Ο Κώστας Μεταξάς είναι μια αστείρευτη δημιουργική δύναμη. Το έργο του συνδυάζει το μεγάλο πάθος του καλλιτέχνη για δημιουργία με την τεχνογνωσία ενός μηχανικού που βρίσκει πάντα λύσεις για να φτιάξει αυτό που θέλει. Σήμερα, τα παγκοσμίως βραβευμένα σχέδιά του καμαρώνουν σε όλες τις λίστες με τις πιο απίθανες μηχανικές εφευρέσεις της εποχής μας. Ένας πολυμήχανος εφευρέτης και ένας τολμηρός σύγχρονος καλλιτέχνης. Οι περιπέτειες του με το design ξεκίνησαν πολύ νωρίς όταν τόλμησε να αφήσει την Ιατρική για να ιδρύσει την πρώτη εταιρεία του και να κατασκευάσει πολύ «σοβαρό» Hi-Fi εξοπλισμό. Σήμερα, ως επικεφαλής του brand Metaxas & Sins, έχει καταφέρει να δημιουργήσει όχι μόνο ένα υψηλού κύρους όνομα στον κόσμο της σύγχρονης ηχητικής απόδοσης (και απόλαυσης), αλλά και μια τεράστια συλλογή από μοναδικές ηχογραφήσεις αναφοράς συναυλιών από κορυφαία ονόματα του σύγχρονου μουσικού σύμπαντος. Χωρίς κανέναν περιορισμό, όταν δεν είναι «χαμένος στην μουσική» και τις μηχανές του, σχεδιάζει για διάσημα luxury brands όπως η S.T. Dupont και η LEpee 1839.

– Καλημέρα, πώς σας βρίσκω σήμερα;

Ωραία, τεστάρω έναν ενισχυτή και αυτή τη στιγμή ελέγχω το βολτόμετρο για να δω ότι δεν αλλάζει η τάση του.  

– Φτιάχνετε καινούργιες μηχανές;

Ναι, για την ακριβεία δουλεύω πάνω σε μια σειρά νέων ηλεκτροστατικών ακουστικών και τον ασορτί ενισχυτή τους. Ο οποίος θα έχει την μορφή γλυπτού και δεν θα μοιάζει καθόλου με Hi-Fi συσκευή. Θα έχει το σχέδιο ενός γυναικείου κορμού. Θα είναι πολύ διαφορετικός και ειδικά για τους νέους άντρες, που θέλουν να ακούν μουσική με ακουστικά, θα την απολαμβάνουν σε όλες τις διαστάσεις. Πρέπει να διασκεδάζεις με τη δουλειά σου, αυτός είναι ο σκοπός. 

– Αισθάνεστε ευτυχής για όσα έχετε πετύχει μέχρι στιγμής στη ζωή σας;

Σε γενικές γραμμές, ναι. Γιατί, για να είμαι ειλικρινής ποτέ δεν περίμενα ότι θα έκανα αυτό που κάνω σήμερα. Πρέπει επίσης να καταλάβετε ότι αυτή η οδύσσεια ξεκίνησε όταν ήμουν πάρα πολύ νέος και οι γονείς μου είχαν στο μυαλό τους ότι θα γίνω ο τυπικός Έλληνας γιατρός, δικηγόρος ή παπάς, αλλά εγώ είχα αυτό το πάθος για την μουσική που δεν με άφηνε να τους καταλάβω. Και σήμερα μπορώ να δω το γιατί. Γιατί όταν είσαι νέος μπορεί και να αναρωτιέσαι «μήπως κάνω βλακεία και δεν ακούω τους γονείς μου; Αν γίνω καλλιτέχνης μήπως όντως θα χαραμίσω τη ζωή μου;». Φυσικά, όταν είσαι νέος δεν μπορείς να δεις που θα καταλήξει αυτή η επιθυμία σου στο μέλλον. Γι’ αυτόν τον λόγο νιώθω πραγματικά πολύ ευτυχισμένος σήμερα που τόλμησα να πιστέψω στον εαυτό μου. Αλλά εάν με ρωτούσατε πριν από είκοσι χρόνια αν ήμουν ευχαριστημένος να φτιάχνω μαγνητόφωνα θα σας έλεγα ότι αστειεύεστε. 

