Γράφει ο ‘Iνγκμαρ Μπέργκμαν στην αυτοβιογραφία του: «Η ανακάλυψη της πρώτης ταινίας του Ταρκόφσκι ήταν κάτι σαν θαύμα. Ξαφνικά έπιασα τον εαυτό μου να στέκεται στην πόρτα ενός δωματίου του οποίου τα κλειδιά δεν μου είχαν δοθεί ως τότε. Ήταν ένα δωμάτιο στο οποίο εγώ ήθελα πάντα να μπω ενώ εκείνος εκινείτο συνεχώς και ελεύθερα με ευκολία. Ενιωσα ενθαρρημένος και ερεθισμένος. Κάποιος εξέφραζε αυτό το οποίο πάντα ήθελα να πω χωρίς να ξέρω το πώς. Ο Ταρκόφσκι είναι για μένα ο μεγαλύτερος σκηνοθέτης, αυτός που ανακάλυψε μια νέα γλώσσα, σύμφωνη με τη φύση του φιλμ, καθώς αιχμαλωτίζει τη ζωή σαν αντανάκλαση, σαν όνειρο».

Αν αυτά λέει ο μεγαλύτερος εν ζωή σκηνοθέτης του παγκόσμιου κινηματογράφου, τι μπορώ να συμπληρώσω εγώ για τον Αντρέι Ταρκόφσκι… Το μόνο που θα ήθελα να πω είναι ότι η ταινία του «Στάλκερ» υπήρξε για μένα ένα φως που φώτισε ό,τι πιο σκοτεινό υπήρχε μέσα μου στην ηλικία των 18 χρόνων. Δυστυχώς αυτόν τον άνθρωπο ­ που ήθελα με όλη την ψυχή μου να έχω συναντήσει, δεν τον συνάντησα ποτέ. Ελλείψει πιά της φυσικής παρουσίας του Αντρέι Ταρκόφσκι άρχισα από την άνοιξη του 1993 να κάνω συνεντεύξεις με ανθρώπους που γνώρισαν και έζησαν πλάι στον Αντρέι Ταρκόφσκι. Πέντε χρόνια μετά, το υλικό που έχω μαζέψει είναι 1.500 σελίδων. Με την ευκαιρία της ημερομηνίας γένεσης του σκέφτηκα να σας παρουσιάσω κομμάτια από αυτό το υλικό. Για λόγους ευνόητους ξεκινώ σήμερα από τη συνομιλία που είχα με την αδελφή του σκηνοθέτη, τη Μαρίνα Ταρκόφσκαγια, στη Μόσχα. Η συζήτησή μας έγινε εν πλω…

Ένα πλωτό εστιατόριο που διέσχιζε τον ποταμό Μόσκοβα φιλοξένησε την υπέροχη Μαρίνα, τη φίλη μας Μαρία Μπέικου ­ που φρόντιζε τα ρωσικά να φθάνουν στα αφτιά μου ελληνικά ­ και εμένα. Δεν θα ξεχάσω όλες τις φορές που η Μαρίνα μιλώντας για τον αδελφό της βούρκωσε, όπως δεν θα ξεχάσω και την τελευταία μας στιγμή, αργά το βράδυ, που τη συνόδευσα με ένα ταξί στο σπίτι της, λίγο προτού ανοίξει την πόρτα του διαμερίσματός της.

Γύρισε, με είδε και μου είπε: «Να ξέρετε ότι σήμερα η Μαρίνα Ταρκόφσκαγια σας πρόσφερε ένα από τα πιο πολύτιμα κομμάτια της ζωής της… Να το προσέξετε σαν τα μάτια σας».

– Ποιο είναι το πιο παλαιό ενθύμιο που έχετε από τον Αντρέι;Είναι δύσκολο να μιλήσεις για κάτι τέτοιο. Ξεχωριστά ενθύμια δεν έχω διότι ο Αντρέι ήταν πάντα δίπλα μου, όπως και οι γονείς μας, ο πατέρας και η μητέρα, γι’ αυτό και δεν τον ξεχώριζα αν και στην οικογένεια πολύ νωρίς κήρυξε την αυτονομία του.

– Με ποιον τρόπο κήρυξε την αυτονομία του;Αγαπούσε πάρα πολύ την ελευθερία ενώ δεν αγαπούσε καθόλου τους κανονισμούς και τις υποχρεώσεις. Επίσης του άρεσε πολύ να κάνει παρέα με παιδιά που άρεσαν σε εκείνον αλλά δεν συμπαθούσε καθόλου η μητέρα μας.

