Την συνάντησα κοντά στην Πλατεία Εξαρχείων όπου θα πηγαίναμε για μια μπύρα, τελικά ήπιαμε αρκετές περισσότερες, γιατί όπως θα συνειδητοποιήσετε διαβάζοντας τη συνέντευξη, είχαμε πολλά να πούμε, και κυρίως, για πράγματα που αγαπάμε. Αν κάτι μου έχει μείνει από τη συνάντηση αυτή, είναι το γεγονός ότι όποτε η Δάφνη μιλούσε για το Rock n’ Roll, τα καταπράσινα μάτια της άστραφταν σαν σμαραγδένοι ιριδισμοί στο σκοτάδι.

Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, αλλά πολύ σύντομα μετακόμισε με την οικογένειά της στην Αθήνα. Η μουσική της πορεία στην ανεξάρτητη σκηνή της Αθήνας είχε ως αφετηρία το post-punk συγκρότημα Alive She Died όπου συμμετείχε ως frontwoman. Στον ίδιο ρόλο συνέχισε στα συγκροτήματα Trespass, Atria και Atria the Project.

Θυμάται την πρώτη της συναυλία στον Πήγασο με τους Alive She Died όταν ήταν ακόμα σχολείο, όπου βρέθηκε ξαφνικά με ένα μικρόφωνο στη σκηνή. Πριν τη συναυλία είχε κυκλοφορήσει η φήμη ότι παίζουν δυο αγόρια και δυο κορίτσια χωρίς κιθάρα, μόνο πλήκτρα και φωνή. Και τότε συνέβη το αδιαχώρητο, δεν μπορούσαν καν να πλησιάσουν στη σκηνή για να παίξουν. Ζούσαν το όνειρό τους, ένα βίωμα πυκνό και κινηματογραφικό. Ηχογραφούσαν αναλογικά, τρώγαν παγωτό στις ταράτσες, παρακολουθούσαν τη Γλυκιά Συμμορία του Νικολαϊδη και το Blade Runner, και ζούσαν όπως και οι ήρωές τους, έξαλλα και ρομαντικά.

Αυτό που παραμένει αναλλοίωτο σε όλες τις εμφανίσεις της, είναι μια φωνή που χαρακτηρίζεται από συναισθηματική ένταση και στίχους που πραγματεύονται τις ατέλειες και την εύθραυστη πλευρά της ανθρώπινης φύσης, το σκοτάδι και το φως, την αγάπη και τα προβλήματα, το φόβο και την πίστη – όλα καλυμμένα από μια αίσθηση μελαγχολικής αισιοδοξίας.

Το 2015 προέκυψε μια απρόσμενη συνεργασία με τον οίκο Gucci που επέλεξε για μια διαφιμιστική του καμπάνια τη διασκευή του “She’s Lost Control” των Joy Division που περιλαμβανόταν σε μια κασέτα των Alive She Died με τίτλο Viva Voce.

Φωτ.: Απόστολος Δελάλης / Olafaq

Η Δάφνη χαρακτηρίζει το είδος της μουσικής της “Urban Romantic”. Εμπνέεται από την απλότητα της αλήθειας, τα όνειρα, την ματαίωση, τον πόνο της απώλειας, την υπέρβαση, καθώς και την ανθρώπινη δύναμη να τα αντέξεις όλα αυτά.  Πολύ πρόσφατα κυκλοφόρησε το single “Don’t Forget the Angels”, ένα ερωτικό τραγούδι εμπνευσμένο από την ταινία του Wim Wenders “Τα Φτερά του Έρωτα”, αφιερωμένο στους έκπτωτους αγγέλους που ζουν ανάμεσα μας και στον έρωτα, ένα δικαίωμα/προνόμιο των θνητών.

Όπως μου αναφέρει στην κουβέντα μας, η καλύτερη εκδοχή του εαυτού της περιλαμβάνει το να ζει “Kατά τον Δαίμονα Εαυτού”, να διακινδυνεύει με συνέπεια στα όνειρα της και ανοχή στα λάθη της.

