Ο ενικός δικαιολογείται σε ακόμη μία δημόσια συνομιλία μου με τη συνθέτρια Λένα Πλάτωνος, αφού από το 2004 που την πρωτογνώρισα και από το 2008 που άρχισα να μπαινοβγαίνω στο σπίτι της, θα πρέπει να μου έχει δώσει πάνω από 20 συνεντεύξεις για τον ημερήσιο και ηλεκτρονικό Τύπο, για την τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Στο σπίτι της που θυμίζει αίθουσα τέχνης με τους μεγάλους καθρέφτες, τα πολλά νεανικά πορτραίτα της, τα πολλά πολύχρωμα λαμπατέρ και βασικά το μαύρο πιάνο της, στο οποίο η επιστήθια φίλη της, η πιανίστρια Ντόρα Μπακοπούλου, μας έχει παίξει πριβέ ουκ ολίγες φορές Μπετόβεν, Σοπέν και Σούμαν. «Πάμε να κάνουμε άλλη μία δυνατή συνέντευξη» της είχα πει προ ημερών από το τηλέφωνο, «να μ’ αφήσεις να κοιτάξω μέσα σου για μιαν ακόμη φορά». Αφορμή ήταν η πρόσφατη έκδοση ενός ανέκδοτου υλικού της από τα 80s σε βινύλιο από την ανεξάρτητη αμερικανική εταιρεία Dark Entries Records («Balancers»). «Μην ανησυχείς, αυτό κάνουμε πάντα» ήταν η απάντηση της. Και μακάρι αν το καταφέραμε στη συνέντευξη που ακολουθεί ευθύς αμέσως:

– Σαν να μη θες να χάσεις την επαφή σου με τη μουσική;

Να σου πω…Ένας λόγος είναι ότι κάθε φορά που δεν ακούγεται άλλη μουσική εδώ μέσα, ακούω τη δικιά μου μουσική μες το μυαλό μου, δικά μου μοτίβα, τα οποία έρχονται και λουπάρουν. Είναι σαν μια έμμονη ιδέα.

– Ή σαν μια έμπνευση που δεν σ’ αφήνει στιγμή.

Ναι, που δεν μ’ αφήνει ήσυχη και τσαντίζομαι κι έχω την ανάγκη να ξεφύγω με μιαν άλλη μουσική.

– Και γιατί επιλέγεις instrumental και όχι, ας πούμε, ροκ μπαλάντες που αγαπάς;

Δε θέλω τραγούδια, αφού το τραγούδι είναι το metier μου, το πρωτογενές υλικό μου. Ο λόγος μού αποσπάει την προσοχή.

– Ποιο είναι το συστατικό που κάνει σημαντικό ένα τραγούδι;

Μια αλήθεια του. Να αγγίζει πολύ βαθιά από έναν έως αρκετούς ανθρώπους. Δεν λέω όλους τους ανθρώπους, γιατί ακούγεται σαν μια απλή φράση.

– Έχει να κάνει με το στίχο πιο πολύ ή με τη μουσική;

Και με τα δύο. Ούτε τα λόγια, ούτε η μουσική στέκονται από μόνα τους άπαξ και μιλάμε για τραγούδι.

Φωτ.: Βασιλική Σκοπέλλου / Olafaq

– Αυτόν τον καιρό σ’ απασχολεί πολύ το τραγούδι, ετοιμάζετε ένα δίσκο με τον στιχουργό Νίκο Μωραΐτη. Αν πάρουμε όμως το «Balancers», την αιτία της τωρινής κουβέντας μας, δεν έχουμε ακριβώς τραγούδια, αλλά το οικείο spoken word ύφος σου. Απορώ γιατί τότε έκανες αυτό κατά κόρον και όχι αμιγώς τραγούδια – τραγουδένια.

Είχα την ανάγκη να εκφραστώ θεατρικά, νομίζω. Ήταν τέτοια και η φύση εκείνης της μουσικής. Ξέρεις, όταν μιλάμε ενυπάρχει η μουσική στο λόγο μας, μόνο που εμείς δεν της δίνουμε τόση σημασία. Στην καθημερινότητα μας εννοώ. Υπάρχει τραγούδι μέσα στον ανθρώπινο λόγο.

