Όπως και πολύς κόσμος, έτσι κι εγώ έμαθα τις Σκιαδαρέσες με “Το τραγούδι του μαλάκα”. Πέραν από την ταύτιση με τους στίχους και το χιούμορ του τραγουδιού, εκτίμησα αυτό το “σπιτίσιο” στοιχείο των ενορχηστρώσεών τους και τις φωνές τους. Παρακολουθώντας λίγο παραπάνω το πρότζεκτ τους συνειδητοποίησα ότι οι Σκιαδαρέσες είναι σαν να γράφουν σε memes. Θέλω να πω, ό,τι γράφουν είναι πολύ memeable. Κάποιες φορές οι στίχοι τους θυμίζουν story-time, άλλες πάλι θυμίζουν σκόρπιες σκέψεις στο κινητό μας (ή εκείνη την παράγραφο που έλεγες να στείλεις στον πρώην σου αλλά ευτυχώς σε φώτησε ο Θεός και την κράτησες στα Notes). Άλλες φορές οι στίχοι τους θυμίζουν tweets (μη μου πείτε ότι το “Ισόβια μ**νάρα” δεν είναι το τέλειο bio για το Twitter).
Tα τραγούδια τους, πέραν από το ξεκάθαρα βιωματικό στοιχείο, φέρουν και κάτι από τη σύγχρονη ιντερνετική κουλτούρα. Δε θα γινόταν αλλιώς, άλλωστε, αφού οι Σκιαδαρέσες είναι παιδιά του ίντερνετ – έγιναν γνωστές στο κοινό μέσω του Youtube. Κι αυτό είναι πανέξυπνο γιατί καλύπτει ένα κενό που υπάρχει στην ελληνική ποπ: δεν έχουμε καθαρά “Gen Z” ποπ μουσική. Η μανιέρα που χρησιμοποιείται στα περισσότερα pop/mainstream τραγούδια στην Ελλάδα απευθύνεται λίγο-πολύ “σε όλους” και έχει παραμείνει περίπου ίδια τις τελεύταιες 2 δεκαετίες. Ε, λοιπόν, οι Σκιαδαρέσες είναι αυτή η Gen Z ποπ που χρειαζόμαστε.
Λίγο πριν τη συναυλία τους αυτήν την Παρασκευή (29/9) στο FALIRO SUMMER THEATER, οι Σκιαδαρέσες μίλησαν στο OLAFAQ για το imposter syndrome, την τηλεπάθεια, τον νεποτισμό και το όνειρό τους να ανεβάσουν κάποτε το δικό τους μιούζικαλ. Παρακάτω, όλα όσα είχαν να μας πουν η Νίκη και Όλγα, Όλγα και Νίκη.
– Θα σας το έχουν ρωτήσει όλη σας τη ζωή αυτο. Ως δίδυμες, έχετε τηλεπάθεια;
(Γελάνε)
Όλγα: Δε ξέρω, θεωρώ ότι δεν πρόκειται για τηλεπάθεια. Απλά έχουμε περάσει όλη τη ζωή μας μαζί. Όταν περνάς πολύ χρόνο με κάποιον αρχίζεις να επικοινωνείς άρρητα μαζί του. Μας συμβαίνει συχνά να λέμε ταυτόχρονα το ίδιο πράγμα, να σκέφτομαι κάτι και να μου στέλνει μήνυμα η Νίκη, να κολλάμε στα ίδια πράγματα. Ίσως δεν είναι τηλεπάθεια αλλά μεγάλη οικειότητα.
Νίκη: Εγώ το ονομάζω τηλεπάθεια.
– Σας μάθαμε πριν λίγα χρόνια, κατά τη διάρκεια της καραντίνας. Πώς ξεκίνησαν οι Σιαδαρέσες; Θέλατε πάντα να ασχοληθείτε με το τραγούδι;
Ο: Κατά κάποιον τρόπο, ναι. Πάντα ασχολιόμασταν με τα καλλιτεχνικά, παίζαμε μουσική, γράφαμε, τραγουδούσαμε, σπουδάσαμε υποκριτική. Είχαμε γράψει και κάποια αποτυχημένα τραγούδια στο πιάνο, ενώ δεν ξέραμε να παίζουμε. Μεγαλώνοντας το αφήσαμε και ασχοληθήκαμε με το θέατρο. Στην καραντίνα είχαμε μια κιθάρα που μου είχαν κάνει δώρο. Η Νίκη την πήρε και προσπαθούσε να μάθει να παίζει ένα ξένο κομμάτι. Όταν τελείωσε η πρώτη καραντίνα, πήγαμε διακοπές και μετά από κάποιες μέρες η Νίκη άρχισε να παίζει λίγο το “Ναύπλιο” που ήταν ένα κείμενο που είχε γράψει σε σημειώσεις στο κινητό της. Μετά αρχίσαμε να γράφουμε τα πρώτα 7 τραγούδια.
– Πριν το τραγούδι τι κάνατε;
Ο: Πήγαμε στην ίδια δραματική σχολή, στη Θεοδοσιάδη. Τελειώνοντας τη σχολή, πάντα υπήρχε η ιδέα ότι θέλαμε να κάνουμε κάτι δικό μας είτε παράσταση είτε κάποιου είδους περφόρμανς. Αρχίσαμε να δουλεύουμε στον χώρο αλλά σε διαφορετικές δουλειές.
– Πώς είναι να δουλεύεις με την αδερφή σου; Πώς συγχρονίζεστε; Έχετε συγκεκριμένους ρόλους;
Ν: Είναι πολύ ωραίο, έχουμε μια σύνδεση μεταξύ μας, ξέρουμε πάντα πού θέλουμε να “πάει” το τραγούδι. Σίγουρα τσακωνόμαστε αλλά τα καλά είναι πολλά περισσότερα από τα αρνητικά. Είναι ο μόνος άνθρωπος που εμπιστεύομαι μέχρι τέλους για τα πάντα και αυτός συμβαίνει κι από την πλευρά της Όλγας. Λειτουργεί πολύ καλά για μας.
