Είναι από εκείνες τις περιπτώσεις καλλιτεχνών που για να κάνεις όλες τις συστάσεις που τον αφορούν χρειάζεται να μιλάς ένα μισάωρο περίπου μέχρι να τα πεις όλα. Και είναι από εκείνες τις περιπτώσεις καλλιτεχνών και ανθρώπων που, μέχρι να φτάσεις να αναφερθείς στη σημερινή τριπλή ιδιότητά του ως ηθοποιού, σκηνοθέτη και μεταφραστή έχεις κάθε λόγο να ξετυλίξεις το κουβάρι της ζωής του ώστε να καταφέρεις να τον «πιάσεις»· να καταλάβεις τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του, αλλά και τις γνώσεις, εμπειρίες, ιδέες και σκέψεις που κουβαλάει, και που τον καθορίζουν και τον καθοδηγούν μέχρι σήμερα.

Με καταγωγή από την Κρήτη και την αξέχαστη εμπειρία ενός διθέσιου σχολείου στη Χώρα Σφακίων στις τρεις τελευταίες τάξεις του δημοτικού, ο Νικορέστης Χανιωτάκης άφησε την ησυχία και την ελευθερία του κρητικού Νότου για το κέντρο της Αθήνας και συγκεκριμένα για τα τεράστια σχολεία του Νέου Κόσμου, απ’ όπου και αποφοίτησε το 2004. Πρώτος του στόχος το πανεπιστήμιο και συγκεκριμένα το τμήμα Ψυχολογίας στο ΕΚΠΑ, απ’ όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του τα επόμενα χρόνια, χωρίς ωστόσο να παραμείνει εκεί.

Με αγάπη για τον αθλητισμό και το γράψιμο, οι σπουδές στο Κέντρο Αθλητικού Ρεπορτάζ τον οδήγησαν στην εφημερίδα SportDay, όπου και πέρασε άλλα τρία χρόνια ως δημοσιογράφος για να έρθει μια ωραία μέρα, που ο Νικορέστης δίνει με επιτυχία εξετάσεις στο Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν, παρατάει εφημερίδα και σταθερό μισθό και ξεκινάει έναν νέο κύκλο σπουδών, αυτήν την φορά στην υποκριτική. Και κάπως έτσι ήρθε η πρώτη ερώτηση στη συνάντηση που με κόπο –λόγω φόρτου εργασίας– κανονίσαμε το περασμένο Σαββατόβραδο.

Φωτ.: Άσπα Κουλύρα / Olafaq

– Αφού ήθελες να γίνεις ηθοποιός γιατί δεν το έκανες νωρίτερα;

Κατ’ αρχάς να πω πως ό,τι έχω σπουδάσει είναι επιλογή μου. Και όχι, δεν ξύπνησα μια ωραία μέρα και είπα να δώσω εξετάσεις σε δραματική σχολή. Πήγαινα θέατρο από μικρός με τη μητέρα μου που είναι φιλόλογος και εξαιρετικά θεατρόφιλη, επομένως γνώρισα το θέατρο πρώτα ως θεατής και γοητεύτηκα από νωρίς από τη δημιουργία, τη φαντασία, την ελευθερία που αισθανόμουν ότι βιώνουν οι ηθοποιοί επάνω στη σκηνή, ζήλεψα και ήθελα αυτά όλα να τα βιώσω κι εγώ. Ο λόγος που το έκανα τότε ήταν επειδή αισθάνθηκα ότι είμαι έτοιμος, ότι έχω τα βιώματα που χρειάζεται, τα ερεθίσματα και την ωριμότητα να διαβάσω πια ένα έργο και να το καταλάβω. Πιο πριν δεν ένιωθα έτοιμος να συναισθανθώ συγγραφείς με βάθος, που μιλάνε για μεγάλα πάθη χαρακτήρων. Πώς θα μπορούσα εγώ να υποδυθώ αυτούς τους ήρωες αν δεν έχω ζήσει τίποτε απ’ όλα αυτά; Ήθελα πρώτα να ζήσω λίγο μόνος μου, να φύγω από το σπίτι, να ερωτευτώ, να χωρίσω, να με χωρίσουν, να κλάψω πολύ για έναν έρωτα, να με απολύσουν από μια δουλειά, να δω πως είναι όλη αυτή η απογοήτευση, να νιώσω την επιτυχία και την αποτυχία. Όλα αυτά με έκαναν να περιμένω λιγάκι.