– Από πιο σημείο θα ήθελες να ξεκινήσουμε την ιστορία σου;

Νομίζω να αρχίσουμε από το γεγονός ότι είμαι ευγνώμων για το ότι ήρθε στη ζωή μου η μουσική, είναι ένα δώρο ανεκτίμητο! Η μουσική μου δίνει τη δύναμη να συνεχίζω να παλεύω και να ονειρεύομαι σε μία καθημερινότητα που μερικές φορές μπορεί να γίνεται ιδιαίτερα σκληρή. Από την εφηβεία μου, όταν τα πράγματα γινόταν δύσκολα, έβαζα να ακούσω κάποιο κομμάτι για να πάρω δύναμη. Όταν πια άρχισα να κάνω και η ίδια μουσική, ήταν βάλσαμο, γιατί είχα την δυνατότητα να εκφράσω τα πολύ βαθιά μου συναισθήματα, αυτά που μπορεί να μην λέγονται στην καθημερινότητα, που όμως έχεις μία αίσθηση ότι δεν αφορούν μόνο εσένα αλλά και άλλους ανθρώπους και νομίζω ότι αυτή είναι και η μεγαλύτερη ανταμοιβή οποιουδήποτε καλλιτέχνη, να νιώσει ότι συγκινεί και κάποιες άλλες ανθρώπινες ψυχές…

– Ποιες είναι οι πρώτες σου αναμνήσεις από τη μουσική;

Η αλήθεια είναι ότι στο σπίτι δεν ακούγαμε και πολύ μουσική, όμως – ευτυχώς – γύρω στα 13 μου χρόνια, άκουσα τελείως συμπτωματικά το album L.A Woman των Doors, και είπα μέσα μου, “όταν μεγαλώσω, θα κάνω συγκρότημα”. Τελικά έκανα τέσσερα συγκροτήματα, αρχίζοντας με τους Alive She Died (“minimal synth”) που δημιουργήθηκαν μέσα από τις παρέες των εφηβικών μου χρόνων, τους οποίους διαδέχτηκαν οι Trespass (“new wave with progressive rock deviations”). Μετά τους Trespass υπήρξαν κάποια χρόνια αποχής μου από τη μουσική, όπου μετακόμισα στη N.Υόρκη και ασχολήθηκα με θεατρικές σπουδές. Όταν γύρισα, μετά από επιμονή του Ηρακλή Αναστασιάδη, δημιουργήσαμε τους Atria (ένα minimal ηλεκτρονικό ντουέτο), η συνέχεια των οποίων ήταν οι Atria the Project με τον Άρη Ζαρακά (“alternative rock”), και τώρα ακολουθώ ένα solo μουσικό ταξίδι… Στίχους έγραφα ήδη από τα δεκατέσσερα, οπότε όταν σχηματίστηκαν οι Alive She Died, υπήρχε ήδη αρκετό στιχουργικό υλικό έτοιμο.

– Σου λείπει κάτι από τα χρόνια που παίζατε με τους Alive She Died;

Κατ’ αρχήν να πω ότι θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που η αφετηρία του μουσικού μου ταξιδιού ήταν η ανεξάρτητη μουσική σκηνή της Αθήνας. Υπάρχουν στιγμές που νοσταλγώ την αθωότητα και τον ρομαντισμό της εποχής, και σίγουρα το χρόνο που είχαμε να διαβάσουμε μουσικά περιοδικά, να ακούσουμε ραδιόφωνο για να ενημερωθούμε, τη γλυκιά συλλογική προσπάθεια να μαζέψουμε χρήματα για να αγοράσουμε βινύλια που ακούγαμε ευλαβικά. Σήμερα τρέχουν όλα υπερβολικά γρήγορα, είμαστε όλοι κολλημένοι σε μια οθόνη για να προλάβουμε να ενημερωθούμε, να απαντήσουμε, να δικτυωθούμε… έχουμε χάσει την απόλαυση του απλά να ακούμε ένα τραγούδι, ακούμε αποσπασματικά, έχουμε εθιστεί περισσότερο στην εικόνα που φαίνεται να έχει αποκτήσει μεγαλύτερη βαρύτητα από την ίδια τη μουσική… Αν δεν υπάρχει εικόνα, κανείς δεν ασχολείται. Από την άλλη πλευρά βέβαια, σήμερα έχουμε ελεύθερη πρόσβαση σε κάθε είδους μουσική, και τα τραγούδια έχουν την δυνατότητα να ταξιδεύουν σε όλον τον κόσμο, κάτι πολύ σημαντικό.

