Τον συναντήσαμε για πρώτη φορά στην τελευταία παράσταση του «Goodbye, Lindita». Ήταν συνεσταλμένος και χαμογελαστός. Τη δεύτερη φορά που τον είδαμε ήταν κατά τη διάρκεια των προβών για το νέο έργο που ανεβάζει με τίτλο, «Taverna Miresia – Mario, Bella, Anastasia». Μιλώντας μαζί του, δε θα διακρίνες κανέναν τουπέ, που ίσως θα περίμενε και θα δικαιολογούσε κανείς από κάποιον που μόλις ανέβασε «την παράσταση της χρονιάς», όπως ανέφεραν πολλά δημοσιεύματα. Ο Mario Banushi μιλά με εικόνες, όπως και στο έργο του. Ζωηρές, πολύχρωμες, παραστατικές εικόνες. Μιλά για τον θάνατο και την απώλεια, για τη σημασία της παράδοσεις και της τελετουργίας, για την κεντρική σημασία των γυναικών στο έργο του. Χρησιμοποιεί τις προσωπικές του αναμνήσεις ως δραματουργικό υλικό για να τις μετατρέψει σε μια τελετουργική πράξη κάθαρσης.
Ο Mario Banushi είναι σκηνοθέτης και performer. Γεννήθηκε το 1998 και μέχρι την ηλικία των 6 μεγάλωσε στην Αλβανία. Ύστερα εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα και σπούδασε υποκριτική στην Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Αποφοίτησε το 2020 και έφτιαξε την πρώτη του ταινία μικρού μήκους με τίτλο PRANVERA (Άνοιξη στα αλβανικά) όπου και συμμετείχε το φθινόπωρο του 2021 στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου TIFF. Το 2017 βρέθηκε δίπλα στον Ευριπίδη Λασκαρίδη ως βοηθός του στην performance THIRIO που έλαβε μέρος στην Μπιενάλε της Αθήνας. Από το 2020 που αποφοίτησε είναι ενεργός στον χώρο των παραστατικών τεχνών και η τελευταία του συνεργασία ήταν με τους Nova Melancholia στο έργο Marcel Duchamp (2022).
Η πρώτη του σκηνοθετική δουλειά είναι η performance RAGADA όπου παρουσίασε ένα κομμάτι της στο Φεστιβάλ ROOMS2022 σε διοργάνωση του Γεράσιμου Καππάτου και ύστερα έλαβε χώρα στο Θέατρο Στη Σαλα. Η RAGADA αποτελούσε το πρώτο μέρος μιας τριλογίας αφιερωμένη στη μητέρα, την μητριά και τον πατέρα του. Ακολούθησε το «Goodbye, Lindita», ένα πειραματικό έργο, που σημείωσε τεράστια επιτυχία. Η τριλογία κλείνει με την επερχόμενη παράσταση, «Taverna Miresia – Mario, Bella, Anastasia» (Miresia στα αλβανικά σημαίνει καλοσύνη).
Η Δήμητρα Βασιλειάδη και η Σίντυ Χατζή συναντήθηκαν με τον σκηνοθέτη, Mario Banushi, με αφορμή την νέα του παράσταση.
– Σίντυ: Το προηγούμενό σου έργο, Goodbye Lindita, διαπραγματεύεται θέματα όπως ο θάνατος, το πένθος και η παράδοση. Ποια ήταν η αρχική έμπνευση πίσω από την παράσταση;
Η πρώτη μου παράσταση ήταν η «Ραγάδα», αφιερωμένη στη μητέρα μου. Η επόμενή μου παράσταση ήθελα να είναι κι αυτή κάτι προσωπικό. Αυτό που είχα βιώσει πρόσφατα και με απασχολούσαι πολύ ήταν η κηδεία της μητριάς μου και του πατέρα μου. Με ενδιέφερε όλος αυτός ο κόσμος γύρω από τις κηδείες και τις τελετές. Αυτή ήταν η αφετηρία, εφόσον αυτό σκεφτόμουν κάθε μέρα, αυτό ήθελα να μοιραστώ και με τον κόσμο. Οι κηδείες αυτές έγιναν σε χωριά της Αλβανίας, οπότε είδα παραδόσεις, έθιμα και τελετές από κοντά που δεν είχα ξαναδεί. Ο πατέρας μου ήταν από τα Τίρανα και η μητριά μου από το Φιέρι.
