Για το αλβανικό κοινό η Luiza Xhuvani ( Λουίζα Τζουβάνι – Παπαθανάση) δε χρειάζεται συστάσεις. Εδώ και περίπου 4 δεκαετίες είναι ένα από τα μεγαλύτερα αστέρια του αλβανόφωνου κινηματογράφου και θεάτρου. Γεννήθηκε στους Αγίους Σαράντα και αμέσως μετά τις σπουδές της άρχισε να εργάζεται ως ηθοποιός. Για τη συμμετοχή της στην ταινία “Butterfly in my cabinκέρδισε το βραβείο “Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας” το 1985 (ένα βραβείο που θα ξανακέρδιζε πολλές φορές στην καριέρα της). Μέσω αυτού του ρόλου, που σηματοδότησε και το επιτυχημένο ξεκίνημά της, έδειξε μια ντροπαλή αλλά ευγενική φύση και ένα ξεχωριστό ταλέντο.

Αργότερα γνώρισε τον σύζυγό της και σκηνοθέτη, Gjergj Xhuvani, με τον οποίο συνεργάστηκαν σε πολλές ταινίες, συμπεριλαμβανομένων των “Funeral Business”, η οποία “ταξίδεψε” στο Φεστιβάλ Βενετίας και “Slogans”, η οποία της χάρισε πολλά διεθνή βραβεία στις Κάννες, το Τόκιο και το Κότμπους.

Στο θεατρικό σανίδι κινείται φυσικά από το τραγικό, το θλιβερό και το ποιητικό στο γκροτέσκο, το χιουμοριστικό και το φαρσικό. Έχει παίξει από αρχαιοελληνικές τραγωδίες και σαιξπηρικό θέατρο μέχρι κλασικά σύγχρονα δραματουργικά έργα. Το παίξιμο της Luiza Xhuvani είναι πλούσιο σε βαθιές συναισθηματικές διακυμάνσεις και έντονο αρχέγονο πάθος. Διακρίνεται για τη μελωδικότητα της φωνής της και την καθαρή άρθρωση του λόγου της, την λεπτότητα και την λυρική ποιητικότητά της, κάτι που παρατήρησα ακόμη και στον τρόπο που μιλούσε κατά τη διάρκεια της τηλεφωνικής μας συζήτησης.

Η Luiza Xhuvani έρχεται στην Ελλάδα με αφορμή τη συμμετοχή της στην “Δωδέκατη Νύχτα” του Σαίξπηρ σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μυλωνά. Η παράσταση θα κάνει πρεμιέρα στο Θέατρο Ακάδημος αυτήν την Παρασκευή, 29 Σεπτεμβρίου, στα αλβανικά με ελληνικούς υπέρτιτλους. Μιλήσαμε με την ηθοποίο σε μια συνέντευξη εφ’όλης της ύλης για το κοινό του OLAFAQ.

– Είναι η πρώτη φορά που θα παίξετε στην Ελλάδα;
Δεν είναι η πρώτη, έχω δουλέψει με αρκετούς Έλληνες σκηνοθέτες. Η πρώτη φορά ήταν για την παράσταση “Μια πέτρα λάθος” με την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου της Αλβανίας και την Εταιρεία Θέατρου Πράξη Επτά, σε σκηνοθεσία του Θόδωρου Γράμψα. Η παράσταση ήταν δίγλωσση: παίζαμε 4 γυναίκες ηθοποιοί, εκ των οποίων 2 Ελληνίδες και 2 Αλβανίδες. Ο ρυθμός που ακολουθούσε η παράσταση ήταν φοβερός. Ήταν ένα πείραμα που σημείωσε μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα και ακόμη μεγαλύτερη στην Αλβανία. Έχω συνεργαστεί επίσης με τον Δημήτρη Θεοδωρόπουλο, όταν ανεβάσαμε στην Αλβανία τις Τρωάδες του Ευριπίδη. Εγώ είχαν τον ρόλο της Ανδρομάχης. Στον κινηματογράφο, έχω συνεργαστεί με τον Δημήτρη Κουτσιαμπασάκο. Πριν 5 χρόνια ενσάρκωσα τη Μήδεια σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μυλωνά, κάτι που μου χάρισε 3 μεγάλα βραβεία σε ενχώριους και διεθνής διαγωνισμούς. Ήταν μια πανέμορφη και πολύτιμη εμπειρία, γιαυτό και όταν μου ξαναπρότεινε να συνεργαστούμε τώρα για τη Δωδέκατη Νύχτα του Σαίξπηρ, δε δίστασα καθόλου να πω το «ναι». 