– Θα το συσχέτιζες με την κάθε μία διαφορετική γλώσσα;

Οπωσδήποτε. Η ελληνική γλώσσα είναι μία απολύτως τραγουδιστική γλώσσα. Εγώ έτσι έμαθα να διαβάζω, να απαγγέλλω πολύ σωστά ελληνικά μέσα από το δικό μου ιδίωμα.

– Αναφέρθηκες σε μία θεατρικότητα και θυμάμαι πώς όταν έφτιαχνες «Το ’62 του Μάνου Χατζιδάκι», ο ίδιος ο Χατζιδάκις σου είχε προτείνει να κάνατε ένα δίσκο που θα τραγουδούσες τα θεατρικά τραγούδια του.

Ισχύει. Πολλά θεατρικά τραγούδια του Χατζιδάκι είχαν μέσα το spoken word ύφος, όπως το «Χάρτινο το Φεγγαράκι». Αυτό άκουσε ο Μάνος, όπως το είχα τραγουδήσει στο δίσκο, κι από κει εμπνεύστηκε και έριξε την ιδέα. Δεν το κάναμε ποτέ τελικά.

– Πιστεύω ότι ήσουν σε άλλη φάση. Η ξένη μουσική σε είχε επηρεάσει πολύ επίσης.

Ναι, είχε να κάνει και μ’ αυτό. Είχα γοητευθεί πολύ από τη Laurie Anderson, η οποία είχε φτιάξει ένα ομολογουμένως φανταστικό spoken word κομμάτι, το «Ο Superman». Για μένα είναι ένα απ’ τα ωραιότερα τραγούδια που έχουν γραφτεί ποτέ.

– Σήμερα, στην πλήρη ωριμότητα σου, σ’ ενδιαφέρει αυτό που λέμε εμπορικότητα; Τότε, στη νιότη σου, το μόνο που σ’ ένοιαζε ήταν να βγάζεις τα δικά σου πράγματα;

Το μόνο που μ’ ένοιαζε ήταν να εκφράζομαι καλλιτεχνικά. Σαφώς και ήξερα ότι αυτά που έκανα τότε και που σήμερα εκδίδονται συνεχώς σε συλλεκτικά βινύλια, δεν είχαν καμία σχέση με τα δημοφιλέστατα τραγούδια, ας πούμε, του Κραουνάκη και της Νικολακοπούλου. Καθόλου δεν μ’ ένοιαζε. Ήθελα να έχω απλά λίγα λεφτά, που παρεμπιπτόντως τότε είχα περισσότερα λεφτά απ’ όσα ήθελα να είχα.

– Λογικό, έκανες κι άλλες δουλειές, παραγωγές ραδιοφώνου κλπ.

Ναι, έτσι έρχονταν κάποια χρήματα. Να στο πω αλλιώς, δεν μ’ ενδιέφερε να είμαι στη δισκογραφία απλά για να είμαι, ήθελα να μπορώ να εκφραστώ.

– Είχες τη στήριξη ενός κύκλου διανοουμένων τότε, από τον Πατσιφά μέχρι τους φίλους σου;

Τη στήριξη του Πατσιφά την είχα περισσότερο ως συνθέτρια κλασική. Όταν ήταν να φτιάξω τις «Μάσκες Ηλίου», τις οποίες τελικά δεν πρόλαβε ν’ ακούσει γιατί πέθανε αιφνιδίως, του είχα πει στο σπίτι μου, καλοκαίρι του 1983: «Κύριε Πατσιφά, ετοιμάζω κάτι με δικό μου στίχο, μουσική και ερμηνεία». Μου είχε απαντήσει: «Τους στίχους φοβάμαι, τους στίχους φοβάμαι!»

– Συνήθιζε να επαναλαμβάνει τις φράσεις του, έτσι;

