Οι χορογραφίες των δαχτύλων του πάνω στα ασπρόμαυρα πλήκτρα προσδίδουν μια ειδική μαγεία στις συναυλίες όπου συμμετέχει τα τελευταία, πολλά πια, χρόνια. Γεννήθηκε στην Κύπρο το 1976 και δεν θυμάται να του έχει αρέσει κάτι άλλο στην ζωή του περισσότερο από την μουσική. Τόσο που να του αφιερωθεί ολόψυχα, όπως έχει κάνει σε εκείνη.
Από την παράσταση του Θοδωρή Βουτσικάκη και της Λίνας Νικολακοπούλου στις αρχές της φετινής άνοιξης στην Φρυνίχου (Θέατρο Τέχνης) δεν ήξερα τι να πρωτοθαυμάσω. Μήνες μετά, συνειδητοποιώ ότι μου έμεινε αξέχαστη η εκφραστική πλάτη και, βέβαια, τα δονούμενα χέρια του πιανίστα και μουσικού Νεοκλή Νεοφυτίδη.
Έχει συνεργαστεί με τα μεγαλύτερα ονόματα στο ελληνικό τραγούδι (Λεοντής, Ξαρχάκος, Μητσιάς, Φαραντούρη, Βιτάλη) είναι μόνο μερικά από αυτά. Επίσης, γράφει μουσική και κάνει ενορχηστρώσεις. Ζει μια ήσυχη ζωή στο Παγκράτι με την οικογένειά του, αλλά επιτρέπει στις νότες και στις μελωδίες να κυματίζουν έντονα μέσα της.
Για την πρώτη του δισκογραφική δουλειά, με τίτλο «Φαγιούμ», σε στίχους Δημήτρη Λέντζου, συνεργάστηκε με σημαντικούς ερμηνευτές, όπως η Σοφία Παπάζογλου, τον Δώρο Δημοσθένους, τον Μανώλη Μητσιά, τον Μανώλη Πασχαλίδη, αλλά τραγουδά κι ο ίδιος.
Ο Νεοκλής Νεοφυτίδης δεν σταματά να πειραματίζεται, να εργάζεται, να ακούει, να παίζει, να αναζητά. Κάπου ανάμεσα από τις απαιτητικές συναυλίες του φετινού καλοκαιριού, ένα μεσημεράκι στο Παγκράτι, επιχειρεί να αφηγηθεί στο Olafaq.gr την ιδιαίτερη σχέση του με την μουσική και τους μουσικούς, ξεκουράζοντας, για λίγο μόνο, τα ανήσυχα δάχτυλά του.
– Νεοκλή, γιατί πιάνο και όχι κάποιο άλλο όργανο;
Δεν μπορώ να το απαντήσω αυτό. Κανονικά, θα έπρεπε να πάω στα κρουστά, ο πατέρας μου ήταν ντράμερ. Όταν με ρώτησε αν με ενδιαφέρι να μάθω μουσική, ως παιδί, επέλεξα το πιάνο. Κάτι θα μου’ χε κάνει το πιάνο ή κάποιος πιανίστας που κάπου θα είχα δει. Δέκα χρονών ήμουν όταν ξεκίνησα. Στην πορεία, ξεκίνησα και βιολί, που έχει μια άλλη λογική ως όργανο, έπαιζα σ εμια ορχήστρα νέων, γνώρισα συμφωνικά έργα και αυτό μου έκανε πάρα πολύ καλό.
– Άλλη δουλειά εκτός από μουσική έχεις κάνει στην ζωή σου;
Ποτέ. Αυτό συνέβη σχετικά φυσικά, όμως. Πήρε τον δρόμο της η μουσική μες στην ζωή μου. Στην Λεμεσό, σε ένα πιάνο μπαρ ήταν η πρώτη μου δουλειά. Μέχρι τα 20 ήμουν Κύπρο. Μετά, όταν γνώρισα την Αθήνα, την οποία ήξερα κι ερχόμουν από μικρός, αποφάσισα να ζήσω μόνιμα. Όταν την επισκεπτόμουν ως παιδί και ως νέος, με πήγαινε ο θείος μου που ζούσε εδώ σε συναυλίες, θέατρα. Καθόμουν, κάθε φορά, για κανένα μήνα και όλο αυτό μου φαινόταν μαγικό. Πολλά ερεθίσματα, πολλή τέχνη. Μ’ άρεσε η ιδέα να ζήσω και να σπουδάσω εδώ.
