Ο “Ριχάρδος III” σε διασκευή του Ανδρέα Φλουράκη και με τη σκηνοθετική υπογραφή της Ρουμπίνης Μοσχοχωρίτη ήταν ένα από τα μεγαλύτερα δώρα του θεατρικού χειμώνα που πέρασε, μια «προσγείωση» στον σαιξπηρικό κόσμο μέσα από το σήμερα και τις παραλληλίες του.
Δώρο μέσα σε αυτό το δώρο και η ερμηνεία της Μαρίας Καρακίτσου ως βασιλικής σύζυγου Ελισάβετ, στάθηκε αφορμή να έρθουμε σε επαφή με την ηθοποιό και να συζητήσουμε ως Olafaq για μια σειρά από ζητήματα που άπτονται του θεάτρου, της έμφυλης καταπίεσης, της πολιτικής διάστασης της Τέχνης και την Αθήνα του gentrification.
– Βγαίνεις από μια παράσταση που κυριαρχεί η θεματική της πάσης φύσεως καταπίεσης. Σε αυτό το εγχείρημα ποιο ήταν το πιο δύσβατο σκέλος για σένα;
Ο δικός μου ρόλος αφορά κυρίως το πιο καθαρά σαιξπηρικό κομμάτι, στο υπόλοιπο σκέλος μετέχω ως μέλος του θιάσου που αντιδρά ως ηθοποιός εν είδει συμπαράστασης στην κακοποίηση του βασικού θύματος της παράστασης. Το πιο δύσκολο σε όλο αυτό θεωρώ είναι να καταφέρω εγώ και ο υπόλοιπος θίασος να αποτυπώσουμε αυτή τη σύγχρονη αφήγηση και την εναλλαγή ανάμεσα στο σύγχρονο και το κλασικό ύφος. Είναι λεπτές οι ισορροπίες ανάμεσα στην φάση αυτής της μετάβασης αλλά τα καταφέραμε. Σε ότι αφορά το κομμάτι της βίας και της καταπίεσης, μας απασχόλησε πολύ και στις πρόβες γιατί οι χαρακτήρες μας παρότι είναι υποστηρικτικοί δεν είναι δραστήριοι απέναντι στον καταπιεστή και τη δύναμή του. Και στάθηκε αφορμή όλο αυτό για να εξετάσουμε πάλι κι εμείς περιστατικά λεκτικής κακοποίησης ή κακών συμπεριφορών τα οποία έχουμε παρακολουθήσει ή υποστεί, να ξαναδούμε τις αντοχές μας. Το λέει ο ήρωας της παράστασης στο τέλος του έργου ότι κανένας από τους συναδέλφους του δεν έκανε τίποτα. Για να είναι οι άνθρωποι αυτοί εκεί με αυτόν τον σκηνοθέτη πάει να πει ότι έχουν κάνει την επιλογή τους, έχουν ενδεχομένως συνηθίζει να ανέχονται την κακοποίηση ή έχουν παραδοθεί στον φόβο ότι θα χάσουν τη δουλειά τους. Δεν σου κρύβω μάλιστα πως αν και είχα ξαναδουλέψει με τη Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη στον “Ζητιάνο” και ήθελα να ξαναδουλέψω μαζί της, αυτό που με κινητροδότησε στο έργο ήταν ότι μιλάμε για το τραυματικό γεγονός της κακοποίησης. Και είμαστε χαρούμενοι που λειτούργησε όλο αυτό και μπορέσαμε να το μεταφέρουμε στον κόσμο. Το έργο μιλάει για τη συνθήκη της κακοποίησης αυτή καθαυτή, ιστορίες που αφορούν κάθε εργασιακό χώρο.
