Ο Νίκος Ξανθόπουλος ξέρει πως αν το παρελθόν ήταν κοχύλι και το ‘φερνε στ’ αυτί, θα αφουγκραζόταν τον ήχο μιας γειτονιάς –με τις ανισότητες, τις διακρίσεις και τα παράπονα της. Πιστεύει πως αν οι άνθρωποι γνωρίζονταν μεταξύ τους -και δεν περιχαρακωνόταν ο καθένας στα δικά του- η κοινωνία θα ήταν καλύτερη και το παιχνίδι της ζωής όχι τόσο άδικο και με τράπουλα σημαδεμένη. Είναι προσφυγόπουλο και τους «καημούς της Ανατολής» τους κληρονόμησε από τον αδελφό της μάνας του που ήταν ψάλτης Βυζαντινός και τα πρωινά της Κυριακής, σταυροπόδι στα στρωσίδια, «ξεκούκιζε» το κομπολόι του και τραγουδούσε τα τροπάρια της εκκλησίας με τη φωνή του κάπου ανάμεσα ψαλμωδίας και αμανέ –λες και μέσα σ’ αυτή την τραγουδιστή προσευχή, Θεός και Αλλάχ έκλειναν το μάτι ο ένας στον άλλο.

Όλα ξεκίνησαν από κάποιες σχολικές παραστάσεις και την έλξη ενός ονείρου. Όταν τέλειωσε το γυμνάσιο, στα χρόνια του ’50, όλοι περίμεναν πως θα γίνει φιλόλογος. Σπούδασε στη σχολή του Εθνικού θεάτρου. Έχει παίξει από αρχαία τραγωδία μέχρι μπουλβάρ και επιθεώρηση. Γύρισε λιγότερες από εξήντα ταινίες, παρόλο που πολλοί νομίζουν ότι πρόκειται για εκατοντάδες. Ακόμα και στον καιρό της μεγάλης δόξας του απέφυγε τις «αρπαχτές» στην επαρχία.

Κάποτε, ένας που είχε μια μηχανή προβολής και γύρναγε τα χωριά της Ελλάδας προβάλλοντας ταινίες, έλεγε ότι τις δικές μου τις έπαιζε είκοσι φορές την εβδομάδα. Λέω: «Καλά, πώς το καταφέρνεις αυτό; Και σε δυο κοντινά χωριά να δεί­ξεις την ταινία απόγευμα-βράδυ, σε μια βδομάδα βγαίνουν δεκατέσσερις προβολές. Εσύ πώς κάνεις είκοσι;» Λέει: «Πάω και σε τρίτο χωριό, στις δώδεκα τη νύχτα, χτυπάω την καμπάνα και φωνάζω: -Ελάτε, έφερα Ξανθόπουλο! Και σηκώνεται ο κόσμος απ’ τα κρεβάτια του για να ‘ρθει. Τρέχουνε οι γυναίκες με τα νυχτικά.. Πάω σε χωριό με τριακόσιους κατοίκους και κάνω τριακόσια πενήντα εισιτήρια. Περίεργο πράγμα. Από τα μνήματα σηκώνονται κι έρχονται;»

– Προφανώς τον ακολουθούσαν από τo προηγούμενο χωριό για να ξαναδούνε το έργο.
Μου ‘λεγε μάλιστα ότι πολλές φορές αργούσε τόσο πολύ η προβολή που ξημέρωνε ο Θεός τη μέρα κι η οθόνη έπαιζε ακόμα Ξανθόπουλο.

