Το ροκ-εν-ρολ δεν είναι μόνο μουσική. Δεν είναι μόνο ποίηση. Δεν είναι μόνο στάση ζωής. Και φυσικά το ροκ-εν-ρολ δεν είναι το ίδιο μετά την Πάτι Σμιθ. Τη σημαντικότερη ίσως εν ενεργεία εκπρόσωπο του. Αν δεν τη γνωρίζετε θα ήθελα να σας τη συστήσω. Η Πάτι Σμιθ είναι ποιήτρια και μουσικός, είναι μάνα και αγωνίστρια. Κάποτε τραγουδούσε «Piss factory» με τη στάμπα της «αριστερής» ακτιβίστριας και «ξερνούσε» τους οργισμένους στίχους της σε βρώμικα κλαμπ, όπως η κατ’ εξοχήν «γιάφκα» του νεουορκέζικου πανκ ροκ, το GBGBs. Στη συνέχεια έδειξε τον «θηλυκό» εαυτό της τραγουδώντας «Because the night». Για να βροντοφωνάξει αργότερα την πολιτική θέση της με το «People have the power». Στον δίσκο «Trampin’», δίπλα σε όμορφες ροκ μελωδίες, μας πέταγε σφήνα ένα τραγούδι για τον Γκάντι και μια ηλεκτρική δήλωση πολιτικής διαμαρτυρίας με τίτλο «Radio Baghdad». Αυτή η γυναίκα με τα λεπτά άκρα και την εκφραστική φωνή εξακολουθεί να θέλει να αλλάξει τον κόσμο. Αν μη τι άλλο μπορεί να φωτίζει τις ψυχές όσων την ακούν. Το νοιωθουμε κάθε φορά που βγαίνει στη σκηνή. Το άγγισμα της είναι σαν ηλεκτρική εκκένωση… Όπως ο Μπομπ Ντίλαν, έτσι και η Πάττι Σμιθ αποτελεί «σχολή» από μόνη της. Οι τίτλοι της «γιαγιάς της πανκ» και της «ροκ ποιήτριας» βολεύουν εκείνους που γοητεύονται από τις (υπερ)απλουστεύσεις. Συζητώντας όμως μαζί της τολμώ να πιστεύω ότι γνώρισα ένα κομμάτι από την πραγματική Πάττι Σμιθ . Ούτε την «πανκ» ούτε την «ροκού» ούτε την χίπισσα (ναι, ορισμένοι τη χαρακτηρίζουν και έτσι) ούτε τη «συνεχίστρια των μεγάλων beat ποιητών». Αλλά τη γυναίκα, τη σύζυγο, τη σκληρά εργαζόμενη Αμερικανίδα που επιμένει να οραματίζεται ένα καλύτερο αύριο για τα παιδιά. Διότι αυτή, με τον κίνδυνο να θεωρηθεί γραφική, εξακολουθεί να πιστεύει στη δύναμη των ανθρώπων να κάνουν επαναστάσεις, να αλλάζουν τον κόσμο. Η Πάτι Σμιθ είναι έτοιμη να θυσιαστεί για αρχές και ιδέες που κοντεύουν να απαξιωθούν πλήρως: ελευθερία, ατομικά δικαιώματα, αυτοδιάθεση, ειρήνη. Και κάτι τέτοιο δεν θα συνέβαινε αν μέσα της δεν συνυπήρχαν η χαρά ενός μικρού παιδιού και η αρχέγονη θλίψη μιας ώριμης γυναίκας. Ακόμη και οι πιο απαισιόδοξες εκφράσεις του μεγάλου ταλέντου της, χάρη στο πάθος και τη δύναμη με τα οποία τις περιβάλλει, καταλήγουν να ηχούν ως καλέσματα εξέγερσης… Απολαύστε την!

– Αυτό θέλατε πάντα να κάνετε στη ζωή σας; Να ασχοληθείτε με τη μουσική;

Πρέπει να σας πω ότι έζησα μια πολύ πλούσια ζωή, μια καλή ζωή. Από παιδί, ήθελα να γίνω καλλιτέχνης. Μεγάλο μέρος της ζωής μου το πέρασα ζωγραφίζοντας, σχεδιάζοντας, γράφοντας, ηχογραφώντας, τραγουδώντας, βγάζοντας φωτογραφίες και “χτίζοντας” δυο παιδιά. Έζησα λοιπόν μια πολύ δημιουργική ζωή. Μάλλον δεν θα άλλαζα τίποτα, εκτός από το ότι, αν μπορούσα, θα ξανάφερνα πίσω τους ανθρώπους που έχω χάσει. Όσον αφορά τον εαυτό μου όμως νομίζω πως έκανα το καλύτερο που μπορούσα.

– Ως εμπειρία θεωρείτε σημαντικότερη τη ζωή ή τον θάνατο;

Νομίζω ότι ένας καλλιτέχνης μέσα από τη δουλειά του τα βιώνει και τα δυο. Διότι από τη στιγμή που το έργο του φτάνει στον κόσμο, για τον ίδιο είναι σχεδόν σαν να πεθαίνει. Οπότε αυτό τον καλεί να θέλει συνεχώς να δημιουργεί, ξανά και ξανά. Η ζωή βρίσκεται στην ίδια τη δημιουργία. Από τη στιγμή που ένα έργο ολοκληρώνεται, παύει να ανήκει σε αυτόν που το δημιούργησε. Το ίδιο ισχύει και με τα παιδιά. Τα δημιουργούμε και μετά αυτά βγαίνουν έξω στον κόσμο. Νομίζω ότι όλη αυτή η διαδικασία της ζωής, του θανάτου και των νιάτων είναι πολύ όμορφη. Στη ζωή μου τα έχω βιώσει και τα δυο, κάνοντας από την μια δυο παιδιά και βλέποντας από την άλλη τον άντρα μου να πεθαίνει. Όταν επίσης πέθανε ο ποιητής Άλεν Γκίνσμπεργ, ήμουν δίπλα του. Είδα την μάνα μου και τον πατέρα μου να πεθαίνουν. Οπότε έχω δει ανθρώπους και να πεθαίνουν και να γεννιούνται. Τα θεωρώ και τα δυο πολύ όμορφα και τα δυο πολύ οδυνηρά.

– Τι είναι αυτό που γεννάει την ποίηση;