– Μιλάμε για καταπίεση και έχουμε συμπληρώσει τρία χρόνια μετά το ξέσπασμα του #MeTοο. Έχουν αλλάξει τα πράγματα προς το καλύτερο για τις γυναίκες ηθοποιούς θεωρείς από τότε, ποια είναι η γνώμη σου;
Πρώτα από όλα κρίνω ότι πρέπει να ειπωθεί πως η συνθήκη της κακοποίησης αφορά κάθε εργασιακό χώρο. Από εκεί και πέρα σε ότι αφορά το θέατρο, θέλω να πιστεύω πως τα πράγματα έχουν κάπως καλυτερέψει, το γεγονός ότι κάποιοι φοβούνται να ξεδιπλώσουν αυτό που έχουν στο νοσηρό μυαλό τους είναι θετικό. Θα πρέπει να υπάρχει αυτή η επαγρύπνηση, να κατακτηθεί το γεγονός ότι πρέπει να μιλάμε, και αναφέρομαι τόσο στα θύματα όσο και στον περίγυρο ο οποίος πρέπει να στηρίξει τα θύματα. Αν διαβάσεις εξάλλου την ιστορία περιστατικών κακοποίησης θα δεις ότι οι θίασοι στην πλειοψηφία τους δεν αντιδρούσαν ίσως και γιατί δεν υπήρχε η συνείδηση ότι πολύ απλά αυτό δεν επιτρέπεται, ότι αυτό είναι κακό. Δυστυχώς στην κοινωνία υπήρχε μια αντίληψη –αν και αλλάζει θέλω να πιστεύω σταδιακά- ότι έτσι έχουν τα πράγματα, ότι είναι επιβεβλημένο να ανέχονται συμπεριφορές και δεν μπορούν να κάνουν κάτι ώστε να το αλλάξουν. Οι γυναίκες έχουμε μάθει να δημιουργούμε μηχανισμούς άμυνας και εσωτερικεύουμε τραύματα. Έφτασε όμως ο καιρός να αλλάξει αυτό σε κάθε επίπεδο και οι νεότεροι συνάδελφοι δείχνουν να είναι πιο μαχητικοί και ως προς αυτό.
– Πόσο πίσω σε επίπεδο ευκαιριών παραμένουν οι γυναίκες ηθοποιοί σε σχέση με τους άνδρες;
Πολύ, ακόμη και σήμερα που δείχνουν να είναι σε μια πορεία βελτίωσης κάποια πράγματα. Ένας από τους λόγους που είμαστε πιο πίσω από τους άνδρες είναι πρώτα από όλα η διανομή, οι ανδρικοί ρόλοι σε επίπεδο δραματουργίας είναι σαφώς περισσότεροι από αυτούς των γυναικών, ενώ οι γυναίκες ηθοποιοί είμαστε περισσότερες από τους άνδρες. Υπάρχει λοιπόν μια μεγάλη αναντιστοιχία, οι άνδρες είναι εξαρχής σε πλεονεκτική θέση. Στο σύγχρονο θέατρο υπάρχει μεγαλύτερη δικαιοσύνη ως προς τη δημιουργία αλλά υπάρχει ένα inside joke μεταξύ των γυναικών του χώρου ότι αν είμαστε μαζεμένες πολλές γυναίκες θα παίζουμε είτε “Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα” είτε το “Οκτώ Γυναίκες Κατηγορούνται”. Μάλιστα βλέπουμε σπανιότερα γυναίκες να παίζουν ρόλους γραμμένους για ανδρικό θίασο, ενώ το αντίστροφο είναι συχνότερο. Το δεύτερο είναι το ζήτημα της ηλικίας, το οποίο είχε αναδειχθεί στην περίπτωση του κινηματογράφου πρόσφατα στις ΗΠΑ, και αφορά όσες γυναίκες είμαστε πάνω από 40. Δυσκολευόμαστε να βρούμε δουλειά, κάτι που δεν ισχύει για τους συνομήλικους άνδρες συναδέλφους. Και δεν αμειβόμαστε επί ίσοις όροις, οι άνδρες ηθοποιοί αμείβονται καλύτερα και τους εμπιστεύονται περισσότερο. Ισχύει με λίγα λόγια ό,τι ισχύει στην υπόλοιπη αγορά εργασίας με τις ιδιαιτερότητες του επαγγέλματος να έρχονται να διαμορφώσουν μια επιπλέον δυσκολία.
– Υπάρχει κάποιου είδους συλλογική δράση απέναντι σε αυτή τη δομική και συνεχιζόμενη κατάσταση αδικίας;
Έχουν κάνει μια κίνηση οι γυναίκες σκηνοθέτες -που εκεί κι αν η αναντιστοιχία είναι πολύ μεγάλη υπέρ των ανδρών- διεκδικώντας ισότητα σε επίπεδο δουλειάς που δίνεται σε γυναίκες, τουλάχιστον σε ότι αφορά τους κρατικούς φορείς, το Εθνικό Θέατρο, το ΚΘΒΕ, τα Φεστιβάλ. Σε ό,τι αφορά τους ρόλους των ηθοποιών τα πράγματα είναι πιο περίεργα γιατί εξαρτόμαστε από τη διανομή, αν έχεις ένα έργο με ρόλους για γυναίκες θα παίξεις, αλλιώς όχι. Θα είχε ένα ενδιαφέρον να βλέπαμε την αντίδραση του κοινού σε ένα έργο φτιαγμένο για άνδρες να παίζεται από γυναίκες, αυτή η αντιστροφή θα ήταν ενδιαφέρουσα.