Φωτ.: Απόστολος Δελάλης / Olafaq

– Πώς θα χαρακτήριζες τη μουσική που δημιουργείς, από ποια πράγματα εμπνέεσαι και τι επιρροές έχεις;

Από τη στιγμή που αποφάσισα να προχωρήσω σε solo καριέρα (το 2016), αποφάσισα και τον χαρακτηρισμό του είδους της μουσικής μου, “Urban Romantic” ή αλλιώς αστικό/ρομαντικό/εναλλακτικό ροκ.

Αυτό που με εμπνέει είναι μια άσβεστη φλόγα που τρέφεται από το πάθος και την έκσταση που νιώθω για την ζωή, τον έρωτα, την ανάγκη της δημιουργίας, την απλότητα της αλήθειας, τα όνειρα, την ματαίωση, τον πόνο της απώλειας, την πληγή, τα δάκρυα της απογοήτευσης, την υπέρβαση και την ανθρώπινη δύναμη να τα αντέξεις όλα αυτά. Οι επιρροές μου είναι τα ακούσματα μου. Καλλιτέχνες που καίγονται, που δεν μπορούν παρά να δημιουργούν με βάση το βιωματικό και το αυθεντικό. Στην πρώτη τετράδα θα έβαζα David Bowie (δεν θα μπορούσα να διαλέξω τραγούδι, αλλά θεωρώ αμετάκλητα ερωτικό το “Survive”), Placebo (οι αγαπημένοι μου still active – ανοίγει μεγάλη πληγή το  “A Million Little Pieces”), Sisters of Mercy (στην Ελλάδα σχεδόν πάντα μας απογοητεύουν αλλά το 2019 στο Roundhouse του Λονδίνου ήταν καθηλωτικοί), και Nick Cave (οι συναυλίες του είναι τελετουργίες). Ακολουθούν Joy Division, Clash (αξεπέραστα ηρωικό το “The Guns of Brixton”), οι τότε Bauhaus του “The Passion of Lovers” (ο Murphy μας απογοήτευσε ανεπανόρθωτα φέτος, ευτυχώς που το έσωσε όσο μπορούσε ο Ash), Iggy Pop (δεν έχω λόγια για τον “godfather of punk” και την φετινή του εμφάνιση στο Release), Skunk Anansie, Anne Clark, System of a Down, UNKLE, Madrugada, Nine Inch Nails, Arctic Monkeys, Covenant, The Sound, John Cale και – ίσως να φανεί άσχετο με όλα τα παραπάνω, αλλά για εμένα είναι πολύ σχετικό – heartbreaking Beethoven!

– Το 2015 προέκυψε μια συνεργασία των Alive She Died για την καμπάνια του οίκου Gucci. Πώς προέκυψε όλο αυτό;

Η κασέτα των Alive She Died με τίτλο Viva Voce κυκλοφόρησε σαν ανεξάρτητη παραγωγή, που την τυπώσαμε σε 300 αντίτυπα και την μοιράσαμε κυρίως σε φίλους μας. Περιείχε 5 κομμάτια, ανάμεσα σε αυτά και τη διασκευή του “She’s Lost Control” των Joy Division.