– Επειδή τα μαγνητόφωνα είναι σαν τα «διαστημόπλοια» του Hi-Fi κόσμου και της μουσικής;

Αυτός είναι ο κύριος λόγος γιατί τόσοι λίγοι άνθρωποι ασχολούνται μαζί τους σήμερα. Πίσω στο παρελθόν, φυσικά, είχαν την αίσθηση ότι ήταν αναγκαία, αλλά μιλώντας λίγο φιλοσοφικά, ήταν το πιο δύσκολο πράγμα που έχω κάνει στη ζωή μου, αλλά ταυτόχρονα ήμουν τυχερός γιατί τα υλικά μπορούσαν να βρεθούν. Σαν καλλιτέχνης πρέπει να ξέρεις την παλέττα σου και τα υλικά σου, τα εργαλεία σου. Τα υλικά στην περίπτωση μου ήταν τεχνολογία, και άνθρωποι που σκέφτονται σαν εμένα. Μην ξεχνάτε ότι κανένας νέος άνθρωπος στα τριάντα του, ή στα σαράντα του, δεν καταλαβαίνει τίποτα από μαγνητόφωνα. Οπότε το βασικό μου δύσκολο βήμα ήταν να ξεκινήσω να ασχολούμαι με κάτι το οποίο είχε πάψει να υπάρχει, χρησιμοποιώντας τεχνολογία η οποία ποτέ δεν είχε χρησιμοποιηθεί σε αυτό το μέσο. 

– Πόσο χρόνο σας πήρε μέχρι να συνειδητοποιήσετε ότι μπορείτε να φτιάξετε ένα νέο μαγνητόφωνο από το μηδέν;

Τον πρώτο χρόνο που ασχολήθηκα με το σχεδιασμό ενός κλασικού μαγνητόφωνου ήμουν σχεδόν έτοιμος να τα παρατήσω. Δεν είχα να κάνω με έναν πίνακα που τον βλέπεις και λες «χμ, δεν είμαι απόλυτα ικανοποιημένος, αλλά είναι ένας πίνακας ζωγραφικής, πάει τελείωσε». Αυτό το μαγνητόφωνο που ήθελα να σχεδιάσω έπρεπε να παίζει τις μαγνητοταινίες και να τις παίζει σωστά. Ο πρώτος χρόνος ήταν ένας αγώνας δρόμου, δοκιμών και νέων πειραμάτων, ενώ ταυτόχρονα έψαχνα να βρω ανθρώπους να με βοηθήσουν. Δυστυχώς, οι περισσότεροι που μπορούσαν να το κάνουν σήμερα έχουν πεθάνει. Και επιπλέον η τεχνολογία που χρησιμοποιούσαν στη δεκαετία του ’70 είναι άσχετη με τη σημερινή. Φανταστείτε, το πιο ειρωνικό ήταν πώς ένας φίλος μου, εμπειρογνόμωνας στις μαγνητοταινίες, ό,τι μου έλεγε, εγώ έπρεπε να κάνω το αντίθετο, γιατί όλα ήταν τόσο διαφορετικά από τις δεκαετίες του ’60 και του ’70. 

– Βέβαια, από μικρός βρεθήκατε κοντά στους μεγάλους δασκάλους των ηχογραφήσεων, και μπήκατε στον κόσμο του μαγνητοφώνων και της μαγνητοταινίας. Τι σας τράβηξε εκεί;

Αυτό που είδα και θαύμασα σε εταιρείες όπως η Stellavox, η Nagra και η Studer ήταν το γεγονός ότι έβαλαν αυτό που λέμε ακρίβεια στην αναπαραγωγή του ήχου. Κατασκεύαζαν τις μηχανές τους όλο και πιο στιβαρές, όλο και πιο αξιόπιστες, αλλά ποτέ δεν τις θεώρησαν τίποτα περισσότερο από αυτό που επρόκειτο να κάνουν: να αναπαράγουν πιστά τον ήχο. Ο μοναδικός άνθρωπος που ηχογραφούσε μουσική με τις δικές του μηχανές ήταν ο Georges Quellet της Stellavox. Δεν ήταν απλά ένας μηχανικός, ήταν ένας πραγματικός καλλιτέχνης. Αυτό που προσπαθώ να κάνω εγώ σήμερα είναι να περάσω την ιστορία αυτών των μηχανών σε ένα άλλο, ανώτερο, επίπεδο. Το πιο ενδιαφέρον για εμένα σήμερα είναι ότι πλέον εργάζομαι σταθερά πάνω στην κατασκευή των δικών μου μοτέρ, και έτσι το μηχάνημα που θα δείτε τον επόμενο χρόνο θα θυμίζει τον μηχανισμό ενός ρολογιού. Και θα μπορείτε να το βλέπετε στο εσωτερικό του μαγνητοφώνου. Θα μπορείτε δηλαδή ενώ παίζει μουσική να βλέπετε την εσωτερική κίνηση του μοτέρ, τις σπείρες που θα κινούνται όταν τυλίγουν την ταινία. Σαν καλλιτέχνης, λοιπόν, θέλω να φτάσω τα πράγματα εκεί που δεν έχουν φτάσει ποτέ. Και η μεγάλη αγάπη μου για τα μαγνητόφωνα προκύπτει από το γεγονός ότι είναι μηχανές ηχητικής πιστότητας που έχουν τόσα να προσφέρουν αλλά κανένας πλέον δεν ασχολείται με αυτά. 

