Στην «Ανθρώπινη Φωνή» του Ζαν Κοκτώ , η Λουκία Μιχαλοπούλου υποδύεται μια βαθιά ερωτευμένη γυναίκα με έναν άντρα που αναγκάζεται να «αποχαιρετήσει» μιλώντας του στην άλλη άκρη της γραμμής αφότου την εγκατέλειψε. Ο ρόλος που ενσαρκώνει έχει σφραγιστεί από σπουδαίες ερμηνείες σε διεθνές επίπεδο. Σε αυτές ανήκει και η δική της. Η Λουκία Μιχαλοπούλου, σε αυτό τον εξομολογητικό μονόλογο, που σκηνοθετεί ο Νικορέστης Χανιωτάκης, στο Θέατρο Μικρό Χορν, αναμετριέται σπαρακτικά και θαρραλέα με την ερωτική απώλεια.
Την παρακολουθούσα για χρόνια στο θέατρο Εμπορικόν. Με είχε καθηλώσει ως Ολεάννα στην ομώνυμη παράσταση και ως Κίρα στο “Φεγγίτη”, πάντα ως θεατρικό ταίρι του Δημήτρη Καταλειφού. Ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπα μόνη πάνω στη σκηνή και πρώτη φορά που τη συζητούσα μαζί της από κοντά. Μιλήσαμε για την κρίση αφοσίωσης που μας αφαιρεί τη δυνατότητα να ερωτευτούμε, να πονέσουμε, να πενθήσουμε, για τη σπουδαιότητα του να μη κρατάμε κάτι για εμάς και να αφηνόμαστε. Επιβεβαίωσε τις προσδοκίες μου τόσο όσο την έβλεπα πάνω στη σκηνή με μοναδικό συμπρωταγωνιστή ένα ακουστικό στο χέρι, όσο και όσο κουβεντιάζαμε με ένα ζεστό τσάι στο τραπέζι. Είναι ηθοποιός ισχυρών εκφραστικών μέσων ενώ φέρει μια μοναστηριακή αφοσίωση ως ερμηνεύτρια και ως άνθρωπος. Ανήκει στους ελάχιστους καλλιτέχνες που βιοπορίζονται αποκλειστικά από το θέατρο εδώ και δυο δεκαετίες και δεν υποκύπτει στη σαγήνη της τηλεόρασης, πέρα από ελάχιστες εξαιρέσεις. Ίσως γιατί μαθήτευσε δίπλα το Λευτέρη Βογιατζή και «τους ανθρώπους που θαυμάζει, τους αντιμετωπίζει ως σχολή».
Οι καλλιτεχνικές της επιλογές έχουν συνέπεια. Όπως και η ίδια. Έχει τιμηθεί με το βραβείο Μελίνα Μερκούρη, θεωρείται από τις Στο ραντεβού που δώσαμε σε ένα καφέ στην πλατεία Προσκόπων έφτασε πρώτη. Σημείο εκκίνησης της συζήτησης δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από το Παγκράτι, μια γειτονιά που στέγασε για καιρό τη «θεατρική της οικογένεια».
– Έχεις μια ιδιαίτερη σχέση με το Παγκράτι, σωστά;
Έχω συνδυάσει το Παγκράτι με επαγγελματικά ραντεβού και πρόβες. Είμαι πολύ δεμένη με την περιοχή λόγω του Δημήτρη Καταλειφού. Κάναμε πολλές πρόβες στο σπίτι του. Για τις Λευκές Νύχτες, την Ολεάννα, το Φεγγίτη. Ο Δημήτρης είναι κατά κάποιο τρόπο οικογένεια μου και όχι μόνο θεατρική. Και έπειτα έχω συνδυάσει το Παγκράτι με τις συναντήσεις μου με το Βασίλη Παπαβασιλείου. Και οι δύο είναι δυο προσωπικότητες που θαύμαζα από μικρή και ήταν όνειρο ζωής να τους συναντήσω. Αυτά κουβαλάει το Παγκράτι και έτσι έχει ένα βάρος για μένα. Γι’ αυτό δεν θα βγω εδώ έτσι για να ηρεμήσω.
– Ποιος είναι το σημείο 0 για τη δημιουργία αυτής της «θεατρικής οικογένειας» με τον Δημήτρη Καταλειφό;
Με συγκινούσε η στάση που είχε στο θέατρο. Ήταν αυτή που ονειρευόμουν να έχω μεγαλώνοντας . Και λέω μεγαλώνοντας γιατί όσο μεγαλώνεις το πάθος και η πίστη στο αντικείμενο μπορεί να κλονίζεται. Ο Δημήτρης με σκηνοθέτησε στις Λευκές Νύχτες του Ντοστογιέφσκι και από κει και πέρα συνεχίσαμε μαζί στο Θέατρο Εμπορικό. Βρεθήκαμε και με την Ελένη Σκότη και έγινε κάτι πολύ συνδημιουργικό. Αποφασίζαμε μαζί για τα έργα, για την υπόλοιπη διανομή.