Όταν τότε ερμήνευσα το “She’s Lost Control”, φυσικά δεν μπορούσα να φανταστώ τι θα συνέβαινε τόσα χρόνια αργότερα. Τον Αύγουστο του 2015, η νομική εκπρόσωπος της Gucci επικοινώνησε μαζί μου τηλεφωνικά για τα δικαιώματα της διασκευής αυτής. Βρήκε τα στοιχεία μου μέσω της τότε ΑΕΠΙ (Ανώνυμη Εταιρεία Πνευματικών Δικαιωμάτων) και της Universal Music, και ζήτησε την άδεια για να χρησιμοποιηθεί η συγκεκριμένη διασκευή στη διαφημιστική της καμπάνια Gucci Cruise 2016. Το πως έφτασε και επιλέχθηκε το “She’s Lost Control”  από την Gucci δεν το ξέρω ακριβώς. Ίσως ένα από τα 300 αντίτυπα με κάποιο μαγικό τρόπο είχε φτάσει στη Gucci ή ίσως απλά ο άνθρωπος που έψαχνε, βρήκε τη διασκευή στο YouTube ανεβασμένη το 2009 από έναν Γάλλο χρήστη (που νομίζω ότι είναι το πιο πιθανό). Όταν η διασκευή του “She’s Lost Control” ξαναήρθε πάλι στο προσκήνιο, το έγκυρο μουσικό site sputnikmusic.com την συμπεριέλαβε στη λίστα με τις δέκα κορυφαίες διασκευές που έχουν γίνει ποτέ σε τραγούδια των Joy Division, στην έβδομη θέση. Επίσης, το discogs.com (το μεγαλύτερο site πωλήσεων βινυλίου στο κόσμο), συμπεριέλαβε το Viva Voce στις 100 κυκλοφορίες όλων των εποχών που χρήζουν επανακυκλοφορίας.

Ήταν σίγουρα μία συγκινητικά απρόσμενη έκπληξη, και όντως πήρε μεγάλη δημοσιότητα. Διάβαζα άρθρα σε αγγλικά, γαλλικά, μέχρι και γιαπωνέζικα site για το ποια είναι αυτή η ελληνική μπάντα που έγινε soundtrack για το Gucci Cruise 2016. Επίσης να πω ότι από τον Απρίλιο του 2021 το clip εντάχθηκε στις μόνιμες προβολές του Gucci Garden museum στην Φλωρεντία, στο Virtual Tour του μουσείου μέσω του website τους, και σε εκθέσεις σε Shanghai, Seoul, Bangkok, Tokyo & Sydney. Εντάξει, θα ήταν ανακρίβεια να πω ότι με άφησε ασυγκίνητη το γεγονός ότι οι επισκέπτες των εκθέσεων θα βλέπουν το κλιπ με το soundtrack του “She’s Lost Control” διασκευασμένο από Alive She Died.

Βέβαια η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια – πριν ο οίκος Gucci χρησιμοποιήσει τη διασκευή του “She’s Lost Control” για την καμπάνια του – υπήρχε ήδη μεγάλο ενδιαφέρον από δισκογραφικές εταιρείες της Ελλάδας και του εξωτερικού για επανακυκλοφορία του υλικού των Alive She Died. Το 2010 είχε ήδη κυκλοφορήσει  το “The First Night” (ένα άλλο από τα κομμάτια της τότε κασέτας) στη συλλογή Genotypes της γερμανικής ανεξάρτητης εταιρείας Genetic Music. Οπότε, ανεξάρτητα από τη δημοσιότητα που πήραμε μέσω του πολύ ωραίου clip του σκηνοθέτη Glen Luchford, το υλικό του Viva Voce είχε δρομολογηθεί να επανεκδοθεί, κάτι που τελικά συνέβη τον Μάρτιο του 2017. Όλο το υλικό της κασέτας συν κάποια ανέκδοτα κομμάτια κυκλοφόρησε σε βινύλιο από την Geheimnis Records και τον Πάνο Dread, σε 700 αριθμημένα στο χέρι αντίτυπα. Και εδώ θα ήθελα να αναφερθώ οπωσδήποτε στον Νίκο Χαντζή, ένα παιδί με πολύ μεράκι, αγάπη και σεβασμό για την τότε σκηνή, που κατάφερε να κάνει ένα καταπληκτικό ντοκιμαντέρ για την Minimal Synth & Synthpunk σκηνή της Ελλάδας με τίτλο “Music For Ordinary Life Machines” (παραγωγή 2018, με πρεμιέρα στις 3 Μαρτίου 2019 στην Θεσσαλονίκη). Ένα ντοκιμαντέρ που ταξιδεύει σε όλη την Ευρώπη, αφιερωμένο στα “ παιδιά που αγαπούσαν τα συνθεσάιζερ” όπως γράφει ο ίδιος. Όπου το πετύχετε, μην το χάσετε!

