Στο τηλέφωνο λίγο πριν βρεθούμε μου είπε ότι έχει τρακ. Δεν ήθελα να το κάνω χειρότερο και να της πω ότι ήμουν κι εγώ λίγο αγχωμένη που θα τη γνώριζα. Όταν μας υποδέχτηκε στο σπίτι της στο Παλαιό Φάληρο, σε λίγα δεύτερα είχαν «λιώσει» άγχος, τρακ και ντροπές. Δε θυμάμαι να κάναμε καθόλου ψιλοκουβεντούλα. Με το που βρεθήκαμε αρχίσαμε και οι δύο να μιλάμε για την απώλεια, την κατάθλιψη, το πεπρωμένο, τα δικαιώματα των κρατουμένων, τη μετενσάρκωση. Κάποια στιγμή αναφέρθηκε σε ένα δερματικό πρόβλημα που είχε περάσει. Λίγο πριν τα 30 είχε εμφανίσει ακμή, η οποία είχε μολυνθεί με αποτέλεσμα να της δημιουργήσει εμφανείς πληγές στο πρόσωπο. Για τον λόγο αυτό κάλυπτε πάντα το πρόσωπό της με τα πυκνά μαύρα μαλλιά της. Παραδέχεται ότι αυτό της είχε στοιχίσει συναισθηματικά. Της ανέφερα ότι είχα ανακαλύψει μια σύμπτωση που μας συνδέει. Είχε αφιερώσει μεγάλο κομμάτι της ζωής της ως εθελόντρια στο Ίδρυμα Αγωγής Ανηλίκων Θηλέων. Αργότερα το αναμορφωτήριο αυτό είχε μετατραπεί σε σχολείο. Εκεί πέρασα τα χρόνια του Λυκείου. Δεν πιστεύει όμως στις συμπτώσεις. «Έπρεπε να βρεθούμε, είναι όλα προσχεδιασμένα».Καμία συζήτηση δεν είναι «εκτός θέματος» κι όλες με κάποιον τρόπο χώρεσαν εκείνο το απόγευμα στο καθιστικό της.
Η Μαρίνα εμφανίστηκε στα μουσικά πράγματα το 1966 και κυκλοφόρησε τον πρώτο της δισκάκι 45 στροφών το 1968. Την ανακάλυψε ο Μίμης Πλέσσας, ο οποίος ήταν οικογενειακός φίλος. Εμφανίστηκε σε τρεις ταινίες στον κινηματογράφο, έπαιξε στο θέατρο αλλά και σε σειρές στην τηλεόραση. Το 1975παντρεύτηκε τον αρχιτέκτονα, Νίκο Μακρή και μαζί απέκτησαν έναν γιο. Το 1991 αποφάσισε συνειδητά να εγκαταλείψει το πάλκο και να αφιερωθεί στην περίφημη έκθεση «Music – Vision – Media», την οποία εμπνεύστηκε και οργάνωσε η ίδια. Η μουσική, μου λέει, είναι το σπίτι της. Κι εκεί επέστρεψε το 2021 με το τελευταίο τραγούδι της, «Το Σκηνικό (Στιγμές)».
– Πού μεγαλώσατε;
Γεννήθηκα στην πλατεία Βικτωρίας. Μέχρι 7 χρονών μεγάλωσα στον Πειραιά. Μετά ήρθαμε στο Παλαιό Φάληρο.
– Με τι μουσικά ακούσματα μεγαλώσατε;
Μεγάλωσα στην αρχή με όπερα. Παράλληλα στη γωνία του σπιτιού έπαιζαν λαϊκά. Μετά άκουγα βραζιλιάνικη μουσική, bossa nova, κλπ. Κάνοντας παρέα με τον Βαγγέλη και τον Ντέμη, άκουγα πάρα πολύ Beatles. Και βέβαια ελληνική μουσική, που υπήρχε πάντα στη ζωή μου.
– Αναφερθήκατε στον Βαγγέλη Παπαθανασίου και τον Ντέμη Ρούσσο. Κάνατε παρέα πριν ξεκινήσετε την μουσική σας καριέρα;
Ναι, από όταν ήμουν μαθήτρια. Μαζευόμασταν στου Φλόκα και στη Φωκίωνος Νέγρη. Εγώ ήμουν τότε ένα πουλάκι. Είχε «φύγει» ο μπαμπάς μου όταν ήμουν 16 χρονών. Ήταν λατρεμένοι μου φίλοι.
