«Είναι ένας ηθοποιός, ο Νίκος Γκέλια. Να γράψεις κάποια στιγμή για αυτόν, είναι δικό μας παιδί και μιλάει για τον ρατσισμό που έχει δεχτεί», μου είχε πει ο πατέρας μου. Η καρδιά των Αλβανών γονέων χωράει όλα τα παιδιά των μεταναστών, τα «δικά μας παιδιά». Οι γονείς μας θα ήθελαν κανένα παιδί να μην είχε περάσει όσα πέρασαν εκείνοι. Με τον Νίκο Γκέλια μας συνδέει ένας αμοιβαίος σεβασμός και αλληλοστήριξη εδώ και χρόνια. Παρακολουθώ ό,τι κάνει, παρακολουθεί όσα κάνω, αλλά ποτέ δεν είχαμε μιλήσει από κοντά. Τον πρωτοείδα στην “Ξενία” του Πάνου Κούτρα. Από την πρώτη του εκείνη δουλειά, η καριέρα του προχωρούσε μόνο ανοδικά. Όπως μου είπε, πραγματική ασφάλεια νιώθει, όχι στο σανίδι, αλλά μποστά από μία κάμερα. Αυτό είναι το σπίτι του κι ο Νίκος το εντόπισε από νωρίς.
Φέτος τον απολαμβάνουμε στη σειρά-υπερπαραγωγή “Ναυάγιο” του Mega. Παρακάτω όλα όσα μου είπε για τη σχέση με τους γονείς του, τα παιδικά χρόνια ενός μετανάστη και την πραγματικότητα της ελληνικής μυθοπλασίας.
– Πες μας λίγα λόγια για τη συμμετοχή σου στο Ναυάγιο;
Ο Βασίλης είναι ένα ευαίσθητο παιδί που έχει περάσει πολλές δυσκολίες. Έρχεται αντιμέτωπος με την σκληρή αλήθεια: η γυναίκα του τον απατά. Παίρνει την απόφαση να την βάλει στο μοιραίο εκείνο πλοίο. Με τεράστιο θρήνο και παρακαταθήκη στον εαυτό του, θεωρεί ότι αυτός φταίει που πέθανε η γυναίκα του. Παράλληλα, προσπαθώντας να μοιράσει το βάρος, προβάλλει την ενοχή του και στον άλλο άντρα. Θεωρεί δηλαδή ότι και ο άντρας με τον οποίο η γυναίκα του διατηρούσε δεσμό, έχει ευθύνη. Αυτό τον οδηγεί σε δύσκολα μονοπάτια, δε θέλει να βγει να δουλέψει. Ο Γιώργης (Γιώργος Χριστοδούλου) τον πείθει να συνεχίσει τη δουλειά του και με με έναν περίεργο τρόπο αυτοί οι άνθρωποι γίνονται φίλοι.
– Πώς άλλαξε η ζωή σου από το Μαύρο Ρόδο και μετά;
Με το Μαύρο Ρόδο έγινε το “μπαμ” κι εκεί συνειδητοποιείς τη δύναμη της τηλεόρασης στην ευρεία μάζα. Έχει αλλάξει πολύ η ζωή μου. Το βλέπω από την καθημερινότητά μου, όταν πάω σούπερ-μάρκετ, στη λαϊκή, στο σουβλατζίδικο. Όταν πήγα για κάτι χαρτιά για την ελληνική υπηκόοτητα στο Υπουργείο Μεταφορών μου είπε η υπάλληλος: «Αχ σας είδα από τη φωτογραφία και περίμενα να έρθετε». Σε αγκαλιάζει ο κόσμος. Μου αρέσει να τα συζητάω και το χαίρομαι. Όταν έπαιζα στο Μαύρο Ρόδο, είχα πάει με τους φίλους μου για πεζοπορία στον Ταΰγετο. Ενώ περπατούσα, άκουγα τον κόσμο να φωνάζει «Ασημίνα, Ασημίνα, Ασημίνα». Και έλεγα «Ναι, γεια σας. Ασημίνα!». Με το Ναυάγιο, επειδή είναι εμπνευσμένο από τη Φαλκονέρα, πολλοί έρχονται και μου λένε «Εκεί πέθανε ο παππούς μου» ή «Ο πατέρας μου δούλευε εκεί και έφυγε μια εβδομάδα πριν το ναυάγιο». Έρχεται ο καθένας και σου ακουμπά την ιστορία του.
– Έχεις πει ότι δε φοβάσαι τον θάνατο. Πώς φτάνει κανείς σε αυτό το σημείο;
Νομίζω ότι εσύ με καταλαβαίνεις περισσότερο από άλλους δημοσιογράφους. Υπάρχει ένα ρητό της Ornela Vorpsi (Αλβανίδα συγγραφέας και φωτογράφος) που λέει «Οι Αλβανοί είναι φτιαγμένοι από λάσπη και νερό». Εγώ έτσι μεγάλωσα. «Έλα μωρέ θα περάσει». Έπεφτες κάτω και έτρωγες ξύλο γιατί χτύπησες. Δεν είχαν την προστατευτικότητα των σημερινών γονιών. Τη μάθαινες τη ζωή, δε στην περιγράφανε. Βιώνοντας και αυτά που έχουμε βιώσει, δεν είχα το δικαίωμα του φόβου. Όποτε φοβόμουν ο πατέρας μου θα μου έλεγε «σήκω, προχώρα, πάμε παρακάτω». Αυτή η βιάση με έκανε ίσως βλάκα σε κάποια πράγματα. Έθετα τον εαυτό μου σε κίνδυνο, χωρίς να καταλαβαίνω πόσο κοντά έρχομαι στον θάνατο. Έχω άγνοια κινδύνου. Έχω έρθει κοντά στον θάνατο πολλές φορές, όπως όλοι μας.
