Από τότε που έμαθε να γράφει, η Στέλλα Ζαφειροπούλου ήθελε να καταθέτει στο χαρτί όσα έπλαθε στο μυαλό της. Τα μικρής έκτασης παιδικά κείμενα εξελίχθηκαν σε διηγήματα, σενάρια και αργότερα ένας διαγωνισμός της άνοιξε το δρόμο της συγγραφής θεατρικών έργων, ο οποίος έμελλε να την οδηγήσει στο Bob theatre Festival, σε βράβευση από την Ένωση Σεναριογράφων Ελλάδος για το θεατρικό της έργο “Χήνες” και να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στη ζωή της. Τα “Παγώνια“, το τελευταίο της έργο, σκιαγραφεί το αδιάκοπο σύγχρονο κυνήγητο των καλλιτεχνών να πραγματοποιήσουν τα ονειρά τους. Όμως, πόσο περήφανοι για τους εαυτούς τους, αλλά και οι άλλοι γι’ αυτούς; Αντίστοιχα και εμείς καλούμαστε να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα καθώς, και να αναμετρηθούμε με όσα μας καίνε και, ίσως δεν τα έχουμε φέρει μπροστά μας. Οι τρεις ήρωες συναντώνται στη σκηνή του Bios, εκεί που συναντήσαμε και εμείς τη συγγραφέα του έργου, όπου συνομιλήσαμε για την πορεία της, τη σχέση της με το θέατρο, αλλά και για την σκληρότητα του καλλιτεχνικού χώρου.
– Πότε θυμάσαι τον εαυτό σου να μπαίνει στον κόσμο της συγγραφής;
Νομίζω ότι πρώτα μου συγγραφικά “βήματα” τα έκανα στο Δημοτικό. Μου άρεσε πολύ η έκθεση και τότε προσπαθούσα να γράφω κάποια μικρά κειμενάκια, με θέματα που σκεφτόμουν εγώ. Μόνη μου. Αργότερα, στο Λύκειο, ξεκίνησα να γράφω μικρής έκτασης διηγήματα, αλλά και σενάρια.
– Τότε για ποιες θεματικές έγραφες; Τι σου κινούσε το ενδιαφέρον;
Για ό,τι αφορούσε το διαφορετικό. Τους ανθρώπους που δεν είχαν φωνή να μιλήσουν και θεωρούσα ότι έπρεπε να μιλήσει κάποιος άλλος γι’ αυτούς. Άνθρωποι οι οποίοι ήταν στο περιθώριο για πολλούς λόγους.
– Το οποίο, βέβαια, εξακολουθείς να το κάνεις.
Ναι, πράγματι. Ίσως είναι μία ανάγκη μου. Γενικά, πιστεύω ότι είναι πιο ενδιαφέροντες χαρακτήρες αυτοί γιατί έχουν κάτι να πουν.
– Και η θεατρική συγγραφή, πώς προέκυψε;
Ξεκίνησα να γράφω θεατρικά έργα πολύ αργότερα. Το θεωρούσα πολύ δύσκολο είδος. Πριν μία δεκαετία είχα πάει στο Μικρό Πολυτεχνείο για να παρακολουθήσω κάποια σεμινάρια για συγγραφή διηγημάτων. Κατά την παρακολούθηση, μου πρότειναν να πάρω μέρος σε ένα διαγωνισμό μονολόγων και τα πήγα πολύ καλά. Κέρδισα την 3η θέση με το έργο “Δέκατη Τρίτη”. Σε αυτόν τον μονόλογο, κεντρικό πρόσωπο είναι μία κοπέλα που έχει κάνει 12 αποτυχημένες απόπειρες αυτοκτονίας και προσπαθεί για την 13η. Αργότερα, όταν παίχτηκε σε ένα θεατρικό φεστιβάλ, ήταν μία μαγική στιγμή. Αν και πίστευα ότι η θεατρική συγγραφή είναι πολύ δύσκολη, τελικά αποφάσισα να ακολουθήσω αυτόν τον δρόμο και τελικά νομίζω ότι αυτός είναι που με εκφράζει περισσότερο. Ίσως κάνω και μυθιστόρημα κάποτε, αλλά εξακολουθώ να πιστεύω ότι η θεατρική γράφη είναι δυσκολότερη. Πρέπει να παλέψεις με πολλούς χαρακτήρες, να έχουν όλοι τους ψυχή και να είναι ολοκληρωμένοι. Υπάρχουν πολλοί παράμετροι που πρέπει να προσέξει κάποιος κατά τη θεατρική συγγραφή και πρέπει να τα πεις όλα μέσα σε μία ώρα και είκοσι λεπτά -περίπου. Νομίζω ότι το πιο σημαντικό είναι να μπορείς να πεις σπουδαία πράγματα χρησιμοποιώντας τον καθημερινό λόγο. Δηλαδή ο θεατής να νομίζει κατά τη διάρκεια της παράστασης ότι δεν του λες τίποτα, αλλά όταν βγει από την αίθουσα και την ξανασκεφτεί, να συνειδητοποιήσει ότι του είπες τα πάντα.