– Ήσουν, ωστόσο, άνθρωπος που του άρεσε να εκτίθεται, να ρισκάρει να βγαίνει έξω από το όποιο comfort zone του;

Πάρα πολύ. Πάντα ρίσκαρα στη ζωή μου. Και έχω ρισκάρει πολλές φορές την ασφάλειά μου, και την προσωπική και την επαγγελματική. Έχω χάσει άνετους μισθούς, έχω ρισκάρει σχέσεις για να φύγω στο εξωτερικό. Και σίγουρα δεν είχα κανένα πρόβλημα με την έκθεση του εαυτού μου. Απ’ το σχολείο ακόμα αντιμετώπιζα τις πάρα πολύ δύσκολες καταστάσεις, βλέπε πανελλήνιες, με χαλαρότητα και χιούμορ – έκανα και πολλές μιμήσεις τότε πριν τις εξετάσεις και γελούσαμε για να μας φύγει το άγχος. Γενικά είχα πάντα τον στόχο μου, αλλά πιστεύω ότι οι δύσκολες καταστάσεις μας βοηθάνε να μαθαίνουμε και να επεκτείνουμε τα όριά μας, οπότε τις αντιμετωπίζω με χιούμορ και γενικά με καλό μάτι. Και ψυχραιμία. Θα με χαρακτήριζα «τέρας ψυχραιμίας», κάτι που άλλοι το εκτιμούν και σε κάποιους σπάει τα νεύρα.

– Είναι προτέρημα η ψυχραιμία. Σωστά;

Κοίταξε, όταν αναλαμβάνεις θέσεις ευθύνης, γιατί καλώς ή κακώς έτσι είναι όταν είσαι σκηνοθέτης, ή όταν κάνεις παραγωγή ή όταν αναλαμβάνεις τη διαχείριση θεάτρων όπως το Θησείο παλιότερα ή το Άνεσις τώρα, αν δεν είσαι ψύχραιμος θα ρίξεις το αεροπλάνο στο βουνό.

Φωτ.: Άσπα Κουλύρα / Olafaq

– Έτσι, λοιπόν, για να πάμε λίγο πίσω, έδωσες εξετάσεις στο Θέατρο Τέχνης. Και μετά;

Ακριβώς. Πέρασα στο Τέχνης, παραιτήθηκα από την εφημερίδα, ολοκλήρωσα τις σπουδές μου στην Δραματική Σχολή κι έπειτα έφυγα για το Λονδίνο όπου έκανα μεταπτυχιακό στην σκηνοθεσία στο University of East London. Εκεί έμεινα ενάμιση χρόνο και τα επόμενα τέσσερα πηγαινορχόμουν επειδή έπαιζα ως βασικός ηθοποιός στη σειρά «The Durrells» («Οικογένεια Ντάρελ», 2015-2019). Στο μεταξύ είχα ήδη ξεκινήσει να σκηνοθετώ.

– Η σκηνοθεσία πώς προέκυψε; Εσύ για ηθοποιός δεν πήγαινες;

Εντελώς τυχαία. Σε ανύποπτη στιγμή το 2006 με κάλεσαν από τη θεατρική ομάδα των αποφοίτων του λυκείου μου –το 43ο λύκειο Αθηνών– αρχικά να παίξω και έπειτα, όταν ήμουν πια στο Τέχνης, να τους σκηνοθετήσω. Τότε, το έκανα για πρώτη φορά στη ζωή μου και είπα «χμ… ωραίο αυτό»! Ήταν σαν να δοκίμασα μια νέα υπέροχη γεύση.