– Η μητέρα σας ανακατευόταν στη ζωή του Αντρέι;Η μητέρα επενέβαινε στη ζωή του και ασχολείτο πολύ με τη διαπαιδαγώγηση του. Αν δεν υπήρχε στη ζωή του, ο Αντρέι δεν θα ήξερε τόσο καλά μουσική, ούτε τις εικαστικές τέχνες. Ολα αυτά τα ενδιαφέροντα υπήρχαν στην οικογένεια.

– Υπήρχαν στιγμές που η μητέρα σας φώναζε και σας μιλούσε;
Οπωσδήποτε υπήρχαν τέτοιες στιγμές. Επίσης πρέπει να σας πω ότι ο Αντρέι διάβαζε τα πάντα μικρός… Οταν φύγαμε το 1941 από τη Μόσχα, εξαιτίας του πολέμου πήγαμε σε μια μικρή πόλη, στο Γιούροβιτς, πήρε μαζί του τους ελληνικούς μύθους. Ενώ λοιπόν έξω χιόνιζε και έκανε κρύο, αυτός διάβαζε δυνατά τους ελληνικούς μύθους. Είναι πολύ αστείο που θυμάμαι ότι της μητέρας μας της άρεσε πολύ η Αφροδίτη. Κάποτε λοιπόν λέει στον Αντρέι: «Κοίταξε τι ωραία που είναι» και εκείνος της απαντά: «Ε, καλή είναι. Η Ηρα όμως είναι καλύτερη».

– Του άρεσε η Ήρα, αλήθεια η Ήρα;Οχι, απλώς η ομορφιά της Ήρας ήταν πιο κοντά στην αισθητική του.

– Υπήρχαν άλλοι ήρωες που ξεχώριζε από τη μυθολογία;Του άρεσε πολύ η Οδύσσεια και ο Τρωικός Πόλεμος. Φοβάμαι όμως να πω με σιγουριά ποιος ήρωας του άρεσε περισσότερο… Ο Αχιλλέας… νομίζω.

– Θυμάστε κάποιο γεγονός από το οποίο φαίνεται αυτή η αυτονομία του και η αγάπη του προς την ελευθερία;Ναι, θα ήθελα να πω γενικά ότι ο Αντρέι ήταν από τα παιδιά που ξεχώριζαν από τα άλλα, από αυτά με τα οποία ήταν μαζί π.χ. στο σχολείο. Στο σχολείο ένιωθε πάρα πολύ άνετα: μπορούσε να σηκωθεί έτσι απλά και να τραγουδήσει την άρια του Λένσκι. Προτού γράψει κάποιο διαγώνισμα μπορούσε να σηκωθεί και να τραγουδήσει κάτι χαρακτηριστικό, π.χ. «Τι μου επιφυλάσσει ετούτη η μέρα».

Ο ποιητής Αρσένι Ταρκόφκι με τον μικρό γιό του Αντρέι.

– Λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι δεν ντρεπόταν, έκανε ό,τι ακριβώς ένιωθε.Ναι, ναι, ήταν θρασύς και έκανε ό,τι του άρεσε. Ας πούμε ότι δεν ήθελε να πάει στο σχολείο. Πήγαινε τότε στον κινηματογράφο. Μετά γύριζε στο σπίτι, έριχνε τη σάκα του σε κάποια γωνία και την άλλη ημέρα την έπαιρνε όπως ήταν και πήγαινε πάλι όπου του άρεσε. Υπήρχαν όμως φίλοι, υπήρχε η τζαζ που όταν μεγάλωσε λίγο τον τρέλανε… Και μετά ήταν η εποχή των χίπις… με πολλά μαλλιά με μπριγιαντίνη, μακρύ παλτό με βάτες, πολύ στενό παντελόνι και μπότες με παχύ πάτο.

