Τα τελευταία χρόνια έχει δημιουργηθεί μια έντονη τάση αναβίωσης της synth punk σκηνής από μουσικούς που επιμένουν στο dark wave και τη ζοφερή ατμόσφαιρα που δημιουργούν τα synths με εμμονή στον ήχο των ’80s. Οι λόγοι της επιστροφής μπορεί να είναι πολλοί και διάφοροι, ωστόσο για κάποιους από εμάς που ζήσαμε στο μεταίχμιο αυτών των δύο εποχών, αισθανόμασυε λίγο σαν τον Μωυσή που με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό χωρίζει την Ερυθρά Θάλασσα στα δύο, καθώς τα 80s ήταν για τη γενιά μας η εποχή που πάντα θέλαμε να ζήσουμε, τα δικά μας αλήτικα 80s που βλέπαμε στις ταινίες και στα βιντεοκλίπ. Χορέψαμε σε σκοτεινές υπόγες και σε μπαρ South of No North, Αντί, Yell o Yell, Metro Decay, Clown και τραγουδούσαμε το “Fell Frozen”, άλλοτε με εκείνο το χαρακτηριστικό άτσαλο μπρος πίσω κι άλλοτε με τις σπασμωδικές κινήσεις του Ian Curtis, προσπαθούσαμε να ξορκίσουμε εκείνη την νεανική ένταση που είχαμε μέσα μας, έναν παράδοξο συνδυασμό απογοήτευσης, κι ελπίδας. Μουσικές που για εμάς λειτουργούσαν σαν ένα σκοτεινό καταφύγιο καθώς πολλοί από εμάς νιώθαμε ότι δεν «κολλούσαμε» στην mainstream κουλτούρα.
Μεγάλο ρόλο στην κυκλοφορία της μουσικής, της αντικουλτούρας και των ιδεών είχε μια από τις πρώτες και επιδραστικότερες ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρείες στην Ελλάδα, η Creep Records που γεννήθηκε το 1982 στην Αθήνα. Στον βραχύχρονο αλλά πλούσιο κατάλογό της, έκαναν το δισκογραφικό τους πέρασμα μερικές από τις σημαντικότερες μπάντες της εγχώριας new wave, post punk και dark wave σκηνής. Σε διάστημα τεσσάρων μόλις χρόνων, η Creep κυκλοφόρησε μια σειρά από εμβληματικούς δίσκους, οι οποίοι έως σήμερα αποτελούν έργα ανεκτίμητης συναισθηματικής και ιστορικής αξίας.
Στο δεύτερο μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ του, “Return of the Creeps”, ο Νίκος Χαντζής, κάνει μια τρυφερή μνεία στην Creep Records, μέσα από τις προσωπικές αφηγήσεις του ιδρυτή της, Μπάμπη Δαλίδη, αλλά και μελών των συγκροτημάτων που δισκογράφησαν στην Creep, όπως οι Angelo & His Egos, Art of Parties, Clown, Cpt Nefos, Headleaders, Metro Decay, Rehearsed Dreams, The Reporters, South of No North, Villa 21 και The Vyllies.
Ο σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ, Νίκος Χαντζής μιλά στο Olafaq για τις δύο μεγάλες του αγάπες, τη μουσική και τον κινηματογράφο, και αφηγείται ιστορίες για την εγχώρια minimal wave και synth punk σκηνή.
– Από πιο σημείο θα ήθελες να ξεκινήσουμε την ιστορία σου;
Γεννήθηκα το ‘87 στην επαρχία. Ακολούθησα το χόμπι μου και κάπου στα 18 ήρθα στην Αθήνα για σπουδές εικονοληψίας. Μου άρεσε η κάμερα από μικρός, και τα τελευταία χρόνια ήρθε και το μοντάζ στη ζωή μου ως προέκταση στην ανάγκη να μπορώ να επεξεργάζομαι το υλικό που τραβάω εγώ ο ίδιος. Οπότε είμαι ένας βιντεογράφος που του αρέσει να συνδυάζει τις δυο μεγάλες του αγάπες – τη μουσική και το σινεμά. Άρχισα να κάνω βιντεοκλίπς για μπάντες, και κάπως έτσι, το 2018 ήρθε στη ζωή μου και το κομμάτι που ονομάζουμε «μουσικό ντοκιμαντέρ». Το 2019 έκανα την πρώτη απόπειρα με το Music for Ordinary Life Machines, όπου ασχολήθηκα με πράγματα που ήδη γνώριζα και γούσταρα, μια σκηνή που άκουγα δηλαδή από μικρός και αποφάσισα να την αποτυπώσω σε φιλμ.
– Ποιες είναι οι πρώτες σου αναμνήσεις από την darkwave/synth μουσική;
Σχολικά χρόνια, πρώτη λυκείου, σε μια εποχή που άκουγα πολλή ελληνική σκηνή πανκ και ροκ – Χάσμα, Διάφανα Κρίνα, Τρύπες, Στέρεο Νόβα κτλ. Όλα άλλαξαν βέβαια όταν έπεσε στα χέρια μου – απ’το πουθενά – η συλλογή Return of the Creeps όπου αυτή η συλλογή κυριολεκτικά με στιγμάτισε και ξεκίνησα μετά να ψάχνω όλα τα minimal, synthpunk, newwave, darkwave κ.λπ. Αρχικά τα ελληνικά και μετά σιγά σιγά και τα ξένα. Μετά ήρθαν και οι Joy Division, αποτελώντας ένα κομβικό σημείο στη ζωή μου.
– Ποια ήταν η αφορμή να γυρίσεις το πρώτο σου ντοκιμαντέρ “Music For Ordinary Life Machines”;
Είχε ήδη προηγηθεί η επαφή μου με την εγχώρια σκηνή αρκετά χρόνια πριν, και στην πορεία με την έλευση του διαδικτύου έκανε τα πράγματα πιο εύκολα, οπότε ήμουν ενήμερος, για όλα τα μουσικά είδη. Πριν κάνω το ντοκιμαντέρ, είχαν ήδη συμπληρωθεί 10 χρόνια ακουσμάτων σε αυτά τα είδη που αποκαλούμε minimal, ή synthpunk, darkwave κτλ. Με την άφιξή μου στην Αθήνα, λίγο η Rebound, λίγο το ίντερνετ, με βοήθησαν να ιχνηλατήσω τις μπάντες που αγαπούσα. Στην πορεία άρχισα να ασχολούμαι με τα μουσικά video clips, και κάπου εκεί προέκυψε και η ιδέα να κάνω ένα ντοκιμαντέρ. Οπότε, κάπως έτσι είχα πάρει το κολάι και κυριολεκτικά με πολύ θράσος εντός εισαγωγικών και μεράκι, είπα θα το κάνω. Έτσι, δηλαδή, το αποφάσισα και προχώρησα αμέσως στην υλοποίησή του. Το πρώτο πράγμα ήταν να επικοινωνήσω με τους εμπλεκόμενους, άρχισα να παίρνω τηλέφωνα να τους ρωτάω κατά πόσο ήταν διαθέσιμοι. Οι περισσότεροι άλλωστε της νέας σκηνής, ήταν και φίλοι μου, τους γνώριζα, οπότε ήταν εύκολο να τους προσεγγίσω. Δέχτηκαν όλοι και είμαι πολύ χαρούμενος για το αποτέλεσμα.