Ο: Είναι ιδανική συνεργασία. Αν μπορούσα να ξαναδιαλέξω, πάλι την Νίκη θα διάλεγα για να συνεργάζομαι στα πάντα. Είναι πολύ ωραία η επικοινωνία μας, νιώθω ότι γίνονται γρήγορα τα πράγματα. Δε χρειάζεται να εξηγήσουμε πολλά πράγματα, έχουμε ίδια αισθητική και καταλήγουμε γρήγορα σε πράγματα που αρέσουν και στις δύο μας. Προκύπτουν και θέματα λόγω της αδερφικής σχέσης. Μπορεί να μανουριάσουμε με κάτι και μετά να μην μιλάμε. Αλλά είναι πολύ μικρό τίμημα αυτό.
– Την πρώτη φορά που παίξατε live μετά από την καραντίνα, πώς νιώσατε που για πρώτη φορά είδατε από κοντά τους φανς σας, από κει που ήσασταν σπίτι σας και ανεβάζατε τραγούδια στο Youtube;
Ν: Epic! Ήταν πολύ ωραίο συναίσθημα. Πάντα υπήρχε και υπάρχει άγχος. Καμία σχέση με το θέατρο, όταν τραγουδάμε έχουμε περισσότερο άγχος γιατί εκτιθέμεθα. Είμαστε εμείς, δεν εμφανιζόμαστε ως ρόλοι, οπότε είναι πάρα πολύ διαφορετικό.
Ο: Σίγουρα δεν περιμέναμε τόση ανταπόκριση, αν και στο Youtube είχε πάει πολύ καλά. Μας πρότειναν από ένα φεστιβάλ στη Ζωγράφου να εμφανιστούμε. Είπαμε να το δοκιμάσουμε, χωρίς να περιμένουμε ότι έχει χτιστεί κάποιο κοινό που θα θέλει να μας δει. Επειδή ήταν στο πλαίσιο φεστιβάλ, σκεφτήκαμε ότι θα έχει σίγουρα κόσμο αλλά όχι ανθρώπους ταγμένους σε αυτό που κάναμε. Όταν συνειδητοποιήσαμε ότι ήξεραν τα κομμάτια νιώσαμε υπέροχα. Ένιωθα και λίγο περίεργα, σαν να τραγουδάω κομμάτια άλλων που τα λέμε όλοι μαζί. Αυτό ήταν πολύ καινούργιο συναίσθημα. Δε ξέρω αν το έχω ξεπεράσει, ίσως πρόκειται για imposter syndrome.
– Λογικό, είναι το σύνδρομο της γενιάς μας.
Ο: Το βιώνω γενικά. Και στην υποκριτική. Πολλές φορές πηγαίνω σε οντισιόν και νιώθω ότι όλοι εδώ είναι ηθοποιοί κι εγώ δεν είμαι και τους έχω κοροϊδέψει. Ή σκέφτομαι «Αχ θα καταλάβουν ότι δεν είμαστε μουσικοί και δεν ξέρουμε να διαβάζουμε παρτιτούρες». Είναι ένα σύνδρομο που επικρατεί μέσα μου.
Ν: Ακόμα κι όταν έρχεται κόσμος να μας δει και ξέρει τους στίχους, δεν γίνεται ποτέ η σύνδεση στο μυαλό μου. Δεν κατανοώ ότι αυτοί από κάτω είναι εκεί για μας ή ότι ξέρουν τα τραγούδια μας. Δεν το συνειδητοποιώ ούτε κατά τη διάρκεια του live ούτε μετά.
– Η μουσική σας είχε εξαρχής κάτι το “σπιτικό” και DIY. Θεωρείται ότι με την επιτυχία σας αυτό το στοιχείο μπορεί να διατηρηθεί;
Ο: Αυτό μας έχει προβληματίσει πολύ. Όλο το πρότζεκτ ξεκίνησε για να περνάμε καλά και να γράφουμε τραγούδια. Σιγά σιγά, όταν άρχισε να έχει ανταπόκριση, αρχίσαμε να το βλέπουμε πιο επαγγελματικά, κοιτώντας ενδεχομένως και πώς θα μπορούσαμε να βιοποριστούμε από αυτό. Προσπαθούμε σε όλη αυτήν την πορεία να κρατήσουμε αυτό το σπιτικό στοιχείο γιατί είναι κάτι που μας αρέσει και υπάρχει στην αιθητική μας. Ανάλογα με τη συνθήκη, όταν κάνεις κάτι επαγγελματικό πρέπει να βρεις μια ισορροπία. Δε μπορεί να είναι όλο 100% diy. Πάντως θέλουμε αυτό το στοιχείο να υπάρχει. Στα live συνήθως φτιάχνουμε εμείς τα σκηνικά μας. Θέλουμε να θυμίζουμε παιδικές ζωγραφιές. Θέλουμε να φαίνεται αυτό το στοιχείο.
Ν: Δε ξέρουμε ποια θα είναι η εξέλιξη αυτού. Δε ξέρω αν είναι και απαραίτητο να διατηρηθεί. Θα πηγαίνουμε με αυτό που μας αρέσει και σύμφωνα με τη διάθεσή μας. Μπορεί κάποια στιγμή να θέλουμε να κάνουμε κάτι λιγότερο χειροποίητο. Και μετά από λίγο να επιστρέφουμε στο “γράφω με ένα κινητό στο σπίτι μου”. Είναι μια διαδικασία που τώρα “τρέχει”, δεν έχουμε κάποιο σχέδιο ή στρατηγική.
