Αν πεις στον Μάκη Παπασημακόπουλο ότι τον θεωρείς «εξαιρετικό κωμικό», θα σε λοξοκοιτάξει με εκείνο το χαρακτηριστικό του βλέμμα, όπου το ένα του μάτι μισοκλείνει και το ένα φρύδι του ανεβαίνει ψηλότερα από το άλλο, απειλώντας το να το καπελώσει.

Και αυτό γιατι ο Μάκης ουδέποτε θεώρησε τον εαυτό του ως οτιδήποτε, αρνούμενος κάθε επαγγελματική ταμπέλα. Ούτε κωμικό, ούτε μουσικό (και ας έχει εμπλακεί, κατά καιρούς, σε μερικά σημαντικά για την εγχώρια σκηνή συγκροτήματα, όπως τους Rattler Proxy, ας όψεται η αγαπημένη του μπάντα όλων των εποχών, οι Suicide), ούτε ραδιοφωνικό παραγωγό ασχολούμενο με ένα από τα αγαπημένα του θέματα συζήτησης (τα περί του ποδοσφαίρου και της μπάλας γενικότερα), ούτε τίποτα βασικά.

Τον Μάκη τον γνωρίζω σχεδόν 20 χρόνια και μπορώ με το χέρι στην καρδιά να επιβεβαιώσω ότι είναι η πιο sui generis προσωπικότητα που έχω γνωρίσει ποτέ μου και, πιθανώς, ένας άνθρωπος που όλα αυτά τα χρόνια παραμένει βαθύτατα (και εξίσου ανεξήγητα) παρεξηγημένος από πολλούς, γνωστούς (του) και αγνώστους.

Ακόμη και από εμένα τον ίδιο: θυμάμαι κάποτε, πριν πολλά χρόνια, είχαμε λογοφέρει για ένα άλμπουμ των Καναδών noise-rockers DFA 1979, το «You’re a Woman, I’m a Machine»: ο Μάκης επέμενε με μεγάλη ένταση να γίνει άλμπουμ του μήνα στο μουσικό περιοδικό Sonik που ήμασταν τότε αμφότεροι μέλη του, εγώ του αρνήθηκα, και κάπως εκεί έγινε ένα ωραίο πατιρντί, κάτι μου είπε, κάτι του είπα, εντάξει στην πορεία τα βρήκαμε, γιατί, για να παραφράσουμε και την Βάσια την Τριφύλλη, «δεν χαλάνε οι φιλίες για ένα μουσικό άλμπουμ, ρε μαλάκα» (παρόλο που, κανονικά, θα έπρεπε, γιατί τα άλμπουμ είναι τα πιο σημαντικά πράγματα στην ζωή μας).

φωτ: Κική Παπαδοπούλου/olafaq

Φυσικά, ακούγοντάς το στην πορεία, σε κάποιο σημείο κατάλαβα ότι ο Μάκης είχε δίκιο: το αυτί του τότε δούλευε καλύτερα από το δικό μου και το άλμπουμ αυτό όντως άξιζε να ανέβει στην κορυφή των άλμπουμ του μήνα, κάποια στιγμή στις αρχές του 2004.

Για να συνεχίσω πάντως την περιγραφή του, ο 46χρονος σήμερα Μάκης (ή Gerard) ακόμη και τώρα αρνείται πεισματικά να βάλει μια οποιαδήποτε ταμπέλα στον εαυτό του. Γιατί είναι ο άνθρωπος αυτός που δεν ζει ή κινείται ποτέ του κάπου μόνιμα. Ποτέ στον 7ο ή τον 8ο όροφο. Επιλέγει να βρίσκεται, τόσο ο ίδιος, όσο η σκέψη του, κάπου ενδιάμεσα, στον 7 1/2 όροφο των φαιών εγκεφαλικών του κυττάρων, κάπως σαν την ταινία «Being John Malkovich», όπου ο πρωταγωνιστής του, ο Craig Schwartz του ηθοποιού John Cusack μένει και δημιουργεί και κατασκευάζει τις μαριονέτες του ακριβώς στο μεταίχμιο δυο ορόφων.

