Συνάντησα τον Πολ Όστερ για πρώτη φορά πριν από 25 χρόνια στο Μπρούκλιν. Συγκεκριμένα ήταν 10 Νοεμβρίου 1996… Έβρεχε καταρρακτωδώς και η αγωνία μου να φτάσω σπίτι του στεγνός κι όχι μούσκεμα, ήταν ένας απορροφητήρας που τράβηξε την προσοσχή μου προς το φυσικό φαινόμενο κι άφησε στα σκοτεινά την αγωνία και το άγχος που είχα, στην προοπτική να συναντήσω ένα φυσικό ταλέντο της γραφής που κατάφερε με πολύ και συστηματική δουλειά να βρεθεί ανάμεσα στα σημαντικότατα ονόματα της αμερικάνικης και παγκόσμιας λογοτεχνίας…
Από κοντά ήταν πολύ όμορφος κι εξαιρετικά γοητευτικός. Έψαχνα να βρω ένα βιβλίο, πριν από τρία χρόνια, στο βιβλιοπωλείο των εκδόσεων Ζαχαρόπουλος, στη στοά που βρίσκεται στη Σταδίου. Ο εκδότης ήταν γνωστός μου χρόνια, από τότε που έβγαζα το περιοδικό «Περιοδικό». Με ρώτησε τι ψάχνω. «Πολ Οστερ», του λέω. «”Την τριλογία της Νέας Υόρκης”, συγκεκριμένα», συνέχισα. Το προηγούμενο απόγευμα ήμουν στο σπίτι του Γιάννη Ξανθούλη. Μιλούσαμε και ανάμεσα στα άλλα μου είχε πει: «Έχεις διαβάσει Οστερ;». «Όχι», του είπα. «Θα τρελαθείς».
Έφυγα από το βιβλιοπωλείο έχοντας μέσα σε μια τσάντα πλαστική φυλακισμένη την απόλαυση που έμελλε να με βρει διαβάζοντας αυτόν τον μεγάλο συγγραφέα. Μετά έγινα φανατικός, αγόρασα τα πάντα, ό,τι είχε μεταφραστεί στα ελληνικά, και κάθε λίγο και λιγάκι περνούσα από τον Ζαχαρόπουλο να δω αν έβγαλε το καινούργιο βιβλίο του Όστερ που διάβαζα ότι είχε κυκλοφορήσει στην Αμερική. Μετά πήγα στον Δαναό και είδα τον “Καπνό”, μια ταινία που μου είχε διηγηθεί ο Δημήτρης ο Μητρόπουλος στους διαδρόμους της εφημερίδας. Την είχε δει στο τελευταίο του ταξίδι στην Αμερική. Τον είχα ακούσει με ενδιαφέρον, γιατί το σενάριο ήταν του αγαπημένου μου πια, Πολ Όστερ. Είδα και τις δύο ταινίες του, διάβασα και τη “Μουσική της Τύχης”, “Το Παλάτι του Φεγγαριού” και “Στη Χώρα των Χαμένων Πραγμάτων”…
Σήμερα όσα έχει γράψει ο Πολ Όστερ είναι αποθηκευμένα στη βιβλιοθήκη μου, ριζωμένα στη μνήμη μου, σαν εμπειρίες δικές μου και έχω και κάτι ακόμη που δεν έχει ίσως κανένας από όλους εσάς που αγαπάτε και έχετε διαβάσει Πολ Όστερ. Και αυτό το κάτι ως γνωστόν δεν θέλω να το κρατήσω για μένα, θέλω να το μοιραστώ μαζί σας. Τρεις ώρες με τον Πολ Οστερ, συζητώντας στο Μπρούκλιν, στο στούντιό του, με τον Πολ αραγμένο μπροστά στο γραφείο του, με τα πόδια πάνω στο γραφείο και εμένα με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι, απέναντί του, να του διηγούμαι πώς από ποδοσφαιριστής έγινα δημοσιογράφος και πατέρας.
Πολ Όστερ… Ένας από τους μεγαλύτερους εν ζωή Αμερικανούς συγγραφείς που ξέρει να διηγείται και να αιφνιδιάζεται από τις ερωτήσεις μου. «Είναι τόσο απλές που δεν μπορείς να μην απαντήσεις… Αλλά όταν απαντήσεις σκέφτεσαι ότι ήταν τόσο βαθιές που τελικά κάτι δεν είπες που έπρεπε να πεις!». Κυρίες και κύριοι, σε αυτές τις σελίδες του πρώτου τεύχους του FAQ που επανεκδίδεται, φιλοξενούμενος δικός μου και δικός σας, ο κύριος Πολ Όστερ. Απολαύστε την δεύτερη συνάντηση εικοσιτρία χρόνια μετά την πρώτη!
Σκηνικό
Εικοσιτρία χρόνια μετά
Πρωί… Στο σπίτι του στο Μπρούκλιν
– Σας ενοχλεί η κάμερα που γράφει;
Δεν μπορώ να βλέπω τον εαυτό μου στην κάμερα και να μιλώ… Είναι τρομερό! Συγγνώμη.
– Δεν είναι πρόβλημα… Θα την γυρίσω…
Ευχαριστώ. Ωραία!… Πάνε, περάσανε οι μέρες που οι κάμερες ζύγιζαν εκατό κιλά.
– Σε πολύ λίγα χρόνια θα έχουμε φυτεμένη την κάμερα στο μυαλό μας!
Εγώ βρίσκομαι ακόμα στην εποχή του σημειωματάριου, όπως κι εσείς απ΄ ό,τι βλέπω. Βέβαια το δικό μου, δεν είναι ακριβώς το ίδιο με το δικό σας. (Ξεφυλλίζει το τετράδιο μου). Όχι, τέτοιο σημειωματάριο δεν έχω. Εγώ δεν ζωγραφίζω, απλώς σημειώνω, σκέψεις, φράσεις και δουλειές που πρέπει να κάνω μέσα στη βδομάδα. Είναι πολύ ωραίο το δικό σας. Το χρησιμοποιείτε καθημερινά;
– Ναι. Γυρίζετε την πλάτη στην τεχνολογία;
Όχι… Απλώς, παραμένω συγκεντρωμένος σε αυτό που κάνω. Η συγκέντρωση είναι κάτι που έχω πολύ ανάγκη!
– Ξεχάστε λοιπόν για λίγο, ότι υπάρχει η κάμερα.
Εντάξει… Αν χτυπήσει το τηλέφωνο, η Σίρι, η γυναίκα μου, είναι επάνω και θα το σηκώσει, οπότε θα τo αφήσω να χτυπάει, δεν θα σταματήσω να μιλώ. Σας το λέω για να μην ανησυχήσετε αν χτυπήσει… Το έχω ρυθμίσει!» (Χαμογελάει)
– Πόσα χρόνια ζείτε εδώ;
Εικοσιέξι σε αυτό το σπίτι… Ναι, ναι! Εικοσιέξι χρόνια!
– Πώς νιώθετε που συνεχίζετε ακόμα να γράφετε;
Πώς αισθάνομαι που γράφω ακόμα… Ωραία αρχή… Σαν να έχετε διαισθανθεί κάποιο τέλος και να θέλετε να το εκμαιεύσετε… (γέλια) Αστειεύομαι…
– Τι είναι για σας το γράψιμο τώρα πιά;
Νομίζω, το γράψιμο είναι ένας τρόπος να συνεχίσω να ζω. Δεν μπορώ να με φανταστώ να μην γράφω.
– Συνεχίζετε όμως, τώρα πια, να γράφετε, για αναγνώστες που είναι όλη μέρα με ένα τηλέφωνο στο χέρι… Σε αυτούς απευθύνεστε; Ποιοι είναι οι αναγνώστες σας;
Δεν ξέρω, δεν έχω ιδέα! Πότε-πότε πάω είτε εντός Ηνωμένων Πολιτειών είτε και εκτός και κάνω μια παρουσίαση… Έρχεται κόσμος… Δεν ξέρω ποιοι είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι που έρχονται να με ακούσουν, πόσο μάλλον αυτοί που διαβάζουν τα βιβλία μου. Δεν μπορώ να πω πολλά για τους αναγνώστες μου. Μάλλον είναι άνθρωποι που διαβάζουν βιβλία γενικά. Τι να πω; Είναι όλων των ηλικιών, νέοι, μεσήλικες, γηραιότεροι, άντρες και γυναίκες, κορίτσια κι αγόρια, δεν ξέρω όμως ποιοι είναι. Από τις πωλήσεις ξέρω ότι υπάρχουν. Ευτυχώς, αυτό μου δίνει τη δυνατότητα να συνεχίζω να γράφω.
– Εσείς, ως συγγραφέας, απολαμβάνετε την ανάγνωση ενός βιβλίου όπως την απολαμβάνατε κάποτε;
Nα μια ενδιαφέρουσα ερώτηση. Ναι, έτσι νομίζω… Ωστόσο, με όλη αυτή την εμπειρία, με όλα αυτά τα χρόνια που γράφω -γράφω πάνω από 50 χρόνια- και με όλα αυτά τα βιβλία που έχω διαβάσει στη ζωή μου, είμαι πολύ πιο απαιτητικός αναγνώστης. Κι έτσι, αν αρχίσω να διαβάζω κάτι και δεν μ’ αρέσει ο τρόπος γραφής, το παρατάω, το σταματώ, δεν συνεχίζω. Όταν ήμουν νέος και δεν μπορούσα να διακρίνω τις ποιότητες, όπως συμβαίνει τώρα, τα διάβαζα όλα εξίσου, πράγμα που ήταν πολύ πιο υγιές. Απορροφάς όσο μπορείς περισσότερο και μετά από λίγο χωρίς να το πολυκαταλάβεις, μπορείς να παρακολουθείς και να αντιλαμβάνεσαι, τι είναι καλό και τι δεν είναι, τι καλύτερο και τι χειρότερο, και τότε, αν είσαι παθιασμένος με το διάβασμα, θέλεις να διαβάζεις μόνο τα καλά.
– Γιατί διαβάζουν οι άνθρωποι; Γιατί θέλουν να λένε και ν’ ακούνε ιστορίες;
Δεν είναι στο χέρι μας να κλείσουμε τα αυτιά μας στις ιστορίες, στις αφηγήσεις. Οι ιστορίες και η αφήγησή τους είναι θεμελιώδες μέρος της ανθρώπινης φύσης. Όλες οι κουλτούρες είναι θεμελιωμένες πάνω σε ιστορίες. Οι ιστορίες είναι η μόνη και η άριστη, πιο αξιόπιστη μέθοδος, για να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τον πραγματικό κόσμο. Αλλιώς, όλα θα ήταν σε σύγχυση. Ένα χάος ξεχωριστών στιγμών όπου συμβαίνουν χίλια πράγματα ταυτόχρονα. Οι ιστορίες διαλέγουν και παίρνουν καθένα από τα στοιχεία του πραγματικού κόσμου και τα κάνουν κομμάτια που μπορείς ν’ αρπάξεις από τις σελίδες του βιβλίου ή από τη φωνή που αφηγείται. Οι αφηγήσεις μας βοηθάνε να καταλάβουμε τον εαυτό μας. Αισθάνομαι λοιπόν, ότι η δίψα αυτή για ιστορίες υπάρχει σε όλες τις κουλτούρες, από τότε που υπάρχει ο άνθρωπος πάνω στη γη και ότι γενετικά γίνεται αισθητή στο παιδί από τα δύο του χρόνια. Από τότε που μαθαίνει να μιλάει, θέλει ν’ ακούει ιστορίες. Άρα… αυτό δεν είναι επιλογή∙ είναι θεμελιώδες ιδίωμα της ανθρωπότητας. Χρειαζόμαστε τις ιστορίες σαν την τροφή, τα ρούχα, την κατοικία, είναι η ταυτότητά μας, είμαστε αφηγητές ιστοριών.
– Πότε μια ιστορία, μια αφήγηση, είναι καλή;
Nομίζω, όταν ανοίγει μια πόρτα μέσα στον νου σου για κάτι που δεν έχεις ξανασκεφτεί. Επίσης όταν μέσω της αφήγησης συναντιέσαι με κάτι που βίωσες κι εσύ, αλλά δεν είχες ποτέ τις κατάλληλες λέξεις ή την ικανότητα να αρθρώσεις αυτό που σου συνέβη. Διαβάζεις λοιπόν έναν συγγραφέα που μπορεί να μιλάει γι αυτό το βίωμα -ένα πολύ καθημερινό βίωμα, κοινό ανθρώπινο βίωμα- και επειδή έχει τον τρόπο να το πει, το ξαναζωντανεύει, το κάνει κτήμα όλων. Παράδειγμα ο Μαρσέλ Προυστ, ένας συγγραφέας που θαυμάζω πάρα πολύ. Το ιδιαίτερο του Προυστ είναι πως, όταν τον διαβάζεις, έχεις μια συνεχή αίσθηση αναγνώρισης. Λες: «Α, ναι. Έτσι αισθάνθηκα κι εγώ σε μια αντίστοιχη περίπτωση», «Α ναι, αυτό το έχω βιώσει κι εγώ»! Πριν από τον Προυστ, κανένας δεν άρθρωσε σε γραπτό λόγο, αυτά τα μικρά πράγματα της ζωής του ανθρώπου. Αυτό, λοιπόν, είναι η καλή ιστορία. Κάτι που μας λέει ότι αυτό που αισθανόμαστε για τον κόσμο, τον εαυτό μας και τους άλλους γύρω, είναι αληθινό.
– Τι είναι αλήθεια;
Δεν υπάρχει αλήθεια νομίζω… Είναι αδύνατον να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση και σας λέω αλήθεια. (Γέλια)
– Στα Ελληνικά, αλήθεια ετυμολογικά είναι αυτό που δεν μπορούμε να ξεχάσουμε. “Το αξέχαστο”. Αυτό που δεν μπορούμε να βυθίσουμε στην λήθη…
Όχι, όχι… δεν είναι αυτό η αλήθεια… (παύση). Αλλά ίσως να είναι και αυτό, τώρα που το ξανασκέφτομαι, μπορεί αυτός να είναι ένας ορισμός της αλήθειας. Υπάρχουν όμως και πολλά άλλα που δεν μπορούμε να ξεχάσουμε. Υπάρχουν και αξέχαστα ψέματα για παράδειγμα. Αυτή πάντως είναι πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση! Επί παραδείγματι, εγώ δεν ξεχνάω ποτέ ένα ψέμα που μου είπαν. Υποθέτω πως θα πείτε, το ότι θυμάμαι ένα ψέμα, ότι δεν μπορώ να το ξεχάσω ό,τι κι αν κάνω, είναι η αλήθεια της συνθήκης μέσα στην οποία ειπώθηκε το ψέμα. Από αυτή την άποψη δέχομαι αυτόν τον ορισμό της αλήθειας.
– Γιατί οι άνθρωποι λένε ψέματα;
Λένε ψέματα για χίλιους διαφορετικούς λόγους. Κάποτε από καλοσύνη ή για να προστατέψουν τα αισθήματα άλλων ανθρώπων. Αυτό στα Αγγλικά λέγεται «λευκό ψέμα», που σημαίνει ότι δεν ενέχει καμία σκληρότητα. Είναι το ψέμα ως καλή πράξη. Αν έχεις ένα φίλο που είναι άσχημος ή παραμορφωμένος ή που ντρέπεται πολύ για την εμφάνισή του, του λες ότι κάνει λάθος ο καθρέφτης του, του λές ότι έχει την δική του γοητεία, του λές ότι εσύ χαίρεσαι που τον βλέπεις… Λες ψέματα εκείνη την ώρα, αλλά δείχνεις μια απέραντη κατανόηση του προβλήματος, δείχνεις καλοσύνη κι ανθρωπιά. Τελικά, για να μην πολυλογούμε, όλοι κάποια στιγμή λέμε ψέματα, όλοι το κάνουμε αυτό κάποια δεδομένη στιγμή. Υπάρχουν πολλοί επίσης, που λένε ψέματα από ντροπή… Κάνανε κάτι που δεν είναι περήφανοι και γι’ αυτό λένε ένα ψέμα. Λένε το ψέμα για να γλιτώσουν, ή λένε ψέματα, όπως έλεγε ο 45ος Πρόεδρος της χώρας μου: για να κερδίσει την εξουσία πάνω στους άλλους. Οι άνθρωποι λένε ψέματα… λένε ψέματα για χίλιους διαφορετικούς λόγους.
– Γιατί ένας άνθρωπος της εξουσίας λέει πιο εύκολα ψέματα; Το δωμάτιο της εξουσίας είναι φιλόξενο σε ανθρώπους που λένε την αλήθεια;
Ακούστε. Οι άνθρωποι της εξουσίας συνήθως λένε μόνο ψέματα. Λένε ψέματα ακόμα κι όταν δεν έχουν εξουσία κυρίως όταν θέλουν να την αποκτήσουν. Όσοι δεν εξουσιάζουν και θέλουν να πάρουν την εξουσία από κάποιον που την έχει, αρχίζουν να λένε όλα τα είδη ψεμάτων εναντίον του για να πετύχουν τον σκοπό τους. Αυτό έγινε πριν λίγα χρόνια στη χώρα μας, όταν ο άνθρωπος που ήταν ο 45ος Πρόεδρος -βλέπετε, δεν μπορώ να πω ούτε το όνομά του, με πονάει υπερβολικά αυτή η κατάσταση, αυτή η επιλογή των Αμερικανών- αυτός ο άνθρωπος λοιπόν -θα μου επιτρέψετε να τον λέω ο “Νούμερο 45”- o “Νούμερο 45” λοιπόν, ως απλός πολίτης, ούτε καν υποψήφιος ακόμα, άρχισε να ψεύδεται μιλώντας για τον Ομπάμα, τον τότε Πρόεδρο. Έλεγε στη χώρα πως ο Πρόεδρος Ομπάμα, δεν είναι από εδώ, δεν είναι πολίτης αυτής της χώρας, δεν είναι επομένως, ούτε νόμιμος Πρόεδρος… Δεν έχει επομένως το δικαίωμα να είναι αυτό που είναι. Στην αρχή όλοι ακούγαμε όλα αυτά τα ψέματα και γελάγαμε, τον κοροϊδεύαμε. Μα τα έλεγε, τα ξανάλεγε και το ξανάλεγε, μέχρι που ήρθε μια στιγμή που πολλοί πολίτες αυτής της χώρας -τώρα δεν ξέρω αν ήταν οι περισσότεροι, ο αριθμός όμως δικαιολογεί το “πολλοί”… νομίζω ότι ήταν το 40%- πίστεψαν αυτό το ψέμα σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που ο “Νο. 44” αναγκάστηκε να προσκομίσει στοιχεία ότι ήταν νόμιμος Πρόεδρος, γεννημένος σ’ αυτή την χώρα… Να ένας άνθρωπος χωρίς εξουσία που εψεύδετο για να την αποκτήσει.