– Τα προβλήματα του να είσαι ηθοποιός στη σημερινή Ελλάδα ακουμπάνε μόνο το οικονομικό ή το έμφυλο σκέλος ή είναι πιο δομικά;
Το μεγάλο πρόβλημα που μέσα του υπάρχουν πολλά ενσωματωμένα είναι ότι δεν υπάρχει πολιτισμική πολιτική στην Ελλάδα. Υπάρχουν κατά καιρούς άνθρωποι πιο ευνοημένοι χρηματικά λόγω της εγγύτητάς τους στο αρμόδιο υπουργείο. Αλλά ποτέ δεν υπήρχε σκεπτικό, αντίληψη για την πολιτιστική κατεύθυνση της χώρας, έχουμε φτάσει το 2024 να συζητάμε αν οι απόφοιτοι δραματικών σχολών είναι απόφοιτοι (τριτοβάθμιας εκπαίδευσης) ή όχι ή για το αν θα έπρεπε να έχουμε πανεπιστημιακού επιπέδου σχολή παραστατικών τεχνών. Είμαστε από το 2012 δίχως ΣΣΕ, γεγονός που έχει διαλύσει τον χώρο. Το ζήτημα της αναγνώρισης των πτυχίων μας μου θυμίζει την κατάσταση στο βουλγάρικο θεατρικό έργο του Στρατίεβ “Σακάκι που βελάζει”, το οποίο εκφράζει τη γραφειοκρατία και τον παραλογισμό της γειτονικής μας χώρας και δυστυχώς και της δικής μας. Ήμασταν επί χρόνια στον αέρα εξαιτίας μιας διάταξης του 2003 που έκλεινε το γραφείο ισοτιμίας των πτυχίων μας. Αν και άλλαξε αυτό πριν λίγα χρόνια άφορα δυστυχώς μόνο όσους είχαν κατοχυρώσει πτυχίο μέχρι μια συγκεκριμένη ημερομηνία. Σε κανένα άλλο σύγχρονο κράτος το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού δεν αδυνατούν να συνεννοηθούν για ένα τόσο βασικό ζήτημα. Σου στερούνται δυνατότητες και ευκαιρίες στο μεταξύ, από μεταπτυχιακό στο εξωτερικό μέχρι την ασφάλιση στο εσωτερικό. Θα δούμε τι θα γίνει με το ΣτΕ σχετικά με το πρόσφατο επαίσχυντο διάταγμα. Το καλό είναι ότι όλος ο κλάδος αγωνίστηκε με πολύ έντονη παρουσία για αυτό.
– Αναφέρθηκες στην σχέση πολιτικής και Τέχνης. Πέρα από την όποια πολιτική διάσταση του θεάτρου το οποίο υπηρετείς είναι άκρως πολιτικός ο τρόπος που δραστηριοποιείσαι. Είσαι ενεργό μέλος του Μέρα25 και της ευρύτερης κινηματικής Αριστεράς. Πώς αυτό το σκέλος επηρεάζει την ανάγνωση του έργου στο οποίο συμμετέχεις και κατ’ επέκταση την παρουσία σου επί σκηνής;
Παράλληλα με την υποκριτική σπούδαζα Πολιτικές Επιστήμες, επομένως ο τρόπος σκέψης και ανάλυσής μου γενικότερα κουβαλάει και αυτό το «φορτίο» μέσα του. Πάντοτε αναλύω με πολιτικούς όρους ένα κείμενο που διαβάζω. Από εκεί και πέρα ο θίασος και η σκηνοθεσία, όλοι οι συντελεστές και οι παράγοντες πρέπει να έχουν ένα κοινό αφήγημα και όποτε μου δίνετε η δυνατότητα επιλέγω τη συνεργασία με ανθρώπους που διαπνέονται από μια τέτοια ματιά, από μια πολιτική προσέγγιση στη δραματική υπόθεση. Η Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη, που σκηνοθέτησε τον Ριχάρδο είναι μια τέτοια σκηνοθέτις, όπως και ο Λευτέρης Παπακώστας που σκηνοθετεί το «Σπίτι με τα δώρα» στο οποίο επίσης εμφανίζομαι. Αν δεν υπάρχει αυτή η ιδεώδης συνθήκη σύμπλευσης, προτείνω με τον τρόπο μου σαν ηθοποιός μια προσέγγιση, με σεβασμό πάντα στο όραμα που θέλει να αποτυπώσει ο δημιουργός. Είναι σημαντικό να ειπωθεί μια ιστορία ενιαία ως αφήγημα, να μην βλέπει το κοινό απλές μονάδες εν κινήσει.