– Στο παρελθόν είχατε δηλώσει ότι δεν σας ενδιαφέρει να κάνετε κάποιο άλμπουμ. Έχετε αλλάξει γνώμη πάνω σε αυτό;
Ν: Όταν έχουμε ένα κομμάτι, θέλουμε να το βγάλουμε κατευθείαν. Δεν αντέχουμε να περιμένουμε. Πόσο μάλλον μια 12αδα τραγούδια! Νομίζω ότι ακόμα δε θα το κάνουμε. Όταν έχουμε ένα τραγούδι στα χέρια μας, σκεφτόμαστε πώς θα το στήσουμε, τι κλικ μπορεί να έχει, πώς θα το δει ο κόσμος. Δεν έχουμε τόση υπομονή ώστε να βγάλουμε άλμπουμ.
Ο: Επίσης, νιώθω ότι γενικά τα νέα παιδιά δεν αγοράζουν πλέον CD ή δίσκους. Είναι όλα αρκετά ιντερνετικά. Η σκοπιμότητα του να βγάλουμε έναν δίσκο θα έπρεπε να είναι διαφορετική. Για παράδειγμα, αν προκύψει ένα πολύ ωραίο κόνσεπτ, το οποίο θα δικαιολογούσε την κυκλοφορία δίσκου, θα το κάναμε. Τύπου «Θα βγάλουμε δίσκο με τυχερή σακούλα στα περίπτερα». Να το κάναμε για το gag, δηλαδή. Θα το κάναμε αν υπήρχε κάποια αφορμή, αλλά δε θα το κάναμε έτσι απλά για να βγάλουμε έναν δίσκο. Νιώθω ότι δεν είναι τόσο χρήσιμο.
– Με τους στίχους σας ταυτίζονται πολύ και φαίνονται ότι κάποια πράγματα είναι βιωματικά και αυτοαναφορικά. Σας έχει ρωτήσει ποτέ κάποιος αν «Αυτό το τραγούδι το έγραψες για μένα»;
Ν: Ο πρώην μου (γελάει). Δεν του το παραδέχτηκα. Κι ας έλεγα το όνομά του στο τραγούδι – όχι πλάκα κάνω.
– Κι ας είχε τίτλο το ΑΦΜ του.
Ο: Εγώ είχα πρώην που πίστευε ότι είχα γράψει για αυτόν, ενώ δεν είχα γράψει τίποτα.
– Ακόμα πιο άβολο.
Ο: Ένιωσα πολύ άβολα να του πω όχι οπότε του είπα πώς όλο και κάτι θα έχω γράψει για αυτόν.
– Νιώθετε ποτέ ότι οι στίχοι σας είναι “ξεγύμνωμα”; Δε φοβάστε την ευαλωτότητα;
Ο: Ό,τι γράφουμε έχει μέσα την αλήθεια μας, έτσι μας αρέσουν οι στίχοι μας. Γράφουμε και βάζουμε τον εαυτό μας σε αυτό. Είναι κάτι που δε μπορούμε να αποφύγουμε. Από τη στιγμή που μας βγαίνει να πούμε κάτι, δεν πρόκειται για κάποια μεγάλη αποκάλυψη. Πρόκειται για κάτι που είναι έτοιμο να βγει, έχει επικοινωνηθεί, οπότε χωράει μέσα σε στίχο.
Ν: Συμφωνώ, είναι δύναμη κι όχι αδυναμία. Δε μας προκαλεί ανασφάλεια. Το βγάζουμε από μέσα μας και νιώθουμε δυνατές που μπορέσαμε να το εκφράσουμε. Δεν σκέφτομαι ποτέ ότι εκτίθομαι.
– Ποιος είναι ο αγαπημένος στίχος που έχετε γράψει;
Ο: «Voila, γιατί δεν πρέπει να λες την αλήθεια»
Ν: «Μου έβαζε καλό βαθμό, είχε και ωραία οπίσθια»
– Από που εμπνέεστε;
Ο: Κυρίως από τα βιώματά μας. Ό,τι δημιουργικό που βγαίνει, αφορά την προσωπική μου ζωή. Σε δεύτερο βαθμό, από ταινίες, βιβλία, σειρές, τραγούδια. Ακόμη και τότε όμως για να εμπνευστώ πρέπει πρώτα να ταυτιστώ.
Ν: Εμπνέομαι σχεδόν από τα πάντα. Έχω διάσπαση προσοχής, οπότε πολλές φορές ακούω ένα κομμάτι στο ραδιόφωνο και λέω «Τι ωραίο θέμα που έχει πιάσει». Μετά διαβάζω τους στίχους και συνειδητοποιώ ότι έχω καταλάβει κάτι τελείως λάθος. Και λέω τέλεια, ήταν λάθος αυτό που κατάλαβα. Δεν πειράζει, θα το γράψω εγώ.
– Είναι αυτοθεραπεία η στιχουργική όπως είναι και το τραγούδι και το θέατρο. Πέραν αυτών, με ποιους άλλους τρόπους προστατεύετε την ψυχική σας υγεία;
Ο: Γράφω πολλά κείμενα όταν δε μπορώ να διαχειριστώ κάτι. Θα γράψω είτε σε τετράδιο είτε στο κινητό μου τις σκέψεις μου για να μην εκραγώ. Ένας άλλος τρόπος είναι το φαϊ. Και φυσικά οι κοντινοί μου άνθρωποι, η αδερφή μου, οι φίλοι μου. Δεν έχω και πολύ μεγάλο κύκλο φίλων, βέβαια. Μου αρέσει επίσης να ακούω μουσική και να μαγειρεύω.
Ν: Δεν προστατεύω την ψυχική μου υγεία, δυστυχώς. Αλλά θα το δουλέψω.
– Θα έχετε ακούσει τον όρο “nepo babies”, έτσι αναφέρονται στο ίντερνετ σε άτομα που δουλεύουν στον χώρο του θεάματος και προέρχονται από γονείς celebrities. Θεωρείται τον εαυτό σας nepo babies; Τύπου Gigi και Bella Hadid, Kendall και Kylie Jenner (γελάω).