– Πως εξηγείτε ότι υπήρξε ένα 40% των αμερικανών ψηφοφόρων που πίστεψε σ’ αυτό το ψέμα; Σε αυτόν τον άνθρωπο;
Όποιος ξέρει λίγη ψυχολογία κι έχει διαβάσει και ιστορία, θυμάται τον μεγάλο δάσκαλο του ψεύδους, τον Γιόζεφ Γκέμπελς, στη ναζιστική Γερμανία. Οι Ναζί κατάλαβαν ότι, αν λες συνεχώς το ίδιο ψέμα, ξανά και ξανά, σιγά-σιγά οι άνθρωποι θα αρχίσουν να σε πιστεύουν. Έτσι λειτουργεί. Αν φύγουμε από την πολιτική, αυτή είναι ακριβώς η φιλοσοφία της διαφήμισης. Για να πουλήσεις το προϊόν σου, λες συνέχεια το ίδιο ψέμα, γιατί το δικό σου σαπούνι είναι καλύτερο από του άλλου, κι ο κόσμος αρχίζει να το πιστεύει, αν το έχει ακούσει αρκετά. Αρκεί να έχεις χρήματα να διαθέσεις στη διαφήμιση του ψέματος.
– Νιώθετε αριστερός;
Nαι! Είμαι και νιώθω αριστερός!
– Τι είναι η αριστερά για σας; Ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του σημερινού αριστερού;
Λοιπόν, σ’ αυτή την χώρα απ’ την αρχή υπήρχε μακρά πάλη ανάμεσα σε δύο είδη ανθρώπων. Αυτή η πάλη συνέβη μόνο στη χώρα μας, γιατί η Ηνωμένες Πολιτείες, είναι μια χώρα επινοημένη. Είναι η πρώτη χώρα που προέκυψε σαν ιδέα και όχι σαν φυσική εξέλιξη του λαού της. Η χώρα ιδρύθηκε βάσει ορισμένων καταστατικών εγγράφων, όπου γραφόταν πως κάθε πολίτης είναι ελεύθερος. Η μισή χώρα, έτσι, από την αρχή-αρχή πίστεψε ότι είναι ανεξάρτητη από κάθε άλλον. Γι’ αυτό αυτοί οι μισοί δεν έχουν την αίσθηση και την ιδέα ότι ανήκουν σ’ ένα μεγαλύτερο όλον, ότι αποτελούν μέρος της χώρας και δεν είναι καθένας τους ένα ξεκομμένο νησί, αυθύπαρκτο και αδιατάρακτο. Από την άλλη, οι υπόλοιποι πολίτες πιστεύουν ότι στην πράξη ζούμε μαζί, ότι είμαστε όλοι υπεύθυνοι ο ένας για τον άλλον και ότι πρέπει να βάλουμε τα δυνατά μας για την καλύτερη ζωή του καθενός μας. Γιά μένα αυτό το δεύτερο είδος είναι αυτό που ονομάζω Αριστερά. Και Δεξιά είναι: “ο καθένας για τον εαυτό του”. Εγω πιστεύω ότι όλοι ζούμε σε σχέση με τους άλλους, κανείς δεν ζει μόνος… Αυτή είναι η βασική διαφορά αριστεράς δεξιάς σε αυτή τη χώρα.
– Πώς εξηγείτε ότι μετά από έναν άνθρωπο σαν τον Ομπάμα ήρθε στην εξουσία, ένας άνθρωπος σαν τον… “Νο. 45” ; Τι συμβαίνει; Τι δεν καταλαβαίνουν οι άνθρωποι; Μήπως αυτό είναι μια μορφή ήττας της Aριστεράς;
Νομίζω ότι ο λόγος που ήρθε στην εξουσία ο “Νο. 45” είναι πολυσύνθετος. Δεν υπάρχει μία μόνο απάντηση σε αυτή την ερώτηση. Θα πάρει έξς ώρες να σας πω γιατί εκλέχτηκε ο “Νο. 45”. Ένας, όμως, από τους κυριότερους παράγοντες σ’ αυτή την εκλογή, είναι ότι για πρώτη φορά στον Λευκό Οίκο μπήκε μαύρος. Για σκεφτείτε τις λέξεις, σκεφτείτε μόνο τις λέξεις, μαύρος στον Λευκό Οίκο! Εγώ ήμουν ευτυχισμένος με αυτή την εξέλιξη. Πίστευα ότι αυτό ήταν το μέγιστο επίτευγμα της Αμερικής σαν χώρα. Θεώρησα ότι επιτέλους ενηλικιωνόμαστε και βαδίζουμε προς ένα καλύτερο μέλλον. Ήμουν στ’ αλήθεια εκστασιασμένος. Δεν είχα καταλάβει, όμως, δεν είχα όντως καταλάβει, πόσο βαθύς είναι ο ρατσισμός σε αυτή χώρα. Ήξερα ότι υπάρχει, ήξερα ότι είναι παντού, ότι ήταν όμως τόσο βαθειά ριζωμένος, δεν το ήξερα. Έτσι, θα ’λεγα, το ένα τρίτο, και δεν υπερβάλλω, το ένα τρίτο των λευκών της χώρας τρομοκρατήθηκαν με την εκλογή του Ομπάμα. Το πήραν σαν το φοβερότερο που μπορούσε να συμβεί. Και σχεδόν αμέσως στράφηκαν εναντίον του. Ξέρετε ποιούς εννοώ… Αυτό το δεξιό κόμμα, το Tea Party, που διογκωνόταν και εκεί γύρω στο 2009 κέρδιζε συνέχεια έδρες στο Κογκρέσο και την Γερουσία. Aυτό είναι ένας κύριος παράγοντας που οδήγησε στην εκλογή του “no 45”. Ο δεύτερος σημαντικός παράγοντας ήταν ο αντίπαλος το “Νο. 45″… Στις εκλογές του 2016 ποιον είχε αντίπαλο ο “Νο. 45”;
– Μια γυναίκα! Τη Χίλαρυ…
Ναι… Ο ρατσισμός σε αυτή την χώρα είναι πολύ βαθύς όπως είπα και πιστεύω. Το ίδιο όμως, βαθύς, είναι κι ο μισογυνισμός, το μίσος για τη γυναίκα , και ειδικά την γυναίκα στην εξουσία. Γι’ αυτό οι άνθρωποι που ήδη μισούσαν τον Ομπάμα, θύμωσαν διπλά με την ιδέα μιας γυναίκας που είχε το θράσος, την αλαζονεία, να αποφασίζει να γίνει Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Γι’ αυτό έχασαν οι Δημοκρατικοί αυτομάτως, μεγάλο τμήμα των ψηφοφόρων. Την ίδια στιγμή εμφανίζεται ένας υποψήφιος, ο “Νο. 45”, ένας άνθρωπος γεμάτος πικρία, ένας άνθρωπος γεμάτος θυμό για τον εαυτό του, που ανακάλυψε ότι είχε μεγάλο ταλέντο, να επικοινωνεί με άλλους ανθρώπους που νιώθουν πικρία και θυμό. Και δεν είχε καμμιά σημασία τι τους έλεγε… Οι θυμωμένοι και πικραμένοι αισθάνθηκαν ότι αυτός, ήταν ένας άνθρωπος πολύ πλούσιος που κατά κάποιο τρόπο μιλούσε για λογαριασμό τους. Κι αυτό δεν είχε να κάνει με την οικονομία ή τη φιλοσοφία, είχε να κάνει με ένα βαθύ ψυχολογικό θυμό ενάντια στην κατάσταση των πραγμάτων. Λοιπόν, έκανε 63 εκατομμύρια Αμερικανούς να τον ψηφίσουν. Αυτό εχει σημασία. Αυτό που συνέβει, με εκπλήσσει και με αηδιάζει. Εξήντα τρία εκατομμύρια Αμερικανοί ψήφισαν αυτόν τον… αποφεύγω να τον χαρακτηρίσω γιατί θα είμαι πολύ απαξιωτικός αν ανοίξω το στόμα μου κι αφήσω ελεύθερα τα συναισθηματά μου. Από την άλλη, τη Χίλαρυ Κλίντον, την ψήφισαν 66 εκατομμύρια, κέρδισε τη λαϊκή ψήφο, την ψήφισαν περισσότεροι, μα με το πολύ περίεργο σύστημα που έχουμε, κέρδισε το Κολέγιο των Εκλεκτόρων και μ’ αυτούς κέρδισε τις εκλογές, παίρνοντας με το μέρος του τις τρεις πολιτείες Πενσυλβάνια, Ουισκόνσιν και Μίσιγκαν με συνολικά 80.000 ψήφους παραπάνω, περίπου τον αριθμό των θεατών που γεμίζουν ένα στάδιο σε έναν αγώνα ποδοσφαίρου. Η χώρα πήρε αυτό τον δρόμο για 80 χιλιάδες ψήφους σε ένα σύνολο 129 εκατομμυρίων. Για ένα τίποτε, για έναν αριθμό αμελητέο δηλαδή.
– Ελεύθερος άνθρωπος είναι αυτός που υπερβαίνει τους φόβους του;
Όχι κατ’ ανάγκην, όχι. Δεν μπορώ να μιλάω με τόσο αφηρημένους όρους. Δείξτε μου τον άνθρωπο, δείξτε μου τη ζωή του, δείξτε μου τα βιώματά του και θα σας πω αν είναι ελευθερος, αν μπορεί να είναι ελεύθερος! Δεν μπορώ όμως να απαντήσω σ’ αυτή την ερώτηση γενικά. Η ελευθερία έχει παρεξηγηθεί γιατί όλοι είναι έτοιμοι να δώσουν μιά απλή αυθέρετη ερμηνεία του όρου ελευθερία.
– Το αίτημα της ελευθερίας καθορίζεται από εσωτερικούς φόβους; Δημιουργεί καινούργιους φόβους η ελευθερία; Μετά από μια επανάσταση, γιατί οδηγούμαστε σε μεγαλύτερο συντηρητισμό;
Ω, αυτή είναι πολύ σύνθετη ερώτηση. Δεν ξέρω αν είναι όντως θέμα ελευθερίας όλα αυτά που περιλαμβάνεις στην ερώτηση σου. Υπάρχουν άνθρωποι που είναι φοβισμένοι και έχουν ανάγκη να ζουν σε κουτιά. Έχουν ανάγκη από τους κανόνες και τις ρυθμίσεις τους, ώστε να μην χρειάζεται να αναρωτηθούν για το έσχατο κενό του σύμπαντος. Γιατί γι’ αυτό πρόκειται, έτσι δεν είναι; Γι’ αυτό, ξέρετε, φτιάξαμε τις θρησκείες, για να δώσουμε στους ανθρώπους μια εντύπωση ότι όλα έχουν ένα νόημα. Ε, λοιπόν, δεν έχουν όλα νόημα, αλλά πού να πας να το πεις. Ή για να είμαι πιο ακριβής, εγώ νομίζω ότι δεν έχουν όλα αυτά που συμβαίνουν νόημα, για αυτό και δεν βγάζουν πουθενά. Εμείς είμαστε που κατασκευάζουμε τη πραγματικότητα γύρω μας. Μερικοί άνθρωποι έχουν ανάγκη την θρησκεία, έχουν ανάγκη τα κοινωνικά τους ήθη, έχουν ανάγκη να σκέφτονται με συγκεκριμένο τρόπο για να αισθάνονται καλά την κάθε μέρα τους, γιατί δεν έχουν πως να απαντήσουν τη μεγάλη ερώτηση που αφορά το ίδιο το σύμπαν. Άλλοι άνθρωποι είναι πολύ πιο χαλαροί και ανοιχτοί και τους αρέσει να βγαίνουν από το κουτί. Χαίρονται να συναντούν ανθρώπους από άλλες χώρες, από άλλες κουλτούρες. Οι λευκοί αγαπούν τους μαύρους, οι μαύροι δεν συγκρούονται με τους λευκούς. Άνθρωποι που θέλουν να τα πηγαίνουν καλά μεταξύ τους, που δεν ενδιαφέρονται για την σεξουαλική ζωή των άλλων. Τι με ενδιαφέρει εμένα αν έχεις “ερωτευτεί” αυτό το ωραίο τραπέζι που καθόμαστε και θέλεις να το “παντρευτείς”; Θα σου πω: «Πολύ καλά, πάρτο μαζί σου στην Ελλάδα και να ζήσετε ευτυχισμένοι εσύ και το “τραπέζι που σου αρεσει”»! (Γελάει) Ένας άλλος, όμως, θα σου έλεγε: «Μα θα ζήσεις με ένα τραπέζι; Αδύνατον, αδύνατον! Είναι ενάντια σε όλους τους κανόνες και προσβάλλει τον Θεό, αυτό που λές». Ε, εγώ λοιπόν, δεν σκέφτομαι έτσι. Το θέλεις; «Παντρέψου το»!
– Γράφοντας ένα μυθιστόρημα, μπορούμε μέσα από ένα ψέμα να καταλήξουμε σε μια μεγάλη αλήθεια;
Για να απαντήσω πρέπει να μου πείτε τι εννοείτε με τη λέξη “ψέμα”.
– Το μυθιστόρημα, τις περισσότερες φορές, είναι ένα δημιούργημα της φαντασίας. Είναι μια επινόηση…
Σωστά, αλλά η επινόηση δεν είναι ψέμα. Τα δημιουργήματα της φαντασίας είναι κι αυτά ζωή και οι επινοήσεις για να έχουν την σημασία τους πρέπει να είναι φορείς αλήθειας. Οι άνθρωποι κάνουν συνέχεια αυτό το λάθος. Το μυθιστόρημα, το θεωρούν ψέμα, γιατί δεν είναι εμπράγματη ιστορική αλήθεια. Αλλά αυτό δεν ισχύει καθόλου. Όχι, όχι. Τα καλά μυθιστορήματα λένε πάντα αλήθεια _δεν καταλαβαίνουμε τον κόσμο και ζούμε νομίζοντας ότι τον καταλαβαίνουμε… Αυτή είναι μια θεμελιακή αλήθεια. Όχι, όχι. Τελικά οι ιστορίες που αφηγούμαστε, είναι ο καλύτερος τρόπος να καταλάβουμε τον εαυτό μας και τον κόσμο. Το είπα και πιο πριν. Το καλό μυθιστόρημα δεν λέει ποτέ ψέματα.
– Αν είναι έτσι, υπάρχει και μια πραγματικότητα πέρα της πραγματικότητας…
Ναι, υπάρχουν πολλαπλές πραγματικότητες… Και πάνω σε αυτό το παράδοξο χτίζεται η μαγεία της τέχνης!
– Μεγαλώνοντας οι άνθρωποι χάνουν τη φαντασία τους ή νομίζοντας πια οι περισσότεροι άνθρωποι ότι γνωρίζουν, ότι ξέρουν πολλά, γυρίζουν την πλάτη σε αυτά που δεν γνωρίζουν, επομένως γυρίζουν τη πλάτη και στην σημασία της φαντασίας στη ζωή;
Καλά τα λέτε ή σωστά τα ερωτήματά σας αυτά… Λοιπόν, οι περισσότεροι άνθρωποι με το τέλος της παιδικής ηλικίας εξορίζουν την φαντασία από τη ζωή τους. Ο άνθρωπος έχει την τάση μεγαλώνοντας να κάνει αυτό που ήδη έμαθε, να μένει σε αυτό που ήδη γνωρίζει, γιατί αυτό του δημιουργεί την ασφάλεια ότι στο επόμενο βήμα του δεν κρύβεται ένας γκρεμός. Αυτή είναι η διαφορά του κοινού ανθρώπου από τον δημιουργό, του κοινού ανθρώπου από τον καλλιτέχνη…
– Δηλαδή πως συμπεριφέρεται ο καλλιτέχνης που ενηλικιώνεται;
Νομίζω ότι ο κάθε καλλιτέχνης, είτε είναι ζωγράφος, είτε συγγραφέας, είτε δραματουργός, είτε χορευτής, όλοι οι καλλιτέχνες γενικά, δεν χάνουν ποτέ την αίσθηση του παιχνιδιού. Μεγαλώνοντας συνεχίζουν να παίζουν, αλλά με πολύ σοβαρότερο τρόπο… Το παιγνιώδες στοιχείο δεν αφήνει ποτέ την τέχνη. Κι αυτό είναι που την κάνει τόσο υπέροχα μαγική. Νομίζω ότι ο λόγος που αγαπώ την τέχνη, που με νοιάζει τόσο πολύ η τέχνη, είναι το ότι είναι άχρηστη αλλά τόσο σημαντική η συμμετοχή της, στο φαινόμενο της ζωής.
– Η τέχνη μπορεί να αλλάξει τον κόσμο;
Όχι, όχι… Τον κόσμο δεν τον αλλάζει η Τέχνη. Δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο η Τέχνη… Με άλλα λόγια, θέλω να πω, ότι ένα βιβλίο δεν μπορεί να εμποδίσει τον πόλεμο, μια βόμβα να πέσει, ένα παιδί να λιμοκτονήσει. Δεν μπορεί η Τέχνη να δώσει ψωμί στον πεινασμένο…
– Γιατί οι άνθρωποι μεγαλώνοντας βάζουν στο περιθώριο την φαντασία τους; Γιατί παύουν να παίζουν; Τι είναι αυτό που σκοτώνει το παιχνίδι για τον ενήλικο άνθρωπο;
Είναι θλιβερό, αλλά συμβαίνουν αυτά, το είπα και λίγο πριν! Νομίζω ότι έχει να κάνει με το πώς μορφώνουμε τα παιδιά μας, όχι ειδικά εδώ στις ΗΠΑ αλλά παντού στον κόσμο. Σε ορισμένες κουλτούρες, είναι αλήθεια, οι ενήλικες συνεχίζουν να ενδιαφέρονται για τις τέχνες περισσότερο απ’ όσο σε άλλες. Αντιθέτως, στις Η.Π.Α. για παράδειγμα,,, δεν συνάντησα ποτέ μου οδοντίατρο που να διαβάζει με πάθος μυθιστορήματα. Άρα, ίσως υπάρχει κάποια διαφορά στην παιδεία από κουλτούρα σε κουλτούρα, αλλά γενικά μεγαλώνουμε τα παιδιά μας χωρίς να τους τονίζουμε τη σημασία του παιχνιδιού και τη δύναμη της φαντασίας στην ενήλικη ζωή τους.
– Γεννιέται κάποιος συγγραφέας ή γίνεται;
Δεν ξέρω… Δεν έχω ιδέα.