– Έχεις σκεφτεί ότι κάποια πράγματα που έκανες, δε θα ήθελες να τα κάνει το παιδί σου σήμερα;
Μεγαλώνοντας αλλάζαμε συνέχεια γειτονιές, μας έδιωχναν από σπίτια λόγω καταγωγής. Έχανα συνέχεια τις παρέες μου. Πήγαινα Αγγλικά στην Ηλιούπολη, αλλά όταν μετακομίσαμε στη Δάφνη, μου είπαν ότι θα πήγαινα εκεί φροντιστήριο. Όταν ήμουν Δ’ δημοτικού άσκησα βέτο στους γονείς μου. Τους είπα ότι εγώ θα πηγαίνω στην Ηλιούπολη μόνος μου, αφού εκείνοι δούλευαν. Επέμενα πολύ και επί έναν χρόνο έπαιρνα το λεωφορείο, αφού δεν υπήρχε μετρό και πήγαινα μόνος μου στην Ηλιούπολη για να μη χάσω την παρέα μου. Να μου το έλεγε τώρα το παιδί μου; Θα έλεγα «Άσε μας κουκλίτσα μου».
– Ήσουν δύσκολο παιδί;
Όχι, ήμουν διεκδικητικός. Ξέρεις πώς είναι οι γονείς μας. Όταν είπα στον πατέρα μου ότι θα γίνω ηθοποιός μου είπε «Εντάξει, στην οικοδομή θα δουλεύεις όπως εγώ». Του είπα πως ευχαρίστως να δουλέψω στην οικοδομή, αφού πρώτα προσπαθήσω να γίνω ηθοποιός κι ας αποτύχω με τους δικούς μου όρους. Ήμουν ένα παιδί που τα έπαιρνε τα γράμματα, 19.4 απολυτήριο. Το είχαν δεδομένο ότι θα γίνω δικηγόρος ή γιατρός. Δε σπούδασα κάτι άλλο πέραν από υποκριτική. Ήταν ντε φάκτο επιλογή. Έκανα θέατρο από το δημοτικό, οπότε με το που τελείωσα το σχολείο αυτό ήθελα να κάνω. Μπήκα στη δραματική σχολή και στο 2ο έτος έκανα την πρώτη μου ταινία που με πήγε στις Κάννες. Στο 3ο έτος έκανα άλλη ταινία. Και όταν αποφοίτησα, με είχε γνωρίσει ο χώρος, οπότε δούλεψα κατευθείαν. Μάτωσα πολύ, δούλευα σε μπαρ και καφέ παράλληλα με τη σχολή.
– Είσαι γεννημένος στην Αλβανία. Στα 5μιση πέρασες έναν χρόνο που ζούσες στην Αλβανία χωρίς τους γονείς σου, όταν αυτοί είχαν μεταναστεύσει στην Ελλάδα. Είναι μια εμπειρία που έχουμε πολλά παιδιά μεταναστών. Τι θυμάσαι από εκείνη την περίοδο;
Δίναμε ραντεβού με τους γονείς μου για να μιλήσουμε στο τηλέφωνο. Επειδή δεν είχαμε στο σπίτι, έπρεπε να πηγαίνουμε στο αστυνομικό τμήμα. Ενώ οι γονείς μου έκλαιγαν στο τηλέφωνο, εγώ ήμουν πολύ κλειστός και λιγομίλητος.
– Σε είχαν προετοιμάσει ψυχολογικά ότι θα έφευγαν; Εγώ δεν έχω καθόλου μνήμες του “πριν”. Μόνο την περίοδο που έφυγαν θυμάμαι.
Ούτε εγώ το θυμάμαι καθόλου. Θυμάμαι μόνο ότι ήμουν μόνος. Γεννήθηκα στα Τίρανα αλλά όταν έφυγαν οι γονείς μου πήγα στο Φιέρι με τη γιαγιά και τη θεία μου. Έκανα την Α’ δημοτικού εκεί. Θυμάμαι να περπατάω 40 λεπτά με τα πόδια, εκτός από τις φορές που με πήγαινε ο θείος μου με το μηχανάκι. Τότε οι δάσκαλοι ακόμα έριχναν ξύλο. Θυμάμαι ήταν στην μόδα να αφήνεις μια ουρίτσα στα μαλλιά, το έκανε ένας ποδοσφαιριστής (Roberto Baggio). Εμένα με τραβούσαν από την ουρίτσα αυτή για να κάνω ησυχία. Ήξερα ότι κάποια στιγμή θα φύγω, οπότε δε μπορούσα να δεθώ με τα παιδιά.