– Είσαι εκτός των άλλων και κάτοικος Κυψέλης; Πως βλέπεις να αλλάζει το αθηναϊκό κέντρο το τελευταίο διάστημα; Είναι για καλό ή για κακό αυτή η μετάλλαξη θεωρείς;
Η Κυψέλη βρίσκεται στο επίκεντρο αυτού που αποκαλούμε gentrification, όπως και όλη η Αθήνα πάνω κάτω. Στον δρόμο που ζω και έχει μήκος 200 μέτρα σκέψου πως υπάρχουν περίπου 45 Airbnb. Πριν λίγα χρόνια η κόρη μου μεταξύ σοβαρού και αστείου και βλέποντας τουρίστες με ρωτούσε από πότε οι Γερμανοί ήρθαν μετανάστες στην Ελλάδα. Έζησα παράλληλα την Κυψέλη να γίνεται πολυπολιτισμική και να ζει τους κραδασμούς που προκάλεσε η παρουσία της ναζιστικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής, στην οποία ο κόσμος της περιοχής δεν επέτρεψε να σηκώσει κεφάλι. Πάντως του gentrification προηγήθηκε η εγκατάλειψη της περιοχής από τον ίδιο τον Δήμο, ειδικά σε ό,τι αφορά την καθαριότητα και τον φωτισμό. Την αλλαγή αυτή στην Κυψέλη την πρόσεξα όταν ζούσα στην Ιταλία μεταξύ 2000-07 και ερχόμουν 2-3 φορές τον χρόνο. Μετά την εγκατάλειψη ήρθε η φυγή κάποιων κατοίκων προς τα προάστια και τα άδεια διαμερίσματα που πουλιόντουσαν κοψοχρονιά ή έμεναν στην ερήμωσή τους. Παράλληλα βέβαια έγινε φθηνός τόπος διαμονής και υποδέχθηκε ανθρώπους που έψαχναν πιο βιώσιμες λύσεις. Πάντως δεν πιστεύω στην τυχαιότητα των πραγμάτων. Το μοτίβο είναι κλασικό: υποβαθμίζεται μια περιοχή και μετά έρχονται ολόκληρες πολυκατοικίες να εκποιηθούν σε funds. Και μετά έχεις ένα γενικότερο μοντέλο για την Αθήνα που τη μετατρέπει σε ένα πελώριο τουριστικό Airbnb και ζώνη πλουσίων, που θα μετατρέψει το κέντρο της Αθήνας σε νεκρό έδαφος, αποστειρωμένο από την κοινωνική ζωή. Αυτό έγινε και στη Ρώμη, όταν η πόλη πέρασε μια οικονομική κρίση, «αναβαθμιζόντουσαν» υποβαθμισμένες περιοχές με όρους gentrification, με αποτέλεσμα πολύ υψηλά ενοίκια, που καθιστούσαν το κέντρο της Αιώνιας Πόλης απρόσβλητο στις λαϊκές τάξεις και με λιγότερη πολιτιστική ζωή σε σχέση και με την Αθήνα. Επομένως το μοντέλο που προορίζεται για την Αθήνα έχει μια προβλεψιμότητα, μια ζοφερή νομοτέλεια. Στο χέρι μας είναι να αντισταθούμε σε αυτή την προοπτική.
☞︎ INFO: Ο “Ριχάρδος ΙΙΙ” θα παίζεται από τον Νοέμβριο στο Σύγχρονο Θέατρο κάθε Δευτέρα και Παρασκευή στις 7 μμ και “Το Σπίτι με τα Δώρα” θα είναι στο Θέατρο 104 κάθε Τετάρτη και Πέμπτη από τις 16 Οκτωβρίου.