– Είναι μια συνεργασία που θα μπορούσε να επανεκκινηθεί;
Είναι ένας πατέρας με όλα τα καλά και όλα τα άσχημα. Υπάρχουν στιγμές που ο ομφάλιος λώρος πρέπει να κόβεται για να συναντιόμαστε με άλλους όρους. Και αυτό είναι υγεία. Και για εκείνον και για εμένα. Μιλάω για τη σκηνή γιατί στη ζωή με το Δημήτρη έχουμε τη σχέση που έχουμε. Μου αρέσει οι συνεχόμενες συνεργασίες και μου αρέσει μετά να αφήνω ένα χώρο μετά μέχρι να ξανασυναντηθούμε. Πιστεύω στους κύκλους, στους μικρούς κύκλους που αφήνουν το περιθώριο για να ξανανοίξουν. Αν τους εξαντλήσουμε όμως δεν αφήνουμε τέτοιο περιθώριο. Γι’ αυτό πριν εξαντληθεί ο κύκλος, αφήνω ένα μικρό κενό. Αυτό το καταφέρνω καλά στο θέατρο.
– Στη ζωή μπορείς να σταματήσεις προτού δεις τη φθορά να έρχεται;
Σου έδωσα πάσα (γελά). Στη ζωή δεν μπορώ να κάνω προγραμματισμό. Στο θέατρο έχω συγκεκριμένους στόχος και όραμα. Δεν είμαι φτερό στον άνεμο. Στη ζωή δεν είμαι έτσι. Στη ζωή είμαι φτερό στον άνεμο. Δεν μπορώ να πω πως θα φύγω πριν τη φθορά. Δεν έχω αυτή τη ευελιξία, αυτό το θάρρος.
– Τι έβαλες από τη Λουκία στην βαθιά ερωτευμένη ηρωίδα που υποδύεσαι στην «Ανθρώπινη Φωνή»;
Έβαλα αυτό που λέμε αφοσίωση και πίστη σε κάτι. Αυτή η γυναίκα μοιάζει να είναι αδύναμη γιατί καταρρέει αλλά είναι πολύ γενναία γιατί δείχνει αυτό που αισθάνεται και δεν κρατά κάτι. Είναι σπουδαίο να μην κρατάς κάτι για σένα και να αφήνεσαι.
– Σου επιτρέπεις να το κάνεις εκτός σκηνής;
Για πρώτη φορά έχω νιώσει πως ένας χαρακτήρας μου μαθαίνει κάτι. Αυτή η ηρωίδα που είναι η πιο διαλυμένη από όλες μου λέει ‘’ζήσε, μη φοβάσαι’’. Ξέρεις δεν ήταν δική μου ιδέα αυτό το έργο. Ήταν ιδέα του Νικορέστη Χανιωτάκη Λίγο πριν τελειώσει «Η Γίδα ή Ποια είναι η Σύλβια;», μου πρότεινε να κάνουμε αυτό. Τρόμαξα, όχι μόνο με την ιδέα του μονόλογου αλλά θα ενδιέφερε τον κόσμο ένα τέτοιο έργο μετά τον εγκλεισμό του Covid, μετά από μια τέτοια κρίση που πέρασαν τα θέατρα. Με προβλημάτισε αν θα άξιζε για τον κόσμο για κάποιον να δώσει 15-20 ευρώ για να δει έναν μονόλογο.
– Η συνθήκη του έργου φέρει κάτι πανδημικό. Τι σε έπεισε τελικά;
Για έναν ηθοποιό είναι σπουδαίο να εξασκηθεί σε κάτι τέτοιο, είναι εξαιρετικά γοητευτικό. Αλλά δεν μου αρκούσε αυτό το λόγος. Ήθελα να πειστώ γιατί θα είχε νόημα να ανέβει η «Ανθρώπινη Φωνή» σε μια αθηναϊκή σκηνή. Με έπεισε γιατί αφορά αυτό που εγώ θεωρώ πως είναι η μεγαλύτερη κρίση της εποχής μας. Μιλάω για την κρίση αφοσίωσης δηλαδή για το ότι μας μας έχει αφαιρεθεί η ιδιότητα να αφοσιωθούμε σε κάτι, με αποτέλεσμα να περνάμε από το ένα στο άλλο επιφανειακά. Και έτσι μας στερηθεί η δυνατότητα να νιώσουμε, να ερωτευτούμε, να πονέσουμε, να πενθήσουμε. Περνούν όλα με φοβερή ταχύτητα και εντελώς επιφανειακά. Τότε σκέφτηκα πως αυτή η παράσταση έχει να ανέβει τώρα. Γιατί η μεγαλύτερη κρίση που αντιμετωπίζουμε είναι η κρίση αφοσίωσης.
