Όταν στο θέατρο «Χατζηχρήστου» τελειώσει η παράσταση και σβήσουν οι προβολείς, πάνω στην άδεια σκηνή συνωθούνται οι «αύρες» των ηθοποιών που πέρασαν από ‘κει, εδώ και τόσα χρόνια.

«Αμ’ πώς!»

Κάθε βράδυ, όταν οι κουρασμένοι πέφτουν να κοιμηθούν, μια «υπερπαραγωγή» σηκώνει την αυλαία της και το έργο αρχίζει ξανά στον χώρο του αοράτου –στις αναμνήσεις του Κώστα Χατζηχρήστου…

«Τ’ άκοσες, πολί μου;»

Κυριακή μεσημέρι στο θέατρο «Χατζηχρήστου», σ’ ένα στενό καμαρίνι, με συνοδεία τους ήχους του παιδικού έργου που παίζεται εκεί στις αργίες, πριν από τις δυο παραστάσεις της επιθεώρησης. Ο αεικίνητος Κώστας Χατζηχρήστος έπινε εμφιαλωμένο νερό, απαντούσε στο τηλέφωνο, έδινε εντολές στους συνεργάτες του, σώπαινε, γελούσε, αστειευόταν και κάπνιζε ασταμάτητα. Μέσα στο συννεφάκι του καπνού, άλλαζε χίλια πρόσωπα.

Σκέφτηκα πως όταν οι άνθρωποι του μέλλοντος θα σκαλίζουν το αλφαβητάρι του ελληνικού κινηματογράφου, η σπινθηροβόλα παρουσία αυτού του απρόβλεπτου θεατρίνου θα τους μπερδεύει πολύ. Στο γράμμα Χι, θα τον βρίσκουν σαν Χατζηχρήστο. Στο Βήτα, θα τον συναντούν σαν πονηρό «Βλάχο». Στο Θήτα, σαν «Θύμιο» –τον αγνό και έντιμο επαρχιώτη που χάνεται στη μεγαλούπολη. Στο Ήτα, σαν «Ηλία» του 16ου» –σαν τον κλέφτη που ντύθηκε αρχιφύλακας. Στο Άλφα, σαν τον «Άνθρωπο που γύρισε απ’ τα πιάτα». Στο Σίγμα, σαν «Σκληρό Άντρα». Στο Κάπα σαν «Καζανόβα» και «Καπετάνιο για κλάματα». Στο Πι, σαν «κύριο Πτέραρχο». Στο Ταυ, σαν «Τυχεράκια» και «Ταυρομάχο». Στο Μι, σαν «Μπακαλόγατο» και «Μιχαλιό του 14ου Συντάγματος». Στο Φι, σαν «Φουκαρά» συμπατριώτη. Και στο Έψιλον, ωραίο …σαν Έλληνα.

Κυρίες και κύριοι, ο Κώστας Χατζηχρήστος.

– Ποια είναι η πιο έντονη ανάμνηση που έχετε συγκρατήσει από τα παιδικά σας χρόνια;

Δε μπορούσα ποτέ μου να βάλω μπρος την ξύλινη σβούρα. Της τύλιγα το σπάγκο, την πέταγα κάτω, αλλά δε στριφογύριζε η πουτάνα η σβούρα ποτέ.

– Αν συναντούσατε τον εαυτό σας μικρό, τι συμβουλή θα του δίνατε για την υπόλοιπη ζωή του;

Θα του ‘λεγα να κάνει αυτά που έκανα. Δε λέω ότι έζησα πολύ ευτυχισμένος, πέρασα δύσκολες στιγμές, αλλά τη χάρηκα τη ζωή μου όσο ήθελα.

– Λένε πως η ιστορία επαναλαμβάνεται, αλλάζοντας κάθε φορά τους πρωταγωνιστές και το σκηνικό της. Υπάρχει -στην προσωπική σας ιστορία- ένα στοιχείο που να έχει επαναληφθεί πολλές φορές μέχρι τώρα;

Υπάρχει! Έχωνα πάντα το χέρι στην τσέπη και τα ‘βαζα όλα στο θέατρο.

– Δεν είχατε προτάσεις από θεατρικούς παραγωγούς;

Εδώ δε μπορούσα να ανεχτώ ούτε συνεταίρο, να μου λέει τι έργο θ’ ανεβάσουμε και πώς. Υπήρξαν πολλοί άνθρωποι που μπορούσαν και ήθελαν να βάλουν λεφτά για να γίνουμε συνεταίροι. Εγώ θα ‘βαζα το θέατρο -που ήταν δικό μου- κι εκείνοι τα λεφτά. Όχι, όμως. Παιδευόμουν μόνος μου. Ήθελα να ‘μαι υπεύθυνος εγώ. Κι ό,τι ζημιά πάθαινα, όλη δικιά μου.

– Είχατε, δηλαδή, κάποτε τόσα πολλά λεφτά στα χέρια σας, ώστε να αποκτήσετε ένα ολόκληρο θέατρο;

Όταν πρωτοκατέβηκα αυτά τα σκαλιά, ο χώρος ήταν μια τεράστια αποθήκη γεμάτη σκουπίδια. Λέω: «Εδώ μέσα θα φτιάξω ένα δικό μου θέατρο! Παλάτι θα γίνει, θα το δείτε!…» Το ‘κανα και να στα μούτρα μου που το ‘κανα. Με τα λεφτά που έριξα εδώ μέσα θα μπορούσα ν’ αγόραζα όλη τη στοά ο βλάκας. Θα ήμουν αφεντικό εγώ τώρα σε όλα τα μαγαζιά, να παίρνω τα νοίκια… Το «Χατζηχρήστου» δεν το ‘φτιαξα με δανεικά. Το δημιούργησα με τα λεφτά που έπαιρνα από τις ταινίες και τις «αρπαχτές» -δηλαδή τα Παρασκευοσαββατοκύριακα που πήγαινα κι έπαιζα στην Πάτρα, στη Λάρισα, στο Βόλο… Παντού, παντού, παντού. Με το δροτάρι σαν το χαλάζι χοντρό… Έχω παίξει σε μπουλούκια… Έχω πάει τουρνέ με τα πόδια… Να παίζεις -ας πούμε- στην Έδεσσα και το βράδυ να πηγαίνεις με τα πόδια στην Αριδαία. Ξέρεις πού είναι η Αριδαία; Εκεί που βγαίνουν τα φασόλια… Έχω οργώσει όλη την Ελλάδα… Ε, ύστερα έγινε αυτό που έγινε και ξαφνικά ήμουνα ο Χατζηχρήστος. Ο Θεούλης, μου το ανταπέδωσε. Τέρμα τα βάσανα, μου είπε. Άντε τώρα να χαρείς τους κόπους σου… Από τον κινηματογράφο έχω τροφοδοτήσει το θέατρο και όχι από το θέατρο τον κινηματογράφο. Έχω κάνει πάνω από τρακόσες ταινίες.

– Τρομερός αριθμός!

Υπήρξε χρονιά που γύρισα δέκα στη σειρά. Τη μια μετά την άλλη…(σιωπή)

– Τι σκέφτεστε;

Ότι το θέατρο «Χατζηχρήστου» θα είναι πάντα του Κώστα Χατζηχρήστου. Έτσι κι αλλιώς, και μετά το θάνατο μου, πάλι «Χατζηχρήστου» θα παραμείνει.

– Με ποιο έργο το εγκαινιάσατε;

Με τον «Κύριο Πτέραρχο», του Σακελάριου. Το ’58, νομίζω. (ανάβει τσιγάρο)

– Ο αναπτήρας σας γράφει επάνω ΑΕΚ. Είναι τυχαίο;

Όχι… Μου τον χάρισε ο περιπτεράς. Ξέρει ότι είμαι ΑΕΚτζής.

– Τι εννοούν όταν λένε: «Η ΑΕΚ είναι θρησκεία!»;

ΑΕΚ σημαίνει «Αθλητική Ένωση Κωνσταντινουπολιτών». Οι γονείς μου ήταν από την Κωνσταντινούπολη, απ’ το Πέραν. Στο μεγάλο διωγμό των Ελλήνων της Πόλης ήρθαν στην Καβάλα. Ο πατέρας μου ήταν αλευρέμπορας. Φαίνεται ότι είχε κατορθώσει να πάρει μαζί του κάποια χρυσά πεντόλιρα από την περιουσία του, κάτω από τη μύτη των Τούρκων, κι έτσι κατάφεραν να επιβιώσουν. Από την Καβάλα -επειδή οι δουλειές δεν πήγαιναν καλά- έφυγαν στη Θεσσαλονίκη, όπου γεννήθηκα κι εγώ. Από κει, συνεταιρίστηκε με κάποιον και ήρθαμε στο Παγκράτι.

Με τον Θανάση Βέγγο στον “Ηλιά του 16ου”, 1959 | © Finos Films

– Η ΑΕΚ, λοιπόν, ένωνε τους Κωνσταντινουπολίτες της διασποράς και της εξορίας.

Ακριβώς. (σιωπή) Τι λέγαμε στην αρχή;

– Ότι δεν επιδιώκατε συνεργασίες με θεατρικούς παραγωγούς.

Ήθελα να ‘μαι μόνος μου. Ξέρετε… ίσως και από τα μικρά μου χρόνια ν’ αναζητούσα πάντα την αρχηγία. Ήθελα να γίνεται αυτό που λέω εγώ.