Ν: Βεβαίως! (γελάει)
Ο: Αδερφή μου, Gigi. Είμαστε η Gigi και η Bella της Ελλάδος (γελάει). Δε μου είναι ξεκάθαρος ο ορισμός. Αν nepo baby σημαίνει ότι είσαι παιδί διασήμου και γιαυτό η αναγνωρισιμότητα είναι πιο εύκολη, τότε ναι. Είναι γεγονός ότι είμαστε παιδιά των γονιών μας κι αυτό ενδεχομένως το γνωρίζει και ο κόσμος και οι συνεργάτες μας. Αν, από την άλλη, ο ορισμός λέει ότι αυτή η αναγνωρισιμότητα έρχεται χωρίς δουλειά και προσωπική προσπάθεια, τότε δε μας αντιπροσωπεύει. Θεωρώ ότι έχουμε κουραστεί πάρα πολύ για όλα όσα έχουμε κάνει.
– Εγώ θεωρώ ότι ο σωστός ορισμός είναι ο πρώτος. Υπάρχει, δηλαδή, ένα πρώτο boost από τους γονείς -κάτι που μπορεί να είναι προνόμιο για να βάλεις “το πόδι σου στην πόρτα”. Χωρίς να σημαίνει αναγκαστικά ότι δεν έχεις ταλέντο, κλίση, διάθεση, όρεξη για δουλειά.
Ν: Αν νεποτισμός σημαίνει ότι ο γονιός σε βάζει στη βιομηχανία, τότε στην περίπτωσή μας δεν ισχύει. Ίσα ίσα, οι δικοί μας θα θέλανε να μας βγάλουν από τη βιομηχανία (γελάει). Με τον αδερφό μας που πέρασε τώρα στο τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών στη Θεσσαλονίκη, είναι πάρα πολύ ευτυχισμένοι. Καμία σχέση με μας. Του κάνουν όλα τα χατήρια, λες κι εμείς δεν κάναμε τίποτα στη ζωή μας. Πλάκα κάνω, μας στηρίζουν πολύ.
Ο: Μας στήριξαν από την πρώτη στιγμή, ωστόσο, μας είπαν ότι «έχετε δει τις δυσκολίες». Μας είπαν ότι αν είμαστε σίγουρες ότι αυτό θέλουμε, τότε με μεγάλει τους χαρά. Αλλά ίσως η χαρά ήταν λίγο μεγαλύτερη με τον αδερφό μας (γελάει).
– Για το κοινό του OLAFAQ, μπορείτε να μας προτείνετε μια ταινία, ένα βιβλίο και μία σειρά;
Ο: Για σειρά, το Fleabag. Για βιβλίο, το τελευταίο που διάβασα, τη Λολίτα του Ναμπόκοφ. Για ταινία, το Howl’s Moving Castle.
N: Για σειρά, προτείνω τη γαλλικη, L’ Effondrement. Για βιβλίο, το Όνομα του Ρόδου του Έκο. Για ταινία, το Punch-Drunk Love του Paul Thomas Anderson.
– Πού θα βλέπατε τον εαυτό σας σε 10 χρόνια;
Ο: Στα 36 μου θα με έβλεπα οικονομικά κάπως καλύτερα, παντρεμένη και με παιδί. Θα ήθελα ένα δωματιάκι στο σπίτι μου για τη Νίκη.
Ν: Θα με έβλεπα σε ένα δωματιάκι στο σπίτι της Όλγας (γελάμε). Θα με συντηρεί και θα μου λέει ότι όλα θα πάνε καλά. Προφανώς όλα δεν πήγαν πολύ καλά, αν πρέπει να μένω με την Όλγα στα 36 μου.
– Τι ετοιμάζεται αυτόν τον καιρό;
Ν: Την Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου έχουμε live στο FALIRO SUMMER THEATER. Κατά τα άλλα, θα είμαι στο Θέατρο Λαμπέτη στην παράσταση “Ποιος Σκότωσε τον Σκύλο τα Μεσάνυχτα” που σκηνοθετεί ο Νικορέστης Χανιωτάκης. Στο μέλλον θα θέλαμε να ανεβάσουμε ένα μιούζικαλ μαζί, αυτό θα ήταν το ιδανικό.
Ο: Εγώ θα είμαι στο Θέατρο Τέχνης στην παράσταση “Φάρσα Καπριτσίοζα”, χωρίς να είμαι και σίγουρη αν αυτός θα είναι ο τίτλος. Θα είναι σε σκηνοθεσία Γιάννη Καλαβριανού. Το χειμώνα θα θέλαμε να κάνουμε κάποια live και εκτός Αθηνών. Θα θέλαμε να φτιάξουμε κάποια στιγμή κάτι δικό μας, ένα μιούζικαλ, μια παράσταση.
*Συναυλία στο Faliro Summer Theater
Hey Siri! Google Σκιαδαρέσες
Οι Σκιαδαρέσες, είναι ένα θρυλικό ελληνικό συγκρότημα της αρχαιότητας, που γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Φημολογείται ότι ιδρύθηκε από τη Νίκη και την Όλγα Σκιαδαρέση, κόρες του Θεού της ομορφιάς και του κάλλους και από τον Σταμάτιο Σέμση, γιο του Μιχάλη. Σύμφωνα με μελετητές, αποτέλεσαν έμπνευση για το κίνημα της ρωσικής σχολής, της κλασικής μουσικής κι έπαιξαν και ασαφή ρόλο στην ανακάλυψη του τροχού. Το συγκρότημα, διαλύθηκε τον Οκτώβριο του 1929 με το μεγάλο κραχ, όπου κουφάθηκαν τα 3/3 του συγκροτήματος. Τελευταία καταγραφή των Σκιαδαρέσες, ήταν στους Ολυμπιακούς αγώνες του Λονδίνου, το 2012. Φέτος το καλοκαίρι, αναμένεται να επανενωθούν για μια τελευταία καλοκαιρινή περιοδεία.
