Με το αδύναμο «ρο» του, τα αγαπημένα του πούρα και το χαρακτηριστικό του καπέλο, ο Πάνος Κοκκινόπουλος μάς υποδέχεται στο Distiller, στην περιοχή Χίλτον. Πρόκειται για ένα κορυφαίο μπαρ, με απίθανη ποσότητα και ποικιλία ετικετών ουίσκι, αλλά και καταπληκτικών αποσταγμάτων και κοκτέιλ. Με εισάγει στην ευλογία του αυθεντικού, κουβανέζικου νταϊκίρι (όχι ντάκιρι!) μουλάτα. Ρωτήστε στο μπαρ, αν πάτε, και μην παραλείψετε να το δοκιμάσετε. Η ωραία ζωή και οι απολαύσεις έχουν την σημασία τους για τον γνωστό σκηνοθέτη. Μέχρι, όμως, να ανακαλύψει ποιος είναι και τι θέλει στ’ αλήθεια να κάνει, πέρασε δια πυρός και σιδήρου -κυριολεκτικά.
Ο καιρός τον εκνευρίζει, είναι της ζέστης παιδί κι αχόρταγο, δεν του αρκεί που κράτησε η καλοκαιρία μέχρι Νοέμβρη μήνα, εκφράζει ανοιχτά τα παράπονα, τις γκρίνιες και τα καλά του λόγια σε αφθονία και μοιάζει έτοιμος για μια μη-συνέντευξη διάρκειας μη προκαθορισμένης.
Δυστυχώς, έχω να πάω 3 χρόνια στην Κούβα, την οποία επισκέπτομαι σταθερά τα τελευταία 25 χρόνια. Έχω φίλους εκεί, είναι δεύτερο σπίτι μου, πάω για τα πούρα, το ρούμι, την θάλασσα, τους ανθρώπους. Εκτός από την Κούβα, αγαπώ πολύ σε αυτόν τον πλανήτη το Παρίσι, την πόλη όπου ανδρώθηκα, σπούδασα, δίδαξα, παντρεύτηκα, χώρισα, έγινα πατέρας. Αλλά πιο πολύ από όλα, αγαπώ την Αθήνα. Είναι μια κακάσχημη πόλη, αλλά δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτήν κι αυτό το αισθάνεται κανείς όταν δεν έχει την επλογή να γυρίσει ή να μη γυρίσει πίσω. Στην Χούντα, που ήμουν απομονωμένος στο Παρίσι, μου έλειπε αφόρητα αυτή η πόλη, η Αθήνα. Η Γαλλία, βέβαια, για μένα, είναι κάτι περισσότερο από πόλη. Είναι τρόπος ζωής και σκέψης. Όταν σπούδασα εκεί, το έκανα μέσα στην εποχή της αναλυτικής σκέψης, της αποδόμησης. Όλη αυτή η αναλυτική σκέψη είναι μέσα μου πια, πέρασε για τα καλά. Συχνά, όταν θέλω να πω κάτι, το μεταφράζω μέσα μου από τα γαλλικά.
Γεννήθηκα στο Κολωνάκι. Οι παιδικές αναμνήσεις είναι ανεκτίμητες. Παίζαμε στον δρόμο κλέφτες κι αστυνόμους. Τέρμα Δημοκρίτου που ξεκίναγε ο Λυκαβηττός ήταν όλο χώμα. Και πηγαίναμε και στην Δεξαμενή, που κι αυτή χώμα ήτανε. Παίζαμε και ξύλο, με κάτι στυλιάρα. Είμαι μοναχοπαίδι, αλλά είχα έναν αδερφό που πέθανε στην κούνια 20 χρόνια πριν γεννηθώ εγώ. Ο πατέρας μου ήταν διευθυντής στον ΟΤΕ, μηχανικός. Ο θείος μου ο Ευτύχιος, ο δίδυμος αδερφός του πατέρα μου, ήταν πολιτικός μηχανικός. Σπουδαγμένα τα δυο αδέρφια στην Γερμανία. Η μάνα μου κρατούσε από την Πόλη και γνωρίστηκαν. Ο πατέρας μου μου έφερνε δίσκους του Έλβις, του Ντιν Μάρτιν. Μετά, μεγαλώνοντας, μπήκαν οι Beatles…
Εμένα ούτε που μου περνούσε από το μυαλό να γίνω σκηνοθέτης, μου είχαν φυτέψει το να γίνω μηχανικός. Πήγα στο Βαρβάκειο και μετά απευθείας στην Γκρενόμπλ για Βιοχημεία. Νόμιζα πως θα μ’ αρέσει. Σπούδασα σε ένα μεγάλο campus, που είχε φτιαχτεί ακριβώς μετά τα γεγονότα του Μάη του ’68. Είχε πισίνες, δύο σινε κλαμπ, ένα σωρό δυνατότητες. Οι φοιτητές αναλαμβάναμε διάφορα καθήκοντα κι ένα από αυτά ήταν τα του σινέ κλαμπ. Εγώ ήμουν εκεί, λοιπόν, υπεύθυνος και ερχόντουσαν σκηνοθέτες από το Παρίσι, όποιοι μπορείτε να φανταστείτε. Δεν θέλει και πολύ ο άνθρωπος να επηρεαστεί. Κατέβηκε κάποια στιγμή και ο Μισέλ Δημόπουλος, που μετέπειτα ανέλαβε την Διεύθυνση του Φεστιβάλ και γίναμε στην πορεία πολύ φίλοι. Αυτός σπούδαζε στο Παρίσι σινεμά και μου είπε «έλα στο Παρίσι να κάνουμε σινεμά», τόσο απλά. Ήμουν 18-19 χρονών.