– Στις ταινίες, το γέλιο σας αποτελεί ιστορικό ντοκουμέντο.
Ήμουνα ο εκφραστής του ανθρώπου που έχει χτυπηθεί πολύ στη ζωή του, που έχει τσαλακωθεί, που δεν είχε στη ζωή του περιθώρια πολλά να χαμογελάει… Μπορεί να μη γέλαγα, όμως πολλές απ’ τις ταινίες που γύρισα ήταν κωμωδίες μέχρι τη μέση. Θυμήσου το «Γιακουμή – Μια Ρωμαίική Καρδιά» ή το «Απόκληροι Της Κοινωνίας» και το «Περιφρόνα Με Γλυκιά Μου» που έπαιξε πριν από λίγο καιρό η τηλεόραση. Μέχρι το διάλειμμα είναι κωμωδίες. Αλλά δεν έπαιζα τον «μπριλάντε» κωμικό. Πώς να σου πω; Ήμουνα ο αγαθός, ο αθώος, που ζει «αλλού». Ο Έλληνας ο βασάνης, ο ταλαίπωρος. Που γελάει κανείς με την αθωότητα του, γιατί η ζωή και η κοινωνία δεν είναι όπως τη νομίζει αυτός… Αλλά και στη ζωή δεν το είχα εύκολο το γέλιο. Σπάνια γελούσα. Η όλη φυσιογνωμία μου ήτανε σοβαρή –από παιδί, δεν ήμουνα του γέλιου. Έχω περάσει ταλαιπωρίες πολλές. Δούλευα για το μεροκάματο από εφτά χρονών παιδί… Πριν πάω πρώτη δημοτικού, είχα πάει φυλακή. Πρώτα πήγα φυλακή και μετά πήγα σχολείο.

– Δηλαδή πώς;
Όχι για ποινικούς λόγους, αλλά για πολιτικούς. Τον καιρό των Γερμανών. Ο πατέρας μου είχε βγει στο βουνό και μένα με κλείσανε στη φυλακή.

– Πόσων ετών;
Εννιά. Κατοχή ήτανε, δεν πηγαίναμε σχολείο. Και μας πιάσανε, τη μάνα μου και μένα, και μας βάλανε φυλακή… Μου λες ότι δε γέλαγα στο σινεμά. Αφού οι ταινίες ήταν γεμάτες προβλήματα. Κατραπακιές, η μια πάνω στην άλλη…

– Μόλις τώρα πέρασε μια λάμψη απ’ τα μάτια σας. Θα ορκιζόμουν ότι κάτι αστείο θυμηθήκατε.
Θα σου πω. Κάποτε, οι θεατές έπιαναν τους αιθουσάρχες και λέγανε: «Γιατί δε φιλάει τις γυναίκες ο Ξανθόπουλος;». Έρχονταν λοιπόν αυτοί και λέγανε του Τεγόπουλου: «Ρε Απόστολε, γιατί δε φιλιούνται οι πρωταγωνιστές σου; Ο κόσμος ρωτάει τι γίνεται! Βάλτους να φιληθούνε, να τελειώνουμε, βρε αδερφέ!»… Εκείνο τον καιρό γύριζα μια ταινία που λεγόταν «Φτωχογειτονιά Αγάπη Μου». Έπαιζα έναν παλαιοβιβλιοπώλη στο Μοναστηράκι ο οποίος αγαπούσε μια κοπελίτσα. Μου λέει, λοιπόν, ο Τεγόπουλος σε μια σκηνή: «Μόλις μπει στο μαγαζί, θα αφήσεις από τα χέρια σου τα βιβλία, θα πεις τα λόγια σου και στο τέλος θα σκύψεις και θα τη φιλήσεις. Εντάξει;». Στο βιβλιοπωλείο μέσα υπήρχε κι ένα κλουβί μ’ ένα πουλάκι κι εγώ τα παράπονα μου, αντί να τα λέω μονόλογο, τα έλεγα στο καναρίνι τον «Ασημάκη». Πήγαινα δίπλα στο κλουβί και του έλεγα: «Α, ρε Ασημάκη. Είδες τι είναι ο κόσμος;»… Ξεκινάει λοιπόν η σκηνή, λέω τα λόγια μου στην κοπέλα, σκύβω να τη φιλήσω και ο «Ασημάκης» βάζει τις «φωνές»: «Τσίου, τσίου, τσίου», τρομερή φασαρία… Μας χάλασε το πλάνο, πεθάναμε στο γέλιο, δε μπορέσαμε να φιληθούμε.

– Σας πίεζε και η λογοκρισία.
Αν το φιλί τράβαγε λίγο παραπάνω, δεν άφηναν τα παιδιά κάτω των δεκαέξι να μπουν στις αίθουσες. Τότε ο κοσμάκης γέμιζε τους κινηματογράφους. Έβγαινε να διασκεδάσει τα Σαββατοκύριακα η φαμίλια όλη… Αυτή η πίεση μας έκανε μυγιάγγιχτους. Προσπαθούσαμε να είναι οι ταινίες κατάλληλες. Οι κατάλληλες παίζονταν τα Σαββατοκύριακα, για να μπορούν οι φαμίλιες να μπουν στα σινεμά, να δουν «τοιχογραφία» στο πανί τα πάθη, τα βάσανα τους.