Η ποίηση είναι μυστήριο. Νομίζω ότι μάλλον είναι η πιο δύσκολη από όλες τις τέχνες. Προφανώς όμως  υπάρχει μια πηγή έμπνευσης. Προσωπικά δεν μπορώ να πω ότι “τώρα θα καθίσω να γράψω ένα ποίημα”. Όταν συμβαίνει, βγαίνει από μέσα μου. Και αυτή είναι μια δύσκολη “γέννα”. Μόλις τελείωσα ένα ποίημα το οποίο προσπαθεί να συλλάβει την αίσθηση που βιώνει μια γυναίκα, καθώς περπατάει ανάμεσα στα συντρίμμια που περιέγραψε ο Πικάσο στον γνωστό πίνακα του “Γκέρνικα”, κρατώντας το νεκρό παιδί της στην αγκαλιά της. Το ποίημα μιλάει για την θλίψη και τον τρόμο που προκαλεί στη γυναίκα η απώλεια του παιδιού της, η οποία όμως ταυτόχρονα λειτουργεί ως πηγή έμπνευσης για τον ποιητή. Η τρομερή εμπειρία του βομβαρδισμού της “Γκέρνικα” βαραίνει τον δημιουργό, από την άλλη όμως νιώθει τη δουλειά του να τον συνεπαίρνει, καθώς στροβιλίζεται μέσα σε αυτό το τόσο έντονο συναίσθημα. Εγώ λοιπόν όλα αυτά προσπάθησα να τα αιχμαλωτίσω σε ένα ποίημα. Για ποιο λόγο αποφάσισα να γράψω αυτό και όχι κάτι άλλο, δεν ξέρω να σας πω. Απλώς έτσι μου ήρθε. Η ποίηση είναι ένα μυστήριο. Γιατί έρχεται μερικές φορές; Επειδή υπάρχει έμπνευση. Βλέπεις κάποιον που ούτε καν τον ξέρεις και γράφεις ένα ολόκληρο ποίημα γι’ αυτόν. Μπορεί βέβαια το ποίημα που θα γράψεις να μην έχει καμία σχέση με αυτόν τον άνθρωπο και απλώς να περιγράφει την ιδιαιτερότητα μιας στιγμής… Συμβαίνει και αυτό…

– Η έμπνευση πιστεύετε ότι έρχεται και μας συναντάει ή πρέπει να προετοιμαστούμε για να μπορέσουμε να συναντηθούμε μαζί της;

Αυτή είναι μια πολύ ωραία ερώτηση, κύριε Λάλα! Λίγο-πολύ νομίζω ότι συμβαίνουν και τα δυο. Ξέρετε νιώθω μερικές φορές ότι η έμπνευση πράγματι έρχεται σαν φλας που ανάβει μέσα μας, επειδή έχουμε αφήσει να μας διαποτίσουν ορισμένα πράγματα. Μια συγκεκριμένη ατμόσφαιρα, ένας διαφορετικός -από τους άλλους- άνθρωπος, ένα τυχαίο γεγονός. Για να μπορέσουμε όμως να είμαστε ανοιχτοί απέναντι σε αυτά τα πράγματα και να τα δεχθούμε, πρέπει να είμαστε πειθαρχημένοι. Θα πρέπει να έχουμε την πειθαρχία να γράψουμε κάτι -και όχι απλά να ονειροπολούμε. Διότι η τέχνη απαιτεί δουλειά. Μπορεί να είναι κάτι μαγικό, μυστηριώδες, που έχει να κάνει με την έμπνευση, μια έκφραση καθαρά πνευματική, από την άλλη όμως, θέλει κόπο, δουλειά. Ενώ δουλεύεις, μπορεί να σε επισκεφτεί και η έμπνευση. Το κίνητρο όμως που έχει κανείς για να εκτελέσει μια δουλειά πρέπει να βγαίνει από μέσα του. Μπορεί ο Θεός ή οι άγγελοι να μας δώσουν έμπνευση. Εμείς οι άνθρωποι όμως είμαστε αυτοί που πρέπει να δουλέψουμε γιά να γίνει η έμπνευση κάτι.

– Άρα ο τρόπος ζωής προηγείται της τέχνης;

Δεν ξέρω για τους άλλους. Για τον εαυτό μου μπορώ να σας πω ότι στη δουλειά μου καθρεφτίζεται ο τρόπος με τον οποίο έχω επιλέξει να ζω. Μερικοί άνθρωποι μπορεί να νιώθουν την ανάγκη να αυτοκαταστραφούν προκειμένου να μπορέσουν να δημιουργήσουν. Εγώ δεν λειτουργώ έτσι. Εγώ πρέπει να νιώθω υγιής για να μπορώ να δημιουργήσω. Μπορεί να είμαι γεμάτη θλίψη ή θυμό, αλλά πρέπει να είμαι σε αρμονία με τον εαυτό μου. Δεν είμαι ο τύπος του καλλιτέχνη που θα πάρει πολλά ναρκωτικά ή θα πιεί και θα πιέσει τον εαυτό του με έναν καταστροφικό τρόπο να δημιουργήσει. Εμένα θα πρέπει να μου συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο για να μπορέσω να δημιουργήσω. Όσο πιο πειθαρχημένη είμαι, όσο πιο κοφτερό είναι το μυαλό μου και σε όσο καλύτερη κατάσταση το σώμα μου, τόσο πιο παραγωγική είμαι στη δουλειά μου.

– Πώς γλιτώσατε εσείς από μια γενιά, η οποία από ένα σημείο και μετά λειτούργησε αυτοκαταστροφικά;

Μάλλον για δυο λόγους. Ο ένας είναι ότι από παιδί ήμουν πολύ ασθενική και έπρεπε να παλέψω για την υγεία μου. Όταν ήμουν μωρό παραλίγο να πεθάνω από βρογχίτιδα. Οι γονείς μου αγωνίστηκαν για να με βοηθήσουν να γίνω καλά. Όταν λοιπόν σε μια ηλικία αποκαταστάθηκε η υγεία μου, ήθελα να τα αφήσω όλα πίσω, δεν ήθελα να ξαναγυρίσω στην αρρώστια. Ήθελα να ζήσω και ήξερα ότι, αν το παράκανα με τις τοξικές ουσίες και το αλκοόλ, δεν θα κατάφερνα να τη βγάλω καθαρή. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι για τα ναρκωτικά, έμαθα περισσότερο, μέσα από την ποίηση. Από την Γκοτιέ, από τον Μποντλέρ, από τον Ρεμπό, αργότερα από τον Γούλιαμ Μπάροουζ. Επίσης, έμαθα πολλά γι’ αυτά παρατηρώντας τους Ινδιάνους της Αμερικής, τους Σαμάνους. Τις τοξικές ουσίες λοιπόν, μέσα από τη λογοτεχνία και τους Σαμάνους, έμαθα να τις βλέπω σαν κάτι ιερό, σαν κάτι το οποίο πρέπει να σεβόμαστε. Σαν κάτι το οποίο μας βοηθά να πειραματιστούμε, προκειμένου να ανακαλύψουμε τον εαυτό μας και όχι σαν κάτι που χρησιμοποιούμε για να ψυχαγωγηθούμε. Η νοοτροπία των ναρκωτικών “για το παρτι” δεν με βρήκε ποτέ σύμφωνη. Φυσικά δεν λέω ότι οι άνθρωποι θα έπρεπε να δοκιμάζουν ναρκωτικά, αλλά αν δοκιμάζουν, πρέπει να τα χρησιμοποιούν με σεβασμό. Όπως έκαναν οι Ινδιάνοι της Αμερικής, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν παραισθησιογόνα φυτά για να καταφέρουν να εξερευνήσουν καλύτερα τον εαυτό τους, για να φτάσουν πιο κοντά στην αυτογνωσία και όχι για να κάνουν πάρτι. Χάρη λοιπόν στον σεβασμό μου απέναντι στα ναρκωτικά και στην επιθυμία μου να είμαι υγιής, σώθηκα.