– Η προσαρμογή στην Ελλάδα πώς ήταν;
Μια από τις πρώτες αναμνήσεις ήταν τα παγωτά Lucky Boy & Lucky Girl. Στην Αλβανία είχαμε μόνο μηχανής και κασάτα. Μου φαινόταν απίστευτο το παγωτό να έχει δωράκι. Οι γονείς μου με είχαν μόνιμα στην πλατεία για να έρθω σε επαφή με άλλα παιδιά. Σε 3 μήνες, με το που ξεκίνησε το σχολείο, ήξερα ήδη ελληνικά. Ο ξάδερφός μου, που είχε έρθει πριν από μένα, με βοηθούσε να μάθω ελληνικά. Αυτή είναι η όμορφη πλευρά. Εννοείται υπήρξε και άσχημη, πολύς ρατσισμός που τον αντιλήφθηκα αργότερα. Πχ: οι γονείς δεν ήθελαν να παίζω με τα παιδιά τους. Κουβαλάω ακόμη ως άνθρωπος το τραύμα του παιδιού που συνεχώς μετακόμιζε και έχανε φιλίες. Στις σχέσεις μου είχα μεγάλο πρόβλημα να εκφραστώ συναισθηματικά εξαιτίας αυτού. Όταν μου λένε συγχαρητήρια δε ξέρω πώς να το διαχειριστώ. Το αρνητικό σχόλιο ξέρω, όμως.
– Έχεις πολιτικό λόγο όταν μιλάς για τα δικαιώματα των μεταναστών, όχι μόνο των Αλβανών. Όταν μιλάω με μετανάστες, οφείλω να προβάλλω τις εμπειρίες του ρατσισμού. Από την άλλη, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να φετιχοποιήσεις το τραύμα. Δε θέλω για τους Έλληνες να είμαστε κινητά τραύματα. Είμαστε άλλα 100 πράγματα στη ζωή μας πέραν από θύματα ρατσισμού. Εσύ όταν μιλάς για τις εμπειρίες σου, πώς βρίσκεις τη χρυσή τομή αυτών των δύο καταστάσεων;
Στις συνεντεύξεις μου θα καταλάβω τα κίνητρα του δημοσιογράφου από την πληθώρα των ερωτήσεων. Αν μου κάνει μία ερώτηση για τη δουλειά μου και 6 για την καταγωγή μου, θα καταλάβω τι θέλει να πουλήσει. «Ας βάλω τον Γκέλια να κλάψει για λίγη τηλεθέαση». Υπάρχουν ΜΜΕ που θέλουν απλώς να εκβιάσουν συναισθηματικά το κοινό. Και υπάρχουν άλλοι που θέλουν να μιλήσουν κριτικά για ένα φαινόμενο, έτσι ώστε να αλλάξουμε την κατάσταση. Οφείλουμε να μιλάμε κριτικά και να εξετάζουμε τι έχει αλλάξει και τι έχει βελτιωθεί. Είμαι πολύ οπτιμιστής. Δεν έχω την πολυτέλεια να βιώσω την αρνητικότητα στη ζωή μου. Είμαστε τυχερή και άτυχη γενιά.
– Πώς το εννοείς αυτό;
Περάσαμε οικονομική κρίση, πολιτική κρίση, πανδημία, ακρίβεια και τώρα πόλεμο στη γειτονιά μας. Δε ζήσαμε τα “καλά χρόνια του ΠΑΣΟΚ” που παλιότεροι ηθοποιοί έπαιρναν 20.000 ευρώ το μήνα για ένα εβδομαδιαίο σίριαλ και γκρίνιαζαν. Δεν τα έχω ζήσει και δε θα τα ζήσω. Έχω κάνει παραστάσεις για 100-200 ευρώ τον μήνα. Παλεύω για όσα έχω.
– Στην Αλβανία θα δούλευες ως ηθοποιός;
Τα αλβανικά τα μιλάω σαν ξένη γλώσσα, αλλά αν είχα σενάριο θα μπορούσα να το κάνω. Δε θα μπορούσα να δουλέψω στο Portokalli (η μακροβιότερη σατιρική εκπομπή στην Αλβανία), γιατί απαιτεί αυτοσχεδιασμό.
– Πώς είναι να είσαι ηθοποιός στη σημερινή πραγματικότητα;
Παράγουμε περισσότερους ηθοποιούς από ό,τι μπορούμε να καταναλώσουμε. Υπάρχουν ηθοποιοί που παλεύουν μόνοι τους με το όνειρό τους. Δουλεύουν σε μπαρ, καφέ και τηλεφωνικά κέντρα. Υπάρχουν ηθοποιοί “ασφάλειας” με οικογένεια που βοηθάει, με πτυχία, με σπίτια. Λένε να κυνηγήσουν το όνειρό τους στο θέατρο, εφόσον έχουν ένα “μαξιλαράκι”. Υπάρχουν ηθοποιοί που είναι μεγάλα ονόματα και πληρώνονται αδρά. Μπορεί κάποιος να παίρνει 10.000 ευρώ τον μήνα και το υπόλοιπο καστ να παίρνει 1.000 ενώ δουλεύουν παραπάνω. Είναι πολύ ανοιχτό το θέατρο: άλλοι πληρώνονται με ποσοστά και συχνά “πέφτουν μέσα”, άλλοι παίρνουν ένα χαρτζιλίκι, άλλοι είναι μισθωτοί. Είναι το πιο ωραίο επάγγελμα του κόσμου! Είναι απολαυστικό, υπέροχο και ψυχοφθόρο. Η υποκριτική είναι ο μεγαλύτερος μαζοχισμός. Ζούμε πολλές ζωές, πράγμα τέλειο και καταστροφικό. Δεν πάμε πολύ καλά στα μυαλά μας οι ηθοποιοί. Ενώ το επάγγελμα δε σου προσφέρει υλική ασφάλεια, νιώθεις έναν αέρα ελευθερίας. Το ταλέντο για μένα είναι απλά αντίληψη. Έχει περισσότερη σημασία η δουλειά και το τάιμινγκ.