– Πώς σας έφτανε τι συνέβαινε στον έξω κόσμο τότε; Πως φτάνανε όλα αυτά στην τότε Σοβιετική Ενωση;Δεν ξέρω πώς τα γνώριζε όλα αυτά ο αδελφός μου. Κατά κάποιον τρόπο αυτό το πράγμα εμφανίστηκε σαν κάτι το ιδιαίτερο στη ζωή του τότε… Εμείς στο σπίτι καταλάβαμε ότι ήταν χίπι όταν άρχισε να τους κυνηγά η Αστυνομία για να τους κουρέψει…

– Είχε ποτέ όνειρο, να πάει στην Αμερική;Η Αμερική δεν ήταν απλά κάποιο όνειρο, ήταν μιά μόνιμη φαντασίωση, κάτι ιδανικό. Ό,τι είχε σχέση με την Αμερική απλά δεν επιδέχετο καμία απολύτως κριτική. Αυτό προερχόταν από το γεγονός ότι κανένας μας απολύτως δεν ήξερε τι ήταν η Αμερική. Επίσης ήταν τα χρόνια του σταλινισμού που τα σύνορα ήταν κλειστά. Όλα αυτά λοιπόν ήταν γοητευτικά, διότι ήταν απαγορευμένα, και ό,τι ήταν απαγορευμένο προσείλκυε τη νεολαία και τον Αντρέι φυσικά μεταξύ των άλλων.

– Είχε κοντά του ανθρώπους πιστούς, μιά παρέα παιδιών που είχαν τα ίδια ενδιαφέροντα με εκείνον;Οπωσδήποτε υπήρχε η δική του ομάδα, η παρέα του που ήταν όλα παιδιά που έπαιζαν τζαζ και παρακολουθούσαν τα διάφορα κινήματα.

– Ο Αντρέι έπαιζε κάποιο όργανο μουσικό;Όχι, δεν έπαιζε τίποτα. Συχνά βέβαια καθόταν πλάι στο πιάνο και όταν άρχιζε να παίζει ο πιανίστας, χτυπούσε κι αυτός ρυθμικά τις καρέκλες. Δεν ασχολήθηκε ποτέ επαγγελματικά με την μουσική.

– Η τζαζ πώς εμφανίστηκε στη ζωή του Αντρέι τότε;Η τζαζ ήταν εν μέρει απαγορευμένη και εν μέρει υπήρχε νόμιμα εκείνη την εποχή. Η ύπαρξη της τζαζ ήταν από τα παράδοξα του σταλινισμού: μπορεί, δηλαδή, να μην ήταν αποδεκτή από το κράτος αλλά δεν μπορούσαν και να την απαγορεύσουν πλήρως, όπως στον Ουτιόσοφ και σε άλλους.

– Είχε δει κοντσέρτα του Ουτιόσοφ όταν αυτός ήταν στη Μόσχα;Ναι. Περισσότερο όμως τον άκουγε στο ράδιο. Το ράδιο έπαιζε όλη την ώρα τζαζ. Μετά ήταν και οι ταινίες στο σινεμά… Εκεί έβλεπε όλους τους μεγάλους τζαζίστες.

– Υπήρχε η αίσθηση στην οικογένεια ότι ο Αντρέι ήταν κάτι το ιδιαίτερο ή ότι θα γινόταν κάτι το ιδιαίτερο;
Τέτοια αίσθηση φυσικά δεν υπήρχε, ότι δηλαδή θα γινόταν αυτό που έγινε, αλλά ότι ήταν κάτι το ασυνήθιστο φαινόταν πάντα.

– Ο ίδιος τι έλεγε ότι θα γίνει μεγαλώνοντας;Ο ίδιος δεν έλεγε τίποτα, ήταν πάντα τόσο απορροφημένος σε ορισμένα πράγματα, όπως η τζαζ, οι φίλοι του, το θέατρο στο σχολείο.

– Πώς βρέθηκε στη Σιβηρία ο Αντρέι;Μετά το σχολείο μπήκε στο Ινστιτούτο Ανατολικών Σπουδών. Εμείς όλοι χαρήκαμε πολύ που είχε μια τόσο λαμπρή επιτυχία.

– Ηταν καλός μαθητής;Έγραψε στα διαγωνίσματα πολύ καλά. Βέβαια ως μαθητής ήταν κακός. Αυτό το Ινστιτούτο ήταν πολύ κλειστό: εκεί έπαιρναν μόνο την ελίτ των παιδιών του κόμματος. Παρ’ όλο λοιπόν που δεν ήταν στην Κομσομόλ, ο Αντρέι κατάφερε να μπει. Αυτή ήταν μια περίεργη ιστορία για τα τότε δεδομένα. Επίσης στο βιβλίο «Αναμνήσεις» μια γνωστή, η Νατάλια Μαρασνίκοβα, συγγραφέας, θυμάται τα δικά μου λόγια, όταν είπα στη μητέρα, αφού ο Αντρέι είχε εγκαταλείψει το Ινστιτούτο: «Μητέρα, μη νομίζεις ότι ο Αντρέι θα μπορούσε να σπουδάσει σε αυτό το Ινστιτούτο». Δηλαδή, είχα πολλές αμφιβολίες ότι ο Αντρέι θα μπορούσε να μάθει αραβικά. Και πράγματι τα εγκατέλειψε. Τότε, λοιπόν, για να μη γυρνάει στη Μόσχα με κάποιους υπόπτου ηθικής άγνωστους φίλους, η μητέρα τον έστειλε στη Σιβηρία.