– Πόσο δύσκολη είναι η υλοποίηση ενός ντοκιμαντέρ που πραγματοποιείται με DIY μέσα;
Πιστεύω ότι τίποτα δεν είναι δύσκολο αν υπάρχει θέληση. Με αγάπη και μεράκι όλα γίνονται. Δεν υποβαθμίζω προφανώς παραγωγές που έχουνε πάρει μεγάλα budgets και έχουνε μια ευκολία. Προφανώς αν έχεις budget μπορείς να νοικιάσεις και ένα καλύτερο εξοπλισμό, να έχεις φουλ συνεργεία και να πληρωθούνε όλοι και να λειτουργήσουν όλα λίγο πιο ανθρώπινα ας το πούμε, -ενδεχομένως και πιο επαγγελματικά. Ωστόσο, είμαι άνθρωπος που δεν έχω πολλή υπομονή -να κάνω μια αίτηση σε ένα οργανισμό για μια χρηματοδότηση, ή να ψάξω παραγωγούς να το χρηματοδοτήσουν. Ήταν κάτι το οποίο δεν με ενδιέφερε, οπότε είπα ότι με τον υπάρχον εξοπλισμό, τις γνώσεις και προπάντων με το μεράκι που έχω, βγαίνει. Προφανώς οι δυσκολίες που προκύπτουν κατά τη διάρκεια μιας παραγωγής είναι μέσα στο πρόγραμμα. Όταν μιλάμε για κινηματογράφο οι δυσκολίες είναι αυτονόητες, αλλά θεωρώ ότι δεν ζορίστηκα τρομερά. Επίσης, ένας ακόμη λόγος που δεν δυσκολεύτηκα ήταν ότι σε επίπεδο έρευνας, ένα 90% ήταν μέσα στο κεφάλι μου και στην ψυχή μου. Ήμουν ακροατής της σκηνής, οπότε ήταν σχεδόν όλα έτοιμα στο μυαλό μου για να αρχίσω. Η εύρεση του υλικού έγινε αβίαστα και η ποσότητα ήταν περισσότερη από την αναμενόμενη. Μου παραχώρησαν αρκετό υλικό και οι μπάντες, οπότε γι΄αυτό δεν δυσκολεύτηκα ιδιαίτερα τόσο στο πρώτο όσο και στο δεύτερο ντοκιμαντέρ. Δεν πιάνω θέματα άγνωστα, αλλά θέματα με τα οποία έχω καταπιαστεί εδώ και χρόνια και τα έχω ζήσει, οπότε λόγω αυτής της οικειότητας μου βγαίνουν και με μια σχετική άνεση. Θα ήταν δύσκολο για παράδειγμα να κάνω ένα ντοκιμαντέρ για την τάδε μπάντα που ανακάλυψα ένα μήνα πριν.
– Ας εστιάσουμε τώρα στο τελευταίο σου ντοκιμαντέρ, “Return of the Creeps”. Τι πραγματεύεται και ποια είναι τα χαρακτηριστικά του; Θεματολογικά, υφολογικά, εικαστικά;
Το δεύτερο παιδάκι μου λέγεται “Return of the Creeps”. Η ιδέα ήρθε στην καραντίνα. Το θέμα του είναι η Creep Records σχεδόν η πρώτη, ή μια από τις πρώτες ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρείες στην Ελλάδα. Ορόσημο για την σκηνή θα έλεγα καθώς με κίνδυνο να ακουστώ υπερβολικός, θα έλεγα ότι θα μπορούσε να ήταν η δικιά μας Factory. Πιστεύω ότι έβγαλε απίστευτα πράγματα. Ιδρυτής της ήταν ο Μπάμπης Δαλίδης, ο οποίος ήταν και ντράμερ των Villa 21, ένα δισκογραφικό label ανεξάρτητο με όλη τη σημασία της λέξεως όπου φιλοξένησε σε μόλις τέσσερα χρόνια (’82 – ‘86) κυριολεκτικά όλη την αφρόκρεμα θα έλεγα του εγχώριου new wave και post-punk – Metro Decay, South Of No North, Villa 21, μπάντες ορόσημα. Ό,τι κυκλοφόρησε είναι πραγματικά όλα ένα και ένα για την σκηνή. Δίσκοι τους οποίους τους ήξερα, τους άκουγα, τους λάτρευα, τους χόρευα στην Rebound και αλλού, οπότε πάλι ήταν ένα θέμα το οποίο το είχα μέσα μου και είπα θέλω να το φιλμάρω και να το τεκμηριώσω και κατά σύμπτωση, όταν το αποφάσισα η Creep έκλεινε σαράντα χρόνια από την ίδρυση της.
– Θα ήθελες να μας πεις πώς και πότε έπεσε στην αντίληψη σου η Creep Records;
Οι μνήμες μου ανατρέχουν είκοσι χρόνια πίσω στα λυκειακά χρόνια. Κλασικά κοπάνα από το σχολείο για να πάω στο δισκάδικο της πόλης και με το πενιχρό χαρτζιλίκι μου να αγοράσω CD. Κάποια μέρα λοιπόν στην διάρκεια της κλασικής ψαξιματικής – «τι θα πάρω σήμερα;» πάω στο ράφι με τις συλλογές όπου ήταν ένα ράφι με όλα τα είδη μουσικής – συλλογές από λαϊκά και ρεμπέτικα, μέχρι ροκ και metal. Εκεί, στο κάτω μέρος του ραφιού, το οποίο βρισκόταν εντελώς χαμηλά, σχεδόν ακουμπούσε στο πάτωμα, για πολλούς μήνες έβλεπα μια συλλογή που δεν την έπαιρνε κανείς, ένα τεμάχιο που έμενε στο ίδιο σημείο με ζελατίνη και από την απίστευτη σκόνη που είχε πάνω, καταλάβαινες ότι δεν ενδιαφερόταν κανείς, ότι δεν το ξέρει κανείς, δεν το βλέπει κανείς. Οι μπάντες που αναγράφονταν μου ήταν όλες άγνωστες, ελληνικές και αγγλόφωνες, και σημείωσε πως ήταν εποχές που δεν μπορούσες να ακούσεις κάτι στο YouTube ώστε να δεις αν σου αρέσει προτού αγοράσεις κάτι, τότε δεν υπήρχε αυτή η δυνατότητα, οπότε ήταν τυφλό σύστημα. Σε περίπτωση που έπαιρνες κάτι που δεν γνώριζες, το έκανες επειδή σε κέρδιζε το εξώφυλλο. Το εξώφυλλό του ήταν κάτι πολύ εκκεντρικό όπως και ο τίτλος του. Καθώς μου ήταν όλα άγνωστα, για μήνες δεν το έπαιρνα κι έλεγα «ας πάρω κάτι άλλο». Ήταν και λίγο ακριβό, οπότε έμενε για μήνες εκεί. Μια μέρα είπα «θα το πάρω δεν γίνεται» και νομίζω ότι ορθά έπραξα. Το πρώτο τραγούδι που ακούω με το που ανοίγω τη συλλογή ήταν τα “Κειμήλια” κι εκεί ξεκίνησαν όλα. Αυτό το μπάσο, αυτά τα σίνθια, πραγματικά με στοίχειωσαν για πάντα.
