Κάποιοι άνθρωποι δεν χρειάζονται συστάσεις. Με τριάντα χρόνια πορείας σε θέατρο, σινεμά και τηλεόραση, η Βίκυ Βολιώτη είναι πια από αυτούς τους ανθρώπους. Το ευρύ κοινό την γνώρισε μέσα από την μικρή οθόνη πριν δυόμιση δεκαετίες. Έκτοτε, διέγραψε την δική της, πολύ δημιουργική πορεία.
Φέτος, η Βίκυ Βολιώτη μαζί με μια ομάδα νέων ταλαντούχων καλλιτεχνών παρουσιάζει μια πολύ δυνατή, ξεσηκωτική διαδραστική παράσταση στη μουσική σκηνή του Faust, το Kabarett Katakombe. Το όλο εγχείρημα τράβηξε αμέσως το ενδιαφέρον μου, θέλησα να μάθω περισσότερα για την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αυτή παράσταση που ανεβαίνει την Τετάρτη 16 Νοεμβρίου.
Στην πρώτη μας τηλεφωνική επικοινωνία ήμουν φανερά μαγκωμένη, κάτι που άλλαξε πολύ γρήγορα. Η Βίκυ Βολιώτη είναι μια γυναίκα με βαθιά ευγένεια. Και, σύμφωνα με τον Michel de Montaigne, «Η ευγένεια είναι μια επιστήμη μεγάλης σπουδαιότητας. Μοιάζει με την ανθρώπινη ομορφιά και χάρη, που θέλγει στην πρώτη θέα, και που οδηγεί σε μεγαλύτερη οικειότητα».
– Πώς γεννήθηκε η ιδέα για την παράσταση Kabarett Katakombe;
Η πρώτη σκέψη για κάτι τέτοιο ήρθε λίγο καιρό πριν την καραντίνα. Με αφορμή διάφορα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα άρχισα να αναρωτιέμαι λίγο για το πόσο μακριά είναι η εποχή που διανύουμε από την εποχή του Μεσοπολέμου στη Γερμανία όπου ανδρώθηκε ο ναζισμός· πόσο αλληλένδετα είναι τα κοινωνικά δρώμενα και η οικονομική κατάσταση μιας χώρας σε σχέση με μια άνοδο των ολοκληρωτικών καθεστώτων κάθε φορά. Άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχουν πάρα πολλά κοινά χαρακτηριστικά στα χρόνια που ζούμε σε σχέση με τα χρόνια εκείνα, τα οποία έχουν άμεσο αντίκτυπο και στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την κοινωνία συνολικά και το πώς αυτό εκφράζεται στην τέχνη. Άρχισα να καταλαβαίνω πολύ περισσότερο γιατί άνθισε τότε το βερολινέζικο καμπαρέ – αυτό το πολύ ιδιαίτερο είδος θεάματος, το οποίο δεν έχει να κάνει με το καμπαρέ όπως το έχουμε οι περισσότεροι στο μυαλό μας.
– Δεν έχει δηλαδή σχέση με τους συνειρμούς που κάνουμε συνήθως όταν ακούμε τη λέξη «καμπαρέ», για παράδειγμα, Παρίσι, Moulin Rouge…
Ακριβώς. Αυτό είναι ένα μόνο κομμάτι του καμπαρέ ως είδους, το οποίο βέβαια στο Παρίσι και τη Γαλλία πήρε την απόλυτη μορφή του. Όμως το καμπαρέ ήταν ένα κατεξοχήν πολιτικοκοινωνικό θέατρο. Ήταν ένα πολύ προκλητικό είδος, όχι μόνο από σεξουαλική άποψη. Γιατί η περίοδος εκείνη, η περίοδος του Μεσοπολέμου ήταν μια πολύ ελευθεριάζουσα περίοδος στην Γερμανία, το οποίο ήταν βέβαια αποτέλεσμα και όλων αυτών που είχαν ζήσει οι άνθρωποι στον Α΄Παγκόσμιο πόλεμο – που βέβαια ήταν η απόλυτη φρίκη – αλλά και όλου αυτού που συνέβαινε στη Γερμανία με την άνοδο του ναζισμού. Από τη μία λοιπόν το βερολινέζικο καμπαρέ εξέφραζε αυτή την ανάγκη για σεξουαλική ελευθερία, αλλά ταυτόχρονα είχε και ένα πολύ οξύ, καυστικό πολιτικό και κυρίως κοινωνικό σχόλιο. Και ξαφνικά αναρωτήθηκα γιατί να μην μπορούμε να το κάνουμε και σήμερα αυτό; Γιατί να μην μπορεί να γίνει σήμερα κάτι ανάλογο. Και μετά ήρθε η καραντίνα και όλα ησύχασαν. Αδρανοποιήθηκαν. Και όταν τελείωσε η καραντίνα, επειδή διδάσκω και σε δύο δραματικές σχολές , σκέφτηκα πως θα είχε ενδιαφέρον να κάνουμε μια τέτοια παράσταση με τους πρώην μαθητές και νυν συναδέλφους μου, γιατί θεωρώ ότι αυτό το εγχείρημα χρειάζεται και μια νεανική ορμή και μια ώθηση πολύ νεανική. Και, πράγματι δημιουργήθηκε μία ομάδα από πολύ νέα και ταλαντούχα παιδιά.