Ναι, έτσι έκανε. Υπάρχει κι άλλη μια ιστορία σε εκείνη την τελευταία μας συνάντηση, που σου την έχω πει πολλές φορές ιδιωτικά, αλλά ας την πούμε και δημόσια: Ήθελε να μου κόψει τα μαλλιά και του άρεσε να με χτενίζει. Ήταν τρομερά διαισθητικός άνθρωπος ο Πατσιφάς! Σε μια φάση μού λέει: «Παιδί μου, θα ήθελα να σε φιλήσω. Μπορώ;» Του απάντησα: «Μπορείτε, κύριε Πατσιφά»…Ανταλλάξαμε ένα φιλί κανονικό, όχι ακριβώς πεταχτό, όπου εγώ το έκανα μάλλον από ένα κράμα αγάπης που του είχα, οίκτου και περιέργειας. Ήταν ανάμικτα τα συναισθήματα μου μέσα στο λίγο χρόνο που διήρκεσε το φιλί μας. Το συγκλονιστικό ήταν που φεύγοντας, έδειχνε να πετάει κυριολεκτικά. Ανοίγω την πόρτα και βγαίνοντας μού λέει: «Μου έδωσες δέκα χρόνια ζωής»! Δυο μήνες μετά πέθανε…Ποτέ δεν τον ξανάδα, γι’ αυτό και θεωρώ συγκλονιστική την τελευταία φορά που βρεθήκαμε από κοντά.

– Θα ήταν κι ένας απ’ τους πρώτους θανάτους που σε συγκλόνισαν.

Ισχύει. Μετά ήρθαν οι θάνατοι του Χατζιδάκι, των γονιών μου, της ξαδέρφης μου της Λένας Αστρινάκη, της Βικτώριας…

Φωτ.: Βασιλική Σκοπέλλου / Olafaq

– Εξοικειώνεσαι με τις απώλειες όσο περνούν τα χρόνια;

Πολύ. Δεν ήμουν εξ αρχής εξοικειωμένη με τις απώλειες, αλλά ευτυχώς ανταπεξέρχομαι τρομερά.

– Αν δεις το θάνατο σαν μια παύση της ύλης.

Ας πούμε ότι είναι ο επί γης θάνατος της ύλης, έτσι όπως εμείς την αντιλαμβανόμαστε. Στην απώλεια δεν θα ξαναδείς τον άλλον, δεν θα ξανακούσεις τη φωνή του. Είναι πολύ τραγικό για μας εδώ.

– Καμιά φορά ακούω παλιούς δίσκους και με την ίδια λογική των παλιών ταινιών, έχω την αίσθηση πως οι πεθαμένοι τραγουδιστές και ηθοποιοί ποτέ δεν έφυγαν απ’ αυτό τον κόσμο.

Κι εγώ το σκέφτομαι αυτό! Σαν να είναι ζωντανοί, άρα αναρωτιέσαι γιατί να μη ζωντανέψουν κάποια στιγμή στην πραγματικότητα; Θα μπορούσε να γίνει, γιατί όχι;

– Με τη βοήθεια του Θεού ή της επιστήμης;

Ο Θεός και η επιστήμη είναι ένα πράγμα.

Με την έννοια επιστήμη = Θεός;

Ο Θεός ενυπάρχει μέσα στα πάντα για μένα, φυσικά και στην επιστήμη.

Δεν σε κόβω για μηδενίστρια…

Δεν είμαι μηδενίστρια, όχι. Αυτό αντανακλάται στη μουσική μου και στα τραγούδια μου. Υπάρχει πάντα ένα φως μέσα στο φαινομενικό σκοτάδι, ακόμη και στον «Καρυωτάκη» μου.

Φωτ.: Βασιλική Σκοπέλλου / Olafaq

– Σε θυμάμαι το 2009 στο «Κύτταρο» της οδού Ηπείρου. Στα καμαρίνια άνθρωποι με ένα σωρό υπαρξιακά προβλήματα έπεφταν στην αγκαλιά σου και σου έλεγαν τον πόνο τους. Νόμιζαν πως κάπως έτσι θα είσαι κι εσύ προφανώς.

Νόμιζαν λες; Ή απλά εξομολογούνταν; Όλοι αυτοί έβλεπαν πως είμαι κι εγώ σμιλεμένη με τον πόνο, αλλά υπάρχει και κάτι άλλο μέσα μου πέρα απ’ αυτό. Το διέκριναν, είμαι σίγουρη!

– Σου δημιουργεί δυσφορία να σου λένε οι άλλοι τον πόνο τους;

Καθόλου! Αντιθέτως απ’ τη μια συνειδητοποιείς πως δεν είσαι μόνος σου στον πόνο κι απ’ την άλλη νομίζεις πως κάτι θα τους πεις και θα απαλύνει το δικό τους πόνο.