– Λες ότι κάποιοι ηθοποιοί πληρώνονται πολύ περισσότερο. Δε θα έπρεπε όμως η εμπειρία να πληρώνεται;
Εννοείται, σημαίνει ότι κάποιος κάνει το επάγγελμα πολύ καλά. Δε μπορείς να μην πληρώσεις τη Meryl Streep. Δεν ήρθε ουρανοκατέβατη και είπε «Είμαι η καλύτερη ηθοποιός, πληρώστε με!». Ένας τέτοιος ηθοποιός έχει δώσει τη ψυχή του. Θα έπρεπε να υπάρχει άδεια άσκησης επαγγέλματος. Δε μπορεί να έχει ματώσει η καρδιά και η τσέπη σου για να γίνεις ηθοποιός και να παίρνουν τελικά κάποιον πρώην παίκτη ριάλιτι.
– Σιγοντάρουμε κι εμείς οι δημοσιογράφοι σε αυτό. Έναν παίκτη ριάλιτι ή ινφλουένσερ θα τον ρωτήσουν αν θα έκανε ποτέ καθημερινό. Λες και τον ρωτάνε αν θα πάει γυμναστήριο ή αν θα δοκίμαζε σούσι.
Και γίνεται και αντιστρόφως. Πόσες φορές με έχουν ρωτήσει αν θα πήγαινα σε ριάλιτι ή αν θα παρουσίαζα εκπομπή. Θα ήθελα να σκηνοθετήσω μια ταινία μικρού μήκους στη ζωή μου, αλλά είναι πάρα πολύ δύσκολη δουλειά. Δεν είμαι σκηνοθέτης. Αν μάθω όσα πρέπει κι αν έχω κάτι να πω, μόνο τότε θα το κάνω. Δε ξέρω αν είμαι καλός σε πολλά πράγματα. Είμαι καλός ως ηθοποιός.
– Στην ελληνική μυθοπλασία τι φαινόμενα εντοπίζεις;
Σε όλον τον κόσμο κι όχι μόνο εδώ, υπάρχει ένα πρόβλημα: δεν έχουμε σενάρια. Έχουμε εξαιρετικούς ηθοποιούς, σκηνοθέτες, φωτογράφους. Το σενάριο, ειδικά στην Ελλάδα, είναι υποβαθμισμένο. Τι πουλάει; Έρωτας, χρήμα, σεξ, αίμα, θρησκεία, όπλα. Σκέφτηκε κάποιος μια φορά να κάνει μια σειρά με έρωτα και φόνο, τις Άγριες Μέλισσες πριν 5 χρόνια. Πολύ ωραία! Από τότε βλέπεις μόνο τέτοιες σειρές, έχουμε 5-6 έργα εποχής φέτος. Το Ναυάγιο μπορεί να είναι εποχής, αλλά μιλάμε για μια παραγωγή πάνω σε ένα θέμα που δεν έχει ξαναγίνει.
– Η λύση θα ήταν να δώσουν έμφαση στα mini series;
Φυσικά, αλλά αυτό δε θα το ήθελαν οι παραγωγή. Θα δώσει 150.000 για 10 επεισόδια; Και πώς θα τα πάρει πίσω;
– Το ΑΙ σε τρομάζει;
Πάρα πολύ. Με τρομάζει το να εγκλωβίζουν την εικόνα και τη φωνή των ηθοποιών. Αυτό είναι ο θάνατος του ηθοποιού. Είναι ο βιασμός του επαγγέλαμτός μου. Για να μη μιλήσουμε για το τι απάτες και εγκλήματα μπορούν να γίνουν με αυτήν την τεχνολογία. Εννοείται η τεχνολογία έχει και θετική πλευρά.
– Ανταγωνισμό έχεις βιώσει;
Και να έχει γίνει, δεν το έχω καταλάβει.
– Δεν είσαι παρατηρητικός;
Είμαι στον κόσμο μου. Για να σου δώσω να καταλάβεις θα σου πω μια ιστορία που δεν έχω ξαναπεί. Όταν κάναμε πρόβες για το “Ξενία”, ο Κούτρας ήξερε ότι το κοινό θα πει: «Ταινία του Κούτρα είναι άρα θα γα**θούν τα δύο αδέρφια». Που φυσικά δεν συμβαίνει. Ήθελε λοιπόν εγώ και ο Νικούλι να παρατηρήσουμε την γκέι κοινότητα γύρω μας και να αντλήσουμε στοιχεία. Του λέω ότι δεν ξέρω κανέναν γκέι. Μου λέει «Νίκο, είσαι σε δραματική σχολή. Πας καλά;». Λίγο αργότερα ήμουν με τον κολλητό μου απο τη σχολή στο αυτοκίνητο και του έλεγα πού να βρω γκέι αφού δεν έχουμε κανέναν στη σχολή. Και μου λέει «Πας καλά, χρυσέ μου; Εγώ τι είμαι;». Του λέω «Ρε Μήτσο σόρρι, αλλά πού να το ήξερα; Δεν το έχουμε συζητήσει». Εντωμεταξύ τόσο καιρό μου έλεγε για τον σύντροφό του κι εγώ για κάποιο λόγο δεν το κατέγραψα ποτέ.