– Αυτοί σαν ώθησαν στο τραγούδι;
Όχι, αυτό έτυχε. Ο Μίμης Πλέσσας ήταν οικογενειακός φίλος και με είχε βάλει στην Καλλιτεχνούπολη ως γραμματέα στην Ένωση Μουσικοσυνθετών Ελλάδος (ΕΜΣΕ). Είχα μάθει γραφομηχανή. Με άκουσε τυχαία να τραγουδάω στο αυτοκίνητο και μου είπε «Ο Λούκας ψάχνει τραγουδίστρια. Η Νέλλυ Μάνου φεύγει γιατί παντρεύεται τον Άλκη Στέα. Θα πας;». Μου λέει ότι θα κάνω δωρεάν μαθήματα στην ΕΜΣΕ και μετά θα πήγαινα να με ακούσει ο Λούκας. Πάω στον μαέστρο και του λέω ότι θα τραγουδήσω το «Girl from Ipanema». Το πρώτο τραγούδι που είπα ποτέ. Μου λέει «Αυτό είναι δύσκολο!». Του λέω «Ναι, αλλά αυτό αγαπώ». Και με προσέλαβε ως τραγουδίστρια ορχήστρας, από τις 10 το βράδυ μέχρι τις 4 το πρωί. Μόνη τελείως, τραγουδούσα από Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκο, Μούτση μέχρι γαλλικά -που δεν ήξερα- ιταλικά και αγγλικά τραγούδια. Ήταν Δεκέμβριος του ‘66.
– Είχατε από τότε στόχο να κάνετε καριέρα στο τραγούδι ή το κάνατε δοκιμαστικά;
Είπα ότι αυτό μου αρέσει. Ούτως η άλλως, ήθελα να ακολουθήσω το κλασικό τραγούδι. Έχασα τον μπαμπά μου και πλέον ήταν δύσκολα. Ήμασταν η μαμά μου και η αδερφή μου. Η μαμά μου αρρώστησε κι εγώ έγινα ο αρχηγός της οικογένειας.
– Είχατε ανασφάλειες στον τρόπο που διαχειριζόσασταν την καριέρα σας;
Δεν τη διαχειριζόμουν. Απλά ήθελα να είμαι στον χώρο. Πώς είναι τα σκυλιά που όταν τα αγαπάνε, πλησιάζουν και νιώθουν οικεία σε έναν χώρο; Ευτυχώς, είχα πολλή αγάπη από τους συναδέλφους και τους μαέστρους.
– Η εικόνα σας μπορεί να θύμιζε μια ποπ σταρ, αλλά ακούγοντας τα τραγούδια σας ο ήχος δεν είναι καθαρά ποπ, τουλάχιστον όχι το «τσιχλοφουσκέ» ποπ.
(Γελάει)
– Εγώ όταν είχα ακούσει πρώτη φορά το «Αγόρι» λέω «Αυτό είναι πανκ πριν το πανκ». Και με άλλα σας κομμάτια, δε ξέρω πού να τα εντάξω μουσικά. Έχουν κάτι από ροκ, κάτι ψυχεδελικό. Το επιλέξατε συνειδητά;
Χαίρομαι πολύ με εσάς τη νεολαία που αναλύετε τα πάντα. Όσον αφορά το «Αγόρι», δεν ήταν συνειδητό, απλά με κάλεσε ο Κατσαρός να πω ένα τραγούδι για την ταινία «Ζητειται επειγοντως γαμπρος». Μου άρεσε και το είπα.
– Ποιο ήταν το μυστικό της επιτυχίας σας;
Δε ξέρω, δεν το έχω αναλύσει καθόλου. Απλά ήθελα να είμαι στον χώρο. Ενώ έχω πάρα πολύ τρακ, μόλις έπιανα το μικρόφωνο ήμουν αλλού. Αλλού!
– Νιώθατε δηλαδή μια γνώριμη ασφάλεια στη σκηνή;
Πριν βγω ένιωθα μια τεράστια ανασφάλεια. Όταν έβγαινα ήμουν στο σπίτι μου. Εκεί ζούσα. Για μένα το τραγούδι είναι η έκφραση των συναισθημάτων μου.