– Υπάρχει κάτι που να είπες σε κάποιον και να τον έκανε καλά ψυχικά;

Με ρωτάς κάτι πολύ δύσκολο. Ίσως οι φράσεις που έχω πει μέσω της τέχνης μου να έκαναν καλό σε άλλους. Μπορώ να σου πω αυτό μόνο: Πριν λίγα χρόνια μια καλή μου φίλη μου είπε ότι συνάντησε ένα νέο άνθρωπο. Αυτός της εξομολογήθηκε ότι «η Πλάτωνος με βοήθησε να ξεπεράσω το θάνατο του αδερφού μου».

– Πόσο ωραίο είναι να σε βλέπουν οι άλλοι μόνο ως μεγάλη καλλιτέχνιδα και να παρακάμπτουν τα άλλα οντολογικά χαρακτηριστικά σου, τη γυναίκα, την εργαζόμενη κλπ;

Δεν είναι ωραίο! Έχουμε περισσότερες από μία υποστάσεις. Θες ο άλλος να τις περικυκλώνει, να τις αγκαλιάζει τις υποστάσεις σου ώστε να νιώσεις την ολοκληρωτική επαφή και αποδοχή. Αυτό έχει να κάνει με όλων των ειδών τις σχέσεις. Θεωρώ ελλειμματικό αυτό το «Η Πλάτωνος είναι μεγάλη συνθέτρια» και μόνο αυτό. Με στενοχωρεί.

– Μπορεί όλα όμως να προκύπτουν απ’ την άδολη αγάπη του άλλου για την τέχνη σου.

Ναι, έτσι βλέπει μόνο μία πλευρά από μία πολυπρισματική προσωπικότητα.

– Δεν είναι όλοι οι καλλιτέχνες πολυπρισματικές προσωπικότητες.

Είναι. Δεν υπάρχει μονοδιάστατος άνθρωπος, θα έλεγα. Άλλο τι βγάζει ο άλλος προς τα έξω και συνηθίζει να υποφέρει τη ζωή του. Μιλάμε τώρα για τους καθημερινούς ανθρώπους, έναν τραπεζικό υπάλληλο π.χ.

– Τι είναι αυτό που κάνει έναν άνθρωπο πολύπλοκο; Ο εγκέφαλος του;

Ο εγκέφαλος του και η ψυχή του. Αυτά τα δύο αλληλοσυμπληρώνονται.

– Γιατί να λέμε ότι υπάρχει ψυχή αφού όλα απ’ τον εγκέφαλο ρυθμίζονται;

Δεν ξέρω, δεν ξέρω ειλικρινά… Και την ψυχή την έχουν εντοπίσει μεταξύ καρδιάς και διαφράγματος. Κάτι θα έχουν εντοπίσει οι επιστήμονες, αλλά το λέω τώρα με μεγάλη επιφύλαξη.

– Μην πάμε τώρα στο πείραμα του ΜακΝτάγκαλ με τα διαβόητα 21 γραμμάρια της ψυχής.

Δεν ήταν έκπληξη για μένα το πείραμα αυτό. Συγκλονιστικό, παρόλη την επίθεση που δέχτηκε απ’ την επιστημονική κοινότητα.

– Υπήρξες εσύ στη ζωή σου αυτό που λέμε καλή ψυχή;

Α, έχω κάνει πολλές μαλακίες κι εγώ…Ναι, όμως, υπήρξα…Τι ακριβώς εννοείς καλή ψυχή;

– Να’σαι αυτό που λέμε καλός άνθρωπος και που – εννοείται – να έχεις πληγώσει κάποιους άλλους.

Πες μου κάτι άλλο ακόμη: Πως εννοείς εσύ τον καλό άνθρωπο;

– Με την απλούστερη έννοια: Να μην βλάπτει τους άλλους.

Έχω εμπειρία που δεν θα σου την πω όλη. Έδωσα τη ζωή μου ψυχολογικά για κάποιον άλλον άνθρωπο αγαπημένο μου.

– Νοερά…

Νοερά. Είπα «Θα έδινα και τη ζωή μου»…

– Όλοι το έχουμε πει αυτό κάποια στιγμή.

Εγώ το είπα μέχρι που αυτό σχεδόν συνέβη.

– «Πήγες» και «ήρθες» δηλαδή;

Όχι, δεν «πήγα» και «ήρθα», αλλά έχασα κάτι πολύ βασικό από τη ζωή μου που το κέρδισε ο άλλος.

