Ο φωτογράφος Νίκος Βανδώρος μετατρέπει τη φθορά σε ατμόσφαιρα
Από τα post-punk 80s μέχρι τα εξώφυλλα των μεγαλύτερων ελληνικών περιοδικών των 90s, ο Νίκος Βανδώρος χαρτογραφεί με τον φακό του μια μοναχική πορεία στη φωτογραφία. Από τα γυμνά του μέχρι τα φορτισμένα τοπία του σήμερα, οι εικόνες του υπαινίσσονται μια σιωπηλή ομορφιά που μόνο όποιος κοιτά πραγματικά, μπορεί να δει.
Η γνωριμία μου με τον Νίκο Βανδώρο ξεκινά από εκείνα τα θολά post-punk χρόνια των 80s, όταν οι φωτογραφίες ήταν ακόμα φτιαγμένες από φιλμ, σιωπές και ηλεκτρισμό. Η πορεία μας διασταυρώθηκε ξανά στα περιοδικά των ’90s, τότε που οι εικόνες του εμφανίζονταν σαν μικρές βόμβες αισθησιασμού, απογυμνωμένες από ψευδαισθήσεις, και γεμάτες από μια μελαγχολική οικειότητα.
Ξεκίνησε φωτογραφίζοντας γυμνά, όχι ως πρόκληση, αλλά ως απόπειρα αποκρυπτογράφησης. Ήθελε να βρει τον “κρυμμένο αισθησιασμό” της καθημερινής γυναίκας, εκείνον που δεν φωνάζει, αλλά περιμένει να τον ανακαλύψεις. Οι πρώτες του σειρές λειτουργούσαν σαν ερωτικά διαβατήρια· όχι προς την ηδονοβλεψία, αλλά προς εύθραυστες στιγμές. Γρήγορα, όμως, το βλέμμα του άρχισε να ξεφεύγει από τα σώματα και να στέκεται στο τοπίο γύρω τους, σε ένα δωμάτιο που ξεφλουδίζει, σε ένα φως που υποχωρεί, σε μια καρέκλα που περιμένει. Ο χώρος έγινε ο νέος πρωταγωνιστής. Κι οι γυναικείες φιγούρες, πλέον, ήταν εκεί για να στηρίξουν τη σιωπή του.
Από το 1988 έως το 1993, εργάστηκε ως φωτογράφος στον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη, απαθανατίζοντας πορτρέτα για το Βήμα, τον Ταχυδρόμο, το Marie Claire. Από το 1993 κι έπειτα, εργάζεται ως ελεύθερος επαγγελματίας, φωτογραφίζοντας για μια εντυπωσιακή σειρά εντύπων: Elle, Max, Harpers Bazaar, Playboy, Madame Figaro, Vogue, Nitro, Down Town, Έψιλον, Athens Voice.
Στις ατομικές του εκθέσεις, από το Mommy’s (2003) ως το Transition (2023), διαφαίνεται μια διαρκής μετάβαση: από τον ερωτισμό στο βλέμμα, από το βλέμμα στην ambient ησυχία, από τη σιωπή στο φάντασμα μιας παλιάς ζωής. Το τοπίο μετατρέπεται σε ψυχογράφημα. Η φωτογραφία, όπως λέει ο ίδιος, δεν είναι αφήγηση· είναι ατμόσφαιρα. Δεν προσπαθεί να εξηγήσει. Προσπαθεί να υπαινιχθεί.
– Nίκο, φωτογραφίζεις στιγμές ή αποτυπώνεις χρονικά ίχνη;
Φωτογραφίζω σκηνικά που κουβαλούν τη διαχρονικότητα και τη φθορά τους σαν σιωπηλά απομεινάρια ενός άλλου χρόνου. Κτίρια, τοπία, αντικείμενα που μοιάζουν να έχουν ξεχαστεί — κι όμως στέκονται εκεί, με μια παράξενη αντοχή, σαν να ζητούν κάποιον να τα δει πριν εξαφανιστούν οριστικά. Συχνά, νιώθω πως είμαι ο τελευταίος άνθρωπος που θα κρατήσει μια ανάμνηση τους. Σαν να τους κλέβω μια τελευταία ανάσα πριν χαθούν στο τίποτα.