– Σας πέρασε ποτέ απ’ το νου να μπείτε στις αποθήκες που φυλάγονται οι ταινίες σας και να καταστρέψετε εκείνες που δε μπορείτε ούτε να τις βλέπετε;
Ο κινηματογράφος δεν είναι μόνο τέχνη, είναι και δουλειά… Πάντως μη νομίζεις, οι ταινίες εκείνες κατηγορηθήκανε παραπάνω απ’ όσο έπρεπε. Όπως τώρα, πιστεύω ότι επαινούνται παραπάνω απ’ όσο πρέπει. Τα πράγματα είναι σχετικά. Μην παραμυθιαζόμαστε.

– Θα μου πείτε μια βασική σας αρχή;
Ότι όλοι οι άνθρωποι, καταρχήν, είμαστε ίδιοι. Πιστεύω πολύ στους ανθρώπους κι ας την έχω πατήσει ορισμένες φορές. Κανέναν δεν ξεχωρίζω. Κι αυτό οφείλεται στις καταβολές και τα βιώματα μου. Όταν ήμουνα μικρός, με ξεχωρίζανε. Έμενα στην άκρη και με πόναγε.

– Γιατί στην άκρη;
Επειδή ήμουν ο γιος του κυρ – Παναγιώτη του τσαγκάρη, του πρόσφυγα από την Κερασούντα… Στη ζωή, δεν ξεκινάνε όλοι από την ίδια αφετηρία.

– Όταν ήρθε ο καιρός της δόξας, ποτέ δεν αισθανθήκατε ότι η επιτυχία είναι η καλύτερη εκδίκηση και πως ήρθε η ώρα να πάρετε το αίμα σας πίσω; Είχατε γίνει ο Ξανθόπουλος με τ’ όνομα. Δεν ήσασταν ο Νίκος που ξέρανε πριν.
Ήρθε μια στιγμή που ένιωσα έτσι. Αλλά δε θέλω να είμαι εκδικητικός, για να μην περάσει απ’ το μυαλό του άλλου ότι η στάση του με πείραξε. Ο εγωισμός μου ο λαϊκός μ’ έκανε να μη θέλω να ξέρουν κάποιοι ότι μου κόστισε η συμπεριφορά τους.

– Τι χρειάζεται να διαθέτει σήμερα ένας ηθοποιός για να τον αποκαλέσει ο λαός «παιδί» του;
Ήμουνα ένας από τους ανθρώπους που κυκλοφορούσανε στις γειτονιές, μετά τον Εμφύλιο. Άνθρωποι που μαζεύτηκαν εδώ από την εσωτερική μετανάστευση, όλος ο κόσμος της επαρχίας είχε μαζευτεί στις γειτονιές της Αθήνας. Άνθρωποι που αγωνίζονταν για το μεροκάματο και είχαν στόχο να προσπαθήσουν στη ζωή τους να βρουν μια θέση κάτω απ’ τον ήλιο… Έμοιαζα εγώ με όλα αυτά τα παιδιά του καθημερινού αγώνα… Έκτοτε, αλλάξανε πολλά. Γεμίσανε διάφορες τσέπες. Σκλήρυνε ο κόσμος… Όσο πιο φτωχός είναι κανείς, τόσο πιο συμπονετικός και αλληλέγγυος. Εγώ, που γυρίζω τραγουδώντας όλη την Ελλάδα και την Υφήλιο -όπου υπάρχει Ελληνισμός- βλέπω ότι ο λαός είναι ακόμα ίδιος. Έχει ευαισθησίες και κρατάει μέσα του πράγματα παλαιά… Έχω συναντήσει στο εξωτερικό ανθρώπους οι οποίοι στα νιάτα τους σκαρφαλώνανε στη μουριά, έξω από τα θερινά σινεμά, για να δουν την ταινία και να πάρουνε κουράγιο βλέποντας τον ήρωα να παλεύει. Και θέλανε να μοιάσουνε σ’ αυτό τον ήρωα, να αγωνιστούν και να πετύχουν όπως αγωνίζεται κι αυτός και δεν το βάζει κάτω. Έχω συναντήσει τέτοιους ανθρώπους -χρόνια μετά- στην Αυστραλία, στην Αμερική, εκατομμυριούχους πια. Με αγκαλιάζουν και λένε: «Ζήτα μου ό,τι θες, ρε παιδί μου! Σε σένα χρωστάω αυτό που έγινα. Εσένα έβλεπα και δεν απελπίστηκα. Από σένα πήρα θάρρος για τη ζωή και τώρα έχω εκατό ανθρώπους στη δούλεψή μου!»… Όπου κι αν βρέθηκα, βρήκα παντού Ελληνάκια. Είμαστε το «αλάτι της γης». Νοστιμίζουμε την Υφήλιο. Μυστήρια ράτσα. Οδυσσέας ο καθένας μας. Όπου βρουν οι Έλληνες στάνταρ κανόνες παιχνιδιού, διαπρέπουν. Σαν το νεράκι, που πάει-πάει-πάει και μόνο του βρίσκει το δρόμο και φτιάχνει λίμνες υπόγειες… Εδώ, όμως, μέσα στην πατρίδα, γινόμαστε όλοι της «κοντής ανάσας», θέλουμε να κονομήσουμε στα γρήγορα και να ξεγελάσουμε ο ένας τον άλλο.