– Τι σας τράβηξε στη Δωδέκατη Νύχτα;
Αρχικά το γεγονός ότι ήταν μια γνώριμη εμπειρία, αφού θα ξαναδούλευα με τον Δημήτρη. Τον εκτιμώ πολύ ως σκηνοθέτη. Δεύτερον, με τράβηξε το ίδιο το έργο του Σαίξπηρ, που είναι μια από τις πιο όμορφες κωμωδίες στην ιστορία του θεάτρου. Σίγουρα ο Δημήτρης Μυλωνάς το χειρίστηκε με έναν πολύ αστείο και γκροτέσκο τρόπο. Ο Δημήτρης Μυλωνάς με ήθελε οπωσδήποτε σε αυτήν την παράσταση. Η παράσταση ανέβηκε πρώτα στην Κορυτσά, μια πόλη 80.000 κατοίκων με ένα δημοτικό θέατρο, που δεν έχει δυστυχώς τις δυνατότητες να φιλοξενήσει καταλλήλως μια παράσταση όπως η Δωδέκατη Νύχτα. Έτσι, γεννάται η ανάγκη της συνεργασίας και χάρης σε αυτήν προστέθηκα κι εγώ και ο Δημήτρης και 2-3 άλλοι καλλιτέχνες σε αυτήν την παραγωγή. 

– Έχετε μια μακρά καριέρα ως ηθοποιός στο θέατρο και το κινηματογράφο. Έχετε παίξει από αρχαία τραγωδία μέχρι δράμα εποχής κι από πειραματικό μέχρι σαιξπηρικό θέατρο. Νιώσατε ποτέ ότι αγγίξατε την προσωπική σας κορυφή ως καλλιτέχνιδα ή είστε πάντα σε αναζήτηση;
Δουλεύω πλέον 40 χρόνια ως ηθοποιός. Με το που τελείωσα τη σχολή δούλεψα κατευθείαν στο θέατρο, αρχικά για 2 χρόνια στους Αγίους Σαράντα και αργότερα στο Εθνικό Θέατρο στα Τίρανα. Να πω την αλήθεια, το θέατρο είναι η ζωή μου. Δε θέλω να ακουστεί κλισέ, είναι πραγματικά αυτό που νιώθω κι έτσι θα συνόψιζα το συναίσθημά μου για το θέατρο. Έχω παίξει πολλούς πρωταγωνιστικούς ρόλους σύγχρονων κι αρχαίων δραματουργών. Έχω δουλέψει με σκηνοθέτες από την Αλβανία, την Ελλάδα, τη Γαλλία, τη Ρουμανία κι άλλες πολλές χώρες. Αυτό που βιώνει το θέατρο σήμερα παγκοσμίως, στην εποχή της τεχνολογίας, είναι δύσκολο. Το θέατρο επιζεί μόνο από την αγάπη και τη δέσμευση των ανθρώπων που το αποτελούν και το παρακολουθούν. Έχω απίστευτο σεβασμό για όλους τους συνεργάτες μου και για όλους όσοι δουλεύουν στον χώρο του θεάτρου. Δε μπορώ ποτέ να πω ότι έφτασα το πικ μου γιατί ο ηθοποιός είναι πάντοτε σε αναζήτηση και αναδημιουργία. Δουλεύω πολύ καθημερινά. Δε θεωρώ ότι η αφαιτηρία του εκάστοτε ηθοποιού είναι να αγγίξει την κορυφή. Προσπαθώ μέσα από το υλικό που μου δίνεται να είμαι ειλικρινής, να φέρνω ένα κομμάτι ζωής στον κόσμο, να βιώνω με ρεαλισμό και διαφάνεια τους ρόλους μου, έτσι ώστε ο θεατής να με πιστεύει και να με εμπιστεύεται. Για αντάλλαγμα έχω πάρει το χειροκρότημα του κοινού. 