– Πώς μεγαλώσατε, πώς ήταν η οικογένεια σας;

Γεννήθηκα αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι γονείς μου, παρ’ όλο που ήταν πάμφτωχοι, έκαναν τρία παιδιά, το ένα μετά το άλλο και πάλευαν για να τα βγάλουν πέρα. Ο πατέρας μου δούλευε σε ένα εργοστάσιο και η μητέρα μου πήγαινε σε σπίτια και σιδέρωνε. Ζούσαμε αρχικά σε μια εργατική κατοικία και αργότερα οι γονείς μου αγόρασαν ένα μικρό σπιτάκι σε μια αγροτική κοινότητα, μια πολύ φτωχική κοινότητα. Ένα μικρό σπιτάκι για στρατιώτες, οι οποίοι είχαν οικογένεια και δεν είχαν πολλά λεφτά. Έτσι μεγάλωσα σε μια σχετικά μικρή φτωχική κοινότητα, στην οποία όμως δεν υπήρχαν προκαταλήψεις, δεν ζούσαμε προσκολλημένοι στην ύλη και έτσι ήμασταν ευτυχισμένοι. Σύντομα στην οικογένεια προστέθηκε και τέταρτο παιδί. Εγώ ήμουν η μεγαλύτερη και κατά κάποιον τρόπο η αρχηγός. Τους έλεγα ιστορίες, τους έγραφα θεατρικά έργα, τα καθοδηγούσα, εκείνα με σεβόντουσαν και ο σεβασμός τους με έκανε και εμένα να εκτιμώ τον εαυτό μου. Ζήσαμε ευτυχισμένοι αλλά έπρεπε συνεχώς να παλεύουμε και εγώ και οι δικοί μου. Μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον όπου ο πολιτισμός δεν ήταν ιδιαίτερα… παρών. Στην περιοχή μας δεν υπήρχαν ούτε μουσεία ούτε σπουδαίες βιβλιοθήκες. Εγώ όμως ήμουν βιβλιοφάγος. Μου άρεσε πολύ να διαβάζω. Διάβαζα τα πάντα. Έτσι έμαθα πράγματα για τον κόσμο, μέσα από τα βιβλία. Δεν έμοιαζα με κανέναν στη γειτονιά μου. Όλοι ένιωθαν ευτυχισμένοι στην ιδέα ότι θα έμεναν για πάντα στη μικρή αυτή αγροτική κοινότητα, εγώ αντίθετα ήθελα να γίνω καλλιτέχνης για να μπορέσω να γνωρίσω τον κόσμο. Είχα λοιπόν πολύ σημαντικό κίνητρο για να το κάνω. Μεγάλωσα επίσης σε μια πολύ ενδιαφέρουσα εποχή, κατά τη διάρκεια της οποίας γεννήθηκε το ροκ-εν-ρολ, με την παρουσία της τζαζ επίσης πολύ έντονη. Μεγάλωσα με τον Τζον Κολτρέιν, τον Τσάρλι Πάρκερ, όλους αυτούς τους σπουδαίους μουσικούς και παρακολούθησα την εξέλιξη του ροκ-εν-ρολ. Ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα εποχή για να μεγαλώσει κανείς στην Αμερική. Ήταν η εποχή του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα, η εποχή των διαδηλώσεων ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, η εποχή που το ροκ-εν-ρολ άρχισε να διευρύνεται με τον Μπομπ Ντίλαν και με τον Τζίμι Χέντριξ.

– Θυμάστε την εποχή που αποφασίσατε συνειδητά ότι θα γίνεται καλλιτέχνης;

Ναι, θυμάμαι δυο τέτοιες στιγμές στη ζωή μου. Την πρώτη ήμουν έξι χρονών και διάβασα ένα βιβλίο της Λουίζας Μέι Άλκοτ που λεγόταν “Μικρές κυρίες”, ένα κλασσικό βιβλίο για μικρά κορίτσια. Μια από τις ηρωίδες του βιβλίου ήταν συγγραφέας. Διαβάζοντας το, κατάλαβα ότι μια νέα κοπέλα μπορεί να γράφει ιστορίες που θα ήθελαν και άλλοι να διαβάσουν. Τότε αποφάσισα ότι αυτό ήθελα να κάνω και εγώ. Ήθελα να γίνω σαν αυτή την κοπέλα και να γράφω. Άρχισα λοιπόν να γράφω μικρές ιστορίες. Η αληθινή φώτιση όμως μου ήρθε όταν ήμουν 12 χρονών. Ο πατέρας μου μας είχε πάει σε μια μεγάλη πόλη, τη Φιλαδέλφεια, για να επισκεφθούμε το μουσείο Τέχνης. Ως τότε δεν είχα πάει ποτέ σε μουσείο που φιλοξενούσε έργα τέχνης. Δεν είχα έρθει ποτέ σε προσωπική επαφή με την τέχνη. Πόσο όμορφος ήταν ο κόσμος που υπήρχε εκεί μέσα! Σε μια στιγμή βλέπω τους πίνακες του Πικάσο. Όταν είδα τα έργα του, κατάλαβα ότι και εγώ αυτό ήθελα να κάνω. Ήθελα να γίνω καλλιτέχνης. Ήθελα να δημιουργήσω έργα τέχνης, χρησιμοποιώντας όμως ένα “λεξιλόγιο” στη ζωγραφική, το οποίο θα μπορούσε να περιγράψει στον κόσμο όλη την γκάμα των αισθήσεων και των συναισθημάτων. Ύστερα από εκείνη την επίσκεψη στο μουσείο άλλαξα, έγινα άλλος άνθρωπος. Πριν από αυτό σκεφτόμουν να γίνω ιεραπόστολος, σκεφτόμουν να πάω σε ένα θρησκευτικό τάγμα, έκανα όλων των ειδών τις σκέψεις. Από τη στιγμή όμως που είδα τα έργα του Πικάσο, αποφάσισα ότι θα γινόμουν καλλιτέχνης.

– Πάντα όμως θέλατε να κάνετε κάτι για τον κόσμο;

Ναι. Ακόμη και όταν ήμουν πολύ μικρή, διάβαζα πράγματα για ανθρώπους, όπως ο Αλβέρτος Σβάιτσερ, για ιεραπόστολους που πήγαιναν σε άλλα μέρη όχι για να αλλάξουν τη θρησκεία των ανθρώπων αλλά για να βοηθήσουν αρρώστους ή φτωχούς και σκεφτόμουν ότι αυτός θα ήταν ένας σπουδαίος τρόπος να ζει κανείς τη ζωή του. Αγάπησα τον Δαλάι Λάμα –γενικώς πάντα με ενδιέφεραν οι πνευματικοί ηγέτες, άνθρωποι που είχαν να παρουσιάσουν ιατρικά επιτεύγματα ή άνθρωποι που απλώς βοηθούσαν τους άλλους.

– Οι επιρροές ή οι επιλογές είναι το πιο καθοριστικό πράγμα στη ζωή για να βρούμε το δρόμο  μας;

Προσωπικά δεν μπορώ να τα διαχωρίσω, διότι στη ζωή μου έκανα αυτές τις επιλογές επειδή δέχθηκα αυτές τις επιρροές. Μαθαίνοντας για τον Αλβέρτο Σβάιτσερ, κατάλαβα ότι υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να βοηθήσουν τον κόσμο. Βλέποντας τους πίνακες του Πικάσο, έμαθα ότι υπάρχουν άνθρωποι που είναι ζωγράφοι. Για μένα λοιπόν αυτά τα δυο είναι κατά κάποιον τρόπο συνυφασμένα.