– Δεν σε έπληξε ποτέ αυτή η κρίση αφοσίωσης;
Αυτή η παράξενη πίστη που συζητάμε είναι η ζωή. Εννοώ η σχέση μου με το θέατρο. Αυτή η πίστη χρειάζεται τεχνική.. Δεν ξυπνάω και λέω θα κάνω πρόβα, μπορεί να θέλω να κάνω χίλια δυο πράγματα. Προφανώς είναι ιδιοσυγκρασιακό αλλά είναι κάτι που δουλεύεται.
– Έχω την αίσθηση πως είναι πιο γενικό. Έχεις μια συνέπεια στις θεατρικές σου επιλογές σου και στον τρόπο που τις υπηρετείς αλλά και στη ζωή σου.
Ναι, κι αυτό είναι που με φέρνει κοντά σε τέτοιους θεατρανθρώπους. Υπάρχουν κάποιες προσωπικότητες όπως ο Δημήτρης Καταλειφός και ο Δημήτρης Παπαβασιλείου που δεν έχουν χάσει την πίστη τους και το πάθος τους. Και μένα αυτό με συγκινεί. Αυτό που με απασχολεί είναι αυτό που κάνω να αφήσει ένα αποτύπωμα. Γιατί ένας ηθοποιός μπορεί να κάνει ένα τρομερό σκηνικό λάθος αλλά επειδή έχει τρομερή πίστη σε αυτό να φαίνεται σαν το πιο σωστό πράγμα στον κόσμο. Οπότε δεν υπάρχει σωστό ή λάθος στη σκηνή. Αλλά πίστη και μη πίστη.
– Από έφηβη τάχτηκες στο θέατρο. Πως μπορούσες να είσαι σίγουρη από τόσο νωρίς;
Στην εφηβεία με είχε πιάσει κάτι και δεν ήθελα να μεγαλώσω. Δεν μπορούσα να επικοινωνήσω με αυτό που γινόταν στα φροντιστήρια. Στο σπίτι είχα επαφή με μουσικές και βιβλία. Η σχέση μου όμως με το θέατρο ξεκίνησε σε ένα θεατρικό εργαστήριο στο σχολείο και τότε είπα ναι τώρα υπάρχει ένα νόημα στο να μεγαλώσω. Κάτι κούμπωσε μέσα μου.
– Έγινε, δηλαδή, το θέατρο όχημα ενηλικίωσης;
Ναι, μια δουλειά που δεν είναι ακριβώς δουλειά. Το Θέατρο Τέχνης κουβαλούσε αυτή την αφοσίωση. Ο Λευτέρης Βογιατζής ήταν το είδος του δοσμένου ανθρώπου που κουβαλούσε πάνω του το θέατρο.
– Του αναγνωρίζεις ωστόσο τη σκληρότητα την οποία του καταλογίζουν οι περισσότεροι ηθοποιοί;
Ναι, εννοείται. Ένιωθα πως με εμπιστεύεται και αυτό με έκανε να αντέχω. Ήταν εκπαίδευση, σχολείο. Είναι ο σημαντικότερος σκηνοθέτης που εγώ γνώρισα, ένας σκηνοθέτης που μπορούσε να φτιάξει έναν κόσμο. Τους ανθρώπους που έχω θαυμάσει τους αντιμετωπίζω ως σχολή. Είχα απόλυτη συνείδηση με ποιον συνεργάζομαι και τι ακριβώς θέλω. Δεν αισθάνθηκα ποτέ πως κάποιος που διαλύει την προσωπικότητα. Στη ζωή όλα έχουν ένα τίμημα. Ακόμα και οι εύκολες συνεργασίες έχουν το τίμημα της επιφάνειας. Εμένα με απασχολεί να με πιστεύουν. Αν με αγαπούν και με πιστεύουν μπορώ να αντιμετωπίσω πολλά.
– Στη ζωή τι μπορείς να αντέχεις όταν νιώθεις πως ο άλλος σε πιστεύει και σε αγαπάει;
Μπορώ να αντέξω πολλά (γελά).
– Όταν συνεργάστηκες με νεότερους σκηνοθέτες είδες με άλλο μάτι αυτή την εκπαίδευση;
Πρώτη φορά ένιωσα με τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη ανακάλυψα μια ελευθερία την οποία είχα ανάγκη και είναι χρήσιμη στο θέατρο… Μου άνοιξε ένα παράθυρο για έναν τρόπο παιχνιδιού. Είμαστε μια γενιά που έχουμε μεγαλώσει με το ξύλο και αυτό ήταν τρομερά απελευθερωτικό. Και με το Νικορέστη Χανιωτάκη το ένιωσα αυτό. Ο Νικορέστης έχει ένα πολύ ωραίο μάτι μαέστρου. Μας αφήνει να είμαστε δημιουργοί.
