To 2002, ο διάσημος Ιάπωνας συνθέτης Ριουίτσι Σακαμότο, ξεκίνησε μια συνεργασία με τον Γερμανό μουσικό και visual artist καλλιτέχνη Άλβα Νότο, για μια σειρά μουσικών άλμπουμ με τον τίτλο Virus Series. Οι κυκλοφορίες αυτές ολοκληρώθηκαν το 2011 με το άλμπουμ “Summvs”, αλλά φέτος το καλοκαίρι, δύο απ’ τα συνολικά πέντε άλμπουμ της σειράς, ανακοινώθηκαν πως θα επανακυκλοφορήσουν σε βινύλιο. Η αρχή έγινε τον Ιούλιο με το “Insen” μέσω της Phonica Records και τώρα, η Raster Noton ανακοίνωσε, πως τα pre-order άνοιξαν για το άλμπουμ “Revep” με επίσημη ημερομηνία στις 26 Αυγούστου.

Είναι υπέροχος! Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις δημιουργών στην εποχή μας! Έχει συνεργαστεί στον κινηματογράφο με όλα τα ιερά τέρατα. Ο Μπομπ Γουίλσον έστησε ένα υπέροχο θέαμα χρησιμοποιώντας κείμενα του Ουμπέρτο Εκο για σενάριο! Έχει σχιστά μάτια, αλλά βλέπει ολοστρόγγυλο τον κόσμο γύρω του… Είναι πολύ ήρεμος, μέσα στα πέτσινα μαύρα ρούχα του. Το παράθυρο του δωματίου του, σε ξενοδοχείο του Λονδίνου, βλέπει σε έναν υπέροχο κήπο, και αυτός όταν σκέφτεται στρέφει το βλέμμα του στη φύση, σαν να κρύβονται εκεί οι καλές απαντήσεις. Η μία ώρα μαζί του κυλά ταχύτατα, σαν αγώνας «φόρμουλα 1» μπρος από τα μάτια του θεατή. Αλλάζει ο χρόνος πλάι του. «Μα ο χρόνος δεν είναι ίδιος», θα πει. «Ο καθένας έχει τον χρόνο του, τον δικό του χρόνο». Η μεγαλύτερη αλχημεία της ζωής είναι η αλλαγή του χρόνου… «Βλέπεις παιδιά σωστούς γέροντες, και γέροντες τόσο νέους, τόσο έφηβους, που σου έρχεται να τους ζητήσεις να σου κάνουν πάραυτα μια κωλοτούμπα ως ένδειξη ευλυγισίας και σωματικής ικανότητας». Ο κ. Σακαμότο τρώει φρούτα, πίνει νερό μεταλλικό και στέλνει με το ταλέντο του, για πρώτη φορά, ορχηστρικό κομμάτι στο Νο 1 της Ιαπωνίας! Κάνει περιοδεία στην Ευρώπη και «με δύο νέους δίσκους του υποδέχεται τη νέα χιλιετία». Φιλοδοξεί να συναντήσει τον Γκοντάρ, που πάντοτε θαύμαζε, και να πάρει στην αγκαλιά του την οικογένειά του το συντομότερο. Είναι ο διάσημος διοικητής του στρατοπέδου όπου ο κ. Λόρενς θάφτηκε ζωντανός! Ο συμπρωταγωνιστής του Ντέιβιντ Μπόουι στην ταινία του Ναγκίσα Οσίμα «Καλά Χριστούγεννα, κύριε Λόρενς» σας εύχεται καλή ανάγνωση.

– Τι έχετε βαρεθεί περισσότερο στη ζωή σας;
Δεν βαριέμαι ποτέ. Οταν δεν ταξιδεύω μέσα μου, ταξιδεύω από χώρα σε χώρα. Οι ταξιδευτές δεν βαριούνται ποτέ. Για μένα το να βρίσκεσαι σε εσωτερική και εξωτερική ακινησία είναι φοβερά πληκτικό».

Τα ταξίδια για πολλούς ­ από ένα σημείο και μετά ­ είναι κουραστικά…
Δεν ξέρω πώς το βλέπουν οι άλλοι… Για μένα, όπως σας είπα, το να μένει κανείς σε ένα μέρος είναι πολύ βαρετό. Αρα είναι ωραίο να ταξιδεύεις, να βλέπεις καινούργια τοπία, να γνωρίζεις καινούργιους ανθρώπους, να δοκιμάζεις περίεργα φαγητά.