– Οι ξενιτεμένοι κρατάνε περισσότερο από μας τις παραδόσεις;
Ναι, διότι αποκόπηκαν κι έμειναν μακριά. Γι’ αυτό έχουν το βλέμμα τους στραμμένο προς την πατρίδα. Προς την Ελλάδα που θυμούνται.

– Την Ελλάδα που τους έδιωξε;
Η απόσταση αφαιρεί τα «αγκάθια» από τις αναμνήσεις.

– Η απόσταση είναι ένα «φίλτρο» πού μας βοηθάει να βλέπουμε τα πράγματα πιο ξεκάθαρα ή πιο στρεβλωμένα;
Μαζί πάνε αυτά τα δυο… Ποτέ δε μπορεί να είναι σίγουρος κανείς με τις αναμνήσεις.

– Η ιστορία γράφεται με τις αναμνήσεις;
Ναι αλλά ξέρουμε ότι δεν είναι αντικειμενική. Υπάρχουν πολλοί κάλπηδες που γράφουν την ιστορία όπως θέλουν, με αναμνήσεις κατασκευασμένες, ιδιοτελείς και καθοδηγούμενες. Αυτοί που έχουν τη δύναμη παρουσιάζουν τα πράγματα όπως τους συμφέρει… Όταν δεν έχεις ζήσει κάποια γεγονότα, είναι δύσκολο να σου τα περιγράψουνε. Μέσα στη διάρκεια μιας συνέντευξης πώς να χωρέσει μια ζωή ολόκληρη;… Δεν έχω κρατήσει από το πα­ρελθόν παρά λίγες μόνο φωτογραφίες –ούτε δίσκους, ούτε βιντεοκασέτες με τις ταινίες μου. Πιστεύω ότι όλα φεύγουνε, περνούν.

– Κι ούτε μπορεί κανείς να μεταφερθεί σ’ εκείνη την εποχή και να ζήσει την ατμόσφαιρα μέσα από μερικές φωτογραφίες.
Είναι αδύνατον… Κι έτσι οι νεότεροι, σήμερα, δεν ξέρουν πως όταν παιζότανε ταινία μου, ξεκίναγε η ουρά από το «Κοτοπούλη» στην Ομόνοια κι έφτανε μέχρι το «Σταρ» στην Αγίου Κωνσταντίνου. Γινότανε χαμός με τις ταινίες μου εκείνη την εποχή. Αρχίζανε από τις δέκα το πρωί τις προβολές… Τύπωνε η εταιρεία είκοσι πέντε κόπιες και παιζόταν η ταινία σε σαράντα σινεμά. Τέτοια ζήτηση είχε. Παιζόμασταν στο Ηράκλειο της Κρήτης και κάναμε τριάντα χιλιάδες εισιτήρια την εβδομάδα, τη στιγμή που δεν είχε ούτε εξήντα χιλιάδες κατοίκους ολόκληρος ο νομός. Την «Ξεριζωμένη Γενιά» την έπαιζε ένας κινηματογράφος στη Θεσσαλονίκη επί έντεκα βδομάδες… Αλλά αν τα πεις αυτά, θα σου πουν πως είσαι εγωιστής και βλαξ. Οπότε, δε μιλάς. Σωπαίνεις. Κι έτσι ο κόσμος δε μπορεί ποτέ να πληροφορηθεί σωστά για την καριέρα ενός ηθοποιού, την ευαισθησία του, το ύψος, το μέγεθος και την απήχηση που είχε -αν είχε- στη συνείδηση του κόσμου. Τελικά διαιωνίζεται μια εικόνα που την έχουν δημιουργήσει κάποιοι -που από κείνη την εποχή ακόμη- μπορεί να ‘χανε και αντίθετα συμφέ­ροντα μαζί μου.