– Οι γονείς σας πώς αντιμετώπιζαν το πείσμα σας;

Ο πατέρας μου το χαιρότανε. Δε μου ‘χε δώσει ούτε ένα χαστούκι ποτέ. Έλεγε ότι του ‘μοιαζα πολύ. «Έχεις το νταηλίκι μου», έτσι μου ‘λεγε. Είτε ποδοσφαιρική ομάδα έφτιαχνα, είτε θιασάκους έστηνα, είτε Καραγκιόζη παίζαμε, ήθελα εγώ να ‘μαι ο αρχηγός. Γι’ αυτό και δεν έμεινα στο Στρατό. Το ψώνιο μου το μεγάλο ήταν να γίνω αξιωματικός. Και λέω: «Πες ότι θα φτάσω μια μέρα και στρατηγός… Αλλά θα υπάρχει ο αρχιστράτηγος. Εγώ, όμως, δε σηκώνω να μου μιλάνε από πάνω!» Αν είχα ακολουθήσει το ψώνιο της ζωής μου, τώρα θα ‘παιρνα το πολύ μια σύνταξη συνταγματάρχη.

– Πώς γίνατε ηθοποιός;

Το πώς μπήκα στο θέατρο -άμα σας πω- είναι κάτι το καταπληκτικό.

– Σας ακούω.

Ήμουνα αντάρτης στη Λάρισα. Δεν πήγα για να πάρω γαλόνια ή να γίνω μέγας και τρανός. Πήγα για την πατρίδα μου και για να φύγουνε οι Γερμανοί από την Ελλάδα… Το ίδιο πράγμα έκανε και ο μεγάλος στρατηγός, ο Σαράφης –αν ξέρετε. Ο άνθρωπος, μόλις φύγανε οι Γερμανοί, είπε: «Παιδιά μου, τώρα θα πάω κι εγώ στο σπίτι μου». Έτσι ακριβώς έκανα κι εγώ… Στη Λάρισα λοιπόν ήταν ένας θίασος κάποιου Λουκά Μυλωνά και πρωταγωνιστούσε η Σπεράντζα Βρανά. Παίζανε σ’ ένα καφενείο. Εγώ το μόνο ρούχο που είχα να με προστατεύει, ήταν ένα πέτσινο μπουφάν γερμανικό, που μου το ‘χε χαρίσει ένας αξιωματικός της Αντίστασης. Το φόραγα και το ‘χα και κρυψώνα ενός όπλου από αυτά που μας δίνανε οι Εγγλέζοι και ποτέ δεν ήσουν σίγουρος ότι θα πιάσει με την πρώτη… Περνάω, λοιπόν, ένα βράδυ κοντά από το καφενείο, με το μπουφάν και κρυμμένο το όπλο από κάτω και βλέπω μια ομάδα Κομαντατούρηδες, στρατιωτική αστυνομία. Είδα που γυαλίζανε τα γαλόνια που φορούσαν… Μπαίνω κατευθείαν στο καφενείο για να γλιτώσω το μπλόκο… Πέρασα μάλιστα μέσα από τη σκηνή και ρώτησα τους ηθοποιούς αν με θέλουν τίποτε… Τα χάσανε τα παιδιά που με είδαν. Τους λέω: «Σιγά γιατί είναι η Κομαντατούρ απέξω…». Στη σκηνή εκείνη την ώρα ήταν η Μπέτυ Μοσχονά και η Σπεράντζα Βρανά… Με κρύψανε πίσω από τα σκηνικά και γλίτωσα την έρευνα… Αργότερα, με την Απελευθέρωση, κατέβηκα πάλι στη Λάρισα, κόλλησα στον θίασο κι έγινα κι εγώ ηθοποιός… Κι άρχισα να βλέπω ό,τι όλοι λέγανε: «Α, τον Χατζηχρήστο μη τον φοβάστε, θα πάει μπροστά, θα γίνει μεγάλος». Ένα μπουλούκι ήτανε, αλλά καθαρό και με φιλότιμη ψυχή από κάτω. Πονεμένα θεατρινάκια ήμασταν.

– Άραγε υπάρχει κάτι που ενώ πιστεύατε πως δε θα αλλάξει ποτέ, άλλαξε με τα χρόνια;

Θα σας πω… Άλλαξε η αγάπη του κόσμου προς εμένα.

– Ποια στιγμή συνειδητοποιήσατε αυτή την αλλαγή;

Τώρα που ξαναγύρισα εδώ, στο «Χατζηχρήστου». Νόμιζα ότι θα έβρισκα το αγκάλιασμα του κόσμου… Πίστευα πως είχα καταφέρει να μεταδώσω τον πόνο μου στους ανθρώπους.

– Θα μου επιτρέψετε να πω ότι ο πόνος ενός ηθοποιού δεν είναι αρκετό κίνητρο για τους θεατές.

Ήμουν τόσο σίγουρος εγώ, όσο και η γυναίκα μου, ότι το «Χατζηχρήστου» θα γέμιζε… Γι’ αυτό και άφησα τη γυναίκα μου να πουλήσει το σπίτι της, αλλιώς δε θα την άφηνα ποτέ. Το πούλησε για να ξεχρεώσω και να μπω πάλι στο θέατρό μου, να ξαναπαίξω.. Και ενώ με βλέπουν  στο δρόμο κι άλλος μου φωνάζει: «Αμ’ πώς!», άλλος «Τίπουτας», άλλος «Τ’ άκοσες, πολί μου;»… ενώ το πρωί μου μιλάνε όλοι, το θέατρό μου δε γεμίζει το βράδυ.

– Είναι μεγάλο θέατρο.

Επτακοσίων θέσεων. Είχα την ελπίδα πως θα μάζευα τουλάχιστον τετρακόσιους θεατές κάθε βράδυ. Κι όμως, έχω παίξει και με δώδεκα εισιτήρια… Κι ας είμαι η μοναδική επιθεώρηση σε μια ολόκληρη Αθήνα –που κάποτε μπορούσε να κρατήσει πέντε, έξι και δέκα επιθεωρήσεις… Ορκίζομαι ότι του χρόνου δε θα τα κατέβω τα σκαλιά του θεάτρου μου. Δε θα ξαναπαίξω. Έχω πικραθεί. Το δηλητήριο που έχω καταπιεί είναι τόσο πολύ, που δε θα μπορέσω να είμαι καλός του χρόνου το χειμώνα για να παίξω. Δηλαδή, το καλοκαίρι δε θα μπορέσει να με θεραπεύσει με τίποτα. Γιατί ανέβηκα τα σκαλιά του θεάτρου κλαίγοντας, πολλές βραδιές. Γι’ αυτό κουβαλάω μαζί  μου κι ένα ζευγάρι σκούρα γυαλιά. Να μη φαίνομαι αν κλαίω.

– Στις μέρες της μεγάλης δόξας, σας πέρασε ποτέ απ’ το νου ότι το 1995 θα σας έβρισκε να κλαίτε μέσα στον ίδιο χώρο που κάποτε σας έδινε χαρά;

Όχι. Δεν το φανταζόμουν αυτό, ότι θα ‘φτανα εδώ που είμαι. Δεν πίστευα πρώτα απ’ όλα ότι θα το αφήσω κάποτε το «Χατζηχρήστου» σε χέρια άλλα και θα αγωνιώ μετά να το ξαναπάρω πίσω. Ποτέ δε θα μπορούσα να το φανταστώ αυτό, γιατί δεν ήξερα ότι θα καταλήξω εκεί που κατέληξα κι αναγκάστηκα να το δώσω. Λείπω οκτώ χρόνια από ‘δω μέσα, απ’ το μαγαζί μου.

– Τι σας κράτησε τόσον καιρό μακριά;

Είχε μπει το ουίσκι πάνω από επιθυμίες άλλες, πάνω από στενοχώριες και λύπες. Το ‘χα ρίξει στο ποτό, ώσπου παράγινε το κακό… Έβλεπα το τέρμα μπροστά μου και δεν ήξερα πώς να πάω ως εκεί. Πήγαινα για σβήσιμο. Το είχα πάρει και απόφαση. Δε μ’ ένοιαζε. Έπεσα στον αλκοολισμό. Ήμουν διαλυμένος. Είχα γίνει θρύψαλα.

– Δηλαδή ο αλκοολικός νιώθει ότ’ είναι από τζάμι;

Από φθαρμένο χαρτί, μουσκεμένο. Όταν είσαι σε τέτοιο χάλι, ούτε ξέρεις τι κάνεις. Ένα φεγγάρι, πιωμένος, καθόμουν στο τιμόνι και με πήγαινε τ’ αμάξι. Έμπαινα μέσα πιστεύοντας ότι η Τζάγκουαρ ξέρει τη διαδρομή σαν να είναι ζώο. Πώς είναι τα άλογα και τα γαϊδούρια που ακόμα κι αν κοιμηθεί ο αναβάτης, τον πάνε στον προορισμό του επειδή είναι συνηθισμένα στον ίδιο δρόμο; Έλεγα: «Θα με πάει η Τζάγκουαρ, όπως και να ‘μαι!» Πάντως, όσο μεθυσμένος και να ‘μουν, μόλις έπιανα το τιμόνι, ξεμεθούσα. Ήμουν ερωτευμένος μ’ αυτό το αμάξι.

Mε τον Ντίνο Ηλιόπουλο στην ταινία “Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες”, 1960 | © Finos Films

– Ο ερωτευμένος από τι υλικό αποτελείται;

Ο έρωτας -όσο διαρκεί- είναι μια ωραία ζελατίνα. Σαν αυτές που βάζουμε μπροστά στους προβολείς. Τις πράσινες, τις κίτρινες, τις κόκκινες, τις μπλε ζελατίνες.

– Αν αυτό το διάστημα της απουσίας σας από τη σκηνή έπρεπε να το αποδώσετε μ’ ένα χρώμα, ποιο θα διαλέγατε;

Το χρώμα που παίρνει το πρόσωπο κάποιου που έχασε την ψυχραιμία του σ’ ένα ύψωμα. Ή σε μια στενή γέφυρα, σαν αυτή που βρέθηκα εγώ… Πάταγα και δεν ήμουν σίγουρος αν μπορώ να περάσω απέναντι. Για ένα φεγγάρι ένιωσα τη χλομάδα του φόβου.

