«Το 1979, στην Κασσάνδρα Χαλκιδικής, έγινε το 2ο συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας. Το μεσημέρι της 5ης Μαρτίου, οι νεολαίοι του κόμματος έφαγαν εδώ ψάρια. Μετά το γεύμα, ο νεολαίος, τότε, Βαγγέλης Μεϊμαράκης, τους διάβασε προκήρυξη. “Η Νέα Δημοκρατία”, έλεγε η προκήρυξη, “πρέπει να μετατραπεί από κόμμα αρχηγικό σε κόμμα αρχών”. Αυτή η κίνηση, η επονομαζόμενη κίνηση της Βόλβης, έμελλε να παίξει καταλυτικό ρόλο στις εξελίξεις».
Ποιος δεν θυμάται αυτή τη θρυλική ατάκα από την ταινία «Ας Περιμένουν Οι Γυναίκες» (1998) που εκστομίστηκε από τον Σάκη Μπουλά -τον ίδιο εκείνο κινηματογραφικό χαρακτήρα που λίγο μετά, στην ίδια ταινία του Τσιώλη, αναρωτήθηκε το εξίσου κορυφαίο «Ψήφισε η μάνα μου Νέα Δημοκρατία;»
Γεννημένος το 1954 στο Κιλκίς, ο Σάκης Μπουλάς εγκατέλειψε την καριέρα του (ανερχόμενου) δικηγόρου για να πρωταγωνιστήσει στην αθηναϊκή νύχτα για ολόκληρη τη δεκαετία του ’80, αρχικά μαζί με τους Γιάννη Ζουγανέλη, Νικόλα Ασιμο, Θάνο Αδριανό και Περικλή Χαρβά στο Μουσικό Καφενείο «Σούσουρο» και στη συνέχεια στο θρυλικό «Αχ Μαρία» των Εξαρχείων, συνδυαζοντας το θέατρο, τη μουσική και τη σάτιρα.
Στον κινηματογράφο έπαιξε σε 13 ταινίες ξεκινώντας το 1983 με το καλτ φιλμ «Ο Δράκουλας των Εξαρχείων» με συμπρωταγωνιστές τους Αντώνη Καφετζόπουλο, Κωνσταντίνο Τζούμα και Τζίμη Πανούση.
Στη δεκαετία του ’80 καταγράφεται και η πρώτη του παρουσία στην τηλεόραση με το «Graffiti» και τα «Κουφώματα» δίπλα πάντα στον καλό του φίλο και συνεργάτη Γιάννη Ζουγανέλη.
Παρουσίασε τηλεπαιχνίδια όπως το «Κάνε ότι κάνω» και αργότερα το 2000 πρωταγωνίστησε στην κωμική τηλεοπτική σειρά με τίτλο «Δέκα Λεπτά Κήρυγμα».
Αλλες γνωστές σειρές που πρωταγωνίστησε ή συμμετείχε είναι: «Δέκα λεπτά κήρυγμα» (2000-2003), «Τα Τετράγωνα των Αστέρων» (2003), «Σαββατογεννημένες» (2003-2004), «Ας Πρόσεχες» (2004-2005), «Πενήντα-Πενήντα» (2005-2007), «7 Θανάσιμες Πεθερές» (2006-2007), «Εντιμότατοι κερατάδες» (2006-2007), «Ο Τζίτζικας και ο Μέρμηγκας» (2007-2008), «Φίλα το βάτραχο σου» (2007-2009), Μπελάς ΤV (2008-2009), «Εργαζόμενη Γυναίκα» (2009), «Η Οικογένεια βλάπτει» (2009-2010).
Ως τραγουδιστής, είχε κυκλοφορήσει πέντε προσωπικούς δίσκους : «Μπουλάς-Ελλάς» (1986), «Σάκης Μπουλάς (maxi single) Ali Baba» (μουσική Μιχάλης Ρακιντζής) (1987), «Ας πρόσεχες» (album) (μουσική Μιχάλη Ρακιντζή) (1987), «Ζαμανφού» (1992), «Εκθεση ιδεών» με τον Γιάννη Ζουγανέλη (2000).