– Σε τι διαφέρει ένας καλλιτέχνης από έναν κοινό άνθρωπο;

Στη φάση της ζωής μου που σας περιέγραψα προηγουμένως, όταν αποφάσισα δηλαδή να γίνω καλλιτέχνης, αντιλαμβανόμουν τον καλλιτέχνη ως έναν άνθρωπο τον οποίο κάτι τον καλεί, ο οποίος έχει ένα ιδιαίτερο χάρισμα να δημιουργεί πράγματα που μπορούν να εμπνεύσουν τους άλλους. Στη φάση που βρίσκομαι σήμερα συνεχίζω ακόμη να το πιστεύω. Πιστεύω όμως επίσης ότι όλοι οι άνθρωποι μπορούν να ζωντανέψουν το δημιουργικό πνεύμα τους. Όλοι οι άνθρωποι έχουν τη δύναμη να είναι δημιουργικοί. Όλοι κρύβουμε μέσα μας έναν θεό, άσχετα από το πώς τον αποκαλεί ο καθένας μας. Όλοι έχουμε αυτό το πνεύμα. Και όπως και αν επιλέξουμε να το εκφράσουμε, είναι εξίσου όμορφο. Άλλος επιλέγει να το κάνει προσφέροντας τις υπηρεσίες του στον άνθρωπο, όπως έκανε η Μητέρα Τερέζα, άλλος με το να γίνει κηπουρός. Αποφασίζει δηλαδή σε όλη του τη ζωή να φροντίζει λουλούδια και κήπους και να φυτεύει βότανα. Μια γυναίκα μπορεί να επιλέξει να γίνει καλή μητέρα η οποία θα προσφέρει στα παιδιά της στοργή και τρυφερότητα. Ή μπορεί να γίνει σπουδαία μαγείρισσα. Στη ζωή μου έμαθα ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν να προσφέρουν κάτι που αξίζει, όσο απλό και αν φαίνεται, και ότι όλους τους ανθρώπους πρέπει να τους σεβόμαστε γι’ αυτό ακριβώς που προσφέρουν. Και αυτό το έμαθα μεγαλώνοντας τα παιδιά μου. Θέλω να πω ότι το να είναι κάποιος καλλιτέχνης δεν σημαίνει ότι είναι καλύτερος από τους άλλους. Μπορεί να έχει ένα ιδιαίτερο χάρισμα, το οποίο απλώς είναι διαφορετικό από το ιδιαίτερο χάρισμα άλλων ανθρώπων.

– Πιστεύετε στο ταλέντο; Και τι είναι ταλέντο;

Πιστεύω ότι υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι έχουν ταλέντο. Προσωπικά δεν θεωρώ τον εαυτό μου ταλαντούχο άνθρωπο. Ορισμένοι άνθρωποι διαθέτουν ένα τεχνικό χάρισμα. Έχουν δηλαδή μια έμφυτη τεχνική ικανότητα. Για παράδειγμα, έχω δει ταλαντούχους ανθρώπους να παίζουν πιάνο. Να μπορούν να παίξουν τα πάντα. Ανθρώπους που διαθέτουν μαθηματικό χέρι, μάτι και συντονισμό και μπορούν να παίξουν τα πάντα. Παρ’ όλα αυτά, δεν έχουν καθόλου συναίσθημα. Για μένα υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο ταλέντο και στο χάρισμα. Σαφώς και τα δυο έχουν ενδιαφέρον. Αν μπορούσα να διαλέξω όμως, θα διάλεγα το χάρισμα. Διότι το να έχεις χάρισμα σημαίνει ότι έχεις την ικανότητα να μεταφράζεις ή να εκφράζεις την ανθρώπινη ψυχή. Ενώ αυτός που έχει ταλέντο έχει την ικανότητα να εκφράζει τεχνικές ικανότητες.

– Δεν υπάρχουν όμως και χιλιάδες άνθρωποι που, ενώ καίγονται να εκφράσουν την ψυχή τους, δεν καταφέρνουν να το κάνουν;

Γι’ αυτό λέω, κύριε Λάλα, ότι όλοι έχουν έναν τρόπο να εκφράζονται. Από ‘κει και πέρα, θα πρέπει ο καθένας να βρει τη δική του φωνή. Πάρτε παράδειγμα τον Κλοντ Μονέ. Πέρασε όλη του τη ζωή ζωγραφίζοντας, αλλά ο τρόπος που βρήκε να εκφραστεί στα γεράματά του ήταν το να φροντίζει τον κήπο του. Ο τρόπος που είχε βρει η μητέρα μου να εκφράζεται δημιουργικά ήταν η μαγειρική. Ήταν σπουδαία μαγείρισσα. Όποτε μαγείρευε, έκανε τους άλλους ευτυχισμένους. Αντλούσαμε όλοι έμπνευση από τη μαγειρική της. Η αδερφή μου ράβει πολύ ωραία. Φτιάχνει πράγματα που εγώ δεν μπορώ να φτιάξω. Μέσα από αυτό εκφράζεται. Άλλοι άνθρωποι εκφράζονται φτιάχνοντας τη στέγη του σπιτιού τους –άλλο ένα πράγμα που εγώ δεν ξέρω να κάνω. Το θέμα είναι ότι πρέπει να σεβόμαστε όλους τους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι εκφράζουν τη δημιουργικότητα τους. Και να τους αντιμετωπίζουμε σαν ίσους. Γι’ αυτό δεν μου αρέσει να ακούω ανθρώπους να λένε “ω, εσύ είσαι ένας θρύλος” λειτουργώντας σαν να είμαι πιο ξεχωριστή απ’ ότι είναι αυτοί. Ορισμένα πράγματα ξέρω να τα κάνω πολύ καλά. Δεν τα πάω όμως καθόλου καλά με τις γλώσσες, για παράδειγμα. Έχω συναντήσει ανθρώπους οι οποίοι μιλάνε έξι γλώσσες και μου λένε ότι είμαι σπουδαία, τη στιγμή που εγώ ξέρω να μιλάω μόνο μια γλώσσα και μένω έκπληκτη μπροστά στη δική τους ικανότητα. Αναρωτιέμαι: “Πώς το κάνουν αυτό;”. Γι’ αυτό προσπαθώ να υπενθυμίζω σε όσους έχουν την ευγένεια να λένε ωραία πράγματα για μένα αυτά που κάνουν οι ίδιοι. Τους λέω ότι αυτά που κάνουν εκείνοι είναι υπέροχα. Έχω ανθρώπους οι οποίοι έρχονται στο σπίτι μου και σιδερώνουν υπέροχα τα ρούχα μου, κάτι που εγώ δεν μπορώ να κάνω. Θεωρώ ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι καλλιτέχνες σε αυτό που κάνουν. Πρέπει να εκτιμούμε ο ένας τον άλλον, αλλά και ο καθένας μας πρέπει να εκτιμά τον ίδιο του τον εαυτό. Όλοι οι άνθρωποι πρέπει να είναι υπερήφανοι γι’ αυτό που κάνουν. Γιατί δηλαδή μια γυναίκα που μεγαλώνει πέντε παιδιά να μη νιώθει υπερήφανη; Έχω ακούσει ανθρώπους να λένε σε γυναίκα που μεγαλώνει πέντε παιδιά: “Εσύ τι δουλεία κάνεις;”. Τι κάνει; Θυσιάζει τη ζωή για τα παιδιά της. Και τολμάς να τη ρωτάς “τι δουλεία κάνεις;”. Αυτό κάνει. Εγώ από το 1979 ως το 1995 άφησα το ροκ-εν-ρολ. Με ρωτάνε λοιπόν γύρω μου οι άνθρωποι: “Γιατί δεν έκανες τίποτε τη δεκαετία του 1980;” Δεν έκανα; Πώς δεν έκανα… Για 16 χρόνια μαγείρευα, καθάριζα το σπίτι μου, έτριβα το πάτωμα, έπλενα πάνες, καθάριζα γιογιό. Και μου λένε ότι δεν έκανα τίποτε; Ξεπατωνόμουν κάθε μέρα στη δουλειά, κύριε Λάλα!. (γέλια)