– Νιώσατε ποτέ πίεση να ακολουθήσετε τις τάσεις της εποχής ή τα «θέλω» των δισκογραφικών;
Ήμουν αγρίμι. Η πρώτη δισκογραφική εταιρεία στην οποία δούλεψα ήταν η «Λύρα» του Αλέκου Πατσιφά. Ήταν παλιά καπετάνιος και ήταν υπερπροστατευτικός προς την οικογένειά μου. Ήξερε το ιστορικό της ζωής μου. Κάποια στιγμή με έστειλε στον Νίκο Μαμαγκάκη και στον Γιώργο Μητσάκη και του είπα «Δε θέλω», γιατί άκουγα άλλη μουσική. Ή μια άλλη φορά μου είχε προτείνει να κόψω τα μαλλιά μου και του είπα «Αυτό ξεχάστε το!». Δηλαδή, σε κάποια πράγματα ήμουν κάθετη. Επειδή ήμουν πολύ σοβαρή και αγέλαστη, πολλοί νόμιζαν ότι είμαι σνομπ. Μόνο σνομπ δεν ήμουν. Φοβισμένη ήμουν.
– Υπάρχουν στιγμές που, κάνοντας έναν απολογισμό της καριέρας σας, λέτε «Ναι, τα κατάφερα»; Στιγμές που νιώθετε υπερηφάνεια;
Δεν είμαι καθόλου περήφανη. Όπως υπάρχει μια επαγγελματίας στον οποιοδήποτε χώρο, που πορεύεται, έτσι πορεύτηκα κι εγώ. Δεν ένιωσα ποτέ ότι είμαι κάτι το ξεχωριστό. Ακόμη και για τα βραβεία που πήρα στα διεθνή φεστιβάλ στο Τόκιο, στη Βουλγαρία στην Τσεχοσλοβακία, και αλλού, φυσικά χάρηκα αλλά δεν ένιωσα ποτέ ότι έκανα κάτι σπουδαίο. Γιαυτό δεν άκουγα ποτέ και τα τραγούδια μου. Τον τελευταίο καιρό έχω αρχίσει να τα ακούω, λόγω Facebook. Τώρα με έχω αγαπήσει λίγο. Λέω «μπα, μπράβο κοριτσάκι μου. Καλά το είπες κι αυτό».
– Ήσασταν η μούσα του Γιώργου Ρωμανού;
Συνεργάστηκα μαζί του, δε ξέρω αν ήμουν η μούσα του. Σίγουρα τον θαύμαζα εγώ πάρα πολύ. Ήταν ένα ελεύθερο πνεύμα. Ο Ρωμανός ήταν ψυχεδελικός. Εγώ απλά τον ακολούθησα. Συνεργαζόμενος και με τον ποιητή, Δημήτρη Ιατρόπουλο, με έκαναν κι ένιωσα καλά. Δύο από τα τραγούδια που μου είχαν δώσει, το «Αν τύχει και περάσετε από κει» και «Οι Αριθμοί», ο Ιατρόπουλος τα εμπνεύστηκε από τον Μικρό Πρίγκιπα του Εξιπερί. Το αγαπημένο μου βιβλίο είναι αυτό.
– Ήσασταν χρόνια εθελόντρια στο Ίδρυμα Αγωγής Ανηλίκων Θηλέων.