– Αν υπάρχει το δωμάτιο των επιθυμιών, πού πιστεύετε ότι βρίσκεται; Πού πρέπει να ταξιδέψουμε για να συναντήσουμε τις επιθυμίες μας;
Πού; Πιθανόν κάπου στον Άρη. (γέλια)

– Αν καταλαβαίνω καλά την απάντησή σας, πιστεύετε ότι είναι δύσκολο να φθάσουμε στο δωμάτιο των επιθυμιών μας…
Κοιτάξτε, οι άνθρωποι ονειρεύονται, επιθυμούν, επειδή είναι αναγκασμένοι να ζουν σε έναν πολύ σκληρό κόσμο. Αν φθάναμε στο δωμάτιο των επιθυμιών μας ίσως αυτομάτως να μέναμε χωρίς επιθυμίες. Για μένα οι επιθυμίες είναι το ανοσοποιητικό σύστημα που μας προφυλάσσει από τη σκληρότητα του κόσμου μας.

– Γιατί είναι σκληρός ο κόσμος όπου ζούμε;
Επειδή τίποτε δεν γίνεται χωρίς μάχη. Ο κόσμος μας είναι πόλεμος. Η ειρήνη είναι διάλειμμα… Συνήθως ερχόμαστε αντιμέτωποι διαρκώς με χιλιάδες προβλήματα. Η Ιστορία τουλάχιστον αυτό έχει δείξει· η ζωή είναι μόνο προβλήματα, συγκρούσεις… και τα ίδια λάθη.

– Γιατί επαναλαμβάνουμε συνεχώς τα ίδια λάθη;
Κοιτάξτε, δεν είμαι ούτε πνευματικός ούτε θρησκευτικός ηγέτης για να μπορώ να σας απαντήσω σε αυτό. Ενας κανονικός άνθρωπος είμαι, παρ’ όλο που με ενδιαφέρουν κι εμένα οι απαντήσεις και ψάχνω να τις βρω. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος ­ ένας από τους λόγους ­ που πήγα εφέτος τον Μάιο στην Ινδία για να συναντήσω τον Δαλάι Λάμα. Δυστυχώς εξακολουθώ να μην έχω τις απαντήσεις, παρ’ όλο που συνάντησα τον μεγάλο αυτόν θρησκευτικό ηγέτη. Το μόνο που ελπίζω πια είναι ότι κάποια στιγμή τα προβλήματα θα λυθούν και οι άνθρωποι θα γίνουν λιγάκι πιο έξυπνοι.

– Αυτό είναι που κάνει έναν πνευματικό ηγέτη να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους ανθρώπους; Το ότι εμείς έχουμε ερωτήματα και εκείνος απαντήσεις;
Ίσως αν ο καθένας από όλους εμάς μπορούσε να λειτουργήσει σαν βουδιστής ο κόσμος να ήταν πιο ειρηνικός. Μας λείπει όμως αυτή η πειθαρχία. Εχουμε μάθει να γινόμαστε έρμαια των επιθυμιών μας. Ως έρμαιο των επιθυμιών σου δεν μπορείς να λειτουργήσεις πειθαρχημένα.

– Πιστεύετε ότι θα αρκούσε λίγο περισσότερη πειθαρχία εκ μέρους μας για να γίνει ο κόσμος καλύτερος;
Ναι, πιστεύω ότι χρειάζεται πειθαρχία για να μπορούμε να σεβόμαστε ­ όχι μόνον ο ένας τον άλλο αλλά καθετί που δημιούργησε η φύση. Πρέπει να είμαστε πειθαρχημένοι για να μπορούμε να νιώσουμε συμπόνια.

– Τι μας κάνει απείθαρχους;
Ίσως ο τρόπος που έχουμε μάθει να αντιμετωπίζουμε τα πράγματα στη Δύση. Αυτή η τάση για κυριαρχία έχει κάνει τον άνθρωπο να νομίζει ότι μπορεί να ελέγχει τη φύση. Προσωπικά θεωρώ ότι αυτό είναι ένα ανεπανόρθωτο λάθος.

– Εσείς πώς καταλήξατε να κάνετε αυτό που κάνετε και όχι κάτι άλλο; Πώς τελικώς ένας άνθρωπος οδηγείται σε έναν συγκεκριμένο δρόμο στη ζωή του και όχι σε κάποιον άλλο;
Α, σε αυτό απέχω πολύ από την απάντηση. ‘Οταν μου απευθύνετε τέτοιες ερωτήσεις, είναι σαν να ρωτάτε ένα παιδί. Δεν έχω ενηλικιωθεί για αυτές τις απαντήσεις.