– Τι είδους συμφέροντα;
Συντεχνιακά. Επαγγελματικά… Είτε γιατί έκαναν δημόσιες σχέσεις σε μια άλλη κινηματογραφική εταιρεία είτε γιατί είχαν άλλες απόψεις κι άλλες πεποιθή­σεις από μένα. Και σε «ζωγραφίζουνε» κατά την ιδεοληψία τους, κατά πώς τους βολεύει ή κατά πώς συμφέρει τους πάτρωνες τους.

– Οι πιο λανθασμένος «πινελιές» σ’ αυτή τη δημοσία εικόνα σας, ποιες είναι;
Για πολλά χρόνια περνούσε η εντύπωση ότι ο Ξανθόπουλος ήταν ένας αμόρφωτος, ένας άσχετος, ο οποίος δούλευε στο δι­πλανό γιαπί και τον βάλανε μέσα στην ταινία να παίξει τον εργά­τη.

– Ποιοι καλλιέργησαν αυτή την εικόνα:
Όσοι δε μπορούσαν να χωνέψουν το πώς ένας αδύναμος σχετικά ηθοποιός, χωρίς υποστήριξη, γυρνάει ταινίες με μια μι­κρή εταιρειούλα και πραγματοποιεί τέτοιου μεγέθους εισπράξεις από τα εισιτήρια. Ακόμα και οι «Δαμασκηνός –  Μιχαηλίδης», που έφερναν ταινίες αμερικάνικες, έπαιζαν ας πούμε στον κινηματογράφο «Έλενα» στο Περιστέρι μια μεγάλη παραγωγή κι έκαναν έξι χιλιάδες εισι­τήρια. Και παιζόμουν εγώ στον ίδιο χώρο και μάζευα δεκαπέντε χι­λιάδες κόσμο… Αυτά δημιουργούσαν μια κόντρα. Και το γεγονός ότι δεν ήμουνα σε μια μεγάλη εταιρεία, συνέτεινε στην πολεμική. Με βλέπανε σαν κόκκινο πανί.

– Όλες τις ταινίες σας τις γυρίσατε με την ίδια εταιρεία;
Όχι. Στην αρχή, για έξι-εφτά χρόνια, γύριζα -με διάφορες εταιρείες- κωμωδίες μαζί με τον Χατζηχρήστο, τον Μανέλλη, τον Βέγγο. Μέχρι και ακατάλληλα –με μαχαιρώματα, καβγάδες και κανένα φιλί των πρωταγωνιστών: «Οι Επικίνδυνοι», «Κατρακύλισμα Στο Βούρκο», «Το Σπίτι Της Ηδονής»… Και κάποτε με φώναξαν από την «Κλακ Φιλμ» να παίξω σε μια ταινία με τίτλο: «Αγάπησα Και Πόνεσα». Αισθηματική, κοινωνική ταινία, με τραγούδια του Απόστολου Καλδάρα. Ήταν -αν όχι η πρώτη- από τις πρώτες που άνοι­ξαν αυτό το δρόμο στο σινεμά. Αισθηματικές ταινίες, διαποτισμένες από τραγούδια που έμπαιναν μέσα στη δράση… Για σχεδόν δέκα χρόνια γύρισα μια ολόκληρη σειρά τέτοιων ταινιών, μ’ αυτή την εταιρεία. Η οποία μέσα σε μικρό διάστημα είχε τόσο μεγάλη άνοδο που δεν το πιστεύανε ότι ξεκίνησε από τόσο χαμηλά και με τόσο λίγα μέσα.