– Ήταν μακρύ το ταξίδι της επιστροφής;

Να σας πω… Πρώτα από όλα, είχα πάθει ένα τράκο από τον θάνατο της τότε -εξωθεατρικής- γυναίκας μου και άρχισα το ποτό. Η καταστροφή μου ήταν το ουίσκι. Το μισό μπουκάλι έγινε ένα και το ένα έγινε δύο μπουκάλια την ημέρα. Κι έφτασα πια να μην ξέρω τι μου γίνεται… Μπαίνω μια φορά στην κλινική, ξαναβγαίνω ότι δήθεν έγινα καλά και με την πρώτη μου στενοχώρια το πλακώνω πάλι. Ξαναρχίζω να πίνω και ξαναπέφτω σε πολύ μεγάλο χάλι. Και βρίσκεται στο δρόμο μου -στο δρόμο του μεθυσμένου- η σημερινή μου γυναίκα, η Βουλίτσα, και κάτι της λέει μέσα της ότι πρέπει να με βοηθήσει. Και με φρόντισε… Αυτή είναι η μια πλευρά… Διότι με βοήθησε και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Κωνσταντίνος ο Καραμανλής… Έχουμε μια φιλία πολλών ετών… Τότε που είχα κυλήσει στο ουίσκι, έστειλε ο κ. Πρόεδρος το γιατρό του και μ’ έκλεισαν στο Νοσοκομείο της Αεροπορίας για αποτοξίνωση… Τον αγαπάω τόσο πολύ τον Καραμανλή, που λέω: «Θεέ μου, μην τον αφήσεις αυτό τον άνθρωπο να χαθεί. Κανόνισε να γεννηθεί πάλι!»

– Θέλω να μου πείτε αν τον καταλαβαίνετε την ώρα που μιλάει στην τηλεόραση. Πάντα είχε αυτή την ιδιόμορφη εκφορά του λόγου.

Ναι. Παλιά δεν ήταν βέβαια τόσο, τώρα παράγινε. Ποτέ δεν προσπάθησε ν’ αλλάξει την προφορά του… Αλλά, όταν βλέπω τον Καραμανλή να μιλάει, και μόνο που κουνάει τα χείλη του, εγώ τα διαβάζω και ξέρω τι λέει.

– Μπορέσατε ποτέ να τον «διαβάσετε» πιο μέσα;

Όχι. Ούτε και προσπάθησα ποτέ να μάθω τι κάνει μέσα του. Εκείνος νόμιζε ότι τα ξέρω όλα γι’ αυτόν. Μου έλεγε: «Εσύ ξέρεις μέχρι και πότε θα γεννήσουν οι μύγες!» Όσες φορές έτυχε να μιλήσω μαζί του, ποτέ δεν ανακατεύαμε στην κουβέντα τα οικογενειακά μας.

– Το ερωτικά σας;

Μου ‘λεγε: «Ορμάς παντού. Παίρνεις αυτό που θέλεις από τις γυναίκες. Καλά κάνεις. Καλά κάνεις. Όρμα!».

– Εσείς δεν του κάνατε προσωπικές ερωτήσεις για τις γυναίκες του περιβάλλοντος του;

Σου έκοβε αμέσως την κουβέντα. Έλεγε: «Όλες είναι καλές!». Του έλεγα: «Μα πώς περνούσες όταν ήσουν στις Σέρρες;». Σκυθρώπιαζε και άλλαζε θέμα. Έλεγε: «Άσε, προχώρα παρακάτω!».

– Γιατί τον ρωτούσατε για τις Σέρρες; Τι θέλατε να μάθετε;

Ήθελα να μάθω αν ήταν αλήθεια μια φήμη που έλεγε ότι κάποτε ήταν ερωτευμένη μαζί του μια μεγάλη πρωταγωνίστρια της Οπερέτας, η περιβόητη Μπέμπα Δόξα –οι φήμες έλεγαν ότι αυτή ήταν η πρώτη γυναίκα που τον πήρε στο κρεβάτι της. Έλεγαν οι φίλοι και οι άνθρωποι του κύκλου του εκεί, στας Σέρρας, πως όταν ερχόντουσαν οι θεατρίνες εκεί πάνω, όλες τον Καραμανλή «καρφώνανε». Ήταν ωραίος ο μπαγάσας.

– Πάντως, δε μιλάει πολύ για τον εαυτό του.

Ποτέ. Είναι αυταρχικός. Χτυπάει το χέρι στο τραπέζι, λέει: «Αυτό που σας είπα θα γίνει!» και δεν σηκώνει συζήτηση καμιά.

– Στις συναντήσεις σας δεν προσπαθείτε να τον κάνετε να σας μιλήσει για τον εαυτό του;

Όταν γνωρίζεις έναν άνθρωπο καλά, δε θίγεις μπροστά του πράγματα που ξέρεις ότι τον ενοχλούνε.

– Πιστεύετε ότι υπάρχουν άνθρωποι υπεράνω κριτικής;

Όχι.

Με την Αλέκα Στρατηγού στην ταινία “Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες”, 1960 | © Finos Films

– Άρα μπορώ να σας ρωτήσω ποιο πιστεύετε ότι είναι το μεγαλύτερο λάθος που έκανε ο Καραμανλής στην πολιτική του ιστορία… Στο κάτω κάτω με τρυφερότητα θα μιλήσετε γι’ αυτόν, αφού είναι φίλος σας.

Πολιτικά αν μιλήσω, ίσως μπερδευτώ. Γιατί τον αγαπάω… Πρέπει να αισθάνεται πολύ υπερήφανος και πολύ χαρούμενος, που τόσα χρόνια κυβέρνησε την Ελλάδα. Δεν είναι εύκολος τόπος… Και ο Καραμανλής τα κατάφερε, πότε με το καλό – πότε με το κακό. Δεν είναι πανελλήνια προσωπικότητα, είναι παγκόσμια… Οι παλιοί πολιτικοί, ο Ντ’ Εστέν, ο Μιτεράν… όλοι αυτοί… τον Καραμανλή θέλουν να δουν για να πιστέψουν ότι μιλάνε με Έλληνα. Έχει μπει μέσα τους. Στις φλέβες τους… Μια φορά, για χάρη του, το ’43, πήγα στο Παγγαίο, στο χωριό του, στην Πρώτη Σερρών -στο παλιό Κιούπκιουι- και του ‘φερα στη Θεσσαλονίκη τα πράγματα του –τα είχαν μπλοκαρισμένα οι Βούλγαροι που κατέλαβαν το χωριό. Του λέω: «Εγώ θα πάω να στα φέρω». Λέει: «Αποκλείεται. Οι Βούλγαροι δεν αστειεύονται!». «Μην το κουβεντιάζεις καθόλου -του λέω- αύριο έχω φύγει κιόλας». Τόλμησα και πήγα στους Βουλγάρους, Έλλην αξιωματικός ντυμένος… Θα μου πείτε αφού είχαν μπει οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι, τι σόι αξιωματικός; Αλλά με ρωτάς αν είχα άλλο κουστούμι να βάλω; Φόραγα τα στρατιωτικά μου και με αυτά πήγα. Λέω μέσα μου: «Ίσως και να ‘ναι μεγαλύτερη η αξία!» Και σε πληροφορώ ότι δεν με πείραξε κανένας… Ήμουν υπολοχαγός και ο συνταγματάρχης ο Βούλγαρος με χαιρέτησε στρατιωτικά… Και κουβάλησαν τα πράγματα οι Βούλγαροι φαντάροι, τα βάλανε μέσα στα βαγόνια… Μόνο που αργήσανε να φτάσουν στη Θεσσαλονίκη κι εγώ περίμενα κάθε μέρα στο σταθμό. Είχα χάσει πέντε οκάδες, είχα γίνει μια τσίτα από τη στενοχώρια μου. Φοβόμουν ότι χαθήκανε τα πράματα κι ότι με κορόιδεψε ο συνταγματάρχης ο Βούλγαρος και τα ‘στειλε στη Βουλγαρία. Κι ένα πρωί που ειδοποιήθηκα ότι τα πράγματα ήρθανε, τρέχω στον Καραμανλή και του το λέω. Το θεώρησε κάτι πολύ μεγάλο. Ακόμα το θυμάται. Λέει ότι πέταγα από τη χαρά μου… Κι εγώ θυμάμαι που ήταν επόπτης σε ένα συσσίτιο… Κανόνιζε πώς θα μοιράζεται στους φτωχούς η μπομπότα που πρόσφερε ένας σύνδεσμος πλουσίων… Πήγαινα κι εγώ, και μου ‘δινε ένα κομματάκι παραπάνω.

– Τι σήμαινε, τότε, να έχουν μπει οι Βούλγαροι σε κάποιο χωριό;

Σήμαινε τραγικά πράγματα… Άμα κοιτάξετε μέχρι και στα βιβλία του δημοτικού, θα δείτε ότι οι Τούρκοι και οι Βούλγαροι ήταν πάντα οι πρωταγωνιστές στο μάθημα της Ιστορίας. Η γενιά η δικιά μου δε νομίζω ότι θα μπορέσει να ξεχάσει τα των Βουλγάρων και των Τούρκων. Τους έχω ζήσει και τους δύο λαούς. Είναι δυο κόσμοι με απόλυτη άγνοια. Δύο λαοί που λίγο τους νοιάζει τι γίνεται γύρω τους. (σιωπή)

– Από ποιον έμαθε γκολφ ο κύριος Πρόεδρος;

Από τον Ζισκάρ Ντ’ Εστέν. Ήταν φίλοι. Γι’ αυτό κι όταν ξαναγύρισε εδώ με τη Μεταπολίτευση, του έδωσε γαλλικά πολυβόλα, τανκς. Έφερε και το «κατιτίς» του. Ο Κωστής δεν ήρθε πίσω με άδεια χέρια. Τα ξέρω αυτά, γιατί είχα πάει στο Παρίσι τον καιρό της αυτοεξορίας του και τον επισκέφθηκα.