– Καθώς το πρώτο σου ντοκιμαντέρ, “Music For Ordinary Life Machines” είναι αφιερωμένο στον Νίκο Αγγελή, θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας πώς τον είχες γνωρίσει; Συνέβη στα πλαίσια του ντοκιμαντέρ;
Τον Νίκο δεν τον γνώρισα με αφορμή το ντοκιμαντέρ, θα ήμουν πολύ στεναχωρημένος αν δεν είχα προλάβει να τον γνωρίσω πιο πριν. Οπότε αισθάνομαι πολύ τυχερός που γνωριστήκαμε τρία – τέσσερα χρόνια πριν και ήπιαμε και δυο μπύρες και πήγαμε και μια Rebound και συζητήσαμε και κάποια βράδια. Είμαι πολύ ευτυχισμένος για αυτό. Ακόμα θυμάμαι το βάρος που είχε στα synthesizer του όταν μετά από μια συναυλία έπρεπε να διανύσουμε μια μεγάλη απόσταση με τα πόδια γιατί είχε παρκάρει κάπου μακριά. Τον Νίκο τον είχα γνωρίσει σε ένα πάρτι το 2012 όταν είχε ανοίξει το Teddy Boy. Δεν πίστευα στα μάτια μου γιατί οι Χωρίς Περιδέραιο ήταν μια μπάντα μύθος – δεν φωτογραφίζονταν ποτέ, οπότε δεν είχες εικόνα ποιοι ήταν αυτοί οι τύποι. Ποιοι κρύβονται πίσω από τους Χωρίς Περιδέραιο; Υπήρξανε; Προκαλούσε τρομερή γοητεία να ακούς μια μπάντα τόσο μυστήρια. Όταν λοιπόν τον γνώρισα στο Teddy Boy ένοιωσα τρελή συγκίνηση και ευχαρίστηση που είχα μπροστά μου αυτόν τον άνθρωπο και παράλληλα είχε χαρεί και ο ίδιος που τον προσέγγισα. Γενικά, όλες αυτές οι μπάντες που μετά τη διάλυσή τους ακολούθησαν μια άλλη πορεία ζωής, άφησαν τη μουσική και ασχολήθηκαν επαγγελματικά με οτιδήποτε άλλο, για πολλά χρόνια δεν είχαν εικόνα τι γίνεται εκεί έξω – δηλαδή το πώς η μουσική τους ξαφνικά έχει μαθευτεί μέσω ιντερνέτ, δεν είχανε συνειδητοποιήσει το μέγεθος της φήμης τους από το ιντερνέτ και έπειτα. Οπότε, ο Νίκος ήταν ένας από αυτούς και είχε ενθουσιαστεί με το γεγονός ότι ο κόσμος γνώριζε και χόρευε τα κομμάτια τραγούδια των Χωρίς Περιδέραιο. Ήταν σαν να έπαιρνε μια «εκδίκηση» γιατί δεν τους ακούγανε τόσο πολλοί τότε ή μάλλον δεν είχανε το κοινό που τους αναλογούσε. Του διηγούμουν ιστορίες, πότε άκουσα πρώτη φορά την “Άνωση”, πότε άκουσα πρώτη φορά τις “48 Σιωπές”, πού το χόρεψα και ήταν και για αυτόν πολύ συγκινητικό όλο αυτό. Έτσι, είχαμε ευκαιρία να τα πούμε πολλές φορές, και όταν αποφάσισα να κάνω το ντοκιμαντέρ αφενός χάρηκε και δέχτηκε, αφετέρου ήταν και η υγεία του πάρα πολύ κλονισμένη. Εγώ γνώριζα ότι περνούσε μια περιπέτεια με την υγεία του, αλλά δεν ήξερα σε ποιο βαθμό ήταν. Έτσι επέσπευσα τις διαδικασίες και όντως πρώτο γύρισμα ένα μεσημέρι Μαΐου, στο σπίτι του στα Βόρεια, με κλονισμένη υγεία του αλλά ηθικό ακμαιότατο, με χαμόγελο και με πολλή διαύγεια, μας χάρισε μια συνέντευξη – θησαυρό. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που τον είδα, κι αυτό έμελλε να ναι το πρώτο γύρισμα του ντοκιμαντέρ και η τελευταία μας συνάντηση στις 18 Μαΐου, του 2018. Ένα μήνα μετά έφυγε. Οπότε, η ταινία αφιερώθηκε στην μνήμη του, παρόλο που δεν πρόλαβε να δει καν το αποτέλεσμα.
– Δεν πρόλαβε να δει το αποτέλεσμα, αλλά πρόλαβε να βιώσει αυτή την συγκίνηση και αυτό το μοίρασμα.
Ακριβώς. Γενικά, ήταν τρομερά χαρούμενος την περίοδο της επανασύνδεσης του συγκροτήματος, και χαίρομαι που τα παρακολούθησα σχεδόν όλα, με το ιστορικό live στο Gagarin, πρώτη εμφάνιση μετά από χρόνια. Έτσι, ευτυχώς πρόλαβε να ζήσει αυτήν την αναβίωση κάτι που τον χαροποίησε πολύ.
– Μιας και αναφέρθηκες στο ζήτημα της αναβίωσης, θα ήθελα να σε ρωτήσω εσύ πώς την αντιλαμβάνεσαι, τόσο σε εγχώριο επίπεδο και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Σαφώς μόνο θετικά μπορείς να το δεις. Βέβαια, η υπερβολική πρόσβαση που έχουμε στην πληροφορία έχει και τα αρνητικά της. Ζούμε σε μια εποχή πλέον που η πληροφορία είναι πολύ μεγάλη βγαίνουν καθημερινά νέες μπάντες και είναι πολύ εύκολο να της ακούσεις πράγματα. Όλοι έχουν πλέον ένα Spotify, ένα ΥouΤube, πράγματα αδιανόητα για πριν είκοσι χρόνια. Έτσι, μπορείς να ακούς εκατοντάδες πράγματα καθημερινά, το οποίο έχει το κακό ότι επειδή είναι ψηφιακά και λίγο άυλα να μην τους δίνουνε την δέουσα προσοχή Δεν τα βιώνουμε σε “αναλογικό επίπεδο”, δεν θα έχεις το άλμπουμ να το ανοίξεις, να κρατήσεις το ένθετο, να «καείς» με τους στίχους κτλ. Ο τρόπος ακρόασης αλλά και το όλο βίωμα έχει αλλάξει.
– Υπάρχει πιστεύεις ακόμα εύφορο έδαφος για την dark synth σκηνή, ότι έχει πράγματα να δώσει, ή ότι είναι ένα είδος που επιβιώνει ως νοσταλγικό άκουσμα μιας μικρής μερίδας κάποιων ρομαντικών τύπων που αναβιώνουν το παρελθόν;
Σαφώς, νομίζω χωρίζονται σε κατηγορίες. Είναι από τη μια οι πραγματικοί μουσικόφιλοι που τους αρέσει να ανακαλύπτουν καθημερινά νέα πράγματα, και από την άλλη εκείνοι που θα έλεγα ότι απλά ακολουθούν τη μόδα. Υπάρχει και ένα τρίτο κομμάτι το οποίο ανακαλύπτει τώρα αυτά τα πράγματα και που ακούει μάλλον για πρώτη φορά την αναβίωση και αυτό είναι αρκετά ελπιδοφόρο. Οπότε θα έλεγα πως ναι, υπάρχει εύφορο έδαφος στη σκηνή.