Φωτ.: Απόστολος Δελάλης / Olafaq

– Με μια πολύχρονη παρουσία στην dark wave Αθηναϊκή σκηνή, και με αμέτρητα support με τους Atria σε συναυλίες σπουδαίων μουσικών όπως, οι  Pet Shop Boys, οι Hooverphonic, ο Mark Almond, οι  Scissοr Sisters, η Anne Clark, οι  Stereo Mc’s, αλλά και με τους Trespass στους  Fall και στην ιστορική συναυλία του Nick Cave στο Ρόδον, θα ήθελα να μας μιλήσεις λίγο για τα συναισθήματά σου τόσα χρόνια μετά και να μου πεις ποιος ή ποια σου έκανε εντύπωση, αλλά και να αναφερθείς σε κάποιο περιστατικό που έχει αποτυπωθεί στη μνήμη σου.

Ειλικρινά δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψω τα συναισθήματα (και το άγχος!) του να ανοίγεις για τόσο μεγάλα ονόματα. Σίγουρα το πρώτο μου support στον Nick Cave στο Ρόδον με τους Trespass είναι αυτό που έχει χαραχτεί βαθύτερα στην συναισθηματική μου μνήμη, ίσως επειδή ήταν το πρώτο μου και ήμουνα και πολύ μικρή ηλικιακά. Ο Cave ευγενικός, μυστηριώδης και μυσταγωγός. Το να ανοίγεις και να συνομιλείς από κοντά με έναν καλλιτέχνη που σε έχει επηρεάσει τόσο βαθιά είναι… τι να πω? Σοκαριστικά πολύτιμη εμπειρία! Το ίδιο συνέβη και με την Anne Clark (στο Gagarin), με την οποία αναπτύξαμε μια μακροχρόνια φιλία.

Με την συναυλία των Fall υπήρξε μια μικρή περιπέτεια. Ήταν προγραμματισμένη να γίνει στο Ρόδον, το οποίο όμως δεν πήρε την απαιτούμενη άδεια λειτουργίας από την αστυνομία, και έτσι το live μεταφέρθηκε στο Πεδίον του Άρεως. Χωρίς να θεωρηθεί ασέβεια προς το πρόσωπο του τραγουδιστή (ο Mark Smith έφυγε από τη ζωή το 2018), παρ’ όλο που τον σέβομαι πολύ σαν καλλιτέχνη, δεν μπορώ να πω ότι με είχε εντυπωσιάσει σαν άνθρωπος. Με τους Pet Shop Boys (Τεχνόπολη), Hooverphonic (Ρόδον), και Scissοr Sisters (Πλ. Κοτζιά), τα πράγματα κύλησαν ήρεμα και εντελώς επαγγελματικά.

Από το support στον Marc Almond στην Θεσσαλονίκη θυμάμαι τον τραγικά κακό ήχο. Είχαν χαλάσει τα monitor, και δεν άκουγα κυριολεκτικά τίποτα. Στην εκτεταμένη (μετά το live) συζήτηση που είχα με τον ηχολήπτη του Almond με ρώτησε “μα πως το έκανες αυτό?” και όταν του απάντησα “ο Almond πως το έκανε?” μου είπε “μα το έχει κάνει χιλιάδες φορές και ξέρει απ’ έξω το set” και επίσης ότι επειδή ήταν η τελευταία συναυλία της τουρνέ του, μετά από συζήτηση, αποφάσισαν να μην την ακυρώσουν. Πραγματικά πολύ δύσκολη εμπειρία αυτή.

