Τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, η ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα στην Ελλάδα ζούσε κρυφά. Η χούντα έχει δημιουργήσει μία κοινωνία αφυκτική. Επιδιώκει την επιβολή ενός ελληνοχριστιανικού πολιτισμού και καταδιώκει βίαια όποιον δεν συμμορφώνεται. Ταυτότητες πέρα από τους παραδοσιακούς ρόλους, ήταν αδιανόητες. Καταπίεση, περιφρόνηση και ανυπαρξία για κάθε ομοφυλόφιλο . Το 1974 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, επιστρέφει στην Ελλάδα, και επαναφέρει το σύνταγμα του 1952, με συντηρητικό προσανατολισμό. Οι ομοφυλόφιλοι γίνονταν θύματα βίαιης συμπεριφοράς, εξευτελισμού, δεν τους αντιμετώπιζαν σαν ισότιμα μέλη της κοινωνίας.
Συλλογικότητες και οργανώσεις με πολιτική δραστηριότητα, οι οποίες είχαν απαγορευτεί την περίοδο της δικτατορίας των, ξαναβρεθήκαν στο προσκήνιο. Ο Ανδρέας Βελισσαρόπουλος, γυρίζει από το Παρίσι και ονειρεύεται ένα ελληνικό κίνημα ομοφυλόφιλων. Αντίστοιχο του γαλλικού κινήματος FHAR (Le Front Homosexuel d’Action Révolutionnaire που ιδρύθηκε το 1971).
Η ιδέα του ιστορικού επαναστατικού ομοφυλοφιλικού κινήματος ξεκινά και η πρώτη του καταγραφή πήρε πρώτη φορά σάρκα και οστά από τον σκηνοθέτη Ιωσήφ Βαρδάκη σχεδόν πενήντα χρόνια μετά, με τη δημιουργία του ντοκιμαντέρ “ΑΚΟΕ/ΑΜΦΙ: Η ιστορία μιας επανάστασης (Να κοιμάμαι στο στήθος του…)”.
Μιας επανάστασης που διεκδικεί το δικαίωμα στην ύπαρξη, το δικαίωμα στην αγάπη και στην ευτυχία.
Μία ταινία, ιστορικής σημασίας που ιχνηλατεί τη γέννηση και τα πρώτα βήματα του ΛΟΑΤΚΙ κινήματος στην Ελλάδα, πριν ακόμα χρησιμοποιηθεί αυτός ο όρος. Όταν η κοινωνία χρησιμοποιούσε εξευτελιστικούς όρους για να περιγράψει τα άτομα της κοινότητας και η λέξη ομοφυλόφιλος περιέκλειε τα πάντα. «Είμαστε οι Έλληνες ομοφυλόφιλοι, οι ανώμαλοι, οι τοιούτοι, οι κίναιδοι. Η ντροπή της κοινωνίας» αναφέρει ο Γρηγόρης Βαλλιανάτος στην αρχή του ντοκιμαντέρ. «Βγαίνουμε από την αφάνεια και ζητάμε να μας δείτε να μας υπολογίσετε, ενδεχομένως να μας αγαπήσετε. Ζητάμε να έχουμε φωνή», «Θέλαμε μία ισάξια, ισότιμη αντιμετώπιση χωρίς διακρίσεις». Το επαναστατικό κίνημα ομοφυλόφιλων είχε ξεκινήσει.
Συνάντησα τον Σήφη Βαρδάκη (όπως του αρέσει να τον αποκαλούν) αφού παρακολούθησα με δέος το ντοκιμαντέρ 70 περίπου λεπτών που αρχειοθετεί την ιστορία του κινήματος. Συζητήσαμε για τα γεγονότα, τις δυσκολίες, την κοινωνονικοπολιτική κατάσταση που υπήρχε και καλλιέργησε την ανάγκη οργάνωσης της κοινότητας. Μου μίλησε για την εμπειρία του στα γραφεία της οργάνωσης αλλά και γενικότερα για τη ζωή του και τη σημασία καταγραφής των ιστορικών αυτών στιγμών του κινήματος.
Όταν το 1977 η κυβέρνηση Καραμανλή προσπαθεί να περάσει νομοσχέδιο «Περί της εξ αφροδισίων νόσων προστασίας και ρυθμίσεις συναφών θεμάτων» ομάδα ομόφυλων και τρανς ατόμων νιώθουν πως είναι πλέον ώρα να εκφραστούν να βάλουν τέλος στην περιθωριοποίηση και τη βία. Η στιγμή της ίδρυσης μίας συλλογικότητας είχε έρθει, και έτσι γεννιέται στην Αθήνα το Απελευθερωτικό Κίνημα Ομοφυλόφιλων Ελλάδος (ΑΚΟΕ).
Έκτοτε τα γραφεια τους στο θρυλικό υπόγειο της οδού Ζαλόγγου, το περιοδικό τους ΑΜΦΙ και η δράση τους θα καθορίσουν την εξέλιξη του κινήματος αλλά και τις ζωές όσων με θάρρος και πυγμή διεκδίκησαν το δικαίωμα στην ύπαρξη και την αγάπη.
Ο ίδιος ο Σήφης κατέβηκε τα σκαλιά της οργάνωσης το 1985, όπως μου εξιστόρησε, όταν ήρθε από την Κρήτη στην Αθήνα. Είχε ενημερωθεί για την ύπαρξή του κινήματος από φίλους ομόφυλους στο Ρέθυμνο που του έφεραν τον περιοδικό ΑΜΦΙ, κάτι που τον συγκλόνισε. «Σοκαρίστηκα! Ενισχυσε τη δύναμη του θράσους που είχα σε νεαρή ηλικία, με βοήθησε να αποκτήσω επιχειρήματα και να στηρίξω το λόγο μου. Το λάτρεψα, πήγαινα στο Ηράκλειο να το βρω.» Μεγαλώνοντας σε μία μικρή κοινωνία όπως στο Ρέθυμνο «εννοείται ότι δεχόμουν μπούλινγκ, πριν ακόμα καν συνειδητοποιήσω τη σεξουαλικότητά μου. Μου έβαλαν ταμπέλα πριν ακόμα την καταλάβω στην πρώτη γυμνασίου ( όπως του Κίμων στο ντοκιμαντέρ). Πριν καταλάβω ποιος είμαι, φρόντισαν να το χλευάσουν.»
