Ο καταξιωμένος πιανίστας και συνθέτης Σταύρος Λάντσιας ανοίγει ένα παράθυρο στο μουσικό σύμπαν του αγαπημένου του συνθέτη Ένιο Μορικόνε και παρουσιάζει τις αξέχαστες μελωδίες του που έχουν «ντύσει» εμβληματικές ταινίες. όπως Cinema Paradiso, Once Upon a Time in the West και πολλές άλλες, μέσα από ευρηματικές ενορχηστρώσεις και εμπνευσμένες εκτελέσεις από χαρισματικούς σολίστες.
Με αφορμή τις δύο βραδιές στον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσό ο σπουδαγμένος στο Berklee College of Music στη Βοστώνη μουσικός και συνθέτης, που έχει συνεργαστεί μεταξύ άλλων με τους Διονύση Σαββόπουλο, Έλλη Πασπαλά, Αλκίνοο Ιωαννίδη, Ορφέα Περίδη, Ελένη Καραϊνδρου και Νίκο Ξυδάκη και που στην προσωπική του δισκογραφία περιλαμβάνονται τα άλμπουμ «Επιστροφή», «Το Ταξίδι μιας Νότας» «Ημερολόγιο Ονείρων» και “Stavros Lantsias Trio Live at St. Paul ’ s Anglican Church, Athens”, μας εξομολογείται πώς αγάπησε τη μουσική του Ένιο Μορικόνε, τι πιστεύει ότι είναι πιο σημαντικό για έναν καλλιτέχνη που θέλει να είναι διαχρονικός και ποιο θεωρεί ότι είναι το μέλλον της ελληνικής μουσικής.
Να τις μας είπε:
Γνώρισα τη μουσική του Ένιο Μορικόνε με παρόμοιο τρόπο που γνώρισα τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι. Πάντοτε ήξερα κάποια έργα του Χατζιδάκι, έπρεπε όμως να έρθω στην Ελλάδα για να ξεκινήσω να παίζω τη μουσική του και να ανακαλύπτω πιο βαθιά τη σημασία των συνθέσεων του αλλά και τη σημασία του ίδιου στην εξέλιξη της ελληνικής μουσικής. Κάτι αντίστοιχο συνέβη και με τον Μορικόνε. Όσο σπούδαζα στην Αμερική ήξερα ότι ήταν ένας σημαντικός συνθέτης του κινηματογράφου αλλά μέχρι εκεί. Όταν ήρθα στην Ελλάδα, πέρασα μια περίοδο που πήγαινα συνέχεια σινεμά. Έτυχε λοιπόν να πάω σε μια αίθουσα που πριν την προβολή της ταινίας έπαιζε μουσική από soundtrack. Έπαιξε λοιπόν τη μουσική από το «Σινεμά ο Παράδεισος», σοκαρίστηκα, ένιωσα ότι δεν είχα ξανακούσει πιο ωραία μουσική στη ζωή μου. Δεν είχα δει την ταινία και αναρωτήθηκα ποιος είναι ο συνθέτης. Έτσι άρχισα να μελετάω τη μουσική του, πρόσθεσα μάλιστα το συγκεκριμένο κομμάτι από το «Σινεμά ο Παράδεισος» στις συναυλίες μου. Μέσα στην καραντίνα, όταν έμαθα για τον θάνατό του, είπα να φτιάξω ένα podcast. Εξ αιτίας του podcast, έκανα περαιτέρω έρευνα, ανακάλυψα κι άλλες μουσικές του, διάβασα πολλές συνεντεύξεις του. Είχα πολύ χρόνο συνεπώς άρχισα να μελετάω τα κομμάτια του και να τα μαθαίνω.