– Έχετε συναντήσει ενηλίκους στη σκέψη; Ικανούς να απαντούν σε μεγάλα ερωτήματα;
Δεν ξέρω… Αλίμονο αν δεν υπάρχουν ενήλικοι της σκέψης. Είναι όμως σπάνιοι αυτοί οι άνθρωποι. Είναι αυτοί που όλοι μας χωρίς δεύτερη σκέψη τους θεωρούμε εξαιρετικούς. Αυτό πάντως που βλέπω εγώ είναι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι γύρω μου πεθαίνουν έχοντας παραμείνει παιδιά στη σκέψη. Φυσικά όλοι πασχίζουν να κάνουν λεφτά, να αποκτήσουν δικό τους σπίτι, να φθάσουν ψηλά… Και αφού τα έχουν καταφέρει, μετά έρχεται ο θάνατος. Και εκεί αναρωτιέσαι τι νόημα έχουν τελικά όλα αυτά που κάνουμε.

– Αλήθεια, τι νόημα έχει η ζωή;
Ξέρετε τι απάντηση δίνω εγώ; Ότι τα εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια ανθρώπινης ύπαρξης έχουν πείσει τους ανθρώπους ότι ευτυχία είναι το να κερδίζεις όσο μπορείς περισσότερα, το να κατακτάς, να κατέχεις. Θα έρθει όμως μια στιγμή που η αντίληψη αυτή θα αλλάξει, θα αναγκαστούμε να την αλλάξουμε, επειδή τα περιθώρια έχουν αρχίσει και εξαντλούνται, η φύση πλέον δεν αντέχει. Πλησιάζει η στιγμή που θα έρθουμε αντιμέτωποι με τα όρια. Όσο νωρίτερα το συνειδητοποιήσουμε τόσο το καλύτερο.

– Ποια είναι η δική σας αντίληψη για την ευτυχία;
Δεν νομίζω ότι αυτά που χρειάζομαι εγώ για να νιώθω ευτυχισμένος διαφέρουν πολύ από αυτά που χρειάζεστε εσείς. Όπως όλοι οι άνθρωποι, νιώθω ευτυχισμένος όταν είμαι με την οικογένειά μου, όταν τρώω. (γέλια)

– Τα χρήματα είναι ευτυχία για σας;
Δεν λέω ότι δεν μου αρέσουν τα χρήματα. Ζω και εγώ μέσα σε ένα σύστημα που τα έχει αναγάγει σε προϋπόθεση για την ευτυχία και το γνωρίζω πολύ καλά. Έχω φθάσει όμως σε ένα σημείο που ψάχνω για άλλες αξίες για να νιώθω ευτυχισμένος, για να μπορέσω να πάω λιγάκι παραπέρα. Η ευτυχία για μένα κρύβεται σε πράγματα πιο πνευματικά και πολύ λιγότερο υλικά.

– Πώς καταλήξατε να παίζετε πιάνο;
Είναι απλό… Δεν έβλεπα στον εαυτό μου άλλα χαρίσματα παρά μόνο αυτά που θα μου επέτρεπαν να γίνω μουσικός. Κανένα άλλο ταλέντο δεν διέθετα… (γέλια) Ως έφηβος βέβαια πέρασα κάποια φάση που νόμιζα πως οτιδήποτε μου περνούσε από το μυαλό θα μπορούσα να το κάνω.

– Τι πράγματα σας περνούσαν από το μυαλό όταν ήσασταν ακόμη έφηβος;
Να γράψω μυθιστορήματα, να ανακαλύψω νέες μαθηματικές θεωρίες… Ξέρετε, πράγματα τα οποία δεν είχαν καμία υπόσταση. Υπήρχαν απλώς στη σφαίρα της φαντασίας μου.

– Τι είναι για σας το ταλέντο;
Κάτι το οποίο προσδιορίζεται πάντα από τους άλλους, ποτέ από σένα τον ίδιο. Το αν έχω ταλέντο ή όχι είναι κάτι που θα το κρίνουν οι άλλοι. Εγώ το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να εμπιστευθώ τον εαυτό μου. Να πιστέψω στην αξία των «θέλω» μου. Αν έχεις αυτή την εμπιστοσύνη, είναι και αυτό μια ένδειξη ότι υπάρχει ταλέντο. Όλοι οι μεγάλοι, από τον Πικάσο ως τον Αϊνστάιν, ήταν άνθρωποι που πίστευαν στον εαυτό τους. Είτε είχαν ταλέντο είτε όχι, και μόνο το γεγονός ότι οι ίδιοι πίστευαν στο ταλέντο τους τους τοποθετούσε στην τάξη των ταλαντούχων και έκανε αμέσως το ταλέντο τους ορατό… (γέλια) Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνετε. Το ταλέντο είναι η πίστη στη μουτζούρα σου, στην ιδέα σου. Τραβάς από το πιάτο σου το κόκαλο από το ψάρι που μόλις έφαγες και το κρεμάς στον τοίχο… Μόνο αν είσαι ταλαντούχος αυτό γίνεται έργο τέχνης και εσύ Πικάσο». (γέλια)

