Πριν πατήσω το «Play» στην ηχογράφηση, ήξερα ότι ο Δημήτρης Καπουράνης θα μου γίνει πολύ συμπαθής. Ανακαλύψαμε πολύ γρήγορα ότι έχουμε πολλά κοινά. Καταγόμαστε από την ίδια χώρα και την ίδια πόλη, στην Αθήνα μένουμε στην ίδια γειτονιά, είμαστε παιδιά μεταναστών κι ακόμα και τα πρώτα χρόνια της ζωής μας είναι σχεδόν καρμπόν – για κάποιο διάστημα μας μεγάλωσαν οι παππούδες μας, μια εμπειρία γνώριμη για τόσα παιδιά μεταναστών. Στο πρώτο 5λεπτο μου είχε ήδη πει το (δικό του) νόημα της ζωής: η δημιουργία, με κάθε τρόπο και υπό κάθε συνθήκη.

Ο Δημήτρης Καπουράνης μεγάλωσε στα Χανιά, παράτησε το Πολυτεχνείο μια ανάσα πριν το πτυχίο, ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Εθνικό εν μέσω του πρώτου lockdown κι από το 2020 δεν έχει σταματήσει να δουλεύει. Είναι πραγματικά από τα πιο πολυάσχολα άτομα που έχω γνωρίσει. Τον βλέπουμε για 3η σεζόν στη σειρά «Τα Καλύτερά μας χρόνια». Στο θέατρο αυτή τη σεζόν έπαιξε σε 3 παραστάσεις: «Μια άλλη Θήβα», «Βέρθερος» κι «Ανατολή». Παράλληλα, έχει το δικό του συγκρότημα, τους Cosmonuts και γράφει σενάρια για ταινίες.

Σε μια πολύ προσωπική συνέντευξη, μιλήσαμε για την κρίση ταυτότητας, το πένθος και την ευκολία της τηλεόρασης.

– Πώς μπήκε η υποκριτική στη ζωή σου;

Στην Ε’ Δημοτικού έκανα την πρώτη μου σχολική παράσταση και προφανώς τότε δεν αναγνώριζα εκείνη τη σκέψη που μου γεννήθηκε. Τώρα το καταλαβαίνω. Ήταν η πρώτη φορά που ως παιδί ονειρεύτηκα ότι αυτό θα ήθελα να κάνω. Δεν έβλεπα παραστάσεις, τι παραστάσεις να δω στα Χανιά. Απλά ένιωσα οικεία στη σκηνή. Εκ των υστέρων, σκέφτομαι ότι δε συμβαίνει πάντα στη ζωή να ξέρουμε από τόσο νωρίς που ανήκουμε. Συνέχισα να κάνω σχολικές παραστάσεις μέχρι το Λύκειο. Αλλά ενώ αυτό ονειρευόμουν, λόγω των κοινωνικών συνθηκών, της οικογένειας, των Χανίων, ένιωθα ότι δεν υπήρχε προοπτική. Οριακά ένιωθα ενοχές που ονειρευόμουν κάτι τέτοιο. Είναι αυτό το ενοχικό σύνδρομο που έχουμε πολλά παιδιά μεταναστών.

– Ένιωσες ποτέ κρίση ταυτότητας;

Ναι, αυτό είναι άλλο ένα θέμα των παιδιών μεταναστων. Ποτέ δεν ένιωσα ότι τα Χανιά είναι η πόλη μου ή ότι το σπίτι μου είναι πραγματικά δικό μου. Δεν μου ήταν τίποτα να φύγω. Πέρασα στο Πολυτεχνείο, στο δεύτερο έτος μπήκα στη θεατρική ομάδα και συνέχισα μέχρι το 5ο έτος. Εκεί είδα ότι ναι μεν το Πολυτεχνείο με βοήθησε να δομίσω τη σκέψη μου, στο να απλουστεύω προβλήματα, παρόλαυτα δε μου επέτρεπε να ονειρεύομαι. Ενώ στη θεατρική ομάδα πετούσα!