– Εσείς θα μπορούσε να μην είχατε γίνει συγγραφέας;
Eίναι δύσκολο να το φανταστώ… Οι πρώτες μου προσπάθειες να γράψω ήταν στα 9 μου χρόνια, δεν ξέρω γιατί…
– Τι συνέβη ακριβώς, θυμάστε;
Μου συνέβη κάτι καταπληκτικό. Ζούσα σε μια μικρή πόλη και ήταν η πρώτη μέρα της άνοιξης. Ήταν Σάββατο και δεν είχα σχολείο. Ξύπνησα και κοίταξα έξω από το παράθυρο και είδα πως η μέρα ήταν όμορφη. Η πρώτη καλή μέρα της άνοιξης… Αισθάνθηκα ευτυχία και βγήκα έξω να περπατήσω. Εκείνο τον καιρό τα παιδιά μπορούσαν να πάνε μια βόλτα χωρίς να έχουν τους γονείς από πάνω τους. Περπάτησα μέχρι το παρκάκι εκεί κοντά και κοιτάζοντας γύρω μου σκέφτηκα: «Τι καταπληκτικό πράγμα η άνοιξη, θέλω να γράψω ένα ποίημα γι’ αυτήν!». Συνέχισα να περπατάω και μπήκα σε ένα κατάστημα για ν’ αγοράσω στιλό και ένα μπλοκ, γύρισα στο πάρκο, κάθισα σ’ ένα παγκάκι κι έγραψα ένα ποίημα για την Άνοιξη, ίσως το χειρότερο ποίημα που γράφτηκε ποτέ. (Γέλια) Ναι, μη γελάτε, κυριολεκτώ… Ήταν γελοίο, αλλά εγώ αισθάνθηκα μια ευτυχία που μ’ ανέβασε στα ουράνια. Και ανακάλυψα πως η πράξη της καταγραφής των αισθημάτων μου και όσων έβλεπα γύρω μου, μου έδωσε το αίσθημα μιας μεγαλύτερης σύνδεσης με τα πράγματα που δεν ήταν εγώ, μια σύνδεση με πράγματα ξένα από μένα, με τα δέντρα, τον ουρανό, τα πουλιά… Αυτό μου έδωσε, λοιπόν, μεγάλη ευτυχία… Τότε ήταν νομίζω, που γεννήθηκε μέσα μου ο έρωτας της γραφής, τότε ήταν που κατάλαβα ότι αυτό ήταν ένα βάπτισμα στον κόσμο, κάτι που δεν σε γυρίζει πίσω στον εαυτό σου αλλά σε στρέφει προς τα έξω. Αυτό είναι ένα τόσο ωραίο αίσθημα! Νομίζω ότι ίσως γι’ αυτό τον λόγο συνεχίζω να γράφω. Ίσως γι’ αυτό γράφουν όλοι όσοι γράφουν.
– Υπάρχει μια στιγμή στη ζωή σας που αποφασίσατε ότι το γράψιμο θα γίνει η ζωή σας η ίδια; Ότι θα γίνετε συγγραφέας και αυτό θα είναι το επάγγελμά σας; Γιατί φαντάζομαι ότι μεγαλώσατε με όνειρα να κάνετε άλλα πράγματα στη ζωή σας. Πότε αποφασίσατε ότι μόνο αυτό θα κάνετε;
Όταν ήμουν νέος, μετά από αυτή την εμπειρία των 9 ετών, συνέβησαν δύο πράγματα. Για κάποιο λόγο, όταν ήμουν 12, κάθισα κι έγραψα μια μεγάλη ιστορία που εγώ τη θεωρούσα μυθιστόρημα, αλλά ήταν πιθανώς καμιά τριανταριά σελίδες γραμμένες με τα συνηθισμένα μεγάλα γράμματά μου. Την έδειξα στον δάσκαλό μου και μου είπε: «Είναι πολύ καλή! Θα ’θελες να τη διαβάζεις στην τάξη κάθε μέρα τα τελευταία τρία με πέντε λεπτά;». Έτσι, για μια βδομάδα περίπου, σηκωνόμουν και διάβαζα στα παιδιά της τάξης την ιστορία μου. Και νομίζω ότι τους άρεσε ή τουλάχιστον χαιρόντουσαν που δεν έκαναν μάθημα και μπορούσαν να σκεφτούν κάτι διαφορετικό. Όταν μεγάλωσα λιγάκι και άρχισα να διαβάζω αυτά που λένε βιβλία για ενήλικες, έγινα πολύ σοβαρός αναγνώστης. Στα 15 μου διάβασα το “Έγκλημα και τιμωρία” του Ντοστογιέφσκι για πρώτη φορά και μου έκανε φοβερή εντύπωση, με συγκλόνισε. Όταν το άφησα από τα χέρια μου, είπα: «Να τι μπορεί να είναι το μυθιστόρημα, να τι μπορεί να κάνει το μυθιστόρημα!». Και από τότε για μένα δεν υπήρχε τίποτε καλύτερο από το να γράφω μυθιστορήματα, είπα πως αυτό θέλω να κάνω στην υπόλοιπη ζωή μου, να γράφω. Νομίζω ότι τότε αποφάσισα αυτό που ρωτάτε και δεν αναθεώρησα ποτέ την απόφασή μου.
– Οι γονείς σας είχαν αντιρρήσεις; Αντιστάθηκαν σε αυτή σας την απόφαση;
Δεν ξέρω αν τους το είπα καν. Λοιπόν, αυτό είναι ενδιαφέρον…
– Όταν λέτε ενδιαφέρον;
Ο γάμος των γονέων μου δεν ήταν καλός και, όπως ίσως γνωρίζετε, στο τέλος χώρισαν. Η μητέρα μου, όμως, με λάτρευε τόσο, που συμφωνούσε με ό,τι κι αν έκανα. Ο πατέρας μου που είχε πάρα πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια, ήταν, να το πούμε, πολύ πρακτικός άνθρωπος, τον είχε κάνει η ανάγκη πρακτικό, δεν με πολυκαταλάβαινε. Γι’ αυτόν, ο μόνος σκοπός της ζωής, το μόνο πράγμα που άξιζε στη ζωή του, ήταν να βγάζει λεφτά. Νομίζω, λοιπόν, ότι τον μπέρδευε βαθύτατα ότι έγινε πατέρας αυτού του αγοριού που ήθελε να γίνει συγγραφέας. Δεν το κατάλαβε ποτέ του.
– Αντιδρούσε;
Δεν ήταν ότι μου έβαζε τις φωνές ή ότι θύμωνε μαζί μου. Απλώς δεν το καταλάβαινε αυτό που έκανα. Και για πολύ καιρό δεν σταμάτησε να λέει, «Καλά, λοιπόν, ωραίο χόμπι το γράψιμο, αλλά χρειάζεσαι και μια δουλειά, να βγάζεις τα προς το ζην».
– Εσείς τι του λέγατε;
Τίποτα, γιατί ένιωθα ότι είχε δίκιο. Αλλά εγώ ήμουνα τόσο αποφασισμένος που δεν άκουγα κανέναν. Και υπέφερα πολύ, γιατί το μόνο που έκανα ήταν να γράφω. Κι όταν γράφεις και δεν βγάζεις λεφτά και δεν κάνεις τίποτε άλλο, τότε βρίσκεσαι σε δύσκολη θέση. Λοιπόν, βρισκόμουν πολύ καιρό σε πολύ δύσκολη θέση. Τα πράγματα, ωστόσο, άρχισαν να πηγαίνουν καλύτερα από κάποια στιγμή και μετά, καλύτερα…
– Εξαιτίας του πατέρα σας βελτιώθηκαν τα πράγματα; Σας άφησε κάποια χρήματα ο πατέρας σας που το μόνο που είχε στο μυαλό του ήταν να βγάλει χρήματα;
(Γέλια) Όχι, όχι, εγώ ο ίδιος ήμουνα η αιτία που τα πράγματα άρχισαν να πηγαίνουν καλύτερα. Άρχισα δηλαδή, να εκδίδω βιβλία… αυτό μετά τα είκοσί μου χρόνια. Ο πατέρας μου εντυπωσιάστηκε με αυτό που συνέβαινε. Είπε κάποια στιγμή: «Για δες τον, που βγάζει βιβλία, κι εδώ, κι εκεί και σε τόσες χώρες! Πολύ ενδιαφέρον!». Σ’ εμένα βέβαια δεν είπε τίποτα, αλλά ξέρω ότι άρχισε να νιώθει περήφανος για μένα… και μετά πέθανε, δυστυχώς.
– Η μητέρα σας, ήταν το δυνατό στοιχείο μέσα στην οικογένεια;
Αν ήταν το πιο δυνατό στοιχείο; (Χαμογελάει) Δεν νομίζω… Δεν ξέρω… Και οι δύο ήταν δυνατές προσωπικότητες. Ήταν και οι δύο, πολύ μεγάλες δυνάμεις. Εγώ ήμουν πιο κοντά στη μητέρα μου. Επομένως, μάλλον εκείνη με επηρέαζε περισσότερο. Η μητέρα μου ήταν πιο πολύπλοκη γυναίκα. Οι περισσότεροι άνθρωποι είμαστε πολύπλοκοι, αυτή ήταν πιο πολύπλοκη, πολύπλοκη με τρόπο ιδιαίτερο. Aλλά είχε πάρα πολλές καλές ιδιότητες κι επίσης είχε μια γήινη ηθική και συμπόνια, αυτά ήταν, νομίζω, τα σημαντικά ατού της. Και είχε και μια τρομακτικά καλή αίσθηση του χιούμορ. Από όλους τους ανθρώπους που έχω γνωρίσει, αυτή έλεγε τα ανέκδοτα καλύτερα από όλους, είχε αυτό το χάρισμα, μαζί με πολλά άλλα.
– Τι κάνει ένα συγγραφέα καλό συγγραφέα, τι κάνει ένα συγγραφέα μεγάλο, τι κάνει ένα συγγραφέα μύθο;
Δεν γνωρίζω, δεν μπορώ να σας απαντήσω.
– Γιατί συνεχίζει να ζει ο Σαίξπηρ, γιατί ζει ο Ντοστογιέφσκι ακόμα και σήμερα; Τι είναι αυτό που κερδίζει τον χρόνο και κάνει αυτούς τους ανθρώπους αθάνατους;
Νομίζω, όλοι αυτοί, κατάφεραν να σπάσουν ένα κέλυφος και να μας δείξουν τον κόσμο όπως είναι και δεν μπορούσαμε να τον δούμε, μας ήταν αδύνατον να τον δούμε έτσι όπως είναι προηγουμένως. Πρόκειται για μεγάλο μυστήριο. Στ’ αλήθεια δεν ξέρω ν’ απαντήσω ούτε σε αυτή την ερώτηση. O Σαίξπηρ είναι ειδική περίπτωση, ιδιαίτερα στην αγγλική γλώσσα και λογοτεχνία, ίσως και σε ολόκληρη τη λογοτεχνία. Είναι κάποιος που μοιάζει να μπορεί να επιτύχει τα πάντα, που γράφει με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Έγραψε τραγωδίες, έγραψε κωμωδίες, έγραψε ερωτικές ιστορίες, επίσης έργα που δεν είναι ούτε τραγωδίες ούτε κωμωδίες. Μοιάζει να τον ενδιέφεραν τα πάντα, όλα τα είδη των ανθρώπων. Ίσως λόγω της τρομακτικής του περιέργειας που μας μαγεύει ακόμη σήμερα, ίσως λόγω της άρνησής του να γυρίσει την πλάτη σε όποια πλευρά της ανθρώπινης ζωής. Όμως, βλέπεις κι άλλους ανθρώπους με αυτές τις ιδιότητες, που δεν γράφουν όπως ο Σαίξπηρ. Όλα τούτα συνοψίζονται σε μιαν απλή διαπίστωση, ότι ο άνθρωπος ήξερε να γράφει όπως πολύ λίγοι άλλοι μπόρεσαν να γράψουν. Και μπορούμε ακόμα και σήμερα να διαβάζουμε αυτά που έγραψε με μεγάλη ευχαρίστηση. Kαι κάτι ακόμα: μετά από 500 χρόνια, τα έργα του θέλουμε να τα διαβάζουμε ακόμη στο αυθεντικό. Στην αρχή για τους νέους, για τους φοιτητές, τα Ελισαβετιανά Αγγλικά, είναι λίγο δύσκολα, αλλά αν δείξεις λίγη υπομονή και συνεχίσεις να διαβάζεις, σε ένα-δυο μήνες εξοικειώνεσαι και δεν σου φαίνονται καθόλου δύσκολα. Είναι αστείο, αλλά οι περισσότεροι προτιμούν ακόμα και σήμερα να χάσουν λίγο χρόνο να εξοικειωθούν με τα Ελισαβετιανά Αγγλικά, αν πρόκειται να απολαύσουν τον Σαίξπηρ στο αυθεντικό. Αυτό συμβαίνει μόνο με τον Σαίξπηρ στην Αγγλία… Είναι πολύ περίεργο αλλά δείχνει κάτι… Σε όλες τις άλλες χωρες, παίρνουν ένα κλασικό συγγραφέα και τον μεταφράζουν. Και γιά αυτό διαβάζουνε ντουζίνες μεταφράσεις του Σαίξπηρ, όπως εμείς έχουμε και διαβάζουμε πληθώρα μεταφράσεων του Ομήρου και του Σοφοκλή. Εγώ δυστυχώς, δεν μπορώ να διαβάσω Αρχαία Ελληνικά. Κάθε χώρα έχει τα μνημεία της και τους κλασικούς της, που όμως είναι εις βάθος προσιτοί μόνο από τους δικούς της ανθρώπους. Κι έτσι τους διαβάζουμε μεταφρασμένους και πρέπει να το κάνουμε. Αν ο μεταφραστής έκανε αξιοπρεπή μετάφραση, όχι ιδιοφυή, αξιοπρεπή απλώς, η πρωτογενής δύναμη του έργου θα περάσει στον αναγνώστη. Ακόμη κι αν δεν είναι αποτέλεσμα ισάξιο του έργου, ακόμη κι αν διαθέτει κάποια σχετική πιστότητα στο αρχικό έργο, θα βγει στη μετάφραση η ενεργός ζωτική του δύναμη. Για παράδειγμα, υπάρχουν διάφορες μεταφράσεις του Ντοστογιέφσκι. Είναι όλες λίγο διαφορετικές από το πρωτότυπο, αλλά η φωτιά της ιστορίας στο «Έγκλημα και τιμωρία» κατακαίει τα μικροπροβλήματα που υπάρχουν στη μετάφραση.
– Θα είχε νόημα κάποιον από αυτούς όλους τους συγγραφείς, να τους συναντούσατε, αν είχατε τη δυνατότητα;
Δεν νομίζω. Νομίζω ότι μου φτάνουν οι συναντήσεις που είχα όταν ήμουν νέος, με τον συγγραφέα που θαύμαζα σε υπερθετικό βαθμό, τον Σάμιουελ Μπέκετ.
– Συναντήσατε από κοντά τον Μπέκετ;
Όντως τον γνώρισα όταν ήμουν 25 χρονών, και συναντηθήκαμε ξανά, μετά στα 30. Ανταλλάξαμε και επιστολές. Αυτό ήταν πολύ σημαντικό για μένα. Ήταν καλός μαζί μου, με ενθάρρυνε και με βοήθησε να τα βγάλω πέρα σε πάρα πολύ δύσκολους καιρούς. Ξέρω επίσης κάποιους Νομπελίστες και πολύ επιτυχημένους και φημισμένους συγγραφείς. Αλλά η προοπτική να συναντήσω τον Μπέκετ με τρομοκράτησε όταν συνέβη, πήγαινα στο ραντεβού και σκεφτόμουνα: «Έχω άγχος… πω πω έχω μεγάλο άγχος!». Για να είμαι ειλικρινής, δεν βρίσκω κανέναν άλλο ζώντα συγγραφέα που θα μου προκαλούσε μεγαλύτερο άγχος από τον Μπέκετ, ούτε άλλον άνθρωπο… Ούτε καν ο Ουίνστον Τσόρτσιλ θα με άγχωνε τόσο.
– Πού συναντηθήκατε;
Στο Παρίσι, όταν ζούσα εκεί… Η επαφή έγινε μέσω μιας κοινής φίλης ζωγράφου, της Τζόαν Μίτσελ, που ήταν και παλιά δική του φίλη και ήταν βέβαια και δική μου φίλη εκείνη την περίοδο. Μια νύχτα που μιλούσαμε για τον Μπέκετ, με ρώτησε αν θέλω να τον γνωρίσω. Της είπα: «Ρωτάς; Και βέβαια θέλω πολύ να τον γνωρίσω!». Μου είπε να του γράψω ένα γράμμα και να του πω ότι αυτή με παρακίνησε να του γράψω. Έγραψα, λοιπόν: «Αγαπητέ κύριε Μπέκετ, η Τζόαν Μίτσελ πρότεινε…». Μου απάντησε αμέσως και συναντηθήκαμε.
– Ένας άνθρωπος που γράφει καλά μπορεί με την πάροδο του χρόνου να πάψει να γράφει καλά;
Nαι, υπάρχουν πολλά παράδοξα στην ιστορία της λογοτεχνίας. Υπάρχουν παραδείγματα ανθρώπων που έγραψαν ένα καλό βιβλίο, ένα πραγματικά καλό βιβλίο, και μετά αυτός ο συγγραφέας, άντρας ή γυναίκα, για κάποιο δικό του λόγο, δεν κατάφερε ποτέ να ξαναγράψει κάτι εξίσου καλό. Πολλοί συγγραφείς βελτιώνονται με τον καιρό, άλλοι είναι και παραμένουν άνισοι συγγραφείς _γράφουν ένα καλό βιβλίο, μετά ένα όχι τόσο καλό, μετά ένα καλύτερο και μετά ένα πολύ χειρότερο. Υπάρχουν επίσης κάποιοι που γράφουν συνεχώς καλύτερα και άλλοι που γερνάνε κι αρρωσταίνουν και αποφασίζουν να μη γράψουν άλλο πιά. Γνώριζα καλά τον Φίλιπ Ροθ, ο οποίος, πράγμα ασυνήθιστο, αποφάσισε να πάψει να γράφει τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Είπε: «Έκανα όλα όσα είχα την ανάγκη να κάνω και τα παρατάω». Τον θαύμασα γι’ αυτό. Νομίζω πως αυτή ήταν η καλύτερη απόφαση για εκείνον. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως όλοι πρέπει να κάνουν το ίδιο.
– Έχει κόστος η επιτυχία;
Kαι βέβαια! Όλα τα πράγματα έχουν κόστος και κέρδος. Και η αποτυχία έχει κόστος. Τα πάντα έχουν συνέπειες, όλα, όλα.
– Το κέρδος της επιτυχίας έχει μεγαλύτερη δύναμη από το κόστος της αποτυχίας;
Δεν γίνεται να μιλάμε με γενικότητες… Πρέπει να μιλάμε για συγκεκριμένους ανθρώπους. Την δεκαετία του ’50, ένας Αμερικανός συγγραφέας, ξεχνάω και τ’ όνομά του τώρα, έγραψε ένα βιβλίο, το “Raintree County”, που έτυχε πολύ καλής αποδοχής και έγινε μια σπουδαία ταινία με τον Μοντγκόμερι Κλιφτ και την Ελίζαμπεθ Τέυλορ.