– Και τώρα το βλέπεις σαν μια πράξη αυτοθυσίας;

Ναι, και απορώ με τον εαυτό μου. Δεν περίμενα ποτέ ότι θα έφτανα σε τέτοιο σημείο.

– Σε τρόμαξε αυτό για τα όρια σου;

Όχι. Το θεώρησα δύναμη, όχι θάρρος.

– Μα είσαι δυνατός άνθρωπος. Έχεις αναγεννηθεί πόσες φορές απ’ τις στάχτες σου σαν τον φοίνικα.

Πολλές φορές…Τελικά δεν είμαι Ζυγός, αλλά Σκορπιός. Αυτό λένε τα ζώδια μου και ΟΚ, είμαι Ζυγός, μ’ αρέσει το ωραίο, είμαι και Σκορπιός όμως, έχοντας αναγεννηθεί πάμπολλες φορές απ’ τις στάχτες μου. Καταπιάνομαι με τα μυστήρια, με τα δύσκολα. Με τραβάνε τα ερέβη για να τα εξερευνήσω, όμως.

– Ήξερες κάθε φορά που πήγαινες προς το έρεβος ότι θα περνούσε;

Ναι. Ήξερα ότι θα έβγαινα κάθε φορά.

– Άρα πήγαινες συνειδητά;

Βεβαιότατα. Είναι επίπονο και το ξέρεις, αλλά το κάνεις. Η κατάληξη, πάντως, είναι η έξοδος, το φως. Αυτό έχει ξεκαθαρίσει πια μέσα μου. Στις αρχές αναρωτιόμουν για μένα, έβλεπα μια φωτεινότητα στα τραγούδια μου. Πλέον νιώθω όλο αυτό εντελώς ξεκάθαρο μέσα μου.

– Θυμάμαι όταν πρωτομπήκα στο σπίτι σου στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Ήταν το 2004.

Δεν ήταν σπίτι μου εκείνο. Ήταν ένα μέρος της ψυχής μου.

– Ήθελα να πω ότι από τότε μέχρι σήμερα, που έχουμε 2022, θα ήταν αδιανόητο για εκείνη τη γυναίκα που συνάντησα σε άσχημη κατάσταση να σκεφτόταν καν ότι θα έκανε διεθνή καριέρα.

Ο φοίνικας, που λέγαμε…Όχι του Παπαδόπουλου, βέβαια (γέλια). Ο εκ της τέφρας αναγεννόμενος. Θα ήταν αδιανόητο να σκεφτόμουν καριέρες τότε που με είδες να περνάω την Κόλαση μου. Και που νά’ξερες πόσες ιστορίες παράλληλες είχα την ίδια εποχή.

– Ανατρέχεις στην εποχή εκείνη ή την έχεις διαγράψει;

Ανατρέχω τώρα πια πιο άνετα από πριν. Την απέφευγα για χρόνια σαν τον διάβολο.

– Έφτασες ποτέ στο σημείο να οικτίρεις τον εαυτό σου;

Νομίζω ναι…Αλλά να σκεφτώ να αυτοκτονήσω, όχι, ποτέ! Δηλαδή όχι ποτέ, είχα σκεφτεί να αυτοκτονήσω κάτω από ορισμένες συνθήκες. Δεν ήταν η αυτοχειρία, η αυτοκτονία του οικτιρμού, αλλά ενός άλλου είδους αυτοκτονία. Όπως αυτοκτόνησε, π.χ., ο Λιαντίνης. Τον αναφέρω επειδή θεωρείται σύμβολο μιας απελευθερωτικής αυτοκτονίας για όποιον έχει ασχοληθεί με το θέμα του.

– Ενός ξεπεράσματος της ύλης.

Χωρίς να σ’ απασχολούν οι άλλοι, βέβαια, γιατί η αυτοχειρία έχει κάτι απόλυτα εγωκεντρικό μέσα της. Αυτός πάλι είχε προετοιμάσει το έδαφος. Συνεπώς, είτε προετοιμάζεις το έδαφος, είτε αφήνεις ένα κείμενο, στο οποίο εξηγείς επαρκώς τους λόγους της απονενοημένης πράξης σου.