– Ήταν ευτυχισμένη η ζωή σας κοντά στον Αντρέι;Όχι, αισθανόμουν πολύ δυστυχισμένη κοντά του.

– Γιατί;Οι στιγμές που έζησα κοντά του ήταν από τις πιο δύσκολες στη ζωή μου. Να είσαι αδελφή του Ταρκόφσκι και κόρη του ποιητή Ταρκόφσκι είναι πολύ δύσκολο. Το όνειρό μου πάντα ήταν να έχω πατέρα και αδελφό απλούς ανθρώπους.

Ο μικρός Αντρέι παίζει πιάνο.

– Τι ήταν αυτό που σας έκανε δυστυχισμένη πλάι στον αδελφό σας;Ορισμένα πράγματα που έκαναν ο πατέρας κι ο αδελφός μου στην προσωπική τους ζωή δεν μου άρεσαν… αλλά αυτή ήταν η ζωή τους και δεν μπορούσα να επέμβω. (βουρκώνει)

– Οι περισσότεροι άνθρωποι που έχουν ένα τόσο μεγάλο ταλέντο κάνουν τη ζωή των κοντινών τους προσώπων δύσκολη, απερίγραπτη, χωρίς να το θέλουν.Του Αντρέι πολύ του άρεσε το έργο του Τόμας Μαν «Δόκτωρ Φάουστους». Αλλά το πρόβλημα αυτό είναι γνωστό σε όλους: είναι το πρόβλημα του ανθρώπου που χάνει την ανθρωπιά του και την ψυχή του για τον πλούτο.

– Ο αδελφός σας έχασε κάποια στιγμή την ψυχή του γιά τον πλούτο;Μου φαίνεται ότι ο Αντρέι δεν ενδιαφερόταν έτσι απλά για τον Φάουστ, ήθελε να τον γυρίσει κι έργο. Ο Αντρέι είχε μια βαθιά πίστη στον πλούτο, όχι όμως ίδια με αυτήν των κοινών ανθρώπων. Πίστευε στο χρήμα γιατί κάθε δημιουργός πρέπει να το πληρώσει πολύ ακριβά για να κάνει αυτό που του αρέσει και θέλει. Πληρώνει εκτός από πολλά χρήματα και με τη σκληρή μοναξιά του αυτή τη δημιουργικότητα.

– Νομίζετε ότι τα τελευταία χρόνια ήταν πολύ μόνος ο αδελφός σας;Ναι, ήταν πολύ μόνος.

Ίσως όμως να την διάλεξε αυτή τη μοναξιά.Και εγώ έτσι νομίζω. Είχε βέβαια, όπως σας είπα, πάντα φίλους, ακόμη και κακούς φίλους. Ολοι του το λέγαμε ότι οι περισσότεροι φίλοι του ήταν κακοί. Τον περιστοίχιζαν πολύ παράξενοι άνθρωποι.

– Πώς το εξηγείτε αυτό;Και αυτό έχει σχέση με την προσωπική ζωή του Αντρέι.

– Οι σχέσεις του με τον πατέρα σας πώς ήταν;
Ο πατέρας μας για μας, και για τον Αντρέι φυσικά, έφυγε πολύ νωρίς. Εμείς ήμασταν πολύ μικροί όταν έφυγε από το σπίτι ο πατέρας μας… Ηταν ομως ο άνθρωπος στον οποίο ο Αντρέι σε όλη του τη ζωή υποκλινόταν και κατέθετε τον θαυμασμό του.

– Τον επηρέασε το ότι έφυγε μακριά σας νωρίς;Σίγουρα. Στο παιδί χρειάζεται πάντα ο πατέρας και όλοι εμείς υποφέραμε πολύ αλλά η μαμά και η γιαγιά μιλούσαν με τα καλύτερα λόγια για εκείνον.