Ναι, οι εθελόντριες το αναμορφωτήριο το λέγαμε «σχολείο». Έδωσα ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της ζωής μου εκεί. Ο μπαμπάς μου έλεγε ότι πολλοί από αυτούς που ήταν στις φυλακές θα έπρεπε να είναι έξω και πολλοί που είναι έξω, θα έπρεπε να βρίσκονται εκεί μέσα. Δέθηκα πάρα πολύ με τα κορίτσια, με μερικές επικοινωνώ ακόμα. Έχουν γίνει και γιαγιάδες πριν από μένα. Ευτυχώς μου είχαν δώσει carta bianca στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, μου έχουν δώσει και ευχαριστήρια γράμματα. Αν με δείτε ποτέ φυλακή, να ξέρετε ότι θα περάσω καλά (γελάει). Πήγα σε διάφορες φυλακές και αναμορφωτήρια απλά για να τραγουδήσω, δεν έδινα συναυλίες. Ήθελα να τους διασκεδάσω. Πόνεσα πολύ, είναι φοβερό πράγμα να βλέπεις έναν άνθρωπο στα 80 του να είναι ακόμη φυλακισμένος. Τώρα οι συνθήκες μπορεί να είναι καλύτερες, τότε ήταν τρομακτικό το πώς οι υπεύθυνοι φέρονταν απαξιωτικά σε αυτούς τους ανθρώπους, όποιο παράπτωμα κι αν είχαν κάνει. Αυτό δεν το αντέχω. Δε θεωρώ κανέναν άνθρωπο «του περιθωρίου». Κάθε άνθρωπος κουβαλάει τον σταυρό του. Τα ανίψια μου με φωνάζουν «το 100». Είμαι πολύ δοτική και άγνωστος να μου ζητήσει κάτι θα κάνω το παν για να του λύσω το πρόβλημα. Είμαστε συνάνθρωποι, αν δεν υπάρχει αλληλεγγύη τότε γιατί ήρθαμε εδώ;
– Πώς είδατε τη μουσική σας να αλλάζει μέσα στα χρόνια; Δοκιμάσατε διαφορετικά είδη;
Δε δοκίμασα, έκανα αυτό που ήθελα. Τραγουδάω τα πάντα. Τις προάλλες ένας φίλος μου μου είπε ότι είμαι μπλουζ τραγουδίστρια. Μου πρότεινε να κάνουμε κάποια μπλουζ κομμάτια. Είμαι έτοιμη για όλα. Δεν έχω καλούπια, είμαι ελεύθερο άτομο. Ειδικά τώρα δε με δεσμεύει τίποτα. Δεν υπάρχουν υποδεέστερα είδη. Υπάρχει τραγούδι που αγαπάει ο κόσμος και τραγούδι για το οποίο αδιαφορεί. Υπάρχουν ερμηνευτές που υποκλίνομαι σε εκείνους: η Χαρούλα, η Βιτάλη, η Τσανακλίδου, η Τζένη Βάνου. Όλες αγαπημένες μου κι εγώ νιώθω μυρμήγκι μπροστά τους.
– Μετανιώνετε για πράγματα στα επαγγελματικά σας;
Μετανιώνω για τα «όχι» και είπα πάρα πολλά. Αν δεν τα έλεγα, ίσως να είχα άλλη καριέρα. Αλλά δεν κοίταζα την καριέρα. Δεν τολμούσα να κάνω κάποια πράγματα. Από το 1988 θα μπορούσα να έχω γίνει λαϊκή τραγουδίστρια. Μου έγινε πρόταση και ο κουμπάρος μου και νονός του γιού μου, ο Γιώργος Μαρίνος μου είχε πει «Είσαι χαζή που είπες όχι». Αλλά επειδή είχα πάει στη Δραματική Σχολή, ερωτεύτηκα το θέατρο.
– Πώς προέκυψαν οι σπουδές στη δραματική;
Ήταν πρόταση του Μαρίνου. Είναι λατρεμένος μου και να είναι καλά, το μόνο που σκέφτομαι. Μου το πρότεινε για να τραγουδάω και να εννοώ πραγματικά αυτά που λέω. Να δίνω προσοχή στον λόγο. Κι αυτό με βοήθησε πάρα πολύ.
– Πριν μου μιλήσατε λίγο για την αγάπη σας για την ψυχολογία. Πείτε μας λίγα πράγματα γι’ αυτό.
Με ενδιαφέρει η ψυχολογία και η παραψυχολογία. Καταρχάς, τίποτα δεν είναι τυχαίο. Αυτό που συμβαίνει τώρα μεταξύ μας, ήταν προγραμματισμένο να συμβεί. Παρακολουθώ τον εαυτό μου εδώ και πολύ καιρό. Ήμουν πολύ παρορμητική και θύμωνα εύκολα. Με βοήθησε πάρα πολύ η σχέση μου με την Εταιρεία Αντλεριανής Ψυχολογίας. Ευτυχώς που μελέτησα αντλεριανή ψυχολογία πριν κάνω παιδί γιατί με προετοίμασε. Πιστεύω ότι όταν βγάζουμε προς τα έξω κάτι θετικό, το θετικό επιστρέφει. Είμαστε, σαν οργανισμοί, θετική και αρνητική ενέργεια. Όταν βγάζεις αρνητική ενέργεια, για να εξισορροπηθεί ο οργανισμός σου, θα σου έρθει αρνητική ενέργεια. Το πιστεύω απόλυτα αυτό. Παρακολουθώ κάθε στιγμή τι συμβαίνει στη ζωή μου και έχουν συμβεί, πραγματικά, εκπληκτικά πράγματα. Είμαι εκπαιδευμένη πλέον στο να μη σκέφτομαι καν την αγανάκτησή μου για κάτι.