– Ποια είναι η δική σου σχέση με το θέατρο;
Το λατρεύω, δεν ξερω αν θα με λατρέψει και αυτό βέβαια. (γέλια!) Μου δίνει τόπο για να ζήσω, τρόπο για να εκφραστώ και μέσα σε αυτό ζω πολύ όμορφες στιγμές. Ακόμα κι αν τα πράγματα στην πορεία δεν πάνε καλά -αν δεν αρέσει στον κόσμο κάποιο έργο μου- σημασία έχει το ταξίδι. Μπορεί να ακούγεται κλισέ, αλλά όντως το πιστεύω αυτό.
– Ας κάνουμε μία στάση στον θεατρικό σταθμό αυτής περιόδου της ζωής σου, τα “Παγώνια”. Πώς γεννήθηκε αυτή η ιδέα;
Απλά μία μέρα σκέφτηκα κάποιους χαρακτήρες. Ήταν η πρώτη φορά που σε ένα θεατρικό μου σκέφτηκα και έπλασα στο μυαλό τους τύπους. Είχα 5 νέους καλλιτέχνες που ήθελαν να κάνουν τα όνειρά τους πραγματικότητα. Δεν ήξερα σε ποια συνθήκη θα τους τοποθετήσω, ούτε τι ήθελα να πω. Πέρασα ολόκληρες μέρες έχοντας αυτούς τους ήρωες μέσα στο μυαλό, άλλωστε αυτό συνηθίζω να το κάνω όταν βρίσκομαι στο αρχικό στάδιο της συγγραφής ενός έργου. Τελικά, σκέφτηκα ότι ήθελα να αφηγηθώ μία ιστορία για το πώς οι άνθρωποι μπορεί να μην είναι αυτό που φαίνεται. Δηλαδή, να προσπαθείς να γίνεις κάτι, ας πούμε πολύ γνωστός, αλλά στην πραγματικότητα να μην είσαι αυτό που βλέπουν οι άλλοι. Επίσης, μπορεί να έχεις κάνει θυσίες ή πράγματα που να μη νιώθεις περήφανος. Λέει ο Μπίλυ στο έργο: «Τι είναι πιο μεγάλο, να είναι οι άλλοι περήφανοι και για εσένα ή εσύ περήφανος για τον εαυτό σου;». Αυτά τα δύο, μερικές φορές δεν εφάπτονται και αυτό πρέπει να το θυμόμαστε. Θαυμάζουμε και εκτιμάμε την εικόνα κάποιου που εμείς έχουμε πλάσει, όμως, τι υπάρχει πραγματικά πίσω από αυτή την εικόνα;
– Αυτό, βέβαια, μπορεί και να μη το μάθουμε και ποτέ.
Ναι, εννοείται. Αυτό είναι και το πιο θλιβερό… Σκέψου να έχεις κάποιον πρότυπο και τελικά να μαθαίνεις ότι είναι τελείως διαφορετικός απ’ ό,τι νόμιζες, ότι είναι ένα τίποτα. Ε, κάτι θα γκρεμιστεί μέσα σου.
– Πριν ανέφερες ότι στο έργο υπήρχαν 5 χαρακτήρες αρχικά. Πώς έγιναν 3;
Αφού έγραψα το έργο, είχα την αίσθηση ότι κάτι μου λείπει και μίλησα με τον Βασίλη Κατσικονούρη τον οποίο γνώρισα στο πανεπιστήμιο και, μου είπε ότι το έργο πρέπει να γίνει πιο σφιχτό. Την ίδια περίοδο το είχε διαβάσει και ο Τάσος (Πυργιέρης) και μου πρότεινε να κάνουμε 3 τους χαρακτήρες για να μικρύνει το έργο. Πάντα με στεναχωρεί να αποχωρίζομαι χαρακτήρες, όμως, το έκανα. Και γρήγορα μάλιστα. Βέβαια, αυτό δε σημαίνει ότι θα ξεγράψω τους άλλους δύο χαρακτήρες. Ίσως εμφανιστούν σε κάποιο άλλο έργο μου.