– Ποια ντοκιμαντέρ σε έχουν επηρεάσει;
Πολλά, θα σου αναφέρω τα δυο αγαπημένα μου. Μου αρέσει πολύ το “Β movie: Last & Sound in West Berlin” που περιλαμβάνει μουσικές που γούσταρα απίστευτα, τρομερό αρχειακό υλικό και αριστοτεχνικά σκηνοθετημένο. Πραγματεύεται την underground σκηνή του δυτικού Βερολίνου της δεκαετίας των ‘80s. Τα καλλιτεχνικά ρεύματα, τα κοινωνικά κινήματα, τις καταλήψεις, κα φυσικά το μουσικό κομμάτι του δυτικού Βερολίνου που αφορά κυρίως την πανκ και New Deutche Welle. Το γουστάρω απίστευτα σε όλες τις εκφάνσεις του, σκηνοθετικά και σε επίπεδο έρευνας περιεχομένου, τα πάντα όλα. Ένα ντοκιμαντέρ που με έχει επηρεάσει επίσης, είναι ένα τηλεοπτικό του BBC για τα παρακλάδια της Synth σκηνής της μεγάλης Βρετανίας Είναι απίστευτο ντοκιμαντέρ, το αγαπάω πάρα πολύ. Αυτά τα δυο θα έλεγα.
– Υπήρξαν ενδιαφέρουσες ιστορίες ή ανακαλύψεις που έχεις κάνει κατά τη δημιουργία των δύο αυτών ντοκιμαντέρ;
Kάθε συνέντευξη ξεχωριστά από μόνη της ήταν μια έκπληξη για μένα, σαφώς γιατί υπήρχε ποικιλία, ο καθένας είχε τη δικιά του εκδοχή, τη δικιά του ιστορία, πως τα έζησε, πως τα βίωσε, οπότε κάθε γύρισμα για μένα ήταν σαν να άνοιγα ένα σεντούκι με αρχειακό θησαυρό, αλλά παράλληλα και μια ωραία εμπειρία. Αν έπρεπε να διαλέξω κάτι το οποίο έχω κρατήσει, είναι οι στιγμές όταν ερχόταν στα χέρια μου το αρχειακό υλικό, οπτικοακουστικά ντοκουμέντα που δεν τα είχα ξαναδεί. Ήταν τεράστια χαρά για μένα, πόσω μάλλον όταν άνοιγαν τα συρτάρια τους και μου τα έδιναν απλόχερα για τις ανάγκες του ντοκιμαντέρ. Ένα αυτό, και δεύτερον, οι διάφορες ιστορίες που μου έλεγε η κάθε μπάντα. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποια συγκεκριμένη, ήταν όλες τους πολύ ιδιαίτερες. Για μένα ήταν τεράστια χαρά το να κάθομαι με άτομα και μπάντες – μύθους που για χρόνια δεν γνωρίζαμε που βρίσκονταν. Μια πολύ ιδιαίτερη ωραία στιγμή ήταν η συνέντευξη μου με τον Άντζελο, από τους Angelo & His Egos. Όλες οι συνεντεύξεις είναι ταυτόχρονα και λίγο μια παιδική χαρά και μια συγκίνηση ότι ξαφνικά έχεις μπροστά σου μουσικούς ήρωες, που τους άκουγες παλιά και δεν θα είχες φανταστεί ότι θα τους έβλεπες και θα τα λέγατε. Επίσης, όλοι ήταν πραγματικά πολύ χαρούμενοι που τους προσέγγιζα και μου άνοιγαν την καρδιά τους και μου λέγανε τις δικές τους ιστορίες, και εδώ έρχεται μια ωραία φράση του Γιάννη Παπαϊωάννου που λέει ότι «όλοι αυτοί οι πρωταγωνιστές της εποχής και της σκηνής, όλα όσα είχαν κάνει τότε, τα είχαν σαν ευαγγέλιο και φυλαχτό μέσα τους, -άσχετα αν δεν το δείχνανε. Τα κρατάγανε καλά μέσα τους σαν φυλαχτό και τα τιμούσαν». Όταν ήσουν μέρος όλου αυτού του πράγματος δεν το καταλάβαινες, αλλά πλέον μετά από τόσα χρόνια συνειδητοποιείς ότι αυτό που έχεις κάνει ήταν εν τέλει πολύ σημαντικό.
– Σε λίγες μέρες στην οθόνη του κινηματογράφου ΑΣΤΥ θα παρακολουθήσουμε την πρώτη προβολή του “Return of the Creeps” στα πλαίσια του Φεστιβάλ “Νύχτες Πρεμιέρας”. Τι συναισθήματα νιώθεις όταν ολοκληρώνεται μια ταινία σου;
Τεράστια ευφορία, ειδικά όταν το τελειώνεις στα deadlines που έχεις ορίσει. Κακά τα ψέματα, πρέπει να έχεις ένα χρονοδιάγραμμα, δεν είμαι άνθρωπος που ξεκινάει κάτι και το δουλεύει δέκα χρόνια. Καλό είναι να υπάρχει ένας προγραμματισμός. Οπότε καλό όταν να πέφτω μέσα στα deadlines μου είμαι ακόμα πιο χαρούμενος. Η αίσθηση όταν έχουνε κουμπώσει όλα σε κουτάκια, τα πολύχρωμα κουτάκια, για να μιλήσουμε κυριολεκτικά με όρους μοντάζ και επεξεργασίας, κι όταν είναι όλα όπως τα ήθελες, σου δημιουργεί τεράστια ικανοποίηση. Υπάρχουν και λίγες στεναχώριες βέβαια, δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα, άλλα μπροστά σε άλλα πιστεύω δεν χρειάζεται καν να τις αναφέρω. Αισθάνεσαι επίσης τεράστια συγκίνηση όταν γίνεται το test screener αφού μιλάμε για κινηματογράφο, μέσα σε μια άδεια αίθουσα όταν είσαι εσύ και ο ηχολήπτης, η χαρά είναι τεράστια, όπως επίσης και στις private προβολές με τους συντελεστές και πρωταγωνιστές, η συγκίνηση είναι ακόμη μεγαλύτερη. Όταν τελειώνει η προβολή και περιμένεις να σου πουν κάτι, μια κριτική, ένα «μπράβο», ένα «οκ» και όταν απλά μιλάνε τα μάτια, τα υγρά μάτια, πολλές φορές, το συναίσθημα είναι απερίγραπτo.
– Σκέφτεσαι ήδη το επόμενό σου ντοκιμαντέρ;
Όταν ξεκινά η διανομή της ταινίας, αρχικά μου αρέσει να απολαμβάνω το ταξίδι που ξεκινάει, αυτή είναι η βασική μου προτεραιότητα. Οι σκέψεις βέβαια είναι σκέψεις και δεν σε αφήνουν. ‘Ολο λέω να αράξω και να ξεκουραστώ, αλλά νέα σχέδια σε κυριεύουν πάντα. Έχω κάποιες ιδέες αλλά δεν μπορώ να πω ακόμα κάτι. Το μόνο σίγουρο γιατί «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα» που λένε, πάλι μουσικό θα είναι και το επόμενο, το οποίο θα σε ενδιαφέρει πάρα πολύ.