Από τους Stereo Mc’s (Ρόδον), έχω τις πιο ανάλαφρες και fun εντυπώσεις! Τους άρεσαν πολύ τα κοτσιδάκια που είχα πλέξει στα μαλλιά μου, και ο Rob ζήταγε μόνο φρούτα και κυρίως μπανάνες! Είχαμε πολύ καλό ήχο και φοβερή ανταπόκριση από το κοινό!

– Πιστεύεις ότι οι μουσικοί στην Ελλάδα είναι λιγότερο προνομιούχοι σε σχέση με όσους βρίσκονται στο εξωτερικό;

Στο είδος της μουσικής που υπηρετώ εγώ, ίσως ναι. Στο εξωτερικό θα υπήρχε σίγουρα περισσότερος ανταγωνισμός, αλλά και πολύ περισσότερες ευκαιρίες, αρχίζοντας από τα venues για ζωντανές εμφανίσεις που (από προσωπική πείρα), επενδύουν περισσότερο στο ηχητικό σύστημα παρά στο ντεκόρ, ενώ στην Ελλάδα δυστυχώς συμβαίνει το αντίθετο.

Άλλο ένα δύσκολο στην Ελλάδα είναι ότι ο μουσικός καλείται να παίξει και τον ρόλο του manager, να προωθεί το έργο του στα social media και τις πλατφόρμες, να κλείνει μόνος του συναυλίες, και γενικά να ασχολείται πολύ με την business πλευρά της μουσικής… Αυτό απαιτεί πολύ ενέργεια και χρόνο, και είναι κατά στιγμές εξαντλητικό αν σκεφτεί κανείς ότι όλοι σχεδόν οι καλλιτέχνες του είδους μου που ξέρω χρειάζεται να κάνουν και κάποια άλλη δουλειά για βιοπορισμό.

Φωτ.: Απόστολος Δελάλης / Olafaq

– Θεωρείς ότι υπάρχει ακόμα εύφορο έδαφος για την dark wave/ post punk σκηνή, ότι έχει πράγματα να δώσει, ή ότι είναι ένα είδος που επιβιώνει ως νοσταλγικό άκουσμα μιας μικρής μερίδας κάποιων ρομαντικών τύπων που αναβιώνουν το παρελθόν;

Υπάρχουν κάποια σχήματα που συνεχίζουν στην dark wave σκηνή, άρα θεωρώ ότι υπάρχει ακόμα εύφορο έδαφος.

Η αναβίωση της δεκαετίας του 1980 που συμβαίνει σήμερα, έχει να κάνει κατά τη γνώμη μου με κάτι άλλο, έχει να κάνει με τον τότε ήχο, που σήμερα είναι αδύνατον να αναπαραχθεί… Ο τρόπος που τελικά καταφέρναμε να δημιουργήσουμε μουσική τότε – μέσα από πολλές δυσκολίες, γιατί δεν είχαμε τις τεχνολογικές ευκολίες που υπάρχουν σήμερα – είχε σαν αποτέλεσμα ο ήχος του τότε να ακούγεται πιο αυθεντικός, ίσως και πιο πρωτόγονος. Νομίζω ότι αυτό το στοιχείο από μόνο του ασκεί μία γοητεία σε όσους δεν το έχουν βιώσει, και μία νοσταλγία σε αυτούς που το έχουν ζήσει. Ίσως αυτός είναι και ο λόγος που υπάρχει όλο αυτό το ενδιαφέρον τελευταία, τόσο στην Ελλάδα όσο και το εξωτερικό, για επανεκδόσεις ηχογραφήσεων εκείνης της εποχής.