– Ποια ήταν η θέση αυτού του κινηματογράφου μέσα στην κοινωνία;
Τώρα που βλέπω εκείνα τα χρόνια από μακριά, ξέρω ότι η επι­τυχία αυτών των ταινιών ήταν το περιεχόμενο τους. Ήταν φτωχούλες, καημενούλες ταινίες, χωρίς τεχνικά μέσα και οικονο­μικές δυνατότητες. Αλλά η ιστορία που έλεγαν ήταν μια παρηγο­ριά και μια συμπαράσταση στον κοσμάκη που είχε συσσωρευτεί στις πόλεις από την εσωτερική μετανάστευση και πήγαινε στο σι­νεμά για να πάρει κουράγιο και ν’ αντέξει τα δικά του πάθη. Ήταν ένας προσανατολισμός και μια κατεύθυνση. Έβλεπαν ότι ο καλός δικαιωνόταν στο τέλος.

– Οι Μαρξιστές διαφωνούσαν. Έλεγαν ότι το «χάπι εντ» λειτουργεί καταπραϋντικά και εμποδίζει το λαό να επαναστατήσει.
Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, ο συχωρεμένος, ο συγγραφέας και ποιητής, μια φορά στην τηλεόραση, σ’ ένα ντοκιμαντέρ για τη Θεσσαλονίκη, περπατούσε στους δρόμους, έδειχνε διάφορες γωνιές κι έλεγε; «Εδώ ήταν οι κινηματογράφοι που βλέπαμε τις ταινίες με τον Ξανθόπουλο, που ήταν καταφυγή και παραμυθία». Για το «χάπι εντ» έλεγε πως ήταν «μια κατάληξη χριστιανική. Ορθόδοξη». Ο καλός θα ανταμειφθεί. Αυτή η ελπίδα ήταν καταφύγιο για τον άν­θρωπο το μεροκαματιάρη που ταλανιζότανε από τη φτώχεια του… Μόλις που είχε βγει ο κόσμος απ’ τον πόλεμο και δεν είχε παπούτσι να φορέσει, με το ίδιο παντελόνι ήτανε μια ζωή.

– Τι νομίζετε ότι πίστευε αυτός ο κόσμος για σας;
Ότι είμαι ένας άνθρωπος που αγαπάω το λαό τον παραπονε­μένο, τον αδικημένο, τον τσαλακωμένο, υπερασπίζομαι τα συμφέροντα του, τα όνειρα του, είμαι αφουγκραστής των προβλημάτων του, εκφραστής στο παράπονο του, συμπαραστάτης, παρηγορητής, φίλος και αδελφός. Έτσι «πέρασα» στον κινηματογράφο και όχι σαν εραστής. Δεν ήθελα να λάμψω σαν «ωραίος αδιάφορος». Ο μέσα μου κόσμος δε μ’ άφηνε να αποκολληθώ, να φύγω από την αγάπη την αμφίδρομη που είχα με το λαό.

– Σκέφτομαι όλους αυτούς τους ιδιαίτερους τίτλους που έχουν οι ταινίες σας.
Ξέρεις ότι γινόταν ολόκληρο συμβούλιο για να βρεθεί ο τίτλος των ταινιών; Εμένα μ’ άρεσε ο τίτλος να μην είναι και πολύ μελό. Μια-δυο φορές που επικράτησε η γνώμη μου, στο τέλος ο πα­ραγωγός τα ‘βαλε μαζί μου. Πίστεψε ότι δεν έκανε η ταινία όσα ει­σιτήρια μπορούσε, επειδή δεν είχε τίτλο πιασάρικο. Στο έργο «Γιακουμής – Μια Ρωμαίικη Καρδιά», ο τίτλος είναι δικός μου. Όπως και στο «Ένας Άντρας Με Συνείδηση». Μου λέγανε στην εταιρεία: «Μα τι συνείδηση μας λες τώρα, βρε Νίκο; Οι άνθρωποι δε θα ξέρουν τι σημαίνει η λέξη! Τι θα κάνουν; θα ψάχνουν στο λεξικό;» Πάντως, οι πιο πολλοί τίτλοι προέρχονταν από λαϊκά τραγούδια, σουξέ της εποχής. Όπως το «Καρδιά Μου Πάψε Να Πονάς».