«Είναι ένας ηθοποιός, ο Νίκος Γκέλια. Να γράψεις κάποια στιγμή για αυτόν, είναι δικό μας παιδί και μιλάει για τον ρατσισμό που έχει δεχτεί», μου είχε πει ο πατέρας μου. Η καρδιά των Αλβανών γονέων χωράει όλα τα παιδιά των μεταναστών, τα «δικά μας παιδιά». Οι γονείς μας θα ήθελαν κανένα παιδί να μην είχε περάσει όσα πέρασαν εκείνοι. Με τον Νίκο Γκέλια μας συνδέει ένας αμοιβαίος σεβασμός και αλληλοστήριξη εδώ και χρόνια. Παρακολουθώ ό,τι κάνει, παρακολουθεί όσα κάνω, αλλά ποτέ δεν είχαμε μιλήσει από κοντά. Τον πρωτοείδα στην “Ξενία” του Πάνου Κούτρα. Από την πρώτη του εκείνη δουλειά, η καριέρα του προχωρούσε μόνο ανοδικά. Όπως μου είπε, πραγματική ασφάλεια νιώθει, όχι στο σανίδι, αλλά μποστά από μία κάμερα. Αυτό είναι το σπίτι του κι ο Νίκος το εντόπισε από νωρίς.
Φέτος τον απολαμβάνουμε στη σειρά-υπερπαραγωγή “Ναυάγιο” του Mega. Παρακάτω όλα όσα μου είπε για τη σχέση με τους γονείς του, τα παιδικά χρόνια ενός μετανάστη και την πραγματικότητα της ελληνικής μυθοπλασίας.
– Πες μας λίγα λόγια για τη συμμετοχή σου στο Ναυάγιο;
Ο Βασίλης είναι ένα ευαίσθητο παιδί που έχει περάσει πολλές δυσκολίες. Έρχεται αντιμέτωπος με την σκληρή αλήθεια: η γυναίκα του τον απατά. Παίρνει την απόφαση να την βάλει στο μοιραίο εκείνο πλοίο. Με τεράστιο θρήνο και παρακαταθήκη στον εαυτό του, θεωρεί ότι αυτός φταίει που πέθανε η γυναίκα του. Παράλληλα, προσπαθώντας να μοιράσει το βάρος, προβάλλει την ενοχή του και στον άλλο άντρα. Θεωρεί δηλαδή ότι και ο άντρας με τον οποίο η γυναίκα του διατηρούσε δεσμό, έχει ευθύνη. Αυτό τον οδηγεί σε δύσκολα μονοπάτια, δε θέλει να βγει να δουλέψει. Ο Γιώργης (Γιώργος Χριστοδούλου) τον πείθει να συνεχίσει τη δουλειά του και με με έναν περίεργο τρόπο αυτοί οι άνθρωποι γίνονται φίλοι.
– Πώς άλλαξε η ζωή σου από το Μαύρο Ρόδο και μετά;
Με το Μαύρο Ρόδο έγινε το “μπαμ” κι εκεί συνειδητοποιείς τη δύναμη της τηλεόρασης στην ευρεία μάζα. Έχει αλλάξει πολύ η ζωή μου. Το βλέπω από την καθημερινότητά μου, όταν πάω σούπερ-μάρκετ, στη λαϊκή, στο σουβλατζίδικο. Όταν πήγα για κάτι χαρτιά για την ελληνική υπηκόοτητα στο Υπουργείο Μεταφορών μου είπε η υπάλληλος: «Αχ σας είδα από τη φωτογραφία και περίμενα να έρθετε». Σε αγκαλιάζει ο κόσμος. Μου αρέσει να τα συζητάω και το χαίρομαι. Όταν έπαιζα στο Μαύρο Ρόδο, είχα πάει με τους φίλους μου για πεζοπορία στον Ταΰγετο. Ενώ περπατούσα, άκουγα τον κόσμο να φωνάζει «Ασημίνα, Ασημίνα, Ασημίνα». Και έλεγα «Ναι, γεια σας. Ασημίνα!». Με το Ναυάγιο, επειδή είναι εμπνευσμένο από τη Φαλκονέρα, πολλοί έρχονται και μου λένε «Εκεί πέθανε ο παππούς μου» ή «Ο πατέρας μου δούλευε εκεί και έφυγε μια εβδομάδα πριν το ναυάγιο». Έρχεται ο καθένας και σου ακουμπά την ιστορία του.
– Έχεις πει ότι δε φοβάσαι τον θάνατο. Πώς φτάνει κανείς σε αυτό το σημείο;
Νομίζω ότι εσύ με καταλαβαίνεις περισσότερο από άλλους δημοσιογράφους. Υπάρχει ένα ρητό της Ornela Vorpsi (Αλβανίδα συγγραφέας και φωτογράφος) που λέει «Οι Αλβανοί είναι φτιαγμένοι από λάσπη και νερό». Εγώ έτσι μεγάλωσα. «Έλα μωρέ θα περάσει». Έπεφτες κάτω και έτρωγες ξύλο γιατί χτύπησες. Δεν είχαν την προστατευτικότητα των σημερινών γονιών. Τη μάθαινες τη ζωή, δε στην περιγράφανε. Βιώνοντας και αυτά που έχουμε βιώσει, δεν είχα το δικαίωμα του φόβου. Όποτε φοβόμουν ο πατέρας μου θα μου έλεγε «σήκω, προχώρα, πάμε παρακάτω». Αυτή η βιάση με έκανε ίσως βλάκα σε κάποια πράγματα. Έθετα τον εαυτό μου σε κίνδυνο, χωρίς να καταλαβαίνω πόσο κοντά έρχομαι στον θάνατο. Έχω άγνοια κινδύνου. Έχω έρθει κοντά στον θάνατο πολλές φορές, όπως όλοι μας.