– Φυσικά, για εσάς είναι οι μηχανές του απόλυτου ήχου. 

Ναι, αυτό είναι. Το αστείο, βέβαια, παραμένει ότι λίγοι αναζητούν σήμερα την πιστότητα που προσφέρουν αυτές οι μηχανές. Αλλά ναι, θυμάμαι όταν είχαμε δώσει τα πρώτα κομμάτια για δοκιμές στο κορυφαίο αμερικανικό περιοδικό Τhe Absolute Sound και έγραψαν «αυτό είναι ΤΟ καλύτερο μαγνητόφωνο που έχει φτιαχτεί ποτέ!». Και φανταστείτε, δεν είχαμε αρχίσει καν. Αλλά αυτό που έχει σημασία είναι ότι όσο καλά και τέλεια ήταν τα μαγνητόφωνα των περασμένων δεκαετιών, σήμερα έχουμε καταφέρει και τα έχουμε φτάσει στα όριά τους. Τα έχουμε κάνει όσο πιο τέλεια μπορούν να γίνουν. Και αυτό τι σημαίνει, ότι σήμερα αυτές οι μηχανές μπορούν να παίξουν παλιές μαγνητοταινίες και να ακούσεις πράγματα που δεν έχουν ακουστεί ξανά από το ανθρώπινο αυτί.  

– Tι είναι αυτό που κάνει τον ήχο της μαγνητικής ταινίας τόσο μαγικό και τόσο αληθινό;

H πυκνότητα των μαγνητικών σωματιδίων, ειδικά όταν χρησιμοποιούμε παχειά μαγνητοταινία, όχι την λεπτή της κασσέτας, έχει την ιδιότητα να συγκεντρώνεται στις κρίσιμες συχνότητες και να αγνοεί τις υπόλοιπες. Η μαγνητική ταινία, αν και δεν είναι ένα δημοφιλές μέσο πλέον, είναι το μοναδικό που έχει μια φυσική διάσταση και όγκο, πιο πιστό και βασικά πιο απλό από το βινύλιο και από τον ψηφιακό ήχο. Η ταινία έχει μια φυσική διάσταση στην ηχογράφηση, κάτι που κανένα άλλο μέσο από μόνο του δεν μπορεί να κάνει χωρίς πρόσθετη επεξεργασία. Έχει μια φυσική τρισδιάστατη υφή από μόνη της, που δεν θα καταφέρεις ποτέ να αναπαράγεις αν ηχογραφείς ψηφιακά. Δεν είναι περίεργο λοιπόν που η ιστορία δείχνει ότι οι σπουδαιότερες ηχογραφήσεις όλων των εποχών, όλων των σπουδαίων μεγάλων έργων και όλων των πετυχημένων άλμπουμ έγιναν σε μαγνητοταινία. Το πιο αστείο βέβαια είναι ότι κανένας από όλους εμάς που αγαπάμε, που ερευνούμε, και που χρησιμοποιούμε ακόμη αυτό το μέσο δεν μπορεί να πει που κρύβεται η μαγεία της μαγνητοταινίας και γιατί ακούγεται πιο φυσική και τόσο θαυμάσια από όλα τα υπόλοιπα. 