«Ωστόσο, είχα θράσος» συνεχίζει. «Το outing έγινε αυθόρμητα καθώς σε ένα παιχνίδι πάνω φιλήθηκα με έναν συμμαθητή μου. Την επόμενη μέρα το ήξερε ο πατέρας μου. Δεν διεκδίκησα λοιπόν μία κατάσταση coming out, έγινε αυτόματα. Όταν άρχισα να συνειδητοποιώ ποιος είμαι και τι θέλω, το διεκδικούσα και ας με έκραζαν, ήταν η ταυτότητά μου και την υποστήριζα.»
«Ονειρεύεσαι ότι σε έχει κάποιος αγκαλιά. Όχι σεξουαλικά, ανθρώπινα, συντροφικά. Είναι κάτι που είναι μέσα σου. Δεν το επιλέγεις, είναι μέρος της ταυτότητάς σου. Έτσι κάπως βγήκε και ο τίτλος, (*Να κοιμάμαι στο στήθος του…).»
Έχοντας ο ίδιος βιώσει την πορεία του κινήματος λοιπόν εκ των έσω και συνειδητοποιώντας ότι δεν υπάρχει επίσημο αρχείο, ανέλαβε το μεγάλο έργο της έρευνας και της τεκμηριωμένης εξιστόρησης ενός κινήματος που άλλαξε τον κόσμο, την κοινωνία αλλά και τον τρόπο που η ίδια η ΛΟΑΤΚΙ ομάδα συνδιαλέγεται με τον εαυτό της. Η έρευνα δεν ήταν έυκολη. Δεν ήταν ξεκάθαρο ούτε ανάμεσα στα μέλη του κινήματος ποια ήταν η σειρά των γεγονότων. Υπήρχαν ασάφειες σχετικά με το πότε μοιράστηκε η διακήρυξη, πότε έγιναν οι συγκεντρώσεις.
«Μα πώς έβγαλες άκρη;» τον ρωτώ. «Ο Μάρκελλος ανέφερε πως τη μέρα που μοιράστηκε η διακήρυξη ήταν πολύ καλοντυμένος και μέχρι και η Καθημερινή είχε κάνει αφιέρωμα στην εμφάνισή τους» απαντά. «Έτσι έψαξα τις εφημερίδες της εποχής, μία προς μία, έπρεπε φύλλο προς φύλλο να ψάξω σε pdf σκαναρισμένα αρχεία. Ήταν περίοδος πανδημίας και έτσι πήγαινα ώρες ατελείωτες στις βιβλιοθήκες και έκανα έρευνα που ήθελε πολύ χρόνο. Συνειδητοποίησα επίσης ότι τότε οι εφημερίδες χρησιμοποιούσαν πολύ σκληρές λέξεις. Το κολάζ που έχει η Καθημερινή είχε παντού τη λέξη ανώμαλοι. Μετά ήταν το τρίτο φύλο και η μάχη γινόταν ουσιαστικά για να χρησιμοποιηθεί η λέξη ομοφυλόφιλοι και όχι το κίναιδοι ή ανώμαλοι.»
Η ταινία αποτελεί την πρώτη καταγραφή. «Την έκανα νιώθοντας μία τεράστια ευθύνη της πρώτης καταγραφής και ήθελα να είναι σωστή σε κάθε λεπτομέρεια». Την καταγραφή μιας ιστορίας που έδωσε ζωή σε πολλούς ανθρώπους της εποχής και βοήθησε τις επόμενες γενιές.
Για πολλά μέλη της κοινότητας άλλωστε τη δεκαετία του ‘70 το κίνημα ήταν ζήτημα επιβίωσης. «Κατέβαιναν τα σκαλιά προς τη ζωή», αναφέρει ο Γρηγόρης Βαλλιανάτος στο ντοκιμαντέρ, αντιπαραβάλλοντάς τα υπόγεια γραφεία που βρίσκονταν σε ένα υπόγειο της οδού Ζαλόγγου στην Αθήνα με το χορό του Ζαλόγγου.
Οι άνθρωποι που κατέβηκαν τα σκαλιά της Ζαλόγγου δεν έιχαν συνειδητοποιήσει ότι έγραφαν ιστορία. Ήταν τόσο ζωτικής σημασίας η δημιουργία του οργανωμένου κινήματος, που μέσα από προσωπικές θυσίες, προσπαθούσαν να το κρατήσουν ζωντανό. «Ήταν κομμάτι της ζωής μας, νιώθαμε ότι πρέπει να υπάρχει!»
«Οι γκει και οι λεσβίες μιλάμε για το δικαίωμα στην ευτυχία, αλλά τα τρανς άτομα αναζητούσαν το δικαίωμα στη ζωή. Είμαστε μία ομάδα και μιλάμε όλοι μαζί αλλά από μία άποψη ταυτίζεται η ζωή με την ευτυχία, δεν αρκεί να ζεις αν δεν μπορείς να είσαι ο εαυτός σου, αν δεν μπορείς να εκφραστείς και να είσαι χαρούμενος. Όμως πραγματικά για τα τρανς άτομα ήταν και είναι θέμα ύπαρξης. Δεν σε αναγνώριζαν, δεν σε αποδέχονταν. Για τους ανθρώπους που δεν μπορούσαν να περάσουν ως ετεροφυλόφιλοι η καθημερινότητα ήταν αβίωτη. Δεν έβρισκαν δουλειά, τους έδερναν. Η μαρτυρία της Μπέττυς Βακαλίδου ήταν σοκαριστική. Βίωσε το χλευασμό, τη βία, όπως και όλοι οι τρανς της εποχής.»
«Όταν έκανα την ταινία δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω πόσο οι θηλυπρεπείς ομοφυλόφιλοι ήταν τόσο κατακριτέοι στην κοινωνία. Διέφεραν από τους “ανδροπρεπείς” στο πως τους αντιμετώπιζαν. Επίτηδες έχω αφήσει αυτή τη λέξη “θηλυπρεπής” στην ταινία. Γιατί στην κοινωνία της εποχής είχε σημασία. Λες και αυτοί οι άνθρωποι μπορούσαν να επιλέξουν ή να καθορίσουν τον τρόπο που κινούνται, το στυλ τους. Δεν είναι κάτι που εύκολα ελέγχεται. Και κανονικά δε θα έπρεπε να ενδιαφέρει κανέναν.