– Έχεις σκεφτεί ότι κάποια πράγματα που έκανες, δε θα ήθελες να τα κάνει το παιδί σου σήμερα;
Μεγαλώνοντας αλλάζαμε συνέχεια γειτονιές, μας έδιωχναν από σπίτια λόγω καταγωγής. Έχανα συνέχεια τις παρέες μου. Πήγαινα Αγγλικά στην Ηλιούπολη, αλλά όταν μετακομίσαμε στη Δάφνη, μου είπαν ότι θα πήγαινα εκεί φροντιστήριο. Όταν ήμουν Δ’ δημοτικού άσκησα βέτο στους γονείς μου. Τους είπα ότι εγώ θα πηγαίνω στην Ηλιούπολη μόνος μου, αφού εκείνοι δούλευαν. Επέμενα πολύ και επί έναν χρόνο έπαιρνα το λεωφορείο, αφού δεν υπήρχε μετρό και πήγαινα μόνος μου στην Ηλιούπολη για να μη χάσω την παρέα μου. Να μου το έλεγε τώρα το παιδί μου; Θα έλεγα «Άσε μας κουκλίτσα μου».
– Ήσουν δύσκολο παιδί;
Όχι, ήμουν διεκδικητικός. Ξέρεις πώς είναι οι γονείς μας. Όταν είπα στον πατέρα μου ότι θα γίνω ηθοποιός μου είπε «Εντάξει, στην οικοδομή θα δουλεύεις όπως εγώ». Του είπα πως ευχαρίστως να δουλέψω στην οικοδομή, αφού πρώτα προσπαθήσω να γίνω ηθοποιός κι ας αποτύχω με τους δικούς μου όρους. Ήμουν ένα παιδί που τα έπαιρνε τα γράμματα, 19.4 απολυτήριο. Το είχαν δεδομένο ότι θα γίνω δικηγόρος ή γιατρός. Δε σπούδασα κάτι άλλο πέραν από υποκριτική. Ήταν ντε φάκτο επιλογή. Έκανα θέατρο από το δημοτικό, οπότε με το που τελείωσα το σχολείο αυτό ήθελα να κάνω. Μπήκα στη δραματική σχολή και στο 2ο έτος έκανα την πρώτη μου ταινία που με πήγε στις Κάννες. Στο 3ο έτος έκανα άλλη ταινία. Και όταν αποφοίτησα, με είχε γνωρίσει ο χώρος, οπότε δούλεψα κατευθείαν. Μάτωσα πολύ, δούλευα σε μπαρ και καφέ παράλληλα με τη σχολή.
– Είσαι γεννημένος στην Αλβανία. Στα 5μιση πέρασες έναν χρόνο που ζούσες στην Αλβανία χωρίς τους γονείς σου, όταν αυτοί είχαν μεταναστεύσει στην Ελλάδα. Είναι μια εμπειρία που έχουμε πολλά παιδιά μεταναστών. Τι θυμάσαι από εκείνη την περίοδο;
Δίναμε ραντεβού με τους γονείς μου για να μιλήσουμε στο τηλέφωνο. Επειδή δεν είχαμε στο σπίτι, έπρεπε να πηγαίνουμε στο αστυνομικό τμήμα. Ενώ οι γονείς μου έκλαιγαν στο τηλέφωνο, εγώ ήμουν πολύ κλειστός και λιγομίλητος.
– Σε είχαν προετοιμάσει ψυχολογικά ότι θα έφευγαν; Εγώ δεν έχω καθόλου μνήμες του “πριν”. Μόνο την περίοδο που έφυγαν θυμάμαι.
Ούτε εγώ το θυμάμαι καθόλου. Θυμάμαι μόνο ότι ήμουν μόνος. Γεννήθηκα στα Τίρανα αλλά όταν έφυγαν οι γονείς μου πήγα στο Φιέρι με τη γιαγιά και τη θεία μου. Έκανα την Α’ δημοτικού εκεί. Θυμάμαι να περπατάω 40 λεπτά με τα πόδια, εκτός από τις φορές που με πήγαινε ο θείος μου με το μηχανάκι. Τότε οι δάσκαλοι ακόμα έριχναν ξύλο. Θυμάμαι ήταν στην μόδα να αφήνεις μια ουρίτσα στα μαλλιά, το έκανε ένας ποδοσφαιριστής (Roberto Baggio). Εμένα με τραβούσαν από την ουρίτσα αυτή για να κάνω ησυχία. Ήξερα ότι κάποια στιγμή θα φύγω, οπότε δε μπορούσα να δεθώ με τα παιδιά.