– Τα παγώνια είναι περήφανα ζώα. Ποιο άλλο χαρακτηριστικό τους σε οδήγησε να τα επιλέξεις για τον τίτλο του έργου σου;
Ναι, τα παγώνια είναι περήφανα ζώα, πολύ όμορφα και γι’ αυτό έχουν και λίγο τον ναρκισσισμό, ως χαρακτηριστικό. Γενικά μου αρέσει να χρησιμοποιώ ζώα στα έργα μου. Θεωρώ ότι αρκετά χαρακτηριστικά τους “ακουμπούν” σε αυτά του ανθρώπου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, των παγωνιών, το χρώμα τους δεν είναι τόσο λαμπερό όσο εμείς το αντιλαμβανόμαστε. Υπάρχει κάτι που βλέπουμε με την ίριδα του ματιού μας και αυτό δημιουργεί ένα φαινότυπο, με αποτέλεσμα να δείχνουν περισσότερο χρωματιστά απ’ ότι είναι πραγματικά. Ουσιαστικά, εμείς βιώνουμε μία παραπλάνηση και αυτή υπάρχει μέσα στο έργο και ταιριάζει με τους ήρωές μου.
– Το έργο, λοιπόν, είναι ένα σκιαγράφημα της σημερινής κοινωνίας. Εκτός από την παραπλάνηση, υπάρχει και η μισαλλοδοξία, αλλά θα δούμε, επίσης, ότι τα όνειρα μπορεί να μείνουν ανεκπλήρωτα για πάντα. Τα δικά σου όνειρα ποια ήταν; Ποια εικόνα έχεις πλάσει για τον εαυτό σου;
Αρχικά, ήθελα να γίνω δικηγόρος, αλλά μάλλον ήταν μία περαστική ιδέα. Ανέκαθεν θυμάμαι τον εαυτό μου να γράφει ή να διαβάζει. Στα 15 μου, για παράδειγμα, διάβαζα τον “Ηλίθιο” του Ντοστογιέφσκι. Περνούσα αρκετές ώρες μόνη μου λόγω και του προβλήματος που είχα. Είχα μεν παρέες, αλλά μερικές φορές μου άρεσε να ψάχνω περισσότερο τα πράγματα και εαυτό μου. Γι’ αυτό τον λόγο διάβαζα περισσότερο. Μου άρεσαν οι ζωές των ηρώων και οι εικόνες που τα βιβλία κατάφερναν να πλάθουν. Νομίζω ότι σκεφτόμουν συνεχώς τον εαυτό μου να γράφει. Αυτή ήταν η ανάγκη μου και είμαι πολύ χαρούμενη που κάποιες φορές αμείβομαι από αυτό που αγαπώ να κάνω, τόσο στο θέατρο όσο και στην τηλεόραση.
– Πόσο δύσκολο είναι να μπεις στον χώρο και να βιοποριστείς από αυτό;
Είναι πάρα πολύ δύσκολο. Εγώ, βέβαια, ήμουν τυχερή γιατί όταν έκανα το πρώτο μου έργο, το “Φλάι”, είδε την παράσταση ο Δημήτρης Αρβανίτης και δύο μέρες αργότερα, μου έκανε πρόταση για δουλειά στην τηλεόραση και αφού πέρασα από δοκιμαστικό, τότε ξεκίνησα εκεί. Η τηλεόραση είναι ένα δύσκολο μέσο. Οι χρόνοι είναι ανελέητοι. Η παράδοση των επεισοδίων γίνεται με εντατικούς ρυθμούς. Επίσης, καταλαβαίνεις πόσο αναλώσιμος είσαι. Δυστυχώς, δεν υπάρχει χώρος για τις νέες φωνές, αν αυτές δεν έχουν τις απαραίτητες γνωριμίες που θα τους “δώσουν” το εισιτήριο για την είσοδό τους στον χώρο της τηλεόρασης.