– Με άλλα λόγια και το πιο ασήμαντο πράγμα από τη στιγμή που σε αφορά και το πιστεύεις αποκτά αξία…
Με τη μόνη διαφορά ότι υπάρχει πάντα και ένα αποτέλεσμα το οποίο κρίνεται από τους άλλους, από την κοινωνία, από το κοινό. Αλλά και πάλι, μπορεί η αξιολόγηση να μην είναι θετική και εσύ να συνεχίσεις να πιστεύεις σε αυτό που κάνεις· δηλαδή στο ταλέντο σου. Η απόδειξη του ταλέντου σου για την κοινωνία μπορεί να έρθει και καθυστερημένα.

– Υπάρχει τρόπος να καλλιεργήσει κάποιος το ταλέντο του;
Και ναι και όχι. Οταν είσαι μουσικός ή ζωγράφος, για να μπορέσεις να ικανοποιήσεις τους άλλους μέσα από αυτό που κάνεις χρειάζεται να καλλιεργήσεις το ταλέντο σου. Για να ικανοποιήσεις όμως τον εαυτό σου μπορεί και να μην το έχεις καθόλου ανάγκη αυτό.

– Οταν ένας άνθρωπος αποκτά γνώση του ταλέντου του, το χάνει;
Προσωπικά η σκέψη αυτή με φοβίζει πολύ. Το να χάσω δηλαδή το όποιο ταλέντο μπορεί να έχω ή το να πάψει να ικανοποιεί εμένα τον ίδιο το ταλέντο μου.

– Εσείς πότε ανακαλύψατε ότι αυτό που θα σας βοηθούσε να εκφραστείτε καλύτερα ήταν η μουσική; Οι γονείς σας είχαν κάποια σχέση με αυτό;
Συναντήθηκα με τη μουσική όταν ακόμη πήγαινα στον παιδικό σταθμό, σε ηλικία τριών ετών. Ήταν απαραίτητη προϋπόθεση να μαθαίνουμε πιάνο όλα τα παιδιά. Μας έβαζαν και μελετούσαμε κανονικά. Επίσης θυμάμαι ότι ένας θείος μου ασχολιόταν με τη μουσική μέσω της συλλογής δίσκων, ήταν μέγας συλλέκτης. Έτσι σε ηλικία τριών-τεσσάρων ετών άκουγα Μότσαρτ, Μέντελσον και διάφορα άλλα είδη μουσικής. Εκτός από αυτές τις επιρροές, στο σπίτι μας έπαιζε πιάνο η μητέρα μου. Της άρεσε πάρα πολύ να παίζει Μότσαρτ… Τρελαινόταν.

– Τι σημαίνει «μου αρέσει ο Μότσαρτ»;
Να σας πω κάτι; Ενώ είμαι σε θέση να αντιλαμβάνομαι την ομορφιά που κρύβουν τα έργα του Μότσαρτ, από την άλλη δεν μπορώ να καταλάβω από πού προέρχεται όλη αυτή η ομορφιά. Όλοι χαρακτηρίζουν τη μουσική του αγγελική. Προσωπικά δεν μπορώ να διακρίνω σε αυτήν ίχνη προσπάθειας. Εννοώ ότι δεν μου δημιουργεί την εντύπωση ότι ο Μότσαρτ προσπάθησε, κουράστηκε για να φθάσει ως εκεί όπου έφθασε. Σαν να τον βοήθησε μια υπέρτατη δύναμη να γράψει αυτή τη μουσική. Παράξενα πράγματα.

– Έχετε καταλάβει τι κάνει αυτά τα έργα να αντέχουν στον χρόνο;
Δύσκολη ερώτηση. Μου θυμίζει την περίπτωση κάποιου επιστήμονα του 19ου αιώνα, ο οποίος επισκέφθηκε τις αραβικές χώρες και είχε πάρει μαζί του και κάποιους μουσικούς. Οι ντόπιοι όταν άκουσαν Μότσαρτ άρχισαν να γελάνε. Στα αφτιά τα δικά τους η μουσική αυτή ακουγόταν πολύ απλή μέσα από τη διαφορετικότητα της δομής της. Το αναφέρω αυτό επειδή οι άνθρωποι μπορούν πολύ εύκολα να λένε ότι η μουσική είναι παγκόσμια, από την άλλη όμως ξεκινάει και έχει άμεση σχέση με τους κατά τόπους πολιτισμούς που τη γεννούν. Όχι ότι δεν υπάρχουν ομοιότητες. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να παραβλέπουμε και τις διαφορές.