Πληροφορίες
*FALIRO SUMMER THEATER
Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 21:00
Ώρα προσέλευσης 20:00
*Διεύθυνση: Ολυμπιακό Ακίνητο TΑΕ KBO NTO Μωραϊτίνη 2, Παλαιό
Φάληρο
Τηλέφωνο : 210 9213310
Στο χώρο λειτουργεί μπαρ.
Τιμές εισιτηρίων:
Καθήμενοι (αριθμημένα) 12€ / Όρθιοι 10€
Εισιτήρια προπωλούνται
Online: εδώ
Φυσικά σημεία:
-Public, Media Markt
-Στα ταμεία του Faliro Summer Theater καθημερινά 10:30 – 17:30
Τηλεφωνικά στο 2109213310
Όπως και πολύς κόσμος, έτσι κι εγώ έμαθα τις Σκιαδαρέσες με “Το τραγούδι του μαλάκα”. Πέραν από την ταύτιση με τους στίχους και το χιούμορ του τραγουδιού, εκτίμησα αυτό το “σπιτίσιο” στοιχείο των ενορχηστρώσεών τους και τις φωνές τους. Παρακολουθώντας λίγο παραπάνω το πρότζεκτ τους συνειδητοποίησα ότι οι Σκιαδαρέσες είναι σαν να γράφουν σε memes. Θέλω να πω, ό,τι γράφουν είναι πολύ memeable. Κάποιες φορές οι στίχοι τους θυμίζουν story-time, άλλες πάλι θυμίζουν σκόρπιες σκέψεις στο κινητό μας (ή εκείνη την παράγραφο που έλεγες να στείλεις στον πρώην σου αλλά ευτυχώς σε φώτησε ο Θεός και την κράτησες στα Notes). Άλλες φορές οι στίχοι τους θυμίζουν tweets (μη μου πείτε ότι το “Ισόβια μ**νάρα” δεν είναι το τέλειο bio για το Twitter).
Tα τραγούδια τους, πέραν από το ξεκάθαρα βιωματικό στοιχείο, φέρουν και κάτι από τη σύγχρονη ιντερνετική κουλτούρα. Δε θα γινόταν αλλιώς, άλλωστε, αφού οι Σκιαδαρέσες είναι παιδιά του ίντερνετ – έγιναν γνωστές στο κοινό μέσω του Youtube. Κι αυτό είναι πανέξυπνο γιατί καλύπτει ένα κενό που υπάρχει στην ελληνική ποπ: δεν έχουμε καθαρά “Gen Z” ποπ μουσική. Η μανιέρα που χρησιμοποιείται στα περισσότερα pop/mainstream τραγούδια στην Ελλάδα απευθύνεται λίγο-πολύ “σε όλους” και έχει παραμείνει περίπου ίδια τις τελεύταιες 2 δεκαετίες. Ε, λοιπόν, οι Σκιαδαρέσες είναι αυτή η Gen Z ποπ που χρειαζόμαστε.
Λίγο πριν τη συναυλία τους αυτήν την Παρασκευή (29/9) στο FALIRO SUMMER THEATER, οι Σκιαδαρέσες μίλησαν στο OLAFAQ για το imposter syndrome, την τηλεπάθεια, τον νεποτισμό και το όνειρό τους να ανεβάσουν κάποτε το δικό τους μιούζικαλ. Παρακάτω, όλα όσα είχαν να μας πουν η Νίκη και Όλγα, Όλγα και Νίκη.
– Θα σας το έχουν ρωτήσει όλη σας τη ζωή αυτο. Ως δίδυμες, έχετε τηλεπάθεια;
(Γελάνε)
Όλγα: Δε ξέρω, θεωρώ ότι δεν πρόκειται για τηλεπάθεια. Απλά έχουμε περάσει όλη τη ζωή μας μαζί. Όταν περνάς πολύ χρόνο με κάποιον αρχίζεις να επικοινωνείς άρρητα μαζί του. Μας συμβαίνει συχνά να λέμε ταυτόχρονα το ίδιο πράγμα, να σκέφτομαι κάτι και να μου στέλνει μήνυμα η Νίκη, να κολλάμε στα ίδια πράγματα. Ίσως δεν είναι τηλεπάθεια αλλά μεγάλη οικειότητα.
Νίκη: Εγώ το ονομάζω τηλεπάθεια.
– Σας μάθαμε πριν λίγα χρόνια, κατά τη διάρκεια της καραντίνας. Πώς ξεκίνησαν οι Σιαδαρέσες; Θέλατε πάντα να ασχοληθείτε με το τραγούδι;
Ο: Κατά κάποιον τρόπο, ναι. Πάντα ασχολιόμασταν με τα καλλιτεχνικά, παίζαμε μουσική, γράφαμε, τραγουδούσαμε, σπουδάσαμε υποκριτική. Είχαμε γράψει και κάποια αποτυχημένα τραγούδια στο πιάνο, ενώ δεν ξέραμε να παίζουμε. Μεγαλώνοντας το αφήσαμε και ασχοληθήκαμε με το θέατρο. Στην καραντίνα είχαμε μια κιθάρα που μου είχαν κάνει δώρο. Η Νίκη την πήρε και προσπαθούσε να μάθει να παίζει ένα ξένο κομμάτι. Όταν τελείωσε η πρώτη καραντίνα, πήγαμε διακοπές και μετά από κάποιες μέρες η Νίκη άρχισε να παίζει λίγο το “Ναύπλιο” που ήταν ένα κείμενο που είχε γράψει σε σημειώσεις στο κινητό της. Μετά αρχίσαμε να γράφουμε τα πρώτα 7 τραγούδια.
– Πριν το τραγούδι τι κάνατε;
Ο: Πήγαμε στην ίδια δραματική σχολή, στη Θεοδοσιάδη. Τελειώνοντας τη σχολή, πάντα υπήρχε η ιδέα ότι θέλαμε να κάνουμε κάτι δικό μας είτε παράσταση είτε κάποιου είδους περφόρμανς. Αρχίσαμε να δουλεύουμε στον χώρο αλλά σε διαφορετικές δουλειές.