– Οι καινούργιες, και οι πιο τελευταίες σου, φωτογραφίες σου μοιάζουν να έχουν υποστεί διαστρέβλωση όχι μόνο οπτική, αλλά και χρονική. Είναι για σένα η φωτογραφία περισσότερο εργαλείο μνήμης ή μεταμόρφωσης;
Η μνήμη, όσο κι αν φθείρεται, επιμένει. Μπορεί να αλλοιωθεί, να ξεθωριάσει, αλλά αφήνει πάντα το αποτύπωμά της — σαν σκιά που δεν την αγγίζει το φως. Για μένα όμως, η φωτογραφία δεν είναι απλώς καταγραφή. Είναι μια πράξη μεταμόρφωσης. Παίρνω αυτό που ήταν, και μέσα από την παραμόρφωση, το οδηγώ σ’ ένα καινούργιο πεδίο ύπαρξης. Σαν να προσπαθώ να ξαναγεννήσω κάτι που ήδη χάθηκε, όχι για να το αναπαραστήσω, αλλά για να του δώσω μια δεύτερη ζωή, ή μια άλλη αφήγηση.
– Στις φωτογραφίες σου δεν υπάρχει αφήγηση, υπάρχει ατμόσφαιρα. Αισθάνεσαι πιο κοντά στον κινηματογράφο ή στη ζωγραφική; Νιώθω να κινούμαι στον σουρεαλισμό, κάπου εκεί όπου η πραγματικότητα λυγίζει, και το όνειρο αποκτά άλλες διαστάσεις. Είναι ένας κοινός τόπος που διαπερνά και τον κινηματογράφο και τη ζωγραφική· ένα πεδίο όπου η εικόνα δεν εξηγεί, αλλά υπαινίσσεται. Δεν με αφορά να πω μια ιστορία· με ενδιαφέρει να γεννήσω ένα αίσθημα, μια σύγχυση, ένα παράδοξο. Κι αν μοιάζει άδειο το κάδρο, είναι γιατί έχει ήδη γεμίσει με όλα όσα δεν λέγονται.
– Ποια είναι η σχέση σου με την “ακρίβεια” στην εικόνα; Τι ρόλο παίζει το λάθος, το θάμπωμα, η παρέκκλιση;
Υποσυνείδητοι κανόνες μέσα από την εμπειρία δεν μου επιτρέπουν αποκλίσεις αλλά και το τυχαίο, κάποιες φορές, έχει ενδιαφέρον.
– Οι κεραίες, τα τοπία, οι φιγούρες… όλα μοιάζουν να παγιδεύονται σε μια αργή έκρηξη. Ποιο είναι για σένα το υπαρξιακό βάθος αυτών των εικόνων;
Μου αρέσει να ζωντανεύω τα μοντέλα μου.
– Υπάρχει πολιτική ή κοινωνική πρόθεση πίσω από την επιλογή των θεμάτων σου; Ή η ματιά σου παραμένει ποιητικά αδέσμευτη;
Όχι, οι προθέσεις μου δεν υπακούουν σε κάποια ιδεολογική κατεύθυνση. Είναι καθαρές, σχεδόν παιδικές, κι αυτό που επιδιώκω δεν είναι να πω κάτι συγκεκριμένο, αλλά να αφήσω χώρο για να ειπωθούν όσα κουβαλά ο καθένας μέσα του. Το αποτέλεσμα το θέλω ανοιχτό, σχεδόν αφηγηματικό, αλλά χωρίς πλοκή, σαν μια παύση που επιτρέπει στην εσωτερική ματιά να κινηθεί ελεύθερα. Έχω μείνει πραγματικά έκπληκτος από το τι βλέπει ο κάθε θεατής. Είναι σαν να τους δείχνεις τον ίδιο καθρέφτη, και να αντικρίζουν τελείως διαφορετικούς εαυτούς. Αυτό, για μένα, είναι η πιο γοητευτική πολιτική πράξη: η ελευθερία της υποκειμενικής ανάγνωσης.