– Υπήρξε κάποια από τις ερμηνείες που έχουν σφραγίσει την Ανθρώπινη Φωνή που να λειτούργησε ως έμπνευση ή καθοδήγηση;
Δεν το έχω δει ποτέ παιγμένο ευτυχώς. Είχα ακούσει μόνο πολύ μικρή την Έλλη Λαμπέτη γιατί υπάρχει ηχητικό ντοκουμέντο. Ο Κοκτώ σε αυτό το έργο δεν βάζει όνομα στην ηρωίδα του. Αφήνει δηλαδή το περιθώριο στην κάθε ερμηνεύτρια να βάλει την προσωπική της ταυτότητα. Δεν φοβήθηκα λοιπόν ποτέ το βάρος που κουβαλά ερμηνευτικά. Γιατί ο ίδιος ο συγγραφέας σου επιτρέπει να καταθέσεις την ταυτότητα σου. Δεν με απασχόλησε από ποιες έχει ερμηνευτεί αλλά να καταφέρω να καταθέσω κάτι από μένα.
– Τι είδους πρόθεση κρύβεται πίσω το Προεδρικό Διάταγμα;
Είναι θλιβερό αυτό που συμβαίνει. Και δεν έχω καταλάβει γιατί. Ούτε στην πανδημία καταλαβαίναμε γιατί μας έκλειναν και μετά μας άνοιγαν ενώ τα κρούσματα ήταν περισσότερα. Είμαστε ένα κλάδος που έχει τραυματιστεί μετά την πανδημία. Δύο χρόνια ζούμε μια ανασφάλεια. Και όχι μόνο οικονομικά. Ο κλάδος κλονίστηκε και ψυχικά. Είδαμε ξαφνικά τη ρευστότητα. Δεν φανταζόμασταν ποτέ πως δεν θα παίζαμε στο θέατρο, πως θα παίζαμε με μέτρα, θα κάναμε πρόβα με μάσκες και το μισό θέατρο θα είχε κενές θέσεις.
– Ανήκεις στους λίγους που βιοπορίζονται αποκλειστικά από το θέατρο, εδώ και περίπου δυο δεκαετίες, σωστά;
Ναι, ζω από το θέατρο. Εκτός από λίγη τηλεόραση που έκανα κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
– Και η Επίδαυρος τι είναι τελικά για σένα; Δεν αποδεχόσουν για καιρό τις προτάσεις..
Έγινα ηθοποιός για να παίξω στην Επίδαυρο αλλά έλεγα όχι στην Επίδαυρο για δέκα χρόνια. Είχα πάθει μια κρίση πανικού όταν είχα πάει με τη Ρούλα Πατεράλη στην Επίδαυρο με τους δυο Οιδίποδες, έκανα το λάθος και κοίταξα στις κερδίκες, έχασα τα λόγια μου, έκανα μια παύση. Έπαθα μια κρίση πανικού, νόμιζα πως θα με πλάκωνε ο κόσμος. Μου πρότεινα σπουδαία πράγματα και έλεγα όχι. Είπα ναι στις Φοίνισσες με το Γιάννη Μόσχο γιατί είπα πως θα πρέπει να ξεπεραστεί η φοβία. Ήταν η δική μου αναμέτρηση με τον τραύμα. Και το έλυσα.
– Σε αφορά ο ελληνικός κινηματογράφος;
Ναι, ο ελληνικός κινηματογράφος προχωράει. Έκανα και μια ταινία, τον Καπετάν Μιχάλη.
– Τι διδάσκεις τους σπουδαστές σου στη Ακαδημία Τεχνών Εκατό;
Το εδώ και τώρα, πως μαθαίνεις να δουλεύεις μόνος σου. Αυτό που με απασχόλησε από πολύ μικρή. Υπάρχεις τρόπος, υπάρχει τεχνική, τίποτα δεν είναι στην τύχη. Για να αφεθείς στην τύχη, δεν πρέπει να αφήσεις τίποτα στην τύχη.
– Τι μαθαίνεις από τους μαθητές σου;
Μαθαίνω να είμαι υπομονετική γιατί είμαι πολύ ανυπόμονη. Είναι ένα πολύ σπουδαίο δώρο η υπομονή. Παλιά θύμωνα πιο εύκολα, περισσότερο.
– Και πως εξέφραζες ή εκτόνωνες αυτό το θυμό;
Επειδή δεν συγκρούομαι, έβρισκα τον τρόπο για να κάνω αυτό που θέλω. Έκανα κόλπα, είχα ασκηθεί αρκετά σε αυτό αλλά είναι κουραστικό.
– Ταξιδεύεις;
Έχω έρωτα με τη Ρώμη. Όταν μπορώ να πάω κάπου , πάω στη Ρώμη.
– Πίστη και αφοσίωση ακόμα και εκεί..
Ναι… (γελά).
– Να υποθέσω πως έχεις τα ίδια στέκια, τις ίδιες συνήθειες..
Ναι ναι, αυτισμός (γελά).
