Ο Θοδωρής Αθερίδης έχει αφήσει το συγγραφικό του αποτύπωμα με τις παραστάσεις του, τις οποίες ντύνει σκηνοθετικά και μουσικά, με τον ίδιο να πρωταγωνιστεί. Τον συναντήσαμε στο μικρό Παλλάς, με αφορμή τα “Μαθήματα Κωμωδίας” που παραδίδει και φέτος.

Πάντα ζεστός, προσιτός και φιλόξενος ενώ είναι αδύνατο να μην πάρεις λίγη από την θετικότητα που εκπέμπει, που μοιάζει σα να είναι ακτίνες φωτός που εκτοξεύονται κατά πάνω σου. Δεν θα τυφλωθείς, απλά σίγουρα μετά από μία συζήτηση μαζί του, θα δεις την φωτεινή πλευρά της ζωής. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτό το τραγούδι, το έχει επιλέξει για το φινάλε της παράστασής του. Ο ίδιος έχει παλέψει με φόβους που με κάποιους από αυτους κοντράρεται μέχρι σήμερα. Όπλο του για την σημερινή εποχή είναι η κωμωδία και ο κόσμος φαίνεται να συμφωνεί μαζί του.

– Μαθήματα Κωμωδίας που περνάνε μαθήματα ζωής. Ποιο είναι για εσένα το δικό σου μάθημα ζωής;
Μαθήματα ζωής είναι τα πάντα. Κάθε μέρα που περνάει, μέχρι να έρθει το βράδυ για να ταξινομηθούν τα data των πληροφοριών που έχεις πάρει, αυτή η ταξινόμηση είναι ένα μάθημα. Σε όλους τους ρόλους που έχω στη ζωή μου, τους κοινωνικούς ρόλους, δεν υπάρχει τίποτα που να σε αφήνει ανεκπαίδευτο, από παντού παίρνεις μαθήματα. Πολλές φορές και όταν δίνεις, παίρνεις μαθήματα. 

– Στην παράσταση υπάρχει η αναφορά του γέλιου ως αντίδραση στο φόβο. Η κωμωδία μας βοηθάει να μιλήσουμε για όσα μας φοβίζουν; Ποιο φοβο θέλεις να ξορκίσεις με αυτή τη παράσταση; Έχεις κάποιον προσωπικό φόβο;
Καταρχάς πιστεύω ότι το καλύτερο φάρμακο για τον φόβο είναι το γέλιο. Είναι το μόνο πράγμα που ισοπεδώνει, με έναν τρόπο, το δίπολο της έννοιας καλού – κακού. Το γέλιο, διαρκώς, λειτουργεί ως αναρχικός εμπαιγμός και στα δύο. Η κωμωδία και το γέλιο είναι από μόνα τους, μία παράταξη. Ο φόβος του θανάτου, της απόρριψης, της ματαίωσης και της μοναξιάς, είναι βασικά οι φόβοι που θέλω να ξορκίσω. Είναι οι φόβοι που έχω από παιδί, που δεν τους ξεπέρασα ποτέ, απλώς τους διαχειρίζομαι.

Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου / Olafaq

– Από που αντλείς ερεθίσματα όταν γράφεις ένα σενάριο;
Ο τρόπος που γράφω είναι τόσο προσωπικός που σημαίνει ότι δεν αντλώ ερεθίσματα από πουθενά. Αυτό το που λέω, μπορεί να μην ισχύει φαινομενικά, κι όμως μπορεί να το καταλάβει κάποιος από τη διαδικασία. Ξεκινώ από έναν χώρο που θα με ενδιέφερε να βλέπω ως θεατής και λέω αυτός θα είναι ο χώρος του σκηνικού. Μετά πάω σε έναν χαρακτήρα που κάτι έχει να μας πει και αρχίζω και λύνω σιγά σιγά ένα sudoku, που στήνω στον εαυτό μου. Μετά πηγαίνω μπροστά – πίσω, διορθώνοντας πράγματα, ανακεφαλαιώνοντας και απολογιστικά φτιάχνω ένα πλαίσιο που μου δίνει αιχμές. Αιχμές φιλοσοφικές, ιδεολογικές, αστυνομικές όλες οι προεκτάσεις που μπορούν να συνθέσουν μία αφήγηση, η οποία να μην με κάνει να βαριέμαι. Ο πρώτος αγώνας είναι αυτός, γιατί όλα τα άλλα είναι εύκολα, το να δώσεις νόημα στα πράγματα είναι εύκολο τόσο ώστε να φτιάξεις ένα σύνθημα. Δύσκολο είναι να κάνεις πλοκές και αληθινούς ανθρώπους. Όλα τα άλλα έρχονται και φοριούνται, οι διάλογοι μπορούν να φτιαχτούν πιο εύκολα. Οι άνθρωποι και τα μεταξύ τους διακυβεύματα, είναι το πιο δύσκολο απ’ όλα. Όλα αυτά σε μία ροή που να μην βαριέσαι και να σου τραβάει το ενδιαφέρον. Αυτή η προσπάθεια είναι εξοντωτική και γι’ αυτό το λόγο, δουλεύω με αυτόν τον τρόπο, για να κάνω τουίστ διαρκώς εγώ ο ίδιος στον εαυτό μου. Για παράδειγμα το ότι λιποθυμάει κάποια στιγμή ο Γαλέριος, κάποιος θα καταλάβει βλέποντας το έργο ότι είναι τα προεόρτια του θανάτου του. Εγώ, την ώρα που τον έβαλα να λιποθυμάει δεν ήξερα ούτε ότι θα πεθάνει, ούτε ότι είναι άρρωστος. Χρειαζόμουν να γίνει ξαφνικά με ένα cut απότομο, κάτι που να ανατρέπει όλο αυτό που πάει να χτιστεί. Όλο αυτό έπρεπε κάτι να προοικονομεί, αλλιώς δεν θα είχε νόημα η λιποθυμία από μόνη της. Δεν πρέπει να γίνονται πράγματα στη σκηνή που δεν έχουν νόημα, πρέπει όλα κάτι να σημαίνουν και να υπάρχει κάποιος λόγος που τα δείχνουμε και κάπως έτσι βγαίνει το φινάλε του έργου. 

– Υπάρχει κάποια ταινία ή κάποιο βιβλίο που σε έχει επηρεάσει πολύ; Αν ναι ποιο είναι αυτό και με ποιον τρόπο; 
Νομίζω ότι δύο έργα που με επηρέασαν ήταν “Ο φύλακας στη Σίκαλη” του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ και ο “Ντέμιαν” του Έρμαν Έσσε. Επίσης, κάτι “κουμμονοστοσυμμορίτικα” που είχα διαβάσει όπως είναι “Η Κατασκευή Υπηκόων” του Ε. Α. Ράουτερ, έργα του Βίλχελμ Ράιχ και το “Κεφάλαιο” του Μαρξ. Αυτά ήταν για να φτιάξω και να χτίσω ένα ιδεολογικό πλαίσιο, γιατί εκείνα τα χρόνια, ντρεπόμασταν να είμαστε αμόρφωτοι, ενώ η πιτσιρικαρία τώρα “χέστηκε”. Κυρίως, καλλιτεχνικά, αυτός που άνοιξε τα φώτα στο σκοτεινό δωμάτιο, ήταν ο Ντοστογιέφσκι.   

– Ο κάθε ρόλος έχει μια ιδιαιτερότητα συμπεριφορικά και είναι φαινομενικά αταίριαστοι. Με κοινό άξονα εσένα όμως γίνονται μια γροθιά. Θα μπορούσες να πεις ότι αυτός θα μπορούσε να είναι και ένας καθρέφτης για την κοινωνία, ειδικά αυτό το διάστημα;
Νομίζω πως ναι. Στην πραγματικότητα ήθελα τα πρόσωπα να έχουν και ταξικές διαφορές, κοινωνικές, προσωπικές, έντονες, να είναι τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Με άξονα την Μάρθα που δεν έχει γελάσει ποτέ στη ζωή της, που ως γεγονός στέκεται ως το αντίβαρο του ασανσέρ. Το ασανσέρ είμαστε όλοι και το αντίβαρο είναι ότι δεν γελάει η Μάρθα, είναι κόντρα σε όλο το μάθημα, ενώ η ίδια θέλει να μάθει να γελάει. Ήθελα μέσα σε ένα ζοφερό τοπίο, το οποίο να θυμίζει την κατάσταση που είχαμε ζήσει, την πανδημία, την οικονομική κρίση, τις κοινωνικές ανισότητες, την έλλειψη προοπτικής και προόδου, να είναι ο σκηνικός χώρος έτσι. Να έχει ένα ζόφο και μία επιστροφή σε ένα παρελθόν που το κοινό και το έχει ζήσει και δεν οδηγούσε πουθενά. Ξαφνικά, τέσσερις άνθρωποι με όπλο το γέλιο, ομορφαίνουν έναν άσχημο χώρο. Ένα σπίτι του ‘80, παραμελημένο, μέσα στη σκόνη, και ακόμα είναι και το τηλέφωνο με καντράν, ουσιαστικά, είναι μία τρύπα στον χρόνο. Αυτοί οι τέσσερις άνθρωποι αντιστέκονται, προσπαθώντας να γελάνε, να κάνουν κωμωδία, ενώ παράλληλα γνωρίζουν ο ένας τον άλλον. 

– Έχεις νιώσει να αλλάζει το θέατρο τα τελευταία χρόνια; Αν ναι με ποιον τρόπο;
Ζούμε μια φορμαλιστική εποχή, εδώ και τουλάχιστον 20 χρόνια, δηλαδή είναι η φόρμα αυτή που δίνει τον τόνο. Μέσω του διαδικτύου και των καταναλωτών των πληροφοριών που είναι το κοινό, που είμαστε εμείς οι ίδιοι, δηλαδή εγώ που δεν είμαι και μικρός, κολλάω στο Tik Tok. Αυτό σημαίνει ότι όταν το μάτι έχει μάθει να του τραβάει την προσοχή κάτι σύντομα, απότομα και ξεχωριστά, προκαλεί έναν εθισμό. Δεν υπάρχει περίπτωση να απεξαρτηθείς από αυτόν τον εθισμό, όταν πας να δεις μία θεατρική παράσταση, άρα πρέπει κάποια χαρακτηριστικά να τα έχει το έργο. Τώρα, που είναι μία εποχή μετά την πανδημία, σίγουρα η εξωστρέφεια που χρειάζεται για να επικοινωνείς, είναι ένα στοιχείο το οποίο υπάρχει στις παραστάσεις. Όπως κι εγώ, είπα θα γράψω κωμωδία, γιατί ήθελα αυτή η συνάντηση με το κοινό μετά από δύο χρόνια να γίνει με όρους χαράς και γέλιου, αυτού που μας έχει λείψει δηλαδή. Ο άνθρωπος από τη φύση του είναι κοινωνικό ον, θέλει να παίξει, να συγχρωτιστεί, να κάνει έρωτα, να τα κάνει όλα. Η πανδημία μας ευνούχισε και τώρα βλέπεις μία εξωστρέφεια, κυρίως ως προς τη φόρμα. Υπάρχει μία έντονη εκφραστικότητα, μία τάση εξπρεσιονισμού, η οποία δεν είναι ηθελημένη, βγαίνει πιο πολύ αυθόρμητα. Οι αδρές γραμμές, οι επιθετικές υποκριτικές στους νόμους προσφοράς και ζήτησης είναι στην πρώτη γραμμή, δηλαδή το αγοράζεις πιο εύκολα.               