– Πώς είναι να δουλεύεις με την αδερφή σου; Πώς συγχρονίζεστε; Έχετε συγκεκριμένους ρόλους;
Ν: Είναι πολύ ωραίο, έχουμε μια σύνδεση μεταξύ μας, ξέρουμε πάντα πού θέλουμε να “πάει” το τραγούδι. Σίγουρα τσακωνόμαστε αλλά τα καλά είναι πολλά περισσότερα από τα αρνητικά. Είναι ο μόνος άνθρωπος που εμπιστεύομαι μέχρι τέλους για τα πάντα και αυτός συμβαίνει κι από την πλευρά της Όλγας. Λειτουργεί πολύ καλά για μας.
Ο: Είναι ιδανική συνεργασία. Αν μπορούσα να ξαναδιαλέξω, πάλι την Νίκη θα διάλεγα για να συνεργάζομαι στα πάντα. Είναι πολύ ωραία η επικοινωνία μας, νιώθω ότι γίνονται γρήγορα τα πράγματα. Δε χρειάζεται να εξηγήσουμε πολλά πράγματα, έχουμε ίδια αισθητική και καταλήγουμε γρήγορα σε πράγματα που αρέσουν και στις δύο μας. Προκύπτουν και θέματα λόγω της αδερφικής σχέσης. Μπορεί να μανουριάσουμε με κάτι και μετά να μην μιλάμε. Αλλά είναι πολύ μικρό τίμημα αυτό.
– Την πρώτη φορά που παίξατε live μετά από την καραντίνα, πώς νιώσατε που για πρώτη φορά είδατε από κοντά τους φανς σας, από κει που ήσασταν σπίτι σας και ανεβάζατε τραγούδια στο Youtube;
Ν: Epic! Ήταν πολύ ωραίο συναίσθημα. Πάντα υπήρχε και υπάρχει άγχος. Καμία σχέση με το θέατρο, όταν τραγουδάμε έχουμε περισσότερο άγχος γιατί εκτιθέμεθα. Είμαστε εμείς, δεν εμφανιζόμαστε ως ρόλοι, οπότε είναι πάρα πολύ διαφορετικό.
Ο: Σίγουρα δεν περιμέναμε τόση ανταπόκριση, αν και στο Youtube είχε πάει πολύ καλά. Μας πρότειναν από ένα φεστιβάλ στη Ζωγράφου να εμφανιστούμε. Είπαμε να το δοκιμάσουμε, χωρίς να περιμένουμε ότι έχει χτιστεί κάποιο κοινό που θα θέλει να μας δει. Επειδή ήταν στο πλαίσιο φεστιβάλ, σκεφτήκαμε ότι θα έχει σίγουρα κόσμο αλλά όχι ανθρώπους ταγμένους σε αυτό που κάναμε. Όταν συνειδητοποιήσαμε ότι ήξεραν τα κομμάτια νιώσαμε υπέροχα. Ένιωθα και λίγο περίεργα, σαν να τραγουδάω κομμάτια άλλων που τα λέμε όλοι μαζί. Αυτό ήταν πολύ καινούργιο συναίσθημα. Δε ξέρω αν το έχω ξεπεράσει, ίσως πρόκειται για imposter syndrome.
– Λογικό, είναι το σύνδρομο της γενιάς μας.
Ο: Το βιώνω γενικά. Και στην υποκριτική. Πολλές φορές πηγαίνω σε οντισιόν και νιώθω ότι όλοι εδώ είναι ηθοποιοί κι εγώ δεν είμαι και τους έχω κοροϊδέψει. Ή σκέφτομαι «Αχ θα καταλάβουν ότι δεν είμαστε μουσικοί και δεν ξέρουμε να διαβάζουμε παρτιτούρες». Είναι ένα σύνδρομο που επικρατεί μέσα μου.
Ν: Ακόμα κι όταν έρχεται κόσμος να μας δει και ξέρει τους στίχους, δεν γίνεται ποτέ η σύνδεση στο μυαλό μου. Δεν κατανοώ ότι αυτοί από κάτω είναι εκεί για μας ή ότι ξέρουν τα τραγούδια μας. Δεν το συνειδητοποιώ ούτε κατά τη διάρκεια του live ούτε μετά.
– Η μουσική σας είχε εξαρχής κάτι το “σπιτικό” και DIY. Θεωρείται ότι με την επιτυχία σας αυτό το στοιχείο μπορεί να διατηρηθεί;
Ο: Αυτό μας έχει προβληματίσει πολύ. Όλο το πρότζεκτ ξεκίνησε για να περνάμε καλά και να γράφουμε τραγούδια. Σιγά σιγά, όταν άρχισε να έχει ανταπόκριση, αρχίσαμε να το βλέπουμε πιο επαγγελματικά, κοιτώντας ενδεχομένως και πώς θα μπορούσαμε να βιοποριστούμε από αυτό. Προσπαθούμε σε όλη αυτήν την πορεία να κρατήσουμε αυτό το σπιτικό στοιχείο γιατί είναι κάτι που μας αρέσει και υπάρχει στην αιθητική μας. Ανάλογα με τη συνθήκη, όταν κάνεις κάτι επαγγελματικό πρέπει να βρεις μια ισορροπία. Δε μπορεί να είναι όλο 100% diy. Πάντως θέλουμε αυτό το στοιχείο να υπάρχει. Στα live συνήθως φτιάχνουμε εμείς τα σκηνικά μας. Θέλουμε να θυμίζουμε παιδικές ζωγραφιές. Θέλουμε να φαίνεται αυτό το στοιχείο.
Ν: Δε ξέρουμε ποια θα είναι η εξέλιξη αυτού. Δε ξέρω αν είναι και απαραίτητο να διατηρηθεί. Θα πηγαίνουμε με αυτό που μας αρέσει και σύμφωνα με τη διάθεσή μας. Μπορεί κάποια στιγμή να θέλουμε να κάνουμε κάτι λιγότερο χειροποίητο. Και μετά από λίγο να επιστρέφουμε στο “γράφω με ένα κινητό στο σπίτι μου”. Είναι μια διαδικασία που τώρα “τρέχει”, δεν έχουμε κάποιο σχέδιο ή στρατηγική.