– Ο Ρος Λόκριντζ…
Ακριβώς, γι’ αυτόν μιλάω… Έγινε λοιπόν το βιβλίο του, μεγάλο μπεστ-σέλερ, αλλά ο ίδιος έπαθε συγγραφικό μπλοκάρισμα, δεν μπόρεσε να ξαναγράψει τίποτε άλλο και τελικά αυτοκτόνησε. Αυτή είναι μια ολοφάνερη περίπτωση που η επιτυχία κατέστρεψε τον επιτυχόντα. Υπάρχει βέβαια και ο Κάρολος Ντίκενς που στα 26 του με τα “Pickwick Papers” μέσα σε μια νύχτα έγινε διάσημος και συνέχισε να γράφει όλο και καλύτερα μέχρι τον θάνατό του, τριάντα τόσα χρόνια αργότερα. Εξαρτάται, λοιπόν, από τον άνθρωπο… Κάθε περίπτωση είναι μια άλλη περίπτωση.
– Σε σας πώς επιδρά η αποτυχία;
H αποτυχία; (Χαμογελάει) Ναι, αυτή είναι μιά πολύ καλή ερώτηση… Εξαρτάται από το είδος της αποτυχίας κάθε φορά.
– Υπάρχουν πολλά είδη αποτυχίας;
Στην τέχνη υπάρχουν κυρίως δύο είδη αποτυχίας. Είναι όταν αποτυγχάνεις να κάνεις καλή δουλειά, είναι όμως και η αποτυχία ενός προσώπου που φαντάστηκε τα πράγματα που νόμιζε ότι μπορούσε να επιτύχει, και μετά δεν τα κατάφερε και έκρινε ο ίδιος, πως δεν μπόρεσε να γράψει στο ύψος των προσδοκιών του. Αυτό είναι δύσκολο πράγμα και πολλοί άνθρωποι φτάνουν σε μια τέτοιαν ώρα, γιατί, όπως ξέρουμε, στα είκοσι είμαστε όλοι συγγραφείς, λιγότεροι παραμένουν συγγραφείς στα 30, ακόμη λιγότεροι στα 40, στα 50, στα 60… Οι αριθμοί συνέχεια μικραίνουν και λιγοστεύουν οι συγγραφείς που συνεχίζουν… Οι περισσότεροι άνθρωποι σταματάνε, τα παρατούν από ένα σημείο και μετά. Είτε δεν είναι ικανοποιημένοι με τη δουλειά τους ή η ιδέα ότι πρέπει να συνεχίσουν να κάνουν όλη αυτή τη δουλειά χωρίς να τους αναγνωρίζεται όσο θέλουν, δεν τους γεμίζει. Αυτό είναι το ένα είδος αποτυχίας που σας λέω…
– Το σπουδαίο βιβλίο το καταλαβαίνετε όταν το γράφετε;
Μερικές φορές, ναι… συνήθως όμως, όχι. Είναι δύσκολο να το εξηγήσω. Όταν γράφεις, όταν φτιάχνεις ένα είδος τέχνης, μια ταινία ή ένα έργο ζωγραφικής, πρέπει να πιστεύεις σ’ αυτό που κάνεις, να πιστεύεις πως είναι σημαντικό, πως ο κόσμος το χρειάζεται. Αλλιώς δεν θα έχεις ούτε την ενέργεια, ούτε τη θέληση να συνεχίσεις να το κάνεις. Η Σίρι διάβασε μια εργασία ενός ψυχιάτρου, όπου ο γιατρός ονόμαζε αυτή τη νοητική κατάσταση εφαρμοσμένη μεγαλοσύνη∙ χρειάζομαι, νομίζω, αυτή την αίσθηση ότι κάνω κάτι σημαντικό, για να μπορέσω να το κάνω. Κάθε φορά, λοιπόν, που τελειώνω ένα βιβλίο, ζω μια στιγμή ευτυχίας. Και όταν λέω «τελείωσα», δεν εννοώ το προσχέδιο, εννοώ το τελικό-τελικό, την τελεία και παύλα. Όταν το έχω διαβάσει 50 φορές και έχω φτιάξει κάθε πρόταση όσο καλύτερη μπορούσα και το ξαναπερνάω τελευταία φορά και βλέπω ότι δεν υπάρχει κάτι άλλο που θα μπορούσα να κάνω, ξέρω ότι τέλειωσα. Τελείωσε λοιπόν. Εκείνη τη στιγμή λέω: «Ωραία, τελείωσε». Και μετά πέντε λεπτά λέω: «Πέθανε, λοιπόν. Δεν μ’ ενδιαφέρει πια, τέλειωσε». Είναι ζωντανό όσο το γράφεις, και μόλις το τελειώσεις, πεθαίνει. Ο Μπέκετ έλεγε την θαυμαστή έκφραση: «Πριν προλάβει να στεγνώσει το μελάνι, το σιχαίνομαι». Αυτό νομίζω ότι αισθάνονται πάρα πολλοί συγγραφείς. Είσαι ευτυχισμένος που το γράφεις, και μετά αυτομάτως, τελειώνει και το σιχαίνεσαι. Νομίζω ότι αυτός είναι ο λόγος που ξαναρχίζεις κάτι νέο. Προσπαθείς να το κάνεις καλύτερο την επόμενη φορά. Πρέπει να το πηγαίνεις συνεχώς παρακάτω, ποτέ όμως δεν θα είσαι ικανοποιημένος.
– Πώς καταφέρνουν κάποιοι άνθρωποι να κάνουν ένα έργο και χωρίς να διαβάζεις το όνομα του δημιουργού, να λες αυτό είναι, Πόλοκ, Πικάσο;
Noμίζω ότι κάθε συγγραφέας, ή ζωγράφος ή ό,τι άλλο, αφήνει τα δακτυλικά του αποτυπώματα στο έργο του. Το ύφος με το οποίο γράφεις δεν είναι ηθελημένο. Το ύφος στην πραγματικότητα είναι μια έκφραση όλης σου της ύπαρξης. Όχι μόνο του μυαλού σου, αλλά και του σώματός σου. Του τρόπου που αναπνέεις, του τρόπου που διαδράς με το απτό σύμπαν. Όλα είναι στο ύφος και τη μουσική του ύφους, ο ρυθμός είναι στο ύφος. Κι έτσι, ναι, μπορείς να αναγνωρίσεις ποιος κρύβεται πίσω από ένα έργο. Προσπαθώ πάντα να κάνω κάτι διαφορετικό, αλλά όταν τελειώσει, λέω: “Ναι, αυτό είμαι εγώ, είμαι ακόμη εδώ”. Τελικά το ύφος το στυλ είναι το ότι δεν μπορείς να ξεφύγεις από τον εαυτό σου.
– Τι είναι ταλέντο;
Ρωτάτε αυτές τις μεγάλες ερωτήσεις κι εγώ δεν έχω απαντήσεις. Πολλοί άνθρωποι έχουν ταλέντο. Πολλά παιδιά και νέοι άνθρωποι. Για να το κάνεις όμως πράξη, πρέπει να ασκηθείς και να δουλέψεις πολύ σκληρά. Νομίζω πως ένα μεγάλο μέρος της τέχνης είναι η αφοσίωση και η σκληρή δουλειά. Δεν έρχεται εύκολα το αποτέλεσμα. Αυτό είναι το πρόβλημα με τους νέους και χαρισματικούς ανθρώπους, ότι δεν εξελίσσονται γιατί νομίζουν ότι η τέχνη είναι κάτι πολύ εύκολο. Το πιάνο είναι το τέλειο παράδειγμα. Έχεις έναν δεκάχρονο που μπορεί να παίξει εξίσου καλά με έναν ενήλικα και σκέφτεσαι ότι θα γίνει επαγγελματίας μουσικός. Αλλά δεν περνάει καν στο επόμενο επίπεδο. Όλοι γνωρίζουμε την «Σονάτα του σεληνόφωτος» του Μπετόβεν. Έχουμε ακούσει πενήντα διαφορετικές εκτελέσεις της. Ξέρουμε ποιες είναι καλές, ποιες είναι ΟΚ, ποιες μέτριες. Αλλά γνωρίζουμε κι εκείνες που είναι ξεχωριστά όμορφες, μεγαλειώδεις. Λοιπόν, για να φτάσεις στο μεγαλειώδες, χρειάζεσαι κάτι παραπάνω από ταλέντο, μια συγκεκριμένη συγκέντρωση και ένα ορισμένο πνεύμα, που νομίζω πως έχει να κάνει με μια παραίτηση από το εγώ σου ή ένα λιώσιμό του “εγω” σου μέσα στο έργο. Αυτό είναι ο συγγραφέας, κάποιος που εγκαταλείπει το εγώ του γιά χάρη του κόσμου που φαντάζεται και δεν προσπαθεί να πιέσει τα πράγματα για να δικαιωθεί ο ίδιος. Νομίζω ότι ακόμη κι ο ερμηνευτής καλλιτέχνης, πρέπει να απαρνηθεί τον εαυτό του. Και τότε ίσως θ’ αγγίξει κάτι ακόμη βαθύτερο. Το ταλέντο, λοιπόν, σε πάει μέχρις ενός σημείου, και ύστερα χρειάζεται ένας συνδυασμός σκληρής δουλειάς, πειθαρχίας και αφιέρωσης και ένα είδος πνευματικής ισορροπίας που θα βρεις μέσα σου. Κι αυτό είναι πολύ σπάνιο.
– Να σας πω μιαν ιστορία που έχω ακούσει.. Όταν μιλούσε ο Μπετόβεν για την Ενάτη Συμφωνία με έναν φίλο του, του είπε ότι σε ένα από τα τελευταία μέτρα υπάρχει ένα λάθος. Ο άλλος έκπληκτος του λέει: “Γιατί δεν το διορθώνεις;” “Γιατί το λάθος αυτό δίνει ομορφιά στο έργο μου”. Υπάρχουν λάθη που παράγουν ομορφιά;
Kαι βέβαια, αυτό είναι αρχαία φιλοσοφία. Κάθε έργο έχει μέσα μια μύγα για να φαίνεται πως είναι έργο ανθρώπου. Τώρα ξαναθυμήθηκα τον Μπέκετ. Όταν ο Μπέκετ ήταν νέος, μια περίοδο ήταν φίλος του Τζόις, τον καιρό που ο Τζόις έγραφε το “Finnegans Wake”. Όπως είναι γνωστό, ο Τζόις είχε πολύ κακή όραση -τυφλωνόταν σιγά-σιγά. Έτσι, το “Finnegans Wake” γραφόταν καθ’ υπαγόρευση και κάποιες φορές ο Μπέκετ, που τότε ήταν 23 ετών, ερχόταν και έγραφε όσα του υπαγόρευε ο Τζόις. Κάποια στιγμή, καθώς ο Τζόις υπαγόρευε και ο Μπέκετ έγραφε, ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα και ο Τζόις είπε: «Περάστε»… Ο Μπέκετ λοιπόν έγραψε «περάστε». Όταν έφυγε ο άνθρωπος που είχε χτυπήσει την πόρτα κι είχε μπει, λέει ο Μπέκετ: «Που είμασταν;». «’Ενα λεπτό να σβήσω το περάστε που έγραψα», είπε ο Μπέκετ… Και ο Τζόις του είπε: «Δεν πειράζει, μη σβήσεις τίποτα, άφησέ το όπως είναι.» (Γέλια)
– Επιβεβαιώνει αυτό που λέτε κάτι που διάβασα κάποτε σε έναν τοίχο ενός ξυλουργείου στην Σύρα (ελληνικό νησί του Αιγαίου): Το λάθος υπεράνω της Τέχνης…
(Γελάει) Προσυπογράφω… Μπορώ να πω ότι το λάθος ενίοτε είναι η μήτρα της μεγάλης Τέχνης.
– Όταν γράφετε, υπάρχει κάποια στιγμή που αναρωτιέστε: “Πως μου ήρθε αυτό που έγραψα τώρα;”…
Ναι, δεν ξέρω, μερικές φορες υπάρχει κάτι που νοιώθω ότι έρχεται από τόπους βαθείς, σχεδόν απλησίαστους. Η Σίρι έγραψε μερικά χρόνια πριν ένα θαυμάσιο δοκίμιο με τίτλο: «Γιατί αυτή η ιστορία και όχι μιά άλλη;». Αυτή είναι μια υπέροχη ερώτηση. Σήμαινε ότι κάθε συγγραφέας είναι ελεύθερος να γράψει ο,τιδήποτε θελήσει, μα ο,τιδήποτε σας λέω. Στο δοκίμιό της η Σίρι το θέτει κάπως έτσι: “Στην ιστορία σου, έχεις το ελεύθερο να μιλήσεις για ιπτάμενες πορφυρές ζέβρες…” Εντάξει, προσωπικά ποτέ δεν έγραψα για καμιά ιπτάμενη πορφυρή ζέβρα. Δεν με ενδιέφερε κάτι τέτοιο. Πιστεύω ότι οι μεγάλοι συγγραφείς, αυτοί στους οποίους επιστρέφουμε συνέχεια, γράφουν από τόπους βαθιά μέσα τους, που μπορείς να αποκαλέσεις η χώρα των εμμονών του… Οχι έγνοιες, εμμονές. Γι’ αυτό η δουλειά μας είναι αυθαίρετη, γιατί κάνουμε αυτό που αισθάνεται ο καθένας μας αναγκαίο. Αυτό είναι ό,τι μπορείς να κάνεις τη συγκεκριμένη στιγμή. Είναι ένα ταξίδι, ταξίδι μαγευτικό, από τον στοχασμό του «τι;» στην πραγματοποίηση του «τι;», που είναι πάντοτε ένα πράγμα, όχι εκατό. Από αυτό το «περίπου ό,τι να ’ναι» γεννιούνται τα βιβλία. Από μια ματιά στον δρόμο μπορεί να γεννηθεί μια άπιαστη στιγμη. Έγραψα πριν από δέκα-δώδεκα χρόνια ένα μικρό βιβλίο με τίτλο “Travels in the Scriptorium” που άρχιζε με μιαν εικόνα που έβλεπα επιμόνως στο μυαλό μου, ενός ανθρώπου με τις πυτζάμες και τις παντόφλες του, καθισμένου στην άκρη του κρεβατιού, που είχε τα χέρια του στα γόνατα και τα μάτια να κοιτάζουν το πάτωμα. Έσπαγα το κεφάλι μου να βρω τι ήταν αυτή η εικόνα στο μυαλό μου. Τότε άρχισα να καταλαβαίνω ότι ίσως, δεν είμαι ούτε σήμερα βέβαιος, ίσως έβλεπα κάποιο είδος απεικόνισης του εαυτού μου ως γέροντα στο μέλλον. Τότε, από αυτή την ενόραση, μου ήρθε η ιδέα να γράψω αυτό το μικρό βιβλίο. Κι άλλα πράγματα μπορούν να προκύψουν από κάτι που θυμάσαι από την ζωή σου, κάτι που σου είπαν, κάτι που είδες, πράγμα ολότελα μυστηριώδες.
– Υπάρχει μία στιγμή όλα αυτά τα χρόνια που γράφετε, που να νιώσατε, ότι αγγίξατε τις φτέρνες του Θεού;
Καταλαβαίνω. Είχα μία εκστατική στιγμή, μία και μόνο μια. Και τότε συνέβη το πιο όμορφο πράγμα που μ’ αυτό νομίζω ότι πρέπει να τελειώνουμε. Είναι μια καλή ιστορία για το τέλος.
– Σας ακούω…
Ήταν 1989, τριάντα χρόνια πριν. Οι τρεις μας, η Σίρι, εγώ και η κόρη μας, η Σοφία, που ήταν τότε δυο χρονών, περάσαμε το καλοκαίρι στο Βερμόντ, στην εξοχή, σε ένα παλιό αγροτόσπιτο. Υπήρχε και μια μικρή καλύβα στο κτήμα κι εκεί πήγαινα κάθε μέρα για να εργαστώ. Είχε και μια μικρή βεράντα απ’ έξω, ένα μπαλκονάκι. Και τέλειωσα το γράψιμο ενός μυθιστορήματός μου, “Η Μουσική του Πεπρωμένου”. Αισθάνθηκα καλά, λοιπόν, και είπα: «Επιτέλους τελείωσα ένα πολύ καλό βιβλίο, είμαι τόσο ευτυχισμένος, τα κατάφερα εντέλει». Θυμάμαι ότι ήμουν τόσο γεμάτος από τον εαυτό μου. Και βγήκα έξω στο μικρό μπαλκόνι. Είχα ένα πολύ μεγάλο πούρο, το άναψα, απογειωμένος με την ιδιοφυία μου και τότε, ακριβώς μια στιγμή μετά, η δίχρονη κόρη μας διασχίζει τον κήπο γυμνή, σταματάει και κάνει τα κακά της στο έδαφος, καθώς μου φωνάζει: «Μπαμπά, μπαμπά, κοίτα τι κάνω!». Τη βλέπει ο Μίστερ Ιδιοφυία με το πούρο, και το πρώτο που πρέπει να κάνει είναι να τη σκουπίσει από τα κακά. Η φιλολογική κριτική στην καλύτερη στιγμή της! «Ευχαριστώ, μικρή μου Σοφία, που με κατέβασες από το μικρό βουνό μου και με ξανάφερες στο έδαφος». Ήταν μια μοναδικής ομορφιάς στιγμή στη ζωή μου. Τώρα είναι τριανταενός η κόρη μου, με μισεί όταν λέω αυτή την ιστορία, το ξέρω, μα αυτή η στιγμή ήταν πραγματικά μεγάλη, θεϊκή. Κι έτσι, ποτέ δεν ξανααισθάνθηκα τον εαυτό μου τόσο φουσκωμένο και πλήρη.