➸ Δείτε επίσης: Η μουσική της Δάφνης Γερογιάννη πραγματεύεται την εύθραυστη πλευρά της ανθρώπινη φύσης
Τα τελευταία χρόνια έχει δημιουργηθεί μια έντονη τάση αναβίωσης της synth punk σκηνής από μουσικούς που επιμένουν στο dark wave και τη ζοφερή ατμόσφαιρα που δημιουργούν τα synths με εμμονή στον ήχο των ’80s. Οι λόγοι της επιστροφής μπορεί να είναι πολλοί και διάφοροι, ωστόσο για κάποιους από εμάς που ζήσαμε στο μεταίχμιο αυτών των δύο εποχών, αισθανόμασυε λίγο σαν τον Μωυσή που με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό χωρίζει την Ερυθρά Θάλασσα στα δύο, καθώς τα 80s ήταν για τη γενιά μας η εποχή που πάντα θέλαμε να ζήσουμε, τα δικά μας αλήτικα 80s που βλέπαμε στις ταινίες και στα βιντεοκλίπ. Χορέψαμε σε σκοτεινές υπόγες και σε μπαρ South of No North, Αντί, Yell o Yell, Metro Decay, Clown και τραγουδούσαμε το “Fell Frozen”, άλλοτε με εκείνο το χαρακτηριστικό άτσαλο μπρος πίσω κι άλλοτε με τις σπασμωδικές κινήσεις του Ian Curtis, προσπαθούσαμε να ξορκίσουμε εκείνη την νεανική ένταση που είχαμε μέσα μας, έναν παράδοξο συνδυασμό απογοήτευσης, κι ελπίδας. Μουσικές που για εμάς λειτουργούσαν σαν ένα σκοτεινό καταφύγιο καθώς πολλοί από εμάς νιώθαμε ότι δεν «κολλούσαμε» στην mainstream κουλτούρα.
Μεγάλο ρόλο στην κυκλοφορία της μουσικής, της αντικουλτούρας και των ιδεών είχε μια από τις πρώτες και επιδραστικότερες ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρείες στην Ελλάδα, η Creep Records που γεννήθηκε το 1982 στην Αθήνα. Στον βραχύχρονο αλλά πλούσιο κατάλογό της, έκαναν το δισκογραφικό τους πέρασμα μερικές από τις σημαντικότερες μπάντες της εγχώριας new wave, post punk και dark wave σκηνής. Σε διάστημα τεσσάρων μόλις χρόνων, η Creep κυκλοφόρησε μια σειρά από εμβληματικούς δίσκους, οι οποίοι έως σήμερα αποτελούν έργα ανεκτίμητης συναισθηματικής και ιστορικής αξίας.
Στο δεύτερο μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ του, “Return of the Creeps”, ο Νίκος Χαντζής, κάνει μια τρυφερή μνεία στην Creep Records, μέσα από τις προσωπικές αφηγήσεις του ιδρυτή της, Μπάμπη Δαλίδη, αλλά και μελών των συγκροτημάτων που δισκογράφησαν στην Creep, όπως οι Angelo & His Egos, Art of Parties, Clown, Cpt Nefos, Headleaders, Metro Decay, Rehearsed Dreams, The Reporters, South of No North, Villa 21 και The Vyllies.
Ο σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ, Νίκος Χαντζής μιλά στο Olafaq για τις δύο μεγάλες του αγάπες, τη μουσική και τον κινηματογράφο, και αφηγείται ιστορίες για την εγχώρια minimal wave και synth punk σκηνή.
– Από πιο σημείο θα ήθελες να ξεκινήσουμε την ιστορία σου;
Γεννήθηκα το ‘87 στην επαρχία. Ακολούθησα το χόμπι μου και κάπου στα 18 ήρθα στην Αθήνα για σπουδές εικονοληψίας. Μου άρεσε η κάμερα από μικρός, και τα τελευταία χρόνια ήρθε και το μοντάζ στη ζωή μου ως προέκταση στην ανάγκη να μπορώ να επεξεργάζομαι το υλικό που τραβάω εγώ ο ίδιος. Οπότε είμαι ένας βιντεογράφος που του αρέσει να συνδυάζει τις δυο μεγάλες του αγάπες – τη μουσική και το σινεμά. Άρχισα να κάνω βιντεοκλίπς για μπάντες, και κάπως έτσι, το 2018 ήρθε στη ζωή μου και το κομμάτι που ονομάζουμε «μουσικό ντοκιμαντέρ». Το 2019 έκανα την πρώτη απόπειρα με το Music for Ordinary Life Machines, όπου ασχολήθηκα με πράγματα που ήδη γνώριζα και γούσταρα, μια σκηνή που άκουγα δηλαδή από μικρός και αποφάσισα να την αποτυπώσω σε φιλμ.
– Ποιες είναι οι πρώτες σου αναμνήσεις από την darkwave/synth μουσική;
Σχολικά χρόνια, πρώτη λυκείου, σε μια εποχή που άκουγα πολλή ελληνική σκηνή πανκ και ροκ – Χάσμα, Διάφανα Κρίνα, Τρύπες, Στέρεο Νόβα κτλ. Όλα άλλαξαν βέβαια όταν έπεσε στα χέρια μου – απ’το πουθενά – η συλλογή Return of the Creeps όπου αυτή η συλλογή κυριολεκτικά με στιγμάτισε και ξεκίνησα μετά να ψάχνω όλα τα minimal, synthpunk, newwave, darkwave κ.λπ. Αρχικά τα ελληνικά και μετά σιγά σιγά και τα ξένα. Μετά ήρθαν και οι Joy Division, αποτελώντας ένα κομβικό σημείο στη ζωή μου.
– Ποια ήταν η αφορμή να γυρίσεις το πρώτο σου ντοκιμαντέρ “Music For Ordinary Life Machines”;
Είχε ήδη προηγηθεί η επαφή μου με την εγχώρια σκηνή αρκετά χρόνια πριν, και στην πορεία με την έλευση του διαδικτύου έκανε τα πράγματα πιο εύκολα, οπότε ήμουν ενήμερος, για όλα τα μουσικά είδη. Πριν κάνω το ντοκιμαντέρ, είχαν ήδη συμπληρωθεί 10 χρόνια ακουσμάτων σε αυτά τα είδη που αποκαλούμε minimal, ή synthpunk, darkwave κτλ. Με την άφιξή μου στην Αθήνα, λίγο η Rebound, λίγο το ίντερνετ, με βοήθησαν να ιχνηλατήσω τις μπάντες που αγαπούσα. Στην πορεία άρχισα να ασχολούμαι με τα μουσικά video clips, και κάπου εκεί προέκυψε και η ιδέα να κάνω ένα ντοκιμαντέρ. Οπότε, κάπως έτσι είχα πάρει το κολάι και κυριολεκτικά με πολύ θράσος εντός εισαγωγικών και μεράκι, είπα θα το κάνω. Έτσι, δηλαδή, το αποφάσισα και προχώρησα αμέσως στην υλοποίησή του. Το πρώτο πράγμα ήταν να επικοινωνήσω με τους εμπλεκόμενους, άρχισα να παίρνω τηλέφωνα να τους ρωτάω κατά πόσο ήταν διαθέσιμοι. Οι περισσότεροι άλλωστε της νέας σκηνής, ήταν και φίλοι μου, τους γνώριζα, οπότε ήταν εύκολο να τους προσεγγίσω. Δέχτηκαν όλοι και είμαι πολύ χαρούμενος για το αποτέλεσμα.