Είχα ένα παλιό αυτοκίνητο, ένα Peugeot, μοντέλο του ’53, το ‘χα πάρει 200 φράγκα, σα να λέμε 1.200 δραχμές. Πάμε στο Παρίσι με αυτό, οδικώς, 600 χιλιόμετρα από τη Γκρενόμπλ. Δίνω εξετάσεις, μπαίνω στην Idec, στην Κρατική σχολή Κινηματογράφου, πράγμα πολύ δύσκολο. Από 200-300 ξένους που έδιναν εξετάσεις, πέρναγαν 5 άτομα, ας πούμε. Όμως, εμένα με βοήθησε το ότι είχα πάει νωρίτερα, ως φίλος του Μισέλ που σπούδαζε ήδη. Είχα γνωρίσει τους καθηγητές και μου ‘χαν πει τα χούγια του καθενός. Ο ένας, μου έλεγαν, αγαπάει το αμερικάνικο σινεμά, ο άλλος το σιχαίνεται και τα λοιπά. Έτσι, κατάφερα να περάσω. Αλλά, επειδή ουδέν κακό αμιγές καλού, οι γονείς μου κόψαν το επίδομα. «Θες να κάνεις σινεμά; Κάντο! Αλλά μόνος σου».
Τότε βέβαια δούλευα. Έκανα λάντζα ένα χρόνο σε ένα ελληνικό εστιατόριο στο Παρίσι, έχω πλύνει χιλιάδες στίβες από πιάτα. Μετά, εργάσητκα σερβιτόρος στην Πίτσα Πίνο, όπου έβγαζα τρελά λεφτά μαζί με τα τιπς, αλλά βέβαια δεν είχα τι να τα κάνω, γιατί δεν είχα χρόνο. Σπούδαζα και δούλευα καθημερινά, όλη μέρα, κοιμόμουν 3 ώρες την ημέρα. Πήρα βέβαια καινούργιο αμάξι, έδωσα στο Κόμμα (ΚΚΕ εσωτερικού), στο οποίο είχα ρόλο καθοδηγητή για άλλους φοιτητές. Εν τω μεταξύ, στο Παρίσι, μες στην οκταετία που κάθισα, σπούδασα και ψυχανάλυση. Παραμένω φροϋδικός και λακανικός. Ο Φρόυντ είναι, για μένα, ο μεγαλύτερος επαναστάτης του 20ου αιώνα.
Θα μπορούσα να είχα καθίσει στην Γαλλία, αλλά, μαζί με αρκετούς άλλους, γυρίσαμε στην Ελλάδα, για να την σώσουμε, τρομάρα μας! Γύρισα στην Ελλάδα για να μην κάνω τίποτα, όμως, τελικά σε επίπεδο πολιτικής, ο καθένας έκανε απλώς την δουλειά του. Το ’90, με την πτώση του Τείχους, τέλειωσαν κι επισήμως οι ιδεολογίες. Πήγα στο Βερολίνο, για να ακούσω το “The Wall” από Pink Floyd, πήρα ένα κομμάτι κι από το τείχος και τέλειωσε η ιστορία. Είπα να αφοσιωθώ στην δουλειά μου, τον κινηματογράφο, την κάμερα, αυτό που ήξερα κι αυτό που ήθελα.
Το 90% των ηρώων μου είναι γένους θηλυκού, ενώ συνήθως στην μυθοπλασία την ελληνική, οι πρωταγωνιστές είναι άνδρες. Οι γυναίκες είναι τα πιο πολύπλοκα και ανθεκτικά όντα του πλανήτη, βρίσκονται στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας και πεθαίνουν πιο δύσκολα, καρδιά παθαίνουν πολύ πιο σπάνια, έχουν αποδεδειγμένα πολύ πιο περίπλοκο εγκέφαλο. Θα σου πω ένα παράδειγμα σε σχέση με τα πούρα, που έχει να κάνει με την γεύση, όχι με το κάπνισμα, κατ’ ουσίαν. Λες το τάδε πούρο έχει σώμα, έχει βάθος, έχει φρούτα. Όλα αυτά καταγράφονται στους γευστικούς κάλυκες, που βρίσκονται ανάμεσα στο στόμα και στην μύτη και καταγράφουν κάθε γεύση που δοκιμάζεις στην ζωή σου. Οι γευστικοί κάλυκες σου βγάζουν αναμνήσεις. Στους δέκα δοκιμαστές πούρων στην Κούβα, οι εφτά είναι γυναίκες. Γιατί οι γυναίκες έχουν διπλάσιους γευστικούς κάλυκες από τους άντρες. Κι αυτό είναι ένα απλό παράδειγμα.