Φωτ.: Αλεξάνδρα Ρίμπα / Olafaq

– Άφησες το Πολυτεχνείο για την υποκριτική. Είχες ενδοιασμούς;

Στο 4ο έτος έπαιξα στη σειρά «Η λέξη που δε λες» στον ALPHA, σε σκηνοθεσία Θοδωρή Παπαδουλάκη (Το Νησί). Έκαναν γυρίσματα στα Χανιά. Με είδαν σε μια παράσταση. Κάποια μέρα ο Καταλειφός μου είπε «Γιατί δε πας να δώσεις εξετάσεις σε μια δραματική;». Χρειάστηκε ένα λεπτό για να μου εξηγήσει κάποιος πόσο απλό ήταν. Απλά θα συμπλήρωνα μια αίτηση. Είναι λες και άνοιξε ένας νέος κόσμος ξαφνικά. Έδωσα δύο φορές για να μπω στο Εθνικό. Την πρώτη φορά είχα γύρισμα πρωί, το βράδυ έφυγα με το καράβι. Φτάνω το άλλο πρωί Αθήνα με 39 πυρετό. Δεν το είχα πει στους γονείς μου ότι θα έδινα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι ξεκινάω να λέω τον μονόλογο και με σταματούν στα 5 δευτερόλεπτα. Μου κόπηκαν τα πόδια! Μου ζήτησαν να τους πω τον μονόλογο ενώ χορεύω μπαλέτο. Αυτό δεν πήγε πολύ καλά (γελάει). Την επόμενη χρονιά, είχα 4 μαθήματα για πτυχίο. Είπα θα αποφοιτήσω. Αλλά εκείνο το καλοκαίρι, δούλευα σεζόν και ήμουν σε μια κακή ψυχολογική κατάσταση. Μου γύρισε τελείως το κεφάλι και τα παράτησα όλα σε μια μέρα. Έφτιαξα βαλίτσες κι έφυγα. Η μάνα μου με πέτυχε με τις βαλίτσες στο χέρι και φρίκαρε. Δεν το πήραν καθόλου καλά, αλλά τα βρήκαμε στην πορεία. Ήταν από τα χειρότερα καλοκαίρια, ήμουν στην Αθήνα μόνος. Κάθε βράδυ σκεφτόμουν μήπως έκανα λάθος, μήπως άφησα ένα σίγουρο μέλλον.

– Για 3η συνεχόμενη σεζόν σε βλέπουμε στη σειρά «Τα καλύτερά μας χρόνια». Τι σου έχει αφήσει αυτή η εμπειρία;

Ήταν η πρώτη δουλειά που έκλεισα μετά τη σχολή, το 2020, σε μία περίοδο που δεν υπήρχαν δουλειές και ακροάσεις. Οπότε αυτό ήρθε σαν μία σανίδα σωτηρίας για μένα γιατί όντως σκεφτόμουν τι θα κάνω στην καραντίνα; Πείνα! (γέλια). Είναι μια υπέροχη συνεργασία που τελειώνει φέτος. Στο χώρο μας, κάθε έργο είναι οι συναντήσεις. Σε αυτή τη δουλειά γνώρισα ανθρώπους που θαύμαζα πάρα πολύ και τους απομυθοποίησα, έκανα φιλίες μαζί τους.

– Η σειρά ξεκινάει το 1969 και φτάνει μέχρι τέλη 80s. Αν μπορούσες να ζεις σε μια άλλη εποχή, ποια θα διάλεγες;

Με εξιτάρει πολύ το ’69. Είναι σαν να έγινε μια έκρηξη δημιουργίας και απλά συνέβησαν όλα. Ακόμα μας τροφοδοτεί αυτή η εποχή.

Φωτ.: Αλεξάνδρα Ρίμπα / Olafaq

– Η εποχή αυτή δημιούργησε την ψευδαίσθηση ότι κάτι πράγματι αλλάζει για πάντα. Ότι ο κόσμος δε θα ήταν ποτέ ο ίδιος.

Σίγουρα, αλλά η μεγάλη διαφορά που αντιλαμβάνομαι είναι ότι τότε είχαν δεδομένη μέσα τους την αίσθηση της ελευθερίας και η έννοια της συλλογικότητας. Αυτό πλέον είναι δύσκολο να ξανασυμβεί. Βουλιάζουμε στη μοναξιά. Τότε, αντιθέτως, η έννοια του ανήκειν ήταν κεντρική στο συλλογικό ασυνείδητο. Αυτό τροφοδότησε όλη αυτή τη γενιά. Η ανάγκη μας να ξαναζήσουμε κάτι τέτοιο δε ξέρω τι μπορεί να φέρει αλλά είμαι αισιόδοξος ως προς αυτό.