Καταλαβαίνω ότι πριν τη δεκαετία του ‘60 και ‘70 που ξεκίνησε η σεξουαλική απελευθέρωση, σχολιάζονταν γενικώς έντονα οι άνθρωποι που έκαναν σχέσεις από έρωτα και όχι από προξενιό. Δεν ήταν κάτι αυτονόητο. Όπως και δεν ήταν αυτονόητο ότι οι άνθρωποι θα κάνουν σχέσεις και παιδιά χωρίς γάμο. Αλλά το να αναγνωρίζεις στον άλλον το δικαίωμα να είναι ο εαυτός του και να κυνηγάει την ευτυχία του, εννοείται όταν δεν βλάπτει τον άλλον, θα έπρεπε να είναι αυτονόητο, ειδικά στις μέρες μας. Σαν να υπήρχε μεζούρα ανδροπρέπειας. Και από ένα δείκτη και κάτω ήταν κατακριτέο».
Με συγκίνησε πολύ στο ντοκιμαντέρ, ότι η ομάδα ΑΚΟΕ που δημιουργήθηκε από την ανάγκη ανθρώπων να υπάρχουν, να αναγνωρίζονται σαν ισότιμα μέλη της κοινωνίας, έφτιαξαν μία οργάνωση, μία κοινότητα, που δέχονταν τους πάντες. Από ανύπαντρες μητέρες, μέχρι αντιρρησίες συνείδησης. Δεν ήταν μία κλειστή κοινότητα ανθρώπων ομοφυλόφιλων. Δέχονταν οποιονδήποτε μπορεί να ζούσε στο περιθώριο επειδή δεν πληρούσε τα κριτήρια της κανονικότητας που η κοινωνία είχε θεσπίσει.
Ήταν ένας χώρος ελευθερίας, η ουτοπική κοινωνία που θα θέλαμε να υπάρχει. Είχαν όλοι κοινό στόχο την αγάπη, την αλληλεγγύη και την ανθρωπιά.
Έτσι και «η ταινία είναι ένα πρότζεκτ αγάπης. Ήθελα να προβληθεί η ενότητα και η αγάπη. Προφανώς και υπήρχαν διαφορές, αναφέρεται άλλωστε μέσα στην ταινία. Κάθε ομάδα και κοινότητα έχει διαφορές. Όπως όμως υπογραμμίζει και στο ντοκιμαντέρ ο Μάρκελλος Νύχτα όταν ο εχθρός είναι κοινός, όλοι βάζουν κατά μέρος τις διαφορές, ενώνονται για να τον αντιμετωπίσουν.»
Το κίνημα είχε δημιουργήσει και την πρώτη γραμμή επικοινωνίας, όπου οποιοσδήποτε μπορούσε να πάρει ανώνυμα και να ζητήσει βοήθεια, στήριξη, να ακουστεί. Ο Ιωσήφ ξεκίνησε ως εθελοντής το 1985 στη γραμμή αυτή. «Η τηλεφωνική γραμμή καθόρισε πολλούς από εμάς. Συνέβαλε στην ταυτότητά μας. Το συνταρακτικό ήταν και η αλληλογραφία. Στα περιοδικά υπάρχουν οι επιστολές, το αρχείο του ΑΚΟΕ δυστυχώς έχει χαθεί σύμφωνα με τις έρευνες που έκανα. Ήταν ιδέα του Γρηγόρη Βαλιανάτου. Τότε που ξεκίνησε η ιστορία με το AIDS τα γραφέια πέρασαν κρίση, ερήμωσαν. Δεν ξέραμε πως κολλάει έτσι υπήρχε φόβος. Τότε είχε μπει πρωτη φορά και τηλεφωνική γραμμή, γιατί μέχρι τις αρχές του ‘80 δεν υπήρχε τηλέφωνο στο ΑΚΟΕ. Για την αναζωογόνηση είπαν να αξιοποιηθεί το τηλέφωνο που υπήρχε». Από ένα σημείο και μετά οργανώθηκαν και είχαν στοιχεία από ψυχολόγους και δικηγόρους πρόθυμους να βοηθήσουν.
«Υπάρχουν δύο τρόποι να αντιμετωπίζεις την κοινωνία, από τη μία είναι ο εθνικισμός και από την άλλη ο ανθρωπισμός. Είναι το έθνος που έχει μεγαλύτερη αξία ή ο άνθρωπος; Οπότε αυτή είναι και η γραμμή που θα χωρίζει τις πολιτικές από ένα σημείο και μετά. Αν στο επίκεντρο βρίσκεται ο άνθρωπος. Γιατί το έθνος δεν ξέρω ποια πραγματικότητα αντιπροσωπεύει. Και σε ποιο βαθμό αντιπροσωπεύει μία πραγματικότητα που δεν είναι κατασκευασμένη. Ενώ ο άνθρωπος είναι κάτι που δεν αμφισβητείται, είναι υπαρκτό, στοιχείο της φύσης.»
Η ταινία είναι προσεγμένη σε κάθε λεπτομέρεια. Αν και έχει ασχοληθεί κατά κύριο λόγο με το θέατρο η δημιουργία μίας ταινίας ντοκιμαντέρ ήταν κάτι που ήθελε να κάνει πολύ καιρό. Η παραμονή του για χρόνια στη Νέα Υόρκη ίσως του δημιούργησε την ανάγκη καταγραφής. «Μέσα στην αμερικάνικη κοινότητα, υπήρχε η καταγραφή, ο σεβασμός στις κινητοποιήσεις του παρελθόντος, και θεώρησα ότι και στην Ελλάδα πρέπει να υπάρξει κάτι ανάλογο.»
«Συχνά με ρωτούν μετά το ντοκιμαντερ πώς βλέπω τα κινήματα του σήμερα. Δεν έχουν καμία σχέση. Τότε η μάχη ήταν για πολύ σημαντικά πράγματα, απλά για να σε αποδέχονται ως άνθρωπο. Ήταν ζήτημα ζωής. Τώρα με τον Κασσελάκη, τρελαίνομαι που γίνεται όλη αυτή η συζήτηση με ατάκες τύπου “ο καθένας κάνει ότι θέλει στο κρεβάτι του”. Κάτι τέτοια υποδηλώνουν ότι μέσα του υποβόσκει ένας ρατσισμός, σημαίνει ότι μόνο αυτό σκέφτεσαι, με ποιον είναι στο κρεβάτι του. Εν έτει 2023 περιμένεις ότι τέτοια κινήματα δε θα έπρεπε να υπάρχει ανάγκη να δρουν. Δυστυχώς όμως υπάρχει μεγάλη ανάγκη και μακάρι να φτάσει η στιγμή που να μην χρειάζονται. Φταίει η πατριαρχία και η θρησκεία που έχει φτιαχτεί για να υποστηρίζει την πατριαρχία.»