Ο έρωτας είναι το παν. Χωρίς έρωτα, δεν μπορείς να δημιουργήσεις. Βέβαια, και οι χαμένοι έρωτες, η έλλειψή τους, οδηγούν στις καλύτερες δημιουργίες. Από νεαρός, από έφηβος ήμουν βαλμένος σε αυτό το πράγμα. Βέβαια, στα 15 ήμουν μέγας μαλάκας -μοναχοπαίδι, τα είχα όλα έτοιμα, δεν πίστευα και δεν περίμενα τίποτα. Πήγαινα βόλτες, έψαχνα γκόμενες, ήμουν στον Παναθηναϊκό, έκανα πρωταθλητισμό, τίποτα… Στα 17, ανακάλυψα το “Avanti Popolo” και το “Bella Ciao” και άρχισε να αλλάζει το τοπίο. Στα 30 μου, έχω τον γιο μου, είμαι στο στρατό, κάνω δουλειές για την τηλεόραση, έχω κάνει ήδη την πρώτη μου μικρού μήκους ταινία (βασισμένη σε ένα συγκλονιστικό διήγημα του Θεοτόκη), είμαι πιο συνειδητοποιημένος, αλλά πάλι, δεν έχω ανακαλύψει τίποτα.
Η μεγάλη αλλαγή ήρθε μετά την ταινία που έκανα. Είχα ένα πρόβλημα: ντρεπόμουν να μιλήσω μπροστά σε κόσμο, κάτι που κουβαλούσα από παιδί -άλλο ένα εύρημα της ψυχανάλυσης, γιατί σπουδάζοντάς την, αναγκαστικά ψυχαναλύεις και τον εαυτό σου. Όταν ερχόταν η σειρά μου να μιλήσω στα αμφιθέατρα, πάθαινα κοκομπλόκο και στις πρώτες μου δουλειές δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη, έτρεμα. Πάω, όμως, κάποια στιγμή στο Φεστιβάλ του Μόντρεαλ, το 1990 ή κάτι τέτοιο. Η ταινία μου δεν έχει παιχτεί πουθενά, έχει πάρει 5-6 Κρατικά Βραβεία στην Ελλάδα, χωρίς να έχει παιχτεί για το κοινό. Στο Μόντρεαλ, έμενα στο ίδιο ξενοδοχείο με τον Μπερτολούτσι, πίναμε μαζί και γνωριστήκαμε. Με αντιμετώπιζαν όπως εκείνον, παρά τα Όσκαρ που είχε πρόσφατα σαρώσει. Η ταινία μου παιζόταν μεσημέρι, 13:00, κάτι τέτοιο, και φοβόμουν μη δεν έρθει κανείς. Το πρωί εκείνης της μέρας μου ανακοινώνουν ότι πρέπει να δώσω δηλώσεις σε έναν ραδιοφωνικό παραγωγό που κάλυπτε το Φεστιβάλ. Έξω από το σινεμα, είδα ουρά ανθρώπων. Περίμεναν να δουν την ταινία μου, παθαίνω σοκ. Πηγαίνω σε ένα κοντινό καφέ, πίνω δυο τρία ουίσκια και το παίρνω απόφαση. Σκέφτομαι λιγάκι τι θα πω και πάω και τους μιλάω στα γαλλικά, λύνεται η γλώσσα μου, όλα καλά. Από τότε, δεν έχω κανένα πρόβλημα με το να μιλάω σε κόσμο!
Το 1974 πάντως επίσης αξίζει μια μνεία. Έχουμε φτιάξει 11 κινηματογραφιστές μια εταιρεία και μας αναθέτουν από την ΕΡΤ να κάνουμε την πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου. Είναι να σκηνοθετήσω πρώτη φορά. Είμαι 22 χρονών και το βράδυ της παραμονής του πρώτου γυρίσματος δεν μπορώ να κοιμηθώ. Άρχισε να μπερδεύεται το μυαλό μου, να μην ξέρω τι να πω και σε ποιον, να φοβάμαι ότι θα γίνω ρεζίλι. Είχα κλάσει μέντες. Αλλά, έγινε κι αυτό. Ηχολήπτης ήταν ο Θανάσης Αρβανίτης, ο σπουδαιότερος εκείνης της εποχής, και με βοήθησε.
Η βασική μου επιρροή για να ασχοληθώ με το σινεμά, ήταν ο Χίτσκοκ. Μπήκα σε ένα σινεμά, παράνομα, κάτω από το επιτρεπόμενο ηλικιακό όριο και έπαθα σοκ. Μετά, έκλεινα τα παράθυρα και δεν μπορούσα να δω περιστέρι. Ήμουν έφηβος. Το πρώτο βιβλίο για το σινεμά που διάβασα, ήμουν στο Παρίσι τότε, ήταν το “Χίτσκοκ” του Φρανσουά Τρυφώ. Η βιογραφία του Χίτσκοκ αποτελεί ένα κινηματογραφικό μάθημα πρώτης. Από Έλληνες κινηματογραφιστές, θεωρώ ότι ο μόνος πραγματικός δημιουργός, με παγκοσμιότητα, ήταν ο Θόδωρος Αγγελόπουλος. Ο δημιουργός-σκηνοθέτης φτιάχνει σύμπαντα, έναν δικό του κόσμο. Βλέπεις Φελίνι δύο πλάνα, ξέρεις ότι είναι Φελίνι. Μπέργκμαν; Το ίδιο. Βλέπεις Αγγελόπουλο, 3 λεπτά, και ξέρεις ότι είναι Αγγελόπουλος. Η μουσική έχει σταθεί επίσης ως επιρροές για μένα. Ροκ και κλασική μουσική (κυρίως Μότσαρτ) με συνοδεύουν από το πρωί ως το βράδυ. Μ’ αυτά κοιμάμαι, μ’ αυτά ξυπνάω. Όταν το 80 είχε γυρίσει στη μόδα το ρεμπέτικο, είχα μπει σε αυτήν την φάση: τραγουδάγαμε παρέες… μετά, το βαρέθηκα. Από διαβάσματα, είμαι τυχερός. Στην βιβλιοθήκη του σπιτιού μου βρίσκονταν όλοι οι κλασικοί: από Ντοστογιέφσκι μέχρι Καζαντζάκη. Μου αρέσει και η ποίηση, ο Έλιοτ, ο Μπωντλέρ, ο Καβάφης και ο αγαπημένος μου Σεφέρης, φυσικά. Ξέρεις, έκανα και θέατρο. Η δουλειά του ηθοποιού λάμπει και αναδεικνύεται στο θέατρο και η δουλειά του σκηνοθέτη στο σινεμά. Είμαι κάπως συγκεντρωτικός και, όπως λέει η κόρη μου, εγωπαθής. Ο σκηνοθέτης κάνει τα πάντα και δεν κάνει τίποτα, είναι ένας διευθυντής ορχήστρας. Αλλά, αν το πρώτο βιολί δεν είναι καλό, δεν κάνει τίποτα. Κι αν ο ίδιος δεν είναι καλός, όσο υπέροχο και να είναι το πρώτο βιολί, μπορεί να το θάψει.