Συμμετείχε επίσης σε πολλούς δίσκους άλλων, όπως στους “Ανεπίδοτα Γράμματα” του Μιχάλη Γρηγορίου με την Αφροδίτη Μάνου, “Καντάτα για την Μακρόνησο” – Θ.Μικρούτσικου, “Λουκιανού διάλογοι” – Μ. Πλέσσα, “Αχαρνής” του Δ. Σαββόπουλου κ.α .
Με αφορμή την συμπλήρωση 10 ετών από τον πρόωρο θάνατό του, στις 21 Φεβρουαρίου του 2014, μόλις στα 60 του χρόνια, από καρκίνο του πνεύμονα, ο υπογράφων θυμάται μια επική δίωρη συνέντευξη που έκανε στον Σάκη Μπουλά λίγα χρόνια πριν το «φευγιό» του.
– Σαν παιδί, ήσασταν διαφορετικό από τ’ άλλα;
Πολύ. Πάντα έκανα του κεφαλιού μου κι αυτό που νόμιζα εγώ σωστό. Ήμουν πολύ καλός μαθητής, αλλά και πολύ άτακτος παράλληλα.
– Που πήγατε σχολείο;
Στην Ιωνίδειο Πρότυπο, στον Πειραιά.
– …άρα «γαύρος»;
Άρα αδιάφορος απέναντι σε οτιδήποτε ποδοσφαιρικό. Τους έχω όλους χεσμένους.
– Είχατε από μικρός το σκουλαρίκι;
Ναι, και μακρύ μαλλί επίσης.
– Και μηχανή καβαλάγατε, φαντάζομαι. Εκτός αν επιλέξατε το αυτοκίνητο, στο κλασσικό δίλημμα της εποχής…
Ναι, φυσικά. Μηχανή από πιτσιρικάς.
– Το άλλο δίλημμα της εποχής σας ήταν «Beatles ή Stones»…
Όταν ήμουν έφηβος άκουγα πολύ Βeatles, αλλά μετά τα 25 μου άρχισα να ακούω φανατικά Stones.
– Το σχολείο τι γεύση σάς άφησε;
Παρόλο που ήταν δύσκολα χρόνια, μέσα στη χούντα, μάθαμε γράμματα και μορφωθήκαμε από εξαιρετικούς καθηγητές.
– Πως σας φάνηκε ο κόσμος εκτός σχολείου;
Είχα δει από μικρός πως είναι η πραγματική ζωή, επειδή, κατά τη διάρκεια των διακοπών μου πάντα δούλευα, για να συνεισφέρω στο οικογενειακό εισόδημα.
– Τι σας στήριξε εκείνη την περίοδο;
Οι φίλοι μου και τα βιβλία. Είχε και τα καλά του το να μεγαλώνεις χωρίς ίντερνετ, γιατί αναγκαζόσουν να διαβάσεις.
– Ήσασταν κομματικοποιημένος;
Όχι, ποτέ. Ήμουν πάντα πολιτικοποιημένος, ποτέ όμως μέλος μιας νεολαίας. Ποτέ δεν ήθελα να έχω κάποιον πάνω από το κεφάλι μου να μου λέει τι να κάνω και πως να το κάνω.
– Ήσασταν το κωλόπαιδο της παρέας ή το καλό παιδί;
Έκανα πάντα αλητείες με την καλή έννοια: έπινα, κάπνιζα, ξενύχταγα, δεν ήμουν ποτέ το σπασικλάκι που γυρνούσε σπίτι νωρίς. Τότε διασκεδάζαμε με πολύ απλά πράγματα: βάζαμε ο καθένας από λίγα χρήματα και παίρναμε μια νταμιτζάνα, καθόμασταν στην πλατεία Εξαρχείων και πίναμε κρασί με τη συνοδεία κιθάρας και τραγουδιού. Και μετά πλάκωναν οι μπάτσοι, έτσι χωρίς λόγο κι αφορμή, και μας πηγαίναν σηκωτούς στο 5ο, το αστυνομικό τμήμα των Εξαρχείων, για εξακρίβωση στοιχείων.