– Όταν παίζετε έξω από την Αλβανία, πώς επικοινωνείτε με την αλβανική διασπορά; Έχετε δικούς σας κώδικες; Για παράδειγμα, πώς επικοινωνείτε με νεαρά άτομα που δεν έχουν γεννηθεί καν στην Αλβανία;
Στην πρώτη μου παράσταση στην Ελλάδα συνεργάστηκα με μια Αλβανίδα ηθοποιό που είχε μεγαλώσει στην Ελλάδα και είχε ολοκληρώσει τις σπουδές της στην Αθήνα. Ήταν μια πολύ όμορφη συνεργασία. Επίσης, ήμουν σε συνεχή επαφή με τους Αλβανούς θεατές που έρχονταν και με συναντούσαν στο καμαρίνι μου μετά την παράσταση. Είχαν μια τρομερή αγάπη και συγκίνηση μετά το έργο. Το έχω δει σε όλες τις χώρες που έχω ταξιδέψει. Οι Αλβανοί είναι πάντα συγκινημένοι και ερωτευμένοι με την πατρίδα τους. Έχουν μια τεράστια λαχτάρα για τη χώρα τους. Οπότε χαίρονται να βλέπουν μια δική τους ηθοποιό επί σκηνής, όπως χαίρομαι κι εγώ που τους έχω στο κοινό. 

– Φαντάζομαι αυτό θα ξαναγίνει και τώρα, αφού η Δωδέκατη Νύχτα λαμβάνει χώρα στην Ιλλυρία, μια αρχαία γεωγραφική περιοχή που σήμερα περιλαμβάνει την Αλβανία και άλλα βαλκανικά κράτη. Μιλώντας για τα Βαλκάνια, τι είναι σήμερα το βαλκανικό θέατρο; Από ποια στοιχεία αποτελείται και σε τι διαφέρει από το γαλλικό, το γερμανικό ή το αγγλικό;
Αυτό που κάνει κάθε θέατρο να διαφέρει από τα άλλα είναι οι θεματικές και τα προβλήματα με τα οποία καταπιάνεται. Για παράδειγμα, το αλβανικό θέατρο σήμερα προσπαθεί να αναδείξει επί σκηνής τα προβλήματα αυτά που η κοινωνία αποφεύγει να θίξει και τα κρύβει κάτω από το “χαλάκι”. Αυτός άλλωστε είναι ο ρόλος του θεάτρου: να είναι αβανγκάρντ, να είναι πρωτοποριακό. Να παίρνει τα προβλήματα της εποχής του και να τα φωνάζει, να κάνει έκκληση στην κοινωνία και να εγκαλεί το σύστημα. Η κοινωνία μας βρίσκεται σε ένα μεταβατικό στάδιο. Βιώνει, βίωνε και θα βιώνει προβλήματα διαφορετικά σε κάθε φάση της. Αυτό κάνει το βαλκανικό θέατρο να διαφέρει. Από την άλλη, όσον αφορά την οργάνωση, τις τεχνικές, τα συστήματα του θεάτρου, δε θεωρώ ότι διαφέρει από τα υπόλοιπα θέατρα της Ευρώπης. 