– Και τώρα ας περάσουμε στο σήμερα. Θα ήθελες να μας μιλήσεις για το πολύ πρόσφατο single σου “Don’t Forget the Angels”;

To “Don’t Forget the Angels” είναι ένα ερωτικό τραγούδι εμπνευσμένο από την ταινία του Wim Wenders “Τα Φτερά του Έρωτα” (“Der Himmel über Berlin”), αφιερωμένο στους έκπτωτους αγγέλους που ζουν ανάμεσα μας και στον έρωτα, ένα δικαίωμα/προνόμιο των θνητών. Στους στίχους του τραγουδιού παρακολουθούμε τους αγγέλους σαν σύμβολα της καλύτερης εκδοχής του εαυτού μας, αυτού που ονειρευόμαστε να γίνουμε. Οι άγγελοι που θα τολμήσουν να ερωτευθούν δέχονται να εκπέσουν από την αθανασία, να γίνουν θνητοί, να προδοθούν, να βιώσουν το πάθος και τον πόνο. Είναι ένα τραγούδι γραμμένο για τον “γήινο κολασμένο παράδεισο του έρωτα”. Η μουσική ομάδα της ηχογράφησης αποτελείται από τους: Vinzenz Benjamin (bass), Phil G (drums) και Andy Vickery (guitars) – τρεις μουσικοί από την Αγγλία που έχουν συνεργαστεί με καλλιτέχνες όπως Mike and the Mechanics, ABC, Holly Johnson, Go West, Paul Young, Amy McDonaldΓιώργο Μπουσούνη (piano/keyboards) και Χρύσα Τσαλταμπάση (backing vocals). Το single κυκλοφορεί από την Ammos Music και είναι διαθέσιμο σε όλες τις μεγάλες ψηφιακές μουσικές πλατφόρμες όπως: Spotify, iTunes/Apple Music, Google Play, deezer, Amazon, κ.λ.π.

Φωτ.: Απόστολος Δελάλης / Olafaq

– Τι περιλαμβάνει η δική σου “καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου”, που ονειρεύεσαι να γίνεις;

Στην καλύτερη εκδοχή του εαυτού μου περιλαμβάνεται το να θυμάμαι καθημερινά ότι αυτή η στιγμή που ζούμε είναι μόνο μία, εφήμερη, και δεν γυρνάει πίσω. Και σύμφωνα με αυτό να επιλέγω τις αποφάσεις μου. Να εκτιμάω αυτά που έχω (απλοϊκό, αλλά το ξεχνάμε). Να έχω ενσυναίσθηση, γιατί ποτέ δεν ξέρουμε τι συμβαίνει στην ζωή του άλλου, ο καθένας από εμάς δίνει την δικές του μάχες. Να είμαι επιλεκτική σε οτιδήποτε συνθέτει την καθημερινότητα μου, από τους ανθρώπους που συναναστρέφομαι και τις συνήθειες μου, μέχρι τα αντικείμενα που με περιβάλουν, τις ταινίες που βλέπω, τα βιβλία που διαβάζω, τη μουσική που ακούω, τη μουσική που δημιουργώ. Να μην προδίδω τις αξίες και τις πεποιθήσεις που θεωρώ πιο σημαντικές. Το να ζω “Kατά τον Δαίμονα Εαυτού”, να διακινδυνεύω με συνέπεια στα όνειρα μου και ανοχή στα λάθη μου.