– Έχετε φάει ξύλο απ’ την αστυνομία;
Τίποτα το συγκλονιστικό, απλά… ό,τι προβλεπόταν τότε στις διαδηλώσεις κατά της χούντας. Τότε άπλα έδερναν πιο πολύ, επειδή τα δακρυγόνα ήταν ακριβά.
– Σπάγατε τίποτα τότε, γράφατε στους τοίχους;
Ποτέ δεν σπάσαμε τίποτα. Το γκράφιτι το αγαπώ πολύ ως τέχνη, αλλά είναι για να γίνεται σε ένα ερειπωμένο οίκημα ή μια παλιά, άσχημη γέφυρα. Εκεί, ναι, γράψε ό,τι θες, αλλά ένα καλαίσθητο κι όμορφο κτίριο γιατί να το καταστρέψεις με τις μπογιές σου; Αυτό είναι για μένα τσάμπα μαγκιά.
– Την οργή σας πως τη εκτονώνατε τότε;
Σε διαδηλώσεις ή τραγουδώντας μαζί με μια παρέα.
O Σάκης Μπουλάς και οι άνθρωποι
– Δένεστε εύκολα με ανθρώπους;
Ναι, αν αγαπήσω πολύ κάποιον άνθρωπο, μετά κάνω πολύ σημαντικές θυσίες για να διατηρήσω την φιλία μου μαζί του. Δεν είναι τυχαίο πως οι σημαντικότεροι φίλοι που έχω μέχρι σήμερα είναι όλοι από εκείνα τα χρόνια, από το ’70.
– Αν υποθέσουμε ότι ένα βράδυ παθαίνετε μια κρίση, πόσους ανθρώπους αισθάνεστε τόσο κοντά σας, ώστε να πάρετε εκείνη τη στιγμή τηλέφωνο;
Περίπου 100.
– Είστε πολύ τυχερός.
Το ξέρω. Όταν έπαθα το οξύ πνευμονικό οίδημα [σ.σ: το 2004] και ένιωθα πως θα πεθάνω εκείνη τη στιγμή, πήρα τηλέφωνο έναν άνθρωπο και ήταν εκεί, απίκο, σε πέντε λεπτά και με μετέφερε στο νοσοκομείο. Και κατόπιν, ήρθαν άλλοι 100 φίλοι και μου είπαν πως θα ήθελαν να είναι εκείνοι που τελικά με πρόλαβαν και με μετέφεραν.
– Τα «είδατε κωλυόμενα» εκείνη την ώρα;
Απεναντίας: δεν τρόμαξα, απλώς συνειδητοποίησα πως είχε έρθει η στιγμή για μερικές δραστικές αλλαγές στη ζωή μου.
– Πως σας άλλαξε αυτή η περιπέτεια;
Άρχισα να δίνω αξία σε ασήμαντα και απλά πράγματα, όπως το να μπορείς να πας μια βόλτα με τα πόδια. Να μην είσαι καθηλωμένος σε ένα κρεβάτι ή μια καρέκλα. Έχω παρατηρήσει πως οι άνθρωποι που γελάνε περισσότερο είναι οι φτωχοί γιατί δεν είναι παγιδευμένοι στο λούκι που είμαστε εμείς, να αγοράσουμε ή να επενδύσουμε. Τους δίνεις μια καραμέλα κι είναι ευτυχείς. Χαίρονται αυτό που έχουν. Εμείς όμως δεν θα γίνουμε ποτέ ευτυχισμένοι, γιατί ό,τι κι αν κάνουμε η απληστία και το ανικανοποίητο είναι στοιχεία της ύπαρξής μας.
– Και εσάς σας αρέσει η ακριβή ζωή όμως.