– Έχω μιλήσει με αρκετούς ανθρώπους που ασχολούνται με τη μουσική. Μου δημιούργησαν την εντύπωση ότι η μουσική,­ κυρίως δε η δυτική, είναι ταξική. Τι λέτε εσείς;
Το μυαλό μου τώρα πάει στους Μπιτλς. Ενώ τα παιδιά αυτά προέρχονταν από τους κόλπους της εργατικής τάξης η μουσική τους άγγιξε όλο τον κόσμο ­κάτι που περιέχει μέσα του την αντίφαση. Ή πάρτε για παράδειγμα τον Έλβις Πρίσλεϊ. Μιμούμενος τη μαύρη μουσική δημιούργησε ολόκληρη επανάσταση. Ο κόσμος των λευκών δέχθηκε ένα σοκ. Αυτή η εναντίωση στις τάξεις και η ανατροπή τους είναι κάτι που με ενδιαφέρει πάρα πολύ.

– Τι είναι η επανάσταση για σας;
Παρ’ όλο που δυστυχώς δεν είδα ποτέ καμία επανάσταση, στα τέλη της δεκαετίας του ’60 είδα κάτι που ήταν κοντά σε αυτό που θεωρώ επανάσταση. Τότε πήγαινα στο γυμνάσιο και ενώ ως τότε στην Ιαπωνία το εκπαιδευτικό σύστημα ­το οποίο και αυτό εν μέρει είναι ένα είδος κοινωνικού συστήματος ­ήταν κάτι συμπαγές που έμοιαζε να μην μπορεί τίποτε να το μετακινήσει, εμείς καταφέραμε και καταργήσαμε όλους τους κανόνες: τέρμα οι στολές, τέρμα οι γραπτές εργασίες, τέρμα τα τεστ. Τα πάντα κατέρρευσαν… Αυτό λοιπόν που μου έμεινε είναι ότι όσο κραταιό και να δείχνει κάτι πάντα υπάρχουν τα περιθώρια να το αλλάξεις. Η δύναμη περιέχει την αδυναμία της.

– Δεν είναι όμως περίεργο ότι οι επαναστάσεις γίνονται για να ξανακαταλήξουμε σε μια νέα τάξη πραγμάτων που θα έχει και αυτή τους δικούς της νόμους και συμβάσεις;
Το εκπληκτικό, κύριε Λάλα, ξέρετε ποιο είναι; Το ότι τρία χρόνια αφότου είχα αποφοιτήσει οι φουρνιές των μαθητών που διαδέχθηκαν τη δική μου θέλησαν την επιστροφή των κανόνων που εμείς είχαμε καταργήσει. Οπότε εκεί λες: «Προς τι όλα αυτά; Για ποιον τα κάναμε;»».


– Ο ρόλος της τέχνης ποιος είναι; Για ποιον λόγο έχουμε ανάγκη την τέχνη; Γιατί να υπάρχει;
Ίσως ο ρόλος των καλλιτεχνών να είναι να δείξουν στον κόσμο κάτι που μπορεί να φαντάζει ουτοπικό ή πολύ ιδεαλιστικό και να έχει σχέση με το πώς θα έπρεπε να είναι ο κόσμος. Η τέχνη είναι σαν ένα ελαστικό χαλί που όταν το τραβήξουμε η πραγματικότητα μεγαλώνει, και ας επανέρχεται αμέσως μετά στις κανονικές διαστάσεις της. Μας αρκεί που κάποιος μάς δείχνει ότι μπορούμε να τραβήξουμε αυτό το χαλί της πραγματικότητας και να της δώσουμε άλλο σχήμα, άλλο μέγεθος. Η τέχνη μάς μαθαίνει πόσο καλό είναι να προσπαθούμε να αλλάζουμε τα σίγουρα και να κάνουμε δυνατά τα αδύνατα.

– Διαφέρει ένας βιρτουόζος από έναν συνθέτη και σε τι;
Θεωρώ ότι οι μουσικοί διαφέρουν πολύ από τους συνθέτες. Δεν ξέρω ποια είναι η διαφορά αλλά υπάρχει. Το μόνο που έχω διαπιστώσει είναι ότι κάποιος καλός μουσικός δεν μπορεί απαραίτητα να γράψει και καλή μουσική. Για παράδειγμα, ο Γκλεν Γκουλντ, ένας από τους αγαπημένους μου πιανίστες, υπήρξε παλαιότερα και συνθέτης, αλλά οι συνθέσεις του, παρ’ όλο που είχαν κάποιο ενδιαφέρον, δεν ήταν τίποτε ιδιαίτερα σπουδαίο. Στο πιάνο όμως είναι από τους κορυφαίους του αιώνα μας. Προσωπικά θεωρώ τον εαυτό μου συνθέτη, όχι μουσικό. Δεν είμαι ιδιαίτερα καλός ως πιανίστας ούτε είδα ποτέ τον εαυτό μου ως βιρτουόζο.