– Γιατί ο κινηματογράφος μας από ένα σημείο και μετά πήρε τόσο αντίθετο δρόμο;
Γιατί οι νεότεροι κινηματογραφιστές -οι οποίοι, δικαίως, είχαν ανησυχίες και αγωνίες- έβλεπαν τις πολύ προχωρημένες ξένες ταινίες και ήθελαν να τις μιμηθούν, ξεχνούσαν όμως ότι όλη αυτή η πρωτοπορία που θαύμαζαν, πάταγε γερά σ’ έναν σταθερό κινηματογραφικό κορμό και πως οι πειραματισμοί των ξένων σκηνοθετών μπόλιαζαν το δέντρο του κινηματογράφου… Εμείς εδώ κάναμε ένα «cut». Σταμάτησε να μεγαλώνει το κυρίως δέντρο και άρχισαν να γίνονται μόνο πειραματικές απόπειρες, που ήταν -όπως αποδείχτηκε-  θνησιγενείς. Δε μπορεί να έχεις τρακόσα μέτρα φιλμ με μια πόρτα που ανοιγοκλείνει ή με τον ήρωα να περ­πατάει μισό χιλιόμετρο. Στις πιο πολλές ταινίες σήμερα μπαίνεις να τις δεις και χρειάζεσαι ένα βιβλίο με οδηγίες για να καταλάβεις τι θέλουν να πουν… Χρειάστηκε να φτάσουμε στις μέρες μας για να καταλάβουν οι κινηματογραφιστές ότι πρέπει να γίνει επιτέλους ένας συγκερασμός ανάμεσα στο παλιό και στο καινούριο, για να μπορέσει να προχωρήσει και να υπάρξει κινηματογράφος. Πράγμα που έπρεπε να γίνεται εδώ και είκοσι πέντε χρόνια… Σε όλα τα μέρη του κόσμου ο κινηματογράφος έπεσε από τη στιγμή που εμφανίστηκε η τηλεόραση. Εδώ όμως έγινε ένα χάσμα και ο κινηματογράφος πέθανε.

– Θα ξαναζωντανέψει;
Βλέπω κάτι παρήγορα σημάδια, τελευταία. Κάτι ταινίες που κάνουν εισιτήρια. Ταινίες που έχει μια δομή η ιστορία τους –αρχή, μέση και τέλος. Με αναμνησιακές αναφορές στην παλιά εποχή του ελληνικού κινηματογράφου. Όπως η ταινία του Αντώνη Κόκκι­νου, το «Τέλος Εποχής». Όπως με τον «Λευτέρη Δημακόπουλο» του Χούρσογλου και το «Απ’ Το Χιόνι» του Γκορίτσα. Δεν έπρε­πε αυτές οι ταινίες να είχανε γίνει είκοσι χρόνια πριν; Κι αν είχαν γίνει, δε θα ‘ταν άλλη η εξέλιξη και άλλη η σημερινή κατάσταση του κινηματογράφου;

– Ποια εποχή παίξατε για τελευταία φορά;
Το χειμώνα ’69-’70. Σταμάτησα, πήρα το καπέλο μου κι έφυγα,  γιατί έβλεπα πως επαναλαμ­βάνονταν οι ίδιες συνεχώς ιστορίες. Και είπα να βγω έξω απ’ το πο­τάμι, βρε παιδάκι μου, αυτό που κυλάει και κατεβάζει ξύλα, χώμα­τα και λάσπες. Ήθελα να σκεφτώ. Να δω τι γίνεται. Προς τα πού πάει… Κι έμεινα, σαν τη γεροντοκόρη, είκοσι τόσα χρόνια στο ράφι, χωρίς να ξαναπαίξω.