Ναι, όντως. Αλλά, πλέον, συγκρίνοντας τις δυο ζωές που έκανα, μπορώ να σε διαβεβαιώσω πως ήμουν πιο ευτυχισμένος τότε με τα λίγα, παρά τώρα.
– Έχουμε έμφυτη την κακία μέσα μας ως άνθρωποι;
Σαφώς, κυρίως το κακό κάνει κουμάντο στην ύπαρξή μας. Κι εκεί ακριβώς είναι που θέλει προσωπική πάλη με τα σκοτεινά στοιχεία του χαρακτήρα μας που μας απειλούν να μας κάνουν εν δυνάμει δολοφόνους ή βιαστές.
– Τι σας κάνει καθημερινά καλύτερο άνθρωπο;
Να κάνω δώρα –συνήθως απροειδοποίητα. Μου αρέσει να βλέπω την χαρά του άλλου στα μάτια του. Παίρνω απίστευτη ικανοποίηση απ’ αυτό.
– Τι κάνετε όταν θέλετε να χαλαρώσετε;
Φεύγω με το αμάξι. Οδηγώ.
– Τι οδηγείτε;
Μια Porsche 997 cabrio. Τώρα τής έσπασα τον κινητήρα και της τον αλλάζω.
– Σας αρέσει ο δρόμος;
Πολύ. Θα μπορούσα να είμαι οδηγός νταλίκας, να οργώνω την Ευρώπη με το TIR μου.
– Παιδιά πάντως αποφασίσατε να μην κάνετε…
Όχι, συνειδητά δεν έκανα. Ήθελα να είμαι ελεύθερος, χωρίς υποχρεώσεις, να μπορώ να ταξιδεύω. Και δεν είχα και καμιά κάψα να αφήσω κάτι πίσω μου, παρόλο που τα παιδιά των άλλων φίλων μου τα λατρεύω.
H καλλιτεχνική υστεροφημία του Σάκη Μπουλά
– Στην τέχνη σας θέλετε να αφήσετε κάτι πίσω;
Όχι. Δεν με ενδιαφέρει. Δεν διεκδικώ τίποτα από το κοινό μου, ούτε ανταγωνίζομαι με άλλους συναδέλφους, ούτε με ενδιαφέρει η υστεροφημία μου ως τραγουδιστής ή ηθοποιός. Το ξέρεις πως ποτέ μου δεν έβαλα κανέναν στόχο; Τα όνειρά μου ανανεώνονταν συνεχώς, μέρα με τη μέρα.
– Σοβαρά; Και μας είχαν φάει τα αυτιά στο σχολείο να «βάζουμε στόχους».
Όλα στη ζωή μου έγιναν τυχαία. Συγκυριακά. Ήμουν τυχερός: στα 18-19 μου γνώρισα πολύ σημαντικούς ανθρώπους, από το Σαββόπουλο μέχρι τον Μάνο Χατζιδάκι.
– Στην παρέα σας ήταν και ο Νικόλας Άσιμος.
Κάναμε από μικροί παρέα με το Νικόλα, μαζί φτιάξαμε και το πρώτο μουσικό καφενείο, το «Σούσουρο», αλλά δεν μπορούσα να κάνω παρέα μαζί του γιατί ήταν πολύ ιδιόρρυθμος άνθρωπος.
– Σκεφτήκατε ποτέ πως αυτή η ιδιορρυθμία του κάποτε θα του στοίχιζε;
Δεν μου είχε περάσει ποτέ από το νου. Τον θεωρούσα πανέξυπνο και πως είχε τον έλεγχο σε ό,τι έκανε. Έκανα λάθος τελικά, δυστυχώς.
Ο δρόμος προς στο παλάτι της σοφίας περνάει όντως από την οδό της κατάχρησης και της υπερβολής;
Ναι. Παλιά είχα πρόβλημα με το ποτό, αλλά ευτυχώς κατάλαβα νωρίς πως με πήγαινε πίσω και το έκοψα. Πέρασα δύσκολες περιόδους με το αλκοόλ.