– Πότε νιώσατε την ανάγκη να ασχοληθείτε με την έρευνα του ήχου και της μουσικής από μια πιο επιστημονική πλευρά, θα λέγαμε, αντί να αποφασίσετε να γίνετε μουσικός;

Όταν ήμουν νέος στην Αυστραλία, όπως κάθε έφηβος είχα κι εγώ ένα ηχοσύστημα για να ακούω μουσική. Κι εκείνες τις μέρες είχες ένα κουτί που το έβαζες να παίξει κι εκείνο έπαιζε «μπουμ-μπουμ-μπουμ». Αυτός ήταν ο ήχος του. Κάποιος φίλος τότε, μου έδωσε ένα ζευγάρι ηλεκτροστατικά ηχεία Quad, με τα οποία δεν ποτέ δεν μπορείς να ακούσεις πολύ δυνατά. Πρέπει να τα ακούς σε χαμηλή ένταση. Κι όταν αρχίζεις να ακούς σε χαμηλές εντάσεις τα αυτιά σου ανοίγουν, και έτσι ακούν πολλά περισσότερα. Έτσι, λοιπόν, στα δεκαπέντε μου, έχω φτιάξει για πλάκα έναν ενισχυτή, και έχω αυτά τα ηχεία και βάψω έναν δίσκο κλασικής μουσικής να παίξει. Και ξαφνικά νιώθω ότι η μουσική είναι αληθινή. Σαν να ήμουν εκεί, στην αίθουσα που έπαιζε η ορχήστρα. Ποτέ μέχρι τότε δεν είχα σκεφτεί ότι αυτό είναι πιθανό, σκεφτόμουν τα ηχοσυστήματα σαν μηχανές που παίζουν μουσική στο βάθος, αλλά εκείνη την μαγική στιγμή μπορούσα να ακούσω τον ρεαλισμό στο παίξιμο των μουσικών. Ο πατέρας μου, δεν είχε καμιά ιδέα από Hi-Fi και ενισχυτές και ηχεία, μπήκε μια μέρα στο δωμάτιό μου, και τον έβαλα να καθίσει δίπλα μου να ακούσει. Φανταστείτε λοιπόν έναν τραχύ Έλληνα που δεν έδινε δεκάρα για όλα αυτά τα μηχανήματα, μετά από δέκα λεπτά είχε μείνει άναυδος, είχε χαθεί μέσα σε αυτό το αληθινό μυστήριο της μουσικής, δεν ήταν πλέον στο μικρό μου δωμάτιο, ήταν σε μια μεγάλη αίθουσα κονσέρτων και απολάμβανε την μαγεία της μουσικής. Τότε του είπα «Όλο αυτό θέλω να το κάνω καλύτερο». Και τότε κατάλαβε ότι δεν θα μπορούσε να με βάλει ποτέ στον δικό του δρόμο, κατάλαβε ότι ο γιός του είναι τελείως τρελός, αλλά κατάλαβε επίσης ότι ο γιός του είχε ένα μεγάλο δίκιο. 

– Δηλαδή η αφετηρία σας ήταν όταν ανακαλύψατε ότι ένα ηχοσύστημα δεν πρέπει να ακούγεται μηχανικό αλλά να λειτουργεί ως μέσον υπέρβασης;

Ναι, όταν κατάλαβα ότι πρέπει να αλληλεπιδρώ με απίθανες λεπτομέρειες, που αφορούν και συναισθήματα, που αφορούν και την τεχνολογία, και που βασικά αφορούν την μουσική, γιατί στο τέλος όλο αυτό που κάνεις έχει έναν σκοπό: να απαθανατίσεις τον μουσικό. 

– Μετά από εκατοντάδες ηχογραφήσεις που έχετε κάνει μόνος σας ποιο παραμένει σήμερα το πιο «τρελό» σας όνειρο;

Να ηχογραφήσω καλλιτέχνες όπως ο Pat Metheny και η Joni Mitchell. 

– Η ποιότητα της μαγνητοταινίας σας «μάγεψε» από την αρχή;

Όχι, δεν ήμουν καθόλου φανατικός λάτρης της μαγνητοταινίας. Εγώ απλά ήθελα να ηχογραφώ κονσέρτα. Με τον τρόπο μου, ώστε να ακούγονται ρεαλιστικά. Δοκίμασα από νωρίς κάθε νέο ψηφιακό σύστημα, τα οποία ήταν και πιο φτηνά. Εκείνη την εποχή ένα μαγνητόφωνο στην Αυστραλία κόστιζε όσο ένα σπίτι. Αλλά, δυστυχώς, δεν βρήκα κανένα ψηφιακό μέσο που να δίνει αυτή την αίσθηση της πειστικότητας και του μαγικού ρεαλισμού που δίνει η ταινία. Η μουσική από ταινία δεν ακούγεται ποτέ σαν κονσέρβα. Ακούγεται πραγματική. 