Ο “Ριχάρδος III” σε διασκευή του Ανδρέα Φλουράκη και με τη σκηνοθετική υπογραφή της Ρουμπίνης Μοσχοχωρίτη ήταν ένα από τα μεγαλύτερα δώρα του θεατρικού χειμώνα που πέρασε, μια «προσγείωση» στον σαιξπηρικό κόσμο μέσα από το σήμερα και τις παραλληλίες του.
Δώρο μέσα σε αυτό το δώρο και η ερμηνεία της Μαρίας Καρακίτσου ως βασιλικής σύζυγου Ελισάβετ, στάθηκε αφορμή να έρθουμε σε επαφή με την ηθοποιό και να συζητήσουμε ως Olafaq για μια σειρά από ζητήματα που άπτονται του θεάτρου, της έμφυλης καταπίεσης, της πολιτικής διάστασης της Τέχνης και την Αθήνα του gentrification.
– Βγαίνεις από μια παράσταση που κυριαρχεί η θεματική της πάσης φύσεως καταπίεσης. Σε αυτό το εγχείρημα ποιο ήταν το πιο δύσβατο σκέλος για σένα;
Ο δικός μου ρόλος αφορά κυρίως το πιο καθαρά σαιξπηρικό κομμάτι, στο υπόλοιπο σκέλος μετέχω ως μέλος του θιάσου που αντιδρά ως ηθοποιός εν είδει συμπαράστασης στην κακοποίηση του βασικού θύματος της παράστασης. Το πιο δύσκολο σε όλο αυτό θεωρώ είναι να καταφέρω εγώ και ο υπόλοιπος θίασος να αποτυπώσουμε αυτή τη σύγχρονη αφήγηση και την εναλλαγή ανάμεσα στο σύγχρονο και το κλασικό ύφος. Είναι λεπτές οι ισορροπίες ανάμεσα στην φάση αυτής της μετάβασης αλλά τα καταφέραμε. Σε ότι αφορά το κομμάτι της βίας και της καταπίεσης, μας απασχόλησε πολύ και στις πρόβες γιατί οι χαρακτήρες μας παρότι είναι υποστηρικτικοί δεν είναι δραστήριοι απέναντι στον καταπιεστή και τη δύναμή του. Και στάθηκε αφορμή όλο αυτό για να εξετάσουμε πάλι κι εμείς περιστατικά λεκτικής κακοποίησης ή κακών συμπεριφορών τα οποία έχουμε παρακολουθήσει ή υποστεί, να ξαναδούμε τις αντοχές μας. Το λέει ο ήρωας της παράστασης στο τέλος του έργου ότι κανένας από τους συναδέλφους του δεν έκανε τίποτα. Για να είναι οι άνθρωποι αυτοί εκεί με αυτόν τον σκηνοθέτη πάει να πει ότι έχουν κάνει την επιλογή τους, έχουν ενδεχομένως συνηθίζει να ανέχονται την κακοποίηση ή έχουν παραδοθεί στον φόβο ότι θα χάσουν τη δουλειά τους. Δεν σου κρύβω μάλιστα πως αν και είχα ξαναδουλέψει με τη Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη στον “Ζητιάνο” και ήθελα να ξαναδουλέψω μαζί της, αυτό που με κινητροδότησε στο έργο ήταν ότι μιλάμε για το τραυματικό γεγονός της κακοποίησης. Και είμαστε χαρούμενοι που λειτούργησε όλο αυτό και μπορέσαμε να το μεταφέρουμε στον κόσμο. Το έργο μιλάει για τη συνθήκη της κακοποίησης αυτή καθαυτή, ιστορίες που αφορούν κάθε εργασιακό χώρο.