– Έμενες πάντοτε Παγκράτι;
Αρχικά, έμενα Ιλίσια, κοντά στο Πανεπιστήμιο, το Μουσικών Σπουδών. Και μετά εδώ, τώρα ζω εδώ με την οικογένειά μου. Τα πρώτα επαγγελματικά βήματα με την μουσική στην Αθήνα ήταν με φίλους μουσικούς από την Κύπρο. Φτιάξαμε μια μικρή ομάδα, παίζαμε σε μουσικές σκηνές και διάφορους χώρους και το ένα άρχισε να φέρνει το άλλο. Κάποια στιγμή, ο φίλος μου ο Δώρος ο Δημοσθένους ο τραγουδιστής, αλλά και η τσελίστρια, η Μαριλίζα Παπαδόυρη με σύστησαν στον Χρήστο Λεοντή. Έκανα μια ακρόαση και μπήκα στην ορχήστρα του. Συνέχιζα να παίζω σε μουσικές σκηνές. Η Ηρώ Σαΐα με είδε σε μία από αυτές και μου ζήτησε να συνεργαστούμε.
– Είσαι και δημιουργός μουσικής και εκτελεστής. Πώς ισορροπείς ανάμεσα στα δύο;
Το φέρεις αυτό το πράγμα. Εννοώ την ικανότητα να συνθέτεις, να δημιουργείς. Ακόμα και ο τρόπος που παίζω ως εκτελεστής, θεωρώ ότι είναι αρκετά δημιουργικός. Προσπαθώ δηλαδή να συνθέτω επί σκηνής. Έτσι το αντιλαμβανόμουν πάντα. Δεν με ενδιέφερε τόσο η τεχνική αρτιότηττα ενός δεινού εκτελεστή. Είναι αυτό που λέμε και με κάποιους φίλους μουσικούς: πρέπει να σε ενδιαφέρει να μπαίνεις μέσα εκεί, να καίγεσαι.
– Αλλά, σίγουρα έχεις βρεθεί και σε συνθήκες που δεν καιγόσουν. Ή είσαι τόσο τυχερός;
Είμαι από τους τυχερούς. Ακόμα σε πράγματα που μπορεί αν μου ήταν πιο αδιάφορα εξ αρχής, προσπαθούσα να βρω επαφή, να παθιαστώ. Είναι σημαντικό να πούμε ότι 9 στις 10 φορές παίζω τραγούδια, δηλαδή υπάρχουν και οι στίχοι. Εκεί, πρέπει να μπεις στην διαδικασία ως μουσικός να ακούσεις τον λόγο, ο οποίος σε οδηγεί, σου φτιάχνει εικόνες, σου σκηνοθετεί όλη την ατμόσφαιρα. Νομίζω, μάλιστα, ότι αυτό περνάει και στον κόσμο.
– Σου αρέσει, από ό, τι καταλαβαίνω, να παίζεις ζωντανά, σε κοινό.
Πάρα πολύ! Μου αρέσουν και τα μικρά live, που έχεις πιο άμεση επαφή με τον κόσμο, παίρνεις κατευθείαν τα vibes, είναι συναρπαστικό αυτό το πράγμα. Οι αναπνοές. Κάπως έτσι ήταν και οι παραστάσεις στην Φρυνίχου με τον Θοδωρή Βουτσικάκη. Σωματοποίησα την μουσική και βγήκε κάτι. Έχει σημασία, εδώ, και ο χώρος, η ιστορικότητα και η μαγεία του Θεάτρου του Κουν. Με το που πατήσαμε όλοι το πόδι μας εκεί, νιώσαμε τόσο άνετα, τόσο οικεία.
– Τα ερεθίσματά σου, λοιπόν, είνα και εξωμουσικά πολλές φορές.
Ναι, με ενδιαφέρει πάντα να βρίσκω ιδέες, έμπνευση και χαρά από πράγματα εκτός μουσικής. Κι άλλες τέχνες, φυσικά! Εννοώ το διάβασμα, μια θεατρική παράσταση, οι ταινίες, ένα τοπίο. Έτσι, απορροφάς, βοηθιέσαι στην δική σου τέχνη. Καμιά φορά, οι μουσικοί είμαστε λίγο πιο μονολιθικοί, πιο κολλημένοι μετην μουσική και αυτό δεν είναι πάντοτε η καλύτερη επιλογή.