– Μήπως υπάρχει μια ιδιαίτερη αγάπη για αυτό το μέσο από κάποιους λάτρεις της υψηλής απόδοσης ήχου που προσπαθούν να αφιερώσουν περισσότερη ενέργεια και κόπο στην επανατοποθέτησή του στην μουσική βιομηχανία;

Όχι, η αλήθεια είναι μόνο αυτή: η μαγνητοταινία έχει αποδείξει την αξία της. Ναι, στον κόσμο του Hi-Fi υπάρχει ένα τεράστιο πάθος σήμερα για τα μαγνητόφωνα. Και δεν πρόκειται για μια σύγχρονη τάση. Υπήρχε πάντα αυτό το πάθος. Η ειρωνεία όμως είναι ότι ακόμη και σήμερα το κοινό ανακαλύπτει ταινίες από τη δεκαετία του ’60 που παίζουν και ακούγονται υπέροχες. Όλοι οι σοβαροί μουσικοί σήμερα χρησιμοποιούν ακόμη μαγνητοταινίες για τις ηχογραφήσεις τους γιατί ξέρουν ότι δεν μπορούν να έχουν την φυσικότητα του ήχου μιας κλασικής κιθάρας, για παράδειγμα, αν γράψουν με αυστηρά ψηφιακά μέσα.

– Ναι, αλλά αυτές οι μηχανές δεν είναι για παθιασμένους που αντέχουν οικονομικά να τις αγοράσουν; 

Θα σας το πω απλά… Είναι κάτι περισσότερο από μηχανές για ανθρώπους με πολλά λεφτά που θα κάνουν την πλάκα τους. Με άλλα λόγια, χρησιμοποιώντας ένα σύγχρονο μαγνητόφωνο, μπορούμε να βουτήξουμε σε τεράστια αρχεία, να βρούμε μαγνητοταινίες και πραγματικά να ακούσουμε, και να αισθανθούμε, τα συναισθήματα και τις εκφράσεις των καλλιτεχνών που παίζουν σε αυτές, με έναν τρόπο που μοιάζει αλλόκοτα αληθινός σήμερα. 

– Δηλαδή οι παλιές μηχανές είχαν την ικανότητα να ηχογραφήσουν αυτές τις χαμένες συχνότητες που λέτε ότι υπάρχουν, απλά δεν είχαν πιο εξελιγμένη τεχνολογία ώστε να την αναπαράγουν;

Ναι, επειδή τα κυκλώματα της αναπαραγωγής ποτέ δεν ήταν τόσο εξελιγμένα όσο εκείνα της ηχογράφησης. Όταν ηχογραφούσα κονσέρτα με το πρώτο μου Stellavox στα μέσα της δεκαετίας του ’80 αυτό που ανακάλυψα σχετικά γρήγορα ήταν τα μικρά μαγνητόφωνα ήταν πολύ καλύτερα από τα μεγαλύτερα που είχαν στα στούντιο. Αυτή ήταν η πρώτη μου επιφοίτηση. Αποφάσισα λοιπόν να χρησιμοποιώ μόνο αυτήν την μικρή μηχανή γιατί από το θέμα πιστότητας ήχουν ακουγόταν καλύτερη. Με αυτήν ηχογράφησα περισσότερα από 300 κονσέρτα και συναυλίες μόνος μου. 

– Αν σκεφτούμε ότι παλιά, δεν μπορούσε να νοηθεί στούντιο ηχογράφησης χωρίς μαγνητόφωνο, ποιο θα λέγατε ότι ήταν το μεγαλύτερο προβλημα τους; 

Κοιτάξτε, είναι μια πολύ δύσκολη ερώτηση, γιατί απαιτεί ιστορικά στοιχεία. Στις παλιές μέρες, το μεγαλύτερο πρόβλημα με τα μαγνητόφωνα ήταν πως έπρεπε να έχεις έναν μηχανικό, ο οποίος θα ήλεγχε την κίνηση του μηχανισμού και της ροής της αινίας, και έναν ηλεκτρολόγο μηχανικό, ο οποίος ήταν απαραίτητος για να ενισχύσει το σήμα της αναπαραγωγής. Λοιπόν, αυτοί οι δύο άνθρωποι ποτέ δεν δούλευαν μαζί. Δούλευαν, βασικά, χωριστά. Κάποιες εταιρείες, λοιπόν, ήταν πιο ισχυρές στην μηχανική και κάποιες άλλες στην ηλεκτρονική τεχνολογία. Γι’ αυτό σας είπα ότι τα μικρά μαγνητόφωνα που σχεδιάστηκαν στη δεκαετία του ’50 και του ’60 είναι τα καλύτερα που έγιναν, γιατί συνδύαζαν το πάθος και το ότι έγιναν από εταιρείες που της εδραίωσαν σπουδαίοι εφευρέτες του ήχου. Για κάποιον σαν κι εμένα σήμερα, που τα κάνει και τα δύο, δηλαδή είμαι και μηχανικός και ηλεκτρονικός, κατάφερα μελετώντας ένα μικρό Stellavox να βελτιώσω τα ηλεκτρονικά του δραματικά. Έτσι, λοιπόν, έχοντας πρώτα βελτιώσει την ηλεκτρονική τεχνολογία του δικού μου μαγνητόφωνου, μου απέμενε να βελτιώσω και την μηχανική του. Αλλάζεις ένα ελατήριο, αλλάζεις έναν κύλινδρο, αλλάζεις τον βηματισμό του κυλίνδρου λίγο, αλλάζεις τα επίπεδα, και παίζεις με τα μηχανικά του κομμάτια σαν την ανάρτηση του αυτοκινήτου. 