– Δήμητρα: Και τώρα, το επόμενο έργο, Taverna Miresia, κλείνει τον κύκλο της τριλογίας που είχες ξεκινήσει με τη Ραγάδα και ενδιάμεσο σταθμό το Goodbye Lindita. Τι σηματοδοτεί για σένα αυτός ο κύκλος και ποια είναι η προσωπική σου εξιστόρηση πάνω σε αυτήν την τριλογία;
Η Ραγάδα είχε ως αφετηρία τη μητέρα μου, η Lindita τη μητριά μου. Το τελευταίο μέρος ήθελα να είναι κάτι για τον πατέρα μου. Και έχει μια ωραία ειρωνία το ότι η τριλογία ξεκινάει και κλείνει με τη μητέρα μου και τον πατέρα μου, τους ανθρώπους που με έφεραν στον κόσμο.
– Σ: Στο Goodbye Lindita είναι έντονο το λαογραφικό κι εθνογραφικό στοιχείο. Πού στηρίχτηκες για να το αποδώσεις αυτό;
Έψαξα αρκετά για τις παραδόσεις και μίλησα και με συγγενείς μου εκεί για να μου δώσουν πληροφορίες, ειδικά όσοι ήταν σε χωριά. Αλλά επέτρεψα στο ένστικτο να με οδηγήσει. Νιώθω ότι έχω ένα ένστικτο που με συνδέει με την τελετουργία. Επομένως, κάποιες εικόνες που είδατε στην παράσταση δεν ανταποκρίνονται απαραίτητα μόνο σε κάποιο πραγματικό έθιμο. Ήταν πράγματα τα οποία βασίζονταν και πράγματα τα οποία σκέφτηκα και το ένστικτό μου μου έλεγε «Πλησίασε». Μου αρέσει να δημιουργώ τελετουργίες που μπορεί να μην υπάρχουν. Θα ήθελα να φτιάξω τελετές και τελετουργίες στα έργα μου που να μην βασίζονται σε κάποια παράδοση αλλά να έχουν «γεννηθεί» στην πρόβα.
– Δ: Έχεις πει ότι όλη σου η ζωή είναι περιτριγυρισμένη από γυναικείες φιγούρες. Οι γυναίκες έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο στη ζωή σου. Η αντρική φιγούρα του πατέρα σου πώς έχει καταγραφεί μέσα σου;
Τον πατέρα μου τον συναντούσα μόνο τα καλοκαίρια και γι’ αυτό υπήρχε πάντα μια απόσταση. Τον έβλεπα μια γλυκιά περίοδο του χρόνου που πηγαίναμε στη θάλασσα και ο ήλιος ήταν έντονος. Αυτήν την εικόνα έχω. Ο πατέρας μας δεν ασχολιόταν μαζί μας σε βαθμό που θα τον κούραζε, γιατί ήμασταν στις διακοπές μας. Δεν είχε να μας διαβάσει, να πληρώσει τα φροντιστήρια. Μεγάλωσα με γυναίκες: με τη μητέρα, τη γιαγιά μου, τις αδερφές μου, τις θείες μου. Μπορεί να υπήρχαν κάποιες αντρικές φιγούρες στην παιδική μου ηλικία, όπως οι θείοι μου, αλλά