– Πώς επιλέξατε να γίνεται ηθοποιός;
Ήταν μια ειρωνία της τύχης. Κατά την περίοδο του κομμουνισμού στην Αλβανία, εγώ είχα “κακό βιογραφικό”. Ο θείος μου πέθανε στη φυλακή του Μπουρέλ, όπου είχε καταδικαστεί ως πολιτικός αντιφρονούντας. Για αυτόν τον λόγο δε μου επιτρεπόταν να σπουδάσω σε κάποιο ΑΕΙ ή ΤΕΙ. Στο σχολείο συμμετείχα σε παραστάσεις και συλλόγους, ήμουν και στη θεατρική ομάδα των Αγίων Σαράντα. Είχα ταλέντο και έτσι όταν έδωσα εξετάσεις για την Ακαδημία των Τεχνών. Τόσο ο διευθυντής όσο και οι καθηγητές μου αναγνώρισαν το ταλέντο μου. Τελείωσα τη σχολή το 1986. Τότε υπήρχε ακόμα μια νοοτροπία που υπονόμευε τους καλλιτέχνες. Έλεγαν ότι η δραματική δεν είναι πραγματική σχολή και το θέατρο δεν είναι επάγγελμα. Ευτυχώς η οικογένειά μου δεν ήταν έτσι και με στήριξε πολύ, ειδικά η μητέρα μου. Με λίγα λόγια το θέατρο το διάλεξα, από τη μία, γιατί δε μπορούσα να σπουδάσω τίποτα άλλο την εποχή της δικτατορίας και, από την άλλη, για να εκπληρώσω το όνειρό μου να γίνω ηθοποιός. Όταν έδωσα εξετάσεις ήμουν σίγουρη ότι δεν πέρασα. Όταν έμαθα ότι είχα περάσει ένιωσα να εκπληρώνεται ένα όνειρο – φαντάσου πώς μπορεί να νιώθει ένα παιδί 18 ετών όταν καταφέρνει και φτάνει αυτό που ήθελε. Έχω αφιερωθεί με όλη μου την ψυχή σε αυτό το επάγγελμα, το αγαπώ πολύ. Βήμα βήμα προχώρησα και όλες οι συνθήκες γύρω μου με στήριξαν σε αυτόν τον δρόμο. 

– Υπάρχει μυστική φόρμουλα για την επιτυχία;
Δεν υπάρχει μυστικό αλλά σίγουρα χρειάζονται τρία πράγματα. Κατά πρώτον το ταλέντο, χωρίς ταλέντο είναι αδύνατον να πετύχεις στο θέατρο. Το δεύτερο είναι η σκληρή δουλειά, η δέσμευση. Αλλά παίζει ρόλο και η τύχη, το timing. Είναι σαν να λέμε ένα Τρίγωνο των Βερμούδων για την επιτυχία: Ταλέντο, Δουλειά και Τύχη. Όταν αυτά τα τρία στοιχεία συναντιούνται και συγχρονίζονται, η επιτυχία είναι αναπόφευκτη, ασυζητητί. 

– Υπάρχουν ακόμα πράγματα που θα θέλατε να δοκιμάσετε στη δουλειά σας;
Φυσικά, το θέατρο είναι ένα ορυχείο με ατελείωτους ρόλους. Δεν υπάρχει πιο όμορφο πράγμα από το να βιώνεις και να εκσαρκώνεις έναν χαρακτήρα. Από εκεί που ο χαρακτήρας είναι ασπρόμαυρος, γραμμένος με μελάνι σε χαρτί, εσύ του δίνεις ζωή, αίμα, πνοή. Μιλάμε για μια εξωπραγματική σχέση δούναι και λαβείν: δίνεις και παίρνεις από τον χαρακτήρα που ενσαρκώνεις. Έχω παίξει τόσο διαφορετικούς ρόλους και νιώθω τεράστια ευγνωμοσύνη για το επάγγελμά μου, γιατί με έχει «γεμίσει» με συναισθήματα και εμπειρίες. Η σχέση του ηθοποιού με τον ρόλο του είναι σχεδόν ουράνια. Για να μη μιλήσω για τη σχέση του ηθοποιού με τον θεατή. Το θέατρο έχει μια διαφορετική δυναμική σε σχέση με τις άλλες τέχνες, γιατί ως ηθοποιός το βιώνεις live κάθε βράδυ. Συναντίεσαι ζωντανά με τον χαρακτήρα σου και με το κοινό σου. Παίρνεις ανάσα και μαζί σου αναπνέει και το κοινό. Παίρνεις και δίνεις συναίσθημα στους θεατές. 