– Σας έλειπε τότε η μουσική;

Όχι και πολύ. Περισσότερο μου έλειπαν οι συνάδελφοι, τα παιδιά που δουλεύαμε μαζί στο γκρουπ, αλλά ήμουν πολύ απασχολημένη και πρέπει να σας πω ότι ήταν πολύ ωραία, πολύ δημιουργικά χρόνια. Διάβασα, μελέτησα πολύ εκείνα τα χρόνια, κάτι που μου αρέσει πολύ να κάνω. Διάβασα εκατοντάδες βιβλία, μεγάλωσα τα παιδιά μου, έμαθα να παίζω κλαρινέτο, έγραψα βιβλία τα οποία δεν έχω εκδώσει ακόμη –έχω γράψει πάρα πολλά– ο άνδρας μου μού έμαθε να πετάω αεροπλάνο… Θέλω να πω ότι για εμάς αυτή ήταν μια πολύ δημιουργική περίοδος, αλλά και μια περίοδος αγώνα. Διότι δεν βγάζαμε πολλά χρήματα. Ζούσαμε όμως απλά και αυτό ήταν ένα πολύ καλό μάθημα.

– Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος που έχει φτάσει στον χώρο του στην κορυφή της επιτυχίας μετά να περνάει αλλού;

H αντίληψη που είχα για τον εαυτό μου, δεν προερχόταν ούτε από το ότι έπαιζα ροκ-εν-ρολ μπροστά σε κόσμο, ούτε από τα πλήθη που έρχονταν για να μας ακούσουν. Η αίσθηση που είχα για τον εαυτό μου, προερχόταν πάντα από τη δουλειά που έκανα. Και αυτή την κουβαλάω πάντα μέσα μου. Είτε είναι το να γράφω σε ένα σημειωματάριο, είτε το να διαβάζω και να μελετάω. Για μένα δηλαδή, δεν υπήρχε διαφορά. Συνέχιζα απλώς να κάνω τη δουλειά μου. Ένας άνθρωπος είναι καλλιτέχνης, είτε πάνω στη σκηνή, είτε στην κουζίνα του. Έπειτα, όπως σας είπα, κατάγομαι από φτωχή οικογένεια και το να παλεύω για να ζήσω ήταν για μένα κάτι συνηθισμένο. Το ότι βρέθηκα να ζω σε ένα παλιό σπίτι πλένοντας πάνες, από εκεί που τραγουδούσα μπροστά σε 80.000 ανθρώπους, ήταν απλώς ένα κομμάτι της ζωής μου. Επιπλέον ένιωθα ικανοποίηση επειδή ήμουν με τον άνθρωπο που αγαπούσα, μαζί με αυτόν που είχα επιλέξει να ζήσω. Οπότε για μένα ήταν μια πολύ όμορφη περίοδος γεμάτη χαρές.

– Ποιο είναι για σας το κόστος της επιτυχίας και ποιο το κέρδος της αποτυχίας;

Την επιτυχία την είδα στη ζωή μου μέσα από ένα πολύ μικρό παράθυρο. Αν μιλάμε για μεγάλη επιτυχία, είχα ένα μόνο πολύ μεγάλο τραγούδι στην Αμερική, αλλά το άλμπουμ ήταν τόσο αμφιλεγόμενο που δεν έγινε και τόσο μεγάλη επιτυχία –τουλάχιστον στην Αμερική. Μεγαλύτερη επιτυχία γνώρισα στην Ευρώπη. Στην Αμερική λοιπόν δεν είχα ποτέ έντονη αίσθηση της επιτυχίας. Μπορεί ο κόσμος να με σεβόταν, αλλά ιδιαίτερη επιτυχία δεν γνώρισα. Για μένα δεν υπήρξε κόστος, διότι ποτέ δεν με ένοιαξε η επιτυχία και έτσι ποτέ δεν χρειάστηκε να κάνω θυσίες και συμβιβασμούς για να μπορέσω να την αποκτήσω. Αν επρόκειτο να έχω κάποια επιτυχία, για μένα ήταν ΟΚ. Αν πάλι δεν επρόκειτο να έχω καμία, πάλι δεν είχα πρόβλημα. Εφόσον βέβαια η δουλειά μου ήταν καλή και παρέμενε έτσι όπως την ήθελα εγώ, χωρίς κανένας να παρεμβαίνει σε αυτήν. Ποτέ δεν άλλαξα τη δουλειά μου για να κάνω επιτυχία. Όταν κυκλοφόρησε το “Easter”, η φωτογραφία στο εξώφυλλο –όπου είχα τα χέρια μου πάνω από το κεφάλι και φαινόντουσαν σε πρώτο πλάνο οι τρίχες τις μασχάλης μου– προκάλεσε τέτοιες συζητήσεις στην Αμερική, που μου είπαν ότι αν ήθελα να πουλήσει ο δίσκος, έπρεπε να την αλλάξω. Τους απάντησα ότι δεν την αλλάζω. Με αυτόν τον τρόπο έχασα κάποιες πωλήσεις, αλλά δεν με ένοιαζε. Μπορεί το κόστος της επιτυχίας να είναι το να κάνεις μεγάλους συμβιβασμούς σε προσωπικό επίπεδο. Εγώ αυτό δεν το άντεχα. Γι’ αυτό και δεν το έζησα. Όσο για την αποτυχία τη βλέπω ως εξής: Η μεγαλύτερη αίσθηση αποτυχίας που είχα τα τελευταία χρόνια είχε να κάνει με τη διαμαρτυρία ενάντια στην εισβολή στο Ιράκ. Κάναμε πορείες ειρήνης, είχα έρθει και στην Ευρώπη για να συμμετάσχω σε πορείες, εκφράσαμε ανοιχτά τη γνώμη μας γι’ αυτό το θέμα, αλλά δυστυχώς δεν τα καταφέραμε. Η κυβέρνηση του Μπους εισέβαλε, χτύπησε και κατάλαβε το Ιράκ. Αυτή ήταν μια αποτυχία που τη ζήσαμε και μας έκανε όλους να λυπηθούμε πάρα πολύ, ειδικά για όλους όσοι έχασαν τη ζωή τους. Αυτό που έμαθα ωστόσο είναι ότι, όταν αξίζει να αγωνιστείς για κάτι, δεν πρέπει να σε νοιάζει αν θα χάσεις ούτε αν θα ξαναχάσεις. Προσπαθώντας να χτίσουμε ένα κίνημα ενάντια στον πόλεμο, θα χάσουμε και θα ξαναχάσουμε, ξανά και ξανά. Ακριβώς όμως επειδή αυτό για το οποίο αγωνιζόμαστε είναι τόσο σπουδαίο, χαλάλι η απώλεια. Πολλοί άνθρωποι μου είπαν “Τι νόημα είχε όλο αυτό, αφού τελικά δεν καταφέραμε να σταματήσουμε το χτύπημα στο Ιράκ;”. Το νόημα είναι ότι δεν πρέπει να αφήσουμε τις κυβερνήσεις μας να νομίζουν ότι δεν είμαστε εδώ, ότι δεν τρέχει τίποτα με αυτά που κάνουν. Θα πρέπει να θυμίζουμε ότι δεν συμφωνούμε και ότι θα ορθώσουμε τη φωνή μας εναντίον τους, ξανά και ξανά, όσες φορές και αν χρειαστεί. Έστω και αν τελικά δεν καταφέρουμε να έχουμε το αποτέλεσμα που θέλουμε.