Και κάπως έτσι δικαιολογεί τη “σιωπή” που αναφέρεται στην ταινία. Υπήρχε μία πίκρα για ανθρώπους που δεν εμφανίστηκαν στο ντοκιμαντέρ για να στηρίξουν την ιστορική καταγραφή. «Είναι κοινωνικοπολιτικό το ζήτημα. Η σιωπή έχει να κάνει και με το πόσο δεν έχουν αλλάξει τα πράγματα. Ο Γρηγόρης Βαλλιανάτος μιλάει για ανθρώπους που ήταν μπροστάριδες και μετά αρνήθηκα να συμμετεχουν τώρα. Δεν το φανταζόμουν. Τους δικαιολογώ όμως γιατί ως νέος τολμάς, έχεις άγνοια κινδύνου. Μεγαλώνουμε, και η έκθεση είναι πιο δύσκολη, ειδικά σε όσους ας μένουν σε μικρή κοινότητα και δεν έχει αντοχές ίδιες να ανοίξει ένα τέτοιο μέτωπο στην μικρή αυτή κοινωνία. Γίνεσαι πιο εύθραυστος μεγαλώνοντας και είναι σεβαστό αυτό. Και αυτό μαρτυρά πως είναι η κοινωνία ακόμα και ότι δεν έχουν αλλάξει και πολλά, υπάρχει ακόμα ανάγκη να μιλάμε γι αυτό και υπάρχει διαχωρισμός.»
«Θελω να συνεχίσω έργα σχετικά με την κοινότητα. Αισθάνομαι ότι υπάρχουν πολλά ακόμα να ειπωθούν και αισθάνομαι ότι και εγώ έχω ωριμάσει περισσότερο για ένα τέτοιο εγχείρημα , καταλαβαίνω τον εαυτό μου καλύτερα από ότι παλαιότερα. Εικαστικοί που έκανα παρέα μου έλεγαν “Να είσαι αληθινος στον εαυτό σου” μπορεί να ακουγεται κλισέ αλλά τελικά αυτή η ενσυνειδητότητα είναι πολύ σημαντική. Είναι πολύ σημαντικό να καταλάβεις ποιος είσαι, γιατί αν δεν μπορείς να συνειδητοποιήσεις τι σε εκφράζει και ποιος είσαι πραγματικά δεν μπορείς ούτε να δημουργήσεις ούτε να προσφέρεις στην τέχνη.»
Η κινηματική δύναμη άλλωστε βασίζεται σε αυτό. Αν δεν μπορείς να είσαι ελεύθερα ο εαυτός σου, δεν μπορείς να καταλάβεις ποιος είσαι, δεν μπορείς να ζήσεις ελεύθερα και με ευτυχία. Γι’ αυτό τα σκαλιά ήταν ζωτικής σημασίας. Γιατί εκεί μπορούσες να υπάρχεις πραγματικά.
«Εμείς είμαστε οι Έλληνες ομοφυλόφιλοι, περάσαμε αιώνες καταπίεσης, κρυμμένοι και κυνηγημένοι. Σήμερα βγαίνουμε στην επιφάνεια της κοινωνικής ζωής της χώρας μας» κλείνει το ντοκιμαντέρ.
Το βάρος της ευθύνης ήταν εξαιρετικά μεγάλο για τον Σήφη. Στην αρχή αισθάνθηκε ότι πρόκειται για ένα τεράστιο εγχείρημα που ίσως να μην καταφέρει να υλοποιήσει. Αλλά χρωστάει πολλά στον φίλο του Λευτέρη Χαρίτο που τον στήριξε και του έκανε “προξενιό” με τους παραγωγούς του, Μαρίνα Δανέζη και Τάσο Κορωνάκη. «Ήταν ένα πολύ επιτυχημενο προξενιό. Είχαν τις γνώσεις για αυτό ακριβώς που ήθελα να κάνω ήταν εξαιρετικοί και υποστηρικτικοί, με βοήθησαν να βρούμε αρχεία και πολίτιμο υλικό. Είχα την τύχη ο Κωνσταντινος ο Β να θελει να κανει τη μουσική, όπου μας την έδωσε και το μοντάζ του Κωστή Κοντογιώργη βασίστηκε στη μουσική αυτή. Το μοντάζ είναι τρομερά σημαντικό, δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο ρόλο παίζει και ειμαι τυχερός που το έκανε ο Κωστής.»
Το ντοκιμαντέρ έχει σκίτσα -μία ιδεά που σίγουρα υφάνθηκε από την εμπειρία του στο θεάτρο και την αισθητική που έχει εξελίξει στο χώρο- που παρουσιάζουν τους χώρους που συγκεντρώνονταν εκείνη την εποχή, το θέατρο Λουζιτάνια, τα μπαρ, τα υπόγεια γραφεία. «Όλα βασισμένα στην πραγματικότητα, δημιούργημα του Στιβ Στιβακτή, μελος της ΛΟΑΤΚΙ κοινοτητας και ακτιβιστή που ηξερα τη δουλεια του απο τα comicon ενώ η Αφροδιτη Μπιτζουνη επιμελήθηκε τα animation». Ιδιαίτερη μνεία δίνει και στο δημοσιογράφο «συναγωνιστή της εποχής, Θοδωρή Αντωνόπουλο, αλλά και στον Κώστα Γιαννακόπουλο, κοινωνικό ανθρωπολογο με εξειδίκευση στην ανθρωπολογία του φύλου που ήταν ο επιστημονικός μας συνεργάτης.»
Το ντοκιμαντέρ θα προβάλλεται στο Vodafone TV μέχρι την 1η Ιανουαρίου ενώ θα προβληθεί στα πλαίσια του Gimme Shelter Film Festival στις 13 Νοεμβρίου στο Gagarin 205.
Τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, η ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα στην Ελλάδα ζούσε κρυφά. Η χούντα έχει δημιουργήσει μία κοινωνία αφυκτική. Επιδιώκει την επιβολή ενός ελληνοχριστιανικού πολιτισμού και καταδιώκει βίαια όποιον δεν συμμορφώνεται. Ταυτότητες πέρα από τους παραδοσιακούς ρόλους, ήταν αδιανόητες. Καταπίεση, περιφρόνηση και ανυπαρξία για κάθε ομοφυλόφιλο . Το 1974 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, επιστρέφει στην Ελλάδα, και επαναφέρει το σύνταγμα του 1952, με συντηρητικό προσανατολισμό. Οι ομοφυλόφιλοι γίνονταν θύματα βίαιης συμπεριφοράς, εξευτελισμού, δεν τους αντιμετώπιζαν σαν ισότιμα μέλη της κοινωνίας.
Συλλογικότητες και οργανώσεις με πολιτική δραστηριότητα, οι οποίες είχαν απαγορευτεί την περίοδο της δικτατορίας των, ξαναβρεθήκαν στο προσκήνιο. Ο Ανδρέας Βελισσαρόπουλος, γυρίζει από το Παρίσι και ονειρεύεται ένα ελληνικό κίνημα ομοφυλόφιλων. Αντίστοιχο του γαλλικού κινήματος FHAR (Le Front Homosexuel d’Action Révolutionnaire που ιδρύθηκε το 1971).
Η ιδέα του ιστορικού επαναστατικού ομοφυλοφιλικού κινήματος ξεκινά και η πρώτη του καταγραφή πήρε πρώτη φορά σάρκα και οστά από τον σκηνοθέτη Ιωσήφ Βαρδάκη σχεδόν πενήντα χρόνια μετά, με τη δημιουργία του ντοκιμαντέρ “ΑΚΟΕ/ΑΜΦΙ: Η ιστορία μιας επανάστασης (Να κοιμάμαι στο στήθος του…)”.
Μιας επανάστασης που διεκδικεί το δικαίωμα στην ύπαρξη, το δικαίωμα στην αγάπη και στην ευτυχία.
Μία ταινία, ιστορικής σημασίας που ιχνηλατεί τη γέννηση και τα πρώτα βήματα του ΛΟΑΤΚΙ κινήματος στην Ελλάδα, πριν ακόμα χρησιμοποιηθεί αυτός ο όρος. Όταν η κοινωνία χρησιμοποιούσε εξευτελιστικούς όρους για να περιγράψει τα άτομα της κοινότητας και η λέξη ομοφυλόφιλος περιέκλειε τα πάντα. «Είμαστε οι Έλληνες ομοφυλόφιλοι, οι ανώμαλοι, οι τοιούτοι, οι κίναιδοι. Η ντροπή της κοινωνίας» αναφέρει ο Γρηγόρης Βαλλιανάτος στην αρχή του ντοκιμαντέρ. «Βγαίνουμε από την αφάνεια και ζητάμε να μας δείτε να μας υπολογίσετε, ενδεχομένως να μας αγαπήσετε. Ζητάμε να έχουμε φωνή», «Θέλαμε μία ισάξια, ισότιμη αντιμετώπιση χωρίς διακρίσεις». Το επαναστατικό κίνημα ομοφυλόφιλων είχε ξεκινήσει.
Συνάντησα τον Σήφη Βαρδάκη (όπως του αρέσει να τον αποκαλούν) αφού παρακολούθησα με δέος το ντοκιμαντέρ 70 περίπου λεπτών που αρχειοθετεί την ιστορία του κινήματος. Συζητήσαμε για τα γεγονότα, τις δυσκολίες, την κοινωνονικοπολιτική κατάσταση που υπήρχε και καλλιέργησε την ανάγκη οργάνωσης της κοινότητας. Μου μίλησε για την εμπειρία του στα γραφεία της οργάνωσης αλλά και γενικότερα για τη ζωή του και τη σημασία καταγραφής των ιστορικών αυτών στιγμών του κινήματος.
Όταν το 1977 η κυβέρνηση Καραμανλή προσπαθεί να περάσει νομοσχέδιο «Περί της εξ αφροδισίων νόσων προστασίας και ρυθμίσεις συναφών θεμάτων» ομάδα ομόφυλων και τρανς ατόμων νιώθουν πως είναι πλέον ώρα να εκφραστούν να βάλουν τέλος στην περιθωριοποίηση και τη βία. Η στιγμή της ίδρυσης μίας συλλογικότητας είχε έρθει, και έτσι γεννιέται στην Αθήνα το Απελευθερωτικό Κίνημα Ομοφυλόφιλων Ελλάδος (ΑΚΟΕ).
Έκτοτε τα γραφεια τους στο θρυλικό υπόγειο της οδού Ζαλόγγου, το περιοδικό τους ΑΜΦΙ και η δράση τους θα καθορίσουν την εξέλιξη του κινήματος αλλά και τις ζωές όσων με θάρρος και πυγμή διεκδίκησαν το δικαίωμα στην ύπαρξη και την αγάπη.
Ο ίδιος ο Σήφης κατέβηκε τα σκαλιά της οργάνωσης το 1985, όπως μου εξιστόρησε, όταν ήρθε από την Κρήτη στην Αθήνα. Είχε ενημερωθεί για την ύπαρξή του κινήματος από φίλους ομόφυλους στο Ρέθυμνο που του έφεραν τον περιοδικό ΑΜΦΙ, κάτι που τον συγκλόνισε. «Σοκαρίστηκα! Ενισχυσε τη δύναμη του θράσους που είχα σε νεαρή ηλικία, με βοήθησε να αποκτήσω επιχειρήματα και να στηρίξω το λόγο μου. Το λάτρεψα, πήγαινα στο Ηράκλειο να το βρω.» Μεγαλώνοντας σε μία μικρή κοινωνία όπως στο Ρέθυμνο «εννοείται ότι δεχόμουν μπούλινγκ, πριν ακόμα καν συνειδητοποιήσω τη σεξουαλικότητά μου. Μου έβαλαν ταμπέλα πριν ακόμα την καταλάβω στην πρώτη γυμνασίου ( όπως του Κίμων στο ντοκιμαντέρ). Πριν καταλάβω ποιος είμαι, φρόντισαν να το χλευάσουν.»