Υπάρχει μια ταινία με τον Κέβιν Κόστνερ «Ο ξυπόλυτος Τζο» από την οποία έχω συγκρατήσει μια φράση που μ’ αρέσει πολύ: “Built it and they will come”. Αν θέλεις να κάνεις κάτι, δεν μπορείς να περιμένεις αλλά πρέπει εσύ να αρχίζεις να το χτίζεις και οι άλλοι θα έρθουν σε εσένα. Μετά το podcast για τον Μορικόνε με προσέγγισαν από το Ίδρυμα Γουλανδρή, μου είπαν ότι ετοιμάζουν τις συναυλίες με συνθέτες κινηματογράφου και τους είπα ότι έχω έτοιμο τον Μορικόνε. Μετά άκουσε το podcast ο κ. Παπακώστας, που είναι ο πρόεδρος του ελληνικού συλλόγου «Φίλων Ένιο Μορικόνε» και μου ζήτησε να παίξω στο αφιέρωμα που κάνουν οι Νύχτες Πρεμιέρας με την προβολή του ντοκιμαντέρ στο Μέγαρο Μουσικής. Επειδή άρεσε στον κόσμο, το ενδιαφέρον συνεχίστηκε και έτσι προέκυψαν οι βραδιές στον Παρνασσό.
Το κύριο χαρακτηριστικό του Μορικόνε είναι ότι μουσική του παρότι δένει τέλεια με την ταινία ταυτόχρονα επειδή έχει τόσο δυνατές μελωδίες και εκπληκτικές ενορχηστρώσεις καταφέρνει να αποκτά ζωή από μόνη της. Ο ίδιος είχε προϋπηρεσία και στην ποπ μουσική, είχε γράψει επιτυχίες και ήταν μάστορας στις ενορχηστρώσεις και αυτό έχει τη σημασία του. Νιώθω ότι εκεί μοιάζουμε λίγο γιατί έχω κι εγώ ένα τέτοιο background, έχω ακούσει πολύ ποπ, ροκ, σόου μουσική ενώ δουλεύω και με πολλούς τραγουδοποιούς. Πολλές φορές μου λένε για τη μουσική μου ότι είναι τραγούδι χωρίς λόγια.
Είναι work in progress μια διασκευή, όσο παίζεις ένα κομμάτι τόσο απελευθερώνεσαι, μπορείς να προχωρήσεις ακόμη πιο πειραματικά ή να πας προς τα πιο πίσω, πιο αφαιρετικά. Όλα είναι ανοιχτά. Όμως το κλειδί για εμένα είναι να μάθω καλά το πρωτότυπο και να επιστρέφω σ’ αυτό. Να φανταστείτε το «Σινεμά ο Παράδεισος» το παίζω εδώ και 20 χρόνια, ξανάπιασα όμως τις πρωτότυπες παρτιτούρες, τις παίζω ξανά και βρήκα τώρα πραγματάκια που δεν τα είχα χρησιμοποιήσει τόσο καιρό.
Στη τζαζ υπάρχουν κομμάτια που τα ονομάζουμε standards, για παράδειγμα το “My funny Valentine” του Mile Davis, για το οποίο υπάρχουν άπειρες εκδοχές. Κάποια κομμάτια μένουν στον χρόνο και γίνονται όχημα διεύρυνσης της φαντασίας του οργανοπαίκτη. Αντιστοίχως κομμάτια που ξαναπαίζω μέσα στον χρόνο και αντέχουν, κάπως με ανανεώνουν, κάτι μου μαθαίνουν. Μπορεί να μην ακούγεται κάθε φορά αναγκαστικά διαφορετικό στον κόσμο αλλά για εμένα είναι φρέσκο.