– Αναφερθήκατε πριν στον κ. Γιώργο Μαρίνο. Ήταν σημαντικός άνθρωπος στη ζωή σας;
Συνεργαστήκαμε 3 χρόνια, όταν αντικατέστησα την Κατιάνα Μπαλανίκα. Ο Γιώργος με πάντρεψε, βάφτισε τον γιο μου, ο Γιώργος είναι ο μέντορας μου. Ο Γιώργος με έμαθε πάρα πολλά πράγματα, με έκανε να πιστέψω στον εαυτό μου, σαν τραγουδίστρια. Να μη φοβάμαι στο πάλκο, να μη φοβάμαι να βγάλω το συναίσθημά μου προς τον κόσμο. Ο Γιώργος για μένα είναι τα πάντα. Μου λείπει και στεναχωριέμαι γιατί είναι «κλειστές» οι πόρτες και δε μπορούμε να τον δούμε. Και δε λείπει μόνο σε μένα, λείπει σε πολύ κόσμο. Μας λείπει η διαπροσωπική σχέση που είχαμε μαζί του. Πέραν του καλλιτέχνη «Μαρίνου», ο Γιώργος ήταν ο φίλος μου. Με έπαιρνε τα βράδια μετά τη δουλειά μέχρι το Σούνιο και μιλούσαμε με τις ώρες.
– Το 2021, κυκλοφορήσατε μετά από πολλά χρόνια αποχής, ένα νέο τραγούδι, «Το Σκηνικό (Στιγμές)». Τι σας έκανε να θέλετε να επιστρέψετε;
Αμφιταλαντευόμουν. Μοιραζόμουν τις σκέψεις μου με δύο φίλες μου, με τον γιο μου και με τον ανιψιό μου. Με παρότρυναν να ξεκινήσω. Εντελώς τυχαία μου έγραψε στο Facebook ο Δημήτρης Λιόλιος και μου πρότεινε να συνεργαστούμε. Στην πραγματικότητα τίποτα δεν είναι τυχαίο. Πήγα, τον συνάντησα και τραγουδώντας το «Σκηνικό», είπα στον εαυτό μου «εδώ είμαι».
– Είχατε σταματήσει το τραγούδι από τον Ιανουάριο 1991. Τι σας είχε κάνει να απομακρυνθείτε;
Είχα στεναχωρηθεί από μια προσβλητική συνεργασία επάνω στο πάλκο. Όταν ο συνάδελφος δε σε σέβεται είναι καιρός να φύγεις, σκέφτηκα. Ένιωσα τόσο άσχημα, συνέχισα μεν να τραγουδάω αλλά δεν κοιμήθηκα ενάμιση μήνα. Σκέφτηκα ότι δεν πρέπει να αλλάξω απλά χώρο αλλά επάγγελμα. Η πεθερά μου, έλεγε στον σύζυγό μου και στον πεθερό μου να με πάρουν στο γραφείο γιατί ήμουν πολύ κοινωνική. Ο πεθερός μου ήταν ο εμπνευστής των Ποσειδωνίων. Πρότεινα στον σύζυγό μου να κάνουμε μια έκθεση. Ήμουν στα μουσική πράγματα και μόλις είχε ξεκινήσει η ιδιωτική ραδιοτηλεόραση. Είχα φίλους από τα μίντια τότε. Ήθελα να βάλω και τα μηχανήματα στην έκθεση, της SONY, του ΟΤΕ, το ISDN που είχε εμφανιστεί τότε. Το πρότεινα στον πεθερό μου και σκεφτήκαμε τον τίτλο «Music – Vision – Media». Το ξεκινήσαμε με συνέταιρο έναν οικογενειακό φίλο. Πήγα και στο Υπουργείο Επικοινωνίας με τον σύζυγό μου και μου είπε ο τότε υπουργός, ο κ.