Στην «Ανθρώπινη Φωνή» του Ζαν Κοκτώ , η Λουκία Μιχαλοπούλου υποδύεται μια βαθιά ερωτευμένη γυναίκα με έναν άντρα που αναγκάζεται να «αποχαιρετήσει» μιλώντας του στην άλλη άκρη της γραμμής αφότου την εγκατέλειψε. Ο ρόλος που ενσαρκώνει έχει σφραγιστεί από σπουδαίες ερμηνείες σε διεθνές επίπεδο. Σε αυτές ανήκει και η δική της. Η Λουκία Μιχαλοπούλου, σε αυτό τον εξομολογητικό μονόλογο, που σκηνοθετεί ο Νικορέστης Χανιωτάκης, στο Θέατρο Μικρό Χορν, αναμετριέται σπαρακτικά και θαρραλέα με την ερωτική απώλεια.
Την παρακολουθούσα για χρόνια στο θέατρο Εμπορικόν. Με είχε καθηλώσει ως Ολεάννα στην ομώνυμη παράσταση και ως Κίρα στο “Φεγγίτη”, πάντα ως θεατρικό ταίρι του Δημήτρη Καταλειφού. Ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπα μόνη πάνω στη σκηνή και πρώτη φορά που τη συζητούσα μαζί της από κοντά. Μιλήσαμε για την κρίση αφοσίωσης που μας αφαιρεί τη δυνατότητα να ερωτευτούμε, να πονέσουμε, να πενθήσουμε, για τη σπουδαιότητα του να μη κρατάμε κάτι για εμάς και να αφηνόμαστε. Επιβεβαίωσε τις προσδοκίες μου τόσο όσο την έβλεπα πάνω στη σκηνή με μοναδικό συμπρωταγωνιστή ένα ακουστικό στο χέρι, όσο και όσο κουβεντιάζαμε με ένα ζεστό τσάι στο τραπέζι. Είναι ηθοποιός ισχυρών εκφραστικών μέσων ενώ φέρει μια μοναστηριακή αφοσίωση ως ερμηνεύτρια και ως άνθρωπος. Ανήκει στους ελάχιστους καλλιτέχνες που βιοπορίζονται αποκλειστικά από το θέατρο εδώ και δυο δεκαετίες και δεν υποκύπτει στη σαγήνη της τηλεόρασης, πέρα από ελάχιστες εξαιρέσεις. Ίσως γιατί μαθήτευσε δίπλα το Λευτέρη Βογιατζή και «τους ανθρώπους που θαυμάζει, τους αντιμετωπίζει ως σχολή».
Οι καλλιτεχνικές της επιλογές έχουν συνέπεια. Όπως και η ίδια. Έχει τιμηθεί με το βραβείο Μελίνα Μερκούρη, θεωρείται από τις Στο ραντεβού που δώσαμε σε ένα καφέ στην πλατεία Προσκόπων έφτασε πρώτη. Σημείο εκκίνησης της συζήτησης δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από το Παγκράτι, μια γειτονιά που στέγασε για καιρό τη «θεατρική της οικογένεια».
– Έχεις μια ιδιαίτερη σχέση με το Παγκράτι, σωστά;
Έχω συνδυάσει το Παγκράτι με επαγγελματικά ραντεβού και πρόβες. Είμαι πολύ δεμένη με την περιοχή λόγω του Δημήτρη Καταλειφού. Κάναμε πολλές πρόβες στο σπίτι του. Για τις Λευκές Νύχτες, την Ολεάννα, το Φεγγίτη. Ο Δημήτρης είναι κατά κάποιο τρόπο οικογένεια μου και όχι μόνο θεατρική. Και έπειτα έχω συνδυάσει το Παγκράτι με τις συναντήσεις μου με το Βασίλη Παπαβασιλείου. Και οι δύο είναι δυο προσωπικότητες που θαύμαζα από μικρή και ήταν όνειρο ζωής να τους συναντήσω. Αυτά κουβαλάει το Παγκράτι και έτσι έχει ένα βάρος για μένα. Γι’ αυτό δεν θα βγω εδώ έτσι για να ηρεμήσω.
– Ποιος είναι το σημείο 0 για τη δημιουργία αυτής της «θεατρικής οικογένειας» με τον Δημήτρη Καταλειφό;
Με συγκινούσε η στάση που είχε στο θέατρο. Ήταν αυτή που ονειρευόμουν να έχω μεγαλώνοντας . Και λέω μεγαλώνοντας γιατί όσο μεγαλώνεις το πάθος και η πίστη στο αντικείμενο μπορεί να κλονίζεται. Ο Δημήτρης με σκηνοθέτησε στις Λευκές Νύχτες του Ντοστογιέφσκι και από κει και πέρα συνεχίσαμε μαζί στο Θέατρο Εμπορικό. Βρεθήκαμε και με την Ελένη Σκότη και έγινε κάτι πολύ συνδημιουργικό. Αποφασίζαμε μαζί για τα έργα, για την υπόλοιπη διανομή.