– Μπήκες δηλαδή πολύ νωρίς στη σκηνοθεσία;

Αυτοί φταίνε, δεν φταίω εγώ (γέλια). Κι έτσι έγινε. Όταν λοιπόν τελείωσα το Θέατρο Τέχνης, και επειδή, μιλώντας για μένα τουλάχιστον, είμαι εναντίον μόνο του ενστίκτου και του φυσικού ταλέντου ή της ευφυίας, αλλά είμαι υπέρ της τριβής και της εκπαίδευσης, αποφάσισα να σπουδάσω και σκηνοθεσία. Έτσι πήγα στο Λονδίνο, σπούδασα και ένιωσα μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, ένιωσα καλύτερα με τον εαυτό μου.

– Ως τόσο νέος σκηνοθέτης, αμφισβητήθηκες;

Κοίταξε, σε όλους τους χώρους υπάρχει και ανταγωνισμός και συναγωνισμός και αμφισβήτηση και μπορεί να σε βλέπουν με μισό μάτι. Δεν με ενδιαφέρει και τόσο πολύ. Έχω πληγωθεί από κάποια σχόλια, γιατί άνθρωποι είμαστε, αλλά απ’ την άλλη έχω και άγνοια κινδύνου. Την ίδια στιγμή δεν έχω ματαιοδοξία. Δεν έχω καν τη φιλοδοξία να κάνω μια καριέρα. Δεν με ενδιαφέρει αυτή η λέξη. Δεν με συγκινεί. Με ενδιαφέρει μόνο να κάνω τα όνειρά μου πραγματικότητα και να περνάω όμορφα. Και πράγματι περνάω όμορφα με ό,τι κάνω. Αγαπώ την τέχνη αυτή, αγαπώ τους ανθρώπους που θαυμάζουν αυτή την τέχνη, οπότε δεν έχω σκοπό να θυσιάσω την αγάπη μου και τα όνειρά μου επειδή κάποιος μπορεί να πει κάτι κακό για μένα ή να με αμφισβητήσει. Είναι τόσο υποκειμενικά όλα. Δεν μπορούμε να αρέσουμε σε όλους. Αν αρέσεις σε όλους σημαίνει ότι κάτι δεν κάνεις καλά καλλιτεχνικά. Πρέπει να έχεις κάνει πολλές υποχωρήσεις για να αρέσεις σε όλους.

– Πόσο δύσκολη είναι η δουλειά του σκηνοθέτη; Το να ηγείσαι μιας ομάδας;

Είναι μαγική η δουλειά μου. Είναι μαγική η τέχνη. Είμαι ευλογημένος που το κάνω. Δεν είναι αυτή η δουλειά δύσκολη. Δύσκολο είναι να ξυπνάς 6 το πρωί για να πας στην οικοδομή, να οδηγείς όλη μέρα ένα ταξί, να κάνεις ντελίβερι και να σερβίρεις, δηλαδή να κάνεις μια δουλειά που δεν αγαπάς μόνο και μόνο για να επιβιώσεις. Το να κάνεις κάτι που αγαπάς, να αμείβεσαι από αυτό, να ζεις από αυτό και απλώς να ψάχνεις να βρεις γιατί λέει κάτι ο Τσέχωφ, ε, είσαι πολύ τυχερός. Επίσης είσαι μέλος μιας παρέας, που όλοι αγαπούν το ίδιο πράγμα. Κανείς δεν έπεσε στα πόδια μας για να γίνουμε ηθοποιοί. Το κάνουμε μόνο επειδή το θέλουμε. Σαφώς υπάρχουν και κάποιοι που το κάνουν για να γίνουν γνωστοί ή για να πάρουν βραβεία. Θεμιτό, αλλά δεν με αφορά. Εμένα με νοιάζει να ασχολούμαι με σπουδαία έργα, να είμαι μαζί με ανθρώπους που αγαπώ και θαυμάζω και να κάνω θέατρο για όλο τον κόσμο. Όπως τραγουδούσε και ο αγαπημένος μου Νίκος Ξυλούρης τους στίχους του Γιάννη Ρίτσου… «Εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε απ’ τον κόσμο. Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο». Τόσο απλά.