– Φαντάζομαι λοιπόν πως και η οπτική πάνω στα θέματα που αγγίζει η συγκεκριμένη δουλειά έχουν αυτή την νεανική ορμή.
Όταν δημιουργήθηκε η ομάδα και αρχίσαμε να δουλεύουμε, μέσα από συζητήσεις που είχα μαζί με τους ηθοποιούς, βγήκε μια θεματική, μια λίστα – να το πω έτσι – θεμάτων που μας ενδιέφερε να θίξουμε και που έχουν να κάνουν κυρίως με το θέμα του αυτοπροσδιορισμού της ταυτότητας, τις σχέσεις με την οικογένεια, τη σχέση μας με τη σεξουαλικότητά μας. Με βάση αυτά τα θέματα, ζήτησα από φίλους και όχι μόνο να μας γράψουν κάποια κείμενα για την παράσταση. Πολλά κείμενα έχουν γραφτεί και από τα ίδια τα παιδιά.
– Είναι λοιπόν μια συρραφή από πολλά διαφορετικά κείμενα, πολλές διαφορετικές φωνές;
Δεν είναι συρραφή ακριβώς. Αλλά ναι, είναι διαφορετικά κείμενα με μια κοινή θεματική, τα οποία μπλέκονται μέσα σε χορό, τραγούδι, ακροβατικά σε μια σαγηνευτική μίξη.
– Συνεργάζεστε με πολύ νέα παιδιά. Πώς είναι να δουλεύετε μαζί τους; Βρίσκετε διαφορές στον τρόπο που προσεγγίζουν το επάγγελμα του ηθοποιού, τις πρόβες, την τέχνη του θεάτρου γενικότερα;
Αυτό που διακρίνω σε αυτή τη νέα γενιά ηθοποιών – και είναι πολύ ωραίο – είναι ότι τα παιδιά δεν έχουν τόσες εμπλοκές και τόσα κρατήματα σήμερα. Το οποίο, βέβαια, κάποιες φορές ίσως και να μην είναι καλό, γιατί όλα τα πράγματα έχουν δυο όψεις. Αλλά τις περισσότερες φορές είναι ωραίο οι άνθρωποι να μην έχουν αγκυλώσεις, κολλήματα και πράγματα που τους κρατάνε πίσω. Αυτό, στο θέατρο ειδικότερα, είναι πολύ καλό με την έννοια ότι, το να μπορούν οι νέοι άνθρωποι να εκφράζονται, να μιλάνε ελεύθερα και να μην νιώθουν ότι πρέπει να κρατούν μια στάση εξαιτίας ενός κακός ευνοούντος σεβασμού, είναι πάντα πολύ πιο απελευθερωτικό. Και πολύ πιο ειλικρινές.