– Πόσα κομμάτια παράγετε από κάθε νέο μηχάνημά σας;

Όλα οι συσκευές είναι περιορισμένα κομμάτια. Αυτή είναι η δική μου προσέγγισή στα έργα μου. Μέχρι στιγμής έχουμε φτιάξει 20 από κάθε μοντέλο. Είναι εκεί, δουλεύουν τέλεια και εκείνοι που το αγόρασαν μαθαίνουμε ότι είναι απολύτως χαρούμενοι. Ανάμεσα στους πελάτες μπορεί να βρίσκονται κάποιοι πολύ πλούσιοι συλλέκτες και λάτρεις του Hi-Fi, αλλά το αγόρασαν και μηχανικοί ήχου, οι οποίοι το χρησιμοποιούν για ηχογραφήσεις συγκροτημάτων. 

– Εκτός του μηχανικού και του ηλεκτρονικού σχεδιασμού είστε και ο σχεδιαστής του design των μηχανών σας.

Ό,τι βλέπετε στις μηχανές μου είναι, από το μηδέν μέχρι το 100%, δικό μου έργο. Είμαι ο καλλιτέχνης που χειροτέχνησε κάθε μία από αυτές τις μηχανές, μόνος του. Χρησιμοποιώ ένα 3D modelling λογισμικό για να σχεδιάζω. 

– Σε ποια χρονική στιγμή ανακαλύψατε ότι μπορείτε να συνδυάσετε όλα τα ταλέντα σας για να χτίσετε όλα τα όνειρά σας;

Πρέπει να έχεις ταλέντο για να συνδυάζεις πολλά ταλέντα. Το δικό μου ταλέντο είναι ότι ακούω καλά. Και αυτό το ανακάλυψα όταν σκέφτηκα για μια στιγμή τον εαυτό μου ως οινοποιό. Ξέρει ότι όταν μαζέψει αυτά τα σταφύλια, το κρασί του θα είναι ξηρό. Ξέρει πότε να μαζέψει, όταν έχουν ωριμάσει, ή το απόγευμα που τα βλέπει πολύ ο ήλιος, ή νωρίς το πρωί με τη δροσιά. Αυτός ο άνθρωπος ξέρει πώς να χειρίζεται τον καρπό γιατί κάθε ένα από αυτά τα σταφύλια μπορεί να γίνει εξαιρετικό κρασί. Εγώ, λοιπόν, έμαθα πολύ γρήγορα, ότι είχα «καλό αυτί». Και δεν εννοώ ότι μπορώ να σας αναλύσω τις συχνότητες, ή να σας αναλύσω τον ήχο. Ποτέ δεν λειτουργώ έτσι μέχρι σήμερα. Για εμένα το ερώτημα ήταν πάντα: είναι αληθινό ή είναι μηχανικό; Α ή B. Tίποτα ενδιάμεσα. Διαθέτω, λοιπόν, την ικανότητα να καταλαβαίνω εάν κάτι ακούγεται φυσικό ή ψεύτικο. 