– Ποια μαθήματα έχεις πάρεις κατά τη συγγραφική σου πορεία μέχρι και σήμερα;
Να έχω γερό στομάχι, να πιστεύω στον εαυτό μου και να εξελίσσομαι κάθε μέρα. Αν πιστέψεις ότι έχεις φτάσει κάπου και πέτυχες κάτι, καταρρεύσει ό,τι έχτιζες. Είναι ένας χώρος σκληρός και πρέπει συνεχώς να μετράς τις αντοχές σου στη γραφή και στα ψυχικά αποθέματά σου.
– Οι θεατρικοί συγγραφείς δεν τα βρίσκουν πάντα με τους σκηνοθέτες. Που νομίζεις ότι οφείλεται αυτό;
Οι σκηνοθέτες γενικά έχουν μία τάση να πειράζουν τα έργα και δεν αναφέρομαι στις διασκευές. Όταν ο συγγραφέας είναι παρόν και ζωντανός -δεν πρόκειται για κάποιο έργο του Σαίξπηρ δηλαδή- πες του το και θα το φτιάξει εκείνος. Αν θέλει να κάνει αλλαγές στον φωτισμό, θα απευθυνθεί στον υπεύθυνο για τον σχεδιασμό των φώτων, αλλά όταν νιώθει ότι κάτι δεν λειτουργεί από το κείμενο στον τρόπο με τον οποίο θέλει να στήσει το έργο, δε ζητάει από τον συγγραφέα, όπως έκανε στην προηγούμενη περίπτωση. Παίρνουν την πρωτοβουλία και κάνουν μόνοι τους τις αλλαγές. Ο Μάμετ έλεγε ότι οι σκηνοθέτες θεωρούν ότι είναι οι κατασκευαστές ενός τρένου, ενώ στην πραγματικότητα είναι μόνο οι οδηγοί του. Αν αυτό το καταλαβαίναμε, θα ήταν καλύτερα τα πράγματα. Από τον Τάσο δεν έχω κάποιο παράπονο. Όμως αυτό που συμβαίνει στο μοντέρνο και το μεταμοντέρνο θέατρο που ο συγγραφέας μπαίνει στην άκρη, δεν με βρίσκει και τόσο σύμφωνη.
– Τι πιστεύεις ότι πρέπει να κάνουν οι συγγραφείς;
Οι συγγραφείς πρέπει να διεκδικήσουν τον σεβασμό που τους αξίζει. Να αναγνωριστεί η συμβολή τους στην παράσταση που είναι τεράστια, γιατί έχουν δώσει την πρώτη ύλη. Όσοι γράφουμε πρέπει να προστατεύουμε το κείμενό μας.
– Την τελευταία δεκαετία μας έχουν συστηθεί αρκετοί νέοι θεατρικοί συγγραφείς. Εσύ έχεις ξεχωρίσει κάποιους;
Μου άρεσε ο Βαγγέλης Ρωμνιός που είχε γράψει τον “Χαρτοπόλεμο” και δυστυχώς, δεν μπορέσαμε να βρούμε κάποιο άλλο δείγμα του. Νομίζω ότι ήταν πιο κοντά σε εμένα η γραφή του Ρωμνιού. Επίσης, μου αρέσει πολύ ο Γιάννης Τσίρος. Η αλήθεια είναι ότι θα ήθελα να διαβάσω και έργα της Κατερίνας Μαυρογεώργη αλλά και της Νεφέλης Μαϊστράλη. Είναι τα επόμενα που θα φροντίσω να πέσουν στα χέρια μου.
Info για την παράσταση ”Παγώνια”:
‘’Παγώνια’’ της Στέλλας Ζαφειροπούλου
Σκηνοθεσία: Τάσος Πυργιέρης
Σκηνικά/κοστούμια: Ελίνα Δράκου
Σχεδιασμός φωτισμών: Στέβη Κουτσοθανάση
Μουσική επιμέλεια: Νίκος Τσαούσης
Βοηθός σκηνοθέτη: Γεωργία Προκοπίου
Βοηθός σκηνογράφου: Στέφανος Σιμιτσής
Εμφανίζονται με αλφαβητική σειρά: Φιόνα Γεωργιάδη, Γιώργος Παπαπαύλου, Πέτρος Σκαρμέας
Παραγωγή: BOILING POINT
Πρεμιέρα: Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2024 έως Κυριακή 17 Μαρτίου 2024
Ημέρες & ώρες παραστάσεων: Πέμπτη έως Σάββατο στις 21:00 &Κυριακή στις 19:00
Εισιτήρια θα βρείτε εδώ.