Ρέππας «Έχω όλα τα 45άρια σου!». Μπήκαμε υπό την αιγίδα των υπουργείων. Η έκθεση ήταν κάτι πρωτόγνωρο για την Ελλάδα. Στα 3 χρόνια πήγα στις Κάννες και είδα εκεί την έκθεση. Είχαν επισκεφτεί την έκθεση το IFPI, το Billboard, η Federation Internationale des Organisations de Festivals. Ο αείμνηστος Νίκος Σαχπασίδης ήταν να φέρει την Whitney Houston, στο πλαίσιο της έκθεσης στο ΣΕΦ, αλλά εκείνη την περίοδο ήταν έγκυος. Έφερε τους UB40. Μιλώντας με τον Μίλτο Καρατζά της BMG, αναλάβαμε μια συναυλία του Στέφανου Κορκολή στο «Μελίνα Μερκούρη», μεγάλη με 17.000 άτομα. Κάναμε άλλη μια πολύ επιτυχημένη συναυλία με την Άννα Βίσση και τον Νίκο Καρβέλα. Τα μισά λεφτά τα δίναμε στη διαφήμιση σε όλα τα κανάλια. Αργότερα, με τον Άρη Τερζόπουλο ιδρύσαμε την Εταιρεία Μουσικής οργάνωσης και Μέσων Επικοινωνίας, ΤΕΡΖΟΜΑΚ. Το 2002 σταματήσαμε την έκθεση γιατί κάποιος κύριος προσπάθησε να φτιάξει το αντίπαλον δέος, αλλάζοντας τον τίτλο. Έβαλε δωρεάν περίπτερα, πήρε μερικούς δικούς μας πελάτες. Μετά από χρόνια ανακάλυψα ότι συναίτερος σε εκείνη την εταιρεία, με το μεγαλύτερο μερίδιο, ήταν ένας παλιός μου συμμαθητής. Έπρεπε να γίνει έτσι. Αυτό με έμαθε να περιμένω τα πάντα.
– Μετά με τι ασχοληθήκατε;
Περιστασιακά με το τραγούδι, σε πιάνο-μπάρ σε όλη την Ελλάδα. Αλλά πλέον δεν υπήρχαν οι δισκογραφικές εταιρείες που γνώριζα. Είχε αλλάξει ο τρόπος συνδιαλλαγής.
– Όσο είχατε αφοσιωθεί στην έκθεση δε σας έλειψε το τραγούδι;
Καθόλου! Παρόλαυτα, εκείνη την περίοδο με κάλεσε ο Φώσκολος. Ήταν φίλος του άντρα μου και η γυναίκα του ήταν συμφοιτήτριά μου στη Δραματική. Μου λέει «Διάλεξε πού θα παίξεις. Ή στη Λάμψη ή στο Καλημέρα Ζωή». Δέχτηκα να παίξω για 9 μήνες στη Λάμψη. Πέρασα καταπληκτικά. Με την Κάτια Δανδουλάκη γνωριζόμασταν γιατί είχαμε παίξει μαζί στο «Χατζημανουήλ». Ο Νίκος Απέργης ήταν επίσης φίλος μου. Εκεί ένιωσα καλά.
– Αναφέρατε μέχρι στιγμής πολλούς φίλους. Κρατάτε φιλίες;
Βεβαίως. Αγαπώ πολύ τη Μίλλη (Κάραλη), τη Δέσποινα Γλέζου, τον Κώστα Τουρνά, τη Χαρούλα, τον Γιώργο Πολυχρονιάδη, τον Αλέξη Παπαδημητρίου. Τον Ρόμπερτ Ουίλιαμς, τον Δάκη – με πόνεσε πάρα πολύ ο θάνατός τους. Το μωρό μου είναι η Μπέσσυ η Αργυράκη. Ευχαριστώ τον Μάκη Δελαπόρτα που μου έδωσε κουράγιο να τραγουδήσω στην συναυλία προς τιμήν του Ρόμπερτ. Αγαπούσα -όχι!- αγαπώ τον Μητροπάνο, τον Μαχαιρίτσα, τον Βαρδή, τον Κούρκουλο. Δεν έχουν φύγει, δε φεύγουν οι άνθρωποι. Όλοι εδώ είναι. Για αυτούς τους φίλους πόνεσα πάρα πολύ. Και πονάω. Και πονάω.
– Πώς επιλέγετε τους φίλους σας;
Για να κάνω κάποιον φίλο μου θέλω να είναι πάντα καλύτερος από μένα σε κάτι.
– Μου το έλεγε και η μαμά μου αυτό. Τρελή σύμπτωση.
Μα δεν είναι σύμπτωση, δεν πιστεύω σε συμπτώσεις. Έπρεπε να βρεθούμε και να λεχθεί. Αν είναι καλύτερος σε κάτι -στην ευγένεια, τη μόρφωση, τη δοτικότητα, την αγάπη, τη συμπαράσταση- γίνομαι κι εγώ καλύτερη.