– Σας επισκέπτεται η έμπνευση ή την επισκέπτεσθε;
Ανάλογα με την περίπτωση. Μερικές φορές η μουσική έρχεται και με βρίσκει στον ύπνο μου, στα όνειρά μου. Κάποτε οδηγούσα στο Τόκιο και μου ήρθε στο μυαλό μια μελωδία. Ευτυχώς έπεσα σε μποτιλιάρισμα και έτσι βρήκα τον χρόνο να ηχογραφήσω την ιδέα σε ένα μικρό μαγνητόφωνο που έχω μόνιμα στο αυτοκίνητο. Άλλες φορές πάλι μου έρχεται μια μελωδία την ώρα που περπατάω. Η χειρότερη περίπτωση είναι να κάθεσαι μπροστά στα κίμπορντς ή στο πιάνο, να προσπαθείς να γράψεις, να προσπαθείς να ξεζουμίσεις το μυαλό σου και να μη σου βγαίνει τίποτε. Να περνάνε οι ώρες και να μη γίνεται τίποτε. Αν την έμπνευση την επικαλείσαι, σου γυρίζει την πλάτη… όπως και οι γυναίκες. (γέλια)

– Άρα για σας υπάρχει αυτό που λέμε «έμπνευση»;
Και βέβαια υπάρχει.

– Η στιγμή που σας επισκέπτεται η έμπνευση είναι μια στιγμή απελευθέρωσης;
Μερικές φορές είναι μια στιγμή ελευθερίας. Συνήθως είναι κάτι που γίνεται υποσυνείδητα. Σπάνια μπορώ να θυμηθώ πώς μου ήρθε μια μελωδία.

– Δηλαδή υπάρχουν και πράγματα που σας έχουν επισκεφθεί αλλά τα χάσατε επειδή δεν προλάβατε να τα καταγράψετε;.
Θα σας απαντήσω έμμεσα… Θα σας πω γιατί δεν μου αρέσουν οι μελωδίες. Επειδή έρχονται εκείνες σ’ εμένα και εγώ το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να κάθομαι και να τις περιμένω. (γέλια) Μα είναι δυνατόν να ξοδέψω όλη μου τη ζωή περιμένοντας να μου έρθει η μελωδία; Και αν δεν έρθει; Και αν εγώ πεθάνω και εκείνη δεν έχει βρει ακόμη τον δρόμο; Γι’ αυτό σας λέω, μισώ τις μελωδίες και κατ’ επέκταση την έμπνευση… Φοβάμαι όμως ότι είμαι καταδικασμένος να περιμένω την έμπνευση. Είμαι ένα μουσικό θύμα. Συχνά το ταλέντο σε κάνει να ανέχεσαι πράγματα πολύ προσβλητικά. Με τους μεγάλους μουσικούς η έμπνευση ήταν πάντα προσβλητική και τυραννική. Αλλά τους αντάμειβε όταν τους επισκεπτόταν. Το τέλος του ραντεβού ήταν θαυμάσιο και ίσως αυτό να τους έκανε τόσο υπομονετικούς στην αναμονή.

– Ποια είναι η σημασία του τέλους στη ζωή; Γιατί όλα τα πράγματα να έχουν ένα τέλος ­ και η μουσική και η ζωή μας; Μήπως τελικώς το τέλος δίνει αξία στη διαδρομή;
Μου θυμίσατε τώρα κάτι που έχει πει ο Τακιμίτσου: «Από το ανεξάντλητο ποτάμι που είναι η μουσική προσπαθώ να φυλακίσω ένα κομμάτι». Εβλεπε δηλαδή τη μουσική σαν ένα ποτάμι που δεν τελειώνει πουθενά και εκείνος προσπαθούσε να απομονώσει ένα μέρος του ποταμού. Δεν είναι πολύ ποιητικό; Τελικώς δεν υπάρχει τέλος και αρχή… Μια ροή υπάρχει και εμείς προσπαθούμε να απλώσουμε το χέρι μας και να το βρέξουμε μέσα σε αυτή τη ροή.