– Θα έλεγες ότι στην πορεία σου τα πήγες πιο καλά με τις γυναίκες ή με τους άνδρες;

Και με τις γυναίκες και με τους άνδρες. Πρωτίστως, με τους άνδρες εννοώ τον πατέρα μου. Και κάποιον άλλον ακόμη, που είχαμε πολύ μεγάλη αγάπη και έρωτα. Από γυναίκες τώρα θα έλεγα οπωσδήποτε τη μάνα μου και τη Βίκυ. Τελείως οριακές γυναίκες στη ζωή μου. Την ξαδέρφη μου τη Λένα ακόμη, που ήμασταν από μικρά μαζί, από τριών ετών, αλλά μετά για κάποιους δικούς της λόγους, που δεν τους έμαθα ποτέ, έκοψε λάσπη…Στην πραγματικότητα έριξε λάσπη κιόλας. Απ’ όλες τις σχέσεις μου με το ίδιο φύλο, αυτή με τη Βίκυ θα ξεχώριζα.

– Αισθάνεσαι ότι προδόθηκες απ’ τους ανθρώπους;

Ναι, αλλά δε βαριέσαι…Τελικά…

– Μήπως κάνουμε κι εμείς τους άλλους να μας προδίδουν;

Πιστεύω πως ναι, έχουμε τέτοιους μηχανισμούς. Από μηχανισμούς, άλλο τίποτα!

– Είμαστε πιο αθώοι, λες;

Αυτό ακριβώς είναι, είμαστε αθώοι, αφηνόμαστε πολύ στους άλλους. Ωραία κουβέντα κάνουμε! Απ’ τα ψηλά στα χαμηλά, στα ερέβη, πάμε σαν τον αετό.

– Για την ώρα πάμε πάλι στο «Balancers». Εδώ και χρόνια μου έλεγες ότι είχες σε κασέτες ανέκδοτες ηχογραφήσεις σου. Για ποιο λόγο παρέμεναν ανέκδοτες;

Πίστευα ότι δεν ενδιέφεραν καθόλου το κοινό μου. Ίσως να τα’ χα βάλει να τα ακούσουν κάποιοι φίλοι. Μέχρι εκεί μ’ ενδιέφερε. Ήταν ηχογραφήσεις που πραγματοποιήθηκαν το διάστημα που έγραψα τα τρία άλμπουμ, «Μάσκες Ηλίου», «Γκάλοπ» και «Λεπιδόπτερα». Τα κομμάτια αυτά μου τα ζητούσε, σαν να ήξερε ότι υπήρχαν, ο Josh Cheon της Dark Entries Records. Πώς τα ανακάλυψα, ήταν κάτι μαγικό! Ήξερα ότι υπήρχαν σε κασέτες, αλλά δεν θυμόμουν αν τις είχα κρατήσει φυλαγμένες. Θυμόμουν πως ένα βράδυ, που είχαμε πανσέληνο της Παρθένου – φαντάσου τι θυμάμαι κι εγώ τώρα – ταξινομούσαμε κασέτες με τη Βίκυ και μου έλεγε «Πέταξε όποια δεν σου κάνει». Σ’ ένα μεγάλο κουτί έριχνα παλιές κασέτες μέσα. Σίγουρα θυμάμαι ότι είχα κρατήσει τις κασέτες με τις συνεντεύξεις μου. Φτάνουμε στο 2018 που μια φίλη μου μού έκανε δώρο ένα κασετοφωνάκι με την παρότρυνση να ψάξω το αρχείο μου. Έτσι άρχισα να ψάχνω κασέτες και κατευθείαν έπεσα πάνω στις παλιές μου ηχογραφήσεις. Είπα στον Cheon ότι βρήκα υλικό από το 1981 και το ’83 σε καλό μάλιστα ηχητικό επίπεδο.

– Υπάρχουν κι άλλα κομμάτια ή μόνο αυτά κυκλοφορούν σήμερα σε βινύλιο;

Υπάρχουν και μερικά ακόμη, ναι.

– Που θα μπορούσαν να κάνουν ένα Volume Τwo του «Balancers»;

Θα μπορούσαν…Και ο Josh μόλις το έμαθε, μια και ήταν στην Ελλάδα, με παρακάλεσε να του δώσω τις κασέτες. Με κοίταζε με το ύφος του σκύλου που ζητάει το κόκαλο του. Δεν του το αρνήθηκα. Του έδωσα τις κασέτες και τις πήρε μαζί του στην Αμερική.