– Η μαγεία του θεάτρου είναι ότι δημιουργείται “εδώ και τώρα”, μπροστά στα μάτια μας. Αυτό μου το λένε όλοι οι ηθοποιοί και οι σκηνοθέτες.
Ναι και το όμορφο είναι ότι δεν τελειώνει η δημιουργία το βράδυ της πρεμιέρας. Συνεχίζεις να δημιουργείς και να ανακαλύπτει μέχρι το τέλος των παραστάσεων. Κάθε μέρα παίζεις διαφορετικά. Αύριο θα φέρεις νέα πράγματα, θα εμβαθύνεις περισσότερο, θα μάθεις και θα ανακαλύψεις περισσότερα. Για αυτό λέω ότι το θέατρο είναι σαν ορυχείο. Φυσικά αν έχεις και το κατάλληλο υλικό, σκηνοθεσία, ενδυματολογία, σεναριογραφία, καστ, ατμόσφαιρα, σκηνογραφία, κλπ, τότε το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό. 

– Στα Βαλκάνια υπάρχει ένας ελιτισμός στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το θέατρο. Υπάρχει η νοοτροπία ότι το θέατρο προορίζεται για την ελίτ ή για τους μορφωμένους, ειδικά το αρχαιοελληνικό, το σαιξπηρικό, το αβανγκάρντ ή το πειραματικό. Πώς θα μπορούσαμε να εκδημοκρατήσουμε τον θεσμό του θεάτρου ώστε να αγγίζει όλη την κοινωνία, ανεξαρτήτως τάξης, εισοδήματος ή ηλικίας.
Για όλα τα έργα που είναι κάπως πιο πειραματικά, πιο εξπρεσιονιστικά και πιο αφηρημένα, συνήθως θα πουν ότι «Δεν είναι έργο για τη μάζα. Είναι έργο για την “ελίτ”». Δεν υπάρχει παράσταση «για τις μάζες» ή παράσταση «για την ελίτ». Το θέατρο είναι ένα. Αν εσύ καταφέρεις να μεταφέρεις τα μηνύματά σου με καθαρότητα, ακόμα κι ο πιο απαίδευτος θεατής θα σε καταλάβει. Ίσως να μη μπορεί να διατυπώσει με τεχνικούς ή ποιητικούς όρους το συναίσθημα που του πέρασες ή το μήνυμα που του έδωσες, όπως θα έκανε ένας θεατρολόγος ή ένας κριτικός θεάτρου, αλλά και πάλι αυτό που θα έχει νιώσει είναι αληθινό. Βλέπει την παράσταση, του αρέσει, ζητά για αυτήν μετά το έργο, τη σκέφτεται για μέρες, δεν κοιμάται, προβληματίζεται. Αυτή είναι η αποστολή του θεάτρου. Σκοπός μας δεν είναι να παίζουμε μόνο για ένα συγκεκριμένο κοινό. Το θέατρο είναι για όλους. Και το καλό θέατρο είναι αυτό που μεταφέρεται σε όλους. 