– Πώς θα νιώθατε αν αντιλαμβανόσασταν ότι μέσα στο ακροατήριο υπάρχουν άνθρωποι που ψηφίζουν Μπους, αλλά έρχονται για να ακούσουν εσάς;

Δεν είμαι αντίθετη με τους ανθρώπους που ψηφίζουν Μπους. Ως Αμερικανίδα πιστεύω ότι ο καθένας μας είναι ελεύθερος να ψηφίζει όποιον θέλει. Αυτό που θα προσπαθούσα να κάνω είναι να τους εξηγήσω μέσα από μια ανθρωπιστική οπτική που είναι το λάθος στην κατοχή του Ιράκ, που είναι το λάθος όσον αφορά τις αρχές και την πολιτική του Μπους. Οι άνθρωποι που ψηφίζουν Τζορτζ Μπους εξακολουθούν να είναι συνάνθρωποι μου. Δεν είμαι εναντίον τους. Είμαι εναντίον της διακυβέρνησης Μπους. Πολλοί Αμερικανοί εξακολουθούν να είναι ασφαλείς. Είμαστε καινούργια χώρα και συνεχίζουμε ακόμη να μαθαίνουμε.

– Η τέχνη έχει τη δύναμη να χτυπήσει την εξουσία ή απλώς αποτελεί ψυχαγωγικό κομμάτι για να μπορέσουμε να ανεχθούμε την εξουσία;

Νομίζω ότι ο Πικάσο έχει ήδη δώσει την απάντηση σε αυτό. Όταν ζωγράφισε την “Γκέρνικα”, –με αυτό το έργο– είχε πει ότι ο σκοπός της τέχνης δεν είναι να διακοσμεί τοίχους. Η τέχνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο εναντίον του πολέμου. Στο τέλος όμως αυτοί που θα φέρουν την αλλαγή είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι, ο λαός. Η τέχνη μπορεί να γίνει το σύμβολο της αλλαγής, μπορεί να εμπνεύσει μια αλλαγή, αλλά οι άνθρωποι είναι αυτοί που, ενώνοντας τις δυνάμεις τους, θα φέρουν την αλλαγή. Όπως τα εκατομμύρια των ανθρώπων που ακολούθησαν τον Ινδό ηγέτη Μαχάτμα Γκάντι. Δεν ήταν ο Γκάντι αυτός που έκανε τα πράγματα να αλλάξουν. Δεν ήταν ούτε η λογοτεχνία ούτε η ποίηση εκείνης της εποχής που έφεραν αλλαγές. Ήταν καθαρά ο τεράστιος αριθμός ανθρώπων που έκανε τα πράγματα να αλλάξουν. Η τέχνη μπορεί να μιλήσει εξ ονόματος των ανθρώπων, μπορεί να αντιπροσωπεύσει τους ανθρώπους, μπορεί να τους εμπνεύσει. Ο πόλεμος του Βιετνάμ ήταν ένα τέλειο παράδειγμα. Η μουσική της δεκαετίας του 1960 βοήθησε τον κόσμο να ενωθεί, του έδωσε φωνή. Ο Μπομπ Ντίλαν βοήθησε τον κόσμο που συμμετείχε στο κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων να μείνει ενωμένος, κατά κάποιον τρόπο έγινε η φωνή αυτών των ανθρώπων. Οι καλλιτέχνες λοιπόν μπορούν να τεθούν στην υπηρεσία των ανθρώπων, μπορούν να υπηρετήσουν τις επαναστάσεις που γίνονται. Και πάλι όμως οι άνθρωποι είναι αυτοί που δημιουργούν τις αλλαγές.

– Πάνω στα λάθη μας πατάμε για να βρούμε τον δρόμο μας;

Αυτό θα ήταν καλό, κύριε Λάλα, αλλά φαίνεται ότι οι άνθρωποι κάνουμε και ξανακάνουμε συνεχώς τα ίδια λάθη. Νόμιζα ότι μετά το Βιετνάμ η κυβέρνηση της χώρας μου θα έπαιρνε το μάθημα της. Το ότι παρ’ όλα αυτά, εισέβαλε στο Ιράκ για να το χτυπήσει και να το καταλάβει και στη συνέχεια, με αυτή την εξέλιξη της κατοχής που βλέπουμε σήμερα, η οποία θυμίζει –και είναι- ένα μικρό Βιετνάμ, μοιάζει απίστευτο. Είναι σαν να μην έμαθαν τίποτε. Πάλι τα ίδια πράγματα συμβαίνουν, για να μην σας πω ότι αυτά που συμβαίνουν είναι ακόμα πιο άσχημα. Η χώρα μας πέφτει συνεχώς στα μάτια της κοινής γνώμης σε όλον τον κόσμο, όπως ακριβώς συνέβαινε κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Βιετνάμ. Για μένα όλα αυτά είναι πολύ απογοητευτικά. Σαν να μην πήραμε κανένα μάθημα.

– Πότε ανακαλύψατε ότι θα γίνετε τραγουδίστρια και ποιήτρια και όχι ζωγράφος ή κάτι άλλο;