Φωτ.: Άσπα Κουλύρα / Olafaq

– Φαντάζομαι αγαπάς όλα τα έργα με τα οποία έχεις καταπιαστεί. Υπάρχει, ωστόσο, κάποια παράσταση που έχεις ευχαριστηθεί περισσότερο;

Δεν μου αρέσει να ξεχωρίζω τις παραστάσεις μου. Όπως λέει και το έργο του Μίλερ… «Ήταν όλα τους παιδιά μου». Όλα τα έργα, με τα οποία έχω καταπιαστεί τα βλέπω σαν παιδιά μου και τα αγαπάω. Ίσως κάποια έργα που παίχτηκαν για περισσότερο καιρό, όπως ας πούμε η «Γίδα» (σ.σ. «Η Γίδα ή Ποια είναι η Σύλβια;» του Άλμπι) που κράτησε τέσσερα χρόνια έχει μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Επίσης η «Μήδεια του Μποστ», το «Mistero Buffo», που τα σκηνοθέτησα και μετά έτυχε να παίξω κιόλας. Όταν ένα έργο παίζεται πιο πολύ καιρό, συνδέεσαι και περισσότερο μαζί του. Υπάρχουν επίσης συνεργασίες που δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου, όπως με τον Αλκίνοο Ιωαννίδη στον «Ματωμένο Γάμο». Αυτή ήταν μια συνεργασία-όνειρο ζωής για μένα. Με τον Τσακίρογλου, με την Πρωτοψάλτη, με τον Βαλτινό. Είναι άνθρωποι που μου άνοιξαν την αγκαλιά τους τόσο απλόχερα, με τέτοια ανιδιοτέλεια… που δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Οπότε μου αρέσει να μιλάω για συναντήσεις. Και δεν μπορώ εδώ να μην αναφερθώ στον Γεράσιμο Σκαφίδα που συνεργαζόμαστε τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια και στην Αρετή Πασχάλη, που είναι η πρώτη με την οποία μοιράζομαι όλες τις καλλιτεχνικές μου ανησυχίες και τα όνειρά μου…

– Έχεις κάποιους συγγραφείς που δεν έχεις πιάσει ακόμα; Που τους έχεις αφήσει για αργότερα;

Φυσικά. Υπάρχουν σπουδαία έργα, που δεν νιώθω ακόμα έτοιμος να τα αγγίξω…  Επίσης, θα έλεγα ότι υπάρχουν και κάποιοι συγγραφείς που απλώς δεν έτυχε να ερωτευτούμε ακόμα. Υπάρχει ένα μακρινό φλερτ προς το παρόν. Έχω έναν πλατωνικό έρωτα, επίσης, με τους αρχαίους τραγικούς. Από την αρχαία δραματουργία έχω κάνει μόνο μία κωμωδία, τους «Σφήκες» του Αριστοφάνη.

– Θέλεις να σκηνοθετήσεις στην Επίδαυρο;

Έχω ήδη παίξει ως ηθοποιός στην Επίδαυρο και ήταν μια από τις πιο μαγικές στιγμές στην ζωή μου. Αλλά δεν έχω νιώσει ακόμα την ανάγκη να σκηνοθετήσω εκεί. Ούτε έχω απευθυνθεί προς το παρόν σε φεστιβάλ ή κρατικές σκηνές. Μου αρέσει το ελεύθερο θέατρο, μου αρέσει το ρίσκο, μου αρέσει να μη μου βάζουν φραγμούς και εμπόδια σε αυτά που θέλω να κάνω. Στο μέλλον δεν λέω όχι. Είμαι πάντα πολύ ανοιχτός σε συνεργασίες. Είναι όπως με κάποιους πάρα πολύ σπουδαίους συγγραφείς που δεν έχουμε ερωτευτεί ακόμη. Θα δούμε!