– Ανεβαίνει οσονούπω ακόμη μια παράσταση στο θέατρο Vault, οι «Επικίνδυνες Σχέσεις», την οποία επίσης σκηνοθετείτε. Πώς επιστρέφετε στη σκηνή ως ηθοποιός μετά την εμπειρία σας ως σκηνοθέτης; Αλλάζει κάτι έχοντας καθίσει και σε αυτή τη θέση;
Το μόνο που αλλάζει είναι η υπομονή που έχεις μετά με τον σκηνοθέτη που σε σκηνοθετεί (γέλια). Βασικά, είναι πολύ βοηθητικό, το να βρεθείς από την άλλη πλευρά. Σε αφήνει να δεις κάποια πράγματα πολύ πιο καθαρά και αντικειμενικά. Έτσι, όταν μετά καλείσαι να παίξεις, ξαφνικά αντιλαμβάνεσαι τη δουλειά κάτω από ένα πρίσμα πιο χαλαρό. Η όλη διαδικασία, ειδικά των προβών, είναι αρκετά δύσκολη και αμήχανη για τους ηθοποιούς. Ο ηθοποιός καλείται μέσα από τα δικά του τα ερεθίσματα, τις δικές του τις αναμνήσεις , τα δικά του τα βιώματα, τις δικές του τις παρατηρήσεις να δώσει ζωή σε ένα ρόλο. Αυτό είναι μια μεγάλη έκθεση του εαυτού του ηθοποιού και δεν είναι πάντα εύκολο να εκτίθεται κανείς τόσο πολύ. Αλλά, όταν βρεθεί κανείς στην πλευρά του σκηνοθέτη, αντιλαμβάνεται το πόσο δύσκολο είναι από τη μία, αλλά και από την άλλη πόσο υπερβολικοί είμαστε μερικές φορές οι ηθοποιοί. Οπότε, εμένα με ησύχασε λίγο. Ξαφνικά, κάποια πράγματα τα είδα λίγο πιο χαλαρά. Κατά τα άλλα δεν αλλάζει κάτι, η διαδικασία είναι εντελώς διαφορετική, άλλη η διαδικασία του σκηνοθέτη και άλλη του ηθοποιού. Είναι απλώς μια άλλη δουλειά.
– Έχετε πια μια πάρα πολύ μεγάλη πορεία, έχετε κάνει θέατρο, σινεμά, τηλεόραση. Χορταίνεται ποτέ η υποκριτική;
Όχι. Γενικά, όταν κανείς είναι παθιασμένος με αυτό που κάνει, όπως είμαι εγώ που η δουλειά μου που είναι ένα τεράστιο κομμάτι της ζωής μου και που δεν το διαχωρίζω από αυτήν, όχι δεν χορταίνεται. Και είμαι πάντα πολύ χαρούμενη όταν μπαίνω σε διαδικασία δουλειάς. Και αυτό είναι κάτι που μου αρέσει πολύ. Περνώντας τα χρόνια δεν χάνω ούτε τη χαρά μου, ούτε τον ενθουσιασμό μου, ούτε την περιέργειά μου, ούτε την ανάγκη μου, ούτε την επιθυμία μου να δουλέψω με καινούριους ανθρώπους, με νέους ανθρώπους, με άλλους ανθρώπους.
– Έχω την εντύπωση ότι σας αφορούν πολλές από τις εκφάνσεις της ανθρώπινης φύσης, της ανθρώπινης ζωής, η ανθρώπινη κατάσταση γενικά.
Το παίρνω ως κοπλιμέντο αυτό, μου αρέσει που το λέτε (γέλια). Σίγουρα ένας από τους λόγους που κάνω αυτή τη δουλειά και που μου αρέσει αυτή η δουλειά είναι η εμπλοκή της με τόσους πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους. Από πολύ μικρή ήμουν ένας άνθρωπος που μου άρεσε πολύ να είμαι δίπλα και ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους. Και σίγουρα μεγαλώνοντας – επειδή όταν είμαστε νέοι είμαστε πολύ πιο απόλυτοι, πολύ πιο αυστηροί – άρχισα να καταλαβαίνω ότι η ανθρώπινη φύση δεν είναι ένα πράγμα, είναι πολλά διαφορετικά. Εγώ, τουλάχιστον, μεγαλώνοντας άρχισα να ανοίγω πολύ περισσότερο και να με ενδιαφέρει πολύ να ακούσω τη διαφορετική άποψη από την δική μου. Πολύ γρήγορα κατάλαβα ότι τα δικά μου πιστεύω δεν ταυτίζονται απαραίτητα με τα πιστεύω των άλλων ανθρώπων. Η πολυφωνία είναι τόσο ωραία. Με έκανε κι εμένα πιο πλούσια το να μπορώ να ακούω και να καταλαβαίνω τη θέση του άλλου. Αλλά κι αν δεν την καταλαβαίνω, δεν πειράζει. Δεν σημαίνει κάτι. Πια θεωρώ ότι ο καθένας οφείλει στον εαυτό του να είναι αυτό το οποίο θέλει και επιθυμεί. Δεν έχουμε πολλά πράγματα στη ζωή μας. Τον εαυτό μας έχουμε και πρέπει να είμαστε καλά με αυτόν για να μπορούμε να είμαστε καλά και με τους άλλους ανθρώπους.