Δύο, πάντως, είναι τα θέματα όλων των δημιουργών: ο Έρωτας κι ο Θάνατος. Από μικρά ερχόμαστε σε επαφή με αυτά τα δύο. Το στήθος της μάνας είναι ο πρώτος έρωτας κι όταν μας βάζουν να κοιμηθούμε και μένουμε μόνοι γνωρίζουμε συναισθήματα φόβου, αγωνίας, άγχους για αποχωρισμό, για θάνατο. Το σινεμά είναι το αντίθετο της ζωής, αλλά η ζωή αντιγράφει το σινεμά και την τέχνη.
Όσο για τηλεόραση, βλέπω πάντα λίγο απ’ όλα. Της τρελής από σειρές και φέτος, με ένα διαφορετικό μοντέλο αντίληψης πια. 60-70 επεισόδια μίνιμουμ για κάθε σειρά, με δύο συνεργεία, με διπλές κάμερες, όλα γρήγορα. Δεν μπορεί να γίνει με αυτόν τον τρόπο παραγωγική δουλειά.
Η καλύτερη τηλεοπτική σειρά, πάντως, που παίζεται φέτος είναι μία, λέγεται “Κασσελακειάδα” ή “ο Αυτοφωράκιας”. Παίζεται σε όλα τα κανάλια, όλες τις ώρες, μιλάμε για συγκλονιστική επιτυχία. Είναι η καλύτερη κωμική μυθοπλασία που έχει γίνει τα τελευταία 15 χρόνια, οι σεναριογράφοι αξίζουν Golden Globe. Ο Κασσελάκης ως ήρωας μου θυμίζει τον Σαρλώ, που ήταν πάντα λίγο πίσω από το κοινό του, που έβλεπε τις γκάφες του πριν τις καταλάβει ο ίδιος. Ο Σαρλώ λοιπόν έμπαινε αθώος και αγνός μες στο σετ και την πάταγε πάντα. Θυμάσαι τους “Μοντέρνους Καιρούς”; Κρέμεται μια σημαία από ένα φορτηγό, η σημαία πέφτει, την πιάνει και την κουνάει στο φορτηγό. Ξαφνικά, από πίσω του έρχεται μια διαδήλωση και τον σηκώνει και τον κάνει ήρωά της. Ο Κασσελάκης είναι ο μόνος που πιστεύει ότι είναι πρόεδρος, του λένε τι θα πει και τι θα κάνει. Γύρισε από την Αμερική από όπου τον έδιωξαν για να μη μιλάει και ήρθε εδώ ως κακός ηθοποιός. Είναι ψεύτικος, στημένος και άκαμπτος.
Εμείς έχουμε τις δικές μας προτάσεις: Το ένα πρότζεκτ είναι το “Μισό Παιδί“, από το βιβλίο του Αύγουστου Κορτώ, μια ιστορία μυστηρίου που συμβαίνει σε ένα κρητικό χωριό και στην Αθήνα, βεβαίως. Καταπιάνεται με πολύ σημερινά θέματα, η ιστορία ξεκινά με ένα μαθητή που μπαίνει σε μια τάξη, σκοτώνει τους συμμαθητές του κι έναν δάσκαλο και αυτοπυρπολείται. Έπειτα, ένας γραφιάς από την Αθήνα πάει για να καταλάβει τι έχει γίνει. Αυτό είναι μίνι σειρά, 8 κεφάλαια-επεισόδια, το τελευταίο επεισόδιο είναι διπλό. Συζητάμε με την ΕΡΤ γι’ αυτήν την σειρά ή μπορεί να πάει σε κάποια πλατφόρμα. Το άλλο που έχουμε στα σκαριά λέγεται “Η Αλίκη στη σκοτεινή πόλη“. Η Αλίκη είναι μια λίγο παράξενη νεαρή υπαστυνόμος στο τμήμα Ανθρωποκτονιών. Τα επεισόδια εστιάζουν σε υποθέσεις κυρίως γυναικοκτονιών, το φετίχ μου. Αυτή δεν είναι μίνι σειρά, έχει πράγμα. Συζητάμε πάλι με διάφορους, άγνωσται αι βουλαί για την ώρα.