– Πώς περνάτε τον ελέυθερό σας χρόνο;
Όταν είμαι στην κατάθλιψή μου, γιατί δεν έχω ξεφύγει τελείως, βλέπω τηλεόραση. Όταν με ξεκουνάνε οι φίλες μου, βγαίνω έξω.
– Με την κατάθλιψη τα’χετε βρει;
Την αποδέχομαι. Έχουμε γίνει φίλες. Δε θέλω χημείες και ψυχιάτρους. Ξέρω ότι μπορώ να το παλέψω μόνη μου. Έχω συμβιβαστεί. Ένα ωραίο ηλιοβασίλεμα μου ανοίγει την ψυχή. Όταν είμαι με τα ανίψια μου στο κτήμα στον Πόρο είμαι πανευτυχής πια. Στην αρχή ήταν δύσκολο, όταν έβλεπα απ’έξω την βάρκα του άντρα μου, μετά τον θάνατό του. Ευτυχώς έχω την οικογένειά μου δίπλα μου.
– Πώς επηρεάζει το πένθος τη δημιουργία σας;
Το «Σκηνικό (Στιγμές)» ήταν για τον Νίκο, τον άντρα μου. Μου έδωσε δύναμη που το τραγούδησα. Ήμασταν μαζί από τα 21 μου. Το πένθος πρέπει να το αντιμετωπίζουμε. Να το δεχόμαστε. Θέλει χρόνο. Το φευγιό του πατέρα μου δεν το έχω ξεπεράσει ακόμα, πόσο μάλλον του άντρα μου. Δεν ξεπερνιούνται αυτά. Μπορεί να τα σπρώχνεις προς το πίσω μέρος του μυαλού σου, αλλά παραμένουν. Πιστεύω ότι με προστατεύουν από ψηλά. Τους βλέπω στον ύπνο μου. Όταν τα έχεις καλά με τον εαυτό σου και αναγνωρίζεις τι σου συμβαίνει, μπορείς να βρεις τον τρόπο να προχωρήσεις παραπέρα. Δεν είναι ευκολάκι. Αλλά είναι τρόπος ζωής μου να δίνω το καλό κι όλα επιστρέφουν.
– Είσαστε μελαγχολική;
Είμαι μπλουζ. Και blue. Είναι δύναμη αυτό για έναν καλλιτέχνη. Δε μπορείς να εκφράσεις λόγο και να είσαι «τραλαλα». Έχω πει και χαζοχαρούμενα, που μου τα επέβαλαν. Με αγγίζει, όμως, ο στίχος που εμπνέεται από τα βιώματά μου. Ο Αλέξης Παπαδημητρίου έχει πει ότι η Μαρίνα είναι «σουξεδό-μετρο». Ξέρω τι θα ακουμπήσει τη ψυχή του άλλου. Λειτουργώ ενστικτωδώς.
– Είναι μια νέα αρχή αυτή η επιστροφή σας στο τραγούδι;
Όλη μου τη ζωή ξεκινούσα από την αρχή. Δεν παραδίδομαι. Κι όπου βγάλει. Δεν κάνω καινούργια αρχή, απλά κάνω αυτό που αγαπώ. Δεν είναι μια καινούργια αρχή, αυτό έγινε το 1966, που βγήκα στη σκηνή και τραγούδησα και δεν ήξερα ότι θα γινόμασταν όλοι μια παρέα. Ένιωσα πολύ καλά στην μοναδική εμφάνιση που έκανα μετά από πολλά χρόνια, στο «Ίχνος». Είχα τόσο άγχος που σκέφτηκα να την ακυρώσω. Και ξαφνικά πιάνω το μικρόφωνο και κράτησα μόνη μου πρόγραμμα 3 ώρες. Μέσα από το τραγούδι έχω αρχίσει και νιώθω καλύτερα. Αυτό που μου έχει λείψει περισσότερο είναι η επικοινωνία με τον κόσμο. Και τώρα πια δε φοβάμαι τίποτα. Ούτε καν τον θάνατο.
– Κλείνοντας θα ήθελα απλά να πω κάτι που παρατήρησα. Σας έχουν πει ποτέ ότι έχετε πολύ θεραπευτική ενέργεια;
Μεγάλο κομπλιμέντο αυτό που μου έκανες. Μεγάλο! Σε ευχαριστώ. Πού να σε αγκαλιάσω κιόλας.