Από τότε που έμαθε να γράφει, η Στέλλα Ζαφειροπούλου ήθελε να καταθέτει στο χαρτί όσα έπλαθε στο μυαλό της. Τα μικρής έκτασης παιδικά κείμενα εξελίχθηκαν σε διηγήματα, σενάρια και αργότερα ένας διαγωνισμός της άνοιξε το δρόμο της συγγραφής θεατρικών έργων, ο οποίος έμελλε να την οδηγήσει στο Bob theatre Festival, σε βράβευση από την Ένωση Σεναριογράφων Ελλάδος για το θεατρικό της έργο “Χήνες” και να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στη ζωή της. Τα “Παγώνια“, το τελευταίο της έργο, σκιαγραφεί το αδιάκοπο σύγχρονο κυνήγητο των καλλιτεχνών να πραγματοποιήσουν τα ονειρά τους. Όμως, πόσο περήφανοι για τους εαυτούς τους, αλλά και οι άλλοι γι’ αυτούς; Αντίστοιχα και εμείς καλούμαστε να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα καθώς, και να αναμετρηθούμε με όσα μας καίνε και, ίσως δεν τα έχουμε φέρει μπροστά μας. Οι τρεις ήρωες συναντώνται στη σκηνή του Bios, εκεί που συναντήσαμε και εμείς τη συγγραφέα του έργου, όπου συνομιλήσαμε για την πορεία της, τη σχέση της με το θέατρο, αλλά και για την σκληρότητα του καλλιτεχνικού χώρου.
– Πότε θυμάσαι τον εαυτό σου να μπαίνει στον κόσμο της συγγραφής;
Νομίζω ότι πρώτα μου συγγραφικά “βήματα” τα έκανα στο Δημοτικό. Μου άρεσε πολύ η έκθεση και τότε προσπαθούσα να γράφω κάποια μικρά κειμενάκια, με θέματα που σκεφτόμουν εγώ. Μόνη μου. Αργότερα, στο Λύκειο, ξεκίνησα να γράφω μικρής έκτασης διηγήματα, αλλά και σενάρια.
– Τότε για ποιες θεματικές έγραφες; Τι σου κινούσε το ενδιαφέρον;
Για ό,τι αφορούσε το διαφορετικό. Τους ανθρώπους που δεν είχαν φωνή να μιλήσουν και θεωρούσα ότι έπρεπε να μιλήσει κάποιος άλλος γι’ αυτούς. Άνθρωποι οι οποίοι ήταν στο περιθώριο για πολλούς λόγους.
– Το οποίο, βέβαια, εξακολουθείς να το κάνεις.
Ναι, πράγματι. Ίσως είναι μία ανάγκη μου. Γενικά, πιστεύω ότι είναι πιο ενδιαφέροντες χαρακτήρες αυτοί γιατί έχουν κάτι να πουν.
– Και η θεατρική συγγραφή, πώς προέκυψε;
Ξεκίνησα να γράφω θεατρικά έργα πολύ αργότερα. Το θεωρούσα πολύ δύσκολο είδος. Πριν μία δεκαετία είχα πάει στο Μικρό Πολυτεχνείο για να παρακολουθήσω κάποια σεμινάρια για συγγραφή διηγημάτων. Κατά την παρακολούθηση, μου πρότειναν να πάρω μέρος σε ένα διαγωνισμό μονολόγων και τα πήγα πολύ καλά. Κέρδισα την 3η θέση με το έργο “Δέκατη Τρίτη”. Σε αυτόν τον μονόλογο, κεντρικό πρόσωπο είναι μία κοπέλα που έχει κάνει 12 αποτυχημένες απόπειρες αυτοκτονίας και προσπαθεί για την 13η. Αργότερα, όταν παίχτηκε σε ένα θεατρικό φεστιβάλ, ήταν μία μαγική στιγμή. Αν και πίστευα ότι η θεατρική συγγραφή είναι πολύ δύσκολη, τελικά αποφάσισα να ακολουθήσω αυτόν τον δρόμο και τελικά νομίζω ότι αυτός είναι που με εκφράζει περισσότερο. Ίσως κάνω και μυθιστόρημα κάποτε, αλλά εξακολουθώ να πιστεύω ότι η θεατρική γράφη είναι δυσκολότερη. Πρέπει να παλέψεις με πολλούς χαρακτήρες, να έχουν όλοι τους ψυχή και να είναι ολοκληρωμένοι. Υπάρχουν πολλοί παράμετροι που πρέπει να προσέξει κάποιος κατά τη θεατρική συγγραφή και πρέπει να τα πεις όλα μέσα σε μία ώρα και είκοσι λεπτά -περίπου. Νομίζω ότι το πιο σημαντικό είναι να μπορείς να πεις σπουδαία πράγματα χρησιμοποιώντας τον καθημερινό λόγο. Δηλαδή ο θεατής να νομίζει κατά τη διάρκεια της παράστασης ότι δεν του λες τίποτα, αλλά όταν βγει από την αίθουσα και την ξανασκεφτεί, να συνειδητοποιήσει ότι του είπες τα πάντα.