Με το αδύναμο «ρο» του, τα αγαπημένα του πούρα και το χαρακτηριστικό του καπέλο, ο Πάνος Κοκκινόπουλος μάς υποδέχεται στο Distiller, στην περιοχή Χίλτον. Πρόκειται για ένα κορυφαίο μπαρ, με απίθανη ποσότητα και ποικιλία ετικετών ουίσκι, αλλά και καταπληκτικών αποσταγμάτων και κοκτέιλ. Με εισάγει στην ευλογία του αυθεντικού, κουβανέζικου νταϊκίρι (όχι ντάκιρι!) μουλάτα. Ρωτήστε στο μπαρ, αν πάτε, και μην παραλείψετε να το δοκιμάσετε. Η ωραία ζωή και οι απολαύσεις έχουν την σημασία τους για τον γνωστό σκηνοθέτη. Μέχρι, όμως, να ανακαλύψει ποιος είναι και τι θέλει στ’ αλήθεια να κάνει, πέρασε δια πυρός και σιδήρου -κυριολεκτικά.
Ο καιρός τον εκνευρίζει, είναι της ζέστης παιδί κι αχόρταγο, δεν του αρκεί που κράτησε η καλοκαιρία μέχρι Νοέμβρη μήνα, εκφράζει ανοιχτά τα παράπονα, τις γκρίνιες και τα καλά του λόγια σε αφθονία και μοιάζει έτοιμος για μια μη-συνέντευξη διάρκειας μη προκαθορισμένης.
Δυστυχώς, έχω να πάω 3 χρόνια στην Κούβα, την οποία επισκέπτομαι σταθερά τα τελευταία 25 χρόνια. Έχω φίλους εκεί, είναι δεύτερο σπίτι μου, πάω για τα πούρα, το ρούμι, την θάλασσα, τους ανθρώπους. Εκτός από την Κούβα, αγαπώ πολύ σε αυτόν τον πλανήτη το Παρίσι, την πόλη όπου ανδρώθηκα, σπούδασα, δίδαξα, παντρεύτηκα, χώρισα, έγινα πατέρας. Αλλά πιο πολύ από όλα, αγαπώ την Αθήνα. Είναι μια κακάσχημη πόλη, αλλά δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτήν κι αυτό το αισθάνεται κανείς όταν δεν έχει την επλογή να γυρίσει ή να μη γυρίσει πίσω. Στην Χούντα, που ήμουν απομονωμένος στο Παρίσι, μου έλειπε αφόρητα αυτή η πόλη, η Αθήνα. Η Γαλλία, βέβαια, για μένα, είναι κάτι περισσότερο από πόλη. Είναι τρόπος ζωής και σκέψης. Όταν σπούδασα εκεί, το έκανα μέσα στην εποχή της αναλυτικής σκέψης, της αποδόμησης. Όλη αυτή η αναλυτική σκέψη είναι μέσα μου πια, πέρασε για τα καλά. Συχνά, όταν θέλω να πω κάτι, το μεταφράζω μέσα μου από τα γαλλικά.
Γεννήθηκα στο Κολωνάκι. Οι παιδικές αναμνήσεις είναι ανεκτίμητες. Παίζαμε στον δρόμο κλέφτες κι αστυνόμους. Τέρμα Δημοκρίτου που ξεκίναγε ο Λυκαβηττός ήταν όλο χώμα. Και πηγαίναμε και στην Δεξαμενή, που κι αυτή χώμα ήτανε. Παίζαμε και ξύλο, με κάτι στυλιάρα. Είμαι μοναχοπαίδι, αλλά είχα έναν αδερφό που πέθανε στην κούνια 20 χρόνια πριν γεννηθώ εγώ. Ο πατέρας μου ήταν διευθυντής στον ΟΤΕ, μηχανικός. Ο θείος μου ο Ευτύχιος, ο δίδυμος αδερφός του πατέρα μου, ήταν πολιτικός μηχανικός. Σπουδαγμένα τα δυο αδέρφια στην Γερμανία. Η μάνα μου κρατούσε από την Πόλη και γνωρίστηκαν. Ο πατέρας μου μου έφερνε δίσκους του Έλβις, του Ντιν Μάρτιν. Μετά, μεγαλώνοντας, μπήκαν οι Beatles…
Εμένα ούτε που μου περνούσε από το μυαλό να γίνω σκηνοθέτης, μου είχαν φυτέψει το να γίνω μηχανικός. Πήγα στο Βαρβάκειο και μετά απευθείας στην Γκρενόμπλ για Βιοχημεία. Νόμιζα πως θα μ’ αρέσει. Σπούδασα σε ένα μεγάλο campus, που είχε φτιαχτεί ακριβώς μετά τα γεγονότα του Μάη του ’68. Είχε πισίνες, δύο σινε κλαμπ, ένα σωρό δυνατότητες. Οι φοιτητές αναλαμβάναμε διάφορα καθήκοντα κι ένα από αυτά ήταν τα του σινέ κλαμπ. Εγώ ήμουν εκεί, λοιπόν, υπεύθυνος και ερχόντουσαν σκηνοθέτες από το Παρίσι, όποιοι μπορείτε να φανταστείτε. Δεν θέλει και πολύ ο άνθρωπος να επηρεαστεί. Κατέβηκε κάποια στιγμή και ο Μισέλ Δημόπουλος, που μετέπειτα ανέλαβε την Διεύθυνση του Φεστιβάλ και γίναμε στην πορεία πολύ φίλοι. Αυτός σπούδαζε στο Παρίσι σινεμά και μου είπε «έλα στο Παρίσι να κάνουμε σινεμά», τόσο απλά. Ήμουν 18-19 χρονών.
Είχα ένα παλιό αυτοκίνητο, ένα Peugeot, μοντέλο του ’53, το ‘χα πάρει 200 φράγκα, σα να λέμε 1.200 δραχμές. Πάμε στο Παρίσι με αυτό, οδικώς, 600 χιλιόμετρα από τη Γκρενόμπλ. Δίνω εξετάσεις, μπαίνω στην Idec, στην Κρατική σχολή Κινηματογράφου, πράγμα πολύ δύσκολο. Από 200-300 ξένους που έδιναν εξετάσεις, πέρναγαν 5 άτομα, ας πούμε. Όμως, εμένα με βοήθησε το ότι είχα πάει νωρίτερα, ως φίλος του Μισέλ που σπούδαζε ήδη. Είχα γνωρίσει τους καθηγητές και μου ‘χαν πει τα χούγια του καθενός. Ο ένας, μου έλεγαν, αγαπάει το αμερικάνικο σινεμά, ο άλλος το σιχαίνεται και τα λοιπά. Έτσι, κατάφερα να περάσω. Αλλά, επειδή ουδέν κακό αμιγές καλού, οι γονείς μου κόψαν το επίδομα. «Θες να κάνεις σινεμά; Κάντο! Αλλά μόνος σου».
Τότε βέβαια δούλευα. Έκανα λάντζα ένα χρόνο σε ένα ελληνικό εστιατόριο στο Παρίσι, έχω πλύνει χιλιάδες στίβες από πιάτα. Μετά, εργάσητκα σερβιτόρος στην Πίτσα Πίνο, όπου έβγαζα τρελά λεφτά μαζί με τα τιπς, αλλά βέβαια δεν είχα τι να τα κάνω, γιατί δεν είχα χρόνο. Σπούδαζα και δούλευα καθημερινά, όλη μέρα, κοιμόμουν 3 ώρες την ημέρα. Πήρα βέβαια καινούργιο αμάξι, έδωσα στο Κόμμα (ΚΚΕ εσωτερικού), στο οποίο είχα ρόλο καθοδηγητή για άλλους φοιτητές. Εν τω μεταξύ, στο Παρίσι, μες στην οκταετία που κάθισα, σπούδασα και ψυχανάλυση. Παραμένω φροϋδικός και λακανικός. Ο Φρόυντ είναι, για μένα, ο μεγαλύτερος επαναστάτης του 20ου αιώνα.
Θα μπορούσα να είχα καθίσει στην Γαλλία, αλλά, μαζί με αρκετούς άλλους, γυρίσαμε στην Ελλάδα, για να την σώσουμε, τρομάρα μας! Γύρισα στην Ελλάδα για να μην κάνω τίποτα, όμως, τελικά σε επίπεδο πολιτικής, ο καθένας έκανε απλώς την δουλειά του. Το ’90, με την πτώση του Τείχους, τέλειωσαν κι επισήμως οι ιδεολογίες. Πήγα στο Βερολίνο, για να ακούσω το “The Wall” από Pink Floyd, πήρα ένα κομμάτι κι από το τείχος και τέλειωσε η ιστορία. Είπα να αφοσιωθώ στην δουλειά μου, τον κινηματογράφο, την κάμερα, αυτό που ήξερα κι αυτό που ήθελα.
Το 90% των ηρώων μου είναι γένους θηλυκού, ενώ συνήθως στην μυθοπλασία την ελληνική, οι πρωταγωνιστές είναι άνδρες. Οι γυναίκες είναι τα πιο πολύπλοκα και ανθεκτικά όντα του πλανήτη, βρίσκονται στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας και πεθαίνουν πιο δύσκολα, καρδιά παθαίνουν πολύ πιο σπάνια, έχουν αποδεδειγμένα πολύ πιο περίπλοκο εγκέφαλο. Θα σου πω ένα παράδειγμα σε σχέση με τα πούρα, που έχει να κάνει με την γεύση, όχι με το κάπνισμα, κατ’ ουσίαν. Λες το τάδε πούρο έχει σώμα, έχει βάθος, έχει φρούτα. Όλα αυτά καταγράφονται στους γευστικούς κάλυκες, που βρίσκονται ανάμεσα στο στόμα και στην μύτη και καταγράφουν κάθε γεύση που δοκιμάζεις στην ζωή σου. Οι γευστικοί κάλυκες σου βγάζουν αναμνήσεις. Στους δέκα δοκιμαστές πούρων στην Κούβα, οι εφτά είναι γυναίκες. Γιατί οι γυναίκες έχουν διπλάσιους γευστικούς κάλυκες από τους άντρες. Κι αυτό είναι ένα απλό παράδειγμα.