– Πόσο δύσκολη είναι η υλοποίηση ενός ντοκιμαντέρ που πραγματοποιείται με DIY μέσα;
Πιστεύω ότι τίποτα δεν είναι δύσκολο αν υπάρχει θέληση. Με αγάπη και μεράκι όλα γίνονται. Δεν υποβαθμίζω προφανώς παραγωγές που έχουνε πάρει μεγάλα budgets και έχουνε μια ευκολία. Προφανώς αν έχεις budget μπορείς να νοικιάσεις και ένα καλύτερο εξοπλισμό, να έχεις φουλ συνεργεία και να πληρωθούνε όλοι και να λειτουργήσουν όλα λίγο πιο ανθρώπινα ας το πούμε, -ενδεχομένως και πιο επαγγελματικά. Ωστόσο, είμαι άνθρωπος που δεν έχω πολλή υπομονή -να κάνω μια αίτηση σε ένα οργανισμό για μια χρηματοδότηση, ή να ψάξω παραγωγούς να το χρηματοδοτήσουν. Ήταν κάτι το οποίο δεν με ενδιέφερε, οπότε είπα ότι με τον υπάρχον εξοπλισμό, τις γνώσεις και προπάντων με το μεράκι που έχω, βγαίνει. Προφανώς οι δυσκολίες που προκύπτουν κατά τη διάρκεια μιας παραγωγής είναι μέσα στο πρόγραμμα. Όταν μιλάμε για κινηματογράφο οι δυσκολίες είναι αυτονόητες, αλλά θεωρώ ότι δεν ζορίστηκα τρομερά. Επίσης, ένας ακόμη λόγος που δεν δυσκολεύτηκα ήταν ότι σε επίπεδο έρευνας, ένα 90% ήταν μέσα στο κεφάλι μου και στην ψυχή μου. Ήμουν ακροατής της σκηνής, οπότε ήταν σχεδόν όλα έτοιμα στο μυαλό μου για να αρχίσω. Η εύρεση του υλικού έγινε αβίαστα και η ποσότητα ήταν περισσότερη από την αναμενόμενη. Μου παραχώρησαν αρκετό υλικό και οι μπάντες, οπότε γι΄αυτό δεν δυσκολεύτηκα ιδιαίτερα τόσο στο πρώτο όσο και στο δεύτερο ντοκιμαντέρ. Δεν πιάνω θέματα άγνωστα, αλλά θέματα με τα οποία έχω καταπιαστεί εδώ και χρόνια και τα έχω ζήσει, οπότε λόγω αυτής της οικειότητας μου βγαίνουν και με μια σχετική άνεση. Θα ήταν δύσκολο για παράδειγμα να κάνω ένα ντοκιμαντέρ για την τάδε μπάντα που ανακάλυψα ένα μήνα πριν.
– Ας εστιάσουμε τώρα στο τελευταίο σου ντοκιμαντέρ, “Return of the Creeps”. Τι πραγματεύεται και ποια είναι τα χαρακτηριστικά του; Θεματολογικά, υφολογικά, εικαστικά;
Το δεύτερο παιδάκι μου λέγεται “Return of the Creeps”. Η ιδέα ήρθε στην καραντίνα. Το θέμα του είναι η Creep Records σχεδόν η πρώτη, ή μια από τις πρώτες ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρείες στην Ελλάδα. Ορόσημο για την σκηνή θα έλεγα καθώς με κίνδυνο να ακουστώ υπερβολικός, θα έλεγα ότι θα μπορούσε να ήταν η δικιά μας Factory. Πιστεύω ότι έβγαλε απίστευτα πράγματα. Ιδρυτής της ήταν ο Μπάμπης Δαλίδης, ο οποίος ήταν και ντράμερ των Villa 21, ένα δισκογραφικό label ανεξάρτητο με όλη τη σημασία της λέξεως όπου φιλοξένησε σε μόλις τέσσερα χρόνια (’82 – ‘86) κυριολεκτικά όλη την αφρόκρεμα θα έλεγα του εγχώριου new wave και post-punk – Metro Decay, South Of No North, Villa 21, μπάντες ορόσημα. Ό,τι κυκλοφόρησε είναι πραγματικά όλα ένα και ένα για την σκηνή. Δίσκοι τους οποίους τους ήξερα, τους άκουγα, τους λάτρευα, τους χόρευα στην Rebound και αλλού, οπότε πάλι ήταν ένα θέμα το οποίο το είχα μέσα μου και είπα θέλω να το φιλμάρω και να το τεκμηριώσω και κατά σύμπτωση, όταν το αποφάσισα η Creep έκλεινε σαράντα χρόνια από την ίδρυση της.
– Θα ήθελες να μας πεις πώς και πότε έπεσε στην αντίληψη σου η Creep Records;
Οι μνήμες μου ανατρέχουν είκοσι χρόνια πίσω στα λυκειακά χρόνια. Κλασικά κοπάνα από το σχολείο για να πάω στο δισκάδικο της πόλης και με το πενιχρό χαρτζιλίκι μου να αγοράσω CD. Κάποια μέρα λοιπόν στην διάρκεια της κλασικής ψαξιματικής – «τι θα πάρω σήμερα;» πάω στο ράφι με τις συλλογές όπου ήταν ένα ράφι με όλα τα είδη μουσικής – συλλογές από λαϊκά και ρεμπέτικα, μέχρι ροκ και metal. Εκεί, στο κάτω μέρος του ραφιού, το οποίο βρισκόταν εντελώς χαμηλά, σχεδόν ακουμπούσε στο πάτωμα, για πολλούς μήνες έβλεπα μια συλλογή που δεν την έπαιρνε κανείς, ένα τεμάχιο που έμενε στο ίδιο σημείο με ζελατίνη και από την απίστευτη σκόνη που είχε πάνω, καταλάβαινες ότι δεν ενδιαφερόταν κανείς, ότι δεν το ξέρει κανείς, δεν το βλέπει κανείς. Οι μπάντες που αναγράφονταν μου ήταν όλες άγνωστες, ελληνικές και αγγλόφωνες, και σημείωσε πως ήταν εποχές που δεν μπορούσες να ακούσεις κάτι στο YouTube ώστε να δεις αν σου αρέσει προτού αγοράσεις κάτι, τότε δεν υπήρχε αυτή η δυνατότητα, οπότε ήταν τυφλό σύστημα. Σε περίπτωση που έπαιρνες κάτι που δεν γνώριζες, το έκανες επειδή σε κέρδιζε το εξώφυλλο. Το εξώφυλλό του ήταν κάτι πολύ εκκεντρικό όπως και ο τίτλος του. Καθώς μου ήταν όλα άγνωστα, για μήνες δεν το έπαιρνα κι έλεγα «ας πάρω κάτι άλλο». Ήταν και λίγο ακριβό, οπότε έμενε για μήνες εκεί. Μια μέρα είπα «θα το πάρω δεν γίνεται» και νομίζω ότι ορθά έπραξα. Το πρώτο τραγούδι που ακούω με το που ανοίγω τη συλλογή ήταν τα “Κειμήλια” κι εκεί ξεκίνησαν όλα. Αυτό το μπάσο, αυτά τα σίνθια, πραγματικά με στοίχειωσαν για πάντα.