– Στο παρελθόν είχατε δηλώσει ότι δεν σας ενδιαφέρει να κάνετε κάποιο άλμπουμ. Έχετε αλλάξει γνώμη πάνω σε αυτό;
Ν: Όταν έχουμε ένα κομμάτι, θέλουμε να το βγάλουμε κατευθείαν. Δεν αντέχουμε να περιμένουμε. Πόσο μάλλον μια 12αδα τραγούδια! Νομίζω ότι ακόμα δε θα το κάνουμε. Όταν έχουμε ένα τραγούδι στα χέρια μας, σκεφτόμαστε πώς θα το στήσουμε, τι κλικ μπορεί να έχει, πώς θα το δει ο κόσμος. Δεν έχουμε τόση υπομονή ώστε να βγάλουμε άλμπουμ.
Ο: Επίσης, νιώθω ότι γενικά τα νέα παιδιά δεν αγοράζουν πλέον CD ή δίσκους. Είναι όλα αρκετά ιντερνετικά. Η σκοπιμότητα του να βγάλουμε έναν δίσκο θα έπρεπε να είναι διαφορετική. Για παράδειγμα, αν προκύψει ένα πολύ ωραίο κόνσεπτ, το οποίο θα δικαιολογούσε την κυκλοφορία δίσκου, θα το κάναμε. Τύπου «Θα βγάλουμε δίσκο με τυχερή σακούλα στα περίπτερα». Να το κάναμε για το gag, δηλαδή. Θα το κάναμε αν υπήρχε κάποια αφορμή, αλλά δε θα το κάναμε έτσι απλά για να βγάλουμε έναν δίσκο. Νιώθω ότι δεν είναι τόσο χρήσιμο.
– Με τους στίχους σας ταυτίζονται πολύ και φαίνονται ότι κάποια πράγματα είναι βιωματικά και αυτοαναφορικά. Σας έχει ρωτήσει ποτέ κάποιος αν «Αυτό το τραγούδι το έγραψες για μένα»;
Ν: Ο πρώην μου (γελάει). Δεν του το παραδέχτηκα. Κι ας έλεγα το όνομά του στο τραγούδι – όχι πλάκα κάνω.
– Κι ας είχε τίτλο το ΑΦΜ του.
Ο: Εγώ είχα πρώην που πίστευε ότι είχα γράψει για αυτόν, ενώ δεν είχα γράψει τίποτα.
– Ακόμα πιο άβολο.
Ο: Ένιωσα πολύ άβολα να του πω όχι οπότε του είπα πώς όλο και κάτι θα έχω γράψει για αυτόν.
– Νιώθετε ποτέ ότι οι στίχοι σας είναι “ξεγύμνωμα”; Δε φοβάστε την ευαλωτότητα;
Ο: Ό,τι γράφουμε έχει μέσα την αλήθεια μας, έτσι μας αρέσουν οι στίχοι μας. Γράφουμε και βάζουμε τον εαυτό μας σε αυτό. Είναι κάτι που δε μπορούμε να αποφύγουμε. Από τη στιγμή που μας βγαίνει να πούμε κάτι, δεν πρόκειται για κάποια μεγάλη αποκάλυψη. Πρόκειται για κάτι που είναι έτοιμο να βγει, έχει επικοινωνηθεί, οπότε χωράει μέσα σε στίχο.
Ν: Συμφωνώ, είναι δύναμη κι όχι αδυναμία. Δε μας προκαλεί ανασφάλεια. Το βγάζουμε από μέσα μας και νιώθουμε δυνατές που μπορέσαμε να το εκφράσουμε. Δεν σκέφτομαι ποτέ ότι εκτίθομαι.
– Ποιος είναι ο αγαπημένος στίχος που έχετε γράψει;
Ο: «Voila, γιατί δεν πρέπει να λες την αλήθεια»
Ν: «Μου έβαζε καλό βαθμό, είχε και ωραία οπίσθια»
– Από που εμπνέεστε;
Ο: Κυρίως από τα βιώματά μας. Ό,τι δημιουργικό που βγαίνει, αφορά την προσωπική μου ζωή. Σε δεύτερο βαθμό, από ταινίες, βιβλία, σειρές, τραγούδια. Ακόμη και τότε όμως για να εμπνευστώ πρέπει πρώτα να ταυτιστώ.
Ν: Εμπνέομαι σχεδόν από τα πάντα. Έχω διάσπαση προσοχής, οπότε πολλές φορές ακούω ένα κομμάτι στο ραδιόφωνο και λέω «Τι ωραίο θέμα που έχει πιάσει». Μετά διαβάζω τους στίχους και συνειδητοποιώ ότι έχω καταλάβει κάτι τελείως λάθος. Και λέω τέλεια, ήταν λάθος αυτό που κατάλαβα. Δεν πειράζει, θα το γράψω εγώ.
– Είναι αυτοθεραπεία η στιχουργική όπως είναι και το τραγούδι και το θέατρο. Πέραν αυτών, με ποιους άλλους τρόπους προστατεύετε την ψυχική σας υγεία;
Ο: Γράφω πολλά κείμενα όταν δε μπορώ να διαχειριστώ κάτι. Θα γράψω είτε σε τετράδιο είτε στο κινητό μου τις σκέψεις μου για να μην εκραγώ. Ένας άλλος τρόπος είναι το φαϊ. Και φυσικά οι κοντινοί μου άνθρωποι, η αδερφή μου, οι φίλοι μου. Δεν έχω και πολύ μεγάλο κύκλο φίλων, βέβαια. Μου αρέσει επίσης να ακούω μουσική και να μαγειρεύω.
Ν: Δεν προστατεύω την ψυχική μου υγεία, δυστυχώς. Αλλά θα το δουλέψω.
