρητή Χούλνταρ και την ψυχολόγο Φρέιγια, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφορεί επίσης και το «Οι υπέροχες περιπέτειες του κυρίου Μπόμπο», το καινούργιο παιδικό βιβλίο της Yrsa Sigurdardottir.