Ξαναβρεθήκαμε φέτος, μετά από πολλά χρόνια, με τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, τον Γιώτη Κιουρτσόγλου, τον Μιχάλη Καπηλίδη, και τον Μιλτιάδη Παπαστάμου. Τώρα είναι σαν να ζούμε τη στιγμή λίγο περισσότερο. Υπάρχει μια ανακούφιση και όσον αφορά την αντίδραση του κόσμου. Κι εγώ όταν παίζω την ορχηστρική μουσική μου και γεμίζει ένα θέατρο πάντα εκπλήσσομαι και λέω «Κοίτα να δεις, αυτό τελικά δεν είναι μόνο για μικρή ομάδα ανθρώπων αλλά ενδιαφέρει κόσμο». Αντιστοίχως για την περίπτωση του Αλκίνοου είναι αξιοσημείωτο το πώς μέσα στα χρόνια έχει διατηρήσει το ακροατήριό του κάνοντας ακριβώς αυτό που θέλει να κάνει. Για εμένα, αυτό είναι επιτυχία για έναν καλλιτέχνη, το να μπορείς να εκφράζεσαι ακριβώς όπως θες, να είσαι αληθινός και να σε βρίσκει το ακροατήριο που έχει τις ίδιες -πάνω κάτω- ανησυχίες με εσένα. Αυτό το βρίσκω υπέροχο.
Κάποτε χρειαζόταν σε να σε ανακαλύψει κάποιος. Τώρα η πραγματικότητα είναι τελείως άλλη. Εάν έχεις τον χαρακτήρα, την όρεξη και την υπομονή να το δουλέψεις μπορείς να φτιάξεις μόνος σου το brand name σου. Αυτό έκανα, κατά κάποιο τρόπο, κι εγώ με την μουσική μου, δεν είχα από πίσω μου μάνατζερ ή κάτι τέτοιο. Τώρα βλέπω ότι αυτό αποδίδει καρπούς. Ο κόσμος έχει συνδέσει το όνομά μου με κάτι και εμπιστεύεται και νιώθει πως όταν έρθει να με ακούσει θα ακούσει κάτι που του αρέσει όπως του άρεσε κάτι προηγούμενο δικό μου. Το κλειδί, είναι να σε είναι ενεργός και συνεπής με μια συνέχεια. Δεν έχει τόση σημασία αν κάνεις κάτι για λίγο ή λίγο κόσμο, κάτι πιο εύκολο ή κάτι πιο εξειδικευμένο αλλά το να συνδέεις το όνομά σου με κάτι.
Τώρα οι ακροατές ψάχνουν περισσότερο. Όπως ένας άνθρωπος δεν πάει στην τράπεζα για τις συναλλαγές του αλλά θα κάτσει να ασχοληθεί μόνος του για να βρει πώς δουλεύει το e-banking και θα τις κάνει από εκεί έτσι και ο ακροατής δεν θα πάει να αγοράσει τον τάδε δίσκο μόνο και μόνο επειδή τον πρότεινε ένας δισκοκριτικός σε ένα περιοδικό αλλά θα ψάξει μέσα από τα αμέτρητα site, από τις πλατφόρμες. Κάθε εποχή τη δέχομαι με τα καλά και τα κακά της, δεν μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτό παρά να πάω κι εγώ με τη ροή. Είμαι αισιόδοξος γιατί με χαρά όλοι είδαμε πόσο σημαντική ήταν η μουσική για τον κόσμο την περίοδο της καραντίνας και βλέπω ότι όλοι με μια ανακούφιση έρχονται ξανά στις συναυλίες, δεν του αρκεί το streaming γιατί το live είναι αυτό που κάνει τη διαφορά.
Ως προς τη σύνθεση έχουν ειπωθεί πολλά σπουδαία πράγματα από σημαντικούς μουσικούς και τώρα είμαστε σε μια μεταβατική εποχή για τους μουσικούς. Δεν ξέρω αν μπορούν να προκύψουν νέα στιλ ή θα υπάρξει αναγέννηση σε κάποια παλιότερα. Όμως αν υπάρχει μια συμβουλή που μπορώ να δώσω στους μαθητές μου είναι πώς στην Τέχνη σου, όσο καλύτερος γίνεσαι, τόσο κι αυτό που παρουσιάζεις θα έχει μια ποιότητα που θα αντέξει στον χρόνο. Δεν χρειάζονται όλοι να εφεύρουν ξανά τον τροχό. Αρκεί να φτιάξεις κάτι καλό. Ένα παράδειγμα είναι η μεγάλη απήχηση της εκπομπής «Μουσικό Κουτί», που κάνει εδώ και τρία χρόνια ο Πορτοκάλογλου. Αφορά μόνο τη μουσική, αλλά είναι μια καλή μπάντα, που κάνει πρόβα κάθε μέρα, το προετοιμάζουν πολύ και έτσι ξεχώρισε και εμπορικά. Όπως είπα και πριν, φρόντισε ό, τι κάνεις να το κάνεις καλά, να δουλεύεις στο φουλ αυτό που θες να παρουσιάσεις και όχι να σε απασχολεί πώς θα βγεις ή πώς θα πεις κάτι ή τι θα φορέσεις. Εντάξει, και αυτά θα έρθουν αλλά σε πρώτη φάση πρέπει να σε απασχολεί μόνο η Τέχνη σου και πώς θα γίνεις καλύτερος. Αυτό, νομίζω, ότι δεν πάει χαμένο αλλά αναγνωρίζεται.