– Δεν φοβόσουν μη χαθεί ένα τόσο σπάνιο υλικό;

Όχι. Να που τα έβγαλε και σε μια άκρως επιμελημένη έκδοση.

– Τώρα που ξανακούς το δίσκο αυτό, θα έλεγες ότι το υλικό στέκεται επάξια δίπλα στα τρία οριακά σου άλμπουμ που ανάφερες;

Εν μέρει, ναι. Τα περισσότερα κομμάτια δηλαδή. «Τα βήματα του Πλάπαλ» ήθελαν μια μεγαλύτερη επεξεργασία, μα ο Josh δεν είχε πολύ χρόνο.

– Εμένα πάντως το οργανικό «Φαέθων» με πάει «Στον αστερισμό του Πιγκουίνου», σε ψυχεδελικά ηλεκτρονικά ηχοτόπια.

Διαφωνώ. Εσύ έχεις μία συγκλονιστική μνήμη και ίσως το’χες ακούσει στο ραδιόφωνο, αφού το έβαζαν καμιά φορά στο Δεύτερο και στο Τρίτο Πρόγραμμα. Ο «Φαέθων» ήταν ένα απ’ τα θέματα για τις μουσικές εκπομπές μου για τη Μαρία Κυρτζάκη στο Δεύτερο.

– Πάντως, η ρωσική κουλτούρα σε κατατρέχει λίγο. Πολύ πριν γνωρίσεις τη Βίκυ και της γράψεις τη «Ρωσική ρομάντζα», υπάρχει μέσα στο «Balancers» ένα κομμάτι με τίτλο «Russian Lament». Από που κι ως που;

Δεν λες καλύτερα από που κι ως που βγήκε αυτός ο δίσκος λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία; Το 1973 ένας άνθρωπος που είχε παίξει κυριολεκτικά τρομακτικό ρόλο στη ζωή μου – δεν ζει πια, αυτοκτόνησε – με είχε μεταλάβει στον Ραχμάνινοφ και κυρίως στον Σκριάμπιν. Είδες που όλα τα κακά πράγματα μέσα τους έχουν και ψήγματα του Καλού; Αυτός, ας πούμε, ήταν ένας όλεθρος για μένα. Δεν μπορώ, όμως, να μη διακρίνω τώρα την ευτυχία που προέκυψε.

– Όπως αποδίδεις ευτυχία στον όλεθρο, θα απέδιδες διαβολικές ιδιότητες στον μέγα Σκριάμπιν;

Ναι! Έπαιξα τότε τη σονάτα του, τη «Μαύρη Λειτουργία», που την έμαθα μέσα σε μια βδομάδα. Ένα πολύ δύσκολο έργο και παράλληλα γοητευτικό. Κι ας είναι μαύρη λειτουργία, έχει κι αυτή τη γοητεία της. Εδώ δεν έχουν εξερευνήσει καν τη σκοτεινή ύλη, το μαύρο του σύμπαντος. Προς το παρόν δεν μπορούν να το εξερευνήσουν.

– Για σκέψου να μας ρούφαγε όλους μια ωραία πρωΐα μια μαύρη τρύπα.

Δε θα προλαβαίναμε να το καταλάβουμε. Εκτός αν εννοείς μέσα στη μαύρη τρύπα να συναντάγαμε τη μαύρη ζωή. Αυτή τη ζούμε και στις άσπρες τρύπες μέσα. Και χειρότερα κιόλας!

– Είσαι άνθρωπος του ανικανοποίητου;

Είμαι περίεργη! Έχω αφάνταστη περιέργεια μέσα μου, από μικρό παιδί.

– Το εννοώ κάπως αλλιώς: Έπιασες στα χέρια σου το «Balancers». Πόσο διαρκεί αυτή η χαρά άραγε;