«Ωστόσο, είχα θράσος» συνεχίζει. «Το outing έγινε αυθόρμητα καθώς σε ένα παιχνίδι πάνω φιλήθηκα με έναν συμμαθητή μου. Την επόμενη μέρα το ήξερε ο πατέρας μου. Δεν διεκδίκησα λοιπόν μία κατάσταση coming out, έγινε αυτόματα. Όταν άρχισα να συνειδητοποιώ ποιος είμαι και τι θέλω, το διεκδικούσα και ας με έκραζαν, ήταν η ταυτότητά μου και την υποστήριζα.»
«Ονειρεύεσαι ότι σε έχει κάποιος αγκαλιά. Όχι σεξουαλικά, ανθρώπινα, συντροφικά. Είναι κάτι που είναι μέσα σου. Δεν το επιλέγεις, είναι μέρος της ταυτότητάς σου. Έτσι κάπως βγήκε και ο τίτλος, (*Να κοιμάμαι στο στήθος του…).»
Έχοντας ο ίδιος βιώσει την πορεία του κινήματος λοιπόν εκ των έσω και συνειδητοποιώντας ότι δεν υπάρχει επίσημο αρχείο, ανέλαβε το μεγάλο έργο της έρευνας και της τεκμηριωμένης εξιστόρησης ενός κινήματος που άλλαξε τον κόσμο, την κοινωνία αλλά και τον τρόπο που η ίδια η ΛΟΑΤΚΙ ομάδα συνδιαλέγεται με τον εαυτό της. Η έρευνα δεν ήταν έυκολη. Δεν ήταν ξεκάθαρο ούτε ανάμεσα στα μέλη του κινήματος ποια ήταν η σειρά των γεγονότων. Υπήρχαν ασάφειες σχετικά με το πότε μοιράστηκε η διακήρυξη, πότε έγιναν οι συγκεντρώσεις.
«Μα πώς έβγαλες άκρη;» τον ρωτώ. «Ο Μάρκελλος ανέφερε πως τη μέρα που μοιράστηκε η διακήρυξη ήταν πολύ καλοντυμένος και μέχρι και η Καθημερινή είχε κάνει αφιέρωμα στην εμφάνισή τους» απαντά. «Έτσι έψαξα τις εφημερίδες της εποχής, μία προς μία, έπρεπε φύλλο προς φύλλο να ψάξω σε pdf σκαναρισμένα αρχεία. Ήταν περίοδος πανδημίας και έτσι πήγαινα ώρες ατελείωτες στις βιβλιοθήκες και έκανα έρευνα που ήθελε πολύ χρόνο. Συνειδητοποίησα επίσης ότι τότε οι εφημερίδες χρησιμοποιούσαν πολύ σκληρές λέξεις. Το κολάζ που έχει η Καθημερινή είχε παντού τη λέξη ανώμαλοι. Μετά ήταν το τρίτο φύλο και η μάχη γινόταν ουσιαστικά για να χρησιμοποιηθεί η λέξη ομοφυλόφιλοι και όχι το κίναιδοι ή ανώμαλοι.»
Η ταινία αποτελεί την πρώτη καταγραφή. «Την έκανα νιώθοντας μία τεράστια ευθύνη της πρώτης καταγραφής και ήθελα να είναι σωστή σε κάθε λεπτομέρεια». Την καταγραφή μιας ιστορίας που έδωσε ζωή σε πολλούς ανθρώπους της εποχής και βοήθησε τις επόμενες γενιές.
Για πολλά μέλη της κοινότητας άλλωστε τη δεκαετία του ‘70 το κίνημα ήταν ζήτημα επιβίωσης. «Κατέβαιναν τα σκαλιά προς τη ζωή», αναφέρει ο Γρηγόρης Βαλλιανάτος στο ντοκιμαντέρ, αντιπαραβάλλοντάς τα υπόγεια γραφεία που βρίσκονταν σε ένα υπόγειο της οδού Ζαλόγγου στην Αθήνα με το χορό του Ζαλόγγου.
Οι άνθρωποι που κατέβηκαν τα σκαλιά της Ζαλόγγου δεν έιχαν συνειδητοποιήσει ότι έγραφαν ιστορία. Ήταν τόσο ζωτικής σημασίας η δημιουργία του οργανωμένου κινήματος, που μέσα από προσωπικές θυσίες, προσπαθούσαν να το κρατήσουν ζωντανό. «Ήταν κομμάτι της ζωής μας, νιώθαμε ότι πρέπει να υπάρχει!»
«Οι γκει και οι λεσβίες μιλάμε για το δικαίωμα στην ευτυχία, αλλά τα τρανς άτομα αναζητούσαν το δικαίωμα στη ζωή. Είμαστε μία ομάδα και μιλάμε όλοι μαζί αλλά από μία άποψη ταυτίζεται η ζωή με την ευτυχία, δεν αρκεί να ζεις αν δεν μπορείς να είσαι ο εαυτός σου, αν δεν μπορείς να εκφραστείς και να είσαι χαρούμενος. Όμως πραγματικά για τα τρανς άτομα ήταν και είναι θέμα ύπαρξης. Δεν σε αναγνώριζαν, δεν σε αποδέχονταν. Για τους ανθρώπους που δεν μπορούσαν να περάσουν ως ετεροφυλόφιλοι η καθημερινότητα ήταν αβίωτη. Δεν έβρισκαν δουλειά, τους έδερναν. Η μαρτυρία της Μπέττυς Βακαλίδου ήταν σοκαριστική. Βίωσε το χλευασμό, τη βία, όπως και όλοι οι τρανς της εποχής.»
«Όταν έκανα την ταινία δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω πόσο οι θηλυπρεπείς ομοφυλόφιλοι ήταν τόσο κατακριτέοι στην κοινωνία. Διέφεραν από τους “ανδροπρεπείς” στο πως τους αντιμετώπιζαν. Επίτηδες έχω αφήσει αυτή τη λέξη “θηλυπρεπής” στην ταινία. Γιατί στην κοινωνία της εποχής είχε σημασία. Λες και αυτοί οι άνθρωποι μπορούσαν να επιλέξουν ή να καθορίσουν τον τρόπο που κινούνται, το στυλ τους. Δεν είναι κάτι που εύκολα ελέγχεται. Και κανονικά δε θα έπρεπε να ενδιαφέρει κανέναν.