– Μιλάμε για καταπίεση και έχουμε συμπληρώσει τρία χρόνια μετά το ξέσπασμα του #MeTοο. Έχουν αλλάξει τα πράγματα προς το καλύτερο για τις γυναίκες ηθοποιούς θεωρείς από τότε, ποια είναι η γνώμη σου;
Πρώτα από όλα κρίνω ότι πρέπει να ειπωθεί πως η συνθήκη της κακοποίησης αφορά κάθε εργασιακό χώρο. Από εκεί και πέρα σε ότι αφορά το θέατρο, θέλω να πιστεύω πως τα πράγματα έχουν κάπως καλυτερέψει, το γεγονός ότι κάποιοι φοβούνται να ξεδιπλώσουν αυτό που έχουν στο νοσηρό μυαλό τους είναι θετικό. Θα πρέπει να υπάρχει αυτή η επαγρύπνηση, να κατακτηθεί το γεγονός ότι πρέπει να μιλάμε, και αναφέρομαι τόσο στα θύματα όσο και στον περίγυρο ο οποίος πρέπει να στηρίξει τα θύματα. Αν διαβάσεις εξάλλου την ιστορία περιστατικών κακοποίησης θα δεις ότι οι θίασοι στην πλειοψηφία τους δεν αντιδρούσαν ίσως και γιατί δεν υπήρχε η συνείδηση ότι πολύ απλά αυτό δεν επιτρέπεται, ότι αυτό είναι κακό. Δυστυχώς στην κοινωνία υπήρχε μια αντίληψη –αν και αλλάζει θέλω να πιστεύω σταδιακά- ότι έτσι έχουν τα πράγματα, ότι είναι επιβεβλημένο να ανέχονται συμπεριφορές και δεν μπορούν να κάνουν κάτι ώστε να το αλλάξουν. Οι γυναίκες έχουμε μάθει να δημιουργούμε μηχανισμούς άμυνας και εσωτερικεύουμε τραύματα. Έφτασε όμως ο καιρός να αλλάξει αυτό σε κάθε επίπεδο και οι νεότεροι συνάδελφοι δείχνουν να είναι πιο μαχητικοί και ως προς αυτό.
– Πόσο πίσω σε επίπεδο ευκαιριών παραμένουν οι γυναίκες ηθοποιοί σε σχέση με τους άνδρες;
Πολύ, ακόμη και σήμερα που δείχνουν να είναι σε μια πορεία βελτίωσης κάποια πράγματα. Ένας από τους λόγους που είμαστε πιο πίσω από τους άνδρες είναι πρώτα από όλα η διανομή, οι ανδρικοί ρόλοι σε επίπεδο δραματουργίας είναι σαφώς περισσότεροι από αυτούς των γυναικών, ενώ οι γυναίκες ηθοποιοί είμαστε περισσότερες από τους άνδρες. Υπάρχει λοιπόν μια μεγάλη αναντιστοιχία, οι άνδρες είναι εξαρχής σε πλεονεκτική θέση. Στο σύγχρονο θέατρο υπάρχει μεγαλύτερη δικαιοσύνη ως προς τη δημιουργία αλλά υπάρχει ένα inside joke μεταξύ των γυναικών του χώρου ότι αν είμαστε μαζεμένες πολλές γυναίκες θα παίζουμε είτε “Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα” είτε το “Οκτώ Γυναίκες Κατηγορούνται”. Μάλιστα βλέπουμε σπανιότερα γυναίκες να παίζουν ρόλους γραμμένους για ανδρικό θίασο, ενώ το αντίστροφο είναι συχνότερο. Το δεύτερο είναι το ζήτημα της ηλικίας, το οποίο είχε αναδειχθεί στην περίπτωση του κινηματογράφου πρόσφατα στις ΗΠΑ, και αφορά όσες γυναίκες είμαστε πάνω από 40. Δυσκολευόμαστε να βρούμε δουλειά, κάτι που δεν ισχύει για τους συνομήλικους άνδρες συναδέλφους. Και δεν αμειβόμαστε επί ίσοις όροις, οι άνδρες ηθοποιοί αμείβονται καλύτερα και τους εμπιστεύονται περισσότερο. Ισχύει με λίγα λόγια ό,τι ισχύει στην υπόλοιπη αγορά εργασίας με τις ιδιαιτερότητες του επαγγέλματος να έρχονται να διαμορφώσουν μια επιπλέον δυσκολία.
– Υπάρχει κάποιου είδους συλλογική δράση απέναντι σε αυτή τη δομική και συνεχιζόμενη κατάσταση αδικίας;
Έχουν κάνει μια κίνηση οι γυναίκες σκηνοθέτες -που εκεί κι αν η αναντιστοιχία είναι πολύ μεγάλη υπέρ των ανδρών- διεκδικώντας ισότητα σε επίπεδο δουλειάς που δίνεται σε γυναίκες, τουλάχιστον σε ότι αφορά τους κρατικούς φορείς, το Εθνικό Θέατρο, το ΚΘΒΕ, τα Φεστιβάλ. Σε ό,τι αφορά τους ρόλους των ηθοποιών τα πράγματα είναι πιο περίεργα γιατί εξαρτόμαστε από τη διανομή, αν έχεις ένα έργο με ρόλους για γυναίκες θα παίξεις, αλλιώς όχι. Θα είχε ένα ενδιαφέρον να βλέπαμε την αντίδραση του κοινού σε ένα έργο φτιαγμένο για άνδρες να παίζεται από γυναίκες, αυτή η αντιστροφή θα ήταν ενδιαφέρουσα.