– Είναι μια συνεργασία που θα μπορούσε να επανεκκινηθεί;
Είναι ένας πατέρας με όλα τα καλά και όλα τα άσχημα. Υπάρχουν στιγμές που ο ομφάλιος λώρος πρέπει να κόβεται για να συναντιόμαστε με άλλους όρους. Και αυτό είναι υγεία. Και για εκείνον και για εμένα. Μιλάω για τη σκηνή γιατί στη ζωή με το Δημήτρη έχουμε τη σχέση που έχουμε. Μου αρέσει οι συνεχόμενες συνεργασίες και μου αρέσει μετά να αφήνω ένα χώρο μετά μέχρι να ξανασυναντηθούμε. Πιστεύω στους κύκλους, στους μικρούς κύκλους που αφήνουν το περιθώριο για να ξανανοίξουν. Αν τους εξαντλήσουμε όμως δεν αφήνουμε τέτοιο περιθώριο. Γι’ αυτό πριν εξαντληθεί ο κύκλος, αφήνω ένα μικρό κενό. Αυτό το καταφέρνω καλά στο θέατρο.
– Στη ζωή μπορείς να σταματήσεις προτού δεις τη φθορά να έρχεται;
Σου έδωσα πάσα (γελά). Στη ζωή δεν μπορώ να κάνω προγραμματισμό. Στο θέατρο έχω συγκεκριμένους στόχος και όραμα. Δεν είμαι φτερό στον άνεμο. Στη ζωή δεν είμαι έτσι. Στη ζωή είμαι φτερό στον άνεμο. Δεν μπορώ να πω πως θα φύγω πριν τη φθορά. Δεν έχω αυτή τη ευελιξία, αυτό το θάρρος.
– Τι έβαλες από τη Λουκία στην βαθιά ερωτευμένη ηρωίδα που υποδύεσαι στην «Ανθρώπινη Φωνή»;
Έβαλα αυτό που λέμε αφοσίωση και πίστη σε κάτι. Αυτή η γυναίκα μοιάζει να είναι αδύναμη γιατί καταρρέει αλλά είναι πολύ γενναία γιατί δείχνει αυτό που αισθάνεται και δεν κρατά κάτι. Είναι σπουδαίο να μην κρατάς κάτι για σένα και να αφήνεσαι.
– Σου επιτρέπεις να το κάνεις εκτός σκηνής;
Για πρώτη φορά έχω νιώσει πως ένας χαρακτήρας μου μαθαίνει κάτι. Αυτή η ηρωίδα που είναι η πιο διαλυμένη από όλες μου λέει ‘’ζήσε, μη φοβάσαι’’. Ξέρεις δεν ήταν δική μου ιδέα αυτό το έργο. Ήταν ιδέα του Νικορέστη Χανιωτάκη Λίγο πριν τελειώσει «Η Γίδα ή Ποια είναι η Σύλβια;», μου πρότεινε να κάνουμε αυτό. Τρόμαξα, όχι μόνο με την ιδέα του μονόλογου αλλά θα ενδιέφερε τον κόσμο ένα τέτοιο έργο μετά τον εγκλεισμό του Covid, μετά από μια τέτοια κρίση που πέρασαν τα θέατρα. Με προβλημάτισε αν θα άξιζε για τον κόσμο για κάποιον να δώσει 15-20 ευρώ για να δει έναν μονόλογο.
– Η συνθήκη του έργου φέρει κάτι πανδημικό. Τι σε έπεισε τελικά;
Για έναν ηθοποιό είναι σπουδαίο να εξασκηθεί σε κάτι τέτοιο, είναι εξαιρετικά γοητευτικό. Αλλά δεν μου αρκούσε αυτό το λόγος. Ήθελα να πειστώ γιατί θα είχε νόημα να ανέβει η «Ανθρώπινη Φωνή» σε μια αθηναϊκή σκηνή. Με έπεισε γιατί αφορά αυτό που εγώ θεωρώ πως είναι η μεγαλύτερη κρίση της εποχής μας. Μιλάω για την κρίση αφοσίωσης δηλαδή για το ότι μας μας έχει αφαιρεθεί η ιδιότητα να αφοσιωθούμε σε κάτι, με αποτέλεσμα να περνάμε από το ένα στο άλλο επιφανειακά. Και έτσι μας στερηθεί η δυνατότητα να νιώσουμε, να ερωτευτούμε, να πονέσουμε, να πενθήσουμε. Περνούν όλα με φοβερή ταχύτητα και εντελώς επιφανειακά. Τότε σκέφτηκα πως αυτή η παράσταση έχει να ανέβει τώρα. Γιατί η μεγαλύτερη κρίση που αντιμετωπίζουμε είναι η κρίση αφοσίωσης.