– Δεν το εύχομαι, αλλά φανταστείτε πως παθαίνατε αμνησία και έχετε την δυνατότητα να κρατήσετε μόνο μία ανάμνηση πάνω στην οποία θα ξαναστήνατε τη ζωή σας. Ποια στιγμή θα κρατούσατε;
Aυτή, η τωρινή στιγμή. (Γέλια) Μη γελάτε, κυριολεκτώ. Αυτή η υπέροχη συνέντευξη που κάναμε. Που δεν λύσαμε αλλά προσπαθήσαμε να λύσουμε, όλα τα μυστήρια του σύμπαντος της γραφής. Θα ξαναγύριζα σ’ αυτήν τη μέρα, να κάθομαι σ’ αυτό το κόκκινο τραπέζι μαζί σας. Ευχαριστώ πάρα πολύ που κάνατε αυτές τις καλές ερωτήσεις. Ως συνήθως είναι τόσο πληκτικές οι κουβέντες με τους δημοσιογράφους. Και τις δυο φορές που έχω μιλήσει μαζί σας ένιωσα πολύ καλά… Ίσως γιατί δεν είστε δημοσιογράφος… Είστε πια ζωγράφος! (Γέλια)
Συνάντησα τον Πολ Όστερ για πρώτη φορά πριν από 25 χρόνια στο Μπρούκλιν. Συγκεκριμένα ήταν 10 Νοεμβρίου 1996… Έβρεχε καταρρακτωδώς και η αγωνία μου να φτάσω σπίτι του στεγνός κι όχι μούσκεμα, ήταν ένας απορροφητήρας που τράβηξε την προσοσχή μου προς το φυσικό φαινόμενο κι άφησε στα σκοτεινά την αγωνία και το άγχος που είχα, στην προοπτική να συναντήσω ένα φυσικό ταλέντο της γραφής που κατάφερε με πολύ και συστηματική δουλειά να βρεθεί ανάμεσα στα σημαντικότατα ονόματα της αμερικάνικης και παγκόσμιας λογοτεχνίας…
Από κοντά ήταν πολύ όμορφος κι εξαιρετικά γοητευτικός. Έψαχνα να βρω ένα βιβλίο, πριν από τρία χρόνια, στο βιβλιοπωλείο των εκδόσεων Ζαχαρόπουλος, στη στοά που βρίσκεται στη Σταδίου. Ο εκδότης ήταν γνωστός μου χρόνια, από τότε που έβγαζα το περιοδικό «Περιοδικό». Με ρώτησε τι ψάχνω. «Πολ Οστερ», του λέω. «”Την τριλογία της Νέας Υόρκης”, συγκεκριμένα», συνέχισα. Το προηγούμενο απόγευμα ήμουν στο σπίτι του Γιάννη Ξανθούλη. Μιλούσαμε και ανάμεσα στα άλλα μου είχε πει: «Έχεις διαβάσει Οστερ;». «Όχι», του είπα. «Θα τρελαθείς».
Έφυγα από το βιβλιοπωλείο έχοντας μέσα σε μια τσάντα πλαστική φυλακισμένη την απόλαυση που έμελλε να με βρει διαβάζοντας αυτόν τον μεγάλο συγγραφέα. Μετά έγινα φανατικός, αγόρασα τα πάντα, ό,τι είχε μεταφραστεί στα ελληνικά, και κάθε λίγο και λιγάκι περνούσα από τον Ζαχαρόπουλο να δω αν έβγαλε το καινούργιο βιβλίο του Όστερ που διάβαζα ότι είχε κυκλοφορήσει στην Αμερική. Μετά πήγα στον Δαναό και είδα τον “Καπνό”, μια ταινία που μου είχε διηγηθεί ο Δημήτρης ο Μητρόπουλος στους διαδρόμους της εφημερίδας. Την είχε δει στο τελευταίο του ταξίδι στην Αμερική. Τον είχα ακούσει με ενδιαφέρον, γιατί το σενάριο ήταν του αγαπημένου μου πια, Πολ Όστερ. Είδα και τις δύο ταινίες του, διάβασα και τη “Μουσική της Τύχης”, “Το Παλάτι του Φεγγαριού” και “Στη Χώρα των Χαμένων Πραγμάτων”…
Σήμερα όσα έχει γράψει ο Πολ Όστερ είναι αποθηκευμένα στη βιβλιοθήκη μου, ριζωμένα στη μνήμη μου, σαν εμπειρίες δικές μου και έχω και κάτι ακόμη που δεν έχει ίσως κανένας από όλους εσάς που αγαπάτε και έχετε διαβάσει Πολ Όστερ. Και αυτό το κάτι ως γνωστόν δεν θέλω να το κρατήσω για μένα, θέλω να το μοιραστώ μαζί σας. Τρεις ώρες με τον Πολ Οστερ, συζητώντας στο Μπρούκλιν, στο στούντιό του, με τον Πολ αραγμένο μπροστά στο γραφείο του, με τα πόδια πάνω στο γραφείο και εμένα με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι, απέναντί του, να του διηγούμαι πώς από ποδοσφαιριστής έγινα δημοσιογράφος και πατέρας.
Πολ Όστερ… Ένας από τους μεγαλύτερους εν ζωή Αμερικανούς συγγραφείς που ξέρει να διηγείται και να αιφνιδιάζεται από τις ερωτήσεις μου. «Είναι τόσο απλές που δεν μπορείς να μην απαντήσεις… Αλλά όταν απαντήσεις σκέφτεσαι ότι ήταν τόσο βαθιές που τελικά κάτι δεν είπες που έπρεπε να πεις!». Κυρίες και κύριοι, σε αυτές τις σελίδες του πρώτου τεύχους του FAQ που επανεκδίδεται, φιλοξενούμενος δικός μου και δικός σας, ο κύριος Πολ Όστερ. Απολαύστε την δεύτερη συνάντηση εικοσιτρία χρόνια μετά την πρώτη!
Σκηνικό
Εικοσιτρία χρόνια μετά
Πρωί… Στο σπίτι του στο Μπρούκλιν
– Σας ενοχλεί η κάμερα που γράφει;
Δεν μπορώ να βλέπω τον εαυτό μου στην κάμερα και να μιλώ… Είναι τρομερό! Συγγνώμη.
– Δεν είναι πρόβλημα… Θα την γυρίσω…
Ευχαριστώ. Ωραία!… Πάνε, περάσανε οι μέρες που οι κάμερες ζύγιζαν εκατό κιλά.
– Σε πολύ λίγα χρόνια θα έχουμε φυτεμένη την κάμερα στο μυαλό μας!
Εγώ βρίσκομαι ακόμα στην εποχή του σημειωματάριου, όπως κι εσείς απ΄ ό,τι βλέπω. Βέβαια το δικό μου, δεν είναι ακριβώς το ίδιο με το δικό σας. (Ξεφυλλίζει το τετράδιο μου). Όχι, τέτοιο σημειωματάριο δεν έχω. Εγώ δεν ζωγραφίζω, απλώς σημειώνω, σκέψεις, φράσεις και δουλειές που πρέπει να κάνω μέσα στη βδομάδα. Είναι πολύ ωραίο το δικό σας. Το χρησιμοποιείτε καθημερινά;
– Ναι. Γυρίζετε την πλάτη στην τεχνολογία;
Όχι… Απλώς, παραμένω συγκεντρωμένος σε αυτό που κάνω. Η συγκέντρωση είναι κάτι που έχω πολύ ανάγκη!
– Ξεχάστε λοιπόν για λίγο, ότι υπάρχει η κάμερα.
Εντάξει… Αν χτυπήσει το τηλέφωνο, η Σίρι, η γυναίκα μου, είναι επάνω και θα το σηκώσει, οπότε θα τo αφήσω να χτυπάει, δεν θα σταματήσω να μιλώ. Σας το λέω για να μην ανησυχήσετε αν χτυπήσει… Το έχω ρυθμίσει!» (Χαμογελάει)
– Πόσα χρόνια ζείτε εδώ;
Εικοσιέξι σε αυτό το σπίτι… Ναι, ναι! Εικοσιέξι χρόνια!
– Πώς νιώθετε που συνεχίζετε ακόμα να γράφετε;
Πώς αισθάνομαι που γράφω ακόμα… Ωραία αρχή… Σαν να έχετε διαισθανθεί κάποιο τέλος και να θέλετε να το εκμαιεύσετε… (γέλια) Αστειεύομαι…
– Τι είναι για σας το γράψιμο τώρα πιά;
Νομίζω, το γράψιμο είναι ένας τρόπος να συνεχίσω να ζω. Δεν μπορώ να με φανταστώ να μην γράφω.
– Συνεχίζετε όμως, τώρα πια, να γράφετε, για αναγνώστες που είναι όλη μέρα με ένα τηλέφωνο στο χέρι… Σε αυτούς απευθύνεστε; Ποιοι είναι οι αναγνώστες σας;
Δεν ξέρω, δεν έχω ιδέα! Πότε-πότε πάω είτε εντός Ηνωμένων Πολιτειών είτε και εκτός και κάνω μια παρουσίαση… Έρχεται κόσμος… Δεν ξέρω ποιοι είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι που έρχονται να με ακούσουν, πόσο μάλλον αυτοί που διαβάζουν τα βιβλία μου. Δεν μπορώ να πω πολλά για τους αναγνώστες μου. Μάλλον είναι άνθρωποι που διαβάζουν βιβλία γενικά. Τι να πω; Είναι όλων των ηλικιών, νέοι, μεσήλικες, γηραιότεροι, άντρες και γυναίκες, κορίτσια κι αγόρια, δεν ξέρω όμως ποιοι είναι. Από τις πωλήσεις ξέρω ότι υπάρχουν. Ευτυχώς, αυτό μου δίνει τη δυνατότητα να συνεχίζω να γράφω.
– Εσείς, ως συγγραφέας, απολαμβάνετε την ανάγνωση ενός βιβλίου όπως την απολαμβάνατε κάποτε;
Nα μια ενδιαφέρουσα ερώτηση. Ναι, έτσι νομίζω… Ωστόσο, με όλη αυτή την εμπειρία, με όλα αυτά τα χρόνια που γράφω -γράφω πάνω από 50 χρόνια- και με όλα αυτά τα βιβλία που έχω διαβάσει στη ζωή μου, είμαι πολύ πιο απαιτητικός αναγνώστης. Κι έτσι, αν αρχίσω να διαβάζω κάτι και δεν μ’ αρέσει ο τρόπος γραφής, το παρατάω, το σταματώ, δεν συνεχίζω. Όταν ήμουν νέος και δεν μπορούσα να διακρίνω τις ποιότητες, όπως συμβαίνει τώρα, τα διάβαζα όλα εξίσου, πράγμα που ήταν πολύ πιο υγιές. Απορροφάς όσο μπορείς περισσότερο και μετά από λίγο χωρίς να το πολυκαταλάβεις, μπορείς να παρακολουθείς και να αντιλαμβάνεσαι, τι είναι καλό και τι δεν είναι, τι καλύτερο και τι χειρότερο, και τότε, αν είσαι παθιασμένος με το διάβασμα, θέλεις να διαβάζεις μόνο τα καλά.
– Γιατί διαβάζουν οι άνθρωποι; Γιατί θέλουν να λένε και ν’ ακούνε ιστορίες;
Δεν είναι στο χέρι μας να κλείσουμε τα αυτιά μας στις ιστορίες, στις αφηγήσεις. Οι ιστορίες και η αφήγησή τους είναι θεμελιώδες μέρος της ανθρώπινης φύσης. Όλες οι κουλτούρες είναι θεμελιωμένες πάνω σε ιστορίες. Οι ιστορίες είναι η μόνη και η άριστη, πιο αξιόπιστη μέθοδος, για να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τον πραγματικό κόσμο. Αλλιώς, όλα θα ήταν σε σύγχυση. Ένα χάος ξεχωριστών στιγμών όπου συμβαίνουν χίλια πράγματα ταυτόχρονα. Οι ιστορίες διαλέγουν και παίρνουν καθένα από τα στοιχεία του πραγματικού κόσμου και τα κάνουν κομμάτια που μπορείς ν’ αρπάξεις από τις σελίδες του βιβλίου ή από τη φωνή που αφηγείται. Οι αφηγήσεις μας βοηθάνε να καταλάβουμε τον εαυτό μας. Αισθάνομαι λοιπόν, ότι η δίψα αυτή για ιστορίες υπάρχει σε όλες τις κουλτούρες, από τότε που υπάρχει ο άνθρωπος πάνω στη γη και ότι γενετικά γίνεται αισθητή στο παιδί από τα δύο του χρόνια. Από τότε που μαθαίνει να μιλάει, θέλει ν’ ακούει ιστορίες. Άρα… αυτό δεν είναι επιλογή∙ είναι θεμελιώδες ιδίωμα της ανθρωπότητας. Χρειαζόμαστε τις ιστορίες σαν την τροφή, τα ρούχα, την κατοικία, είναι η ταυτότητά μας, είμαστε αφηγητές ιστοριών.
– Πότε μια ιστορία, μια αφήγηση, είναι καλή;
Nομίζω, όταν ανοίγει μια πόρτα μέσα στον νου σου για κάτι που δεν έχεις ξανασκεφτεί. Επίσης όταν μέσω της αφήγησης συναντιέσαι με κάτι που βίωσες κι εσύ, αλλά δεν είχες ποτέ τις κατάλληλες λέξεις ή την ικανότητα να αρθρώσεις αυτό που σου συνέβη. Διαβάζεις λοιπόν έναν συγγραφέα που μπορεί να μιλάει γι αυτό το βίωμα -ένα πολύ καθημερινό βίωμα, κοινό ανθρώπινο βίωμα- και επειδή έχει τον τρόπο να το πει, το ξαναζωντανεύει, το κάνει κτήμα όλων. Παράδειγμα ο Μαρσέλ Προυστ, ένας συγγραφέας που θαυμάζω πάρα πολύ. Το ιδιαίτερο του Προυστ είναι πως, όταν τον διαβάζεις, έχεις μια συνεχή αίσθηση αναγνώρισης. Λες: «Α, ναι. Έτσι αισθάνθηκα κι εγώ σε μια αντίστοιχη περίπτωση», «Α ναι, αυτό το έχω βιώσει κι εγώ»! Πριν από τον Προυστ, κανένας δεν άρθρωσε σε γραπτό λόγο, αυτά τα μικρά πράγματα της ζωής του ανθρώπου. Αυτό, λοιπόν, είναι η καλή ιστορία. Κάτι που μας λέει ότι αυτό που αισθανόμαστε για τον κόσμο, τον εαυτό μας και τους άλλους γύρω, είναι αληθινό.
– Τι είναι αλήθεια;
Δεν υπάρχει αλήθεια νομίζω… Είναι αδύνατον να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση και σας λέω αλήθεια. (Γέλια)
– Στα Ελληνικά, αλήθεια ετυμολογικά είναι αυτό που δεν μπορούμε να ξεχάσουμε. “Το αξέχαστο”. Αυτό που δεν μπορούμε να βυθίσουμε στην λήθη…
Όχι, όχι… δεν είναι αυτό η αλήθεια… (παύση). Αλλά ίσως να είναι και αυτό, τώρα που το ξανασκέφτομαι, μπορεί αυτός να είναι ένας ορισμός της αλήθειας. Υπάρχουν όμως και πολλά άλλα που δεν μπορούμε να ξεχάσουμε. Υπάρχουν και αξέχαστα ψέματα για παράδειγμα. Αυτή πάντως είναι πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση! Επί παραδείγματι, εγώ δεν ξεχνάω ποτέ ένα ψέμα που μου είπαν. Υποθέτω πως θα πείτε, το ότι θυμάμαι ένα ψέμα, ότι δεν μπορώ να το ξεχάσω ό,τι κι αν κάνω, είναι η αλήθεια της συνθήκης μέσα στην οποία ειπώθηκε το ψέμα. Από αυτή την άποψη δέχομαι αυτόν τον ορισμό της αλήθειας.
– Γιατί οι άνθρωποι λένε ψέματα;
Λένε ψέματα για χίλιους διαφορετικούς λόγους. Κάποτε από καλοσύνη ή για να προστατέψουν τα αισθήματα άλλων ανθρώπων. Αυτό στα Αγγλικά λέγεται «λευκό ψέμα», που σημαίνει ότι δεν ενέχει καμία σκληρότητα. Είναι το ψέμα ως καλή πράξη. Αν έχεις ένα φίλο που είναι άσχημος ή παραμορφωμένος ή που ντρέπεται πολύ για την εμφάνισή του, του λες ότι κάνει λάθος ο καθρέφτης του, του λές ότι έχει την δική του γοητεία, του λές ότι εσύ χαίρεσαι που τον βλέπεις… Λες ψέματα εκείνη την ώρα, αλλά δείχνεις μια απέραντη κατανόηση του προβλήματος, δείχνεις καλοσύνη κι ανθρωπιά. Τελικά, για να μην πολυλογούμε, όλοι κάποια στιγμή λέμε ψέματα, όλοι το κάνουμε αυτό κάποια δεδομένη στιγμή. Υπάρχουν πολλοί επίσης, που λένε ψέματα από ντροπή… Κάνανε κάτι που δεν είναι περήφανοι και γι’ αυτό λένε ένα ψέμα. Λένε το ψέμα για να γλιτώσουν, ή λένε ψέματα, όπως έλεγε ο 45ος Πρόεδρος της χώρας μου: για να κερδίσει την εξουσία πάνω στους άλλους. Οι άνθρωποι λένε ψέματα… λένε ψέματα για χίλιους διαφορετικούς λόγους.
– Γιατί ένας άνθρωπος της εξουσίας λέει πιο εύκολα ψέματα; Το δωμάτιο της εξουσίας είναι φιλόξενο σε ανθρώπους που λένε την αλήθεια;
Ακούστε. Οι άνθρωποι της εξουσίας συνήθως λένε μόνο ψέματα. Λένε ψέματα ακόμα κι όταν δεν έχουν εξουσία κυρίως όταν θέλουν να την αποκτήσουν. Όσοι δεν εξουσιάζουν και θέλουν να πάρουν την εξουσία από κάποιον που την έχει, αρχίζουν να λένε όλα τα είδη ψεμάτων εναντίον του για να πετύχουν τον σκοπό τους. Αυτό έγινε πριν λίγα χρόνια στη χώρα μας, όταν ο άνθρωπος που ήταν ο 45ος Πρόεδρος -βλέπετε, δεν μπορώ να πω ούτε το όνομά του, με πονάει υπερβολικά αυτή η κατάσταση, αυτή η επιλογή των Αμερικανών- αυτός ο άνθρωπος λοιπόν -θα μου επιτρέψετε να τον λέω ο “Νούμερο 45”- o “Νούμερο 45” λοιπόν, ως απλός πολίτης, ούτε καν υποψήφιος ακόμα, άρχισε να ψεύδεται μιλώντας για τον Ομπάμα, τον τότε Πρόεδρο. Έλεγε στη χώρα πως ο Πρόεδρος Ομπάμα, δεν είναι από εδώ, δεν είναι πολίτης αυτής της χώρας, δεν είναι επομένως, ούτε νόμιμος Πρόεδρος… Δεν έχει επομένως το δικαίωμα να είναι αυτό που είναι. Στην αρχή όλοι ακούγαμε όλα αυτά τα ψέματα και γελάγαμε, τον κοροϊδεύαμε. Μα τα έλεγε, τα ξανάλεγε και το ξανάλεγε, μέχρι που ήρθε μια στιγμή που πολλοί πολίτες αυτής της χώρας -τώρα δεν ξέρω αν ήταν οι περισσότεροι, ο αριθμός όμως δικαιολογεί το “πολλοί”… νομίζω ότι ήταν το 40%- πίστεψαν αυτό το ψέμα σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που ο “Νο. 44” αναγκάστηκε να προσκομίσει στοιχεία ότι ήταν νόμιμος Πρόεδρος, γεννημένος σ’ αυτή την χώρα… Να ένας άνθρωπος χωρίς εξουσία που εψεύδετο για να την αποκτήσει.