– Τα προβλήματα του να είσαι ηθοποιός στη σημερινή Ελλάδα ακουμπάνε μόνο το οικονομικό ή το έμφυλο σκέλος ή είναι πιο δομικά;
Το μεγάλο πρόβλημα που μέσα του υπάρχουν πολλά ενσωματωμένα είναι ότι δεν υπάρχει πολιτισμική πολιτική στην Ελλάδα. Υπάρχουν κατά καιρούς άνθρωποι πιο ευνοημένοι χρηματικά λόγω της εγγύτητάς τους στο αρμόδιο υπουργείο. Αλλά ποτέ δεν υπήρχε σκεπτικό, αντίληψη για την πολιτιστική κατεύθυνση της χώρας, έχουμε φτάσει το 2024 να συζητάμε αν οι απόφοιτοι δραματικών σχολών είναι απόφοιτοι (τριτοβάθμιας εκπαίδευσης) ή όχι ή για το αν θα έπρεπε να έχουμε πανεπιστημιακού επιπέδου σχολή παραστατικών τεχνών. Είμαστε από το 2012 δίχως ΣΣΕ, γεγονός που έχει διαλύσει τον χώρο. Το ζήτημα της αναγνώρισης των πτυχίων μας μου θυμίζει την κατάσταση στο βουλγάρικο θεατρικό έργο του Στρατίεβ “Σακάκι που βελάζει”, το οποίο εκφράζει τη γραφειοκρατία και τον παραλογισμό της γειτονικής μας χώρας και δυστυχώς και της δικής μας. Ήμασταν επί χρόνια στον αέρα εξαιτίας μιας διάταξης του 2003 που έκλεινε το γραφείο ισοτιμίας των πτυχίων μας. Αν και άλλαξε αυτό πριν λίγα χρόνια άφορα δυστυχώς μόνο όσους είχαν κατοχυρώσει πτυχίο μέχρι μια συγκεκριμένη ημερομηνία. Σε κανένα άλλο σύγχρονο κράτος το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού δεν αδυνατούν να συνεννοηθούν για ένα τόσο βασικό ζήτημα. Σου στερούνται δυνατότητες και ευκαιρίες στο μεταξύ, από μεταπτυχιακό στο εξωτερικό μέχρι την ασφάλιση στο εσωτερικό. Θα δούμε τι θα γίνει με το ΣτΕ σχετικά με το πρόσφατο επαίσχυντο διάταγμα. Το καλό είναι ότι όλος ο κλάδος αγωνίστηκε με πολύ έντονη παρουσία για αυτό.
– Αναφέρθηκες στην σχέση πολιτικής και Τέχνης. Πέρα από την όποια πολιτική διάσταση του θεάτρου το οποίο υπηρετείς είναι άκρως πολιτικός ο τρόπος που δραστηριοποιείσαι. Είσαι ενεργό μέλος του Μέρα25 και της ευρύτερης κινηματικής Αριστεράς. Πώς αυτό το σκέλος επηρεάζει την ανάγνωση του έργου στο οποίο συμμετέχεις και κατ’ επέκταση την παρουσία σου επί σκηνής;
Παράλληλα με την υποκριτική σπούδαζα Πολιτικές Επιστήμες, επομένως ο τρόπος σκέψης και ανάλυσής μου γενικότερα κουβαλάει και αυτό το «φορτίο» μέσα του. Πάντοτε αναλύω με πολιτικούς όρους ένα κείμενο που διαβάζω. Από εκεί και πέρα ο θίασος και η σκηνοθεσία, όλοι οι συντελεστές και οι παράγοντες πρέπει να έχουν ένα κοινό αφήγημα και όποτε μου δίνετε η δυνατότητα επιλέγω τη συνεργασία με ανθρώπους που διαπνέονται από μια τέτοια ματιά, από μια πολιτική προσέγγιση στη δραματική υπόθεση. Η Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη, που σκηνοθέτησε τον Ριχάρδο είναι μια τέτοια σκηνοθέτις, όπως και ο Λευτέρης Παπακώστας που σκηνοθετεί το «Σπίτι με τα δώρα» στο οποίο επίσης εμφανίζομαι. Αν δεν υπάρχει αυτή η ιδεώδης συνθήκη σύμπλευσης, προτείνω με τον τρόπο μου σαν ηθοποιός μια προσέγγιση, με σεβασμό πάντα στο όραμα που θέλει να αποτυπώσει ο δημιουργός. Είναι σημαντικό να ειπωθεί μια ιστορία ενιαία ως αφήγημα, να μην βλέπει το κοινό απλές μονάδες εν κινήσει.