– Δεν σε έπληξε ποτέ αυτή η κρίση αφοσίωσης;
Αυτή η παράξενη πίστη που συζητάμε είναι η ζωή. Εννοώ η σχέση μου με το θέατρο. Αυτή η πίστη χρειάζεται τεχνική.. Δεν ξυπνάω και λέω θα κάνω πρόβα, μπορεί να θέλω να κάνω χίλια δυο πράγματα. Προφανώς είναι ιδιοσυγκρασιακό αλλά είναι κάτι που δουλεύεται.
– Έχω την αίσθηση πως είναι πιο γενικό. Έχεις μια συνέπεια στις θεατρικές σου επιλογές σου και στον τρόπο που τις υπηρετείς αλλά και στη ζωή σου.
Ναι, κι αυτό είναι που με φέρνει κοντά σε τέτοιους θεατρανθρώπους. Υπάρχουν κάποιες προσωπικότητες όπως ο Δημήτρης Καταλειφός και ο Δημήτρης Παπαβασιλείου που δεν έχουν χάσει την πίστη τους και το πάθος τους. Και μένα αυτό με συγκινεί. Αυτό που με απασχολεί είναι αυτό που κάνω να αφήσει ένα αποτύπωμα. Γιατί ένας ηθοποιός μπορεί να κάνει ένα τρομερό σκηνικό λάθος αλλά επειδή έχει τρομερή πίστη σε αυτό να φαίνεται σαν το πιο σωστό πράγμα στον κόσμο. Οπότε δεν υπάρχει σωστό ή λάθος στη σκηνή. Αλλά πίστη και μη πίστη.
– Από έφηβη τάχτηκες στο θέατρο. Πως μπορούσες να είσαι σίγουρη από τόσο νωρίς;
Στην εφηβεία με είχε πιάσει κάτι και δεν ήθελα να μεγαλώσω. Δεν μπορούσα να επικοινωνήσω με αυτό που γινόταν στα φροντιστήρια. Στο σπίτι είχα επαφή με μουσικές και βιβλία. Η σχέση μου όμως με το θέατρο ξεκίνησε σε ένα θεατρικό εργαστήριο στο σχολείο και τότε είπα ναι τώρα υπάρχει ένα νόημα στο να μεγαλώσω. Κάτι κούμπωσε μέσα μου.
– Έγινε, δηλαδή, το θέατρο όχημα ενηλικίωσης;
Ναι, μια δουλειά που δεν είναι ακριβώς δουλειά. Το Θέατρο Τέχνης κουβαλούσε αυτή την αφοσίωση. Ο Λευτέρης Βογιατζής ήταν το είδος του δοσμένου ανθρώπου που κουβαλούσε πάνω του το θέατρο.
– Του αναγνωρίζεις ωστόσο τη σκληρότητα την οποία του καταλογίζουν οι περισσότεροι ηθοποιοί;
Ναι, εννοείται. Ένιωθα πως με εμπιστεύεται και αυτό με έκανε να αντέχω. Ήταν εκπαίδευση, σχολείο. Είναι ο σημαντικότερος σκηνοθέτης που εγώ γνώρισα, ένας σκηνοθέτης που μπορούσε να φτιάξει έναν κόσμο. Τους ανθρώπους που έχω θαυμάσει τους αντιμετωπίζω ως σχολή. Είχα απόλυτη συνείδηση με ποιον συνεργάζομαι και τι ακριβώς θέλω. Δεν αισθάνθηκα ποτέ πως κάποιος που διαλύει την προσωπικότητα. Στη ζωή όλα έχουν ένα τίμημα. Ακόμα και οι εύκολες συνεργασίες έχουν το τίμημα της επιφάνειας. Εμένα με απασχολεί να με πιστεύουν. Αν με αγαπούν και με πιστεύουν μπορώ να αντιμετωπίσω πολλά.
– Στη ζωή τι μπορείς να αντέχεις όταν νιώθεις πως ο άλλος σε πιστεύει και σε αγαπάει;
Μπορώ να αντέξω πολλά (γελά).
– Όταν συνεργάστηκες με νεότερους σκηνοθέτες είδες με άλλο μάτι αυτή την εκπαίδευση;
Πρώτη φορά ένιωσα με τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη ανακάλυψα μια ελευθερία την οποία είχα ανάγκη και είναι χρήσιμη στο θέατρο… Μου άνοιξε ένα παράθυρο για έναν τρόπο παιχνιδιού. Είμαστε μια γενιά που έχουμε μεγαλώσει με το ξύλο και αυτό ήταν τρομερά απελευθερωτικό. Και με το Νικορέστη Χανιωτάκη το ένιωσα αυτό. Ο Νικορέστης έχει ένα πολύ ωραίο μάτι μαέστρου. Μας αφήνει να είμαστε δημιουργοί.