– Η προσαρμογή στην Ελλάδα πώς ήταν;
Μια από τις πρώτες αναμνήσεις ήταν τα παγωτά Lucky Boy & Lucky Girl. Στην Αλβανία είχαμε μόνο μηχανής και κασάτα. Μου φαινόταν απίστευτο το παγωτό να έχει δωράκι. Οι γονείς μου με είχαν μόνιμα στην πλατεία για να έρθω σε επαφή με άλλα παιδιά. Σε 3 μήνες, με το που ξεκίνησε το σχολείο, ήξερα ήδη ελληνικά. Ο ξάδερφός μου, που είχε έρθει πριν από μένα, με βοηθούσε να μάθω ελληνικά. Αυτή είναι η όμορφη πλευρά. Εννοείται υπήρξε και άσχημη, πολύς ρατσισμός που τον αντιλήφθηκα αργότερα. Πχ: οι γονείς δεν ήθελαν να παίζω με τα παιδιά τους. Κουβαλάω ακόμη ως άνθρωπος το τραύμα του παιδιού που συνεχώς μετακόμιζε και έχανε φιλίες. Στις σχέσεις μου είχα μεγάλο πρόβλημα να εκφραστώ συναισθηματικά εξαιτίας αυτού. Όταν μου λένε συγχαρητήρια δε ξέρω πώς να το διαχειριστώ. Το αρνητικό σχόλιο ξέρω, όμως.
– Έχεις πολιτικό λόγο όταν μιλάς για τα δικαιώματα των μεταναστών, όχι μόνο των Αλβανών. Όταν μιλάω με μετανάστες, οφείλω να προβάλλω τις εμπειρίες του ρατσισμού. Από την άλλη, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να φετιχοποιήσεις το τραύμα. Δε θέλω για τους Έλληνες να είμαστε κινητά τραύματα. Είμαστε άλλα 100 πράγματα στη ζωή μας πέραν από θύματα ρατσισμού. Εσύ όταν μιλάς για τις εμπειρίες σου, πώς βρίσκεις τη χρυσή τομή αυτών των δύο καταστάσεων;
Στις συνεντεύξεις μου θα καταλάβω τα κίνητρα του δημοσιογράφου από την πληθώρα των ερωτήσεων. Αν μου κάνει μία ερώτηση για τη δουλειά μου και 6 για την καταγωγή μου, θα καταλάβω τι θέλει να πουλήσει. «Ας βάλω τον Γκέλια να κλάψει για λίγη τηλεθέαση». Υπάρχουν ΜΜΕ που θέλουν απλώς να εκβιάσουν συναισθηματικά το κοινό. Και υπάρχουν άλλοι που θέλουν να μιλήσουν κριτικά για ένα φαινόμενο, έτσι ώστε να αλλάξουμε την κατάσταση. Οφείλουμε να μιλάμε κριτικά και να εξετάζουμε τι έχει αλλάξει και τι έχει βελτιωθεί. Είμαι πολύ οπτιμιστής. Δεν έχω την πολυτέλεια να βιώσω την αρνητικότητα στη ζωή μου. Είμαστε τυχερή και άτυχη γενιά.
– Πώς το εννοείς αυτό;
Περάσαμε οικονομική κρίση, πολιτική κρίση, πανδημία, ακρίβεια και τώρα πόλεμο στη γειτονιά μας. Δε ζήσαμε τα “καλά χρόνια του ΠΑΣΟΚ” που παλιότεροι ηθοποιοί έπαιρναν 20.000 ευρώ το μήνα για ένα εβδομαδιαίο σίριαλ και γκρίνιαζαν. Δεν τα έχω ζήσει και δε θα τα ζήσω. Έχω κάνει παραστάσεις για 100-200 ευρώ τον μήνα. Παλεύω για όσα έχω.
– Στην Αλβανία θα δούλευες ως ηθοποιός;
Τα αλβανικά τα μιλάω σαν ξένη γλώσσα, αλλά αν είχα σενάριο θα μπορούσα να το κάνω. Δε θα μπορούσα να δουλέψω στο Portokalli (η μακροβιότερη σατιρική εκπομπή στην Αλβανία), γιατί απαιτεί αυτοσχεδιασμό.
– Πώς είναι να είσαι ηθοποιός στη σημερινή πραγματικότητα;
Παράγουμε περισσότερους ηθοποιούς από ό,τι μπορούμε να καταναλώσουμε. Υπάρχουν ηθοποιοί που παλεύουν μόνοι τους με το όνειρό τους. Δουλεύουν σε μπαρ, καφέ και τηλεφωνικά κέντρα. Υπάρχουν ηθοποιοί “ασφάλειας” με οικογένεια που βοηθάει, με πτυχία, με σπίτια. Λένε να κυνηγήσουν το όνειρό τους στο θέατρο, εφόσον έχουν ένα “μαξιλαράκι”. Υπάρχουν ηθοποιοί που είναι μεγάλα ονόματα και πληρώνονται αδρά. Μπορεί κάποιος να παίρνει 10.000 ευρώ τον μήνα και το υπόλοιπο καστ να παίρνει 1.000 ενώ δουλεύουν παραπάνω. Είναι πολύ ανοιχτό το θέατρο: άλλοι πληρώνονται με ποσοστά και συχνά “πέφτουν μέσα”, άλλοι παίρνουν ένα χαρτζιλίκι, άλλοι είναι μισθωτοί. Είναι το πιο ωραίο επάγγελμα του κόσμου! Είναι απολαυστικό, υπέροχο και ψυχοφθόρο. Η υποκριτική είναι ο μεγαλύτερος μαζοχισμός. Ζούμε πολλές ζωές, πράγμα τέλειο και καταστροφικό. Δεν πάμε πολύ καλά στα μυαλά μας οι ηθοποιοί. Ενώ το επάγγελμα δε σου προσφέρει υλική ασφάλεια, νιώθεις έναν αέρα ελευθερίας. Το ταλέντο για μένα είναι απλά αντίληψη. Έχει περισσότερη σημασία η δουλειά και το τάιμινγκ.