– Ποια είναι η δική σου σχέση με το θέατρο;
Το λατρεύω, δεν ξερω αν θα με λατρέψει και αυτό βέβαια. (γέλια!) Μου δίνει τόπο για να ζήσω, τρόπο για να εκφραστώ και μέσα σε αυτό ζω πολύ όμορφες στιγμές. Ακόμα κι αν τα πράγματα στην πορεία δεν πάνε καλά -αν δεν αρέσει στον κόσμο κάποιο έργο μου- σημασία έχει το ταξίδι. Μπορεί να ακούγεται κλισέ, αλλά όντως το πιστεύω αυτό.
– Ας κάνουμε μία στάση στον θεατρικό σταθμό αυτής περιόδου της ζωής σου, τα “Παγώνια”. Πώς γεννήθηκε αυτή η ιδέα;
Απλά μία μέρα σκέφτηκα κάποιους χαρακτήρες. Ήταν η πρώτη φορά που σε ένα θεατρικό μου σκέφτηκα και έπλασα στο μυαλό τους τύπους. Είχα 5 νέους καλλιτέχνες που ήθελαν να κάνουν τα όνειρά τους πραγματικότητα. Δεν ήξερα σε ποια συνθήκη θα τους τοποθετήσω, ούτε τι ήθελα να πω. Πέρασα ολόκληρες μέρες έχοντας αυτούς τους ήρωες μέσα στο μυαλό, άλλωστε αυτό συνηθίζω να το κάνω όταν βρίσκομαι στο αρχικό στάδιο της συγγραφής ενός έργου. Τελικά, σκέφτηκα ότι ήθελα να αφηγηθώ μία ιστορία για το πώς οι άνθρωποι μπορεί να μην είναι αυτό που φαίνεται. Δηλαδή, να προσπαθείς να γίνεις κάτι, ας πούμε πολύ γνωστός, αλλά στην πραγματικότητα να μην είσαι αυτό που βλέπουν οι άλλοι. Επίσης, μπορεί να έχεις κάνει θυσίες ή πράγματα που να μη νιώθεις περήφανος. Λέει ο Μπίλυ στο έργο: «Τι είναι πιο μεγάλο, να είναι οι άλλοι περήφανοι και για εσένα ή εσύ περήφανος για τον εαυτό σου;». Αυτά τα δύο, μερικές φορές δεν εφάπτονται και αυτό πρέπει να το θυμόμαστε. Θαυμάζουμε και εκτιμάμε την εικόνα κάποιου που εμείς έχουμε πλάσει, όμως, τι υπάρχει πραγματικά πίσω από αυτή την εικόνα;
– Αυτό, βέβαια, μπορεί και να μη το μάθουμε και ποτέ.
Ναι, εννοείται. Αυτό είναι και το πιο θλιβερό… Σκέψου να έχεις κάποιον πρότυπο και τελικά να μαθαίνεις ότι είναι τελείως διαφορετικός απ’ ό,τι νόμιζες, ότι είναι ένα τίποτα. Ε, κάτι θα γκρεμιστεί μέσα σου.
– Πριν ανέφερες ότι στο έργο υπήρχαν 5 χαρακτήρες αρχικά. Πώς έγιναν 3;
Αφού έγραψα το έργο, είχα την αίσθηση ότι κάτι μου λείπει και μίλησα με τον Βασίλη Κατσικονούρη τον οποίο γνώρισα στο πανεπιστήμιο και, μου είπε ότι το έργο πρέπει να γίνει πιο σφιχτό. Την ίδια περίοδο το είχε διαβάσει και ο Τάσος (Πυργιέρης) και μου πρότεινε να κάνουμε 3 τους χαρακτήρες για να μικρύνει το έργο. Πάντα με στεναχωρεί να αποχωρίζομαι χαρακτήρες, όμως, το έκανα. Και γρήγορα μάλιστα. Βέβαια, αυτό δε σημαίνει ότι θα ξεγράψω τους άλλους δύο χαρακτήρες. Ίσως εμφανιστούν σε κάποιο άλλο έργο μου.