Κάπως έτσι είναι και η ίδια η σκέψη του Παπασημακόπουλου: πετάγεται με την ίδια ευκολία και ευλυγισία από το σοβαρό στο αστείο, από την πολιτική στα αθλητικά και από εκεί πάλι στα της κοινωνίας μας, όλα περασμένα μέσα από το κωμικό του φίλτρο, όλα ειπωμένα, την ίδια στιγμή, χωρίς να γνωρίζεις πού σταμάταει το σοβαρό και πού ξεκινάει το αστείο, σαν να βρίσκεσαι στον 7 1/2ο όροφο, κάπου στο μεταίχμιο μεταξύ σοβαρού χιούμορ και αστείας σοβαρότητας.

Ο Μάκης λοιπόν είναι η επιτομή της πολυπραγμοσύνης: βρίσκεται, την ίδια στιγμή, στις εκπομπές «Στο Πλεκτό» και «Watch Next» στην Cosmote TV, επιμελείται το «Εξωφρενικά Σημαντικό Podcast» του Gazzetta.gr, κάνει την Youtube-ική εκπομπή «Με τις τάπες» για λογαριασμό της Νovibet/Gazzetta και, last but not least, συμπαρουσιάζει, μαζί με τους φίλους του, Στέλιο Καρακάση και Αχιλλέα Χαρμπίλα ένα podcast για b-movies, το «Τhe film pit».

Και μετά έρχεται και (μου) παραπονιέται «μαλάκα, δεν έχω χρόνο πλέον ούτε να κλάσω», που μού λέει όταν τον συναντάω, Δευτέρα μεσημέρι με 40 βαθμούς και καύσωνα. Ευτυχώς όμως ζούμε σε αυτήν την υπέροχη πόλη, που διαθέτει κοτζάμ «Μεγάλο Περίπατο» και κάπως χαλαρώνουμε και εμείς ως πολίτες.

φωτ. Κική Παπαδούλου/olafaq

Ετσι δεν είναι, Μάκη; «Μου αρέσει πολύ αυτός ο “Μεγάλος Περίπατος” που δημιούργησε ο εξίσου σπουδαίος δήμαρχος Αθηναίων. Είναι σαν να μας είπε “άκου, σού δίνω τον “Μεγάλο Περίπατο”, αλλά επειδή ξέρω ότι μπορεί να μην σου αρέσει εντέλει, σου τον δίνω για λίγο. Είναι σαν να σου δώσω ένα μπισκοτάκι ώστε να θυμάσαι εσύ μετά “πόσο γαμούσε αυτό το μπισκότο που μου έδωσε ο δήμαρχος”. Το καλύτερο με αυτήν την ιστορία είναι ότι είναι σαν να μας λέει “στο πούτσο μου όλα, είμαι large τύπος, και παρόλο που δεν είναι δικά μου τα λεφτά, είμαι large με τα χρήματα των άλλων” γιατί ο ίδιος δεν έχει απαντήσει ποτέ πραγματικά στο κόστος αυτού του έργου. Μιλώντας σοβαρά πάντως, αυτή η ιστορία είναι ό,τι πιο ελληνικό έχω δει σε επίπεδο δομής, κοινωνικής αντίληψης και πολιτικής θέσης. Ένα έργο τσάτρα πάτρα, όλα πρόχειρα και στο πόδι και μόλις ακούμε αντιδράσεις από πολίτες και σούξου μούξου μανταλάκια, “έλα να τα μαζέψουμε τώρα λίγο”. Και αυτό το μπουρδέλο έχει μείνει εκεί στο κέντρο, σε απίστευτα χάλια. Μπράβο στον κύριο Μπακογιάννη πάντως».

Τού επισημαίνω ότι υπάρχει εκεί έξω πολύς κόσμος που τον παρακολουθεί φανατικά (ή φανατισμένα), και με κοιτάει κάπως περίεργα, λες και του έριξα φόλα στη γάτα ή τον σκύλο του: «Δεν ξέρω καν αν είμαι καλός κωμικός. Αυτό που γνωρίζω είναι ότι κάνω πολύ κοινωνική παρατήρηση σε ανθρωπότυπους και άτομα που συνθέτουν χαρακτηριστικά παραδείγματα της ελληνικής συμπεριφοράς. Μου αρέσει πάρα πολύ να τσιγκλάω τα κόμπλεξ του Έλληνα. Σε αυτό έχει πολλά κοινά στοιχεία με τον Άγγλο. Αμφότεροι, βλέπεις, θεωρούν ότι η ιστορία μας μάς δικαιολογεί πάρα πολλά και ότι πρέπει να εξαργυρώνεται εφ’ όρου ζωής, έστω και αν εμείς σήμερα δεν έχουμε καμιά σχέση με τους ανθρώπους που κάποτε συνέθεσαν όλην αυτήν την ιστορία. Ο Έλληνας είναι μονίμως μπερδεμένος ιστορικά, δηλαδή θέλει να είναι και αρχαίος Έλληνας και χριστιανός ορθόδοξος. Και του λες “μεγάλε αυτό δεν γίνεται, είτε το ένα θα επιλέξεις, είτε το άλλο”. Και εκεί είναι που εκνευρίζεται».