– Καθώς το πρώτο σου ντοκιμαντέρ, “Music For Ordinary Life Machines” είναι αφιερωμένο στον Νίκο Αγγελή, θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας πώς τον είχες γνωρίσει; Συνέβη στα πλαίσια του ντοκιμαντέρ;
Τον Νίκο δεν τον γνώρισα με αφορμή το ντοκιμαντέρ, θα ήμουν πολύ στεναχωρημένος αν δεν είχα προλάβει να τον γνωρίσω πιο πριν. Οπότε αισθάνομαι πολύ τυχερός που γνωριστήκαμε τρία – τέσσερα χρόνια πριν και ήπιαμε και δυο μπύρες και πήγαμε και μια Rebound και συζητήσαμε και κάποια βράδια. Είμαι πολύ ευτυχισμένος για αυτό. Ακόμα θυμάμαι το βάρος που είχε στα synthesizer του όταν μετά από μια συναυλία έπρεπε να διανύσουμε μια μεγάλη απόσταση με τα πόδια γιατί είχε παρκάρει κάπου μακριά. Τον Νίκο τον είχα γνωρίσει σε ένα πάρτι το 2012 όταν είχε ανοίξει το Teddy Boy. Δεν πίστευα στα μάτια μου γιατί οι Χωρίς Περιδέραιο ήταν μια μπάντα μύθος – δεν φωτογραφίζονταν ποτέ, οπότε δεν είχες εικόνα ποιοι ήταν αυτοί οι τύποι. Ποιοι κρύβονται πίσω από τους Χωρίς Περιδέραιο; Υπήρξανε; Προκαλούσε τρομερή γοητεία να ακούς μια μπάντα τόσο μυστήρια. Όταν λοιπόν τον γνώρισα στο Teddy Boy ένοιωσα τρελή συγκίνηση και ευχαρίστηση που είχα μπροστά μου αυτόν τον άνθρωπο και παράλληλα είχε χαρεί και ο ίδιος που τον προσέγγισα. Γενικά, όλες αυτές οι μπάντες που μετά τη διάλυσή τους ακολούθησαν μια άλλη πορεία ζωής, άφησαν τη μουσική και ασχολήθηκαν επαγγελματικά με οτιδήποτε άλλο, για πολλά χρόνια δεν είχαν εικόνα τι γίνεται εκεί έξω – δηλαδή το πώς η μουσική τους ξαφνικά έχει μαθευτεί μέσω ιντερνέτ, δεν είχανε συνειδητοποιήσει το μέγεθος της φήμης τους από το ιντερνέτ και έπειτα. Οπότε, ο Νίκος ήταν ένας από αυτούς και είχε ενθουσιαστεί με το γεγονός ότι ο κόσμος γνώριζε και χόρευε τα κομμάτια τραγούδια των Χωρίς Περιδέραιο. Ήταν σαν να έπαιρνε μια «εκδίκηση» γιατί δεν τους ακούγανε τόσο πολλοί τότε ή μάλλον δεν είχανε το κοινό που τους αναλογούσε. Του διηγούμουν ιστορίες, πότε άκουσα πρώτη φορά την “Άνωση”, πότε άκουσα πρώτη φορά τις “48 Σιωπές”, πού το χόρεψα και ήταν και για αυτόν πολύ συγκινητικό όλο αυτό. Έτσι, είχαμε ευκαιρία να τα πούμε πολλές φορές, και όταν αποφάσισα να κάνω το ντοκιμαντέρ αφενός χάρηκε και δέχτηκε, αφετέρου ήταν και η υγεία του πάρα πολύ κλονισμένη. Εγώ γνώριζα ότι περνούσε μια περιπέτεια με την υγεία του, αλλά δεν ήξερα σε ποιο βαθμό ήταν. Έτσι επέσπευσα τις διαδικασίες και όντως πρώτο γύρισμα ένα μεσημέρι Μαΐου, στο σπίτι του στα Βόρεια, με κλονισμένη υγεία του αλλά ηθικό ακμαιότατο, με χαμόγελο και με πολλή διαύγεια, μας χάρισε μια συνέντευξη – θησαυρό. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που τον είδα, κι αυτό έμελλε να ναι το πρώτο γύρισμα του ντοκιμαντέρ και η τελευταία μας συνάντηση στις 18 Μαΐου, του 2018. Ένα μήνα μετά έφυγε. Οπότε, η ταινία αφιερώθηκε στην μνήμη του, παρόλο που δεν πρόλαβε να δει καν το αποτέλεσμα.
– Δεν πρόλαβε να δει το αποτέλεσμα, αλλά πρόλαβε να βιώσει αυτή την συγκίνηση και αυτό το μοίρασμα.
Ακριβώς. Γενικά, ήταν τρομερά χαρούμενος την περίοδο της επανασύνδεσης του συγκροτήματος, και χαίρομαι που τα παρακολούθησα σχεδόν όλα, με το ιστορικό live στο Gagarin, πρώτη εμφάνιση μετά από χρόνια. Έτσι, ευτυχώς πρόλαβε να ζήσει αυτήν την αναβίωση κάτι που τον χαροποίησε πολύ.
– Μιας και αναφέρθηκες στο ζήτημα της αναβίωσης, θα ήθελα να σε ρωτήσω εσύ πώς την αντιλαμβάνεσαι, τόσο σε εγχώριο επίπεδο και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Σαφώς μόνο θετικά μπορείς να το δεις. Βέβαια, η υπερβολική πρόσβαση που έχουμε στην πληροφορία έχει και τα αρνητικά της. Ζούμε σε μια εποχή πλέον που η πληροφορία είναι πολύ μεγάλη βγαίνουν καθημερινά νέες μπάντες και είναι πολύ εύκολο να της ακούσεις πράγματα. Όλοι έχουν πλέον ένα Spotify, ένα ΥouΤube, πράγματα αδιανόητα για πριν είκοσι χρόνια. Έτσι, μπορείς να ακούς εκατοντάδες πράγματα καθημερινά, το οποίο έχει το κακό ότι επειδή είναι ψηφιακά και λίγο άυλα να μην τους δίνουνε την δέουσα προσοχή Δεν τα βιώνουμε σε “αναλογικό επίπεδο”, δεν θα έχεις το άλμπουμ να το ανοίξεις, να κρατήσεις το ένθετο, να «καείς» με τους στίχους κτλ. Ο τρόπος ακρόασης αλλά και το όλο βίωμα έχει αλλάξει.
– Υπάρχει πιστεύεις ακόμα εύφορο έδαφος για την dark synth σκηνή, ότι έχει πράγματα να δώσει, ή ότι είναι ένα είδος που επιβιώνει ως νοσταλγικό άκουσμα μιας μικρής μερίδας κάποιων ρομαντικών τύπων που αναβιώνουν το παρελθόν;
Σαφώς, νομίζω χωρίζονται σε κατηγορίες. Είναι από τη μια οι πραγματικοί μουσικόφιλοι που τους αρέσει να ανακαλύπτουν καθημερινά νέα πράγματα, και από την άλλη εκείνοι που θα έλεγα ότι απλά ακολουθούν τη μόδα. Υπάρχει και ένα τρίτο κομμάτι το οποίο ανακαλύπτει τώρα αυτά τα πράγματα και που ακούει μάλλον για πρώτη φορά την αναβίωση και αυτό είναι αρκετά ελπιδοφόρο. Οπότε θα έλεγα πως ναι, υπάρχει εύφορο έδαφος στη σκηνή.