– Τα παγώνια είναι περήφανα ζώα. Ποιο άλλο χαρακτηριστικό τους σε οδήγησε να τα επιλέξεις για τον τίτλο του έργου σου;
Ναι, τα παγώνια είναι περήφανα ζώα, πολύ όμορφα και γι’ αυτό έχουν και λίγο τον ναρκισσισμό, ως χαρακτηριστικό. Γενικά μου αρέσει να χρησιμοποιώ ζώα στα έργα μου. Θεωρώ ότι αρκετά χαρακτηριστικά τους “ακουμπούν” σε αυτά του ανθρώπου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, των παγωνιών, το χρώμα τους δεν είναι τόσο λαμπερό όσο εμείς το αντιλαμβανόμαστε. Υπάρχει κάτι που βλέπουμε με την ίριδα του ματιού μας και αυτό δημιουργεί ένα φαινότυπο, με αποτέλεσμα να δείχνουν περισσότερο χρωματιστά απ’ ότι είναι πραγματικά. Ουσιαστικά, εμείς βιώνουμε μία παραπλάνηση και αυτή υπάρχει μέσα στο έργο και ταιριάζει με τους ήρωές μου.
– Το έργο, λοιπόν, είναι ένα σκιαγράφημα της σημερινής κοινωνίας. Εκτός από την παραπλάνηση, υπάρχει και η μισαλλοδοξία, αλλά θα δούμε, επίσης, ότι τα όνειρα μπορεί να μείνουν ανεκπλήρωτα για πάντα. Τα δικά σου όνειρα ποια ήταν; Ποια εικόνα έχεις πλάσει για τον εαυτό σου;
Αρχικά, ήθελα να γίνω δικηγόρος, αλλά μάλλον ήταν μία περαστική ιδέα. Ανέκαθεν θυμάμαι τον εαυτό μου να γράφει ή να διαβάζει. Στα 15 μου, για παράδειγμα, διάβαζα τον “Ηλίθιο” του Ντοστογιέφσκι. Περνούσα αρκετές ώρες μόνη μου λόγω και του προβλήματος που είχα. Είχα μεν παρέες, αλλά μερικές φορές μου άρεσε να ψάχνω περισσότερο τα πράγματα και εαυτό μου. Γι’ αυτό τον λόγο διάβαζα περισσότερο. Μου άρεσαν οι ζωές των ηρώων και οι εικόνες που τα βιβλία κατάφερναν να πλάθουν. Νομίζω ότι σκεφτόμουν συνεχώς τον εαυτό μου να γράφει. Αυτή ήταν η ανάγκη μου και είμαι πολύ χαρούμενη που κάποιες φορές αμείβομαι από αυτό που αγαπώ να κάνω, τόσο στο θέατρο όσο και στην τηλεόραση.
– Πόσο δύσκολο είναι να μπεις στον χώρο και να βιοποριστείς από αυτό;
Είναι πάρα πολύ δύσκολο. Εγώ, βέβαια, ήμουν τυχερή γιατί όταν έκανα το πρώτο μου έργο, το “Φλάι”, είδε την παράσταση ο Δημήτρης Αρβανίτης και δύο μέρες αργότερα, μου έκανε πρόταση για δουλειά στην τηλεόραση και αφού πέρασα από δοκιμαστικό, τότε ξεκίνησα εκεί. Η τηλεόραση είναι ένα δύσκολο μέσο. Οι χρόνοι είναι ανελέητοι. Η παράδοση των επεισοδίων γίνεται με εντατικούς ρυθμούς. Επίσης, καταλαβαίνεις πόσο αναλώσιμος είσαι. Δυστυχώς, δεν υπάρχει χώρος για τις νέες φωνές, αν αυτές δεν έχουν τις απαραίτητες γνωριμίες που θα τους “δώσουν” το εισιτήριο για την είσοδό τους στον χώρο της τηλεόρασης.