– Τι του πήγατε σ’ εκείνη τη συνάντηση;

Ούζο «Σαν Ριβάλ» και φιστίκια Αιγίνης. Πήγα σπίτι του και τον ζήτησα στο θυρωρείο ως Καραμανλή και δεν τον ξέρανε. Ύστερα θυμήθηκα ότι είχε φύγει απ’ την Ελλάδα με άλλο όνομα. Λέω: «Μεσιέ Τριανταφυλλίντις;». Μου λένε: «Στον πέμπτο»… Την πρώτη μέρα που πήγα, τη βγάλαμε στην κουζίνα και στο μπαλκόνι, μιλώντας. Εκείνος φόραγε τη ρόμπα του, στεκόταν όλη την ώρα όρθιος. Περπατούσε πάνω-κάτω. Έπινε συνέχεια το ουζάκι του κι άνοιγε τα φιστίκια… Είναι σα να τον βλέπω τώρα. Κάναμε βόλτα στην κουζίνα και στο μπαλκόνι κι έπινε το ουζάκι του… Κατόρθωσα και τον έβγαλα από την απομόνωσή του. Βγήκε και ήρθε στο εργαστήριο που επεξεργαζόμουν τον «Ταυρομάχο». Όπου κι αν γύρισα τις σκηνές, τα φιλμ τα πήγα στο Παρίσι για την τελική επεξεργασία. Τα εργαστήρια, από το σπίτι του, ήταν πολύ κοντά. Και του έλεγα να έρχεται εκεί για να ξεσκάει λιγάκι… Ύστερα χαθήκαμε για ένα φεγγάρι μεγάλο… Και ήρθε μετά τη χούντα ελευθερωτής κι εγώ ήμουν στη Θεσσαλονίκη με τον Κουλή τον Στολίγκα και παίζαμε πρόζα. Και μόλις έρχεται ο Καραμανλής, ανεβάζουμε επιθεώρηση. «Ήρθε το παλικάρι μας, τώρα μη φοβάστε». Κι έγινε ο χαλασμός. Και ό,τι χρώσταγα, τα πλήρωσα όλα.

– Φαίνεται ότι κρατάει τις παλιές φιλίες του. Έτσι λένε.

Όχι έτσι λένε. Έτσι είναι… Μη σας πω ότι όλο τον καιρό που ήμουν στο νοσοκομείο, έπαιρνε δύο φορές τη μέρα τηλέφωνο. Έβγαινε κι ένα ιατρικό ανακοινωθέν, ειδικά για τον Πρόεδρο, για να ξέρει πώς είμαι. Το πώς είμαι το ‘ξερε αυτός πιο καλά από μένα. Να σας πω κι ένα χαριτωμένο! Όταν με ρωτάει ο Καραμανλής εμένα πώς είμαι, του λέω: «Από υγεία είμαι μια χαρά, μη μου ξαναστείλεις το γιατρό σου… Οικονομικά δεν είμαι καλά…» Και μου λέει: «Να πας στην Ελβετία, που έχεις καταθέσεις σε τρεις τράπεζες!» Ρε γαμώτο, δε θα μπορέσω να τον πείσω αυτό τον άνθρωπο ότι δεν έχω λεφτά. Δεν πείθεται με τίποτε… Να του πεις του Καραμανλή ότι ο Χατζηχρήστος δεν έχει λεφτά; Θα σε σκοτώσει!

– Δηλαδή πιστεύει ότι είστε πάμπλουτος;

Ναι! Και ξέρεις γιατί; Μου λέει: «Τριακόσιες πενήντα ταινίες έχεις κάνει, ρε πούστη. Τι έγιναν τα λεφτά; Όσο κι αν σου φάγανε οι σουσουράδες, κάποια θα σου μείνανε. Πού τα ‘χωσες; Στην Ελβετία τα ‘χωσες!». Ξέρεις πώς του ‘χει μείνει αυτό; Άκουγε πολλές φορές ότι φεύγω για την Ελβετία. Σπούδαζε η κόρη μου εκεί. Το είχα από τεσσάρων χρονών κοριτσάκι, μέχρι είκοσι. Την Τέτα. Τη σημερινή γυναίκα του Πέτρου Φυσούν… Άκουγε λοιπόν ο Καραμανλής ότι φεύγω και μου ‘λεγε: «Πάλι φεύγεις;». «Πάω στην Ελβετία για το παιδί μου», απαντούσα. «Ξέρω, ξέρω γιατί πας!» Έτσι νομίζει. Ότι το παιδί μου ήταν το άλλοθι για να πηγαίνω στην Ελβετία να καταθέτω τα κέρδη μου από τις ταινίες.

– Είπατε ότι ενώ παραπαίατε στο δρόμο του αλκοολισμού, εκτός από τη γυναίκα σας ήταν και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής που σας βοήθησε. Με ποιο τρόπο;

Η ηθική του συμπαράσταση ήταν τόσο μεγάλη, που ήθελα οπωσδήποτε να κρατήσω το λόγο μου μια φορά πια. Γιατί κι άλλη φορά με είχε βάλει να του δώσω το λόγο μου ότι δε θα ξαναπιώ, αλλά δεν τον κράτησα… Έμενα στο ξενοδοχείο ΤΡΩΪΚΟΝ και ξαφνικά έκλεισαν τα τηλέφωνα από παντού, γιατί ήθελε να μου μιλήσει ο Πρόεδρος. Καταλαβαίνετε τι έγινε στο ξενοδοχείο… Α, ο Καραμανλής θέλει να μιλήσει στον Χατζηχρήστο! Και μου λέει: «Ρε, υπάρχει δύναμη; Έχεις κότσια; Είσαι θηρίο, ρε. Προχώρα… Άντε ρε, φτύστο το ρημάδι. Φτύστο να πάει στο διάβολο. Μην ξαναπίνεις, σε παρακαλώ». Του λέω: «Θα το κόψω. θα αλλάξω και ξενοδοχείο, θα πάω να μείνω στο ΠΑΡΚ». «Δεν το ξέρω -μου λέει- θα μάθω και για το ΠΑΡΚ…» Μου έστειλε μια – δυο φορές το γιατρό του, αλλά τι να δει ο γιατρός; Έναν άνθρωπο μεθυσμένο όλη την ημέρα… Και με πήρε και ο Πρόεδρος αρκετές φορές. Πότε μου μίλαγε καλά, πότε νταηλίδικα. «Πρόσεξε -μου λέει- μην έρθω καμιά μέρα και σε μαζέψω με αλυσίδες για να σε χώσω μέσα να γίνεις καλά. Δεν είναι πράγμα που δεν κόβεται! Κατάλαβε με. Θα το κόψεις». Και με έβαλε στο νοσοκομείο της Αεροπορίας. Μπήκα σαν «Πτέραρχος»… Με συγχωρείς μια στιγμή. (Βγαίνει από το γραφειάκι και ανεβαίνει στο ταμείο του θεάτρου. Συνεννοείται και επιστρέφει ελαφρά λαχανιασμένος)

Mε την Μάρθα Καραγιάννη στην ταινία “Ο σκληρός άνδρας”, 1961 | © Finos Films

– Αυτό το θέατρο είναι γεμάτο σκαλοπάτια.

Ναι. Το μόνο καλό που μου έκανε αυτή η δουλειά είναι που έχασα δώδεκα κιλά. Δε θα τα έχανα σε όσα ινστιτούτα κι αν πήγαινα. Όταν βλέπω τις ρεκλάμες στην τηλεόραση που λένε ότι αν πας στο τάδε μέρος θα σε αδυνατίσουν, λέω μέσα μου: «Θέλεις να χάσεις κιλά; Έλα στο θέατρο «Χατζηχρήστου», ν’ ανεβοκατεβαίνεις σκάλες.

– Έχει νόημα να πολεμάει κανείς τα πάθη του;

Ποια εννοείτε πάθη;

– Ό,τι πάθος έχει ο καθένας μας.

Δεν ξέρω. Απλώς φρόντιζα να γίνομαι καλά από το κάθε πάθος μου. Το μόνο πάθος που δε μπόρεσα να κόψω ποτέ, είναι το: «Ε, ψιτ, κάτσε φρόνιμα. Εγώ πληρώνω!» Και στα μεγάλα μου πλούτη και στις μεγάλες μου φτώχειες, ξέρω να βάζω γρήγορα το χέρι στην τσέπη. Το περισσότερο χρήμα μού το έφαγαν το θέατρο και τα φιλαράκια μου.

– Θυμάστε την πιο τραγική οικονομική ζημιά σας;

Ξεχνιούνται αυτά τα πράγματα; Έφυγα κάποτε -όπως σου είπα- και γύρισα όλη την Ευρώπη για να τελειώσω την ταινία «Ο Ταυρομάχος Προχωρεί». Τι δουλειά είχα εγώ με τον ταυρομάχο; Καλά μου είπε και η τότε γυναίκα μου η Καίτη Ντιριντάουα μετά το στραπάτσο που πέρασα: «Να πήγαινες στην αρένα που είναι εκατόν πενήντα χιλιάδες άνθρωποι και περιμένουν να βγει ο ταύρος και να ‘βγαινες εσύ με μια κατσίκα ή μ’ ένα αρνί και να κάνεις τον ταυρομάχο, να χαλάσει ο κόσμος εδώ. Εσύ πήγες να κάνεις τον κανονικό ταυρομάχο και να σε ντουμπλάρει ο αληθινός. Και λοιπόν; Τι ήρθες να μας πεις;…» Εκατομμύρια χαθήκανε… Πούλησα ένα σπίτι που είχα στην Αγίου Μελετίου με Αχαρνών. Τώρα είναι η Εθνική Τράπεζα εκεί.

– Ειρωνεία της τύχης. Ένα σπίτι που το πουλήσατε για να ξεχρεώσετε, είναι τώρα γεμάτο λεφτά…

Αγορασμένο το ‘χα. Ήταν δικό μου, ήταν αγώνας μου, ήταν ιδρώτας μου. Δε μπορούσε να μου μιλήσει κανένας. Αφού μου λέει η Ντιριντάουα: «Γιατί το πούλησες;» Της λέω: «Δεν πήρα τα λεφτά σου. Δε μου ‘δωσες ούτε δεκάρα προίκα. Εσύ είπες θέλω τον Χατζηχρήστο, εγώ είπα θέλω την Καίτη και παντρευτήκαμε. Λοιπόν;» Δεν είχε να πει: «Σου τα ‘δωσα και τα ‘χασες. Πήγες να κάνεις τον ταυρομάχο. Είσαι ψώνιο!». Άλλωστε τι να μου πει; Με γνώρισε πάνω στο φόρτε των ταινιών μου. Είχα δέκα προτάσεις και διάλεγα τέσσερις…

– Θυμάστε το όνομα του κινηματογράφου όπου είδατε πρώτη φορά ταινία;

Μεγάλωσα στο Παγκράτι. Απέναντι από τον κινηματογράφο «Αλάσκα». Όταν έκλεισε, πουλήθηκε το όνομα και άνοιξε ένα «Αλάσκα» στην Πατησίων. Λαϊκούρα. Τρεις δραχμές εισιτήριο. Έμπαιναν οι πούστηδες μέσα, οι κολομπαράδες… Έπαιζε πορνό από την εποχή εκείνη που ήμουν πιτσιρίκι εγώ. Σκέψου τώρα!… Τι λέγαμε πρωτύτερα;

– Για την οικονομική καταστροφή που σας προκάλεσαν τα έξοδα παραγωγής του «Ταυρομάχου» και το ταξίδι σας στην Ευρώπη.

Στα γυρίσματα του «Ταυρομάχου» κουβάλαγα μαζί μου τέσσερα αυτοκίνητα. Οδικώς έγινε το ταξίδι.

– Ήταν η πρώτη φορά που βγαίνατε από την Ελλάδα;

Είχα πάει δυο τρεις φορές στο Παρίσι και μια φορά στο Λονδίνο για λίγες μέρες. Αλλά δεν είχα πάει για να δουλέψω… Εκείνη τη φορά όμως, σε κάθε χώρα που βρισκόμουν, φώ­ναζα: «Αθήνα μου, γλυκιά μου Αθήνα. Ελλαδίτσα μου και πάλι Ελλαδίτσα μου». Αντιμετωπίσαμε δύσκολα πράγματα που θα ‘ταν πολύ εύκολα σ’ εμάς εδώ… Στην Ευρώπη θέλανε ειδικά χαρτιά για κάθε τι που κάναμε… Στη Μαδρίτη περίμενα μια βδομάδα να μου δώσουν άδεια να μη σκοτώσω τον ταύρο.

– Δηλαδή;

Στην Ισπανία υπάρχει ένας νόμος που λέει ότι εφόσον μπήκε ο ταύρος στην αρένα, πρέπει να πεθάνει. Σκοτωμένος θα φύγει από μέσα. Και αν ο ταυρομάχος δεν τον σκοτώσει με την πρώτη, μετά τον χτυπάνε οι άλλοι μέχρι να τον αποτελειώσουν και να τον σύρουν με το κάρο… Και πήρα άδεια να βγει ζωντανός ο ταύρος από την αρένα. Αυτό είναι το δυσκολότερο πράγμα του κόσμου, στην Ισπανία.

– Και το συνεργείο περίμενε μια βδομάδα και οι αμοιβές πέφτανε κανονικά.

Ναι. Όλοι περιμέναμε.

– Και όλα αυτά μόνο και μόνο για να μη χαθεί ένας ταύρος εξαιτίας σας;

Μα πώς; Θα έβαζα να σκοτώσουνε τον ταύρο; Για όνομα του θεού!… Τρώω -που λες- το παλούκι με τον «Ταυρομάχο» και κολλητά κάνω και δεύτερη ζημιά. Πάω και ανεβάζω στο θέατρο «Παρκ» το «Καζινό ντε Παρί». Δυο μπαλέτα. Το γαλλικό και του Μανώλη του Καστρινού. Εκατόν δεκαοκτώ άτομα κάθε βράδυ να πληρώνονται. Τα ‘χε βάλει η Ντιριντάουα κάτω με μολύβι και χαρτί και μου λέει: «Κάθε βράδυ φουλ να ‘σαι, θα χάνεις και τριάντα οκτώ χιλιάρικα». Τότε, μιλάμε.

Με την Σπεράντζα Βρανά στην ταινία “Ο σκληρός άνδρας”, 1961 | © Finos Films

– Πόσο έκανε το εισιτήριο;

Είκοσι πέντε δραχμές. Και κάποιοι το ‘χανε φτάσει σαράντα. Εγώ εί­πα: «Εβδομήντα πέντε και με γραβάτα».Ήταν η καταστροφή μου. Σου λέει ο κόσμος: «Ο πιο λαϊκός ηθοποιός της Ελλάδας, ο Χατζηχρήστος, και με θέλει να πάω με γραβάτα;». Είχανε στηθεί οι γραβατάδες απέξω και πουλάγανε… Το είδα το χάλι και είπα τέρμα η γραβάτα, αλλά ήταν αργά… Είχα στήσει μια πασαρέλα από τη σκηνή μέχρι τον εξώστη για να λέει τα τραγούδια του ο Φερνάντο Ρέκο, ένας τραγουδιστής από την Αργεντινή… Αυτό το θέαμα δε θα το ξαναδεί η Ελλάδα νομίζω. Μεγάλη δουλειά. Εκατόν δεκαοκτώ φάκελα κάθε βράδυ…

– Τόσο μεγάλος θίασος;

Τίποτ’ άλλο δε σας λέω… Αυτοκίνητα επί σκηνής. Αεροπλάνο που πέρναγε πάνω από τους θεατές, έμπαινε στη σκηνή και από μέσα κατέβαινε το μπαλέτο σαν να ‘χε μόλις φτάσει από το Παρίσι. Τέτοια πράγματα είχα κάνει.

– Η χρονιά;

Χίλια εννιακόσια εξήντα τρία… Ήρθαν δηλαδή όλα μαζί και τότε ήταν που στράβωσε το στόμα μου. Από τη στενοχώρια μου έκανα ένα «αχ» και ξαφνικά πήγε το στόμα μου εδώ πάνω και δε μπορούσα να μιλήσω. Στο «Καζινό ντε Παρί» ήταν η πρώτη χρονιά που βγήκε ο Βοσκόπουλος στη σκηνή –τον είχα προσλάβει σαράντα μέρες πριν απολυθεί απ’ το στρατό… Και πάω ένα βράδυ να του μιλήσω πάνω σ’ ένα νούμερο και βλέπει ο Τόλης ότι δε μιλάω φυσιολογικά.

– Εσείς δεν είχατε καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά;

Εγώ δεν κατάλαβα καθόλου. Νόμιζα ότι τα λέω σωστά. Κι εκείνος άκουγε κάτι μασημένες λέξεις, σαν κραυγές. Και ανεβαίνει η Ντιριντάουα επάνω, με παίρνουν, με πάνε στο γιατρό κατευθείαν, λέει ο γιατρός: «Στην Εντατική, παιδιά». Και βλέπω μετά ότι το πηγούνι μου είχε πάει στ’ αυτί μου.

– Πάθατε πανικό;

Όχι. «Θα γίνω καλά αύριο», έλεγα… Άργησα, βέβαια, λιγάκι. Με κράτησαν και κάποιον καιρό στο νοσοκομείο… Και πώς έγινα καλά; Ήμουν στη γαλαρία του θεάτρου μου ένα απόγευμα και έκανε πρόβα ο Γιώργος Μουζάκης με τον Σταύρο Παράβα σ’ ένα νούμερο. Είχα πάει στο θέατρο μου σαν θεατής και πάντα είχα ένα κασκόλ γύρω από το στόμα μου για να μη φαίνεται αυτό το τραγικό πράγμα που είχα πάθει. Κάτι είπε ο Παράβας στον Μουζάκη για τη μουσική και σηκώνομαι πάνω και του λέω: «Ρε τσόγλανε, ξέρεις μουσική καλύτερα από τον Μουζάκη;». Και ήρθε το στόμα μου στη θέση του. Αν είναι δυνατόν!… Και σε δέκα μέρες, έπαιξα κιόλας. Το καλοκαίρι του εξήντα τρία έπαθα το χάλι, το εξήντα τέσσερα ξαναπαίζω στο θέατρο μου. Και ο Παράβας έγινε γνωστός από το νούμερο αυτό που εξαιτίας του έγινα εγώ καλά. Έπαιζε ένα Νέγρο. Και χάλασε κόσμο τότε.

– Ενώ το σίγουρο μονοπάτι της εποχής σας ήταν οι ταινίες με λαϊκούς χαρακτήρες –κι εσείς ο λαϊκότερος όλων των ηθοποιών- προς τι το ρίσκο να ανεβάζετε στο θέατρο υπερθεάματα;

Οι συγγραφείς με μαλώνανε για τα ανοίγματα που έκανα. Μου λέει κάποτε ο Μίμης ο Τραϊφόρος, καλή του ώρα: «Ρε πουλάκι μου, έτσι όπως πας θα το φας το κεφάλι σου. Ξεκινήσαμε να σου γράψουμε ένα έργο για δέκα ανθρώπους και εσύ έχεις πάρει σαράντα…». Δυο-τρεις ξεροκεφαλιές που έχω κάνει στη ζωή μου, μου στοίχισαν πάρα πολύ. Αλλά ποτέ μου δεν το έβαλα κάτω με τίποτα… Τότε που έφτιαχνα το «Χατζηχρήστου», έπαιζα στο θέατρο «Διονύσια». Εγώ το άνοιξα το «Διονύσια», με τον «Λήσταρχο Νταβέλη». Τον Νταβέλη τον έπαιζε ο Κώστας ο Κακαβάς… Αυτός με φράκο και εγώ γυφτονταβέλης. Τότε είδαν για πρώτη φορά οι θεατές νερά να πέφτουν πάνω στη σκηνή και καταρράκτες. Τεράστια δουλειά. Δε δούλεψε καθόλου… Ο κόσμος γελούσε. Σκοτωνότανε στο γέλιο… Στο τέλος πεθαίνανε όλοι και ο μόνος που έμενε ζωντανός στη σκηνή ήμουν εγώ. Και έλεγα στο κοινό: «Κυρίες και κύριοι, έμεινα ζωντανός για να σας ευχαριστήσω». Και μου απαντά ένα βράδυ από την πλατεία του θεάτρου ο συχωρεμένος ο Φίνος: «Κώστα, καλύτερα να πεθάνεις κι εσύ και ν’ αλλάξεις έργο!» Και πώς σώθηκα κύριε; Με τη «Σάντα Τσικίτα», που ήταν επιτυχία του Λογοθετίδη. Ανέβασα το «Σάντα Τσικίτα» και παίζαμε εννιά-δέκα ηθοποιοί όλοι κι όλοι. Οι υπόλοιποι καθόντουσαν. Πληρώνονταν, χωρίς να παίζουνε. Και έγινε χαλασμός. Μέχρι που δημιουργήσαμε βάσανο και στο μεγάλο μας τον Λογοθετίδη. Έπαιζε την ίδια χρονιά, είκοσι μέτρα πιο κάτω, στο θέατρο «Αθηνών» ένα έργο του Τζαβέλλα… Έλεγε λοιπόν: «Ρε παιδιά, σοβαρά; Αυτές οι εισπράξεις γίνο­νται για τον Χατζηχρήστο; Αφού εγώ το «Σάντα Τσικίτα» το έχω γυρίσει και ταινία!». Πού να ‘ξερε ότι εγώ θα το γύριζα δυο φορές ταινία. Μία με τη Διαλυνά ως «Σάντα Τσικίτα» – και μία με την Καραγιάννη και με τίτλο «Ο Παράς και ο Φουκαράς».

– Θέλει ταλέντο για να ‘ναι κανείς καλός έμπορος;

Μια αδυναμία του εαυτού μου, είναι που δεν έχω εμπορικό κουράγιο εγώ. Δεν είμαι κα­θόλου έμπορας και δεν ξέρω να πουλήσω τον εαυτό μου. Ξέρετε γιατί; Ήμουνα τόσα πολλά χρόνια εγώ το αφεντικό… Είχα βέβαια τον αδελφό μου στη δουλειά, αλλά όταν έκλεινε έναν ηθοποιό και άκουγα τα λεφτά που του έδινε και καταλάβαινα ότι με αυτά δε θα μπορέσει να ζήσει, του ‘κανα αύξηση χωρίς να το ξέρει… Κι ενώ περίμενε ο ηθοποιός το βράδυ να πάρει διακόσες δραχμές -ας πούμε-του έδινα τριακόσιες. Από τα παιδικά μου χρόνια έτσι ήμουνα. Έμοιασα του πατέρα μου, χίλια τα εκατό.

– Μια οικονομική καταστροφή την αντέχει καλύτερα κάποιος που έχει ξαναγνωρίσει τη φτώχεια. Η οικογένεια σας είχε τον τρόπο της;

Δεν ήμουν το παιδί του Ωνάση, αλλά μεγάλωσα καλά. Χωρίς να στερηθώ τίποτα. Όταν μεγάλωσα, υπέφερα. Έχασα τον πατέρα μου, ο ένας αδελφός μου -ο μεγάλος- πέθανε, τον άλλον τον σκοτώσανε έξω από τη Δράμα γιατί ήταν στον ΕΛΑΣ… Την άλλη μέρα το πρωί έγινε η απελευθέρωση της Δράμας και το προηγούμενο βράδυ τον σκοτώσανε. Ήταν ντυμένος παπάς. Τον μαρτυρήσανε οι ρουφιάνοι με τις κουκούλες.

– Έτυχε ποτέ να μάθετε τον θάνατο ενός δικού σας και να έπρεπε το βράδυ να παίξετε στο θέατρο;

Όταν πέθανε ο πατερούλης μου, εγώ ήμουν με τον Ορέστη Λάσκο στο θέατρο του Σαμαρτζή, στην οδό Καρόλου. Απέναντι από το «Βέμπο». Εκεί που είναι τώρα τα γραφεία των Σιδηροδρόμων… Ήταν τα πρώτα μου θεατρικά βήματα στην Αθήνα. Είκοσι μέρες είχαν περάσει από όταν πάτησα στου Σαμαρτζή και θυμάμαι που είχα δει στην είσοδο τη φωτογραφία του Ορέστη Μάκρη στο ρόλο του μεθυσμένου. Και λέω: «Α, ρε μεγάλε Μάκρη. Πού να ‘ξερες ότι παίζω τώρα εγώ εδώ πέρα!» Κι ένα βράδυ, μου τηλεφωνούν στο θέατρο ότι ο μπαμπάς δεν είναι καλά, είναι στα τελευταία του. Πήγα και τον βρήκα σκελετωμένο… Αλλά του είχαν στρώσει ένα τεράστιο τραπέζι -επειδή έπινε- και του είχαν του κόσμου τους μεζέδες, ούζα, κρασιά, για να τα δει και να χαρεί. Και το πρωί, τελείωσε… Το βράδυ εγώ έπαιξα όμως. Έπαιξα κι όταν πέθανε η μανούλα μου. Την έχασα το χίλια εννιακόσια εβδομήντα ένα, προς εβδομήντα δύο. Ήταν σε μια κλινική κάπου στην οδό Κεφαλληνίας, μέσα σ’ ένα στενό. Και μου λένε οι γιατροί: «Κύριε Κώστα, πηγαίνετε στην παράσταση σας κι αν μπορέσετε ελάτε αργά». Έπαιζα τότε στο Ακροπόλ μια επιθεώρηση με τίτλο «Ντιρλαντά». Και καθώς έπαιζα, βλέπω στην κουΐντα τον γέρο Μπουρνέλλη, μαζί με το διαχειριστή μου. Και κατάλαβα… Πάνω σ’ ένα τραγούδι που έλεγα, την ώρα που παιζόταν η μουσική, τους πλησιάζω και ρωτάω: «Πέθανε η μανούλα μου, ε; Ναι; Θα πω ένα κουπλέ ακόμα!». Δεν κώλωσα. Ανέβηκα τις σκάλες του σκηνικού και είπα άλλο ένα κουπλέ… Μόνο όταν πέθανε η Λάσι μου δε μπόρεσα να παίξω… Αν είναι δυνατόν -θα μου πείτε- να αγαπάς ένα σκυλί πιο πολύ από τη μάνα σου και τον πατέρα σου. Αλλά όταν πέθανε το σκυλί μου, ­ένα κόλεϊ που είχα, τη Λάσι, είπα στον διαχειριστή μου να πει στους ηθοποιούς ότι είμαι άρρωστος, ότι απόψε ο Κώστας δε μπορεί να παίξει. Πήρα το σκυλί και πήγα και το έθαψα. Δε μπορούσα να φανταστώ ότι θα πόναγα τόσο… Πήγα μακριά, στην Εθνική, μετά τα πρώτα διόδια. Βρήκα ένα δασάκι με λίγα δέντρα και έσκαψα μόνος μου… Και με τι έσκαβα; Με τις πινακίδες του αυτοκινήτου.

Με τον Κώστα Βουτσά στην ταινία “Οι κληρονόμοι”, 1964 | © Finos Films

– Μ’ αρέσει η μεταδοτική χαρά που εκπέμπουν τα σκυλιά, όταν γυρνάει στο σπίτι το αφεντικό τους.

Ούτε τα παιδιά δε μπορούν να σου μεταφέρουν τέτοια χαρά και τέτοια αγάπη. Δεν ξέρεις τι είναι τα σκυλιά… Καταλαβαίνουν τα πάντα… Δεν είναι «σαν» άνθρωποι, «είναι» άνθρω­ποι. Μη σας πω ότι είναι «υπεράνθρωποι»… Τώρα έχω τέσσερα. Τη Ντόγκι, τη Τζένη, τον Ρόκι και τον Μπίνγκο… Ανοίγω το παράθυρο καμιά φορά και φωνάζω την Ντόγκι να ‘ρθει να της δώσω κανένα παξιμάδι… Ή κάτι γλυκό… Παρόλο που δεν κάνει να τρώνε τα σκυλιά γλυκό, στη ζούλα της πάω κανένα κουλουράκι –άμα λείπει η Βούλα, η γυναίκα μου. Κι έρχεται η Ντόγκι κοντά μου και δεν κοιτάζει τα γλυκά. Δεν κοιτάζει δηλαδή το φαγητό που κρατάω. Κοιτάζει εμένα. Να την αγκαλιάσω εγώ. Απλώνει τις χερούκλες της και με πιάνει. Τη Ντόγκι δε μπορεί να την αγκαλιάσει όποιος να ‘ναι. Μόνο η γυναίκα μου κι εγώ.,. Ενώ ο Μπίνγκος -ένα τερά­στιο μαύρο λυκόσκυλο- είναι παιδάκι. Μωρό παιδί. Μόλις σε δει, πέφτει στα πόδια σου για να τον χαϊδέψεις…

– Ποια ταινία σας έκανε μεγάλο αστέρι;

Είναι μια σειρά ταινιών… Δεν μπορώ να πω… Γιατί μιλάς με τον ένα και σου λέει: «Ο Ηλίας του 16ου» ήταν το παν. Μιλάς για τον άλλο, σου λέει: Όχι. «Ο Σκληρός Άντρας» ήταν το παν. Μιλάς με τον τρίτο, λέει: Προτιμώ εκείνη με τον Ηλιόπουλο, το «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες». Εγώ προσωπικά καταλήγω πως ήτανε ο «Μπακαλόγατος» η καλύτερη μου. Ξέρετε – εκείνη η ταινία με τίτλο: «Της Κακομοίρας». Ταινιάρα μετά όλα της. Με αίσθη­μα, με αγάπη, με πόνο, με γέλιο, με συμπάθεια… Σκηνοθέτης ο Ντίνος ο Κατσουρίδης. Ήταν στον Ηλία οπερατέρ και είδα την αξία του. Και άφη­σα τον εαυτό μου στα χέρια του, να με κάνει ό,τι θέλει… Ερχόταν στο θέ­ατρο επί ένα μήνα και έβλεπε το έργο κι ύστερα πήγαινε σπίτι και δούλευε το σενάριο. Και μου λέει μια μέρα: «Τώρα είμαι έτοιμος για γύρισμα». Τον «Μπακαλόγατο» τον είχαν γράψει οι Γιαννακοπουλαίοι. Ο Χρήστος με τον Γιώργο.

– Ο Σακελάριος, τα κλασικά του έργα, τα έγραψε με τον Χρήστο Γιαννακόπουλο.

Ναι, αλλά και ο Γιώργος ο Γιαννακόπουλος ήταν εξίσου καλός συγγραφέας… Ήτανε κι οι δύο χρυσά παιδιά. Κράταγαν πάντα το λόγο τους… Όταν μου έφερε ο Σακελάριος τον «Ηλία του 16ου», ξαγρύπνησα όλη τη νύχτα για να το διαβάσω. Τόσο πολύ μ’ άρεσε το έργο, που το διάβασα… το ρούφηξα… τρεις -τέσσερις φορές. Και το πρωί του λέω: «Γύρισμα και την Κυριακή που μας έρχεται, αν μπορούμε, Αλέκο μου». Και αρχίσαμε Κυριακή στις επτά η ώρα το πρωί, με τον Κατσουρίδη οπερατέρ. Γυρίζουμε τρεις μέρες, τα βλέπει ο Φίνος και δεν του αρέσανε. Με φωνάζει στο γραφείο -θεός σχωρέσ’ την ψυχούλα του- και μου λέει: «Κώστα, θα τα πετάξουμε αυτά που γυρίσαμε». Λέω: «Γιατί; Τι έγινε;». «Ξέρεις -μου λέει- έπρεπε να τον τσιμπήσεις λιγάκι στην προφορά. Να τον κάνεις βλαχάκι. Όλοι οι πολιτσμάνοι από τα χωριά έχουν έρθει». «Μα δεν είμαι πολιτσμάνος -του λέω εγώ- αφού λάθρα έχω φορέσει τη στολή». «Ναι, αλλά τσίμπα τον εσύ και μη ρωτάς», μου λέει… και τον πλακώνουμε τον «Ηλία» και τον γυρνάμε σε δεκαέξι μέρες.

– Δηλαδή μου μιλάτε για ένα παγκόσμιο ρεκόρ!

Ήταν εννιάμισι πράξεις το έργο. Και τι έκανε ο Αλέκος; Είχε κανονίσει -αν είναι δυνατόν- να βγάζουμε μια πράξη την ημέρα. Φοβερή προεργασία. Από τις οκτώ μέχρι τις δέκα και μισή το πρωί, μαζί με τον Κατσουρίδη και το βοηθό του ετοίμαζαν τα πάντα. Και μου ‘λεγε: «Κώστα, πάμε τώρα. Είναι όλα έτοιμα. Αν είμαστε και από διάλογο εντάξει, φύγαμε!» Κι έτσι γυρίστηκε σε δεκαέξι μέρες ο Ηλίας. Τον είχαμε αναγγείλει κιόλας. Ο κόσμος περίμενε… Βγαίνει ο «Ηλίας» και σώζεται ο Φίνος.

– Από τι;

Από την καταστροφή. Είχε πάθει ένα χαβαλέ… Έφερε την Υβόν Σανσόν και έκανε μια σούπερ παραγωγή… Ο Φίνος είχε έναν δικό του, σε ένα γραφείο εκμεταλλεύσεως –κάτι σαν γενικό διαχειριστή. Όποιος ήθελε ταινία, από κει πήγαινε και την έπαιρνε, από το γραφείο, όχι από τον Φίνο… Και πάει κάποτε ο Φίνος και του λέει του διαχειριστή: «Για φέρε τίποτα λεφτά, γιατί τα χάσαμε όλα». Λέει ο τύπος: «Δεν υπάρχουν λεφτά, τα ‘χω φάει!». «Τι είπες, ρε;», του λέει ο Φίνος. «Αυτό που ακούς -του λέει ο άλλος- σκότωσε με, ό,τι θες κάνε με». Και το πρωί τον βρήκαν νεκρό. Είχε αυτοκτονήσει.

– Και πού τα ‘χε φάει τα λεφτά;

Χαρτιά, μπαρμπούτι… Η γυναίκα του, μεγάλη ζωή –γούνες, κοσμήματα, Ευρώπες… Ο Φίνος τραβολογιόταν όλη μέρα και γύριζε πάνω κάτω με ένα κατσαβίδι. Ο άνθρωπος με το κατσαβίδι. Δεν κοίταζε τα οικονομικά καθόλου και είχε φτάσει στο χείλος… Και βγαίνει ο «Ηλίας» και ξαναπαίρνει ο Φίνος πάλι τα πάνω… Η πρεμιέρα ήταν στις 16 Απριλίου. Του ’62, νομίζω… Βγήκαμε Απρίλιο. Ποτέ ταινία πρώτης προβολής δεν έβγαινε Απρίλιο. Αλλά στο χείλος που ήτανε τι να ‘κανε; Έπρεπε να σωθεί πάση θυσία… Βγήκαμε σε δέκα «μαγαζιά» στην Αθήνα… «Έλλη» και «Ριβολί», το έπαιζαν δυο μήνες σερί. Το μεγάλο μπαμ έγινε, ο Φίνος τα πήρε, βόλεψε αυτά που έπρεπε να βολέψει και μετά βρήκε το δρόμο του πάλι… Αυτός ο άνθρωπος ήταν εργάτης. Τι να σου πω; Από το θάνατο του Φίνου και μετά, ο κινηματογράφος πήρε μεγάλη κατηφόρα. Αρχίσανε τα εύκολα πράγματα.

– Υπάρχει κάποιος χαρακτήρας από όσους έχετε παίξει στο σινεμά, που να γεννήθηκε από μια παράξενη σύμπτωση;

Άκου τώρα κάτι από τα ανέλπιστα, που λένε! Ο συχωρεμένος ο Τσιφόρος ήταν μια φορά στη Ρώμη. Καθότανε κι έπινε το καφεδάκι του στη Βία Βένετο. Και είδε μερικούς τύπους με κάτι γραβάτες μέχρι εδώ κάτω, σαν τραπεζομάντιλα, με γυμνές γυναίκες επάνω ζωγραφισμένες, αυτοκίνητα, καράβια, τέτοια πράγματα. Και ρωτάει έναν: «Πατριωτάκια απ’ την Αμερική;». Λέει αυτός: «Ναι, ναι. Αμέρικα!». «Η δουλειά, καλά;», ξαναλέει ο Τσιφόρος. «Πολύ πιάτο», του λέει ο άλλος… «Δεν ξέρεις, αδελφάκι, το τι πιάτο έχω πλύνει!  Πολλά χρόνια, πολλά πιάτα, πολλά ντόλλαρς! Γι’ αυτό μας βλέπεις με γραβάτα και δαχτυλίδια!». Γυρίζει ο Τσιφόρος εδώ και μου γράφει τον «Άνθρωπο Που Γύρισε απ’ τα Πιάτα» Κι έγινε «ο» χαλασμός.

– Ρώτησα γυναίκες που έτυχε να σας συναντήσουν έστω και μια φορά σε μια παρέα… Όλες είπαν: «Ο Χατζηχρήστος; Γαλαντόμος, ευγενής, ανοιχτόκαρδος…». Πώς ένας τέτοιος άνθρωπος, καθόλου βλάχος στη συμπεριφορά, διαπρέπει σ’ ένα τέτοιο ρόλο;

Το άκρως αντίθετο! Αυτό θα πει ηθοποιός.

– Ποιο στοιχείο της προσωπικότητας σας έσπαγε τα νεύρα στις γυναίκες που έχετε γνωρίσει; Τι δε μπορούσαν να ανεχτούν με τίποτε;

Την αδιαφορία μου… Και ξέρεις τι παθαίνουν οι γυναίκες όταν ενδιαφέρονται για κάποιον κι αυτός κοιτάζει αλλού… Με αυτή τη μέθοδο πέφτουν πιο εύκολα.

– Δηλαδή η αδιαφορία ήταν προσποιητή, για να πετύχετε το σκοπό σας;

Πολλές φορές ήταν προσποιητή. Αλλά τις πιο πολλές φορές δε μ’ ένοιαζε καθόλου. Έλεγα μέσα μου: «Τι μου στήνεται αυτή; Για ωραία;»

– Έχετε πολλές φορές δώσει ευκαιρία σε νεαρή ηθοποιό να γίνει πρωταγωνίστρια πλάι σας. Μεταχειριστήκατε ποτέ τη θεατρική σας δύναμη για να φέρετε στο κρεβάτι σας μια γυναίκα;

Δεν το έκανα αυτό ποτέ. Με το χέρι στην καρδιά σου το λέω. Ποτέ… Όμως, μέσα στα ωραία μας υπάρχουν και τα άσχημα. Μην πω ότι δεν έχω κάνει και ζαβολιές.

– Έχετε κάνει;

Μεγάλες. Τύχαινε πολλές φορές και τα είχα κρυφά και με δυο γυναίκες, που μπορεί να γνωρίζονταν μεταξύ τους, αλλά να μην ήξερε η μία την ύπαρξη της άλλης στη ζωή μου.

