Είναι δόκιμο να λέμε ότι ένα βιβλίο γίνεται viral; Το ορθό είναι ευπώλητο. Καμιά φορά, στην εποχή μας, το viral (που είναι δωρεάν) προηγείται του ευπώλητου (που κοστίζει). Με το μυθιστόρημα του Μιχάλη Αλμπάτη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις νήσος, έχουν συμβεί και τα δύο, αλλά, για να είμαι ειλικρινής, πριν το πιάσω στα χέρια μου, είχα διαβάσει και ακούσει πολλά.

«Αυτό είναι το νέο ”ΓΚΙΑΚ”», «Είναι καταπληκτικό, ίσως ό, τι καλύτερο έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια» και άλλα τέτοια δόκιμα και αδόκιμα. Το είχα δει σε stories, το είχα δει και σε posts στο Facebook, βιβλιοφαγικές σελίδες και τα τοιαύτα. Για ποιον λόγο ενθουσιάστηκε τόσο ο κόσμος; Σε κάθε περίπτωση, είναι καλό αυτό το ήδη μικρό και περιορισμένο κοινό στο οποίο απευθύνονται τα βιβλία να πωρώνεται με κάτι. Αλλά γιατί; Γιατί με αυτό και όχι με κάποιο άλλο αξιόλογο έργο; Κυκλοφορούν τόσα πολλά.

Αυτά σκεφτόμουν και η επιθυμία μου να συνομιλήσω με τον συγγραφέα μεγάλωνε.

Ο συγγραφέας, λοιπόν, τοποθετεί την ιστορία του στην Κρήτη του 1951 και μάς μιλάει για τον θάνατο με έναν τρόπο αναζωογονητικά απελευθερωμένο, μετα-ποιητικό και, ναι, χιουμοριστικό. Μες στις σελίδες του πολυσυζητημένου του μυθιστορήματος, ένας δεκαπεντάχρονος, ο Φανούρης, συναντιέται με νεκρούς, συνομιλεί μαζί τους και του ανοίγεται ένας εντελώς καινούργιος κόσμος. Η γραφή του Αλμπάτη διέπεται από λυρισμό, καθαρότητα, αλλά και καταγγελτικότητα.

Μας έχει παραδώσει ένα ηθογραφικό μυθιστόρημα (που είναι τάση ξανά, θα λέγαμε, αν η λογοτεχνία μπορούσε να συζητηθεί με όρους μόδας) που διαβάζεται και δεν λησμονείται. Τον ρώτησα, λοιπόν, σχετικά με την συγγραφή του εν λόγω έργου, την μουσική που θα ταίραζε στην ανάγνωσή του, τα επόμενά του σχέδια, μεταξύ άλλων.

Α, και φυσικά, για το πένθος των stricto sensu θανάτων. Αν είναι βαρύτερο, κατά την άποψή του, από το πένθος για τους «εν ζωή θανάτους». Ποιοι είναι οι εν ζωή θάνατοι;

Διαβάστε την συνέντευξη του Μιχάλη Αλμπάτη στο Olafaq.gr και θα καταλάβετε.

• • •

– Πώς ξεκίνησε και πώς ολοκληρώθηκε το γράψιμο του μυθιστορήματος «Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους»;

Η ιδέα με «βρήκε» αιφνίδια στην κηδεία ενός συγγενή μου. Τι θα γινόταν αν οι ψυχές των νεκρών ήταν ακόμα εκεί, δεμένες με το σώμα όπου τόσα χρόνια κατοικούσαν; Φαντάστηκα ένα νεαρό αγόρι που θα ήταν ικανό τις σκέψεις των παγιδευμένων αυτών ψυχών να αφουγκράζεται και να τους «δανείζει» τη φωνή του για να μιλήσουν, ενώνοντας έτσι δυο κόσμους που η αρχέγονη τάξη του κόσμου τούς ήθελε χωριστά. Ήξερα πως θα είναι μια ιστορία ενηλικίωσης και περιπλάνησης, με πολλές εγκιβωτισμένες ιστορίες, τις διηγήσεις/αποκαλύψεις των νεκρών, σαν διηγήματα μέσα στο μυθιστόρημα.