– Τώρα τι ετοιμάζεις;

Τώρα θα κάνω «Το Πάρτι» της Σάλι Πότερ στο θέατρο Άνεσις από 6 Μαρτίου με κάποιους ηθοποιούς που θαυμάζω πολύ: τη Μαρία Καβογιάννη, τον Κώστα Φιλίππογλου, τη Χριστίνα Θεοδωροπούλου, τον Βασίλη Ευταξόπουλο, την Ευδοκία Ρουμελιώτη, τη Βάσω Καβαλιεράτου και τον Γιώργο Ζυγούρη. Είναι ένα ασπρόμαυρο κινηματογραφικό έργο που είχα δει το 2017 στο σινεμά και μου άρεσε πολύ, έπειτα έγινε θεατρικό έργο από την ίδια τη συγγραφέα και σκηνοθέτιδα και εμείς το ανεβάζουμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα.

– Μεταφράζεις κιόλας;

Συνήθως μεταφράζω τα έργα που σκηνοθετώ. Τώρα όμως έχει έρθει ο Αντώνης Γαλέος στη ζωή μου και με προλαβαίνει. Μου φέρνει πολύ ωραία έργα, μου τα συστήνει και μετά τα μεταφράζει ο ίδιος. Συνεργαζόμαστε βεβαίως πάρα πολύ ωραία, οπότε εγώ κάνω τη δραματουργική επεξεργασία των κειμένων, όχι για να παρέμβω στη μετάφραση του Αντώνη, αλλά γιατί μέσα από την πρόβα μπορεί μια λέξη ή μια φράση να μην κάθεται πολύ καλά. Τα θεατρικά έργα, άλλωστε, έχουν γραφτεί για να μιλιούνται, όχι για να διαβάζονται. Από τη μετάφραση ξεκινάει το μεγάλο ταξίδι της δημιουργίας , μια διαδικασία που με βοηθάει πολύ στη σκηνοθεσία. Στη διάρκεια της μετάφρασης φτιάχνω τις πρώτες εικόνες στο μυαλό μου. Εκεί συναντιέμαι με τον συγγραφέα. Είναι σαν ένα μυστικό ραντεβού μεταξύ μας. Δεν σου κρύβω ότι απολαμβάνω πολύ τη μετάφραση, συχνά περισσότερο από την σκηνοθεσία και την υποκριτική, και τώρα ανυπομονώ να ανέβει «Το Πάρτι» για να ξεκινήσω μια νέα μετάφραση που έχω στο μυαλό μου.

– Πόσες ώρες δουλεύεις;

Από μηδέν έως εικοσιτέσσερις. (γέλια) Αν έχω κάτι καλό είναι ότι δεν κουράζομαι εύκολα. Γυρίζω σπίτι μετά από τέσσερις πρόβες και έχω όρεξη να κάνω πράγματα και στην προσωπική μου ζωή, με την σύντροφό μου και με τους φίλους μας. Βεβαίως, μετά από δυο-τρεις περιπέτειες υγείας, φροντίζω πια να μην υπερτιμώ τις δυνάμεις μου. Δεν είμαστε σούπερ ήρωες. Και επίσης δεν ξεχνάω πια ότι οι άνθρωποί μας και το σώμα μας είναι σαν λουλούδια που θέλουν πότισμα. Και όταν ξεχνάμε να τα ποτίσουμε, μαραίνονται.

Φωτ.: Άσπα Κουλύρα / Olafaq

– Παίζει ρόλο και το γεγονός ότι έγινες μπαμπάς;

Σαφώς. Είμαι μπαμπάς του Αλκίνοου που είναι δυόμιση ετών και τον υπεραγαπάω, όπως και την σύντροφό μου την Αρετή. Είμαστε «χαζο-γονείς» ερωτευμένοι με τον γιο μας. Η σχέση με το παιδί μου είναι μια μαγική σχέση, που μου δείχνει ότι η ζωή έχει να σε μάθει και άλλα πράγματα εκτός τέχνης. Και μου λέει ότι σε αυτή τη ζωή μπορούμε να είμαστε πάρα πολύ χρήσιμοι και με άλλον τρόπο. Γενικά το σπίτι, η οικογένειά μου είναι προτεραιότητα για μένα. Και το θέατρο είναι το πιο σημαντικό δευτερεύον πράγμα στη ζωή μου και έτσι θέλω να πορεύομαι.

– Τι έχεις να πεις για όλα όσα συμβαίνουν στο θέατρο και στις τέχνες γενικότερα αυτόν τον καιρό;

Αυτό που συμβαίνει με εμάς τους καλλιτέχνες είναι ότι δεχόμαστε έναν αβυσσαλέο πόλεμο χωρίς να έχουμε κάνει κακό σε κανέναν. Παλεύουμε εδώ και τρία χρόνια μέσα σε υγειονομικές, κοινωνικές και οικονομικές κρίσεις να ορθοποδήσουμε και αντί να υπάρχει μια χείρα βοηθείας υπάρχει μια χείρα που μας χτυπά και μας ρίχνει κάτω στο πάτωμα. Και ο χειρότερος πόλεμος είναι αυτός της αδιαφορίας. Στο μεταξύ πρέπει να καταλάβουμε όλοι ότι αυτό που συμβαίνει δεν είναι θέμα μόνο των καλλιτεχνών. Είναι θέμα όλων των πολιτών διότι η τέχνη δεν αφορά μόνο αυτόν που τη δημιουργεί. Αφορά και αυτόν που γίνεται αποδέκτης της.

– Τι θεατρική, καλλιτεχνική εκπαίδευση θέλουμε;

Είναι μεγάλη κουβέντα η θεατρική εκπαίδευση που θέλουμε, αλλά σε κάθε περίπτωση το πρόβλημα ξεκινάει από την εκπαίδευση που λαμβάνουμε απ’ όταν είμαστε σχολείο και φυσικά στο σπίτι μας. Όταν οι γονείς δεν πάνε τα παιδιά στο θέατρο, στο σινεμά, όταν δεν ακούνε μουσική, όταν τα σχολεία αγνοούν τη λέξη «τέχνη» και θέλουν τα παιδιά να μαθαίνουν σαν παπαγαλάκια την ύλη που θα δώσουν στις εξετάσεις, αυτή η κατρακύλα συμπαρασύρει και την εκπαίδευση που λαμβάνουν οι υποψήφιοι ηθοποιοί και καλλιτέχνες. Ακόμα και Ακαδημία Τεχνών να γίνει, αν δεν ξεκινήσει η καλλιτεχνική εκπαίδευση από όταν γεννιέται ένα παιδί και οπωσδήποτε στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, το μέλλον προδιαγράφεται χειρότερο από το παρόν. .

Αυτή τη στιγµή τον Νικορέστη Χανιωτάκη τον βλέπουµε στην τηλεόραση, όπου και παίζει στους «Παγιδευµένους» στον ΑΝΤ1, ενώ υπογράφει τη σκηνοθεσία στο «Σεσουάρ για ∆ολοφόνους», που παίζεται για δεύτερη χρονιά φέτος στο θέατρο Λαµπέτη, µε τους Ιωάννη Απέργη, ∆ηµήτρη Μακαλιά, Κωνσταντίνα Μιχαήλ, Αρετή Πασχάλη, Ζήση Ρούµπο και Χάρη Χιώτη. Επίσης σκηνοθετεί την «Ανθρώπινη Φωνή» του Ζαν Κοκτώ στο Μικρό Χορν µε τη Λουκία Μιχαλοπούλου και τα «Οικόπεδα µε Θέα» του David Mamet στο Άνεσις µε τους Γιάννη Μπέζο, Άρη Λεµπεσόπουλο, Μάκη Παπαδηµητρίου, Θανάση Κουρλαµπά, Γιάννη ∆ρακόπουλο, Γεράσιµο Σκαφίδα και Μάριο Μαριόλο. Στις 6 Μαρτίου ανεβαίνει στο Θέατρο Άνεσις και «Το Πάρτι» της Σάλι Πότερ.