Καταλαβαίνω ότι πριν τη δεκαετία του ‘60 και ‘70 που ξεκίνησε η σεξουαλική απελευθέρωση, σχολιάζονταν γενικώς έντονα οι άνθρωποι που έκαναν σχέσεις από έρωτα και όχι από προξενιό. Δεν ήταν κάτι αυτονόητο. Όπως και δεν ήταν αυτονόητο ότι οι άνθρωποι θα κάνουν σχέσεις και παιδιά χωρίς γάμο. Αλλά το να αναγνωρίζεις στον άλλον το δικαίωμα να είναι ο εαυτός του και να κυνηγάει την ευτυχία του, εννοείται όταν δεν βλάπτει τον άλλον, θα έπρεπε να είναι αυτονόητο, ειδικά στις μέρες μας. Σαν να υπήρχε μεζούρα ανδροπρέπειας. Και από ένα δείκτη και κάτω ήταν κατακριτέο».
Με συγκίνησε πολύ στο ντοκιμαντέρ, ότι η ομάδα ΑΚΟΕ που δημιουργήθηκε από την ανάγκη ανθρώπων να υπάρχουν, να αναγνωρίζονται σαν ισότιμα μέλη της κοινωνίας, έφτιαξαν μία οργάνωση, μία κοινότητα, που δέχονταν τους πάντες. Από ανύπαντρες μητέρες, μέχρι αντιρρησίες συνείδησης. Δεν ήταν μία κλειστή κοινότητα ανθρώπων ομοφυλόφιλων. Δέχονταν οποιονδήποτε μπορεί να ζούσε στο περιθώριο επειδή δεν πληρούσε τα κριτήρια της κανονικότητας που η κοινωνία είχε θεσπίσει.
Ήταν ένας χώρος ελευθερίας, η ουτοπική κοινωνία που θα θέλαμε να υπάρχει. Είχαν όλοι κοινό στόχο την αγάπη, την αλληλεγγύη και την ανθρωπιά.
Έτσι και «η ταινία είναι ένα πρότζεκτ αγάπης. Ήθελα να προβληθεί η ενότητα και η αγάπη. Προφανώς και υπήρχαν διαφορές, αναφέρεται άλλωστε μέσα στην ταινία. Κάθε ομάδα και κοινότητα έχει διαφορές. Όπως όμως υπογραμμίζει και στο ντοκιμαντέρ ο Μάρκελλος Νύχτα όταν ο εχθρός είναι κοινός, όλοι βάζουν κατά μέρος τις διαφορές, ενώνονται για να τον αντιμετωπίσουν.»
Το κίνημα είχε δημιουργήσει και την πρώτη γραμμή επικοινωνίας, όπου οποιοσδήποτε μπορούσε να πάρει ανώνυμα και να ζητήσει βοήθεια, στήριξη, να ακουστεί. Ο Ιωσήφ ξεκίνησε ως εθελοντής το 1985 στη γραμμή αυτή. «Η τηλεφωνική γραμμή καθόρισε πολλούς από εμάς. Συνέβαλε στην ταυτότητά μας. Το συνταρακτικό ήταν και η αλληλογραφία. Στα περιοδικά υπάρχουν οι επιστολές, το αρχείο του ΑΚΟΕ δυστυχώς έχει χαθεί σύμφωνα με τις έρευνες που έκανα. Ήταν ιδέα του Γρηγόρη Βαλιανάτου. Τότε που ξεκίνησε η ιστορία με το AIDS τα γραφέια πέρασαν κρίση, ερήμωσαν. Δεν ξέραμε πως κολλάει έτσι υπήρχε φόβος. Τότε είχε μπει πρωτη φορά και τηλεφωνική γραμμή, γιατί μέχρι τις αρχές του ‘80 δεν υπήρχε τηλέφωνο στο ΑΚΟΕ. Για την αναζωογόνηση είπαν να αξιοποιηθεί το τηλέφωνο που υπήρχε». Από ένα σημείο και μετά οργανώθηκαν και είχαν στοιχεία από ψυχολόγους και δικηγόρους πρόθυμους να βοηθήσουν.
«Υπάρχουν δύο τρόποι να αντιμετωπίζεις την κοινωνία, από τη μία είναι ο εθνικισμός και από την άλλη ο ανθρωπισμός. Είναι το έθνος που έχει μεγαλύτερη αξία ή ο άνθρωπος; Οπότε αυτή είναι και η γραμμή που θα χωρίζει τις πολιτικές από ένα σημείο και μετά. Αν στο επίκεντρο βρίσκεται ο άνθρωπος. Γιατί το έθνος δεν ξέρω ποια πραγματικότητα αντιπροσωπεύει. Και σε ποιο βαθμό αντιπροσωπεύει μία πραγματικότητα που δεν είναι κατασκευασμένη. Ενώ ο άνθρωπος είναι κάτι που δεν αμφισβητείται, είναι υπαρκτό, στοιχείο της φύσης.»
Η ταινία είναι προσεγμένη σε κάθε λεπτομέρεια. Αν και έχει ασχοληθεί κατά κύριο λόγο με το θέατρο η δημιουργία μίας ταινίας ντοκιμαντέρ ήταν κάτι που ήθελε να κάνει πολύ καιρό. Η παραμονή του για χρόνια στη Νέα Υόρκη ίσως του δημιούργησε την ανάγκη καταγραφής. «Μέσα στην αμερικάνικη κοινότητα, υπήρχε η καταγραφή, ο σεβασμός στις κινητοποιήσεις του παρελθόντος, και θεώρησα ότι και στην Ελλάδα πρέπει να υπάρξει κάτι ανάλογο.»
«Συχνά με ρωτούν μετά το ντοκιμαντερ πώς βλέπω τα κινήματα του σήμερα. Δεν έχουν καμία σχέση. Τότε η μάχη ήταν για πολύ σημαντικά πράγματα, απλά για να σε αποδέχονται ως άνθρωπο. Ήταν ζήτημα ζωής. Τώρα με τον Κασσελάκη, τρελαίνομαι που γίνεται όλη αυτή η συζήτηση με ατάκες τύπου “ο καθένας κάνει ότι θέλει στο κρεβάτι του”. Κάτι τέτοια υποδηλώνουν ότι μέσα του υποβόσκει ένας ρατσισμός, σημαίνει ότι μόνο αυτό σκέφτεσαι, με ποιον είναι στο κρεβάτι του. Εν έτει 2023 περιμένεις ότι τέτοια κινήματα δε θα έπρεπε να υπάρχει ανάγκη να δρουν. Δυστυχώς όμως υπάρχει μεγάλη ανάγκη και μακάρι να φτάσει η στιγμή που να μην χρειάζονται. Φταίει η πατριαρχία και η θρησκεία που έχει φτιαχτεί για να υποστηρίζει την πατριαρχία.»