– Κάθε φορά που πρέπει να δουλέψετε πάνω σε ένα κινηματογραφικό σενάριο ή σε μια θεατρική παράσταση, αυτό δεν σας θέτει κάποιους περιορισμούς;
Όντως, εκεί δεν είναι ελεύθερος ο συνθέτης, αλλά δεν παύει να είναι μια πρόκληση, μια ρεαλιστική πρόταση… Ο σκηνοθέτης είναι σε ό,τι και αν σκέφτομαι παρών, μου θέτει προϋποθέσεις, μου δίνει κατευθύνσεις… Είναι λιγάκι σαν να μου βάζει μια άσκηση στα μαθηματικά και να μου ζητάει να τη λύσω. Η ρεαλιστική διάσταση του προβλήματος είναι ότι αυτό που σου ζητάει ο σκηνοθέτης είναι κάτι που μπορεί να λυθεί. Το πιο δύσκολο είναι το να αντεπεξέλθεις στην πνευματική απαίτηση που σου προβάλλει ένας σκηνοθέτης. Θυμάμαι ότι όταν συνεργάστηκα με τον Μπερτολούτσι για την ταινία «Ο μικρός Βούδας» το πρώτο πράγμα που μου είπε ήταν: «Το θέμα σου είναι η μετενσάρκωση. Γράψε μια μουσική πάνω σε αυτό…». (γέλια) Σας διαβεβαιώνω ήταν πολύ δύσκολο να γράψω μουσική για τη μετενσάρκωση… Και όμως τα κατάφερα.

– Η συνεργασία σας με τον Μπομπ Γουίλσον πώς ήταν;
Τον Γουίλσον τον θαύμαζα πολύ καιρό, από την εποχή του «Ο Αϊνστάιν στην παραλία» («Einstein of the Beach»). Υπήρξα από τους μεγαλύτερους ίσως θαυμαστές του. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι όταν μου έκανε την πρόταση να συνεργαστούμε όχι μόνο ενθουσιάστηκα, συγκινήθηκα. Δυστυχώς εκείνη την περίοδο δούλευα πάνω σε μια δική μου όπερα και δεν είχα τον χρόνο να συνθέσω κάτι καινούργιο για τη δική του, η οποία έπρεπε να κάνει πρεμιέρα τον Ιούλιο στη Νέα Υόρκη. Βασίστηκε λοιπόν σε κάτι που είχα ήδη γράψει… Φαίνεται όμως ότι μάλλον του αρέσει η δουλειά μου και έτσι πιστεύω ότι θα έχουμε την ευκαιρία να συνεργαστούμε κάποια άλλη φορά.

– Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που σας έχουν επηρεάσει ως σκέψη;
‘Εχω επηρεαστεί πολύ από συνθέτες όπως ο Ντεμπισύ, μη με ρωτάτε γιατί, δεν ξέρω. Από παιδί όμως με είχαν επηρεάσει και όλοι οι μεγάλοι, όπως ο Μπαχ, ο Μπετόβεν, λιγάκι ο Μπραμς… Οι μεγαλύτερες επιρροές μου γενικότερες επιρροές, όχι μόνο μουσικές ­ μάλλον υπήρξαν ο Μπαχ και ο Ντεμπισύ. Μετά τον Ντεμπισύ το μυαλό μου πάει στον Στραβίνσκι, στον Πιέρ Μπουλέζ, στον Στοκχάουζεν, στον Τζον Κέιτζ, στον Ξενάκη, στην Πίνα Μπάους, στον Γουίλιαμ Φορσάιθ, στον Ζακ-Λυκ Γκοντάρ, στον Μπερτολούτσι και στον Οσίμα.

– Από τους γιαπωνέζους αρχιτέκτονες δεν έχετε δεχθεί επιρροές; Για παράδειγμα δεν σας έχει επηρεάσει ο Ταντάο Αντο;
Όχι τόσο πολύ… Το ξέρω ότι είναι τρομερά ταλαντούχος, φαίνεται, αλλά θεωρώ το στυλ του πολύ γιαπωνέζικο για τα δικά μου δεδομένα (γέλια). Όχι, το εννοώ. Νομίζω ότι δίνει πολύ μεγάλη έμφαση στο γιαπωνέζικο στοιχείο. Προσωπικά προτιμώ τον Ισοζάκι. Θεωρώ ότι είναι σπουδαίος. Φοβερά έξυπνος και με βαθιά γνώση του ωραίου.

– Στη ζωή το να καταφέρουμε να εκφραστούμε είναι πιο σημαντικό από τη γνώση;
Ναι… Για μένα το πιο σημαντικό στη ζωή είναι να υπάρχει πάθος, επιθυμία και κίνητρο. Δεν είναι η γνώση αυτό που χρειάζεται ένας καλλιτέχνης. Οχι ότι δεν μπορεί κάποια στιγμή να αντλήσει από αυτήν έμπνευση, απλώς λέω ότι και να λείπει δεν είναι τόσο σημαντικό.