– Για να πάμε στα θεατρικά, αυτή τη σεζόν συμμετείχες συνολικά σε 3 παραστάσεις.

Ξεκίνησα με την παράσταση «Μια άλλη Θήβα» στο θέατρο του Νέου Κόσμου με τον υπέροχο Θάνο Λέκκα. Δεν έχω λόγια γι’ αυτόν τον άνθρωπο, καλλιτέχνης με τα όλα του και πάνω από όλα άνθρωπος. Παίζουμε την παράσταση από τον Οκτώβρη κι ακόμα ανακαλύπτουμε νέα πράγματα για το κείμενο, τον εαυτό μας, τη σχέση μας με την παιδική ηλικία, τους γονείς μας. Η επόμενη ήταν ο «Βέρθερος», ένα πρότζεκτ που συζητούσαμε με τον Δημήτρη Χαραλαμπόπουλο εδώ και 2 χρόνια. Φτιάξαμε μια ομάδα από πραγματικά ετερόκλιτα άτομα. Καταφέραμε να φτιάξουμε κάτι προσωπικό.Ήταν ένα στοίχημα γιατί το μυθιστόρημα του Γκαίτε διαπραγματεύεται ένα ζήτημα πολύ τρυφερό και ταυτόχρονα σκληρό: την αυτοκτονία. Πώς κάποιος ζει με τον αυτοκτονικό ιδεασμό, κάτι που δεν είναι μια αναλαμπή αλλά ένα κενό που τον ακολουθεί μια ζωή. Θέλει να δώσει και να πάρει αγάπη, αλλά «δεν την χωράει». Η 3η παράσταση είναι η «Ανατολή» σε κείμενο της Έλλης Παπαδημητρίου. Η ιστορία ξεκινά από τον πόλεμο του 1914, μιλά για την Μικρασιατική καταστροφή και γράφτηκε το ‘40-41. Πρόκειται για ένα θέατρο ντοκουμέντο, πριν καν εφευρεθεί. Πήρε συνεντεύξεις από πρόσφυγες της Σμύρνης και το κείμενο στηρίζεται στην απομαγνητοφώνισή τους, με μια πιο ποιητική διάσταση.

– Πέρσι πρωταγωνίστησες στην ταινία «Pendulus», που μιλά για τη μετανάστευση, τις διττές ταυτότητες την κρίση ταυτότητας. Φαντάζομαι ήταν πολύ προσωπικός ρόλος.

Μου ήταν πολύ οικείο. Με τον ήρωα μοιραζόμαστε τις ίδιες σκέψεις και διλήμματα. Μέσα από αυτήν την ταινία, άρχισαν να συνδιαλέγομαι πραγματικά με την κρίση ταυτότητας που ένιωθα και ίσως νιώθω ακόμα. Στις σημείωσεις μου είχα βρει την εξής φράση: «Οι άνθρωποι δεν έχουν ρίζες, αφού έχουν πόδια». Με εκφράζει πολύ, είναι μια σανίδα σωτηρίας. Δε χρειάζεται να νιώθουμε ότι ανήκουμε κάπου πάντα, όπου μας πάει.

Φωτ.: Αλεξάνδρα Ρίμπα / Olafaq

– Σκεφτόμουν να σου πω μια ιστορία πριν βρεθούμε. Ο Βούλγαρος θεωρητικός Tzvetan Todorov άφησε την πατρίδα του και μετανάστευσε στο Παρίσι. Όταν μετά από χρόνια θα γυρνούσε στη Βουλγαρία, φοβόταν ότι δε θα ανήκει πλέον εκεί. Κι όμως σχεδόν με το που έφτασε, «έγινε» και πάλι Βούλγαρος. Κι όταν ήρθε η ώρα να επιστρέψει στο Παρίσι, τον έπιασε πάλι άγχος ότι δεν ανήκει εκεί. Και με το που γύρισε, επέστρεψε στην παριζιάνικη ταυτότητά του. Αυτό που συνειδητοποίησε είναι ότι σε μας τους μετανάστες συνυπάρχουν διαφορετικές ταυτότητες, αλλά δεν τις νιώθουμε πάντα 50/50. Μπορεί τη μία στιγμή να νιώθεις 90% Αλβανός και 10% Έλληνας και σε άλλο περιβάλλον αυτό να αλλάζει.