φωτ. Κική Παπαδοπούλου/olafaq

Τι άλλα στραβά έχει λοιπόν ο Ελληνας που αξίζει να μπουν κάτω από το μικροσκόπιο της κωμωδίας του; «Έχει μια απαράδεκτα επιλεκτική και α λα καρτ στάση σε πάρα πολλά ζητήματα και είναι πολύ πιο στενόμυαλος απ’ ότι λέει ο ίδιος ότι είναι. Και φυσικά είναι απίστευτα ρατσιστής, επίσης θεωρεί ότι οι πατροπαράδοτες αξίες – τις οποίες ο ίδιος δεν μπορεί να τις ορίσει ξεκάθαρα – πρέπει να διατηρούνται, ενώ επί της ουσίας πρόκειται για ένα μοντέλο αξιών που δεν έχουν καμιά μα καμιά σχέση μέσα στην σύγχρονη κοινωνία, π.χ. η γυναίκα να είναι στην κουζίνα, η σύζυγος να μην μιλαει πολύ όταν είμαστε με φίλους, τα παιδιά να ακολουθήσουν ένα καλό επάγγελμα, η οικογένεια να είναι πάντα μαζί. Αλλά δεν μπορεί με τίποτα να καταλάβει ότι δεν λειτουργούν όλα τα πράγματα με την λογική του “one size fits all”».

Κάποια στιγμή, ο Μάκης, ως προσωπικό πρότζεκτ, κυρίως εξαιτίας αυτής της εμμονής των Ελλήνων με τον ορθοδοξία, έκατσε και έγραψε ένα outline για το πώς θα ήταν ένας πιο ελληνοποιημένος Ιησούς.

«Έχω κατά καιρούς σκεφτεί έναν Χριστό που να ταιριάζει γάντι στον Έλληνα. Αρχικά να πούμε στον κόσμο που θα μας διαβάσει, ότι η Ιησούς ιστορικά δεν υπήρξε ποτέ. Δηλαδή, δεν υπάρχει ούτε ένα συμπαγές ιστορικό γεγονός που να μας πείθει για την ιστορική του ύπαρξη. Αλλά ο Έλληνας επιμένει ότι υπήρξε. Τέλος πάντων. Η ουσία είναι ότι σκέφτηκα ότι αν ερχόταν τώρα ο Ιησούς και ήταν Έλληνας, θα ήταν πολύ βαρεμένος, θα βαριόταν τρομερά την ζωή του. Όμως θα συνέχιζε, ακόμη και στις σχέσεις του με τις γυναίκες, να κάνει συνέχεια αναφορές στα προηγούμενα θαύματα του, γιατί είναι βαθύτατα αυτοαναφορικός και φιγουρατζής», μου λέει και συνεχίζει «Οι 12 απόστολοι, οι μαθητές του σήμερα θα ήταν σίγουρα τύποι όπως ο Άδωνις Γεωργιάδης, διάφοροι διάσημοι όπως ο Σάκης Ρουβάς ή ο Νίκος Μουτσινάς, γιατί αυτός ειδικά έχει μια μαθητική αύρα, ως παρουσιαστικό, και ασχολείται και με τα ενεργειακά θέματα, ε και λογικό, γιατί και ο Ιησούς έχει αυτή την ενέργεια του τύπου “τώρα, θα σε θεραπεύσω” και άνετα και αυτός ο Θανάσης Ευθυμιάδης. Ωραία πράγματα».