Ο έρωτας είναι το παν. Χωρίς έρωτα, δεν μπορείς να δημιουργήσεις. Βέβαια, και οι χαμένοι έρωτες, η έλλειψή τους, οδηγούν στις καλύτερες δημιουργίες. Από νεαρός, από έφηβος ήμουν βαλμένος σε αυτό το πράγμα. Βέβαια, στα 15 ήμουν μέγας μαλάκας -μοναχοπαίδι, τα είχα όλα έτοιμα, δεν πίστευα και δεν περίμενα τίποτα. Πήγαινα βόλτες, έψαχνα γκόμενες, ήμουν στον Παναθηναϊκό, έκανα πρωταθλητισμό, τίποτα… Στα 17, ανακάλυψα το “Avanti Popolo” και το “Bella Ciao” και άρχισε να αλλάζει το τοπίο. Στα 30 μου, έχω τον γιο μου, είμαι στο στρατό, κάνω δουλειές για την τηλεόραση, έχω κάνει ήδη την πρώτη μου μικρού μήκους ταινία (βασισμένη σε ένα συγκλονιστικό διήγημα του Θεοτόκη), είμαι πιο συνειδητοποιημένος, αλλά πάλι, δεν έχω ανακαλύψει τίποτα.
Η μεγάλη αλλαγή ήρθε μετά την ταινία που έκανα. Είχα ένα πρόβλημα: ντρεπόμουν να μιλήσω μπροστά σε κόσμο, κάτι που κουβαλούσα από παιδί -άλλο ένα εύρημα της ψυχανάλυσης, γιατί σπουδάζοντάς την, αναγκαστικά ψυχαναλύεις και τον εαυτό σου. Όταν ερχόταν η σειρά μου να μιλήσω στα αμφιθέατρα, πάθαινα κοκομπλόκο και στις πρώτες μου δουλειές δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη, έτρεμα. Πάω, όμως, κάποια στιγμή στο Φεστιβάλ του Μόντρεαλ, το 1990 ή κάτι τέτοιο. Η ταινία μου δεν έχει παιχτεί πουθενά, έχει πάρει 5-6 Κρατικά Βραβεία στην Ελλάδα, χωρίς να έχει παιχτεί για το κοινό. Στο Μόντρεαλ, έμενα στο ίδιο ξενοδοχείο με τον Μπερτολούτσι, πίναμε μαζί και γνωριστήκαμε. Με αντιμετώπιζαν όπως εκείνον, παρά τα Όσκαρ που είχε πρόσφατα σαρώσει. Η ταινία μου παιζόταν μεσημέρι, 13:00, κάτι τέτοιο, και φοβόμουν μη δεν έρθει κανείς. Το πρωί εκείνης της μέρας μου ανακοινώνουν ότι πρέπει να δώσω δηλώσεις σε έναν ραδιοφωνικό παραγωγό που κάλυπτε το Φεστιβάλ. Έξω από το σινεμα, είδα ουρά ανθρώπων. Περίμεναν να δουν την ταινία μου, παθαίνω σοκ. Πηγαίνω σε ένα κοντινό καφέ, πίνω δυο τρία ουίσκια και το παίρνω απόφαση. Σκέφτομαι λιγάκι τι θα πω και πάω και τους μιλάω στα γαλλικά, λύνεται η γλώσσα μου, όλα καλά. Από τότε, δεν έχω κανένα πρόβλημα με το να μιλάω σε κόσμο!
Το 1974 πάντως επίσης αξίζει μια μνεία. Έχουμε φτιάξει 11 κινηματογραφιστές μια εταιρεία και μας αναθέτουν από την ΕΡΤ να κάνουμε την πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου. Είναι να σκηνοθετήσω πρώτη φορά. Είμαι 22 χρονών και το βράδυ της παραμονής του πρώτου γυρίσματος δεν μπορώ να κοιμηθώ. Άρχισε να μπερδεύεται το μυαλό μου, να μην ξέρω τι να πω και σε ποιον, να φοβάμαι ότι θα γίνω ρεζίλι. Είχα κλάσει μέντες. Αλλά, έγινε κι αυτό. Ηχολήπτης ήταν ο Θανάσης Αρβανίτης, ο σπουδαιότερος εκείνης της εποχής, και με βοήθησε.
Η βασική μου επιρροή για να ασχοληθώ με το σινεμά, ήταν ο Χίτσκοκ. Μπήκα σε ένα σινεμά, παράνομα, κάτω από το επιτρεπόμενο ηλικιακό όριο και έπαθα σοκ. Μετά, έκλεινα τα παράθυρα και δεν μπορούσα να δω περιστέρι. Ήμουν έφηβος. Το πρώτο βιβλίο για το σινεμά που διάβασα, ήμουν στο Παρίσι τότε, ήταν το “Χίτσκοκ” του Φρανσουά Τρυφώ. Η βιογραφία του Χίτσκοκ αποτελεί ένα κινηματογραφικό μάθημα πρώτης. Από Έλληνες κινηματογραφιστές, θεωρώ ότι ο μόνος πραγματικός δημιουργός, με παγκοσμιότητα, ήταν ο Θόδωρος Αγγελόπουλος. Ο δημιουργός-σκηνοθέτης φτιάχνει σύμπαντα, έναν δικό του κόσμο. Βλέπεις Φελίνι δύο πλάνα, ξέρεις ότι είναι Φελίνι. Μπέργκμαν; Το ίδιο. Βλέπεις Αγγελόπουλο, 3 λεπτά, και ξέρεις ότι είναι Αγγελόπουλος. Η μουσική έχει σταθεί επίσης ως επιρροές για μένα. Ροκ και κλασική μουσική (κυρίως Μότσαρτ) με συνοδεύουν από το πρωί ως το βράδυ. Μ’ αυτά κοιμάμαι, μ’ αυτά ξυπνάω. Όταν το 80 είχε γυρίσει στη μόδα το ρεμπέτικο, είχα μπει σε αυτήν την φάση: τραγουδάγαμε παρέες… μετά, το βαρέθηκα. Από διαβάσματα, είμαι τυχερός. Στην βιβλιοθήκη του σπιτιού μου βρίσκονταν όλοι οι κλασικοί: από Ντοστογιέφσκι μέχρι Καζαντζάκη. Μου αρέσει και η ποίηση, ο Έλιοτ, ο Μπωντλέρ, ο Καβάφης και ο αγαπημένος μου Σεφέρης, φυσικά. Ξέρεις, έκανα και θέατρο. Η δουλειά του ηθοποιού λάμπει και αναδεικνύεται στο θέατρο και η δουλειά του σκηνοθέτη στο σινεμά. Είμαι κάπως συγκεντρωτικός και, όπως λέει η κόρη μου, εγωπαθής. Ο σκηνοθέτης κάνει τα πάντα και δεν κάνει τίποτα, είναι ένας διευθυντής ορχήστρας. Αλλά, αν το πρώτο βιολί δεν είναι καλό, δεν κάνει τίποτα. Κι αν ο ίδιος δεν είναι καλός, όσο υπέροχο και να είναι το πρώτο βιολί, μπορεί να το θάψει.