– Λες ότι κάποιοι ηθοποιοί πληρώνονται πολύ περισσότερο. Δε θα έπρεπε όμως η εμπειρία να πληρώνεται;
Εννοείται, σημαίνει ότι κάποιος κάνει το επάγγελμα πολύ καλά. Δε μπορείς να μην πληρώσεις τη Meryl Streep. Δεν ήρθε ουρανοκατέβατη και είπε «Είμαι η καλύτερη ηθοποιός, πληρώστε με!». Ένας τέτοιος ηθοποιός έχει δώσει τη ψυχή του. Θα έπρεπε να υπάρχει άδεια άσκησης επαγγέλματος. Δε μπορεί να έχει ματώσει η καρδιά και η τσέπη σου για να γίνεις ηθοποιός και να παίρνουν τελικά κάποιον πρώην παίκτη ριάλιτι.
– Σιγοντάρουμε κι εμείς οι δημοσιογράφοι σε αυτό. Έναν παίκτη ριάλιτι ή ινφλουένσερ θα τον ρωτήσουν αν θα έκανε ποτέ καθημερινό. Λες και τον ρωτάνε αν θα πάει γυμναστήριο ή αν θα δοκίμαζε σούσι.
Και γίνεται και αντιστρόφως. Πόσες φορές με έχουν ρωτήσει αν θα πήγαινα σε ριάλιτι ή αν θα παρουσίαζα εκπομπή. Θα ήθελα να σκηνοθετήσω μια ταινία μικρού μήκους στη ζωή μου, αλλά είναι πάρα πολύ δύσκολη δουλειά. Δεν είμαι σκηνοθέτης. Αν μάθω όσα πρέπει κι αν έχω κάτι να πω, μόνο τότε θα το κάνω. Δε ξέρω αν είμαι καλός σε πολλά πράγματα. Είμαι καλός ως ηθοποιός.
– Στην ελληνική μυθοπλασία τι φαινόμενα εντοπίζεις;
Σε όλον τον κόσμο κι όχι μόνο εδώ, υπάρχει ένα πρόβλημα: δεν έχουμε σενάρια. Έχουμε εξαιρετικούς ηθοποιούς, σκηνοθέτες, φωτογράφους. Το σενάριο, ειδικά στην Ελλάδα, είναι υποβαθμισμένο. Τι πουλάει; Έρωτας, χρήμα, σεξ, αίμα, θρησκεία, όπλα. Σκέφτηκε κάποιος μια φορά να κάνει μια σειρά με έρωτα και φόνο, τις Άγριες Μέλισσες πριν 5 χρόνια. Πολύ ωραία! Από τότε βλέπεις μόνο τέτοιες σειρές, έχουμε 5-6 έργα εποχής φέτος. Το Ναυάγιο μπορεί να είναι εποχής, αλλά μιλάμε για μια παραγωγή πάνω σε ένα θέμα που δεν έχει ξαναγίνει.
– Η λύση θα ήταν να δώσουν έμφαση στα mini series;
Φυσικά, αλλά αυτό δε θα το ήθελαν οι παραγωγή. Θα δώσει 150.000 για 10 επεισόδια; Και πώς θα τα πάρει πίσω;
– Το ΑΙ σε τρομάζει;
Πάρα πολύ. Με τρομάζει το να εγκλωβίζουν την εικόνα και τη φωνή των ηθοποιών. Αυτό είναι ο θάνατος του ηθοποιού. Είναι ο βιασμός του επαγγέλαμτός μου. Για να μη μιλήσουμε για το τι απάτες και εγκλήματα μπορούν να γίνουν με αυτήν την τεχνολογία. Εννοείται η τεχνολογία έχει και θετική πλευρά.
– Ανταγωνισμό έχεις βιώσει;
Και να έχει γίνει, δεν το έχω καταλάβει.
– Δεν είσαι παρατηρητικός;
Είμαι στον κόσμο μου. Για να σου δώσω να καταλάβεις θα σου πω μια ιστορία που δεν έχω ξαναπεί. Όταν κάναμε πρόβες για το “Ξενία”, ο Κούτρας ήξερε ότι το κοινό θα πει: «Ταινία του Κούτρα είναι άρα θα γα**θούν τα δύο αδέρφια». Που φυσικά δεν συμβαίνει. Ήθελε λοιπόν εγώ και ο Νικούλι να παρατηρήσουμε την γκέι κοινότητα γύρω μας και να αντλήσουμε στοιχεία. Του λέω ότι δεν ξέρω κανέναν γκέι. Μου λέει «Νίκο, είσαι σε δραματική σχολή. Πας καλά;». Λίγο αργότερα ήμουν με τον κολλητό μου απο τη σχολή στο αυτοκίνητο και του έλεγα πού να βρω γκέι αφού δεν έχουμε κανέναν στη σχολή. Και μου λέει «Πας καλά, χρυσέ μου; Εγώ τι είμαι;». Του λέω «Ρε Μήτσο σόρρι, αλλά πού να το ήξερα; Δεν το έχουμε συζητήσει». Εντωμεταξύ τόσο καιρό μου έλεγε για τον σύντροφό του κι εγώ για κάποιο λόγο δεν το κατέγραψα ποτέ.