– Ως ακροατής μουσικής, τι αγαπάς;
Κλασική μουσική από πάντα. Και βέβαια, ελληνικά τραγούδια. Από παιδί αυτά. Μετά, ήρθαν τα άλλα είδη, η ροκ, η τζαζ. Πιο μεγάλος τα άκουσα. Πάντως, την κλασική μουσική δεν μπορώ να την ξεπεράσω, ίσως έχω μια αδυναμία στους Ρώσους: Τσαϊκόφσκι, Ραχμάνινοφ, Στραβίνσκι… Νιώθω ότι η μουσική τους έχει βαθιά ρίζα, την νιώθω πιο κοντά μου.
– Με το ρεμπέτικο συνδέθηκες ποτέ, αλήθεια;
Κι αυτό πιο μετά ήρθε. Στην Κύπρο, η αλήθεια είναι, δεν ακούμε τόσο αυτό το είδος, ακούμε πιο ελαφριά ελληνική μουσική. Άλλωστε, το ρεμπέτικο είναι το ελληνικό, αστικό τραγούδι, είναι λογικό να έχει σύνδεση με τον τόπο, με την Αθήνα, τον Πειραιά…Εδώ είναι η μάνα. Αργότερα, λοιπόν, εκτίμησα την αξία του ρεμπέτικου και το αγάπησα. Έχω κάνει διάφορες μεταγρφές τραγουδιών για πιάνο και συνεχίζω. Κάποια τραγούδια του ρεμπέτικου τα θεωρώ αριστουργήματα. Η αμεσότητά τους είναι σχολείο και για κάποιον που θέλει να ασχοληθεί με το τραγούδι(να γράψει, να ερμηνεύσει, να παίξει) είναι πολύτιμο. Το ρεμπέτικο είναι ένα πολύ ισχυρό κουκούτσι. Ας πιάσουμε, ας πούμε, τον Τσιτσάνη, που όλοι οι μεγάλοι του εντέχνου ανάγονται σε αυτόν. Έχει μια συμφωνικότητα το έργο του. Για παράδειγμα, το «Αντιλαλούνε τα Βουνά». Και αρκετά ακόμα κομμάτια του…
– Διδάσκεις κιόλας, μουσική. Πώς είσαι εντός αυτής της συνθήκης;
Με αφορά πάρα πολύ. Είναι δύσκολο και απαιτητικό το να διδάσκεις, φυσικά. Ένας άλλος ρόλος αυτός του δασκάλου! Καμιά φορά, αναρωτιέμαι αν τα καταφέρνω να μεταδώσω που είναι άλλο πράγμα από το να παίζεις σε μια σκηνή ή να γράφεις μουσική. Κάτι που μου αρέσει, όμως, πολύ είναι που παίζω σε μια σχολή μπαλέτου. Συνοδεύω τα κλασικά μαθήματα, αλλά και του σύγχρονου χορού. Εκεί, παίζω κλασικά κομμάτια και όχι μόνο, ενώ είναι έντονο και το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού, που επιζητεί και η καθηγήτρια, γιατί είναι αλλιώς να παίζει ένα CD κι αλλιώς να υπάρχει αυτή η διάδραση μουσικής και χορού. Θαυμάζω πολύ τους χορευτές, είναι η αλήθεια.
– Δύο σημαντικοί μέντορες και συνεργάτες σου είναι ο Χρήστος Λεοντής και ο Σταύρος Ξαρχάκος. Τι έχεις να καταθέσεις;
Το πρώτο πράγμα που μου έρχεται να πω είναι πάλι αυτό, ότι δηλαδή νιώθω πάρα πολύ τυχερός. Είναι δάσκαλοι για εμένα. Πέρα από την επαφή με την μουσική τους, είναι και το άλλο, αυτά που παίρνεις από αυτούς πριν και μετά την συναυλία. ή στις πρόβες. Ο Λεοντής με ενθάρρυνε πάντα να δημιουργώ και να παρουσιάζω τα δικά μου τραγούδια-κάτι καθόλου δεδομένο για ένα σημαντικό συνθέτη. Έχει παρουσιάσει τραγούδια μου σε δικές του συναυλίες, του είμαι ευγνώμων και για αυτό. Αλλά και ο Ξαρχάκος, πόσα μας μαθαίνε, πάντοτε. Όπως λέει, η πρόβα είναι πιο σημαντική από την παράσταση, γιατί στην πρόβα δημιουργείται το οικοδόμημα. Η λεπτοδουλειά που κάνουμε, η επιμονή στη λεπτομέρεια, το ψάξιμο. Και είναι και όμορφο να συνεργάζεσαι με ανθρώπους που ζυμώνεσαι, επικοινωνείς, αλληλοκαταλαβαίνεστε. Οι άνθρωποι κάνουν την μουσική. Οι άνθρωποι κάνουν τις συναυλίες.