– Γιατί οι καλλιτέχνες είναι τόσο γερά ποτήρια;
Γιατί δεν τους αρέσει ο κόσμος που ζούν και θέλουν να δημιουργήσουν μια τεχνητή πραγματικότητα, πιο όμορφη. Το ποτό τους κάνει να αγνοούν την ασχήμια στη ζωή τους. Δυστυχώς όμως κρατάει λίγο.
– Τι σκέφτεστε σήμερα σχετικά με αυτό το θέμα;
Πως οι καταχρήσεις πρέπει να γίνονται με μέτρο. Εγώ δυστυχώς τα έκανα όλα μαζί και παραλίγο να την πληρώσω ακριβά.
– Καθώς περνάνε τα χρόνια, αισθάνεστε χορτασμένος δημιουργικά;
Δυστυχώς όχι, κι αυτό με ανησυχεί. Είμαι ακόμη κάργα δημιουργικός. Έχω τρία χρόνια να κάνω διακοπές και όλο το χρόνο, επί 10-12 μήνες, δουλεύω σερί.
– Στην χώρα μας όμως, ελάχιστοι καλλιτέχνες αποσύρονται όταν πρέπει.
Ίσως να πλησιάζει και για μένα αυτή η ώρα.
– Πείτε μου ένα περιστατικό απ’ την καριέρα σας που θυμάστε με συγκίνηση.
Πριν μερικά χρονιά είχα παίξει το «Φλασάκι» στην Κοζάνη και μετά είχαν έρθει κάποιοι πιτσιρικάδες να μου πουν πως το τραγούδι αυτό τους βοήθησε όταν είχαν φτάσει στον πάτο, ότι έγινε το δεκανίκι τους. Ένα απλό τραγούδι και μερικά στιχάκια βοήθησαν, άθελά μου, μερικούς ανθρώπους να βγουν από μια δύσκολη κατάσταση. Ένιωσα απίστευτη χαρά κι ικανοποίηση.
– Υπάρχουν στιγμές που σας κουράζει η αγάπη του κόσμου;
Ναι, όταν έρχονται στο καμαρίνι μου και εισβάλουν στο προσωπικό μου χώρο με μια παράξενη οικειότητα και απαιτούν από μένα να ασχοληθώ μαζί τους μόνο και μόνο επειδή με θαυμάζουν. Δεν είμαι υποχρεωμένος να κάνω απολύτως τίποτα, ειδικά όταν αυτό γίνεται επιτατικά και με αγένεια. Αντίθετα, αν με προσεγγίσουν με ευγένεια, μπορώ να μιλάω μαζί τους για ώρες.
– Γιατί ακούμε ακόμη το «Τσικαμπούμ» και το «Φλασάκι»;
Γιατί η δική μου η γενιά, ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν γέρασε, έμεινε νέα. Είμαστε ακόμη ζωντανοί, δεν καταλήξαμε ποτέ μας ένα μουσειακό είδος. Ντυνόμαστε όπως τότε, κάνουμε τα ίδια αστεία όπως παλιά, έχουμε την ίδια ενέργεια σε σχέση με το ’70. Έχουμε ξεχάσει πως μεγαλώσαμε, νομίζουμε πως ακόμη είμαστε 25άρηδες.
– Τι βλέπετε διαφορετικό σε σχέση με τότε;
Η σχέση μου με τις γυναίκες έχει αλλάξει. Τις αντιμετωπίζω με μεγαλύτερη επιείκεια. Έχω καταλάβει πλέον πως οι γυναίκες είναι ένα διαφορετικό, από εμάς, είδος που απαιτεί διαφορετικό χειρισμό.
– Ήσασταν «μαμάκιας» με τις γυναίκες;
Μαμάκιας ποτέ μου δεν υπήρξα, αλλά έμαθα από τη μητέρα μου να αγαπώ τις γυναίκες και να τις σέβομαι.