– Πώς παίξατε στον κινηματογράφο; Αν σας ενδιαφέρει κάτι, το κάνετε;
Ναι, σε γενικές γραμμές έτσι λειτουργώ. Ο λόγος που έχω παίξει ως σήμερα σε δύο-τρεις ταινίες είναι επειδή με ενδιέφερε να συνεργαστώ με κάποιους ανθρώπους που τους θεωρώ ταλαντούχους, όπως ο Οσιμα, ο Μπερτολούτσι, ο Ντέιβιντ Μπόουι… Τους ανθρώπους αυτούς τους θαύμαζα, θαύμαζα την ποιότητα της δουλειάς τους και απλώς ήθελα να βρεθώ δίπλα τους. Ό,τι και να μου ζητούσαν θα μπορούσα να το κάνω, αρκεί να βρισκόμουν πλάι τους.

– Πώς είναι κάποιος να φθάνει σε απόσταση αναπνοής από τα πρότυπά του, από τους μύθους του; Δεν καταργούνται οι μύθοι όταν χάνεται η απόσταση;
Απλώς είναι σαν να αποχαιρετάς την παιδική ηλικία σου. Γνωρίζοντας από κοντά κάποιον που ως παιδί είχες θαυμάσει, η αίσθηση που σου μένει είναι αυτή. Χάνεις τα είδωλά σου, τους ήρωές σου, δίνεις περισσότερο χώρο στον εαυτό σου. Συχνά τα είδωλα εμποδίζουν, στριμώχνουν τον εαυτό μας, δεν τον αφήνουν να αναπτυχθεί.

– Πιστεύετε ότι η μουσική που θα ακούμε σε λίγα χρόνια θα διαφέρει πολύ απ’ αυτήν που ακούμε σήμερα;
Δεν νομίζω.

Για σας δηλαδή η μουσική δεν εξελίσσεται με τον ίδιο τρόπο που εξελίσσεται η επιστήμη;
Τι να σας πω… Αλλαγές υπάρχουν αλλά δεν ξέρω αν θα μπορούσαμε να τις ονομάσουμε εξέλιξη ή απλώς καινούργια στυλ, νέες μεθόδους, καινούργια τεχνολογία… Εξαρτάται με ποιον τρόπο αξιολογείς τα πράγματα. Αν βλέπεις τη μουσική σαν κάτι μέσω του οποίου μπορεί να αγγίξεις τους άλλους, πράγμα που συνέβαινε κατ’ εξοχήν στο παρελθόν, έτσι λειτουργούσε δηλαδή παλαιότερα η μουσική­, τότε πιθανόν να θεωρείς ότι τότε η μουσική ήταν καλύτερη απ’ ό,τι είναι σήμερα. Δεν ξέρω…. Πιθανόν κάποιος να το βλέπει έτσι. Για μένα η μουσική σήμερα είναι λιγάκι μιας χρήσεως. Ειδικά όταν μιλάμε για την ποπ, τα περισσότερα τραγούδια λειτουργούν έτσι.

– Πώς κατέληξε η μουσική να γίνει μιας χρήσεως;
Κατά τη διάρκεια του αιώνα που μας πέρασε η μουσική μετατράπηκε σε προϊόν. Στην Ιαπωνία τα CD τα πουλάνε πλέον στα σουπερμάρκετ.

– Τα πράγματα χάνουν την αξία τους όταν μετατρέπονται σε καταναλωτικά αγαθά;
Νομίζω πως ναι. Και δυστυχώς αυτή πρόκειται για μια τάση η οποία σήμερα είναι πλέον κυρίαρχη. Κάποιες εξαιρέσεις σίγουρα υπάρχουν και θα υπάρχουν, αλλά αυτό δεν καταργεί τον κανόνα.

– Την ευθύνη την έχουν οι καλλιτέχνες ή ο κόσμος;
Νομίζω και οι δύο. Η δική μου η άποψη είναι ότι ο καλλιτέχνης έχει το δικαίωμα να γράψει και κακή μουσική. Ο κόσμος όμως δεν πρέπει να την αγοράσει. (γέλια)

– Τι χάνει ένας άνθρωπος λέγοντας «αντίο» στην παιδική ηλικία του;
Τίποτε. Εγώ δεν πιστεύω ότι χάνει. Απλώς κερδίζει όμορφες αναμνήσεις.

– Σας ευχαριστώ πολύ.
Και εγώ σας ευχαριστώ.