– Ας μιλήσουμε όμως και για τον κινηματογράφο. Στην εποχή του ίντερνετ και της τεχνητής νοημοσύνης, οι ταινίες οδεύουν προς το θάνατο ή βρισκόμαστε μπροστά σε μια αναγέννηση του κινηματογράφου;
Δεν πιστεύω σε καμία περίπτωση ότι θα πεθάνουν οι ταινίες. Όλη η μαγεία του σινεμά είναι στην κινηματογραφική αίθουσα μπροστά στη μεγάλη οθόνη. Οι επιτυχημένες ταινίες σε μαγνητίζουν, τρυπώνουν στο μυαλό σου και σε προβληματίζουν για καιρό. Ο κινηματογράφος στην Αλβανία είναι ένας από τους πιο επιτυχημένους κλάδους της χώρας μας. Γιατί αυτό; Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους κλάδους, το προϊόν είναι 100% εγχώριο αλλά μόνο το 30% της παραγωγής στηρίζεται σε αλβανικό κεφάλαιο. Το υπόλοιπο 70% προέρχεται από ξένους επενδυτές, διεθνείς παραγωγές. Το αλβανικό θέατρο, η όπερα ή το μπαλέτο δεν έχουν την μεγάλη επιτυχία που έχει ο αλβανικός κινηματογράφος σε διεθνές επίπεδο. Φυσικά, όσοι δουλεύουμε στον κινηματογράφο ξέρουμε ότι χρειαζόμαστε κι άλλη στήριξη και γιαυτό δουλεύουμε non-stop.

– Αν δεν ήσασταν ηθοποιός, τι θα θέλατε να είστε;
Αν ο Θεός μου έδινε τη δυνατότητα να ξαναγεννηθώ, δε θα διάλεγα άλλη καριέρα. 

– Τι συμβουλές θα δίνατε σε νέους ηθοποιούς;
Το θέατρο πρέπει να το αγαπάς για να σε αγαπήσει. Να το αγαπάς με όλο το σώμα, το μυαλό και την ψυχή σου. Διαφορετικά, θα είσαι ένας μέτριος ηθοποιός – ακόμη κι αν έχεις ταλέντο! Αν δεν το αγαπήσεις, αν δεν αφιερωθείς σε αυτό, αν δε δουλέψεις, θα σε αφήσει. Θα σε προδώσει. Το θέατρο δε σε κάνει πλούσιο, λίγοι θα γίνουν διάσημοι και ακόμη λιγότεροι θα βγάλουν λεφτά. Σε κάνει όμως πλούσιο στην ψυχή. Σε εμπλουτίζει συναισθηματικά και ηθικά. Σου εκπληρώνει τον δική σου προσωπική αποστολή. Σε βοηθά να συνεισφέρεις αυτό που εσύ θες στον κόσμο αυτό. Αυτός είναι πλούτος. 

– Έχετε ανακαλύψει νέα πράγματα για τον εαυτό σας μέσα από τη συμμετοχή σας στη Δωδέκατη Νύχτα;
Ναι, στο έργο είμαι ο Φέστε ένας υπηρέτης και γελωτοποιός, που συνήθως ενσαρκώνεται από άντρες ηθοποιούς. Ήταν ένα πείραμα, ο Μυλωνάς επέμενε να παίξω αυτόν τον ρόλο. Ίσως επειδή με ήξερε από πριν και ήθελε ένα στήριγμα. Ο Φέστε είναι η «μηχανή» πίσω από την πλοκή. 

– Αν κάποιος δεν είναι εξοικειωμένος με τα σαιξπηρικά έργα, τι πρέπει να γνωρίζει για αυτήν την κωμωδία;
Δεν είναι μια κωμωδία που με το που ανοίξει η αυλαία και μέχρι το τέλος εσύ ξεκαρδίζεσαι στα γέλια. Είναι ένα έργο μια γιορτινή διάθεση και χιουμοριστικό τόνο. Δεν υπάρχει τίποτα που να μη μπορεί να καταλάβει το κοινό. Είναι ένα παιχνίδι παρεξηγήσεων, κλασικό στα έργα του Σαίξπηρ. Είναι μια πολύ χαρούμενη παράσταση.

– Τέλος, τι σχέδια έχετε για το μέλλον;
«Der mentsh trakht un got lakht» λένε οι Εβραίοι, δηλαδή όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια ο Θεός γελάει. Δουλεύω κάθε μέρα σε διάφορα πρότζεκτ. Σκοπός της ζωής μου είναι να ερμηνεύω μέχρι την τελευταία μου πνοή.