– Πως εξηγείτε ότι υπήρξε ένα 40% των αμερικανών ψηφοφόρων που πίστεψε σ’ αυτό το ψέμα; Σε αυτόν τον άνθρωπο;
Όποιος ξέρει λίγη ψυχολογία κι έχει διαβάσει και ιστορία, θυμάται τον μεγάλο δάσκαλο του ψεύδους, τον Γιόζεφ Γκέμπελς, στη ναζιστική Γερμανία. Οι Ναζί κατάλαβαν ότι, αν λες συνεχώς το ίδιο ψέμα, ξανά και ξανά, σιγά-σιγά οι άνθρωποι θα αρχίσουν να σε πιστεύουν. Έτσι λειτουργεί. Αν φύγουμε από την πολιτική, αυτή είναι ακριβώς η φιλοσοφία της διαφήμισης. Για να πουλήσεις το προϊόν σου, λες συνέχεια το ίδιο ψέμα, γιατί το δικό σου σαπούνι είναι καλύτερο από του άλλου, κι ο κόσμος αρχίζει να το πιστεύει, αν το έχει ακούσει αρκετά. Αρκεί να έχεις χρήματα να διαθέσεις στη διαφήμιση του ψέματος.
– Νιώθετε αριστερός;
Nαι! Είμαι και νιώθω αριστερός!
– Τι είναι η αριστερά για σας; Ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του σημερινού αριστερού;
Λοιπόν, σ’ αυτή την χώρα απ’ την αρχή υπήρχε μακρά πάλη ανάμεσα σε δύο είδη ανθρώπων. Αυτή η πάλη συνέβη μόνο στη χώρα μας, γιατί η Ηνωμένες Πολιτείες, είναι μια χώρα επινοημένη. Είναι η πρώτη χώρα που προέκυψε σαν ιδέα και όχι σαν φυσική εξέλιξη του λαού της. Η χώρα ιδρύθηκε βάσει ορισμένων καταστατικών εγγράφων, όπου γραφόταν πως κάθε πολίτης είναι ελεύθερος. Η μισή χώρα, έτσι, από την αρχή-αρχή πίστεψε ότι είναι ανεξάρτητη από κάθε άλλον. Γι’ αυτό αυτοί οι μισοί δεν έχουν την αίσθηση και την ιδέα ότι ανήκουν σ’ ένα μεγαλύτερο όλον, ότι αποτελούν μέρος της χώρας και δεν είναι καθένας τους ένα ξεκομμένο νησί, αυθύπαρκτο και αδιατάρακτο. Από την άλλη, οι υπόλοιποι πολίτες πιστεύουν ότι στην πράξη ζούμε μαζί, ότι είμαστε όλοι υπεύθυνοι ο ένας για τον άλλον και ότι πρέπει να βάλουμε τα δυνατά μας για την καλύτερη ζωή του καθενός μας. Γιά μένα αυτό το δεύτερο είδος είναι αυτό που ονομάζω Αριστερά. Και Δεξιά είναι: “ο καθένας για τον εαυτό του”. Εγω πιστεύω ότι όλοι ζούμε σε σχέση με τους άλλους, κανείς δεν ζει μόνος… Αυτή είναι η βασική διαφορά αριστεράς δεξιάς σε αυτή τη χώρα.
– Πώς εξηγείτε ότι μετά από έναν άνθρωπο σαν τον Ομπάμα ήρθε στην εξουσία, ένας άνθρωπος σαν τον… “Νο. 45” ; Τι συμβαίνει; Τι δεν καταλαβαίνουν οι άνθρωποι; Μήπως αυτό είναι μια μορφή ήττας της Aριστεράς;
Νομίζω ότι ο λόγος που ήρθε στην εξουσία ο “Νο. 45” είναι πολυσύνθετος. Δεν υπάρχει μία μόνο απάντηση σε αυτή την ερώτηση. Θα πάρει έξς ώρες να σας πω γιατί εκλέχτηκε ο “Νο. 45”. Ένας, όμως, από τους κυριότερους παράγοντες σ’ αυτή την εκλογή, είναι ότι για πρώτη φορά στον Λευκό Οίκο μπήκε μαύρος. Για σκεφτείτε τις λέξεις, σκεφτείτε μόνο τις λέξεις, μαύρος στον Λευκό Οίκο! Εγώ ήμουν ευτυχισμένος με αυτή την εξέλιξη. Πίστευα ότι αυτό ήταν το μέγιστο επίτευγμα της Αμερικής σαν χώρα. Θεώρησα ότι επιτέλους ενηλικιωνόμαστε και βαδίζουμε προς ένα καλύτερο μέλλον. Ήμουν στ’ αλήθεια εκστασιασμένος. Δεν είχα καταλάβει, όμως, δεν είχα όντως καταλάβει, πόσο βαθύς είναι ο ρατσισμός σε αυτή χώρα. Ήξερα ότι υπάρχει, ήξερα ότι είναι παντού, ότι ήταν όμως τόσο βαθειά ριζωμένος, δεν το ήξερα. Έτσι, θα ’λεγα, το ένα τρίτο, και δεν υπερβάλλω, το ένα τρίτο των λευκών της χώρας τρομοκρατήθηκαν με την εκλογή του Ομπάμα. Το πήραν σαν το φοβερότερο που μπορούσε να συμβεί. Και σχεδόν αμέσως στράφηκαν εναντίον του. Ξέρετε ποιούς εννοώ… Αυτό το δεξιό κόμμα, το Tea Party, που διογκωνόταν και εκεί γύρω στο 2009 κέρδιζε συνέχεια έδρες στο Κογκρέσο και την Γερουσία. Aυτό είναι ένας κύριος παράγοντας που οδήγησε στην εκλογή του “no 45”. Ο δεύτερος σημαντικός παράγοντας ήταν ο αντίπαλος το “Νο. 45″… Στις εκλογές του 2016 ποιον είχε αντίπαλο ο “Νο. 45”;
– Μια γυναίκα! Τη Χίλαρυ…
Ναι… Ο ρατσισμός σε αυτή την χώρα είναι πολύ βαθύς όπως είπα και πιστεύω. Το ίδιο όμως, βαθύς, είναι κι ο μισογυνισμός, το μίσος για τη γυναίκα , και ειδικά την γυναίκα στην εξουσία. Γι’ αυτό οι άνθρωποι που ήδη μισούσαν τον Ομπάμα, θύμωσαν διπλά με την ιδέα μιας γυναίκας που είχε το θράσος, την αλαζονεία, να αποφασίζει να γίνει Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Γι’ αυτό έχασαν οι Δημοκρατικοί αυτομάτως, μεγάλο τμήμα των ψηφοφόρων. Την ίδια στιγμή εμφανίζεται ένας υποψήφιος, ο “Νο. 45”, ένας άνθρωπος γεμάτος πικρία, ένας άνθρωπος γεμάτος θυμό για τον εαυτό του, που ανακάλυψε ότι είχε μεγάλο ταλέντο, να επικοινωνεί με άλλους ανθρώπους που νιώθουν πικρία και θυμό. Και δεν είχε καμμιά σημασία τι τους έλεγε… Οι θυμωμένοι και πικραμένοι αισθάνθηκαν ότι αυτός, ήταν ένας άνθρωπος πολύ πλούσιος που κατά κάποιο τρόπο μιλούσε για λογαριασμό τους. Κι αυτό δεν είχε να κάνει με την οικονομία ή τη φιλοσοφία, είχε να κάνει με ένα βαθύ ψυχολογικό θυμό ενάντια στην κατάσταση των πραγμάτων. Λοιπόν, έκανε 63 εκατομμύρια Αμερικανούς να τον ψηφίσουν. Αυτό εχει σημασία. Αυτό που συνέβει, με εκπλήσσει και με αηδιάζει. Εξήντα τρία εκατομμύρια Αμερικανοί ψήφισαν αυτόν τον… αποφεύγω να τον χαρακτηρίσω γιατί θα είμαι πολύ απαξιωτικός αν ανοίξω το στόμα μου κι αφήσω ελεύθερα τα συναισθηματά μου. Από την άλλη, τη Χίλαρυ Κλίντον, την ψήφισαν 66 εκατομμύρια, κέρδισε τη λαϊκή ψήφο, την ψήφισαν περισσότεροι, μα με το πολύ περίεργο σύστημα που έχουμε, κέρδισε το Κολέγιο των Εκλεκτόρων και μ’ αυτούς κέρδισε τις εκλογές, παίρνοντας με το μέρος του τις τρεις πολιτείες Πενσυλβάνια, Ουισκόνσιν και Μίσιγκαν με συνολικά 80.000 ψήφους παραπάνω, περίπου τον αριθμό των θεατών που γεμίζουν ένα στάδιο σε έναν αγώνα ποδοσφαίρου. Η χώρα πήρε αυτό τον δρόμο για 80 χιλιάδες ψήφους σε ένα σύνολο 129 εκατομμυρίων. Για ένα τίποτε, για έναν αριθμό αμελητέο δηλαδή.
– Ελεύθερος άνθρωπος είναι αυτός που υπερβαίνει τους φόβους του;
Όχι κατ’ ανάγκην, όχι. Δεν μπορώ να μιλάω με τόσο αφηρημένους όρους. Δείξτε μου τον άνθρωπο, δείξτε μου τη ζωή του, δείξτε μου τα βιώματά του και θα σας πω αν είναι ελευθερος, αν μπορεί να είναι ελεύθερος! Δεν μπορώ όμως να απαντήσω σ’ αυτή την ερώτηση γενικά. Η ελευθερία έχει παρεξηγηθεί γιατί όλοι είναι έτοιμοι να δώσουν μιά απλή αυθέρετη ερμηνεία του όρου ελευθερία.
– Το αίτημα της ελευθερίας καθορίζεται από εσωτερικούς φόβους; Δημιουργεί καινούργιους φόβους η ελευθερία; Μετά από μια επανάσταση, γιατί οδηγούμαστε σε μεγαλύτερο συντηρητισμό;
Ω, αυτή είναι πολύ σύνθετη ερώτηση. Δεν ξέρω αν είναι όντως θέμα ελευθερίας όλα αυτά που περιλαμβάνεις στην ερώτηση σου. Υπάρχουν άνθρωποι που είναι φοβισμένοι και έχουν ανάγκη να ζουν σε κουτιά. Έχουν ανάγκη από τους κανόνες και τις ρυθμίσεις τους, ώστε να μην χρειάζεται να αναρωτηθούν για το έσχατο κενό του σύμπαντος. Γιατί γι’ αυτό πρόκειται, έτσι δεν είναι; Γι’ αυτό, ξέρετε, φτιάξαμε τις θρησκείες, για να δώσουμε στους ανθρώπους μια εντύπωση ότι όλα έχουν ένα νόημα. Ε, λοιπόν, δεν έχουν όλα νόημα, αλλά πού να πας να το πεις. Ή για να είμαι πιο ακριβής, εγώ νομίζω ότι δεν έχουν όλα αυτά που συμβαίνουν νόημα, για αυτό και δεν βγάζουν πουθενά. Εμείς είμαστε που κατασκευάζουμε τη πραγματικότητα γύρω μας. Μερικοί άνθρωποι έχουν ανάγκη την θρησκεία, έχουν ανάγκη τα κοινωνικά τους ήθη, έχουν ανάγκη να σκέφτονται με συγκεκριμένο τρόπο για να αισθάνονται καλά την κάθε μέρα τους, γιατί δεν έχουν πως να απαντήσουν τη μεγάλη ερώτηση που αφορά το ίδιο το σύμπαν. Άλλοι άνθρωποι είναι πολύ πιο χαλαροί και ανοιχτοί και τους αρέσει να βγαίνουν από το κουτί. Χαίρονται να συναντούν ανθρώπους από άλλες χώρες, από άλλες κουλτούρες. Οι λευκοί αγαπούν τους μαύρους, οι μαύροι δεν συγκρούονται με τους λευκούς. Άνθρωποι που θέλουν να τα πηγαίνουν καλά μεταξύ τους, που δεν ενδιαφέρονται για την σεξουαλική ζωή των άλλων. Τι με ενδιαφέρει εμένα αν έχεις “ερωτευτεί” αυτό το ωραίο τραπέζι που καθόμαστε και θέλεις να το “παντρευτείς”; Θα σου πω: «Πολύ καλά, πάρτο μαζί σου στην Ελλάδα και να ζήσετε ευτυχισμένοι εσύ και το “τραπέζι που σου αρεσει”»! (Γελάει) Ένας άλλος, όμως, θα σου έλεγε: «Μα θα ζήσεις με ένα τραπέζι; Αδύνατον, αδύνατον! Είναι ενάντια σε όλους τους κανόνες και προσβάλλει τον Θεό, αυτό που λές». Ε, εγώ λοιπόν, δεν σκέφτομαι έτσι. Το θέλεις; «Παντρέψου το»!
– Γράφοντας ένα μυθιστόρημα, μπορούμε μέσα από ένα ψέμα να καταλήξουμε σε μια μεγάλη αλήθεια;
Για να απαντήσω πρέπει να μου πείτε τι εννοείτε με τη λέξη “ψέμα”.
– Το μυθιστόρημα, τις περισσότερες φορές, είναι ένα δημιούργημα της φαντασίας. Είναι μια επινόηση…
Σωστά, αλλά η επινόηση δεν είναι ψέμα. Τα δημιουργήματα της φαντασίας είναι κι αυτά ζωή και οι επινοήσεις για να έχουν την σημασία τους πρέπει να είναι φορείς αλήθειας. Οι άνθρωποι κάνουν συνέχεια αυτό το λάθος. Το μυθιστόρημα, το θεωρούν ψέμα, γιατί δεν είναι εμπράγματη ιστορική αλήθεια. Αλλά αυτό δεν ισχύει καθόλου. Όχι, όχι. Τα καλά μυθιστορήματα λένε πάντα αλήθεια _δεν καταλαβαίνουμε τον κόσμο και ζούμε νομίζοντας ότι τον καταλαβαίνουμε… Αυτή είναι μια θεμελιακή αλήθεια. Όχι, όχι. Τελικά οι ιστορίες που αφηγούμαστε, είναι ο καλύτερος τρόπος να καταλάβουμε τον εαυτό μας και τον κόσμο. Το είπα και πιο πριν. Το καλό μυθιστόρημα δεν λέει ποτέ ψέματα.
– Αν είναι έτσι, υπάρχει και μια πραγματικότητα πέρα της πραγματικότητας…
Ναι, υπάρχουν πολλαπλές πραγματικότητες… Και πάνω σε αυτό το παράδοξο χτίζεται η μαγεία της τέχνης!
– Μεγαλώνοντας οι άνθρωποι χάνουν τη φαντασία τους ή νομίζοντας πια οι περισσότεροι άνθρωποι ότι γνωρίζουν, ότι ξέρουν πολλά, γυρίζουν την πλάτη σε αυτά που δεν γνωρίζουν, επομένως γυρίζουν τη πλάτη και στην σημασία της φαντασίας στη ζωή;
Καλά τα λέτε ή σωστά τα ερωτήματά σας αυτά… Λοιπόν, οι περισσότεροι άνθρωποι με το τέλος της παιδικής ηλικίας εξορίζουν την φαντασία από τη ζωή τους. Ο άνθρωπος έχει την τάση μεγαλώνοντας να κάνει αυτό που ήδη έμαθε, να μένει σε αυτό που ήδη γνωρίζει, γιατί αυτό του δημιουργεί την ασφάλεια ότι στο επόμενο βήμα του δεν κρύβεται ένας γκρεμός. Αυτή είναι η διαφορά του κοινού ανθρώπου από τον δημιουργό, του κοινού ανθρώπου από τον καλλιτέχνη…
– Δηλαδή πως συμπεριφέρεται ο καλλιτέχνης που ενηλικιώνεται;
Νομίζω ότι ο κάθε καλλιτέχνης, είτε είναι ζωγράφος, είτε συγγραφέας, είτε δραματουργός, είτε χορευτής, όλοι οι καλλιτέχνες γενικά, δεν χάνουν ποτέ την αίσθηση του παιχνιδιού. Μεγαλώνοντας συνεχίζουν να παίζουν, αλλά με πολύ σοβαρότερο τρόπο… Το παιγνιώδες στοιχείο δεν αφήνει ποτέ την τέχνη. Κι αυτό είναι που την κάνει τόσο υπέροχα μαγική. Νομίζω ότι ο λόγος που αγαπώ την τέχνη, που με νοιάζει τόσο πολύ η τέχνη, είναι το ότι είναι άχρηστη αλλά τόσο σημαντική η συμμετοχή της, στο φαινόμενο της ζωής.
– Η τέχνη μπορεί να αλλάξει τον κόσμο;
Όχι, όχι… Τον κόσμο δεν τον αλλάζει η Τέχνη. Δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο η Τέχνη… Με άλλα λόγια, θέλω να πω, ότι ένα βιβλίο δεν μπορεί να εμποδίσει τον πόλεμο, μια βόμβα να πέσει, ένα παιδί να λιμοκτονήσει. Δεν μπορεί η Τέχνη να δώσει ψωμί στον πεινασμένο…
– Γιατί οι άνθρωποι μεγαλώνοντας βάζουν στο περιθώριο την φαντασία τους; Γιατί παύουν να παίζουν; Τι είναι αυτό που σκοτώνει το παιχνίδι για τον ενήλικο άνθρωπο;
Είναι θλιβερό, αλλά συμβαίνουν αυτά, το είπα και λίγο πριν! Νομίζω ότι έχει να κάνει με το πώς μορφώνουμε τα παιδιά μας, όχι ειδικά εδώ στις ΗΠΑ αλλά παντού στον κόσμο. Σε ορισμένες κουλτούρες, είναι αλήθεια, οι ενήλικες συνεχίζουν να ενδιαφέρονται για τις τέχνες περισσότερο απ’ όσο σε άλλες. Αντιθέτως, στις Η.Π.Α. για παράδειγμα,,, δεν συνάντησα ποτέ μου οδοντίατρο που να διαβάζει με πάθος μυθιστορήματα. Άρα, ίσως υπάρχει κάποια διαφορά στην παιδεία από κουλτούρα σε κουλτούρα, αλλά γενικά μεγαλώνουμε τα παιδιά μας χωρίς να τους τονίζουμε τη σημασία του παιχνιδιού και τη δύναμη της φαντασίας στην ενήλικη ζωή τους.
– Γεννιέται κάποιος συγγραφέας ή γίνεται;
Δεν ξέρω… Δεν έχω ιδέα.