– Οπότε, τι είναι το πιο hardcore, το πιο ακραίο πράγμα που έχετε κάνει για μια γυναίκα;
Να χωρίσω μαζί της, με δική μου πρωτοβουλία, ενώ την αγαπούσα. Μου στοίχισε πολύ. Κατάλαβα όμως πως ήταν λάθος που ήμασταν μαζί. Δεν είχαμε κοινά ενδιαφέροντα. Από τις 10 ώρες που περνάγαμε μαζί, τις εννιά κάναμε σεξ και τη μια που απέμενε, προετοιμαζόμασταν για να ξανακάνουμε σεξ. Και όταν αυτή η διαδικασία τελείωνε, καταλάβαινα πως δεν την ήξερα καθόλου, δεν είχα τίποτα να πω μαζί της. Μας ένωνε μόνο το σεξ. Ήμουν κάτω από την επιρροή της καψούρας, βρισκόμουν σε μια διαρκή ερωτική μέθη και δεν έβλεπα τα πράγματα καθαρά. Η πιο ειλικρινής στιγμή στη ζωή ενός άντρα είναι μετά τον οργασμό: τότε πραγματικά ξέρει αν γουστάρει ή όχι τη γυναίκα που είναι δίπλα του.
– Η παγίδα της εποχής μας ως προς τα ερωτικά ποια είναι;
Η απομόνωση και οι σχέσεις ανδρών-γυναικών. Βλέπω πώς μιλάνε τα νέα παιδιά στις κοπέλες, με μια αγένεια κι έναν τσαμπουκά και δεν μου αρέσει καθόλου. Αν φερθείς σε μια γυναίκα σαν βασίλισσα, θα είναι βασίλισσα δίπλα σου, αν την κάνεις να νιώσει τσόλι, θα είναι τσόλι δίπλα σου. Απ’ αυτό το πράγμα επωφελούμαστε εμείς.
– Υπάρχει ένας διαφορετικός κώδικας απλά…
Ε, αυτός ο νέος κώδικας επικοινωνίας με ξενερώνει: όταν βλέπω ένα κοριτσάκι να μιλάει με αντρικό λεξιλόγιο, ξενερώνω πάραυτα, όσο κούκλα κι αν είναι.
– Τι θα διαλέγατε: ένα βράδυ με πολύ φλερτ, αλλά καθόλου σεξ ή μια βραδιά εύκολου σεξ χωρίς να προηγηθεί «παιχνίδι» πρώτα;
Θα επέλεγα να μην κάνω σεξ και να έχω το παιχνίδι μόνο, παρά το εύκολο σεξ χωρίς φλερτ πρώτα. Δεν είμαι εργάτης, είμαι εραστής του παιχνιδιού. Τώρα η όλη φάση είναι απλά «σπίτι σου ή σπίτι μου;»
– Θα μάθουμε ποτέ τι θέλουν οι γυναίκες;
Όποιος πει πως ξέρει καλά μια γυναίκα, λέει ψέματα. Είναι τα πιο μυστήρια τρένα του κόσμου. Κι όμως, οι καλύτερες σχέσεις που είχα στη ζωή μου ήταν οι γκομενοφιλίες με γυναίκες που αρχικά πλησίασα επειδή ήταν όμορφες, αλλά στην πορεία, μετά το σεξ κι όλα αυτά, εκτίμησα και άλλα στοιχεία του χαρακτήρα τους.