– Θα έχετε ακούσει τον όρο “nepo babies”, έτσι αναφέρονται στο ίντερνετ σε άτομα που δουλεύουν στον χώρο του θεάματος και προέρχονται από γονείς celebrities. Θεωρείται τον εαυτό σας nepo babies; Τύπου Gigi και Bella Hadid, Kendall και Kylie Jenner (γελάω).
Ν: Βεβαίως! (γελάει)
Ο: Αδερφή μου, Gigi. Είμαστε η Gigi και η Bella της Ελλάδος (γελάει). Δε μου είναι ξεκάθαρος ο ορισμός. Αν nepo baby σημαίνει ότι είσαι παιδί διασήμου και γιαυτό η αναγνωρισιμότητα είναι πιο εύκολη, τότε ναι. Είναι γεγονός ότι είμαστε παιδιά των γονιών μας κι αυτό ενδεχομένως το γνωρίζει και ο κόσμος και οι συνεργάτες μας. Αν, από την άλλη, ο ορισμός λέει ότι αυτή η αναγνωρισιμότητα έρχεται χωρίς δουλειά και προσωπική προσπάθεια, τότε δε μας αντιπροσωπεύει. Θεωρώ ότι έχουμε κουραστεί πάρα πολύ για όλα όσα έχουμε κάνει.
– Εγώ θεωρώ ότι ο σωστός ορισμός είναι ο πρώτος. Υπάρχει, δηλαδή, ένα πρώτο boost από τους γονείς -κάτι που μπορεί να είναι προνόμιο για να βάλεις “το πόδι σου στην πόρτα”. Χωρίς να σημαίνει αναγκαστικά ότι δεν έχεις ταλέντο, κλίση, διάθεση, όρεξη για δουλειά.
Ν: Αν νεποτισμός σημαίνει ότι ο γονιός σε βάζει στη βιομηχανία, τότε στην περίπτωσή μας δεν ισχύει. Ίσα ίσα, οι δικοί μας θα θέλανε να μας βγάλουν από τη βιομηχανία (γελάει). Με τον αδερφό μας που πέρασε τώρα στο τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών στη Θεσσαλονίκη, είναι πάρα πολύ ευτυχισμένοι. Καμία σχέση με μας. Του κάνουν όλα τα χατήρια, λες κι εμείς δεν κάναμε τίποτα στη ζωή μας. Πλάκα κάνω, μας στηρίζουν πολύ.
Ο: Μας στήριξαν από την πρώτη στιγμή, ωστόσο, μας είπαν ότι «έχετε δει τις δυσκολίες». Μας είπαν ότι αν είμαστε σίγουρες ότι αυτό θέλουμε, τότε με μεγάλει τους χαρά. Αλλά ίσως η χαρά ήταν λίγο μεγαλύτερη με τον αδερφό μας (γελάει).
– Για το κοινό του OLAFAQ, μπορείτε να μας προτείνετε μια ταινία, ένα βιβλίο και μία σειρά;
Ο: Για σειρά, το Fleabag. Για βιβλίο, το τελευταίο που διάβασα, τη Λολίτα του Ναμπόκοφ. Για ταινία, το Howl’s Moving Castle.
N: Για σειρά, προτείνω τη γαλλικη, L’ Effondrement. Για βιβλίο, το Όνομα του Ρόδου του Έκο. Για ταινία, το Punch-Drunk Love του Paul Thomas Anderson.
– Πού θα βλέπατε τον εαυτό σας σε 10 χρόνια;
Ο: Στα 36 μου θα με έβλεπα οικονομικά κάπως καλύτερα, παντρεμένη και με παιδί. Θα ήθελα ένα δωματιάκι στο σπίτι μου για τη Νίκη.
Ν: Θα με έβλεπα σε ένα δωματιάκι στο σπίτι της Όλγας (γελάμε). Θα με συντηρεί και θα μου λέει ότι όλα θα πάνε καλά. Προφανώς όλα δεν πήγαν πολύ καλά, αν πρέπει να μένω με την Όλγα στα 36 μου.
– Τι ετοιμάζεται αυτόν τον καιρό;
Ν: Την Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου έχουμε live στο FALIRO SUMMER THEATER. Κατά τα άλλα, θα είμαι στο Θέατρο Λαμπέτη στην παράσταση “Ποιος Σκότωσε τον Σκύλο τα Μεσάνυχτα” που σκηνοθετεί ο Νικορέστης Χανιωτάκης. Στο μέλλον θα θέλαμε να ανεβάσουμε ένα μιούζικαλ μαζί, αυτό θα ήταν το ιδανικό.
Ο: Εγώ θα είμαι στο Θέατρο Τέχνης στην παράσταση “Φάρσα Καπριτσίοζα”, χωρίς να είμαι και σίγουρη αν αυτός θα είναι ο τίτλος. Θα είναι σε σκηνοθεσία Γιάννη Καλαβριανού. Το χειμώνα θα θέλαμε να κάνουμε κάποια live και εκτός Αθηνών. Θα θέλαμε να φτιάξουμε κάποια στιγμή κάτι δικό μας, ένα μιούζικαλ, μια παράσταση.
*Συναυλία στο Faliro Summer Theater
*FALIRO SUMMER THEATER
Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 21:00
Ώρα προσέλευσης 20:00
*Διεύθυνση: Ολυμπιακό Ακίνητο TΑΕ KBO NTO Μωραϊτίνη 2, Παλαιό
Φάληρο
Τηλέφωνο : 210 9213310
Στο χώρο λειτουργεί μπαρ.
Τιμές εισιτηρίων:
Καθήμενοι (αριθμημένα) 12€ / Όρθιοι 10€
Εισιτήρια προπωλούνται
Online: εδώ
Φυσικά σημεία:
-Public, Media Markt
-Στα ταμεία του Faliro Summer Theater καθημερινά 10:30 – 17:30
Τηλεφωνικά στο 2109213310