– Λίγο η Covid εποχή, λίγο το ελληνικό #metoo, πώς άλλαξε ο χώρος μέσα στα τελευταία χρόνια;
Νομίζω ότι είναι ακόμα νωρίς για να μιλήσουμε για το πώς άλλαξε. Νομίζω πως αυτή η περίοδος υπήρξε – και ακόμα είναι – πολύ τραυματική για το ελληνικό θέατρο. Κατά τη γνώμη μου, ήταν πάρα πολύ σοβαρό όλο αυτό που συνέβη και πάρα πολύ τραυματικό από όλες τις απόψεις. Θεωρώ ότι χρειάζεται πολύ χρόνο για να δούμε κατά πόσο, αν και πώς άλλαξε ο χώρος. Δεν μπορούμε παρά να ελπίζουμε ότι τα κακώς κείμενα θα διορθωθούν. Αλλά είναι σημαντικό να μπορέσουμε να κρατήσουμε και την ψυχραιμία μας ώστε να μην καούν μαζί με τα ξερά και τα χλωρά. Κάποια πράγματα είναι καλό να αλλάζουν, αλλά χωρίς ποτέ να γινόμαστε επιθετικοί. Δεν χρειάζεται να τα ισοπεδώνουμε όλα. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι έτσι στο ελληνικό θέατρο.
– Τα social media αλλάζουν τον χώρο του θεάτρου, το χώρο της τέχνης γενικότερα;
Τα πάντα μπορούν να αλλάξουν τον χώρο. Τα social media έχουν γίνει αναπόσπαστο κομμάτι όλων των ανθρώπων, όχι μόνο όσων δουλεύουν στον χώρο. Έχουν γίνει αναπόσπαστο κομμάτι όλης της κοινωνίας, οπότε μοιραία έχουν γίνει και αναπόσπαστο κομμάτι του θεάτρου. Οι άνθρωποι πια έχουν τέτοια εξάρτηση από τα social media, έχουμε όλοι λίγο ή πολύ αφεθεί στο γλυκό τους ψεύδος, που φυσικά επηρεάζουν και τον χώρο του θεάτρου και τον τρόπο που πια οι άνθρωποι που δουλεύουν στον χώρο επικοινωνούν τη δουλειά τους και τον τρόπο με τον οποίο ο κόσμος αντιλαμβάνεται τη δουλειά. Ναι σαφέστατα έχει αλλάξει. Όχι μόνο προς το καλό, αλλά και προς το κακό.
– Αν μπορούσατε να δείτε απέξω τον εαυτό σας σαν δασκάλα υποκριτικής πώς θα λέγατε ότι είστε, σε σχέση και με τους δικούς σας τους δασκάλους;
Είναι κάτι που το αγαπάω πάρα πολύ. Το κάνω με πάρα πολλή χαρά και, αν κρίνω από τη σχέση που έχω με τα παιδιά, νομίζω ότι είμαι καλή δασκάλα. Είχα κι εγώ με τη σειρά μου πάρα πολύ καλούς δασκάλους, είχα ανθρώπους στους οποίους στην κυριολεξία μαθήτευσα. Στη Μάγια τη Λυμπεροπούλου χρωστάω πάρα πολλά. Χρωστάω την ματιά μου στο θέατρο και στην Μάγια Λυμπεροπούλου και στον Γιώργο Μιχαηλίδη. Βρέθηκα δηλαδή δίπλα σε ανθρώπους που μου έμαθαν πολλά και εγώ με τη σειρά μου αυτά προσπαθώ να τα περάσω και στους δικούς μου τους μαθητές.
❈ INFO: «Kabarett Katakombe», Σύλληψη – Δραματουργική Επεξεργασία – Σκηνοθεσία: Βίκυ Βολιώτη, Κείμενα: Θοδωρής Αθερίδης, The Boy, Μίνως Θεοχάρης, Κική Μαυρίδου, Εύη Δόβελου κ.α., Παίζουν, χορεύουν, τραγουδούν: Ιουλία Αγαλίδου, Τζοάννα Αγγελή, Ελωρίς Αλπανίδου, Δημήτρης Κολλιός, Άγγελος Λιάγκος, Ελένη Μπίκου, Κώστας Τσακίρογλου, Έλενα Σταύρου, Βασιλική Χρυσικού. Κάθε Τετάρτη στις 21:30 στη μουσική σκηνή του Faust για λίγες παραστάσεις. Από 16 Νοεμβρίου.