– Εσείς θα μπορούσε να μην είχατε γίνει συγγραφέας;
Eίναι δύσκολο να το φανταστώ… Οι πρώτες μου προσπάθειες να γράψω ήταν στα 9 μου χρόνια, δεν ξέρω γιατί…
– Τι συνέβη ακριβώς, θυμάστε;
Μου συνέβη κάτι καταπληκτικό. Ζούσα σε μια μικρή πόλη και ήταν η πρώτη μέρα της άνοιξης. Ήταν Σάββατο και δεν είχα σχολείο. Ξύπνησα και κοίταξα έξω από το παράθυρο και είδα πως η μέρα ήταν όμορφη. Η πρώτη καλή μέρα της άνοιξης… Αισθάνθηκα ευτυχία και βγήκα έξω να περπατήσω. Εκείνο τον καιρό τα παιδιά μπορούσαν να πάνε μια βόλτα χωρίς να έχουν τους γονείς από πάνω τους. Περπάτησα μέχρι το παρκάκι εκεί κοντά και κοιτάζοντας γύρω μου σκέφτηκα: «Τι καταπληκτικό πράγμα η άνοιξη, θέλω να γράψω ένα ποίημα γι’ αυτήν!». Συνέχισα να περπατάω και μπήκα σε ένα κατάστημα για ν’ αγοράσω στιλό και ένα μπλοκ, γύρισα στο πάρκο, κάθισα σ’ ένα παγκάκι κι έγραψα ένα ποίημα για την Άνοιξη, ίσως το χειρότερο ποίημα που γράφτηκε ποτέ. (Γέλια) Ναι, μη γελάτε, κυριολεκτώ… Ήταν γελοίο, αλλά εγώ αισθάνθηκα μια ευτυχία που μ’ ανέβασε στα ουράνια. Και ανακάλυψα πως η πράξη της καταγραφής των αισθημάτων μου και όσων έβλεπα γύρω μου, μου έδωσε το αίσθημα μιας μεγαλύτερης σύνδεσης με τα πράγματα που δεν ήταν εγώ, μια σύνδεση με πράγματα ξένα από μένα, με τα δέντρα, τον ουρανό, τα πουλιά… Αυτό μου έδωσε, λοιπόν, μεγάλη ευτυχία… Τότε ήταν νομίζω, που γεννήθηκε μέσα μου ο έρωτας της γραφής, τότε ήταν που κατάλαβα ότι αυτό ήταν ένα βάπτισμα στον κόσμο, κάτι που δεν σε γυρίζει πίσω στον εαυτό σου αλλά σε στρέφει προς τα έξω. Αυτό είναι ένα τόσο ωραίο αίσθημα! Νομίζω ότι ίσως γι’ αυτό τον λόγο συνεχίζω να γράφω. Ίσως γι’ αυτό γράφουν όλοι όσοι γράφουν.
– Υπάρχει μια στιγμή στη ζωή σας που αποφασίσατε ότι το γράψιμο θα γίνει η ζωή σας η ίδια; Ότι θα γίνετε συγγραφέας και αυτό θα είναι το επάγγελμά σας; Γιατί φαντάζομαι ότι μεγαλώσατε με όνειρα να κάνετε άλλα πράγματα στη ζωή σας. Πότε αποφασίσατε ότι μόνο αυτό θα κάνετε;
Όταν ήμουν νέος, μετά από αυτή την εμπειρία των 9 ετών, συνέβησαν δύο πράγματα. Για κάποιο λόγο, όταν ήμουν 12, κάθισα κι έγραψα μια μεγάλη ιστορία που εγώ τη θεωρούσα μυθιστόρημα, αλλά ήταν πιθανώς καμιά τριανταριά σελίδες γραμμένες με τα συνηθισμένα μεγάλα γράμματά μου. Την έδειξα στον δάσκαλό μου και μου είπε: «Είναι πολύ καλή! Θα ’θελες να τη διαβάζεις στην τάξη κάθε μέρα τα τελευταία τρία με πέντε λεπτά;». Έτσι, για μια βδομάδα περίπου, σηκωνόμουν και διάβαζα στα παιδιά της τάξης την ιστορία μου. Και νομίζω ότι τους άρεσε ή τουλάχιστον χαιρόντουσαν που δεν έκαναν μάθημα και μπορούσαν να σκεφτούν κάτι διαφορετικό. Όταν μεγάλωσα λιγάκι και άρχισα να διαβάζω αυτά που λένε βιβλία για ενήλικες, έγινα πολύ σοβαρός αναγνώστης. Στα 15 μου διάβασα το “Έγκλημα και τιμωρία” του Ντοστογιέφσκι για πρώτη φορά και μου έκανε φοβερή εντύπωση, με συγκλόνισε. Όταν το άφησα από τα χέρια μου, είπα: «Να τι μπορεί να είναι το μυθιστόρημα, να τι μπορεί να κάνει το μυθιστόρημα!». Και από τότε για μένα δεν υπήρχε τίποτε καλύτερο από το να γράφω μυθιστορήματα, είπα πως αυτό θέλω να κάνω στην υπόλοιπη ζωή μου, να γράφω. Νομίζω ότι τότε αποφάσισα αυτό που ρωτάτε και δεν αναθεώρησα ποτέ την απόφασή μου.
– Οι γονείς σας είχαν αντιρρήσεις; Αντιστάθηκαν σε αυτή σας την απόφαση;
Δεν ξέρω αν τους το είπα καν. Λοιπόν, αυτό είναι ενδιαφέρον…
– Όταν λέτε ενδιαφέρον;
Ο γάμος των γονέων μου δεν ήταν καλός και, όπως ίσως γνωρίζετε, στο τέλος χώρισαν. Η μητέρα μου, όμως, με λάτρευε τόσο, που συμφωνούσε με ό,τι κι αν έκανα. Ο πατέρας μου που είχε πάρα πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια, ήταν, να το πούμε, πολύ πρακτικός άνθρωπος, τον είχε κάνει η ανάγκη πρακτικό, δεν με πολυκαταλάβαινε. Γι’ αυτόν, ο μόνος σκοπός της ζωής, το μόνο πράγμα που άξιζε στη ζωή του, ήταν να βγάζει λεφτά. Νομίζω, λοιπόν, ότι τον μπέρδευε βαθύτατα ότι έγινε πατέρας αυτού του αγοριού που ήθελε να γίνει συγγραφέας. Δεν το κατάλαβε ποτέ του.
– Αντιδρούσε;
Δεν ήταν ότι μου έβαζε τις φωνές ή ότι θύμωνε μαζί μου. Απλώς δεν το καταλάβαινε αυτό που έκανα. Και για πολύ καιρό δεν σταμάτησε να λέει, «Καλά, λοιπόν, ωραίο χόμπι το γράψιμο, αλλά χρειάζεσαι και μια δουλειά, να βγάζεις τα προς το ζην».
– Εσείς τι του λέγατε;
Τίποτα, γιατί ένιωθα ότι είχε δίκιο. Αλλά εγώ ήμουνα τόσο αποφασισμένος που δεν άκουγα κανέναν. Και υπέφερα πολύ, γιατί το μόνο που έκανα ήταν να γράφω. Κι όταν γράφεις και δεν βγάζεις λεφτά και δεν κάνεις τίποτε άλλο, τότε βρίσκεσαι σε δύσκολη θέση. Λοιπόν, βρισκόμουν πολύ καιρό σε πολύ δύσκολη θέση. Τα πράγματα, ωστόσο, άρχισαν να πηγαίνουν καλύτερα από κάποια στιγμή και μετά, καλύτερα…
– Εξαιτίας του πατέρα σας βελτιώθηκαν τα πράγματα; Σας άφησε κάποια χρήματα ο πατέρας σας που το μόνο που είχε στο μυαλό του ήταν να βγάλει χρήματα;
(Γέλια) Όχι, όχι, εγώ ο ίδιος ήμουνα η αιτία που τα πράγματα άρχισαν να πηγαίνουν καλύτερα. Άρχισα δηλαδή, να εκδίδω βιβλία… αυτό μετά τα είκοσί μου χρόνια. Ο πατέρας μου εντυπωσιάστηκε με αυτό που συνέβαινε. Είπε κάποια στιγμή: «Για δες τον, που βγάζει βιβλία, κι εδώ, κι εκεί και σε τόσες χώρες! Πολύ ενδιαφέρον!». Σ’ εμένα βέβαια δεν είπε τίποτα, αλλά ξέρω ότι άρχισε να νιώθει περήφανος για μένα… και μετά πέθανε, δυστυχώς.
– Η μητέρα σας, ήταν το δυνατό στοιχείο μέσα στην οικογένεια;
Αν ήταν το πιο δυνατό στοιχείο; (Χαμογελάει) Δεν νομίζω… Δεν ξέρω… Και οι δύο ήταν δυνατές προσωπικότητες. Ήταν και οι δύο, πολύ μεγάλες δυνάμεις. Εγώ ήμουν πιο κοντά στη μητέρα μου. Επομένως, μάλλον εκείνη με επηρέαζε περισσότερο. Η μητέρα μου ήταν πιο πολύπλοκη γυναίκα. Οι περισσότεροι άνθρωποι είμαστε πολύπλοκοι, αυτή ήταν πιο πολύπλοκη, πολύπλοκη με τρόπο ιδιαίτερο. Aλλά είχε πάρα πολλές καλές ιδιότητες κι επίσης είχε μια γήινη ηθική και συμπόνια, αυτά ήταν, νομίζω, τα σημαντικά ατού της. Και είχε και μια τρομακτικά καλή αίσθηση του χιούμορ. Από όλους τους ανθρώπους που έχω γνωρίσει, αυτή έλεγε τα ανέκδοτα καλύτερα από όλους, είχε αυτό το χάρισμα, μαζί με πολλά άλλα.
– Τι κάνει ένα συγγραφέα καλό συγγραφέα, τι κάνει ένα συγγραφέα μεγάλο, τι κάνει ένα συγγραφέα μύθο;
Δεν γνωρίζω, δεν μπορώ να σας απαντήσω.
– Γιατί συνεχίζει να ζει ο Σαίξπηρ, γιατί ζει ο Ντοστογιέφσκι ακόμα και σήμερα; Τι είναι αυτό που κερδίζει τον χρόνο και κάνει αυτούς τους ανθρώπους αθάνατους;
Νομίζω, όλοι αυτοί, κατάφεραν να σπάσουν ένα κέλυφος και να μας δείξουν τον κόσμο όπως είναι και δεν μπορούσαμε να τον δούμε, μας ήταν αδύνατον να τον δούμε έτσι όπως είναι προηγουμένως. Πρόκειται για μεγάλο μυστήριο. Στ’ αλήθεια δεν ξέρω ν’ απαντήσω ούτε σε αυτή την ερώτηση. O Σαίξπηρ είναι ειδική περίπτωση, ιδιαίτερα στην αγγλική γλώσσα και λογοτεχνία, ίσως και σε ολόκληρη τη λογοτεχνία. Είναι κάποιος που μοιάζει να μπορεί να επιτύχει τα πάντα, που γράφει με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Έγραψε τραγωδίες, έγραψε κωμωδίες, έγραψε ερωτικές ιστορίες, επίσης έργα που δεν είναι ούτε τραγωδίες ούτε κωμωδίες. Μοιάζει να τον ενδιέφεραν τα πάντα, όλα τα είδη των ανθρώπων. Ίσως λόγω της τρομακτικής του περιέργειας που μας μαγεύει ακόμη σήμερα, ίσως λόγω της άρνησής του να γυρίσει την πλάτη σε όποια πλευρά της ανθρώπινης ζωής. Όμως, βλέπεις κι άλλους ανθρώπους με αυτές τις ιδιότητες, που δεν γράφουν όπως ο Σαίξπηρ. Όλα τούτα συνοψίζονται σε μιαν απλή διαπίστωση, ότι ο άνθρωπος ήξερε να γράφει όπως πολύ λίγοι άλλοι μπόρεσαν να γράψουν. Και μπορούμε ακόμα και σήμερα να διαβάζουμε αυτά που έγραψε με μεγάλη ευχαρίστηση. Kαι κάτι ακόμα: μετά από 500 χρόνια, τα έργα του θέλουμε να τα διαβάζουμε ακόμη στο αυθεντικό. Στην αρχή για τους νέους, για τους φοιτητές, τα Ελισαβετιανά Αγγλικά, είναι λίγο δύσκολα, αλλά αν δείξεις λίγη υπομονή και συνεχίσεις να διαβάζεις, σε ένα-δυο μήνες εξοικειώνεσαι και δεν σου φαίνονται καθόλου δύσκολα. Είναι αστείο, αλλά οι περισσότεροι προτιμούν ακόμα και σήμερα να χάσουν λίγο χρόνο να εξοικειωθούν με τα Ελισαβετιανά Αγγλικά, αν πρόκειται να απολαύσουν τον Σαίξπηρ στο αυθεντικό. Αυτό συμβαίνει μόνο με τον Σαίξπηρ στην Αγγλία… Είναι πολύ περίεργο αλλά δείχνει κάτι… Σε όλες τις άλλες χωρες, παίρνουν ένα κλασικό συγγραφέα και τον μεταφράζουν. Και γιά αυτό διαβάζουνε ντουζίνες μεταφράσεις του Σαίξπηρ, όπως εμείς έχουμε και διαβάζουμε πληθώρα μεταφράσεων του Ομήρου και του Σοφοκλή. Εγώ δυστυχώς, δεν μπορώ να διαβάσω Αρχαία Ελληνικά. Κάθε χώρα έχει τα μνημεία της και τους κλασικούς της, που όμως είναι εις βάθος προσιτοί μόνο από τους δικούς της ανθρώπους. Κι έτσι τους διαβάζουμε μεταφρασμένους και πρέπει να το κάνουμε. Αν ο μεταφραστής έκανε αξιοπρεπή μετάφραση, όχι ιδιοφυή, αξιοπρεπή απλώς, η πρωτογενής δύναμη του έργου θα περάσει στον αναγνώστη. Ακόμη κι αν δεν είναι αποτέλεσμα ισάξιο του έργου, ακόμη κι αν διαθέτει κάποια σχετική πιστότητα στο αρχικό έργο, θα βγει στη μετάφραση η ενεργός ζωτική του δύναμη. Για παράδειγμα, υπάρχουν διάφορες μεταφράσεις του Ντοστογιέφσκι. Είναι όλες λίγο διαφορετικές από το πρωτότυπο, αλλά η φωτιά της ιστορίας στο «Έγκλημα και τιμωρία» κατακαίει τα μικροπροβλήματα που υπάρχουν στη μετάφραση.
– Θα είχε νόημα κάποιον από αυτούς όλους τους συγγραφείς, να τους συναντούσατε, αν είχατε τη δυνατότητα;
Δεν νομίζω. Νομίζω ότι μου φτάνουν οι συναντήσεις που είχα όταν ήμουν νέος, με τον συγγραφέα που θαύμαζα σε υπερθετικό βαθμό, τον Σάμιουελ Μπέκετ.
– Συναντήσατε από κοντά τον Μπέκετ;
Όντως τον γνώρισα όταν ήμουν 25 χρονών, και συναντηθήκαμε ξανά, μετά στα 30. Ανταλλάξαμε και επιστολές. Αυτό ήταν πολύ σημαντικό για μένα. Ήταν καλός μαζί μου, με ενθάρρυνε και με βοήθησε να τα βγάλω πέρα σε πάρα πολύ δύσκολους καιρούς. Ξέρω επίσης κάποιους Νομπελίστες και πολύ επιτυχημένους και φημισμένους συγγραφείς. Αλλά η προοπτική να συναντήσω τον Μπέκετ με τρομοκράτησε όταν συνέβη, πήγαινα στο ραντεβού και σκεφτόμουνα: «Έχω άγχος… πω πω έχω μεγάλο άγχος!». Για να είμαι ειλικρινής, δεν βρίσκω κανέναν άλλο ζώντα συγγραφέα που θα μου προκαλούσε μεγαλύτερο άγχος από τον Μπέκετ, ούτε άλλον άνθρωπο… Ούτε καν ο Ουίνστον Τσόρτσιλ θα με άγχωνε τόσο.
– Πού συναντηθήκατε;
Στο Παρίσι, όταν ζούσα εκεί… Η επαφή έγινε μέσω μιας κοινής φίλης ζωγράφου, της Τζόαν Μίτσελ, που ήταν και παλιά δική του φίλη και ήταν βέβαια και δική μου φίλη εκείνη την περίοδο. Μια νύχτα που μιλούσαμε για τον Μπέκετ, με ρώτησε αν θέλω να τον γνωρίσω. Της είπα: «Ρωτάς; Και βέβαια θέλω πολύ να τον γνωρίσω!». Μου είπε να του γράψω ένα γράμμα και να του πω ότι αυτή με παρακίνησε να του γράψω. Έγραψα, λοιπόν: «Αγαπητέ κύριε Μπέκετ, η Τζόαν Μίτσελ πρότεινε…». Μου απάντησε αμέσως και συναντηθήκαμε.
– Ένας άνθρωπος που γράφει καλά μπορεί με την πάροδο του χρόνου να πάψει να γράφει καλά;
Nαι, υπάρχουν πολλά παράδοξα στην ιστορία της λογοτεχνίας. Υπάρχουν παραδείγματα ανθρώπων που έγραψαν ένα καλό βιβλίο, ένα πραγματικά καλό βιβλίο, και μετά αυτός ο συγγραφέας, άντρας ή γυναίκα, για κάποιο δικό του λόγο, δεν κατάφερε ποτέ να ξαναγράψει κάτι εξίσου καλό. Πολλοί συγγραφείς βελτιώνονται με τον καιρό, άλλοι είναι και παραμένουν άνισοι συγγραφείς _γράφουν ένα καλό βιβλίο, μετά ένα όχι τόσο καλό, μετά ένα καλύτερο και μετά ένα πολύ χειρότερο. Υπάρχουν επίσης κάποιοι που γράφουν συνεχώς καλύτερα και άλλοι που γερνάνε κι αρρωσταίνουν και αποφασίζουν να μη γράψουν άλλο πιά. Γνώριζα καλά τον Φίλιπ Ροθ, ο οποίος, πράγμα ασυνήθιστο, αποφάσισε να πάψει να γράφει τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Είπε: «Έκανα όλα όσα είχα την ανάγκη να κάνω και τα παρατάω». Τον θαύμασα γι’ αυτό. Νομίζω πως αυτή ήταν η καλύτερη απόφαση για εκείνον. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως όλοι πρέπει να κάνουν το ίδιο.
– Έχει κόστος η επιτυχία;
Kαι βέβαια! Όλα τα πράγματα έχουν κόστος και κέρδος. Και η αποτυχία έχει κόστος. Τα πάντα έχουν συνέπειες, όλα, όλα.
– Το κέρδος της επιτυχίας έχει μεγαλύτερη δύναμη από το κόστος της αποτυχίας;
Δεν γίνεται να μιλάμε με γενικότητες… Πρέπει να μιλάμε για συγκεκριμένους ανθρώπους. Την δεκαετία του ’50, ένας Αμερικανός συγγραφέας, ξεχνάω και τ’ όνομά του τώρα, έγραψε ένα βιβλίο, το “Raintree County”, που έτυχε πολύ καλής αποδοχής και έγινε μια σπουδαία ταινία με τον Μοντγκόμερι Κλιφτ και την Ελίζαμπεθ Τέυλορ.