– Αναμένατε ποτέ την επιτυχία και την διείσδυσή του; Άλλαξε κάτι στην σκέψη ή τον σχεδιασμό σας για κάποιο πιθανά επόμενο έργο σας, με βάση την απήχηση του συγκεκριμένου βιβλίου;

Ήμουν σίγουρος ότι έγραφα κάτι «δυνατό» και περίμενα ότι ο πρώτος κιόλας απ’ τους εκδότες που θα το έστελνα θα ανταποκρίνονταν με ενθουσιασμό. Όμως καθώς οι απορρίψεις συσσωρεύονταν άρχισα, το ομολογώ, να αμφιβάλω για την αξία του! Χρειάστηκε να περάσουν έξι ολόκληρα χρόνια απ’ την ολοκλήρωσή του, να το απορρίψουν πάνω από είκοσι εκδότες, για να βρει τελικά τον δρόμο του για το αναγνωστικό κοινό, και αισθάνομαι σίγουρα κάποια δικαίωση για την έστω καθυστερημένη «επιτυχία» του. Όσο για το επόμενο, είναι έτοιμο και ομολογώ ότι έχω μια μικρή αγωνία για το πώς θα το αποδεχτούν οι αναγνώστες που αγάπησαν τους «Νεκρούς» μου, γιατί πρόκειται για ένα βιβλίο εντελώς διαφορετικής θεματικής και ύφους. Δεν θα άλλαζα ωστόσο κάτι, δεν θα προσπαθούσα να «αντιγράψω» την επιτυχία.

– Τι νιώθετε όταν ακούτε ή διαβάζετε να δηλώνουν άνθρωποι πως «δεν διαβάζουν Έλληνες συγγραφείς»; Εσείς τι διαβάζετε αυτή την εποχή και ποια βιβλία θυμάστε να σας έχουν καθορίσει;

Η αλήθεια είναι ότι όταν εκδίδεται έναν έργο ξένης λογοτεχνίας περιμένεις ότι έχει περάσει πρώτα από κάποια φίλτρα, κι ότι έχει περισσότερες πιθανότητες να είναι άνω του μετρίου. Κάτι που ισχύει σε κάποιον βαθμό, αλλά ταυτόχρονα αδικεί τα πολύ καλά ελληνικά βιβλία που κυκλοφορούν, τα οποία όμως χάνονται στην υπερπληθωρική εντόπια παραγωγή. Εγώ τον τελευταίο καιρό διάβασα αρκετά καλογραμμένα και ενδιαφέροντα βιβλία Ελλήνων συγγραφέων: Τον «Σάλτο» του Ανδρέα Νικολακόπουλου, την «Ανδρωμάχη» του Κώστα Ακρίβου, την εξαιρετική «Λυκοχαβιά» του Κώστα Μπαρμπάτση, τον «Εξομολόγο του θεού» του Νίκου Μάντζιου, το «Σκοτεινό φώς» του Γιώργου Πολυμενάκου. Όσο για βιβλία που με γοήτευσαν βαθιά όταν τα πρωτοδιάβασα, ο «Καπετάν Μιχάλης» του Καζαντζάκη και ο «Τροπικός του Καρκίνου» του Μίλλερ – τόσο διαφορετικά μεταξύ τους! – τα οποία διάβασα πολύ νέος, κι αργότερα, το «Έγκλημα και Τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι και το «Ταξίδι στην άκρη της Νύχτας» του Σελίν.

Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου / Olafaq

– Αν υποθέσουμε ότι ένας αναγνώστης θέλει να διαβάσει το μυθιστόρημά σας μετά μουσικής, ποια μικρή μουσική λίστα θα του προτείνατε; 

Erik Satie,Gymnopédies.

Laura Marling,What He Wrote.

Ψαρογιώργης, Γιασεμάκι.