Όλα αυτά τα πράγματα τα έχω μέσα μου. Μερικές φορές εύχομαι να έκανα μόνο ένα πράγμα. Σαν την Αμερικανίδα Τζόαν Μίτσελ, μια τόσο σπουδαία ζωγράφο, η οποία είπε: “Ζωγραφίζω. Αυτό είναι το μόνο πράγμα που μπορώ να κάνω. Πρέπει να ζωγραφίζω, διότι αυτό είναι το μόνο που ξέρω να κάνω”. Εγώ ζωγραφίζω, γράφω, σχεδιάζω, φωτογραφίζω, παίζω πάνω στη σκηνή, τραγουδάω και ορισμένες φορές είναι εξαντλητικό. Αλλά φαίνεται ότι μάλλον τελικά έτσι είμαι. Στην αρχή σχεδίαζα και ζωγράφιζα και μετά, πάνω στη σελίδα, άρχισα να γράφω ποιήματα. Μετά άρχισα να τα απαγγέλω. Όσο περισσότερο απήγγειλα, τόσο περισσότερο άρχισε να με ενδιαφέρει το πώς ακούγονταν. Τα ποιήματά μου, άρεσαν στον κόσμο. Επειδή ήθελα να βγάζουν περισσότερη ενέργεια, ζήτησα από τον Λένι Κέι να τα συνοδεύσει παίζοντας ηλεκτρική κιθάρα. Το κάναμε και ήταν κάτι που προκάλεσε σοκ στον κόσμο. Το να έχεις το 1971 ποίηση και συγχρόνως ηλεκτρική κιθάρα μαζί ήταν κάτι που έμοιαζε με έκρηξη. Προτού καλά καλά το καταλάβουμε, βρεθήκαμε να παίζουμε ροκ- εν- ρολ. Ήταν κάτι που εξελίχθηκε από μόνο του, χωρίς να το έχω σχεδιάσει. Ποτέ δεν σκόπευα να τραγουδήσω ροκ-εν-ρολ. Καθώς άρχισα να απαγγέλω ποίηση όμως, συνοδεύοντας τη με ηλεκτρική κιθάρα και γενικώς κάνοντας κάτι παραπάνω, είδα να συμβαίνουν στο ροκ-εν-ρολ –το 1972 και το 1973– πράγματα πολύ άσχημα. Ήταν η εποχή που πέθαναν ο Τζίμι Χέντριξ, η Τζάνις Τζόπλιν… και γενικώς συνέβησαν πολλές αλλαγές στον χώρο. Ο Μπομπ Ντίλαν είχε ένα ατύχημα με τη μηχανή του. Οι μεγάλες φωνές που είχαμε ως τότε σίγησαν και εξαφανίστηκαν. Ένιωθα ότι τα πράγματα στο ροκ-εν-ρολ είχαν αρχίσει να παίρνουν την κατηφόρα. Μεγάλα στάδια, πολλά λεφτά, καμία πολιτική ή πνευματική άποψη να κυκλοφορεί. Μαζί με τους μουσικούς μου θέλαμε να θυμίσουμε στον κόσμο τη μεγάλη μας δύναμη, που ήταν η πολιτιστική μας κληρονομιά. Αν το έκανα αυτό, θα μπορούσα να θυμίσω και στις επόμενες γενιές ότι το ροκ-εν-ρολ ήταν κάτι περισσότερο από ναρκωτικά και λιμουζίνες. Ήταν επανάσταση, ήταν πολιτική, ήταν ποίηση. Ο Μπομπ Ντίλαν είχε έρθει να μας δει τότε και μας ενθάρρυνε, και ο Κλάιβ Ντέιβις, πρόεδρος της Arista Records, μου έκανε συμβόλαιο. Έτσι, έκανα το άλμπουμ “Horses”. Ως τότε δεν ήταν στα σχέδια μου να κάνω δίσκο. Είχα μείνει έκπληκτη που βρέθηκε ένας άνθρωπος που μου ζήτησε να το κάνω. Μετά τους τέσσερις δίσκους που έκανα όμως, το “Horses” (1975), το “Radio Ethiopia” (1976), το “Easter” (1978) και το “Wave” (1979), ένιωσα ότι είχα ολοκληρώσει πλέον την αποστολή μου. Και η αποστολή μου ήταν πολιτική. Δεν ήταν να γίνω μεγάλη ροκ-σταρ, ούτε πλούσια και διάσημη. Η αποστολή μου ήταν να ξυπνήσω τους ανθρώπους. Ύστερα από αυτό, ένιωθα ότι είχα κάνει τη δουλειά μου, γνώρισα τον άνθρωπο που αγάπησα και έτσι είπα αντίο και ξεκίνησα να κάνω μια άλλη δουλειά.

– Πώς εξηγείτε που τόσο ευαίσθητες ψυχές και τόσο φλογισμένα μυαλά χάθηκαν;

Όλοι αυτοί, ο Τζίμι Χέντριξ, η Τζάνις Τζόπλιν, ήταν μερικά χρόνια μεγαλύτεροι μου. Εκτός των άλλων, αποτελούσαν κομμάτι μιας επαναστατικής κουλτούρας που είχε σχετιστεί με τις τοξικές ουσίες και ένιωθαν ότι θα ήταν για πάντα αήττητοι. Ένιωθαν τη δύναμη και την εξουσία που είχαν και μάλλον δεν ήξεραν πόσο επικίνδυνα ήταν αυτά που έκαναν, τα χάπια, το αλκοόλ… Πιστεύω ότι ο Τζίμι Χέντριξ θα είχε κάνει σπουδαία δουλειά αν δεν είχε φύγει πρόωρα. Διότι βρισκόταν μόλις στο ξεκίνημα του και πραγματικά τον ενδιέφερε να δημιουργήσει μια παγκόσμια μουσική γλώσσα. Νομίζω ότι θα μπορούσε να τα είχε καταφέρει. Ο Τζιμ Μόρισον ήταν ένα άτομο ιδιαίτερα αυτοκαταστροφικό. Ήθελε όμως να γίνει μεγάλος ποιητής. Και θα μπορούσε να είχε γίνει, αν ζούσε. Να σας πω την αλήθεια, πιστεύω ότι η εικόνα ενός ποιητή ή ενός ροκ-σταρ που λειτουργεί αυτοκαταστροφικά και ενδιαφέρον έχει και συναρπαστικό είναι. Συγχρόνως όμως είναι και πεπερασμένη πια αυτή η εικόνα. Τον Τζιμ Μόρισον τον ενδιέφερε να γράφει ουτοπικά και ονειροπόλα ποίηση, εφάμιλλη της ποίησης του Βρετανού ποιητή Γούιλιαμ Μπλέικ. Θα μπορούσε να τα είχε καταφέρει. Δεν σεβάστηκαν όμως το σώμα τους, ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος. Πιστεύω ότι, όταν κάποιος έχει ένα χάρισμα, πρέπει να νιώθει ευγνωμοσύνη απέναντι στον Θεό γι’ αυτό. Για μένα είναι αμαρτία να έχεις ένα χάρισμα και να το αφήνεις να πάει χαμένο. Αυτή όμως είναι απλώς η δική μου άποψη. (γέλια)

– Πιστεύετε ότι υπάρχει Θεός;

Πιστεύω ότι μέσα σε όλους τους ανθρώπους υπάρχει κάτι. Κάτι στο οποίο όλοι μας μπορούμε να δώσουμε ζωή. Δεν έχω καμία προκατάληψη για το τι είδους θεός μπορεί να είναι αυτός. Είτε ένας άνθρωπος αγαπάει τον Ιεχωβά, είτε τον Αλλάχ, είτε μια μεγάλη ενεργειακή δύναμη, για μένα είναι το ίδιο. Πιστεύω ότι ο άνθρωπος πρέπει να φροντίζει μόνος του τον εαυτό του. Δεν μπορούμε να ζητάμε από τον Θεό να σώσει τις σοδιές μας ή να σταματήσει την ξηρασία. Ένας άνθρωπος πρέπει μόνος του να φροντίζει για όσα τον αφορούν. Αν είμαστε ανοιχτοί, μπορούμε να νιώσουμε ό,τι αποκαλούμε Θεό. Αν είμαστε, μπορούμε να νιώσουμε τους προγόνους μας -μπορώ να νιώσω τη μάνα μου, τον πατέρα μου, τον άνδρα μου, τον αδελφό μου. Ολους τους ανθρώπους που έχουν πεθάνει μπορούμε να τους αισθανθούμε μέσα μας. Με τον ίδιο τρόπο αισθάνεται κανείς και τον Θεό. Χρειάζεται απλώς να είναι ανοιχτός και να πιστεύει. Παρ’ όλο που δεν πιστεύω σε καμία θρησκεία, νιώθω τον Θεό μέσα μου. Νιώθω ότι κουβαλάω μέσα μου αυτό το πνεύμα. Αισθάνομαι το άρωμά του, μπορώ να τον ακούω.