– Ποια μαθήματα έχεις πάρεις κατά τη συγγραφική σου πορεία μέχρι και σήμερα;
Να έχω γερό στομάχι, να πιστεύω στον εαυτό μου και να εξελίσσομαι κάθε μέρα. Αν πιστέψεις ότι έχεις φτάσει κάπου και πέτυχες κάτι, καταρρεύσει ό,τι έχτιζες. Είναι ένας χώρος σκληρός και πρέπει συνεχώς να μετράς τις αντοχές σου στη γραφή και στα ψυχικά αποθέματά σου.
– Οι θεατρικοί συγγραφείς δεν τα βρίσκουν πάντα με τους σκηνοθέτες. Που νομίζεις ότι οφείλεται αυτό;
Οι σκηνοθέτες γενικά έχουν μία τάση να πειράζουν τα έργα και δεν αναφέρομαι στις διασκευές. Όταν ο συγγραφέας είναι παρόν και ζωντανός -δεν πρόκειται για κάποιο έργο του Σαίξπηρ δηλαδή- πες του το και θα το φτιάξει εκείνος. Αν θέλει να κάνει αλλαγές στον φωτισμό, θα απευθυνθεί στον υπεύθυνο για τον σχεδιασμό των φώτων, αλλά όταν νιώθει ότι κάτι δεν λειτουργεί από το κείμενο στον τρόπο με τον οποίο θέλει να στήσει το έργο, δε ζητάει από τον συγγραφέα, όπως έκανε στην προηγούμενη περίπτωση. Παίρνουν την πρωτοβουλία και κάνουν μόνοι τους τις αλλαγές. Ο Μάμετ έλεγε ότι οι σκηνοθέτες θεωρούν ότι είναι οι κατασκευαστές ενός τρένου, ενώ στην πραγματικότητα είναι μόνο οι οδηγοί του. Αν αυτό το καταλαβαίναμε, θα ήταν καλύτερα τα πράγματα. Από τον Τάσο δεν έχω κάποιο παράπονο. Όμως αυτό που συμβαίνει στο μοντέρνο και το μεταμοντέρνο θέατρο που ο συγγραφέας μπαίνει στην άκρη, δεν με βρίσκει και τόσο σύμφωνη.
– Τι πιστεύεις ότι πρέπει να κάνουν οι συγγραφείς;
Οι συγγραφείς πρέπει να διεκδικήσουν τον σεβασμό που τους αξίζει. Να αναγνωριστεί η συμβολή τους στην παράσταση που είναι τεράστια, γιατί έχουν δώσει την πρώτη ύλη. Όσοι γράφουμε πρέπει να προστατεύουμε το κείμενό μας.
– Την τελευταία δεκαετία μας έχουν συστηθεί αρκετοί νέοι θεατρικοί συγγραφείς. Εσύ έχεις ξεχωρίσει κάποιους;
Μου άρεσε ο Βαγγέλης Ρωμνιός που είχε γράψει τον “Χαρτοπόλεμο” και δυστυχώς, δεν μπορέσαμε να βρούμε κάποιο άλλο δείγμα του. Νομίζω ότι ήταν πιο κοντά σε εμένα η γραφή του Ρωμνιού. Επίσης, μου αρέσει πολύ ο Γιάννης Τσίρος. Η αλήθεια είναι ότι θα ήθελα να διαβάσω και έργα της Κατερίνας Μαυρογεώργη αλλά και της Νεφέλης Μαϊστράλη. Είναι τα επόμενα που θα φροντίσω να πέσουν στα χέρια μου.
Info για την παράσταση ”Παγώνια”:
‘’Παγώνια’’ της Στέλλας Ζαφειροπούλου
Σκηνοθεσία: Τάσος Πυργιέρης
Σκηνικά/κοστούμια: Ελίνα Δράκου
Σχεδιασμός φωτισμών: Στέβη Κουτσοθανάση
Μουσική επιμέλεια: Νίκος Τσαούσης
Βοηθός σκηνοθέτη: Γεωργία Προκοπίου
Βοηθός σκηνογράφου: Στέφανος Σιμιτσής
Εμφανίζονται με αλφαβητική σειρά: Φιόνα Γεωργιάδη, Γιώργος Παπαπαύλου, Πέτρος Σκαρμέας
Παραγωγή: BOILING POINT
Πρεμιέρα: Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2024 έως Κυριακή 17 Μαρτίου 2024
Ημέρες & ώρες παραστάσεων: Πέμπτη έως Σάββατο στις 21:00 &Κυριακή στις 19:00
Εισιτήρια θα βρείτε εδώ.