– Τι είναι ταλέντο;

Ωχ, δύσκολο πράγμα το ταλέντο… Είναι κάτι που λέω στους δύο γιούς μου, ίσως. Και αυτό είναι κάτι που μου είχε πει κάποτε ο Πιέρ Καρντέν, πριν από τριάντα χρόνια. Καθόμασταν κάπου στο Παρίσι. Ο Καρντέν ήταν ένα μεγάλο πετυχημένο όνομα για ένα χρόνικο διάστημα, και μετά ήταν ο «κανένας». Αλλά ήταν ο μοναδικός στον κόσμο της μόδας που κατάφερε να πουλήσει ακόμη και σαρδέλες σε κονσέρβα. Τον ρώτησα λοιπόν, «Πιέρ, ποιο είναι το μυστικό;». «Κώστα», μου είπε «το μυστικό είναι ότι πρέπει να είσαι καλός δικηγόρος, καλός λογιστής, καλός δημοσιοσχεσίτης, καλός αντιπρόσωπος Τύπου, καλός σχεδιαστής, καλός καλλιτέχνης, και καλός άνθρωπος. Πρέπει να είσαι όλα. Αν σου λείπει κάτι από αυτά, ξέχνα το!». Αυτό είναι το ταλέντο. Αν μια συλλογή σου δεν πάει καλά, πρέπει να είσαι χοντρόπετσος στις κριτικές, πρέπει να είσαι ανθεκτικός, και πρέπει να είσαι γενναίος, γιατί θέλεις να δίνεις πράγματα στον κόσμο, οπότε άλλα θα αρέσουν και άλλα δεν θα αρέσουν. 

– Η τύχη δεν παίζει κανέναν ρόλο;

Η τύχη έρχεται όταν έχεις πολύ ταλέντο. Θα σας πω τι λένε κάποιοι Εβραίοι φίλοι μου «Όσο πιο σκληρά δουλεύω, τόσο πιο τυχερός είμαι».

– Την επιτυχία πώς την ορίζετε;

H επιτυχία είναι αστείο πράγμα. Πώς την ορίζουμε; Πώς την μετράμε; Στο ποδόσφαιρο, είναι ξεκάθαρη η επιτυχία, αν κάποια ομάδα βάλει 2 γκολ και η άλλη κανένα. Αλλά στην Τέχνη, δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα. Επιτυχία στην Τέχνη είναι να σε θέλουν, να σε επιθυμούν. Όταν οι άνθρωποι όχι μόνο αγαπούν αυτό που κάνεις, αλλά το καταλαβαίνουν κιόλας. Όταν κάνεις κάτι καλλιτεχνικό πρέπει να ξέρεις ότι δεν είναι για όλους. Πόσοι κριτικοί, πόσος κόσμος μίσησε τον Βαν Γκονγκ όσο ζούσε, και φυσικά ο φτωχός μπάσταρδος έπρεπε να πεθάνει, να αυτοκτονήσει, να περάσουν μερικά χρόνια και τα έργα του να πωλούνται σε εξωφρενικά ποσά. Και σήμερα, αν είσαι καλός, μπορείς να ζήσεις από αυτό που κάνεις, αλλά πραγματικά λυπάμαι όλους αυτούς τους καλλιτέχνες του παρελθόντος, που χρειάστηκαν δύο ή τρεις γενιές, για να αναγνωριστεί η προσφορά τους στην Τέχνη.  

– Όλη αυτή η μεγάλη συζήτηση του αναλογικού εναντίον του ψηφιακού ήχου μου θυμίζει το μεγάλο επιχείρημα, και τη διαφωνία, ανάμεσα στα μηχανικά ρολόγια και στα Quartz, τη στιγμή που και τα δύο εργάζονται με ακρίβεια στην μέτρηση του χρόνου. Εσείς, ως αρχιμηχανικός πώς οραματίζεστε το μέλλον του ήχου τα επόμενα χρόνια;

Οδεύουμε προς ένα «σημείο καμπής» στην έννοια του τι είναι και τι σημαίνει ένα σύστημα οικιακής μουσικής. Οι παλιοί πελάτες που μεγάλωσαν με Hi-Fi στο σπίτι αντικαθίστανται από ένα νεότερο κοινό που ενδιαφέρεται να ακούει μουσική μόνο με ακουστικά. Έτσι, λοιπόν, θα υπάρξει μια σεισμική μετατόπιση, αλλά θα υπάρχει πάντα εκείνη η πιστή ομάδα που θα ακούει μουσική από μια πλήρη εγκατάσταση στο σπίτι, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει και το home theatre για πιο ευρεία διασκέδαση. Το δικό μου έργο, παντρεύει το design με την τεχνολογία και γεννά αντικείμενα που κάποιος μπορεί να τα δει και ως έργα τέχνης. Τα πρόσωπα που με ενέπνευσαν στην αισθητική του έργου μου ήταν ο Φερνάντο Μποτέρο και η Σοφία Βάρη. Θαύμαζα το έργο τους και κάπως έτσι σκέφτηκα «Φαντάσου να έφτιαχνα ενισχυτές και ηχεία που έχουν την ευαισθησία ενός γλυπτού». Οι πρώτοι ειδικοί που είδαν τα μηχανήματά μου τα μίσησαν αρχικά. Κυριολεκτικά. Ήθελαν κουτιά, τετράγωνα, που απλά θα έπαιζαν τέλεια. Σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, αρέσουν και σε εκείνους που αρχικά τα είχαν κρίνει, λίγο άδικα. 

– Η αντίληψη του «αληθινού» ήχου στην εποχή μας έχει πεθάνει; Γιατί πέθανε η μαγνητοταινία αφού έχει αυτήν την υεπροχή στον ήχο; Γιατί μετά πέθαναν τα CD; 

Η απάντηση είναι απλή: όλα οφείλονται στην εξέλιξη της τεχνολογίας. Σήμερα που ακούω μαγνητοταινίες που ηχογράφησα πριν από 25 χρόνια και τις ακούω όπως δεν τις είχα ξανακούσει ποτέ πριν, δηλώνει τον τρόπο που επεξεργάζομαι τον ήχο, την μουσική, την πιστότητα. Τα παιδιά μου όταν ακούν τους Queen και μετά τους Linkin Park, αναρωτιούνται γιατί οι δεύτεροι ακούγονται επίπεδοι και άχρωμοι, χωρίς ζωή, ενώ οι Queen ακούγονται πολυδιάστατοι στον ήχο τους. Οι Queen έγραφαν σε μαγνητοταινίες, ενώ οι Linkin Park και όλα τα σύγχρονα συγκροτήματα ηχογραφούν σε υπολογιστές. Οπότε, το πρόβλημα δεν είναι μόνο οι νέοι και τι ακούν, ή πώς το ακούν στο Spotify ή στο YouTube. Είναι η αντίληψη της συγχρονης ηχογράφησης. Το ίδιο συμβαίνει και με την εικόνα. Πριν μερικά χρόνια ήθελες μια πολύ καλή κάμερα για να κάνεις ταινία. Σήμερα μπορείς να κάνεις μια ταινία με το κινητό σου. Φυσικά, υπάρχει αγορά για τις καλές δουλειές, αλλά ο κόσμος σήμερα νομίζει ότι με ένα iPhone θα κάνει σπουδαία φωτογραφία. Αλλά, εγώ είμαι εξήντα χρονών, ένας λάθος άνθρωπος για να ορίσει τι είναι ωραίο και τι πρωτοποριακό. Η γενιά μου είναι τελείως διαφορετική από τη σημερινή γενιά. 

– H λίστα των προϊόντων που έχετε σχεδιάσει περιλαμβάνει όχι μόνο μηχανήματα ήχου αλλά και επιτραπέζια ρολόγια, ρολόγια χειρός, πένες, αναπτήρες, έπιπλα. Από όλα τα σχέδια που έχετε δημιουργήσει για τρίτους ποιο στέκεται πιο κοντά στην καρδιά σας;

Το design είναι μια γλώσσα. Στην πραγματικότητα δεν έχει σύνορα. Και η αλήθεια είναι ότι στο Hi-Fi ήρθα μέσα από τον κόσμο των επίπλων. Αλλά, όλα είναι κοντά μου. Είναι σαν να ρωτάς έναν γονιό ποιο παιδί είναι το αγαπημένο του. Αλλά, λέγοντας αυτό, θα πω ότι το T-RX Tourbillon R2R Tape Recorder ήταν το πιο απαιτητικό και το πιο δύσκολο, αφού συνδυάζει τα πάντα – κίνηση, ηλεκτρονικά και αισθητήρες. 

– Ποιες μάρκες ρολογιών θαυμάζετε; Έχετε ένα αγαπημένο ρολόι που φοράτε στον καρπό σας κάθε μέρα;

Κοιτάξτε, έχω συναντήσει και έχω γνωρίσει τους πιο τρελούς της βιομηχανίας. Toν Reto Baumgartner, τον Maximilian Büsser, τον Kari Voutilainen. Εμπνέομαι από αυτούς. Το ρολόι που φοράω στον καρπό μου κάθε μέρα είναι ένα από τα δικά μου, το οποίο σχεδίασα πριν από 20 χρόνια.

 

Περισσότερες πληροφορίες για την Metaxas & Sins εδώ.