– Ποια ντοκιμαντέρ σε έχουν επηρεάσει;
Πολλά, θα σου αναφέρω τα δυο αγαπημένα μου. Μου αρέσει πολύ το “Β movie: Last & Sound in West Berlin” που περιλαμβάνει μουσικές που γούσταρα απίστευτα, τρομερό αρχειακό υλικό και αριστοτεχνικά σκηνοθετημένο. Πραγματεύεται την underground σκηνή του δυτικού Βερολίνου της δεκαετίας των ‘80s. Τα καλλιτεχνικά ρεύματα, τα κοινωνικά κινήματα, τις καταλήψεις, κα φυσικά το μουσικό κομμάτι του δυτικού Βερολίνου που αφορά κυρίως την πανκ και New Deutche Welle. Το γουστάρω απίστευτα σε όλες τις εκφάνσεις του, σκηνοθετικά και σε επίπεδο έρευνας περιεχομένου, τα πάντα όλα. Ένα ντοκιμαντέρ που με έχει επηρεάσει επίσης, είναι ένα τηλεοπτικό του BBC για τα παρακλάδια της Synth σκηνής της μεγάλης Βρετανίας Είναι απίστευτο ντοκιμαντέρ, το αγαπάω πάρα πολύ. Αυτά τα δυο θα έλεγα.
– Υπήρξαν ενδιαφέρουσες ιστορίες ή ανακαλύψεις που έχεις κάνει κατά τη δημιουργία των δύο αυτών ντοκιμαντέρ;
Kάθε συνέντευξη ξεχωριστά από μόνη της ήταν μια έκπληξη για μένα, σαφώς γιατί υπήρχε ποικιλία, ο καθένας είχε τη δικιά του εκδοχή, τη δικιά του ιστορία, πως τα έζησε, πως τα βίωσε, οπότε κάθε γύρισμα για μένα ήταν σαν να άνοιγα ένα σεντούκι με αρχειακό θησαυρό, αλλά παράλληλα και μια ωραία εμπειρία. Αν έπρεπε να διαλέξω κάτι το οποίο έχω κρατήσει, είναι οι στιγμές όταν ερχόταν στα χέρια μου το αρχειακό υλικό, οπτικοακουστικά ντοκουμέντα που δεν τα είχα ξαναδεί. Ήταν τεράστια χαρά για μένα, πόσω μάλλον όταν άνοιγαν τα συρτάρια τους και μου τα έδιναν απλόχερα για τις ανάγκες του ντοκιμαντέρ. Ένα αυτό, και δεύτερον, οι διάφορες ιστορίες που μου έλεγε η κάθε μπάντα. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποια συγκεκριμένη, ήταν όλες τους πολύ ιδιαίτερες. Για μένα ήταν τεράστια χαρά το να κάθομαι με άτομα και μπάντες – μύθους που για χρόνια δεν γνωρίζαμε που βρίσκονταν. Μια πολύ ιδιαίτερη ωραία στιγμή ήταν η συνέντευξη μου με τον Άντζελο, από τους Angelo & His Egos. Όλες οι συνεντεύξεις είναι ταυτόχρονα και λίγο μια παιδική χαρά και μια συγκίνηση ότι ξαφνικά έχεις μπροστά σου μουσικούς ήρωες, που τους άκουγες παλιά και δεν θα είχες φανταστεί ότι θα τους έβλεπες και θα τα λέγατε. Επίσης, όλοι ήταν πραγματικά πολύ χαρούμενοι που τους προσέγγιζα και μου άνοιγαν την καρδιά τους και μου λέγανε τις δικές τους ιστορίες, και εδώ έρχεται μια ωραία φράση του Γιάννη Παπαϊωάννου που λέει ότι «όλοι αυτοί οι πρωταγωνιστές της εποχής και της σκηνής, όλα όσα είχαν κάνει τότε, τα είχαν σαν ευαγγέλιο και φυλαχτό μέσα τους, -άσχετα αν δεν το δείχνανε. Τα κρατάγανε καλά μέσα τους σαν φυλαχτό και τα τιμούσαν». Όταν ήσουν μέρος όλου αυτού του πράγματος δεν το καταλάβαινες, αλλά πλέον μετά από τόσα χρόνια συνειδητοποιείς ότι αυτό που έχεις κάνει ήταν εν τέλει πολύ σημαντικό.
– Σε λίγες μέρες στην οθόνη του κινηματογράφου ΑΣΤΥ θα παρακολουθήσουμε την πρώτη προβολή του “Return of the Creeps” στα πλαίσια του Φεστιβάλ “Νύχτες Πρεμιέρας”. Τι συναισθήματα νιώθεις όταν ολοκληρώνεται μια ταινία σου;
Τεράστια ευφορία, ειδικά όταν το τελειώνεις στα deadlines που έχεις ορίσει. Κακά τα ψέματα, πρέπει να έχεις ένα χρονοδιάγραμμα, δεν είμαι άνθρωπος που ξεκινάει κάτι και το δουλεύει δέκα χρόνια. Καλό είναι να υπάρχει ένας προγραμματισμός. Οπότε καλό όταν να πέφτω μέσα στα deadlines μου είμαι ακόμα πιο χαρούμενος. Η αίσθηση όταν έχουνε κουμπώσει όλα σε κουτάκια, τα πολύχρωμα κουτάκια, για να μιλήσουμε κυριολεκτικά με όρους μοντάζ και επεξεργασίας, κι όταν είναι όλα όπως τα ήθελες, σου δημιουργεί τεράστια ικανοποίηση. Υπάρχουν και λίγες στεναχώριες βέβαια, δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα, άλλα μπροστά σε άλλα πιστεύω δεν χρειάζεται καν να τις αναφέρω. Αισθάνεσαι επίσης τεράστια συγκίνηση όταν γίνεται το test screener αφού μιλάμε για κινηματογράφο, μέσα σε μια άδεια αίθουσα όταν είσαι εσύ και ο ηχολήπτης, η χαρά είναι τεράστια, όπως επίσης και στις private προβολές με τους συντελεστές και πρωταγωνιστές, η συγκίνηση είναι ακόμη μεγαλύτερη. Όταν τελειώνει η προβολή και περιμένεις να σου πουν κάτι, μια κριτική, ένα «μπράβο», ένα «οκ» και όταν απλά μιλάνε τα μάτια, τα υγρά μάτια, πολλές φορές, το συναίσθημα είναι απερίγραπτo.
– Σκέφτεσαι ήδη το επόμενό σου ντοκιμαντέρ;
Όταν ξεκινά η διανομή της ταινίας, αρχικά μου αρέσει να απολαμβάνω το ταξίδι που ξεκινάει, αυτή είναι η βασική μου προτεραιότητα. Οι σκέψεις βέβαια είναι σκέψεις και δεν σε αφήνουν. ‘Ολο λέω να αράξω και να ξεκουραστώ, αλλά νέα σχέδια σε κυριεύουν πάντα. Έχω κάποιες ιδέες αλλά δεν μπορώ να πω ακόμα κάτι. Το μόνο σίγουρο γιατί «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα» που λένε, πάλι μουσικό θα είναι και το επόμενο, το οποίο θα σε ενδιαφέρει πάρα πολύ.
➸ Δείτε επίσης: Η μουσική της Δάφνης Γερογιάννη πραγματεύεται την εύθραυστη πλευρά της ανθρώπινη φύσης