Αναρωτιέμαι ποιοι είναι οι πιο δύσκολοι και απαιτητικοί στόχοι της κωμωδίας του: «Α, αυτό είναι εύκολο ως απάντηση», μου τονίζει και συνεχίζει «είναι ο μέσος Έλληνας, μετά είναι αυτός ο απύθμενος βόθρος της σύγχρονης ακροδεξιάς, αλλά και πολλά στοιχεία της ελληνικής αριστεράς, αλλά όχι φυσικά για τους ίδιους λόγους. Η ελληνική ακροδεξιά σε ένα αστείο αντιδρά με έναν τρόπο που ενδεχομένως θα κινδυνεύσει η σωματική σου ακεραιότητα».

φωτ. Κική Παπαδοπούλου/olafaq

«Από την άλλη», μού επισημαίνει, «η ελληνική αριστερά είναι πολύ μπερδεμένη ιστορικά, επειδή αφομοιώθηκε από το ΠΑΣΟΚ και όλο αυτό έχει την πλάκα του γιατί είναι μια πολιτική πτέρυγα που χωράει πάρα πολύ κόσμο, πάρα πολλές ιδέες, αλλά που αν τις βάλεις κάτω, δεν ξέρεις που ξεκινά και που τελειώνει η κάθε μια –και κατ’ επέκταση η ίδια η ελληνική αριστερά. Ένα μεγάλο κομμάτι της που δεν ανήκει στο ΚΚΕ, θεωρεί ας πούμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια αριστερή λύση ενώ στην ουσία είχε πολλά στοιχεία από ΠΑΣΟΚ, ενώ δεν είναι τυχαίο ότι χρειάστηκε το ακροδεξιό του δεκανίκι προκειμένου να κυβερνήσει. Δηλαδή, για να το ξεκαθαρίσουμε μέσα μας, το μόνο ελληνικό κόμμα που κάποτε θεωρήθηκε, δικαίως, φρέσκο, κατάφερε να κυβερνήσει μόνο όταν έβαλε ακροδεξιό νερό στο κρασί του. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα κυβερνούσε ποτέ αν δεν έκλεινε το μάτι του στα πιο υπερσυντηρητικά και σκληρά δεξιά ακροατήρια της χώρας».

Γενικά, ο Μάκης δεν φοβάται να παραδεχτεί τη σκατίλα που κουβαλάει μέσα της αυτή η χώρα: «Η Ελλάδα είναι μια βαθύτατα, όχι ακροδεξιά, αλλά σίγουρα σκληρά δεξιά χώρα με πάρα πολύ έντονα συντηρητικά κολλήματα που δεν μπορεί να τα πετάξει από πάνω της. Γιατί; Γιατί για αρχή δεν τα έχει ακόμη αποδεχτεί μέσα της. Ας πούμε, αυτό το εμετικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής βόλεψε πάρα πολύ κόσμο και κοσμάκη όταν βγήκε. Ναι, ναι βόλεψε πολύ κόσμο η ύπαρξη της. Ήταν “οι κακοί, οι φασίστες”. Και τους έλεγα: “Είστε μαλάκες μωρέ; Κοιτάξτε γύρω σας, δείτε κόσμο στον δρόμο, δείτε στελέχη κομμάτων, δείτε απλούς πολίτες, διαβάστε απόψεις σε περιοδικά και εφημερίδες. Αυτοί είναι οι κακοί; Αυτοί είναι απλώς ένα εξαιρετικά απεχθές και ακραίο παράδειγμα της μέσης σκέψης του Έλληνα”. Είναι πολύ δύσκολο να κοιτάξεις τον καθρέπτη σου και να κάνεις αυτοκριτική. Και όχι, ο Έλληνας δεν μπορεί να το κάνει αυτό».

φωτ. Κική Παπαδοπούλου/olafaq

Εδώ, ρε συ Μάκη, δεν μπορεί να αποδεχτεί καλά καλά άλλα, πιο ορατά, πράγματα, όπως την ενοχή ενός καταδικασμένου ως παιδοβιαστή: «Στο μυαλό μου, τα αποδεικτικά στοιχεία είναι υπέρ αρκετά για να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία ως προς την ενοχή του Λιγνάδη. Μετά όμως μπορούμε κάλλιστα να αρχίσουμε και μιλάμε και για αλλά πράγματα, να μιλάμε για την πιθανή ύπαρξη ενός ευρύτερου κυκλώματος διακίνησης ανηλίκων προς τον Λιγναδη, αλλά τέλος πάντων, γάμησέ το τώρα αυτό, άστο, ένας κακός άνθρωπος ήταν που λειτουργούσε μόνος του, άλλοι δεν υπήρχαν, που να ψάχνουμε τώρα και τι να σκαλίζουμε», μου αντιτείνει γελώντας και στην συνέχεια συνοφρυώνεται μπροστά στο ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών.