Leonard Cohen, Who By Fire

Roland Kirk, The Black and Crazy Blues

και φυσικά το Μινόρε της Αυγής, που υπάρχει μέσα στο βιβλίο…

 

– Ποια είναι η σχέση σας με την Κρήτη στο σήμερα; Και ποια η σχέση σας με την Ελλάδα και την ελληνικότητα; Αισθάνεστε «δέσμιος» της ομορφιάς, της γλώσσας, της ιστορίας; Θα σας φανταζόσαστε μόνιμο κάτοικο κάποιας άλλης χώρας; 

Είμαι δέσμιος, αλλά όχι από επιλογή. Ήταν απόρροια των συνθηκών. Μεγάλωσα σε ένα ορεινό χωριό, δεν κατάφερα να σπουδάσω κάτι, δεν μιλάω ξένες γλώσσες, έχω ζήσει πολύ μικρά διαστήματα εκτός νησιού, κι όσο μεγαλώνω τόσο πιο δύσκολο μου φαίνεται να φύγω, πόσο μάλλον να ζήσω στο εξωτερικό Είναι περίεργη η σχέση που αναπτύσσουμε οι Κρητικοί με το νησί, για μας δεν πρόκειται για νησί αλλά για Ήπειρο! Αγαπώ την γλώσσα και την ομορφιά αυτής της χώρας αλλά η «ελληνικότητα», όπως κι αν την ορίσουμε, είναι κάτι που συνεχώς με απογοητεύει και με πληγώνει.

– Έχετε φιλοδοξίες για το μυθιστόρημα; Να μεταφραστεί, να βραβευτεί, ενδεχομένως να μεταφερθεί κινηματογραφικά; Ή δεν σκέφτεστε καθόλου τέτοια πράγματα;

Φυσικά και έχω· θα με ενδιέφερε πολύ η μετάφρασή του. Η ελληνική γλώσσα είναι μια «μικρή» γλώσσα. Ποιος δημιουργός δεν θα ήθελε να ξεφύγει το έργο του από τα στενά πλαίσια της χώρας του και να φτάσει στα χέρια ενός πλατύτερου, «παγκόσμιου» κοινού; Η κινηματογραφική ή τηλεοπτική μεταφορά του είναι επίσης κάτι που με ενδιαφέρει πολύ. Πολλοί απ’ τους αναγνώστες μού γράφουν πως διαβάζοντάς το το «έβλεπαν» να ξετυλίγεται μπροστά τους σαν ταινία, πως η γραφή μου είναι αρκετά κινηματογραφική, και νομίζω ότι στα χέρια ενός ικανού σεναριογράφου και σκηνοθέτη θα μπορούσε να δώσει εξαιρετικά αποτελέσματα. Όσο για τα βραβεία, νομίζω ότι έχουν απαξιωθεί στις συνειδήσεις τόσο των αναγνωστών όσο και των συγγραφέων. Στις περιπτώσεις που ψηφίζουν οι αναγνώστες, τα βιβλία που ξεχωρίζουν είναι συνήθως «αβάσταχτα ελαφρά», «θαμμένα» από τις κριτικούς, οι οποίοι με τη σειρά τους ξεχωρίζουν και βραβεύουν βιβλία που το το κοινό τούς έχει γυρίσει την πλάτη. Αυτό το χάσμα μοιάζει αδύνατον να γεφυρωθεί.

Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου / Olafaq

– Από την δύσκολη εμπειρία σας με την απόρριψη του έργου από αρκετούς εκδοτικούς, τι θα συμβουλεύατε έναν συγγραφέα στα πρώτα του βήματα;

Αν θα μπορούσα να δώσω κάποια συμβουλή θα ήταν να ξεκινήσει με τη μικρή φόρμα, με μικρές ιστορίες, να στέλνει κείμενα σε διαγωνισμούς, να δημιουργεί έναν κύκλο ανθρώπων που προσεγγίζουν σταδιακά τη δουλειά του, να δοκιμαστεί έπειτα στη νουβέλα – μια φόρμα που προσφέρει πολλές δυνατότητες – και τέλος, αρκετά έμπειρος, να δοκιμάσει τη μεγάλη πρόκληση του μυθιστορήματος. Από εκεί κι έπειτα, να επιμένει και να ασκηθεί στην υπομονή, την πιο σημαντική αρετή για κάποιο συγγραφέα.