– Υπήρξε κάποια από τις ερμηνείες που έχουν σφραγίσει την Ανθρώπινη Φωνή που να λειτούργησε ως έμπνευση ή καθοδήγηση;
Δεν το έχω δει ποτέ παιγμένο ευτυχώς. Είχα ακούσει μόνο πολύ μικρή την Έλλη Λαμπέτη γιατί υπάρχει ηχητικό ντοκουμέντο. Ο Κοκτώ σε αυτό το έργο δεν βάζει όνομα στην ηρωίδα του. Αφήνει δηλαδή το περιθώριο στην κάθε ερμηνεύτρια να βάλει την προσωπική της ταυτότητα. Δεν φοβήθηκα λοιπόν ποτέ το βάρος που κουβαλά ερμηνευτικά. Γιατί ο ίδιος ο συγγραφέας σου επιτρέπει να καταθέσεις την ταυτότητα σου. Δεν με απασχόλησε από ποιες έχει ερμηνευτεί αλλά να καταφέρω να καταθέσω κάτι από μένα.
– Τι είδους πρόθεση κρύβεται πίσω το Προεδρικό Διάταγμα;
Είναι θλιβερό αυτό που συμβαίνει. Και δεν έχω καταλάβει γιατί. Ούτε στην πανδημία καταλαβαίναμε γιατί μας έκλειναν και μετά μας άνοιγαν ενώ τα κρούσματα ήταν περισσότερα. Είμαστε ένα κλάδος που έχει τραυματιστεί μετά την πανδημία. Δύο χρόνια ζούμε μια ανασφάλεια. Και όχι μόνο οικονομικά. Ο κλάδος κλονίστηκε και ψυχικά. Είδαμε ξαφνικά τη ρευστότητα. Δεν φανταζόμασταν ποτέ πως δεν θα παίζαμε στο θέατρο, πως θα παίζαμε με μέτρα, θα κάναμε πρόβα με μάσκες και το μισό θέατρο θα είχε κενές θέσεις.
– Ανήκεις στους λίγους που βιοπορίζονται αποκλειστικά από το θέατρο, εδώ και περίπου δυο δεκαετίες, σωστά;
Ναι, ζω από το θέατρο. Εκτός από λίγη τηλεόραση που έκανα κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
– Και η Επίδαυρος τι είναι τελικά για σένα; Δεν αποδεχόσουν για καιρό τις προτάσεις..
Έγινα ηθοποιός για να παίξω στην Επίδαυρο αλλά έλεγα όχι στην Επίδαυρο για δέκα χρόνια. Είχα πάθει μια κρίση πανικού όταν είχα πάει με τη Ρούλα Πατεράλη στην Επίδαυρο με τους δυο Οιδίποδες, έκανα το λάθος και κοίταξα στις κερδίκες, έχασα τα λόγια μου, έκανα μια παύση. Έπαθα μια κρίση πανικού, νόμιζα πως θα με πλάκωνε ο κόσμος. Μου πρότεινα σπουδαία πράγματα και έλεγα όχι. Είπα ναι στις Φοίνισσες με το Γιάννη Μόσχο γιατί είπα πως θα πρέπει να ξεπεραστεί η φοβία. Ήταν η δική μου αναμέτρηση με τον τραύμα. Και το έλυσα.
– Σε αφορά ο ελληνικός κινηματογράφος;
Ναι, ο ελληνικός κινηματογράφος προχωράει. Έκανα και μια ταινία, τον Καπετάν Μιχάλη.
– Τι διδάσκεις τους σπουδαστές σου στη Ακαδημία Τεχνών Εκατό;
Το εδώ και τώρα, πως μαθαίνεις να δουλεύεις μόνος σου. Αυτό που με απασχόλησε από πολύ μικρή. Υπάρχεις τρόπος, υπάρχει τεχνική, τίποτα δεν είναι στην τύχη. Για να αφεθείς στην τύχη, δεν πρέπει να αφήσεις τίποτα στην τύχη.
– Τι μαθαίνεις από τους μαθητές σου;
Μαθαίνω να είμαι υπομονετική γιατί είμαι πολύ ανυπόμονη. Είναι ένα πολύ σπουδαίο δώρο η υπομονή. Παλιά θύμωνα πιο εύκολα, περισσότερο.
– Και πως εξέφραζες ή εκτόνωνες αυτό το θυμό;
Επειδή δεν συγκρούομαι, έβρισκα τον τρόπο για να κάνω αυτό που θέλω. Έκανα κόλπα, είχα ασκηθεί αρκετά σε αυτό αλλά είναι κουραστικό.
– Ταξιδεύεις;
Έχω έρωτα με τη Ρώμη. Όταν μπορώ να πάω κάπου , πάω στη Ρώμη.
– Πίστη και αφοσίωση ακόμα και εκεί..
Ναι… (γελά).
– Να υποθέσω πως έχεις τα ίδια στέκια, τις ίδιες συνήθειες..
Ναι ναι, αυτισμός (γελά).