– Είσαι εκτός των άλλων και κάτοικος Κυψέλης; Πως βλέπεις να αλλάζει το αθηναϊκό κέντρο το τελευταίο διάστημα; Είναι για καλό ή για κακό αυτή η μετάλλαξη θεωρείς;
Η Κυψέλη βρίσκεται στο επίκεντρο αυτού που αποκαλούμε gentrification, όπως και όλη η Αθήνα πάνω κάτω. Στον δρόμο που ζω και έχει μήκος 200 μέτρα σκέψου πως υπάρχουν περίπου 45 Airbnb. Πριν λίγα χρόνια η κόρη μου μεταξύ σοβαρού και αστείου και βλέποντας τουρίστες με ρωτούσε από πότε οι Γερμανοί ήρθαν μετανάστες στην Ελλάδα. Έζησα παράλληλα την Κυψέλη να γίνεται πολυπολιτισμική και να ζει τους κραδασμούς που προκάλεσε η παρουσία της ναζιστικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής, στην οποία ο κόσμος της περιοχής δεν επέτρεψε να σηκώσει κεφάλι. Πάντως του gentrification προηγήθηκε η εγκατάλειψη της περιοχής από τον ίδιο τον Δήμο, ειδικά σε ό,τι αφορά την καθαριότητα και τον φωτισμό. Την αλλαγή αυτή στην Κυψέλη την πρόσεξα όταν ζούσα στην Ιταλία μεταξύ 2000-07 και ερχόμουν 2-3 φορές τον χρόνο. Μετά την εγκατάλειψη ήρθε η φυγή κάποιων κατοίκων προς τα προάστια και τα άδεια διαμερίσματα που πουλιόντουσαν κοψοχρονιά ή έμεναν στην ερήμωσή τους. Παράλληλα βέβαια έγινε φθηνός τόπος διαμονής και υποδέχθηκε ανθρώπους που έψαχναν πιο βιώσιμες λύσεις. Πάντως δεν πιστεύω στην τυχαιότητα των πραγμάτων. Το μοτίβο είναι κλασικό: υποβαθμίζεται μια περιοχή και μετά έρχονται ολόκληρες πολυκατοικίες να εκποιηθούν σε funds. Και μετά έχεις ένα γενικότερο μοντέλο για την Αθήνα που τη μετατρέπει σε ένα πελώριο τουριστικό Airbnb και ζώνη πλουσίων, που θα μετατρέψει το κέντρο της Αθήνας σε νεκρό έδαφος, αποστειρωμένο από την κοινωνική ζωή. Αυτό έγινε και στη Ρώμη, όταν η πόλη πέρασε μια οικονομική κρίση, «αναβαθμιζόντουσαν» υποβαθμισμένες περιοχές με όρους gentrification, με αποτέλεσμα πολύ υψηλά ενοίκια, που καθιστούσαν το κέντρο της Αιώνιας Πόλης απρόσβλητο στις λαϊκές τάξεις και με λιγότερη πολιτιστική ζωή σε σχέση και με την Αθήνα. Επομένως το μοντέλο που προορίζεται για την Αθήνα έχει μια προβλεψιμότητα, μια ζοφερή νομοτέλεια. Στο χέρι μας είναι να αντισταθούμε σε αυτή την προοπτική.
☞︎ INFO: Ο “Ριχάρδος ΙΙΙ” θα παίζεται από τον Νοέμβριο στο Σύγχρονο Θέατρο κάθε Δευτέρα και Παρασκευή στις 7 μμ και “Το Σπίτι με τα Δώρα” θα είναι στο Θέατρο 104 κάθε Τετάρτη και Πέμπτη από τις 16 Οκτωβρίου.