και αυτοί ήταν και δεν ήταν στο σπίτι. Ο πατέρας μου ήταν πάντα μια έντονη απουσία – στο σπίτι, στις γιορτές, στην οικογένεια. Αυτό αφηγείται και η Taverna Miresia. Αν θα μπορούσα να ορίσω μια θεματική αυτή θα ήταν η απουσία του πατέρα, η απουσία της αντρικής φιγούρας σε ένα σπίτι. Θίγει την απουσία. Τι κάνουμε με μια άδεια καρέκλα; Τι κάνουμε όταν κάποιος λείπει από το σπίτι;
– Σ: Στις παραστάσεις σου δεν υπάρχουν λόγια. Η σωματικότητα αντικαθιστά το κείμενο και η σιωπή «ντύνει» το έργο και μας μιλά με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Τι σε έκανε να πάρεις αυτή την απόφαση καλλιτεχνικά;
Ενστικτωδώς κάτι με τραβά στο να μη χρησιμοποιώ λόγια. Δεν είναι ότι σκέφτηκα ποτέ «ας κάνω κάτι πειραματικό ή μεταμοντέρνο». Έτσι κι αλλιώς, το κάνουν ήδη πάρα πολλοί σκηνοθέτες, δεν είμαι ο μόνος που δε χρησιμοποιεί λόγια. Αλλά δε μου αρέσουν τα λόγια. Μου έχουν γίνει προτάσεις για να κάνω κάτι με κείμενο αλλά δεν έχω νιώσει την ανάγκη. Μέχρι να μου προκύψει ένα κείμενο (και αν), θα παραμείνω στην έλλειψη λόγου. Έχει μια άλλη δύναμη, μιλάει με έναν άλλον τρόπο, συχνά πιο δυνατό. Και στη ζωή μου το πιστεύω αυτό. Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια, αυτό το πιστεύω πολύ. Τις περισσότερες φορές δε χρειάζεται να ειπωθεί κάτι. Μπορείς να δώσεις χώρο στη σιωπή, την αμηχανία, τα βλέμματα.
– Δ: Εκτός από απώλεια, τι άλλο σημαίνει θάνατος για σένα;
Ένα είδος θανάτου είναι να αποχαιρετάς κάποιον. Διάβασα πρόσφατα κάτι για την ξενιτιά. Έλεγε ότι όταν κάποιος έφευγε στην ξενιτιά, στην Αμερική ή στην Αυστραλία, οι δικοί του έκλαιγαν περισσότερο από ότι θα έκλαιγαν αν πέθαινε. Στα λιμάνια έκλαιγαν περισσότερο από ότι στις κηδείες. Κι αυτό γιατί όταν πέθαινε κάποιος, αυτό ήταν μια σίγουρη κατάσταση. Ήξεραν που βρίσκεται, τον αποχαιρετούσαν στην κηδεία και μπορούσαν να τον επισκέπτονται στο νεκροταφείο. Αυτός που έφευγε στα ξένα ήξεραν ότι μπορεί να υπάρχει κάπου αλλά δε θα ξαναδούν ποτέ ούτε καν την όψη του. Δε θα γνωρίζουν αν ζει ή αν πέθανε. Θάνατος είναι ο αποχωρισμός. «Πεθαίνει» η σύνδεση που είχες με κάτι ή κάποιον.
– Σ:Πρόσφατα έκανα μια συνέντευξη με τον Δημήτρη Καπουράνη και αναφέρθηκε το όνομά σου. Μου είχε αναφέρει Αλβανούς σκηνοθέτες που εργάζονται στην Ελλάδα, τους οποίους θαυμάζει. Είχαμε παρατηρήσει ότι όλοι εμπνέονταν από την απώλεια και τον θάνατο. Ήταν ο Ένκε Φεζολλάρι, ο Νεριτάν Ζιντζιρία και εσύ. Μου είχε πει ότι αυτό το στοιχείο μας συνδέει όλους τους Αλβανούς, ίσως και όλους τους Βαλκάνιους. Είμαστε μακάβριος λαός;
Η Αλβανία είναι αρκετά χρόνια πίσω σε κάποια πράγματα από την Ελλάδα και ένα από αυτά είναι και η παράδοση. Ευτυχώς έχουμε μείνει πίσω σε αυτό. Νιώθω πιο μακάβριο κάποιος να μην αποχαιρετά τον άνθρωπο του. Στην Αλβανία, ακόμη και στο κέντρο των Τιράνων σε κάποια υπερσύγχρονη πολυκατοικία, θα μεταφέρουν τον νεκρό στο φέρετρο μέχρι πάνω, θα μαζευτούν και θα τον κλάψουν. Με έναν τρόπο, ο αποχαιρετισμός είναι πιο ομαλός – όχι όμως πιο ελαφρύς. Στις δυτικές χώρες, ο τελετουργικός αποχαιρετισμός έχει αρχίσει και εξαφανίζεται κι αυτό είναι στενάχωρο. Τα θετικά του είναι πολύ επιφανειακά. Η τελετή -είναι ένα πολύ δυνατό βίωμα. Ασχέτως αν δε θεωρώ ότι ένα ζευγάρι πρέπει αναγκαστικά να παντρευτεί. Κάποιες τελετές όμως σου επιτρέπουν να βιώσεις καταστάσεις και συναισθήματα και να τις θυμάσαι. Ακόμη κι αν δεν ακολουθήσεις παραδοσιακές τελετές και φτιάξεις τις δικές σου. Είναι τόσο κρίμα που ζούμε μια ζωή με έναν άνθρωπο, τον παντρευόμαστε, τρώμε μαζί, κοιμόμαστε μαζί, κάνουμε παιδί και όταν πεθαίνει δεν τον αποχαιρετάμε. Συμφωνώ με τον Δημήτρη ότι στα Βαλκάνια είμαστε πιο εξοικειωμένοι στον θάνατο. Εν τέλει, στον πυρήνα μας, ο θάνατος μας απασχολεί όλους.
– Δ: Η απώλεια είναι από μόνη της ηχηρή. Πώς την έχεις εντάξει στην περφόρμανς;
Με πολύ απλούς τρόπους, πχ: με μια άδεια καρέκλα. Ο πυρήνας της απουσίας είναι αυτή η άδεια καρέκλα.
– Δ: Ο πατέρας σου δεν εμφανίζεται στο έργο ούτε ως φάντασμα;
Αυτό είναι λίγο spoil (γελάει). Εμφανίζεται ίσως μια μετενσάρκωση του πατέρα. Όχι ο ίδιος. Ακόμη κι αυτό είναι δική μου ερμηνεία, αλλά το πεδίο είναι ανοιχτό. Μπορεί να μην είναι καν μετενσάρκωση. Μπορεί να είναι ένα στοιχείο της φύσης που έρχεται και μας παρηγορεί. Κάποιος άλλος μπορεί να πει ότι αυτό είναι η ψυχή του πατέρα.
– Σ: Αναφέραμε πριν τη σημασία των γυναικών στη ζωή και στο έργο σου. Μου έμεινε μια σκηνή από το Goodbye Lindita, που με συγκίνησε βαθιά γιατί μου θύμισε μια δική μου εμπειρία. Είναι η σκηνή όπου οι γυναίκες, είναι κυρίαρχες στην τελετή. Πλένουν την νεκρή, κλαίνε, οδύρονται και ο λυγμός σχεδόν θυμίζει τραγούδι. Μου θύμισε το μνημόσυνο του παππού μου που στον δρόμο για το νεκροταφείο κυριαρχούσε η σιωπή και όταν φτάσαμε στο μνήμα οι γυναίκες άρχισαν να πλένουν τον τάφο και να κλαίνε με το παραδοσιακό μοιρολόι. Λέγεται «vajtim» στα αλβανικά και είναι τραγούδι σε πολυφωνικό ρυθμό. Με συγκίνησε που μέσα στον πόνο τους, είχαν την ενέργεια να εκπληρώσουν τους ρόλους τους, να πραγματώσουν την παράδοση, να κάνουν περφόρμανς. Έχεις τέτοιες αναμνήσεις;
Ναι έχω και γι’ αυτό το προσέγγισα με έναν τρόπο ειλικρινή κι αληθινό κάτι που πιστεύω ότι κατάλαβε κι ο κόσμος. Μέχρι τα 6 μου ζούσα στην Αλβανία και μετά περνούσα κάθε Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαίρι εκεί. Είχα μια έντονη σύνδεση, δεν πήγαινα διακοπές για μια βδομάδα. Έχω ζήσει πολλές κηδείες, από παιδί. Έχω δει επαγγελματίες μοιρολογίστρες που υπάρχουν ακόμα. Έθιμα στα οποία ραντίζουν τον νεκρό με κρασί. Το σπάσιμο του πιάτου του νεκρού. Αυτές οι εικόνες μου βγαίνουν φυσικά γιατί έχουν καταγραφεί μέσα μου. Ένιωθα ότι στις κηδείες, οι γυναίκες «κάνουν» τη δουλειά. Το σόι μου αποτελείται κυρίως από γυναίκες. Οι γυναικείες φιγούρες πάντα πρωταγωνιστούσαν.
– Δ: Στην νέα σου παράσταση, Tavera Miresia, υπάρχει μια φωτεινή επιγραφή. Τι φωτίζει σε σένα και στην παιδική σου ηλικία αυτή η επιγραφή;
Είναι η ταμπέλα από το εστιατόριο του πατέρα μου. Ήθελα να έχω κάτι στην παράσταση που να με συνδέει απόλυτα με αυτόν τον κόσμο. Η ταμπέλα ήταν το πρώτο πράγμα που έβλεπα όταν πήγαινα στο εστιατόριο του πατέρα μου και το τελευταίο πράγμα που έβλεπα όταν έφευγα από κει. Πάντα δέσποζε πάνω από το εστιατόριό μας.
– Σ: Είναι η πραγματική ταμπέλα στο έργο;
Ακόμα δεν είναι σίγουρο. Έχουμε ένα κομμάτι. Όταν πέθανε ο πατέρας μου η ταβέρνα έκλεισε. Ακόμα το ψάχνουμε.
– Σ: Έχουν έρθει Αλβανοί στην παράσταση και να σου πουν ότι ταυτίστηκαν; Ποιες ήταν οι αντιδράσεις τους;
Από την οικογένειά μου ήρθαν μόνο οι αδερφές και η μητέρα μου γιατί οι περισσότεροι συγγενείς μου ζουν στο εξωτερικό. Τώρα όσον αφορά τους Αλβανούς θεατές, ήταν απίστευτο αυτό που συνέβη! Ήρθαν αρκετά άτομα, που συνδέθηκαν με διαφορετικό τρόπο από τους άλλους θεατές. Ήρθε μια γυναίκα 50αρα, που όταν είδε την παράσταση συγκινήθηκε πάρα πολύ. Είχε συνδεθεί και με την παραδοσιακή φορεσιά. Ήρθε και δεύτερη φορά. Είχε έρθει ένας άλλος κύριος από το Παγκράτι, ο οποίος είχε δει 3-4 φορές θέατρο στη ζωή του. Όταν άκουσε ότι το Lindita το έχει σκηνοθετήσει Αλβανός, ήρθε με τη γυναίκα του να το δει. Μέχρι τότε είχε δει πιο κλασικά πράγματα, όχι κάτι πειραματικό. Λίγες μέρες μετά την παράσταση, μια ηθοποιός πήγε τυχαία στο περίπτερό του. Την αναγνώρισε και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Πήρε τηλέφωνο τη γυναίκα του και της έλεγε πόσο απίστευτο ήταν που την πέτυχε τυχαία. Μου έκανε εντύπωση, ένας Αλβανός μεσήλικας, που δεν είχε δει πολύ θέατρο, όταν ήρθε να δει κάτι πιο πειραματικό, χωρίς λόγια, με γυμνό, συγκινήθηκε τόσο βαθιά. Δεν του φάνηκε ξένο.
– Δ: Είναι το βίωμα, οι αναμνήσεις, οι προσλαμβάνουσες.
– Σ: Και είναι και λάθος να βλέπουμε το πειραματικό θέατρο σαν κάτι για την ελίτ, για τους λίγους, «κι αν το πιάσεις».
Ναι, ένα πειραματικό έργο μπορεί να είναι λαϊκό και παραδοσιακό.
– Δ: Και τι σημαίνει πειραματικό; Όλες οι παραστάσεις είναι ένα πείραμα.
Πείραμα μπορεί να είναι στις μέρες μας κάποιος να ανεβάσει μια παράσταση με τον πιο αυστηρά κλασικό τρόπο. Κάτι που έχει καιρό να γίνει.
– Σ: Ξεκίνησες το 2021. Τι θεωρείς ότι είναι το ελληνικό / αθηναϊκό θέατρο του τώρα;
Μια πολυμορφία. Στην Αθήνα έχεις πολλές επιλογές. Σίγουρα έχουμε τάσεις, αλλά υπάρχει ποικιλία. Θα δεις τραγωδία, κωμωδία, χορό, περφόρμανς, αρχίζουν να μπαίνουν και τα εικαστικά στο θέατρο. Βλέπω διάφορες μείξεις. Λόγος, μουσική, εικαστικά, φως.
– Δ: Ποιο είναι το όνειρό σου στο θέατρο; Έχεις κάποιο απωθημένο;
Όχι κάτι συγκεκριμένο. Σίγουρα υπάρχουν 5-6 θεματικές που με απασχολούν. Είμαι πολύ ανοιχτός στα ερεθίσματα που θα έρθουν στο επόμενο διάστημα. Θα με εγκλωβίσει αν σκεφτώ ότι θέλω οπωσδήποτε να καταπιαστώ με κάτι συγκεκριμένο.
– Σ: Για το Goodbye Lindita ακούγαμε συνέχεια «είναι η παράσταση της χρονιάς». Σημαίνει κάτι για σένα αυτός ο τίτλος; Σε αγχώνει αυτή η επιτυχία, τώρα που ανεβάζεις τη νέα σου παράσταση;
Η ανταπόκριση με έκανε να νιώσω ωραία. Δε ξέρω αν μπορεί μια παράσταση να είναι «η παράσταση της χρονιάς». Σίγουρα η παράσταση «ακούστηκε». Βοήθησαν και τα άρθρα των BBC και The Guardian. Και η ηλικία μου έπαιξε ρόλο, γιατί αυτό που άκουγες συνέχεια ήταν «Είναι μόλις 23-24 χρονών». Δε ξέρω τι θα πει παράσταση της χρονιάς. Δε με αγχώνει, γιατι με το που είδα ότι η παράσταση σημείωνε επιτυχία, είπα στον εαυτό μου ότι δε θα επιτρέψω αυτό να με καταπιεί. Κάτι τέτοιο δε θα μου επέτρεπε να επικεντρωθώ στη νέα μου δουλειά. Δέχομαι τα συγχαρητήρια και τις θετικές κριτικές και τις αφήνω πίσω μου. Δε σκέφτηκα ότι το νέο έργο μου πρέπει να είναι πιο δυνατό από τη Lindita. Δε χρωστάω κάτι σε κάποιον, ούτε κάνω θέατρο για να αποδείξω κάτι. Θέλω να κάνω θέατρο που με ευχαριστεί, όπως με ευχαρίστησε και το Lindita. Δεν είναι δημιουργικό να σκεφτείς ότι το επόμενο πρέπει να είναι καλύτερο, πιο όμορφο, πιο έντονο.