Δύο, πάντως, είναι τα θέματα όλων των δημιουργών: ο Έρωτας κι ο Θάνατος. Από μικρά ερχόμαστε σε επαφή με αυτά τα δύο. Το στήθος της μάνας είναι ο πρώτος έρωτας κι όταν μας βάζουν να κοιμηθούμε και μένουμε μόνοι γνωρίζουμε συναισθήματα φόβου, αγωνίας, άγχους για αποχωρισμό, για θάνατο. Το σινεμά είναι το αντίθετο της ζωής, αλλά η ζωή αντιγράφει το σινεμά και την τέχνη.
Όσο για τηλεόραση, βλέπω πάντα λίγο απ’ όλα. Της τρελής από σειρές και φέτος, με ένα διαφορετικό μοντέλο αντίληψης πια. 60-70 επεισόδια μίνιμουμ για κάθε σειρά, με δύο συνεργεία, με διπλές κάμερες, όλα γρήγορα. Δεν μπορεί να γίνει με αυτόν τον τρόπο παραγωγική δουλειά.
Η καλύτερη τηλεοπτική σειρά, πάντως, που παίζεται φέτος είναι μία, λέγεται “Κασσελακειάδα” ή “ο Αυτοφωράκιας”. Παίζεται σε όλα τα κανάλια, όλες τις ώρες, μιλάμε για συγκλονιστική επιτυχία. Είναι η καλύτερη κωμική μυθοπλασία που έχει γίνει τα τελευταία 15 χρόνια, οι σεναριογράφοι αξίζουν Golden Globe. Ο Κασσελάκης ως ήρωας μου θυμίζει τον Σαρλώ, που ήταν πάντα λίγο πίσω από το κοινό του, που έβλεπε τις γκάφες του πριν τις καταλάβει ο ίδιος. Ο Σαρλώ λοιπόν έμπαινε αθώος και αγνός μες στο σετ και την πάταγε πάντα. Θυμάσαι τους “Μοντέρνους Καιρούς”; Κρέμεται μια σημαία από ένα φορτηγό, η σημαία πέφτει, την πιάνει και την κουνάει στο φορτηγό. Ξαφνικά, από πίσω του έρχεται μια διαδήλωση και τον σηκώνει και τον κάνει ήρωά της. Ο Κασσελάκης είναι ο μόνος που πιστεύει ότι είναι πρόεδρος, του λένε τι θα πει και τι θα κάνει. Γύρισε από την Αμερική από όπου τον έδιωξαν για να μη μιλάει και ήρθε εδώ ως κακός ηθοποιός. Είναι ψεύτικος, στημένος και άκαμπτος.
Εμείς έχουμε τις δικές μας προτάσεις: Το ένα πρότζεκτ είναι το “Μισό Παιδί“, από το βιβλίο του Αύγουστου Κορτώ, μια ιστορία μυστηρίου που συμβαίνει σε ένα κρητικό χωριό και στην Αθήνα, βεβαίως. Καταπιάνεται με πολύ σημερινά θέματα, η ιστορία ξεκινά με ένα μαθητή που μπαίνει σε μια τάξη, σκοτώνει τους συμμαθητές του κι έναν δάσκαλο και αυτοπυρπολείται. Έπειτα, ένας γραφιάς από την Αθήνα πάει για να καταλάβει τι έχει γίνει. Αυτό είναι μίνι σειρά, 8 κεφάλαια-επεισόδια, το τελευταίο επεισόδιο είναι διπλό. Συζητάμε με την ΕΡΤ γι’ αυτήν την σειρά ή μπορεί να πάει σε κάποια πλατφόρμα. Το άλλο που έχουμε στα σκαριά λέγεται “Η Αλίκη στη σκοτεινή πόλη“. Η Αλίκη είναι μια λίγο παράξενη νεαρή υπαστυνόμος στο τμήμα Ανθρωποκτονιών. Τα επεισόδια εστιάζουν σε υποθέσεις κυρίως γυναικοκτονιών, το φετίχ μου. Αυτή δεν είναι μίνι σειρά, έχει πράγμα. Συζητάμε πάλι με διάφορους, άγνωσται αι βουλαί για την ώρα.