– Τι προσδοκίες ή τυχόν πίεση νιώθεις εσωτερικά μέσα σου κάθε φορά που κυκλοφορείς έναν καινούργιο δίσκο ή τραγούδι;

Κάθε καλλιτεχνική δημιουργία είναι και μια έκθεση σε ένα ευρύ κοινό και σε κάθε είδους κριτική. Νομίζω ότι η προσδοκία κάθε καλλιτέχνη είναι να αρέσει το δημιούργημα του, να αγγίξει κάποιες ψυχές, να αλλάξει έστω και στιγμιαία την καθημερινότητα κάποιων. Δεν νιώθω την πίεση που συχνά ακούω, ότι πρέπει κάθε τι νέο να ξεπερνάει το προηγούμενο… και δεν κατανοώ και τι ακριβώς σημαίνει αυτό… Κάθε εποχή έχει τις δικές της ανησυχίες, κάθε έργο είναι αυτοτελές, διαδραστικό, και αντικατοπτρίζει την συναισθηματική και τεχνική ωριμότητα του δημιουργού.

– Μελλοντικά σχέδια;

Μέχρι τώρα έχω κυκλοφορήσει 5 digital singles σαν solo καλλιτέχνης, το “Dry Your Eyes”, το “Never Look Back”, το “As My Love”, τη διασκευή του “Sympathy” των Rare Bird, και το πρόσφατο “Don’t Forget the Angels”. Η απόφαση να ακολουθήσω τον δικό μου μουσικό δρόμο ήταν πραγματικά πολύ δύσκολη, γιατί μου αρέσει πολύ περισσότερο η επικοινωνία και η αλληλεπίδραση που υπάρχει σε μία συλλογική ζωντανή συνεργασία. Οι solo καριέρες είναι πιο μοναχικές γιατί μοιράζεσαι μεν πράγματα, αλλά με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο, κυρίως μέσω WeTransfer και Skype, virtual προβών και δοκιμαστικών. Όταν όμως διέλυσε και το τέταρτο σχήμα μου, οι Atria the Project, (το οποίο συνέβη γιατί λόγω οικονομικής κρίσης έφυγαν δύο μέλη στο εξωτερικό), συνειδητοποίησα ότι υπήρχαν πολλά κομμάτια που είχαν μείνει μισοτελειωμένα (σε μορφή demo δηλαδή), και από τους Atria και από τους Atria the Project. Οπότε αποφάσισα να συγκεντρώσω αυτά που μου άρεσαν περισσότερο, και αφού είχε τελειώσει η εποχή και των δύο αυτών συγκροτημάτων, να τα κυκλοφορήσω σαν solo artist. Και κάπως έτσι προέκυψε το solo project. Αυτή την περίοδο είμαι στο στούντιο και δουλεύω τα επόμενα κομμάτια που θα κυκλοφορήσουν σύντομα από την Ammos Music, σε παραγωγή του Γιώργου Μπουσούνη και του Γιώργου Γκίνη. Αυτό που δεν έχω αποφασίσει ακόμα είναι αν θα συνεχίσω με κάποια single ή αν θα τα βγάλω σε ένα album τον χειμώνα!

– Ποιο είναι το μότο με το οποίο πορεύεσαι στη ζωή σου;

“Things fall apart, so other things can fall together”.

– Υπάρχει κάτι άλλο που θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας;

Ναι υπάρχει κάτι… Κάποια αγαπημένη μου δασκάλα μου είχε πει ότι υπάρχουν δύο είδη καλλιτεχνών, αυτοί που κοιτάνε τους προβολείς στην οροφή της σκηνής, και αυτοί που κοιτάνε το αποτύπωμα που αφήνουν οι ίδιοι πάνω στη σκόνη της σκηνής… Τα τραγούδια είναι ιστορίες για την ψυχή, και συνεπώς η μουσική που διαλέγουμε να ακούμε ή να δημιουργούμε δεν είναι τυχαία, είναι επιλογή ταυτότητας και στάση ζωής.

Links:

https://www.daphnegerogianni.com/

https://www.youtube.com/c/DaphneGerogianni

https://www.facebook.com/aboutdaphne

https://soundcloud.com/daphnegerogianni

https://daphnegerogianni.bandcamp.com/

https://www.instagram.com/daphnegerogianni/

https://open.spotify.com/artist/5pLabIMsPHOV9vZRenDTc7

https://music.apple.com/us/artist/daphne-gerogianni/1057156341