Είμαστε πολύ προσαρμοστικά όντα. Μεγαλώσαμε διαφορετικά. Πχ: οι φίλοι μου με καταγωγή πάππου προς πάππου από τα Χανιά, γιατί να θέλουν να φύγουν; Όλο το σύστημά τους φωνάζει «Είσαι από δω». Προσπαθούν να επαληθεύσουν τα πάντα γύρω τους μέσα από αυτή τη σκέψη. Τους ζηλεύω, έχει κι αυτό την ομορφιά του. Στην πρώτη σκηνή της ταινίας, ο ήρωας θέλει να γνωρίσει μια κοπέλα και δίνει ψεύτικο όνομα για να μη δείξει ότι είναι Αλβανός.

– Έχεις κάνει ποτέ κάτι τέτοιο;

Όχι γιατί από όταν πήγα στα Χανιά με λέγανε Δημήτρη κι όχι Dhimo που είναι το αλβανικό μου. Ποτέ δεν έχω συστηθεί ως Dhimo.

– Νιώθεις την ανάγκη να ανήκεις;

Δε ξέρω. Στην Αθήνα έχω αλλάξει 5 σπίτια, δεν νιώθω την ανάγκη να ανήκω κάπου.

– Μου άρεσε το γεγονός ότι στην ταινία μιλούσατε και αλβανικά και επιλέξατε Αλβανούς ηθοποιούς για αυτούς τους ρόλους. Στα 90s και στα 00s βλέπαμε σε τέτοιους ρόλους Έλληνες, ίσως δεν υπήρχαν ηθοποιοί.

Σίγουρα υπήρχαν! Θα μου φαινόταν ηλίθιο να πάρουν Έλληνες ηθοποιούς. Οι λέξεις μας είναι ο κόσμος μας.

– Ναι αλλά συμβαίνει ακόμα. Πχ: είδα βγήκε μια κωμωδία τώρα που ο Τσιμιτσέλης θα παίξει τον Γεωργιανό. Μου δημιουργείται μια καχυποψία. Δε γίνεται το 2023 να μη βρήκαν Γεωργιανό ηθοποιό.

Είναι κακό. Κάποιοι καλλιτέχνες -αν είναι καλλιτέχνες- μέχρι εκεί φτάνουν. Ίσως δεν τον ενδιαφέρει να αποδώσει κάτι δικό του περισσότερο από ότι τον ενδιαφέρει να βγάλει λεφτά η ταινία. Και είναι οκ κι αυτό έχει το κοινό του.

Φωτ.: Αλεξάνδρα Ρίμπα / Olafaq

– Έχεις δηλώσει ότι η τηλεόραση δεν απαιτεί πολλά από έναν ηθοποιό. Πού έγκειται η ευκολία της;

Στην τηλεόραση δε θα σου πει κανείς κακή κουβέντα. Μόνο «μπράβο, είσαι τέλειος». Παίρνεις τα «χάδια» και το πιστεύεις βαθιά. Στην τηλεόραση δεν παίρνουν κανέναν επειδή είναι καλός ηθοποιός. Σε παίρνουν γιατί μπορούν να σε πουλήσουν. Το θέατρο κι ο κινηματογράφος είναι έκθεση, μοίρασμα, άνοιγμα. Η τηλεόραση δεν απαιτεί να γίνεις προσωπικός, δε θα σε μετατοπίσει η εμπειρία. Δε γεύεσαι την ιδέα ενός ανθρώπου για τον κόσμο. Κι αυτό είναι οκ. Δε νομίζω ότι κάποιος θεωρεί ότι κάνει σπουδαία τέχνη στην τηλεόραση. Αν θες να είσαι προσωπικός, κοστίζει και θέλει χρόνο. Οι ρόλοι είναι όσο εύκολοι θες να είναι.