Όχι πάρα πολύ! Για το μόνο κομμάτι μου απ’ αυτό το βινύλιο που διαρκεί η χαρά μου είναι το «Russian Lament». Προσπαθώ να το εξηγήσω γιατί το κομμάτι ξεκίνησε από ένα ακατάπαυστο κλάμα μου, γυρίζοντας απ’ το σούπερ μάρκετ. Μπήκα γρήγορα μέσα στο σπίτι κι έβαλα μπροστά το τετρακάναλο και το συνθεσάιζερ – πρόλαβα και τα έκανα. Ήταν έτοιμα; Ούτε που θυμάμαι! Όλα γίνανε σε χρόνο dt. Την ώρα που έκλαιγα, ηχογράφησα τους λυγμούς μου, ερχόμενη απ’ έξω με τα ψώνια στο χέρι. Αμέσως μετά το επεξεργάστηκα περαιτέρω. Έβαλα το πινγκ πονγκ, το μπαλάκι μεταξύ δύο αντιπάλων, πρόσθεσα το γέλιο το σαρκαστικό κι από κει μέσα αναδύθηκε ξαφνικά το μάθημα των ρωσικών. Συνειρμικά, στα τυφλά έγιναν όλα, σαν να έπαιζα τυφλόμυγα με τον εαυτό μου. Μόνο που τώρα σκέφτομαι πως αν είχα να κάνω με μια έκλαμψη διαίσθησης, έχει μέσα του το κομμάτι την ενόραση της αντιπαλότητας και των αντιθέτων.

– Καταλαβαίνεις ακόμη μία φορά το εξαιρέσιμο της καλλιτεχνικής φύσης σου.

Αυτό που είπες τώρα, πολύ με ξαλάφρωσε. Θεωρώ πάντως πως η όποια ιδιαιτερότητα μου απλουστεύει όσο εγώ μεγαλώνω. Μέσα μου (σ.σ. πιάνει το στέρνο της), εδώ μέσα γίνονται όλα. Το ζουμί το πολύ βρίσκεται μέσα μας μαζί με τους πολλούς εαυτούς μας.

– Αυτό το λες εσύ που είσαι ενδοσκοπική. Τι να πουν άλλοι άνθρωποι που δεν τολμάνε να κοιτάξουν μέσα τους;

Γεια χαραντάν! Μια χαρά περνάνε…

– Κι αν είναι πιο ευτυχισμένοι απ’ ότι εμείς;

Έτσι μετράς εσύ τη ζωή; Με την ευτυχία;

– Με τι άλλο; Όλοι δεν αναζητάνε την ευτυχία;

Η ευτυχία δεν μετριέται, δεν καλουπώνεται. Είναι κατάσταση relative. Εγώ ξέρω πως αυτός που έρχεται σ’ επαφή πολύ βαθιά με τον εαυτό του, έρχεται σ’ επαφή και με το Όλον και με τον πολυδιάστατο μηχανισμό που καλούμε σύμπαν. Η μεγαλύτερη ευτυχία που μπορεί να γνωρίσει άνθρωπος είναι η ένωση. Μα για την ένωση όλοι χτυπιόμαστε. Ο έρωτας είναι μια ένωση, ο θάνατος είναι ακόμη μια ένωση.

– Ποια είναι η πιο ευτυχισμένη στιγμή στη ζωή σου;

Το 2008 στη συναυλία του Ηρωδείου. Το σήμα της νίκης που έκανα στη Βίκυ, η οποία βρισκόταν πίσω απ’ τη σκηνή και μου απάντησε κι αυτή με το ίδιο νεύμα. Οι αντιδράσεις του κόσμου όταν τους είπα πως θα ακούσουν τραγούδια, που δεν τα ακούν συχνά από το ραδιόφωνο. Δεν την αλλάζω με καμία άλλη στιγμή της ζωής μου τη συγκεκριμένη.

– Και τη στιγμή που τραγουδούσες τον στίχο «Είμαι ευτυχισμένη» από την «Πρωτομαγιά», το εννοούσες κιόλας!

Το εννοούσα 100%! Αφού πρότεινα από μόνη μου στον κόσμο να το ξαναπαίξω. Και δεν το έκανα για τον κόσμο. Για μένα την ίδια το έκανα.

– Είσαι ευτυχισμένη σήμερα;

Ω θεέ μου, με όλα αυτά που γίνονται…Όχι, Αντώνη, όχι, δεν θα δήλωνα ευτυχισμένη. Μπορεί μέσα μου να τη νιώθω την ευτυχία, μέσω της αυτογνωσίας που έχω κατακτήσει, αλλά θα ήταν πολύ βαριά κουβέντα να δήλωνα ευτυχισμένη. Τόσοι άνθρωποι νεκροί γύρω μας από φτώχεια, από covid, από πόλεμο, ένας σατανισμός κανονικός.