Προβλέπω ότι το επόμενο μπαμ στην ελληνική μουσική θα προέλθει από τους δεινούς οργανοπαίκτες. Πιστεύω ότι θα δημιουργεί μια δική μας greek jazz ή greek etchnic. To λέω γιατί παρατηρώ ότι πολλά ταλέντα πλέον παίζουν πολλαπλά όργανα, δηλαδή μπορεί κάποιος να παίζει παραδοσιακό ούτι αλλά να μιξάρει και λούπες. Ήμουν μέλος μιας επιτροπής για τον διαγωνισμό «Ανοιχτές Πλατφόρμες» του Μεγάρου Μουσικής και ακούσαμε πάνω από 200 σχήματα. Τα πιο πολλά απ΄αυτά είχαν να κάνουν με πειραγμένα πράγματα πάνω στη μουσική.
Πιστεύω, επίσης, ότι το επόμενο σπουδαίο πράγμα που θα προκύψει θα προέρχεται από τα παιδιά των μεταναστών που έχουν γεννηθεί ή μεγαλώσει εδώ, πιστεύω ότι ο επόμενος Χιώτης μπορεί να είναι ένα Ελληνάκι κινέζικης καταγωγής. Αυτές οι γενιές είναι πιο έλληνες από εμάς, γιατί έχουν να αποδείξουν κάτι και πάντα από εκεί έρχεται μια ώθηση. Νομίζω ότι θα βλέπουμε όλο και πιο συχνά αυτές τις πολύχρωμες, με την καλύτερη δυνατή έννοια, μπάντες και είναι κάτι που το περιμένω με χαρά. Πιστεύω ότι η Ελλάδα είναι το καλύτερο γεωγραφικά αλλά και μουσικά σημείο για να συμβεί αυτό, ακούμε από τσιφτετέλι μέχρι ηλεκτρονική μουσική. Ήδη τα παιδιά από την Αλβανία έχουν ενσωματωθεί και συμβαίνει αυτό, απλώς επειδή είναι γείτονες είμαστε πιο κοντά στους ήχους. Θεωρώ ότι ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι να δούμε τι θα προκύψει όταν η αφρικάνικη ή ασιατική μουσική θα μπει σιγά σιγά στο μουσικό μας πεδίο. Θα προκύψει κάτι σπουδαίο όταν ένα παιδάκι που ακούει στο σπίτι του αφρικανική μουσική ταυτόχρονα θα παίζει με τους φίλους του ρεμπέτικα τραγούδια σε μια κομπανία.
Info: Ο «δικός» μου Ennio Morricone, Συντελεστές: Σταύρος Λάντσιας: πιάνο, μελόντικα, μεταλλόφωνο, Ανδρέας Πολυζωγόπουλος: τρομπέτα & flugelhorn, Μιχάλης Καλκάνης: κοντραμπάσο, Μιχάλης Καπηλίδης: τύμπαναΣάββατο 4 και Κυριακή 5 Φεβρουαρίου, Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός, Πλατεία Αγ. Γεωργίου Καρύτση 8, Ώρα Έναρξης: 21.00