– Πόσα χρόνια πέρασαν ώσπου να καταλάβετε ότι η δόξα άρχιζε να ξεθυμαίνει;
Μια φορά ήμουνα σ’ ένα αεροδρόμιο και ο κόσμος που είχε μαζευτεί δεν είχε έρθει για μένα, αλλά για μια ποδοσφαιρική ομά­δα. Και ξαφνιάστηκα… Όταν είδα ότι ο «ήλιος της δημοτικότητας» έγερνε, άρχισα να τον ακολουθώ προς τη δύση. Έτρεχα στα μέρη που είχε ακόμα «ηλιοφάνεια». Γι’ αυτό και τα ταξίδια μου ήταν προς τους μετανάστες. Προς τους ανθρώπους της γενιάς μου και της εποχής μου. Κατάλαβες; Πήγαινα κοντά σ’ αυτούς που έβλεπα πως μ’ αγαπάνε ακόμα. Σαν το παιδί που ξέρει και πάει στην αγκα­λιά εκείνου που το αγαπάει… Στράφηκα στο τραγούδι, επειδή μέ­σα στις ταινίες τραγουδούσα κιόλας… Έχω τραγουδήσει όπου υπάρχουν Έλληνες. Πήγα στην Αφρική, στην Ευρώπη. Πέντε φορές Αυστραλία. Δεκατέσσερις στην Αμερική –απ’ το Πόρτλαντ του Μέιν, μέχρι την Καλιφόρνια, το Σιάτλ και το Όρεγκον. Ως την Αλά­σκα έχω φτάσει, έχει εκεί τρεις ελληνικές κοινότητες: στο Φέρμπακς, στο Ζινό και στο Ανκορέιτζ. Εκεί γνώρισα έναν Έλληνα που είχε γίνει πολυεκατομμυριούχος πουλώντας οικόπεδα τις παγωμένες εκτάσεις.

Κυκλοφορεί αυτό τον καιρό μια ξένη ταινία με το εξής διαφημι­στικό σλόγκαν: «Όταν Ένας Άντρας Αγαπάει Μια Γυναίκα, Την Αγα­πάει Για Πάντα».
Σοβαρά; Μου θυμίζει σλόγκαν δικής μου ταινίας… Εγώ το πιστεύω αυτό. Όταν αγαπήσεις αληθινά, ό,τι κι αν γίνει στην πορεία, η αγάπη αυτή παραμένει μέσα σου. Έρχονται στιγμές που το άρωμα της αγάπης αυτής ξαναβγαίνει, το οσφρίζεσαι, το αισθάνεσαι στο μυαλό σου, το κουβαλάς παντού. Άσχετα αν καταστράφηκε η αγάπη, αν η γυναίκα πήγε με άλλους, αν τη χώρισες. Η αγάπη αυτή θα σε ακολουθεί μέχρι τον τάφο. Κι ας μην τη βλέπεις, ας μην την έχεις, ας μην πλαγιάζεις μαζί της… Αυτή είναι και η ομορφιά της αληθινής αγάπης, άλλωστε.

– Μπορεί κανείς να αγαπάει δύο γυναίκες μαζί;
Δε νομίζω ότι υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει βρεθεί σ’ αυτό το δίλημμα. Ο καθένας, στο σταυροδρόμι ανάμεσα σε μια παλιά και μια καινούρια αγάπη, μπορεί να μπέρδεψε την κατεύθυνση και να άργησε ίσως να ξεκαθαρίσει προς τα πού τον οδηγεί η καρδιά του.

– Θυμάμαι ένα μεγάλο σουξέ σας. Το «Πετραδάκι – πετραδάκι / για τα σένα το ‘χτισα…». Το όνειρο, για να γίνει πραγματικό­τητα, θέλει χαμαλίκι;
Όσο πιο δύσκολα χτίζεται κάτι, τόσο πιο πολύτιμο γίνεται. Έτσι δεν είναι; Άμα έρθουν εύκολα τα πράγματα, δε μπορείς να με­τρήσεις την αξία που έχουν. Τα ξαφνικά και τα απότομα, μόνο στον έρωτα. Μόνο στον έρωτα σου τη δίνει και τρελαίνεσαι από το ύψος το μεγάλο, το ιλιγγιώδες… Δε μπορείς να «χτίσεις» έναν έρωτα. Γιατί: «Πετραδάκι-πετραδάκι / για τα σένα το ‘χτισα / της αγάπης το τσαρδάκι / κι όμως δε σ’ απόχτησα…».

➭ Η συνέντευξη δόθηκε τον Μάιο του 1995 και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ.