Ο σκηνοθέτης, με βραβεία, διακρίσεις και την μακρά πορεία στον καλλιτεχνικό χώρο στην Ελλάδα και το εξωτερικό, μας μιλά για τον “Αμπιγιέρ” στο Θέατρο Τζένη Καρέζη που θα συνεχιστεί και του χρόνου, αλλά και για την παράσταση “ο φίλος μου ο Ντοστογιέφσκι” στο Θέατρο Αθηνών.

Ήρθε με τα πόδια από την Ηλιούπολη μέχρι το Ζάππειο που ήταν το σημείο συνάντησή μας, γιατί του αρέσει να απολαμβάνει τον χρόνο, όπως κάνουν και οι άνθρωποι που μένουν σε ένα νήσι ή ένα βουνό, με τον ίδιο να κατάγεται από την Ικαρία, προβληματίζεται για το πως ο χρόνος γίνεται εχθρός, για τον εαυτό μας και τις διαπροσωπικές σχέσεις.

Είχα χρόνια να πάω στο Ζάππειο, όπως και εκείνος, κανείς από τους δυο μας δεν ήξερε ότι είχε κλείσει η Αίγλη. Περπατήσαμε λίγο πιο κάτω, σε εκείνο το καφέ που πάντα έβλεπα, αλλά ποτέ δεν είχα καθίσει. Την όμορφη συζήτησή μας συνόδευαν τα δεκάδες πουλιά που ηχούσαν σα μελωδία συμφωνικής ορχήστρας και από την άλλη τα αλλεπάλληλα κορναρίσματα να μας θυμίζουν συνεχώς το αστικό τοπίο της Αθήνας. Σε ένα κλίμα γεμάτο αντιθέσεις ήταν και η συζήτησή μας. Μιλήσαμε για θέματα εξουσίας, αλληλεγγύης, την επανάσταση, την αγάπη και για άλλα που θα διάβασετε ευθύς αμέσως.

– Κλείνει σιγά σιγά ο επιτυχημένος κύκλος του Αμπιγιέρ για φέτος, η θέση εξουσίας και εξουσιαστή-εξουσιαζόμενου πώς θα μπορούσε να παραλληλιστεί στο σήμερα; 
Οι σχέσεις στο έργο έχουν μεγάλο ψυχολογικό υπόβαθρο. Είναι ένα γενικό φαινόμενο η κατάχρηση της εξουσίας στην Ελλάδα, διαχρονικό, δεν σταματάει ποτέ. Ξεκινάει και από την οικογένεια, που το φαινόμενο της πατριαρχίας δεν λέει να σβήσει. Τα πατριαρχικά μοντέλα δεν τα ασπάζονται μόνο οι άνδρες, αλλά και οι γυναίκες συχνά, για να αντέξουν ένα πατριαρχικό κόσμο. Νομίζω ότι από την οικογένεια, από το σχολείο, από τα εφηβικά μας χρόνια, μπαίνουμε σε μία κατάσταση που είμαστε λίγο υπό, λίγο σκλάβοι, σε μία κατάσταση που χρωστάμε συνέχεια σε μία χώρα, η οποία είναι πάρα πολύ σκληρή απέναντί μας. Είναι λίγο σαν τον σκύλο του Παβλόφ, μας μαθαίνουν με το κουδουνάκι και κουνιόμαστε. Αυτό μοιραία πηγαίνει και σε όλες τις εργασιακές σχέσεις. Εγώ, επειδή, τυχαίνει να είμαι και ηθοποιός και σκηνοθέτης, κάποιος μπορεί να δει στον σκηνοθέτη μία εξουσία και αυτά τα φαινόμενα έχουν παρατηρηθεί και με το me too φυσικά. Πολλές φορές, όμως, υπάρχει και μία κακοποίηση και από την πλευρά του ηθοποιού, στο ότι μπορεί όποτε θέλει να περιφέρει μία τηλεοπτική περσόνα και να αργεί δύο ώρες στην πρόβα, μπορεί να μην μαθαίνει τα λόγια του μέχρι την τελευταία μέρα. Αντίστοιχα, ο σκηνοθέτης μπορεί να είναι ένας “τύραννος”, να ουρλιάζει όλη την ώρα ή να συμπεριλαμβάνει όλες τις ωραίες φωνές που υπάρχουν στην πρόβα. Σε σχέση με το θέατρο υπάρχει ξεχωριστό κεφάλαιο στο βιβλίο της Αν Μπόγκαρτ, “Ένας Σκηνοθέτης Προετοιμάζεται”, που λέγεται Βία, και αναφέρει ότι “η απόφαση από τις 15-20 επιλογές, να επιλέξεις τη μία” είναι βίαιη απόφαση. Παίρνεις όλες τις απόψεις των ηθοποιών και κάποια στιγμή, εσύ πρέπει να καταλήξεις με το νυστέρι. Εκεί, όμως, η βία έχει να κάνει με τη καλλιτεχνική επιλογή και όχι με την ψυχή του άλλου. Οπότε πάρα πολύ συχνά και στη ζωή και στο θέατρο, καταλήγουμε να είμαστε τύραννοι, είτε από τη μία πλευρά, είτε από την άλλη παίζοντας ένα ψυχολογικό παιχνίδι μίας παθητικής επιθετικότητας, που για μένα πολλές φορές είναι και χειρότερη. Αν κάποιος στο θέατρο σου πει ένα άντε και…, έχεις έναν τύραννο απέναντί σου, οπότε λες θα φύγω, είτε είναι εργοδότης σε ένα εργοστάσιο, είτε είναι στο θέατρο. Αν, όμως, υπάρχει αυτό το από κάτω, το συνεχές επί προσωπικού, που σου λέει “όχι όχι δεν το βρίσκεις, πάμε ξανά” και βλέπεις στη πίσω πλευρά του βλέμματος ότι αυτός ο άνθρωπος θέλει να σε έχει 5 ώρες στη σκηνή και να σε διαλύει. Εκεί δεν μπορεί κανείς να πει τίποτα, εκεί είναι και από τις δύο πλευρές. Αυτό έχει να κάνει και με ένα κομμάτι που λέγεται καπιταλιστικό σύστημα, αυτό το αδηφάγο σύστημα στο οποίο ζούμε, που είναι βάρβαρο σύστημα, που σου λέει ότι έχεις 3 ώρες για τα φώτα, 1 ώρα για πρόβα ρούχων και 1 ώρα για να κάνεις ένα πέρασμα το έργο. Εκεί, με έναν εντελώς αφύσικα, φυσικό τρόπο, προκύπτουν εντάσεις μεταξύ των ανθρώπων, επειδή απλά είσαι στη μέγγενη του χωροχρόνου. Το θέατρο έχει μόνο 5 ώρες, δεν έχει 8, γιατί πρέπει να το πληρώσεις, ο χρόνος συμπιέζεται, οπότε οι συντελεστές μεταξύ τους αναγκαστικά, αρχίζουν και τσακώνονται. Καταλήγοντας, η σχέση εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου δεν είναι κάτι που βρίσκεται σε αυτό που λένε ότι ο άνθρωπος είναι ένα βίαιο ζώο, ένα άγριο ον. Οι άνθρωποι στις φυλές του κόσμου, έχουν μία συνεννόηση μεταξύ τους, μία αρμονία  με τη φύση, μία γλύκα, μία συμπερίληψη, μία φιλοξενία. Σε αυτό εδώ το σύστημα όμως, είναι απαραίτητο να κερδίζεις, καταπατώντας τον άλλον. Είναι μία ομπρέλα, η οποία καταπιέζει τον καθένα και η βία του συστήματος λειτουργεί σαν παλμός και αναπαλμός, στον κάθε ένα από εμάς. Η βία και η κακοποίηση έχει να κάνει με το σύστημα στο οποίο ζούμε.   

– Η ακλόνητη σχέση ενός μεγάλου ηθοποιού με τον αμπιγιέρ του και τα υπόλοιπα μέλη του θιάσου δημιουργεί και ένα κλίμα αλληλεγγύης. Θεωρείτε ότι είναι κάτι που λείπει από την κοινωνία μας; 
Να πω ότι στον δικό μας χώρο, αυτό που γίνεται φέτος με το ΠΔ, έχει φέρει ένα κύμα αλληλεγγύης, ενδυνάμωσης και φροντίδας, του θεατρικού χώρου μεταξύ του, δηλαδή να υποστηρίξουμε εμείς τους μουσικούς, οι χορευτές να υποστηρίξουν εμάς, να γίνουν καταλήψεις σε κτίρια και να ενωθούν αυτές οι καταλήψεις. Αυτό, λοιπόν, το αλληλέγγυο κίνημα, εμένα και με εκφράζει και με βρίσκει σύμφωνο. Στην ερώτηση “τα θέατρα ήταν κλειστά στον κορονοϊό, πάλι θα τα κλείσετε;”, τώρα τα θέατρα δεν είναι καθόλου κλειστά. Είναι ανοιχτά, γίνονται αντιμαθήματα, γίνονται αντισυζητήσεις, αντιπρόβες, αντιπαραστάσεις, οπότε γεννιέται ένα κύμα συμπαράστασης και αλληλοφροντίδας, που είναι πρωτόγνωρο, έλειπε. Η παραίτηση των καθηγητών του Εθνικού, του ΚΘΒΕ και της Πάτρας αγκαλιάστηκε από το σύνολο του καλλιτεχνικού χώρου και από το σωματείο. Είναι σημαντικές όλες αυτές οι πορείες που γίνονται στο κέντρο της Αθήνας, σε σχέση με το τραγικό γεγονός στα Τέμπη, πάλι είμαι μαζί με αυτό, κι εγώ προσπαθώ να κατεβαίνω. Από την άλλη, ένα γενικό και αόριστο “θρηνώ”, ενα γενικό και αόριστο “συμπάσχω”, που έχουν θετικό πρόσημο, δεν αρκούν. Την ίδια ώρα που είμαστε 100.000 στον δρόμο, περνάει η ιδιωτικοποίηση του νερού, γιατί δεν μπαίνει την ίδια στιγμή και αυτό σύνθημα στον δρόμο; Δηλαδή, κανονικά με την ιδιωτικοποίηση του νερού πρέπει να κλείσουν τα πάντα. Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, είναι έγκλημα. Εκεί, λοιπόν, υπάρχει ένα έλλειμμα συνείδησης του πολίτη, σε σχέση, ας πούμε με τους Γάλλους, που το συνταξιοδοτικό ανέβηκε και έχει καεί το Παρίσι.

– Γιατί θεωρείς ότι δεν συμβαίνει κάτι αντίστοιχο και εδώ;
Νομίζω ότι υπάρχει αυτός ο μιθριδατισμός, μας δίνουν δηλητήριο. Η Ελλάδα με το μνημόνιο, ήταν ένα κανονικό πειραματόζωο. Από το 2012, κάθε τόσο είμαστε σε μία κατάσταση σοκ, είναι η εφαρμογή του δόγματος του σοκ, η πρώτη εφαρμογή αυτού του δόγματος, είναι η Ελλάδα. Δεχόμαστε χαστούκια κάθε μέρα από τόσες πλευρές, που είναι πάρα πολύ δύσκολο να αντιδράσουμε. Εγώ συνεχίζω να πιστεύω και στην οργανωμένη δράση και στην πάλη για τα πολύ συγκεκριμένα αιτήματα, όπως είναι οι πλειστηριασμοί και το νερό. Φυσικά, μας νοιάζει να ταξιδεύουμε Αθήνα – Θεσσαλονίκη, χωρίς να σκοτωνόμαστε. Είμαστε ασφαλείς πουθενά; Μόλις γεννιέται μία συζήτηση, “κλαίω, γιατί δεν είμαι ασφαλής, πονώ”, ναι πονάς, αλλά τι κάνουμε; Πώς οι παραστάσεις μας μιλάνε καθημερινά για τέτοια ζητήματα; Πώς οι καταλήψεις μας βάζουν τέτοια αιτήματα.     

– Ποια θεωρείς ότι θα ήταν η συνθήκη για την οποία ο κόσμος θα έβγαινε πιο μαζικά στους δρόμους;
Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει για το ποια τελικά θα ήταν η σπίθα, που θα έφερνε μία πραγματική κοινωνική μεταβολή. Εγώ τείνω να πιστέψω πιο πολύ στις μικρές ανήσυχες εστίες. Άνθρωποι που μαζεύονται μαζί για κάτι μικρό. Στο θέατρο Άλφα έχουμε μία καλλιτεχνική κολλεκτίβα που λέγεται “η συντροφιά των ονειροπόλων“. Προσπαθούμε να κάνουμε δράσεις, ποιητικές βραδιές, πολιτικά βαριετέ και εκεί καλούμε και φίλους να μιλήσουν από σκηνής για όλα αυτά που τους καίνε, για τα κοινωνικά ζητήματα. Έχουμε συνδεθεί με πολλούς φορείς, οι οποίοι αγωνίζονται και προσπαθούμε να δίνουμε φωνή σε αυτούς που δεν έχουν φωνή, μεταξύ των οποίων είμαστε και εμείς οι ίδιοι. Εμένα με ενδιαφέρει να κινούμαι στο χώρο του θεάτρου και με αυτόν τον τρόπο. Χωρίς αυτή την όαση, δεν θα μπορούσα να κάνω και παραστάσεις πιο “εμπορικές”, όπως είναι ο Αμπιγιέρ. Μου λείπει πάρα πολύ, η ομάδα, η κολλεκτίβα, μία συλλογικότητα που μπορούμε μία φορά στις 15 να μαζευτούμε και να φάμε όλοι μαζί. Με το συμπόσιο και το συνφάγειν, θα καταλάβουμε πόσο ωραίο είναι να συμπορεύεσαι και να αγωνίζεσαι μαζί με τους άλλους. Λαχταρώ και προσπαθώ να ανιχνεύσω σε όλη την χώρα, που υπάρχουν τέτοιες εστίες. Θα είναι μία λέσχη βιβλίου, θα είναι μία συλλογικότητα που κάνει συναυλίες σε ένα χώρο κατειλημμένο. Και λες κοίτα, υπάρχουν.

– Τώρα σκηνοθετείς την παράσταση Ο φίλος μου ο Ντοστογιέφσκι, στην οποία σκιαγραφείται έναν άνθρωπο της διπλανής πόρτας θέλετε να μας τον περιγράψετε μέσα από τα δικα σας μάτια;
Καταρχάς, ήταν μία πολύ ωραία έκπληξη ότι αυτός ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, έξω από το κείμενο της Δήμητρας Παπαδοπούλου, ήταν και ο ίδιος ο Παύλος (Λουτσίδης), στο πως ήρθε στη ζωή μου. Μου έστειλε ένα μήνυμα στα social media, ότι ήθελε με τον Αντώνη (Κρόμπα), να ανεβάσουν αυτόν τον μονόλογο και να παίξει αυτόν τον ρόλο. Εγώ, όμως, δεν τον ήξερα, είναι ένας νέος ηθοποιός και ήπιαμε μερικούς καφέδες στην πλατεία Εξαρχείων, για να αποκτήσουμε μία ανθρώπινη επαφή. Μέσα από τις συναντήσεις μας, κατάλαβα ότι ο Παύλος είναι, όντως, ένας άνθρωπος της διπλανής πόρτας, όπως είναι και ο χαρακτήρας του έργου. Ένας απλός άνθρωπος, προσιτός, γλυκός, φιλόξενος, με μία αυτοκριτική και έναν αυτοσαρκασμό και για ζητήματα δικά του. Όταν είδα ότι ο Παύλος την “ιδρώνει την φανέλα”, στις πρόβες και την ιδρώνει και με χιούμορ και με συγκίνηση και με αυτή την ανθρωπιά που έχει, είπα “πάμε να το κάνουμε”. Στις πρόβες βρήκαμε και συζητήσαμε, πάρα πολλές μνήμες ανθρώπων της Αθήνας ή και των καταγωγών μας, εγώ είμαι από την Ικαρία και εκείνος από την Σαμοθράκη. Συζητώντας για τα 90s και εκεί κοντά στην Ολυμπιάδα αυτό που έγινε, είδαμε πολλούς από αυτούς τους ανθρώπους και στη ζωή μας, που πέρασαν τότε σε έναν πλουτισμό και μετά έγινε αυτή η κατάρρευση. Συζητώντας, βρήκαμε πολλές δικές αναγωγές στο κείμενο της Δήμητρας Παπαδοπούλου. Βέβαια, από μόνο του το κείμενο περιλαμβάνει τόσες ατάκες που σίγουρα τις έχεις ακούσει από κάποιον. Η Δήμητρα 15 χρόνια πριν, μιλάει για το κομμάτι της πατριαρχίας, βάζοντας έναν άνδρα να μιλάει για τις γυναίκες με έναν ωμό τρόπο. Στην παράσταση κάνει έναν ολόκληρο κύκλο και στο τέλος φτάνει να αναθεωρήσει, με ένα σύμβολο που είναι ένα κοριτσάκι και να περάσει σε μία άλλη τρυφερότητα σε σχέση με τα ζητήματα φύλου. Το έργο μιλάει για την άγρια φτωχοποίηση, για το μεταναστευτικό και για το κομμάτι του ονείρου που ποιος άνθρωπος της διπλανής πόρτας δεν ονειρεύεται να αλλάξει τον κόσμο του.    

– Ο ήρωας της παράστασης με αφορμή «Το Όνειρο ενός Γελοίου» του Ντοστογιέφσκι θέλησε να επαναπροσδιορίσει τη ζωή του. Εσύ έχεις κάποιο βιβλίο ή ταινία που σε έχει επηρεάσει πολύ; 
Τρία είναι. Η γαλλική ταινία “Όλα τα Πρωινά του Κόσμου”, που την είχα δει όταν ήμουν μικρός, στα 13-14. Περιγράφει τη ζωή ενός μουσικού, ο οποίος είναι στη Γαλλία του 16ου αιώνα, αρνούμενος να γίνει μουσικός του παλατιού και ζει σε μία αγροικία, παίζοντας ένα πολύ ωραίο όργανο που λέγεται βιόλα ντα γκάμπα. Το επόμενο πρωί μετά από αυτή την ταινία, γράφτηκα στο ωδείο. Δεν βρήκαμε αυτό το όργανο και άρχισα κιθάρα. Μετά από πολλά χρόνια αγόρασα μία βιόλα και προσπαθώ να παίζω. Το άλλο είναι “Ο Κύκλος των Χαμένων Ποιητών“, που σε ένα πολύ ασφυχτικό πλαίσιο, ο δάσκαλος προσπαθεί να φυτέψει κάποιες καινούργιες ιδέες και να ανθίσουν κάποια καινούργια λουλούδια. Αυτό με γοήτεψε πολύ και προσπαθώ κι εγώ σαν δάσκαλος στα σεμινάριά μου στις δραματικές σχολές, να έχω κάτι από αυτόν. Το τελευταίο είναι η “Αγέλαστος Πέτρα”, ένα ντοκιμαντέρ του Φίλιππου Κουτσαφτή, με θέμα την Ελευσίνα και περιγράφει τη σχέση μας με τους προγόνους. Με ενδιαφέρει πολύ για το πως φερόμαστε στα αρχαία, επειδή έχω τελειώσει Ιστορικό – Αρχαιολογικό. Στο ντοκιμαντέρ, περιγράφονται οι οστικές ανασκαφές που γίνονται όταν είναι να χτιστεί μία πολυκατοικία και πως στο τέλος διαλύονται όλα. Αυτό με σφράγισε και ένιωσα την υποχρέωση να σώσω ό,τι μπορώ από τη μνήμη, από τη ρίζα, από τη γλώσσα και να το κάνω. Εμένα με δονεί, με συγκινεί, με τρυπάει ο λόγος του Σοφοκλή, το κλαρίνο, το βιολί του πλανόδιου μουσικου στην Ικαρία, με τρυπάει η αφήγηση παραμυθιών ενός γέροντα στον Σμόλικα και προσπαθώ η τέχνη μου να κρατάει τέτοια πράγματα ζωντανά.

Φωτ.: Απόστολος Δελάλης / Olafaq

– Το έργο μιλάει για ανιδιοτελή αγάπη, πιστεύεις ότι υπάρχει; 
Ιδιοτέλεια, ανιδιοτέλεια, δεν μπορεί να χωρέσει μέσα σε μία φράση. Όταν ερωτεύεσαι ας πούμε, θες να καταβροχθίσεις τον άλλον ή θες να χαθείς μέσα του. Πόσο ανιδιοτελές είναι και το ένα και το άλλο; Το να χαθώ μέσα στην ετερότητα, να σβήσει το εγώ, πόσο ιδιοτελές ή ανιδιοτελές είναι; Αυτή η συγκρουσιακή σχέση, ότι είναι και το ένα και το άλλο ταυτόχρονα, είναι αυτό που κάνει την αγάπη και τον έρωτα, τόσο όμορφα λουλούδια στη ζωή μας, στον κήπο μας. Το “όνειρο ενός γελοίου” μεταπλάθεται από την Δήμητρα Παπαδοπούλου και το φέρνει στα ελληνικά δεδομένα με πολύ αστείο και συγκινητικό. Μας μιλάει για ένα όνειρο ενός ανθρώπου που φεύγει και πάει σε μία γη που άνθρωποι αποδέχονται τους νεοφερμένους με γιορτές και είναι όλοι ολωνών, χωρίς να υπάρχει ιδιοκτησία. Περιγράφει, δηλαδή, την απόλυτη αναρχική κοινωνία με ανιδιοτελή αγάπη, που υποδέχεται κάθε διαφορετικότητα με έναν πολύ γλυκό τρόπο. 

– Έχετε και άλλη μία ιδιότητα αυτή του μουσικού, τι σημαίνει μουσική για εσένα; 
Η μουσική είναι ο μεγαλύτερος έρωτας και αγάπη στη ζωή μου. Είναι ό,τι πιο προσωπικό έχω σε καταφύγιο, σε απάγκιο, είναι ένα λιμάνι. Είτε κάτσω στο πιάνο, είτε στη κιθάρα, είτε πάρω το λαούτο και τραγουδάω στους δρόμους, η μουσική είναι καθαρή μαγεία. Ο ήχος, είναι σα να λες τι ωραία που γεννηθήκαμε με αυτιά και πόσο θα υπέφερε και αυτός ο έρμος ο Μπετόβεν που δεν άκουγε. Είχα την τύχη να έχω να τον παππού μου και τον μπαμπά μου να τραγουδάνε πολύ ωραία Τη γιαγιά μου, την Αντιγόνη να έχει μία γλυκύτατη φωνή και να μου μαθαίνει αρχαία, τη μαμά μου να μου διαβάζει με μια γλυκύτατη φωνή Σεφέρη. Από τους γονείς και από τους δασκάλους μου, έχω πάρει κάποιους τόνους και κάποιες αισθήσεις, που έχουν γίνει σαν το κέντρο της ύπαρξής μου. Νομίζω ότι όταν έρχεται η στιγμή στην σκηνοθεσία ή στη δημιουργία του σύμπαντος μίας παράστασης να αρχίζω να βάζω τις μουσικές που σιγά σιγά έχω δουλέψει, είναι η πιο μαγική στιγμή. Όταν έρθει η μουσικη και σκεπάζει κάποια σημεία και δίνει λύσεις εκεί που δεν ξέραμε τι να πούμε και ξαφνικά έρχεται το πιάνο ή αυτή η μοναδική νότα και παίρνεις μία βαθιά αναπνοή χωρίς να ξέρεις από που σου ήρθε, είναι η πιο ωραία στιγμή. Μην ξεχνάμε ότι το ίδιο το θέατρο, γεννήθηκε μέσα από τη μουσική και του τραγούδι.     