– Οι εικόνες σου φαίνεται να συνομιλούν με τη μακρά έκθεση, τη διαστρέβλωση φωτός, το πολλαπλό καρέ. Πώς φτάνεις σε αυτά τα αποτελέσματα τεχνικά; Ή μήπως δεν είναι η τεχνική ο στόχος, αλλά το αίσθημα; Η τεχνική, για μένα, δεν είναι ποτέ αφετηρία, είναι αποτέλεσμα. Διαμορφώνεται από τη θεματολογία και κυρίως από τη φάση της ζωής στην οποία βρίσκομαι. Κάθε εποχή με οδηγεί σε διαφορετικές επιλογές, άλλοτε συνειδητά, άλλοτε ασυναίσθητα. Δεν σχεδιάζω, ακολουθώ. Και τις περισσότερες φορές, δεν επιλέγω εγώ την τεχνική· η εμπειρία την υπαγορεύει.
– Επεμβαίνεις ψηφιακά μετά την αποτύπωση ή προτιμάς να δημιουργείς τα πάντα μέσα στο κάδρο;
Το κάδρο για μένα είναι ιερό, είναι ο τόπος όπου, μέσα από απρόβλεπτες διαδρομές, ξεπηδούν τα κρυμμένα σκηνικά που με αφορούν. Δεν κυνηγώ το τέλειο, αλλά το αληθινό. Έχω συχνά δεχτεί σχόλια ότι “σίγουρα είναι photoshop” κάποιες εικόνες μου, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για στιγμές που γεννήθηκαν μέσα από υπομονή, επιτόπια αναζήτηση και κυρίως συνεργασία με τα μοντέλα μου, ειδικά όταν δούλευα με το σώμα, με το γυμνό. Η σύνθεση προκύπτει την ώρα της λήψης, όχι αργότερα. Δεν είμαι άνθρωπος του editing. Προτιμώ να δουλεύω με αυτό που υπάρχει μπροστά μου, να το φωτίζω λίγο αλλιώς, μέχρι να φανεί το απρόσμενο.
– Αν οι φωτογραφίες σου είχαν ήχο, τι θα άκουγε ο θεατής; Ένα βουητό, μια ανάσα, μια παραμορφωμένη λέξη;
Δεν μπορώ να τις περιορίσω ηχητικά αλλά νομίζω ότι μιλάνε με αστικούς ήχους από ένα ξεχασμένο παρελθόν.
– Πώς νιώθεις όταν κοιτάς τις εικόνες σου αφού περάσει καιρός; Σε θυμίζουν ή σε προσπερνούν; Ήσουν από την αρχή καχύποπτος απέναντι στην ευκρίνεια;
Όλα είναι μια πορεία. Κάθε πρότζεκτ γεννιέται από τις στάχτες του προηγούμενου, σαν μια αναγκαιότητα που έρχεται να απαντήσει σε ό,τι είναι ακόμα ζεστό. Σε κάθε πειραματισμό, το μόνο που έχει σημασία είναι να υπάρχει το στίγμα σου, να μπορείς, μετά από καιρό, να αναγνωρίσεις τον εαυτό σου ακόμα κι αν έχει αλλάξει. Όταν επιστρέφω σε παλιές μου εικόνες, νιώθω κάτι ανάμεσα σε έκπληξη και τρυφερότητα. Δεν είναι τόσο ότι με θυμίζουν· είναι ότι με αποκαλύπτουν. Πράγματα που δεν είχα καταλάβει τότε, μου μιλούν τώρα. Όσο για την ευκρίνεια, δεν την αντιμάχομαι, αλλά τη θεωρώ αποτέλεσμα, όχι στόχο. Έρχεται μετά από τις θολούρες, τα ξεσπάσματα, τις κρίσεις. Κάποιες φορές μοιάζει με ανάρρωση· άλλες, με μια μορφή αποδοχής. Δεν τη φοβάμαι. Είναι απλώς ένα ακόμα στάδιο στο ταξίδι.
– Υποθέτω ότι σκέφτεσαι και μουσικά όταν φωτογραφίζεις. Αν υποθετικά υπάρχει ένα μουσικό άλμπουμ που θα μπορούσε να έντυνε όλη την νέα σου δουλειά ποιο θα ήταν;
Το “Xerox Vol. 4” του Alva Noto.