– Στις παραστάσεις σου κάνεις εσύ την επιμέλεια της μουσικής. Τι σημαίνει η μουσική για εσένα; 
Πιστεύω ότι από την άποψη της μορφής και της ιδιαιτερότητάς της, είναι η πρώτη των τεχνών. Είναι η ακατανόητη υπακοή που κάνουν στη μελωδία, στο ρυθμό, στον τόνο όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι, γιατί ο άνθρωπος δαμάζεται από την μουσική. Όλες οι υπόλοιπες τέχνες, όταν φλερτάρουν με έναν πραγματικά βαθύτερο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, στην πραγματικότητα μοιάζουν της μουσικής. Όλες μου οι ιστορίες, και αυτός είναι ο λόγος που κάνω την μουσική επιμέλεια, δεν υπάρχει περίπτωση να μην υποστηριχτούν σε μία ενιαία ολότητα από τον δημιουργό, που είμαι εγώ σε αυτή την περίπτωση. Πιστεύω ότι δεν υπάρχει περίπτωση να μην διαλέξω την καλύτερη μουσική για τις στιγμές που τις θέλω, χωρίς να ξέρω συνειδητά τι θέλω να υπογραμμίσω ή να αναδείξω. Το ακολουθώ ως αίσθηση, αλλά έχω τόση εμπιστοσύνη σε αυτή την αίσθηση που δεν την έχω σε κανέναν άλλον. Η πρόσβαση είναι αυτή που το έχει κάνει τόσο εύκολο για εμένα, γιατί έχω όλες τις μουσικές του κόσμου στο κινητό μου. Με την μουσική έχω τελειώσει, πριν καν ξεκινήσω πρόβες, δηλαδή όταν γράφω το κείμενο έχω βάλει τη μουσική. Είναι ένα ευχάριστο διάλειμμα, την ώρα που έχω αδιέξοδο στην γραφή, κάνω μία περιήγηση και βρίσκω μουσικές για να βάλω, οι οποίες με εμπνέουν, υπογραμμίζουν και αναδεικνύουν πράγματα από μόνες τους. Τα κρουστά που έχω βάλει σε κάθε σκοτάδι, υπογραμμίζουν μία αίσθηση αναμονής, ανάδειξης και αντίστροφης μέτρησης. Ήταν ένα στοιχείο που ένιωσα από την πρώτη στιγμή ότι πρέπει να έχει αυτό το έργο. Η μουσική, λοιπόν, είναι η μόνη τέχνη που υπάρχει στην πραγματικότητα, δηλαδή, και η ζωγραφική γίνεται μουσική και το θέατρο γίνεται μουσική, όλες οι τέχνες αυτή προσπαθούν να μιμηθούν. Τα εικαστικά, όταν έχουν ένταση, αυτή η ένταση έχει παλμό και ρυθμό. Θεωρώ την μουσική, σημαντικότερη των τεχνών, έχει έναν αυτοματισμό που μπορείς να την ακούσεις και να δαμαστείς, όπως σηκώνεται η κόμπρα στο άκουσμα της μελωδίας από το όργανο του φακίρη                

– Έχεις κάποιο «θεατρικό απωθημένο»;
Δεν έχω κάποιο θεατρικό απωθημένο. Εμένα ολοκληρώνεται η φιλοδοξία – ανάγκη μου, σε αυτό που κάνω εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Η φιλοδοξία και το απωθημένο μου ολοκληρώθηκε, όταν έγραψα το πρώτο μου θεατρικό έργο στα 37 μου. Μετά το πρώτο μου θεατρικό έργο, το μόνο που με ενδιέφερε ήταν αυτό. Το ότι έκανα παρενθετικά και άλλες παραστάσεις, όπως το “Art” της Γιασμίνα Ρεζά και “Το Ψέμα” του Φλοριάν Ζελέρ, κυρίως το έκανα για να παίξω πιο πρωταγωνιστικούς ρόλους από αυτούς που γράφω για τον εαυτό μου. Ήθελα να ξαναέχω μία επαφή με το κοινό σαν πρώτος, ενώ στα δικά μου τα έργα φροντίζω να είναι περισσότερο ευχαριστημένοι οι άλλοι και εγώ να κρατάω ένα δομικό χαρακτήρα. Έναν άξονα γύρω από τον οποίο να γίνονται τα πράγματα, αλλά δεν είναι ο απολαυστικός ο ρόλος ο δικός μου. Αν με ρωτάς μέχρι να πεθάνω τι θέλω να κάνω, θέλω να κάνω αυτό, θέλω να γράφω έργα, να τα σκηνοθετώ και να τα παίζω. Αυτό με ολοκληρώνει και με καλύπτει.     

Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου / Olafaq

– Πώς θα περιέγραφες τον εαυτό σου σήμερα με λίγες λέξεις; 
Θα με περιέγραφα, ως καλύτερο, από παλιότερα. Πιο ισορροπημένο, πιο ώριμο με λυμένα κάποια άλυτα προβλήματα του παρελθόντος. Έχω μία κατεύθυνση προς τη γαλήνη, η οποία είναι λυτρωτική και ελπίζω να μην παρεκκλίνει από την πορεία. Υπάρχει μία πορεία ολοκλήρωσης, επειδή είμαι ένας άνθρωπος χωρίς απωθημένα επαγγελματικά, καλλιτεχνικά. Η ζωή μου δεν με άφησε στο να γίνω πάμφτωχος, ούτε με έκανε και πλούσιο για να πάθω αλαζονεία και απληστία. Έχω την ισορροπία του ανθρώπου, που χρειάζεται να μοχθεί για να απολαμβάνει, αλλά μοχθώ χωρίς να στερούμαι μετά. Οι περισσότεροι άνθρωποι και μοχθούν και στερούνται. Είμαι ευλογημένος από αυτή την άποψη, πάρα πολύ τυχερός και χαίρομαι που κατά τα δικά μου μάτια, γίνομαι καλύτερος, μεγαλώνοντας.           

– Ποιος θεωρείς ότι είναι ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσουν τα νέα παιδιά που σπουδάζουν σε δραματική σχολή, στις συνθήκες του σήμερα;
Θέλει μία τόλμη, την ίδια ώρα που έχεις μία ορμή να βγεις στον κόσμο και να ξεχωρίσεις, εκείνη την ώρα θέλει μία γενναιότητα, αλλά όχι πόζα. Σε αυτή την ηλικία, όταν είσαι, θέλεις να δημιουργήσεις μια εικόνα δική σου στα μάτια των άλλων. Το ζήτημα είναι να δημιουργήσεις μία εικόνα στα μάτια τα δικά σου και να μην προσπαθείς να πεις ψέματα. Να προσπαθήσεις να καταλάβεις ότι μπορείς να σταματήσεις να μιλάς και να ακούς. Εκεί κρύβεται μία ελαφριά διαδικασία ταπείνωσης, η οποία έχει θησαυρούς μέσα. Τι σημαίνει να ακούω; Είναι η ενσυναίσθηση, δηλαδή να νιώθω όπως νιώθει ο άλλος. Εκεί είναι οι θησαυροί όλοι. Αν εσύ νιώθεις ότι έχεις υπεροχή σε κάτι, όλοι το νιώθουν ότι νιώθεις υπεροχή και τους τη σπάει ότι τη νιώθεις. Αν έχεις, όμως, υπεροχή χωρίς ούτε να κομπορρημονείς στον εαυτό σου, ούτε στους άλλους, αναγνωρίζεται ως αξία. Αυτά θέλουν λίγη σιωπή. Το Εγώ χρειάζεται, είναι σαν ένα άλογο που καλπάζει, αλλά δεν πρέπει το αφήσεις να καλπάζει, κράτα τα ηνία. Αυτό δεν το λέω σαν μεγάλος που μιλάει σε μικρότερους. Το λέω σαν άνθρωπος που θυμάμαι, πως ήμουν νεότερος και πόσο ωραίο θα ήταν και αν το έκανα λίγο παραπάνω.