– Αρρώσταινε με τις πράξεις του ο Αντρέι όταν καταλάβαινε ότι δεν ήταν ορθές;
Ναι. Υπέφερε πάρα πολύ με το ότι δεν μπορούσε να αγαπήσει πραγματικά, τίποτα και κανέναν. Αγάπησε έναν πάρα πολύ μικρό αριθμό ανθρώπων στη ζωή του. Οπως γράφει στο ημερολόγιό του «Αγαπάω τη μητέρα, τον πατέρα, τη Μαρίνα αλλά με κάποιον εξωπραγματικό τρόπο».

– Τι έλεγα γιά τον Θεό;Εμείς μεγαλώσαμε σε αντιθεϊκό κράτος. Η μητέρα μας ήταν άθρησκη τελείως, αν και έζησε σε πολύ θρησκευόμενο περιβάλλον.

– Υπήρξε κάποια στιγμή που ο πατέρας σας εκφράστηκε γιά τον Αντρέι;
Όταν ο πατέρας δούλεψε στον «Καθρέφτη», τον έβαλε ο Αντρέι να διαβάσει 10 ή 11 φορές τους στίχους. Ο πατέρας βέβαια δεν καταλάβαινε τι συμβαίνει, γιατί τον έβαζε και επαναλάμβανε τα ίδια ποιήματα τόσες φορές. Όταν ο Αντρέι άκουσε την τελευταία βερσιόν είπε: «Αυτό είναι καλό». Όταν έβαλε ο Αντρέι να ακούσει ο πατέρας όλες τις βερσιόν, ο πατέρας γύρισε και είπε: «Τώρα κατάλαβα ότι ο Αντρέι είναι ιδιοφυΐα». Του πατέρα μας του άρεσε ιδιαίτερα η ταινία «Στάλκερ».

– Ρωτήσατε τη μητέρα σας ποιες πράξεις του Αντρέι την είχαν στενοχωρήσει περισσότερο;Τη μητέρα την είχαν στενοχωρήσει τόσες πράξεις του Αντρέι, που είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσουμε κάποια. Αγαπούσε παρά πολύ τον Αντρέι και… Βέβαια, ήταν πολύ έξυπνος και του συγχωρούσε όλες τις παραξενιές, λόγω αυτής της ιδιόμορφης αγάπης.

Αριστερά η Μαρία Ιβάνοβα Βισνιάκοβα, μητέρα του Αντρέι Ταρκόφσκι, το 1932. Δεξιά η Μαργαρίτα Τερέχοβα στην ταινία “Ο καθρέφτης” του Αντρέι Ταρκόφσκι (1975).

Όταν ήσασταν μικροί κοιμόσασταν σε ένα δωμάτιο;Ναι, βέβαια… Μια φορά, όταν έτυχε να εισαχθώ σε κάποια κλινική ­ ήμουν 16 χρόνων και τελείως αθώα ­ η γιατρός με ρώτησε «με νεαρούς έχεις κοιμηθεί;» και εγώ απάντησα «ναι, κοιμάμαι με τον αδελφό μου». Αυτή λοιπόν η γιατρός με κοίταξε τόσο παράξενα και θυμάμαι το βλέμμα της, αλλά δεν καταλάβαινα γιατί. Μετά διηγήθηκε στη μητέρα την ιστορία, τι κοπέλα είναι αυτή που έχετε, πόσο αφελής, αγνή.

– Σας διηγούνταν τις ανησυχίες του και τις αγάπες του;Οπωσδήποτε… και ανησυχούσαμε πολύ. Γιατί κάθε καινούργιος έρωτας ­ και ήταν πολλοί στη ζωή του Αντρέι ­ μας ανησυχούσε πάρα πολύ.

– Εσείς διηγιόσασταν σε εκείνον;Πολύ σπάνια, σχεδόν ποτέ. Ήταν πολύ ζηλιάρης. Σε όλα μου τα φλερτ έβρισκε κάποια ελαττώματα, ψεγάδια.

– Φοβόταν κάτι όταν ήταν μικρός;Τίποτε δεν φοβόταν, ήταν πολύ θαρραλέο παιδί. Μπορούσε να αντιμετωπίσει κάποιον πολύ μεγάλο σκύλο, να ανεβεί σε κάποια ψηλή σκάλα της πυροσβεστικής.

– Το σκοτάδι δεν το φοβόταν;Όχι, όχι, εγώ το φοβόμουν το σκοτάδι.

– Τι έλεγε για αυτό το γεγονός εκείνος;Με φόβιζε. Έσβηνε το φως και έκανε διάφορα γιά να με φοβίσει».

– Έτυχε ποτέ να τον ρωτήσετε τι εννοεί με τη λέξη «ευτυχία»;Όχι, ποτέ δεν τον ρώτησα. Μάλλον ήμουν πολύ έξυπνη, γιατί κανένας δεν μπορεί να απαντήσει σε αυτή την ερώτηση.

– ­Τον είδατε ποτέ να κλαίει;Όχι, ποτέ δεν έκλαψε, ήταν πάντα θαρραλέος. Αξιοπερίεργα, ψύχραιμα αντιμετώπιζε τα τραύματά του, που ήταν πάρα πολλά. Μια φορά όμως το 1947 ­ που ήταν μια φοβερή χρονιά από πλευράς τροφίμων ­η μητέρα αγόρασε με κάποιο κουπόνι ένα χειμωνιάτικο παλτό με εντολή από την ένωση συντακτών, όπου της είχαν δώσει αυτό το κουπόνι. Ήταν τον Νοέμβριο του 1947. Ο Αντρέι λοιπόν φόρεσε το παλτό και πήγε στο σχολείο. Επέστρεψε χωρίς το παλτό ­ του το είχαν κλέψει. Τότε και οι δυο μας κλάψαμε, ενώ ο ίδιος ξάπλωσε στο κρεβάτι και γύρισε προς τον τοίχο. Μετά από αυτό αρρώστησε με φυματίωση, διότι επέστρεψε ελαφρά ντυμένος και είχε παγωνιά.

– Τι είχε πει η μητέρα στον ίδιο;Η μητέρα είχε φοβηθεί πολύ που τον είδε σε αυτή την κατάσταση. Η μητέρα δεν μας τιμωρούσε ποτέ για τίποτε.

Η Μαρία Ιβάνοβα Βισνιάκοβα, μητέρα του Αντρέι Ταρκόφσκι, το φθινόπωρο του 1937.

– Φοβόταν ο Αντρέι τον θάνατο;
Μάλλον… όπως κάθε άνθρωπος.

– Αν τώρα ερχόταν ο Αντρέι εδώ και μένατε μόνοι σας, μπορείτε να πείτε δυο-τρεις ερωτήσεις που θα του κάνατε;Όχι. Ποτέ δεν τον ρωτούσα τίποτε… Μόνο του έγραφα μεγάλα γράμματα, κάθε φορά που δεν μπορούσα να κοιμηθώ τις νύχτες.

– Αν ο Αντρέι ήταν τώρα εδώ, πώς θα περνούσατε τον χρόνο σας, πού θα τον πηγαίνατε στη σημερινή Μόσχα;Στη σημερινή Μόσχα είναι πολύ δύσκολο να πάμε κάπου, διότι το σπίτι όπου μεγαλώσαμε είναι πλέον ερείπια. Δεν ξέρω, ίσως να μην πηγαίναμε πουθενά. Είναι πολύ βασανιστικό αυτό που λέω αλλά έτσι είναι. Πριν από λίγο καιρό πήγα στο παλιό μου σχολείο, μπήκα στο κτίριο ­ εκεί μάλιστα ο Αντρέι ερχόταν συχνά και συμμετείχε σε διάφορα έργα με τους φίλους του, αλλά τώρα είναι τραγικά. Ο Αντρέι το έλεγε, ότι δεν πρέπει να γυρίζουμε στα παλιά μέρη.

– Στο μαυσωλείο πήγαινε όταν ήταν μικρός;Στο μαυσωλείο, βέβαια.

– Πίστευε ότι ο Λένιν ήταν κάτι το ιδιαίτερο;Ναι, όλοι μας πιστεύαμε ότι ο Λένιν ήταν κάτι το ιδιαίτερο. Και ο πατέρας μας το πίστευε, μάλιστα είχε γράψει στίχους αφιερωμένους στον Λένιν. Καταλαβαίνετε, ήταν πολύ δύσκολο να αποφύγεις κάτι κοινά αποδεκτό.

– Υπάρχει κάτι από τον Αντρέι το οποίο δεν το έχετε πει σε κανέναν αλλά θα μπορούσατε να το πείτε τώρα;Έχω πολλά που δεν τα έχω πει και πολλά που δεν θα τα πω ποτέ. Αν και πολλά από αυτά τα αναφέρω στα διηγήματά μου. Αυτό για μένα είναι μεγάλο δίλημμα, δηλαδή αν πρέπει να τα γράψω ή όχι. Αυτό το πράγμα όμως μου χρειάζεται για να ελευθερωθώ.

– Σας το εύχομαι… Σας ευχαριστώ.Κι εγώ.