– Ποια είναι η μεγαλύτερη ψευδαίσθηση γύρω από τη φωτογραφία σήμερα; Στην ψηφιακή εποχή που ζούμε, πιστεύεις ότι η διαδικτυακή φωτογραφική κοινότητα διαφέρει ουσιαστικά από την αναλογική;
Παρόλο που είμαι κάθετος στην επέλαση της AI στη δημιουργία εικόνων, θυμάμαι πόσο με είχαν εντυπωσιάσει κάποιες εικόνες σου που ανέβασες. Προσωπικά, δεν νιώθω την ανάγκη να επιστρέψω στο αναλογικό. Έμαθα φωτογραφία μέσα από το φιλμ και το slide, κυρίως λόγω της δουλειάς με περιοδικά. Ήταν δύσκολο, απαιτούσε ακρίβεια και υπομονή, αλλά με διαμόρφωσε. Σήμερα, το ψηφιακό μέσο έχει φτάσει σε επίπεδο που μπορώ να αποδώσω την οπτική μου με λεπτομέρεια και ελευθερία. Η ποιότητα είναι καθηλωτική, αν και δεν μπορώ να πω το ίδιο για τον ήχο, αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα που αξίζει ξεχωριστή συζήτηση. Η μεγαλύτερη ψευδαίσθηση, νομίζω, είναι πως η τεχνολογία από μόνη της αρκεί. Πως όσο καλύτερη είναι η ανάλυση, τόσο πιο “καλή” θα είναι και η φωτογραφία. Όμως η φωτογραφία, όπως και κάθε μορφή τέχνης, δεν μετριέται σε pixels. Μετριέται σε βλέμμα. Και αυτό, είτε στην αναλογική κοινότητα είτε στη σημερινή ψηφιακή, παραμένει το ζητούμενο, η αλήθεια του βλέμματος, όχι του εργαλείου.
– Εάν έπρεπε να βγάλεις μια τελευταία φωτογραφία θα ήταν ασπρόμαυρη ή έγχρωμη;
To χρώμα θα έπαιρνα μαζί μου…
Δύο χρόνια μετά το ντεμπούτο τους, οι Notowns επιστρέφουν με το "Vicious Little World", ένα άλμπουμ που ενώνει τον υπόγειο χορό με την υπαρξιακή ένταση και την κοινωνική κριτική. Από τις επιρροές της
Δύο χρόνια μετά το ντεμπούτο τους, οι Notowns επιστρέφουν με το "Vicious Little World", ένα άλμπουμ που ενώνει τον υπόγειο χορό με την υπαρξιακή ένταση και την κοινωνική κριτική. Από τις επιρροές της
Από τα post-punk 80s μέχρι τα εξώφυλλα των μεγαλύτερων ελληνικών περιοδικών των 90s, ο Νίκος Βανδώρος χαρτογραφεί με τον φακό του μια μοναχική πορεία στη φωτογραφία. Από τα γυμνά του μέχρι τα φορτισμέ
Από τα post-punk 80s μέχρι τα εξώφυλλα των μεγαλύτερων ελληνικών περιοδικών των 90s, ο Νίκος Βανδώρος χαρτογραφεί με τον φακό του μια μοναχική πορεία στη φωτογραφία. Από τα γυμνά του μέχρι τα φορτισμέ
Ο Θανάσης Μήνας συζητά με τον γνωστό συγγραφέα αστυνομικών Γρηγόρη Αζαριάδη για το τελευταίο του μυθιστόρημα με τίτλο "Καμία προσευχή για τους πεθαμένους" (Bell 2025).
Ο Θανάσης Μήνας συζητά με τον γνωστό συγγραφέα αστυνομικών Γρηγόρη Αζαριάδη για το τελευταίο του μυθιστόρημα με τίτλο "Καμία προσευχή για τους πεθαμένους" (Bell 2025).
Πώς το ταξίδι μετατρέπεται σε εικαστική πράξη και πώς συνδιαλέγονται η φωτογραφία, η ζωγραφική και τα ready-mades μέσα σε έναν ενιαίο χώρο; Η Kasia Kay παρουσιάζει στη Moon Station Athens ένα project
Πώς το ταξίδι μετατρέπεται σε εικαστική πράξη και πώς συνδιαλέγονται η φωτογραφία, η ζωγραφική και τα ready-mades μέσα σε έναν ενιαίο χώρο; Η Kasia Kay παρουσιάζει στη Moon Station Athens ένα project