– Πιστεύετε στο Θεό;
Δεν είμαι θρήσκος. Ο Θεός για μένα δεν είναι εκεί πάνω: εγώ τον βλέπω στα λουλούδια, σε μια γυναίκα, σε σένα και σε μένα, ακόμη και σε μια δύσκολη εγχείρηση που τελικά πέτυχε. Γενικά ο Θεός αποτελεί κάτι που είναι εκτός της δικής μου λογικής, κάτι που ανήκει σε έναν μαγικό μηχανισμό της Φύσης. Δεν κατάλαβα ποτέ μου αυτή τη λογική του κακού Θεού που τιμωρεί αβέρτα. Δεν μπορώ να δεχτώ την ύπαρξη ενός ανώτερου όντος που τιμωρεί κάποια πλάσματα εκεί κάτω στην Αφρική που είναι 5-6 χρονών. Δηλαδή πόσο δίκαιος είναι ένας Θεός που προσβάλει με AIDS ένα μικρό παιδάκι; Και μιλάμε για πλάσματα που δεν έχουν κάνει κάτι κακό, άρα δεν αξίζει να τιμωρηθούν. Πως να δεχτώ πως υπάρχει ένας Θεός-Μπαμπούλας; Πως να αποδεχτεί το μυαλό μου, όταν ήμουν μικρός, πως ένας καλός και αγαθός Θεός, η «απόλυτη καλοσύνη», όπως θέλει να αποκαλείται, πήρε από τη ζωή τον συμμαθητή μου, τον Δημητράκη;
– Η πολιτική τί σημαίνει για σας;
Ένα μεγάλο παιχνίδι που παίζεται ερήμην μας. Όποιος έχει απορίες σχετικά με την πολιτική, ας διαβάσει τα βιβλία του Όργουελ.
– Αν σας έδιναν εσάς την εξουσία, τί θα αλλάζατε;
Καταρχάς, δεν θα την δεχόμουν καν. Η πολιτική στην Ελλάδα διαθέτει μια αλαζονεία και μια μικροπρέπεια που με αηδιάζει. Πώς μπορώ να κατηγορήσω μετά εγώ το μικρό παιδί που βγαίνει και σπάει βιτρίνες; Δεν γίνεται τα παιδιά αυτά που βγήκαν τον Δεκέμβρη του 2008 στους δρόμους να είναι τόσο τρελά ή μαλακισμένα: έχουν ένα μέρος του δίκιου για ό,τι κάνουν. Δηλαδή, από τη μία εκνευρίζομαι και απορώ και λέω «ρε πούστη μου, δεν είναι δυνατόν να είναι αυτή η Ελλάδα του σήμερα», αλλά από την άλλη, αν το πιάσω αυτό το παιδί και το ρωτήσω γιατί σπάει τη βιτρίνα του μεροκαματιάρη, είμαι σίγουρος πως θα μου πει «κάτσε ρε φίλε, δηλαδή, έχει μείνει κάτι όρθιο στο σύστημα;» Δίκιο θα έχει.
– Μετανιώνετε για κάτι;
Ίσως λίγο για το ότι, ενώ είχα όλα τα εφόδια να γίνω ένας πολύ σημαντικός καλλιτέχνης, η καλλιτεχνική πραγματικότητα με ανάγκασε να γίνω απλά ένας διασκεδαστής, να μην προχωρήσω την τέχνη μου σε βάθος και να μην εξαντλήσω τα προσωπικά μου υποκριτικά και φωνητικά όρια. Γεννήθηκα προικισμένος με μια πολύ καλή φωνή, αλλά δεν εξάσκησα ποτέ τα χαρίσματά μου αυτά επειδή δεν ήθελα να κουραστώ για να πείσω κάποιον για την αλήθεια της τέχνης μου. Γι’ αυτό και αρνήθηκα να δουλέψω ακόμη και σε αξιόλογες όπερες, κάτι το οποίο ποτέ μου δεν θέλησα να κοινοποιήσω.
– Έχετε εμφανιστεί μέχρι και στην Όπερα της Βιέννης…
Νομίζω ότι είσαι από τους ελάχιστους που ξέρουν πως βρέθηκα να τραγουδάω εκεί με την χορωδία του Άρνολντ Σένμπεργκ. Μου είχαν κάνει προτάσεις να συμμετέχω σε πολλές ορχήστρες, αλλά αυτή η πειθαρχημένη ζωή του «φαντάρου» δεν μου πηγαίνει.
– Οπότε, με μια λέξη ή πρόταση, τι είναι ο Σάκης Μπουλάς;
Ήμουν, είμαι και θα συνεχίσω να είμαι ένας πολύ μποέμ χαρακτήρας.