– Υπάρχουν επαναστάτες οι οποίοι δεν συμμετείχαν ποτέ σε μια επανάσταση; Υπάρχουν σήμερα επαναστάσεις;

Πιστεύω ότι πάντα θα γίνονται επαναστάσεις, είτε πρόκειται για επαναστάσεις στο χώρο του πολιτισμού, είτε για πολιτικές επαναστάσεις. Εφόσον η επανάσταση αποτελεί κομμάτι της εξέλιξης, κατά κάποιο τρόπο είναι αναπόφευκτη. Μακάρι να γινόταν μια επανάσταση για το περιβάλλον, μακάρι να έλεγαν οι άνθρωποι: “θα διαλύσουμε τα εργοστάσια, θα σταματήσουμε να καταναλώνουμε τόσο πολύ, θα απλοποιήσουμε τη ζωή μας για χάρη του περιβάλλοντος”. Αυτή θα ήταν άλλη μια μεγάλη, τεράστια οικονομική επανάσταση. Θα πρέπει όμως να κάνουμε κάτι. Δεν μπορούμε να αφήσουμε τα πράγματα να συνεχιστούν έτσι. Ή κάτι θα αλλάξει ή θα συμβεί μια καταστροφή. Διότι αυτή τη στιγμή ο πλανήτης καταστρέφεται. Από τα εργοστάσια, τη μόλυνση, τον υπερκαταναλωτισμό. Θα ήταν πολύ ωραίο λοιπόν να συνέβαινε μια επανάσταση που θα άλλαζε την οικονομική δομή του κόσμου προς όφελος της Γης.

– Υπάρχουν επαναστάτες οι οποίοι δεν έχουν συμμετάσχει σε επαναστάσεις; Που δεν έχουν ζήσει δηλαδή μια επανάσταση;

Ναι, αυτό που λέτε ισχύει. Μερικές φορές νιώθω και εγώ ένας από αυτούς τους επαναστάτες. Είναι δύσκολο να βλέπω ποια πράγματα πρέπει να αλλάξουν στον κόσμο και να μην είμαι εκεί έξω για να ξεκινήσω, για παράδειγμα, μια επανάσταση για το περιβάλλον. Αυτό που κάνω εγώ είναι να γράφω ποίηση. Μερικές φορές λοιπόν νιώθω διχασμένη. Ελπίζω απλώς οι καινούργιες γενιές να βρουν έναν τρόπο να αλλάξουν το άσχημο πρόσωπο του κόσμου μας. Ελπίζω επίσης να μην χρειαστεί να συμβεί μια μεγάλη καταστροφή για να αναγκαστούμε. Διότι υπάρχουν δυο είδη επανάστασης. Η μια είναι οργανική. Είναι αυτή που συμβαίνει όταν ο κόσμος ξεσηκώνεται και αλλάζει τα πράγματα. Από την άλλη όμως υπάρχουν και οι καταστροφές, οι οποίες υποχρεώνουν τους ανθρώπους να κάνουν αλλαγές, ακριβώς για να τις αντιμετωπίσουν. Αν, για παράδειγμα, συμβεί μια τρομερή καταστροφή στο περιβάλλον, θα πρέπει αναγκαστικά να κινητοποιηθούμε για να αλλάξουμε ορισμένα πράγματα.

– Τι βάζει τον χρόνο με την πλάτη στο χώμα; Τι είναι αυτό που αντέχει μετά τον βιολογικό μας θάνατο, που δεν χάνεται στον καιάδα του χρόνου;

Αυτό που λέτε είναι η πραγματική τέχνη. Η υψηλή τέχνη. Και βγαίνει μέσα από τη δουλειά ανθρώπων οι οποίοι συνδυάζουν τρομερό πνευματικό περιεχόμενο και υψηλό δείκτη εξυπνάδας και μπορούν να συλλαμβάνουν τόσο στον εσωτερικό τους κόσμο όσο και στην εξωτερική πραγματικότητα “ήχους” υψηλής αισθητικής. Πρόκειται για δουλειές που έχουν βγει μέσα από την αίσθηση καθαρότητας. Είναι δύσκολο να σας το εξηγήσω, διότι ως καλλιτέχνης συνεχώς αυτό προσπαθώ να καταφέρω. Προσπαθώ να γράψω ποιήματα ή να δημιουργήσω εικόνες ώστε αυτός που θα τις δει να μην πει ότι είναι στο πνεύμα της μόδας μιας εποχής. Είναι σημαντικό αυτό, το να ξεπερνάει δηλαδή ένα έργο τις μόδες της εποχής κατά την οποία δημιουργήθηκε. Πρόκειται να πάρω μέρος σε μια έκθεση στην οποία θα συμμετέχουν γυναίκες ζωγράφοι. Προσωπικά δεν θέλω να με αποκαλούν γυναίκα ζωγράφο. Είμαι καλλιτέχνης. Η τέχνη πρέπει να υπάρχει πέρα από το φύλο. Δεν θέλω να με αποκαλούν γυναίκα τραγουδίστρια. Η δουλειά μου ως τραγουδίστρια είναι να επικοινωνώ δια μέσου της φωνής μου. Πιστεύω λοιπόν ότι αυτά που αντέχουν στον χρόνο είναι τα έργα στα οποία μπορούμε να κολλήσουμε όσο το δυνατόν λιγότερες ταμπέλες. Αυτά τα οποία μιλάνε μέσα μας. Όταν ήμουν παιδί κοίταζα τα έργα του αμερικανού ζωγράφου Τζάκσον Πόλοκ και δεν χρειαζόμουν κανέναν να μου τα εξηγήσει. Τα καταλάβαινα επειδή μιλούσαν μέσα μου. Στα δεκαέξι μου διάβασα τα ποιήματα του Αρθούρου Ρεμπό. Μίλησε μέσα μου με έναν άγιο τρόπο. Αυτά που σας λέω είναι έργα που θα αντέξουν στον χρόνο. Ίσως ένας ιστορικός τέχνης να σας έλεγε τα ίδια πράγματα με μεγαλύτερη σαφήνεια. Εγώ μιλάω χωρίς να έχω τέτοια εξειδίκευση. Όλη την τζαζ να ακούσει κανείς δεν θα βρει κανέναν που να παίζει σαν τον Τζον Κολντρέιν. Διότι ο Τζον Κολντρέιν μιλούσε στον Θεό. Δεν έπαιζε ούτε για τις δισκογραφικές εταιρείες ούτε για τα χρήματα. Έπαιζε για να μπορέσει να μιλήσει με τον Θεό. Και ο Θεός, με τη σειρά του, μιλούσε μέσα από αυτόν. Πράγμα που μπορούσε να ακούσει κανείς μέσα από τη δουλειά του, η οποία είναι διαχρονική.

– Αν άνοιγε κανείς τώρα την πόρτα της ψυχής σας, τι θα έβλεπε μέσα;

Έχοντας καταφέρει να γνωρίσω τον εαυτό μου, νομίζω ότι είμαι ένας άνθρωπος πραγματικά ευτυχισμένος. Υπάρχει μέσα μου και η ευτυχία και η λύπη. Νομίζω λοιπόν ότι θα έβλεπε κανείς τη χαρά που νιώθει ένα παιδί και την αρχέγονη θλίψη που κρύβει μια γυναίκα.

– Και αν άνοιγε την πόρτα του μυαλού σας;

Φως. Το μυαλό μου είναι γεμάτο φως. (γέλια)

– Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.

Και εγώ κύριε Λάλα