«Νομίζω ότι ο Μητσοτάκης θα βγει πάλι. Γιατί υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι εντός ΣΥΡΙΖΑ που δεν βλέπουν με κακό μάτι μια νέα ήττα του κόμματος, προκειμένου να πάνε στο επόμενο κεφάλαιο, την μετά Αλέξη Τσίπρα εποχή δηλαδή. Και εγώ διακρίνω μια αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ να αντιτάξει έναν σοβαρό αντιπολιτευτικό λόγο στην όποια αυθαιρεσία της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Δηλαδή για μείζονα αντιπολίτευση, δεν παρουσιάζει ένα ομοιογενές αντιπολιτευτικό πρόσωπο ειδικά ενάντια σε μια κυβέρνηση που κάνει πάρα πολλά ορατά λάθη και έχει αποφασίσει με τις θέσεις της να αποξενώσει ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας και να την βάλει εντελώς απέναντί της», μου τονίζει εμφατικά.

Καταλήγουμε με μια αμιγώς ποδοσφαιρική κουβέντα. Μού λέει ότι, λόγω όλων αυτών των διαφόρων καταστάσεων με τους θανάτους των εργαζομένων στα στάδια που μπήκαν κάτω από το χαλάκι, δεν είναι και πολύ ζεστός ως προς το ενδεχόμενο του να κάτσει να δει το Μουντιάλ στο Κατάρ. Σίγουρα όμως παρακολουθεί πολύ στενά το εγχώριο ποδόσφαιρο: «Ο καρκίνος του ελληνικού ποδοσφαίρου είναι ο οπαδισμός όχι των ίδιων των οπαδών των ομάδων, αλλά ο οπαδισμός των παραγόντων τους. Υπάρχουν πολλοί οπαδοί εκεί έξω που εδώ και δεκαετίες δεν μπορούν να διαχωρίσουν την ίδια την ομάδα τους από τον παράγοντα που την διοικεί. Δεν μπορούν να το καταλάβουν. Και φυσικά τα αντανακλαστικά των ελλήνων παραγόντων είναι πάντα υπερβολικά άμεσα –και δίχως φυσικά επιπτώσεις για τους ίδιους».

Φωτ.: Κική Παπαδούλου / Οlafaq

Αποχαιρετώντας τον, ειλικρινά αναρωτιέμαι πόσο αλλάζει η κωμωδία, γενικά ή η δική του, από τα 26 μέχρι τα 36 και από τα 36 μέχρι τα 46 του χρόνια.

«Πάντα έκανα μαλακίες και έλεγα μαλακίες, όταν όμως πλέον χρησιμοποιείς το χιούμορ, όπως εγώ, και ως μέσο βιοπορισμού, στο τέλος ίσως και να χάνεις λίγο την αίσθηση του πόσο σημαντικό είναι εντέλει. Αλλά μετά τα 35 μου χρόνια έκανα αυτή την σημαντική συνειδητοποίηση του πόσο σπουδαίο είναι το καλό ή το κακό χιούμορ και το πόσο πολύ με βοηθά στην ζωή μου γενικότερα. Γιατί παλιότερα, είχα πολύ οργή μέσα μου, η οποία επεκτεινόταν και στο χιούμορ μου, και αυτό δεν ήταν καλό, γιατί δεν μου επέτρεπε ώρες ώρες να το χαρώ πραγματικά, να χαρώ μια χιουμοριστική στιγμή που όποτε συνέβαινε συμπλεκόταν μαζί με οργή και με νεύρα και χάλαγε το όποιο μομέντουμ. Οπότε, η σταδιακή μου αποσύνδεση από όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μου και η αίσθηση μου ότι είμαστε καταδικασμένοι και ότι δεν υπάρχει απολύτως καμία ελπίδα – κάτι που το πιστεύω ακράδαντα – με έχει βοηθήσει πολύ να δω την πραγματικά πολύ αστεία πλευρά των πραγμάτων χωρίς να αφήσω άλλα πράγματα, όπως τον εσωτερικό θυμό, να διαβρώσουν μια πραγματικά πολύ καλή κωμική στιγμή».