– Ο Ρος Λόκριντζ…
Ακριβώς, γι’ αυτόν μιλάω… Έγινε λοιπόν το βιβλίο του, μεγάλο μπεστ-σέλερ, αλλά ο ίδιος έπαθε συγγραφικό μπλοκάρισμα, δεν μπόρεσε να ξαναγράψει τίποτε άλλο και τελικά αυτοκτόνησε. Αυτή είναι μια ολοφάνερη περίπτωση που η επιτυχία κατέστρεψε τον επιτυχόντα. Υπάρχει βέβαια και ο Κάρολος Ντίκενς που στα 26 του με τα “Pickwick Papers” μέσα σε μια νύχτα έγινε διάσημος και συνέχισε να γράφει όλο και καλύτερα μέχρι τον θάνατό του, τριάντα τόσα χρόνια αργότερα. Εξαρτάται, λοιπόν, από τον άνθρωπο… Κάθε περίπτωση είναι μια άλλη περίπτωση.
– Σε σας πώς επιδρά η αποτυχία;
H αποτυχία; (Χαμογελάει) Ναι, αυτή είναι μιά πολύ καλή ερώτηση… Εξαρτάται από το είδος της αποτυχίας κάθε φορά.
– Υπάρχουν πολλά είδη αποτυχίας;
Στην τέχνη υπάρχουν κυρίως δύο είδη αποτυχίας. Είναι όταν αποτυγχάνεις να κάνεις καλή δουλειά, είναι όμως και η αποτυχία ενός προσώπου που φαντάστηκε τα πράγματα που νόμιζε ότι μπορούσε να επιτύχει, και μετά δεν τα κατάφερε και έκρινε ο ίδιος, πως δεν μπόρεσε να γράψει στο ύψος των προσδοκιών του. Αυτό είναι δύσκολο πράγμα και πολλοί άνθρωποι φτάνουν σε μια τέτοιαν ώρα, γιατί, όπως ξέρουμε, στα είκοσι είμαστε όλοι συγγραφείς, λιγότεροι παραμένουν συγγραφείς στα 30, ακόμη λιγότεροι στα 40, στα 50, στα 60… Οι αριθμοί συνέχεια μικραίνουν και λιγοστεύουν οι συγγραφείς που συνεχίζουν… Οι περισσότεροι άνθρωποι σταματάνε, τα παρατούν από ένα σημείο και μετά. Είτε δεν είναι ικανοποιημένοι με τη δουλειά τους ή η ιδέα ότι πρέπει να συνεχίσουν να κάνουν όλη αυτή τη δουλειά χωρίς να τους αναγνωρίζεται όσο θέλουν, δεν τους γεμίζει. Αυτό είναι το ένα είδος αποτυχίας που σας λέω…
– Το σπουδαίο βιβλίο το καταλαβαίνετε όταν το γράφετε;
Μερικές φορές, ναι… συνήθως όμως, όχι. Είναι δύσκολο να το εξηγήσω. Όταν γράφεις, όταν φτιάχνεις ένα είδος τέχνης, μια ταινία ή ένα έργο ζωγραφικής, πρέπει να πιστεύεις σ’ αυτό που κάνεις, να πιστεύεις πως είναι σημαντικό, πως ο κόσμος το χρειάζεται. Αλλιώς δεν θα έχεις ούτε την ενέργεια, ούτε τη θέληση να συνεχίσεις να το κάνεις. Η Σίρι διάβασε μια εργασία ενός ψυχιάτρου, όπου ο γιατρός ονόμαζε αυτή τη νοητική κατάσταση εφαρμοσμένη μεγαλοσύνη∙ χρειάζομαι, νομίζω, αυτή την αίσθηση ότι κάνω κάτι σημαντικό, για να μπορέσω να το κάνω. Κάθε φορά, λοιπόν, που τελειώνω ένα βιβλίο, ζω μια στιγμή ευτυχίας. Και όταν λέω «τελείωσα», δεν εννοώ το προσχέδιο, εννοώ το τελικό-τελικό, την τελεία και παύλα. Όταν το έχω διαβάσει 50 φορές και έχω φτιάξει κάθε πρόταση όσο καλύτερη μπορούσα και το ξαναπερνάω τελευταία φορά και βλέπω ότι δεν υπάρχει κάτι άλλο που θα μπορούσα να κάνω, ξέρω ότι τέλειωσα. Τελείωσε λοιπόν. Εκείνη τη στιγμή λέω: «Ωραία, τελείωσε». Και μετά πέντε λεπτά λέω: «Πέθανε, λοιπόν. Δεν μ’ ενδιαφέρει πια, τέλειωσε». Είναι ζωντανό όσο το γράφεις, και μόλις το τελειώσεις, πεθαίνει. Ο Μπέκετ έλεγε την θαυμαστή έκφραση: «Πριν προλάβει να στεγνώσει το μελάνι, το σιχαίνομαι». Αυτό νομίζω ότι αισθάνονται πάρα πολλοί συγγραφείς. Είσαι ευτυχισμένος που το γράφεις, και μετά αυτομάτως, τελειώνει και το σιχαίνεσαι. Νομίζω ότι αυτός είναι ο λόγος που ξαναρχίζεις κάτι νέο. Προσπαθείς να το κάνεις καλύτερο την επόμενη φορά. Πρέπει να το πηγαίνεις συνεχώς παρακάτω, ποτέ όμως δεν θα είσαι ικανοποιημένος.
– Πώς καταφέρνουν κάποιοι άνθρωποι να κάνουν ένα έργο και χωρίς να διαβάζεις το όνομα του δημιουργού, να λες αυτό είναι, Πόλοκ, Πικάσο;
Noμίζω ότι κάθε συγγραφέας, ή ζωγράφος ή ό,τι άλλο, αφήνει τα δακτυλικά του αποτυπώματα στο έργο του. Το ύφος με το οποίο γράφεις δεν είναι ηθελημένο. Το ύφος στην πραγματικότητα είναι μια έκφραση όλης σου της ύπαρξης. Όχι μόνο του μυαλού σου, αλλά και του σώματός σου. Του τρόπου που αναπνέεις, του τρόπου που διαδράς με το απτό σύμπαν. Όλα είναι στο ύφος και τη μουσική του ύφους, ο ρυθμός είναι στο ύφος. Κι έτσι, ναι, μπορείς να αναγνωρίσεις ποιος κρύβεται πίσω από ένα έργο. Προσπαθώ πάντα να κάνω κάτι διαφορετικό, αλλά όταν τελειώσει, λέω: “Ναι, αυτό είμαι εγώ, είμαι ακόμη εδώ”. Τελικά το ύφος το στυλ είναι το ότι δεν μπορείς να ξεφύγεις από τον εαυτό σου.
– Τι είναι ταλέντο;
Ρωτάτε αυτές τις μεγάλες ερωτήσεις κι εγώ δεν έχω απαντήσεις. Πολλοί άνθρωποι έχουν ταλέντο. Πολλά παιδιά και νέοι άνθρωποι. Για να το κάνεις όμως πράξη, πρέπει να ασκηθείς και να δουλέψεις πολύ σκληρά. Νομίζω πως ένα μεγάλο μέρος της τέχνης είναι η αφοσίωση και η σκληρή δουλειά. Δεν έρχεται εύκολα το αποτέλεσμα. Αυτό είναι το πρόβλημα με τους νέους και χαρισματικούς ανθρώπους, ότι δεν εξελίσσονται γιατί νομίζουν ότι η τέχνη είναι κάτι πολύ εύκολο. Το πιάνο είναι το τέλειο παράδειγμα. Έχεις έναν δεκάχρονο που μπορεί να παίξει εξίσου καλά με έναν ενήλικα και σκέφτεσαι ότι θα γίνει επαγγελματίας μουσικός. Αλλά δεν περνάει καν στο επόμενο επίπεδο. Όλοι γνωρίζουμε την «Σονάτα του σεληνόφωτος» του Μπετόβεν. Έχουμε ακούσει πενήντα διαφορετικές εκτελέσεις της. Ξέρουμε ποιες είναι καλές, ποιες είναι ΟΚ, ποιες μέτριες. Αλλά γνωρίζουμε κι εκείνες που είναι ξεχωριστά όμορφες, μεγαλειώδεις. Λοιπόν, για να φτάσεις στο μεγαλειώδες, χρειάζεσαι κάτι παραπάνω από ταλέντο, μια συγκεκριμένη συγκέντρωση και ένα ορισμένο πνεύμα, που νομίζω πως έχει να κάνει με μια παραίτηση από το εγώ σου ή ένα λιώσιμό του “εγω” σου μέσα στο έργο. Αυτό είναι ο συγγραφέας, κάποιος που εγκαταλείπει το εγώ του γιά χάρη του κόσμου που φαντάζεται και δεν προσπαθεί να πιέσει τα πράγματα για να δικαιωθεί ο ίδιος. Νομίζω ότι ακόμη κι ο ερμηνευτής καλλιτέχνης, πρέπει να απαρνηθεί τον εαυτό του. Και τότε ίσως θ’ αγγίξει κάτι ακόμη βαθύτερο. Το ταλέντο, λοιπόν, σε πάει μέχρις ενός σημείου, και ύστερα χρειάζεται ένας συνδυασμός σκληρής δουλειάς, πειθαρχίας και αφιέρωσης και ένα είδος πνευματικής ισορροπίας που θα βρεις μέσα σου. Κι αυτό είναι πολύ σπάνιο.
– Να σας πω μιαν ιστορία που έχω ακούσει.. Όταν μιλούσε ο Μπετόβεν για την Ενάτη Συμφωνία με έναν φίλο του, του είπε ότι σε ένα από τα τελευταία μέτρα υπάρχει ένα λάθος. Ο άλλος έκπληκτος του λέει: “Γιατί δεν το διορθώνεις;” “Γιατί το λάθος αυτό δίνει ομορφιά στο έργο μου”. Υπάρχουν λάθη που παράγουν ομορφιά;
Kαι βέβαια, αυτό είναι αρχαία φιλοσοφία. Κάθε έργο έχει μέσα μια μύγα για να φαίνεται πως είναι έργο ανθρώπου. Τώρα ξαναθυμήθηκα τον Μπέκετ. Όταν ο Μπέκετ ήταν νέος, μια περίοδο ήταν φίλος του Τζόις, τον καιρό που ο Τζόις έγραφε το “Finnegans Wake”. Όπως είναι γνωστό, ο Τζόις είχε πολύ κακή όραση -τυφλωνόταν σιγά-σιγά. Έτσι, το “Finnegans Wake” γραφόταν καθ’ υπαγόρευση και κάποιες φορές ο Μπέκετ, που τότε ήταν 23 ετών, ερχόταν και έγραφε όσα του υπαγόρευε ο Τζόις. Κάποια στιγμή, καθώς ο Τζόις υπαγόρευε και ο Μπέκετ έγραφε, ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα και ο Τζόις είπε: «Περάστε»… Ο Μπέκετ λοιπόν έγραψε «περάστε». Όταν έφυγε ο άνθρωπος που είχε χτυπήσει την πόρτα κι είχε μπει, λέει ο Μπέκετ: «Που είμασταν;». «’Ενα λεπτό να σβήσω το περάστε που έγραψα», είπε ο Μπέκετ… Και ο Τζόις του είπε: «Δεν πειράζει, μη σβήσεις τίποτα, άφησέ το όπως είναι.» (Γέλια)
– Επιβεβαιώνει αυτό που λέτε κάτι που διάβασα κάποτε σε έναν τοίχο ενός ξυλουργείου στην Σύρα (ελληνικό νησί του Αιγαίου): Το λάθος υπεράνω της Τέχνης…
(Γελάει) Προσυπογράφω… Μπορώ να πω ότι το λάθος ενίοτε είναι η μήτρα της μεγάλης Τέχνης.
– Όταν γράφετε, υπάρχει κάποια στιγμή που αναρωτιέστε: “Πως μου ήρθε αυτό που έγραψα τώρα;”…
Ναι, δεν ξέρω, μερικές φορες υπάρχει κάτι που νοιώθω ότι έρχεται από τόπους βαθείς, σχεδόν απλησίαστους. Η Σίρι έγραψε μερικά χρόνια πριν ένα θαυμάσιο δοκίμιο με τίτλο: «Γιατί αυτή η ιστορία και όχι μιά άλλη;». Αυτή είναι μια υπέροχη ερώτηση. Σήμαινε ότι κάθε συγγραφέας είναι ελεύθερος να γράψει ο,τιδήποτε θελήσει, μα ο,τιδήποτε σας λέω. Στο δοκίμιό της η Σίρι το θέτει κάπως έτσι: “Στην ιστορία σου, έχεις το ελεύθερο να μιλήσεις για ιπτάμενες πορφυρές ζέβρες…” Εντάξει, προσωπικά ποτέ δεν έγραψα για καμιά ιπτάμενη πορφυρή ζέβρα. Δεν με ενδιέφερε κάτι τέτοιο. Πιστεύω ότι οι μεγάλοι συγγραφείς, αυτοί στους οποίους επιστρέφουμε συνέχεια, γράφουν από τόπους βαθιά μέσα τους, που μπορείς να αποκαλέσεις η χώρα των εμμονών του… Οχι έγνοιες, εμμονές. Γι’ αυτό η δουλειά μας είναι αυθαίρετη, γιατί κάνουμε αυτό που αισθάνεται ο καθένας μας αναγκαίο. Αυτό είναι ό,τι μπορείς να κάνεις τη συγκεκριμένη στιγμή. Είναι ένα ταξίδι, ταξίδι μαγευτικό, από τον στοχασμό του «τι;» στην πραγματοποίηση του «τι;», που είναι πάντοτε ένα πράγμα, όχι εκατό. Από αυτό το «περίπου ό,τι να ’ναι» γεννιούνται τα βιβλία. Από μια ματιά στον δρόμο μπορεί να γεννηθεί μια άπιαστη στιγμη. Έγραψα πριν από δέκα-δώδεκα χρόνια ένα μικρό βιβλίο με τίτλο “Travels in the Scriptorium” που άρχιζε με μιαν εικόνα που έβλεπα επιμόνως στο μυαλό μου, ενός ανθρώπου με τις πυτζάμες και τις παντόφλες του, καθισμένου στην άκρη του κρεβατιού, που είχε τα χέρια του στα γόνατα και τα μάτια να κοιτάζουν το πάτωμα. Έσπαγα το κεφάλι μου να βρω τι ήταν αυτή η εικόνα στο μυαλό μου. Τότε άρχισα να καταλαβαίνω ότι ίσως, δεν είμαι ούτε σήμερα βέβαιος, ίσως έβλεπα κάποιο είδος απεικόνισης του εαυτού μου ως γέροντα στο μέλλον. Τότε, από αυτή την ενόραση, μου ήρθε η ιδέα να γράψω αυτό το μικρό βιβλίο. Κι άλλα πράγματα μπορούν να προκύψουν από κάτι που θυμάσαι από την ζωή σου, κάτι που σου είπαν, κάτι που είδες, πράγμα ολότελα μυστηριώδες.
– Υπάρχει μία στιγμή όλα αυτά τα χρόνια που γράφετε, που να νιώσατε, ότι αγγίξατε τις φτέρνες του Θεού;
Καταλαβαίνω. Είχα μία εκστατική στιγμή, μία και μόνο μια. Και τότε συνέβη το πιο όμορφο πράγμα που μ’ αυτό νομίζω ότι πρέπει να τελειώνουμε. Είναι μια καλή ιστορία για το τέλος.
– Σας ακούω…
Ήταν 1989, τριάντα χρόνια πριν. Οι τρεις μας, η Σίρι, εγώ και η κόρη μας, η Σοφία, που ήταν τότε δυο χρονών, περάσαμε το καλοκαίρι στο Βερμόντ, στην εξοχή, σε ένα παλιό αγροτόσπιτο. Υπήρχε και μια μικρή καλύβα στο κτήμα κι εκεί πήγαινα κάθε μέρα για να εργαστώ. Είχε και μια μικρή βεράντα απ’ έξω, ένα μπαλκονάκι. Και τέλειωσα το γράψιμο ενός μυθιστορήματός μου, “Η Μουσική του Πεπρωμένου”. Αισθάνθηκα καλά, λοιπόν, και είπα: «Επιτέλους τελείωσα ένα πολύ καλό βιβλίο, είμαι τόσο ευτυχισμένος, τα κατάφερα εντέλει». Θυμάμαι ότι ήμουν τόσο γεμάτος από τον εαυτό μου. Και βγήκα έξω στο μικρό μπαλκόνι. Είχα ένα πολύ μεγάλο πούρο, το άναψα, απογειωμένος με την ιδιοφυία μου και τότε, ακριβώς μια στιγμή μετά, η δίχρονη κόρη μας διασχίζει τον κήπο γυμνή, σταματάει και κάνει τα κακά της στο έδαφος, καθώς μου φωνάζει: «Μπαμπά, μπαμπά, κοίτα τι κάνω!». Τη βλέπει ο Μίστερ Ιδιοφυία με το πούρο, και το πρώτο που πρέπει να κάνει είναι να τη σκουπίσει από τα κακά. Η φιλολογική κριτική στην καλύτερη στιγμή της! «Ευχαριστώ, μικρή μου Σοφία, που με κατέβασες από το μικρό βουνό μου και με ξανάφερες στο έδαφος». Ήταν μια μοναδικής ομορφιάς στιγμή στη ζωή μου. Τώρα είναι τριανταενός η κόρη μου, με μισεί όταν λέω αυτή την ιστορία, το ξέρω, μα αυτή η στιγμή ήταν πραγματικά μεγάλη, θεϊκή. Κι έτσι, ποτέ δεν ξανααισθάνθηκα τον εαυτό μου τόσο φουσκωμένο και πλήρη.
– Δεν το εύχομαι, αλλά φανταστείτε πως παθαίνατε αμνησία και έχετε την δυνατότητα να κρατήσετε μόνο μία ανάμνηση πάνω στην οποία θα ξαναστήνατε τη ζωή σας. Ποια στιγμή θα κρατούσατε;
Aυτή, η τωρινή στιγμή. (Γέλια) Μη γελάτε, κυριολεκτώ. Αυτή η υπέροχη συνέντευξη που κάναμε. Που δεν λύσαμε αλλά προσπαθήσαμε να λύσουμε, όλα τα μυστήρια του σύμπαντος της γραφής. Θα ξαναγύριζα σ’ αυτήν τη μέρα, να κάθομαι σ’ αυτό το κόκκινο τραπέζι μαζί σας. Ευχαριστώ πάρα πολύ που κάνατε αυτές τις καλές ερωτήσεις. Ως συνήθως είναι τόσο πληκτικές οι κουβέντες με τους δημοσιογράφους. Και τις δυο φορές που έχω μιλήσει μαζί σας ένιωσα πολύ καλά… Ίσως γιατί δεν είστε δημοσιογράφος… Είστε πια ζωγράφος! (Γέλια)