– Κάποια από τα έργα σου, έχουν ταξιδέψει στο εξωτερικό αρκετές φορές, κάποια μέχρι τη Νότιο Κορέα. Θέλεις να μας μιλήσεις πώς το έχεις βιώσει αυτό;
Το να ταξιδεύεις είναι από μόνο του, ένα εργαλείο γιατί γνωρίζεις άλλους πολιτισμούς, άλλα μυαλά, ψυχές, εντολές διαφορετικές κοσμοθεωρήσεις, στάσεις ζωής. Κάποια στιγμή έγινε πολύ συνηδειτό με παραστάσεις όπως η “Κατσαρίδα”, το “Χωρίς Μουσική”, που ήταν τα πρώτα μου έργα και ταξιδέψαμε πολύ στην Ελλάδα. Από πόλη σε πόλη, παίζοντας σε διαφορετικό κοινό άλλαζε και η δική μου ματιά για το έργο και γνώρισα υπέροχους ανθρώπους. Ανακάλυψα ότι το επάγγελμα του θεάτρου είναι εντελώς ταξιδιωτικό, είναι σαν κάθε τρεις μήνες να αλλάζεις πλοίο. Κάθε θέατρο είναι ένα πλοίο που ταξιδεύει στο φαντασιακό χωροχρόνο του έργου, οπότε μπαίνοντας σε κάθε θέατρο, αλλάζεις συνεχώς παραστάσεις. Σα να μην είναι το Τζένη Καρέζη, το Αθηνών, το Άλφα, θέατρα, αλλά καράβια που ταξιδεύουν. Γύρω στο 2008, που ήταν τα 4-5 πρώτα χρόνια που έπαιζα, είπα ότι αυτό θέλω να το κάνω, να ταξιδέψω σε πολλές χώρες. Στην Ευριδική του Τάρλοου, οραματιζόμουν που θέλω να ταξιδέψω και τι θέλω να γίνει. Κάποια από αυτά που ονειρεύτηκα έγιναν. Πήρα μία υποτροφία μέσω email, χωρίς να τη ζητήσω, από το Lincoln Center Theater Directors Lab στη Νέα Υόρκη, όπου ήμουν δύο χρόνια. Μετά άρχισα να ταξιδεύω με παραστάσεις και σεμινάρια, στην Κορέα, στο Μεξικό και αισθάνθηκα μεγάλη χαρά να ταξιδεύω, όχι μέσω μεγάλων οργανισμών, αλλά με μικρή ομάδα. Ήθελα πολύ να γνωρίσω ανθρώπους που κάνουν ακριβώς τα ίδια με εμάς, Βρίσκονται στην ίδια τρέλα, κάνουν τις παραστάσεις με υψηλή σωματικότητα, ενέργεια και  φτιάχνουν οι ίδιοι τα κείμενα και τις μουσικές. Μέσα στον κορονοϊό, έστελνα μουσικές σε χορευτές στην άλλη πλευρά του πλανήτη και συνέβησαν απίστευτες γέφυρες. Αυτή η σταθερή επαφή με τη Νότιο Κορέα που έχω πάει 5-6 φορές, με Οδύσσεια, με Οιδίποδα, με μορφές από την αρχαία τραγωδία, είναι μία από τις πιο σημαντικές καλλιτεχνικές γέφυρες της ζωής μου. Μία άλλη γέφυρα, είναι αυτή στην Ουάσιγκτον με το American University, που έχω μία βαθιά σχέση με τους φοιτητές εκεί. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, ότι και στις δύο αυτές ηπείρους, μπορείς να βρεις ανθρώπους που να παλεύουν για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη δική τους θέση και να δίνουν κι αυτοί φωνή σε αυτούς που δεν έχουν.

Φωτ.: Απόστολος Δελάλης / Olafaq