Και κάπως έτσι δικαιολογεί τη “σιωπή” που αναφέρεται στην ταινία. Υπήρχε μία πίκρα για ανθρώπους που δεν εμφανίστηκαν στο ντοκιμαντέρ για να στηρίξουν την ιστορική καταγραφή. «Είναι κοινωνικοπολιτικό το ζήτημα. Η σιωπή έχει να κάνει και με το πόσο δεν έχουν αλλάξει τα πράγματα. Ο Γρηγόρης Βαλλιανάτος μιλάει για ανθρώπους που ήταν μπροστάριδες και μετά αρνήθηκα να συμμετεχουν τώρα. Δεν το φανταζόμουν. Τους δικαιολογώ όμως γιατί ως νέος τολμάς, έχεις άγνοια κινδύνου. Μεγαλώνουμε, και η έκθεση είναι πιο δύσκολη, ειδικά σε όσους ας μένουν σε μικρή κοινότητα και δεν έχει αντοχές ίδιες να ανοίξει ένα τέτοιο μέτωπο στην μικρή αυτή κοινωνία. Γίνεσαι πιο εύθραυστος μεγαλώνοντας και είναι σεβαστό αυτό. Και αυτό μαρτυρά πως είναι η κοινωνία ακόμα και ότι δεν έχουν αλλάξει και πολλά, υπάρχει ακόμα ανάγκη να μιλάμε γι αυτό και υπάρχει διαχωρισμός.»
«Θελω να συνεχίσω έργα σχετικά με την κοινότητα. Αισθάνομαι ότι υπάρχουν πολλά ακόμα να ειπωθούν και αισθάνομαι ότι και εγώ έχω ωριμάσει περισσότερο για ένα τέτοιο εγχείρημα , καταλαβαίνω τον εαυτό μου καλύτερα από ότι παλαιότερα. Εικαστικοί που έκανα παρέα μου έλεγαν “Να είσαι αληθινος στον εαυτό σου” μπορεί να ακουγεται κλισέ αλλά τελικά αυτή η ενσυνειδητότητα είναι πολύ σημαντική. Είναι πολύ σημαντικό να καταλάβεις ποιος είσαι, γιατί αν δεν μπορείς να συνειδητοποιήσεις τι σε εκφράζει και ποιος είσαι πραγματικά δεν μπορείς ούτε να δημουργήσεις ούτε να προσφέρεις στην τέχνη.»
Η κινηματική δύναμη άλλωστε βασίζεται σε αυτό. Αν δεν μπορείς να είσαι ελεύθερα ο εαυτός σου, δεν μπορείς να καταλάβεις ποιος είσαι, δεν μπορείς να ζήσεις ελεύθερα και με ευτυχία. Γι’ αυτό τα σκαλιά ήταν ζωτικής σημασίας. Γιατί εκεί μπορούσες να υπάρχεις πραγματικά.
«Εμείς είμαστε οι Έλληνες ομοφυλόφιλοι, περάσαμε αιώνες καταπίεσης, κρυμμένοι και κυνηγημένοι. Σήμερα βγαίνουμε στην επιφάνεια της κοινωνικής ζωής της χώρας μας» κλείνει το ντοκιμαντέρ.
Το βάρος της ευθύνης ήταν εξαιρετικά μεγάλο για τον Σήφη. Στην αρχή αισθάνθηκε ότι πρόκειται για ένα τεράστιο εγχείρημα που ίσως να μην καταφέρει να υλοποιήσει. Αλλά χρωστάει πολλά στον φίλο του Λευτέρη Χαρίτο που τον στήριξε και του έκανε “προξενιό” με τους παραγωγούς του, Μαρίνα Δανέζη και Τάσο Κορωνάκη. «Ήταν ένα πολύ επιτυχημενο προξενιό. Είχαν τις γνώσεις για αυτό ακριβώς που ήθελα να κάνω ήταν εξαιρετικοί και υποστηρικτικοί, με βοήθησαν να βρούμε αρχεία και πολίτιμο υλικό. Είχα την τύχη ο Κωνσταντινος ο Β να θελει να κανει τη μουσική, όπου μας την έδωσε και το μοντάζ του Κωστή Κοντογιώργη βασίστηκε στη μουσική αυτή. Το μοντάζ είναι τρομερά σημαντικό, δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο ρόλο παίζει και ειμαι τυχερός που το έκανε ο Κωστής.»
Το ντοκιμαντέρ έχει σκίτσα -μία ιδεά που σίγουρα υφάνθηκε από την εμπειρία του στο θεάτρο και την αισθητική που έχει εξελίξει στο χώρο- που παρουσιάζουν τους χώρους που συγκεντρώνονταν εκείνη την εποχή, το θέατρο Λουζιτάνια, τα μπαρ, τα υπόγεια γραφεία. «Όλα βασισμένα στην πραγματικότητα, δημιούργημα του Στιβ Στιβακτή, μελος της ΛΟΑΤΚΙ κοινοτητας και ακτιβιστή που ηξερα τη δουλεια του απο τα comicon ενώ η Αφροδιτη Μπιτζουνη επιμελήθηκε τα animation». Ιδιαίτερη μνεία δίνει και στο δημοσιογράφο «συναγωνιστή της εποχής, Θοδωρή Αντωνόπουλο, αλλά και στον Κώστα Γιαννακόπουλο, κοινωνικό ανθρωπολογο με εξειδίκευση στην ανθρωπολογία του φύλου που ήταν ο επιστημονικός μας συνεργάτης.»
Το ντοκιμαντέρ θα προβάλλεται στο Vodafone TV μέχρι την 1η Ιανουαρίου ενώ θα προβληθεί στα πλαίσια του Gimme Shelter Film Festival στις 13 Νοεμβρίου στο Gagarin 205.