– Έχεις ξεχωρίσει Αλβανούς σκηνοθέτες;

O Ένκε Φεζολλάρι, o Μάριο Μπανούσι, ο Νεριτάν Ζιντζιρία. Το κύριο θέμα τους είναι το πένθος και η απώλεια. Τυχαίνει να μοιραζόμαστε αυτό το πράγμα οι Αλβανοί.

– Είμαστε λίγο μακάβριος λαός…

Ίσως ισχύει το αντίθετο. Εκφράζοντας αυτά, εκφράζεις την ανάγκη σου να ζήσεις. Όταν θαυμάζεις τη ζωή ακόμα και στο τέλος της, στον θάνατο, τότε μπορείς να την θαυμάσεις παντού. Και στην αλβανική ποίηση το βλέπεις – δοξάζουν τη ζωή με απίστευτη λυρικότητα.

– Είναι έμπνευση ο θάνατος.

Και παρόλαυτα τον έχουμε ποινικοποιήσει. Η τέχνη οφείλει να μην τον αγνοεί.

– Πριν μου είπες ότι το νόημα της ζωής είναι η δημιουργία. Σαν παιδιά το θυμόμαστε, μετά μας «παίρνει ο ύπνος», το ξεχνάμε.

Το ξεχνάμε και κάποια στιγμή κάνεις την πρώτη σου φορολογική δήλωση, τη δεύτερη, την τρίτη. «Η δουλειά, να πάρω ένα σπίτι, διακοπές το Πάσχα 5 μέρες, γαμώτο μόνο 4 μέρες μολυ έδωσαν φέτος». Κάποια στιγμή είσαι πολύ καλά με όλο αυτό.

– Παράλληλα έχετε και συγκρότημα.

Λέγεται Cosmonuts και το ξεκινήσαμε στο Λύκειο. Έχουμε βγάλει 2 LP, τώρα θα βγάλουμε 2 singles και το καλοκαίρι θα δουλέψουμε τον μεγάλο μας δίσκο. Σύντομα θα βγάλουμε και βίντεο κλιπ. Όταν τραγουδάω νιώθω ελεύθερος, με έχει μάθει να είμαι πιο ελεύθερος μποστά στο κοινό.

– Γράφεις και σενάρια;

Τα τελευταία 4 χρόνια γράφω. Έχω προσπαθήσει να μελετήσω ακαδημαϊκά ό,τι βιβλίο υπάρχει. Ελπίζω σύντομα να μπορέσω να καταθέσω. Θα ήταν όνειρο. Δε θα ήθελα να το σκηνοθετήσω.

– Ζηλεύεις ποτέ δουλειές συναδέφλων;

Συνέχεια. Θαυμάζω πολύ, έχουμε πολύ καλούς ηθοποιούς. Όταν μπορείς να θαυμάζεις μπορείς και να αφομοιώνεις πράγματα.

– Ο νεποτισμός στον χώρο σας είναι έντονος. Θεωρείς ότι στο τέλος το ταλέντο θα κερδίσει;

Υπάρχει νεποτισμός και δε ξέρω πώς βρέθηκα εδώ, στην οικογένειά μου δεν είχαμε ηθοποιούς. Δε ξέρω τι είναι ταλέντο. Ταλέντο για μένα είναι η σκληρή δουλειά και η εμβάθυνση.

– Ποια είναι τα μελλοντικά σου σχέδια;

Με το συγκρότημα θα κυκλοφορήσουμε τον πρώτο μας μεγάλο δίσκο και θα συνοδεύεται με ένα photo book. Το κόνσεπτ είναι μια παραλλαγή του Μικρού Πρίγκιπα. Η «Θήβα» κατά πάσα πιθανότητα θα πάει και του χρόνου. Είμα σε συζητήσεις για τηλεοπτικά πρότζεκτ. Επίσης με κάποιους φίλους έχουμε γράψει ένα mockumentary. Μιλάμε με κάποια γραφεία παραγωγής, μακάρι να γίνει. Έχει πολύ καμένο χιούμορ. Θα ήθελα στο μέλλον να κάνω κινηματογράφο και πολλά ταξίδια. Ελπίζω να δώσω περισσότερο χρόνο στον εαυτό μου τη νέα χρονιά αλλά ξέρω ότι δε θα το κάνω.