– Πάντα βέβαια σε μια ζωνταντή εμφάνιση θα συμβούν και πράγματα απρόβλεπτα, εκτός συμφωνίας, ίσως, από την πρόβα.
Βεβαίως. Κι εδώ έρχεται η μεγάλη εξυπνάδα του Ξαρχάκου, να θέτει μεν το πλαίσιο, αλλά να αφήνει πάντοτε χώρο να συμβούν και άλλα. Θέλει τον μουσικό να είναι ανοιχτός. Ο Σταύρος Ξαρχάκος έχει την μαγική ικανότητα να πάρει από καθέναν από τους μουσικούς του το 200%. Και μπορεί να το πετύχει μόνο με το βλέμμα του, με τον τρόπο που σε κοιτάει.
– Ποια πρόσφατη συναυλία θυμάσαι που σου μένει ανεξίτηλη;
Με τον Ξαρχάκο θα σου πω, στο ΣΕΦ. Αυτή η συναυλία ήατν κάτι το μαγικό. Και συζητήθηκε και δικαίως πολύ, μετά. Υπήρχε ένας παλμός φοβερός, μια ενθουσιώδης συμμετοχή του κοινού που την ένιωθες πολύ προσωπική την ίδια στιγμή. Και υπήρχε μια έντονη συγκινησιακή φόρτιση. Θυμάμαι, τραγουδούσε η Ηρώ το «Καίγομαι» και είχαν ανάψει χιλιάδες φλογίτσες από τους αναπτήρες…Χαζεύαμε όλοι!
– Έχεις, πια, άγχος για τις εμφανίσεις μετά από τόσα χρόνια στην δουλειά;
Θα έλεγα περισσότερο αγωνία και, ναι, έχω. Ξυπνάω το πρωί, ας πούμε, την μέρα της συναυλίας. Κάτι με γαργαλάει από μέσα, αναρωτιέμαι «θα συμβεί απόψε;», με απασχολεί αυτό συνεχώς. Θέλω να ανοίξουν ξανά οι δίαυλοι, να ευθυγραμμιστεί το μυαλό με την καρδιά, να μπορέσεις να φτιάξεις πράγμαα επί σκηνής…
– Σε κάνει ευτυχισμένο η αγωνία αυτή; Πόσο σημαντική είναι για την ζωή σου;
Με κάνει ευτυχισμένο όλη η ενασχόληση με την μουσική, κάθε πτυχή της. Η καθημερινότητα τον προσγειώνει τον καλλιτέχνη, καμιά φορά απότομα. δεν γίνεται να είναι συνεχώς όλα μαγικά. Καμιά φορά, βέβαια, με ταλαιπωρεί όλη αυτή η πεζότητα, η επιφανειακότητα που επικρατεί. Δύσκολα, δηλαδή, βρίσκεις πια ανθρώπους να μοιραστείς πράγματα πιο ουσιαστικά, παλεύεις για τα αυτονόητα, να τα εξηγήσεις και αυτό γίνεται πολύ κουραστικό. Όμως, ευτυχώς, υπάρχουν σημαντικοί πυρήνες που συντηρούν την ελπίδα και αυτό με κάνει αισιόδοξο. Γιατί, ναι, προσπαθώ να παραμένω αισιόδοξος, να στέκομαι το φως. Είναι που είναι όλο σκοτεινό, ας μην το παντρευτούμε κιόλας το σκοτάδι. Είναι σημαντικό να βλέπουμε γύρω μας την ομορφιά, να ακούμε, να θαυμάζουμε τους ανθρώπους. Και το λέω και για τους ανθρώπους που στέκονται δίπλα μας, στην περίπτωσή μου, τους συναδέλφους μουσικούς. Αν ξαναβρούμε αυτόν τον άξονα, της ουσιαστικής επαφής μας με τον άνθρωπο μέσα μας και γύρω μας, νομίζω θα πάνε όλα καλά!