– Για ποιον, λόγο, τελικά, γράψατε αυτό το έργο; Για να μας πείτε τι πράγμα;

Ένα βιβλίο δεν λέει μόνο ένα πράγμα, λέει πάρα πολλά. Καθένας απ’ τους νεκρούς μου, κατά τον απολογισμό του βίου του, βγάζει τα δικά του συμπεράσματα και δίνει τις δικές του απαντήσεις στον «γρίφο της ύπαρξης». Ο αναγνώστης, όπως και ο ήρωας του βιβλίου, ο Φανούρης, καλείται να περιπλανηθεί στις ιστορίες τους και να ξεδιαλύνει τι θα κρατήσει απ’ τα λεγόμενά τους, απ’ τις αλήθειες τους, και τι θα αφήσει. Άλλωστε κάθε αναγνώστης είναι ένα ξεχωριστό πρίσμα που διαθλά τις λέξεις που από μέσα του περνούν ανάλογα με την ιδιαίτερη σύστασή του.

Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου / Olafaq

– Έχετε βιώσει την εμπειρία της ταφής πολύ δικού σας ανθρώπου; Πώς αντιμετωπίζετε την διαδικασία του πένθους απέναντι στους θανάτους τους πραγματικούς και τους «εν ζωή», δηλ. χωρισμούς, αποτυχίες κλπ;

Ναι, έχω θάψει πρόσφατα έναν πολύ δικό μου άνθρωπο, αλλά ήταν μεγάλης ηλικίας, άρρωστος, καταπονημένος, κι ο θάνατος σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ευσπλαχνικός· στο πένθος που ακολουθεί δεν κυριαρχεί η οδύνη της απώλειας αλλά μια γόνιμη διαδικασία της μνήμης που πασχίζει να ξεδιαλέξει, να διασώσει και να διατηρήσει σαν σε κεχριμπάρι την ουσία του αγαπημένου που έχει χαθεί. Πρέπει να ομολογήσω πως οι ερωτικοί χωρισμοί μ’ έχουν πονέσει πολύ περισσότερο γιατί δεν υπήρχε η προεργασία της ασθένειας, γιατί μοιάζουν κι αυτοί πραγματικά με θάνατο, αφού ο άνθρωπος που μέχρι χθες κράταγες αγκαλιά παύει να υπάρχει, έχει μεταμορφωθεί σε κάτι άλλο, ξένο, δανείζοντας μάλιστα τη μορφή του σε ένα πλάσμα που μπορεί και να αποστρέφει το πρόσωπό του σαν σε συναντά! Η λύση που έχω επιλέξει σε αυτές τις περιπτώσεις είναι να πενθώ τις αγαπημένες που χαθήκαν σαν να είναι πράγματι νεκρές και να προσπαθώ να τις κρατήσω ζωντανές μέσα στο κεχριμπάρι της μνημοσύνης.

– Θα δοκιμαζόσασταν ποτέ στην ποίηση;

Για να γράψει κανείς ποίηση απαιτείται ένας εντελώς διαφορετικός τρόπος σκέψης και έκφρασης από τον αναλυτικό κι αφηγηματικό που χρησιμοποιούμε στην πεζογραφία. Είναι το πιο δύσβατο μονοπάτι, το πιο απαιτητικό και στριφνό· δεν το επιλέγεις, σε επιλέγει, κι εγώ καθόλου δεν νιώθω ικανός στα υψίπεδά του να αναρριχηθώ! Έχω γράψει πεζά που τα διαπερνά κάποια φλέβα λυρισμού, αλλά ποιήματα μονάχα ένα, αυτό που μέσα στο βιβλίο μου ξεχύθηκε από την πένα του πεθαμένου ποιητή Επαμεινώνδα Σαλμονέλα, την περίφημη «Ωδή στην Κωλοτρυπίδα»!

– Πώς φαντάζεστε την δική σας ζωή μετά θάνατον; Σας απασχολεί;

Πάντα έβρισκα φρικτή την ιδέα της αθανασίας της ψυχής και πάντα απορούσα για το πώς τόσοι άνθρωποι τριγύρω μου, οι οποίοι φαίνεται να πλήττουν αφόρητα με τον ίδιο τους τον εαυτό, ονειρεύονται την διατήρηση αυτού του εαυτού εις την αιωνιότητα! Προσωπικά είμαι σίγουρος πως, όπως ακριβώς δεν υπήρχα πριν απ’ τη γέννησή μου, έτσι δεν θα εξακολουθήσω να υπάρχω του θανάτου μου, κι αυτό το βρίσκω αληθινά ανακουφιστικό.