– Και με ποια δικαιολογία -συνήθως- τρέχατε από τη μια αγκαλιά στην άλλη;

Πάντοτε, η λέξη-κλειδί ήταν «Γύρισμα!». Έλεγα: «Κοίταξε να δεις. Εγώ θα κάτσω μέχρι τη μία-μιάμιση το βράδυ μαζί σου, γιατί στις δύο με περιμένουν στον Φίνο. Έχω νυχτερινό γύρισμα!» Γίνονταν τότε χιλιάδες νυχτερινά. Και μέσα στο στούντιο δεν υπήρχε τηλέφωνο.

– Αν αυτό σας το έκανε μια γυναίκα -αν έβλεπε παράλληλα κι έναν άλλον-τι θα κάνατε;

Θα την έπνιγα.

– Βρεθήκατε ποτέ σε ανάλογη θέση;

Ναι!

– Και πώς αντιδράσατε;

Έφυγα πρώτος εγώ!

– Γιατί λένε ότι ο κερατάς το κέρατό του το αντιλαμβάνεται τελευταίος;

Γιατί αποφεύγουν να του το σφυρίξουν οι διπλανοί –ή για να επωφεληθούν ή από σεβασμό ή από φόβο… Γιατί να γίνω εγώ ο ρουφιάνος; Γιατί να του το πω εγώ; Δε βλέπει ο μαλάκας; Του γαμιέται η γυναίκα του κι αυτός τρώει τα βράδια παρέα μ’ αυτόν που τη γαμεί;… Και ξαφνικά όλοι ξέρουν για το κέρατο, μόνο ο σύζυγος δεν το ξέρει! Περπατάει, κουτουλάει, αλλά δεν παίρνει χαμπάρι!

– Σε τι διαφέρουμε περισσότερο από τις γυναίκες;

Οι γυναίκες είναι πιο σκληρές, πιο γερές… Αντέχουν πιο πολύ από μας. Παράδειγμα, η γυναίκα μου η Βούλα. Εγώ διαλύομαι που δε βλέπω να μαζεύεται κόσμος στο θέατρό μου. Εκείνη έχει πιο δύναμη από μένα, παρ’ όλο που έχασε το σπίτι της. Μου έλεγε συνέχεια: «Κουράγιο, Κώστα. Όπου να ‘ναι θα βγουν τα εργατικά!». Και είχε δίκιο. Άρχισε να μοιράζει προχτές, την Παρασκευή, η Εργατική Εστία τα εισιτήρια και χτες το βράδυ, Σάββατο, ήρθαν σχεδόν διακόσια εργατικά. Πήραν το εισιτηριάκι τους οι άνθρωποι και την άλλη μέρα ήρθαν… Πιστεύω ότι οι γυναίκες προβλέπουν πιο εύκολα από μας την εξέλιξη μιας κατάστασης… (σιωπή) Τελειώσαμε;

– Δυο τρία πράγματα ακόμα και θα φύγω.

Κάνε μου τις ερωτήσεις σου να σ’τις απαντήσω.

– Τον «Θύμιο» πού τον πρωτοεμφανίσατε;

Στο θέατρο «Βερντέν», στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Εκεί που είναι τώρα το ξενοδοχείο Ζαφόλια… Το νούμερο το ‘χε γράψει ο Κώστας ο Νικολαϊδης. Εγώ τότε έπαιζα κάτι μαγκάκια, χόρευα κλακέτες… Και με το που βλέπω ότι μου έφερε να κάνω ένα βλάχο, λέω: «Ο άνθρωπος είναι τρελός». Έπρεπε να κάνω ένα βλάχο τροχονόμο… Και μου ‘λεγε ο Νικολαϊδης: «Κάντο το νούμερο αυτό, Κώστα μου. Όλοι θα αλλάζουν νούμερα κάθε Δευτέρα, το νούμερο αυτό θα κρατήσει όλο το καλοκαίρι». Όπως το ‘πε έγινε… Και το χειμώνα μου γίνεται ξανά πρόταση, να παίξω έναν άλλο βλάχο… Κι αρχίζει ο Θύμιος… Έχω κάνει και πολλές ταινίες με τον «Θύμιο»: «Ο Θύμιος Τα ‘χει Τετρακόσια», «Ο Θύμιος Τα ‘Κανε Θάλασσα», «Ο Θύμιος Στη Χώρα Του Στριπτίζ», «Να Θύμιος – Να Μάλαμα», «Θύμιος Ήμουν Είμαι Και Θα Είμαι»…

– Υπάρχουν κάποιες σκηνές στις ταινίες σας, που ξαφνικά μια ατάκα μας κάνει και πέφτουμε όλοι κάτω από τα γέλια. Και κάποιος από τους θεατές λέει: «Αυτό αποκλείεται να ήταν στο σενάριο. Του Χατζηχρήστου θα είναι!». Δε θύμωναν οι συγγραφείς με τις προσθήκες σας;

Όχι, καθόλου! Κανένας. Ίσα ίσα, χαιρόντουσαν. Ο συχωρεμένος ο Αλέκος ο Σακελάριος μου έλεγε: «Όσα και να βάλει ο Χατζηχρήστος, του Σακελάριου θα ‘ναι πάντα το έργο!»

– Γιατί σας διάλεξε η επιτυχία;

Γιατί είχα ένα πιστεύω. Γιατί αυτό που έκανα, το αγαπούσα… Ξέρετε πόσες χιλιάδες φορές έχω πάρει νούμερα στα χέρια μου, που δεν έλεγαν τίποτε –και ούτε λέξη δεν έχω πει από όσα γράψανε μέσα. Το ξανάφτιαχνα μόνος μου και κρατιόταν το νούμερο στα πόδια του… Κάθε μέρα λέω άλλα. Κάθε μέρα το νούμερο είναι σαν καινούριο.

– Σκέφτομαι ότι μετά το τέλος μιας παράστασης, όλες οι αίθουσες των θεάτρων είναι εξίσου άδειες. Το μόνο που τις κάνει να ξεχωρίζουν είναι η μυρωδιά. Καταλαβαίνεις αμέσως πόσο γεμάτο ή πόσο άδειο ήταν από κόσμο το θέατρο.

Τι θυμήθηκα τώρα!… Τον Φλεβάρη του 1958  -αν θυμάμαι σωστά τις χρονολογίες- λίγο πριν από την πρεμιέρα του έργου «Ο κύριος Πτέραρχος», σχεδόν μια ώρα πριν κάνω πόρτα, συνειδητοποιώ ότι βρωμοκόπαγε όλη η πλατεία. Κάποιος παλιάνθρωπος από το διπλανό θέατρο -τότε ήταν δίπλα μου μόνο το «Ακροπόλ»- ήρθε και πέταξε στην αίθουσα κάτι «βρωμούσες», κάτι αμπούλες που τις έσπαγες στο πάτωμα και βγάζανε μια τρομερή μπόχα. Ήμουν εδώ και ετοίμαζα τις λεπτομέρειες. Με το που παίρνω χαμπάρι τι συμβαίνει, λέω στις ταξιθέτριες: «Τρεχάτε στα φαρμακεία που διανυκτερεύουν και πάρτε ό,τι κολόνια βρείτε!». Και το ‘πνιξα το θέατρο στο άρωμα κι έγινε μια πρεμιέρα καταπληκτική.

– Ποια από τις πράξεις μας, όσο κι αν την «παστώσουμε» στα αρώματα, πάντα θα βρωμάει;

Μια βρώμικη ψυχή δεν ξεβρομίζει με καμιά κολόνια. Γι’ αυτό μη με ρωτήσεις αν έχω φίλους στο θέατρο, γιατί δεν έχω κανέναν. Το θέατρο -ψυχικά- βρωμάει. Φοβερή παλιανθρωπιά. Εκεί που σ’ αγκαλιάζουν και σε φιλάνε, την ίδια ώρα σου μπήγουν ένα μαχαίρι τόσο. Και είπα: «Κουράστηκα. Φτάνει. Δεν είμαι πια γι’ άλλα μαχαίρια».

– Στις ταινίες, έχετε συγκατοικήσει με πολλούς μεγάλους κωμικούς. Έμοιαζαν καθόλου με τους κινηματογραφικούς χαρακτήρες που υποδύονταν;

Στα πρώτα βήματα μας, ο Ρίζος κι εγώ μέναμε στο ίδιο δωμάτιο –στο ξενοδοχείο «Μυκήναι». Είχαμε ένα και μοναδικό πουλόβερ και το βράδυ παίζαμε στα ζάρια ποιος απ’ τους δυο μας θα το πλύνει και ποιος θα το φορέσει την άλλη μέρα.

– Κι όταν έκανε κρύο, έβγαινε μόνο ο ένας έξω;

Δεν ήταν πουλόβερ του κρύου, ήταν πουλόβερ της ομορφιάς. Δηλαδή ποιος από τους δυο μας θα το βάλει για να κάνει τον ωραίο.

– Ο κύριος Γκιωνάκης μου έχει πει ότι έξω από το καμαρίνι του Νίκου Ρίζου δεν τολμούσε να περάσει ούτε γάτα θηλυκιά, διότι ήταν πολύ πειστικός στο φλερτ και δεν του γλίτωνε ποτέ η γυναίκα που θα έβαζε στο μάτι.

Του Ρίζου το καμαρίνι;

– Ναι.

Έτσι έλεγε ο Γκιωνάκης;… Άσε, αυτόν τον έχω στα «σβησμένα χαρτιά». Είναι στο «κακό μπλοκ» γραμμένος, όχι στο «καλό».

– Γιατί;

Έχει παλιανθρωπιές τις οποίες δε θέλω ούτε καν να τις αναφέρω.

– Δε θα επιμείνω.

Αυτός τη μια έλεγε πως ξεκίνησε για να γίνει γιατρός. Την άλλη πως θα γινόταν δικηγόρος. Κι ότι βρέθηκε τυχαία στο θέατρο… Ο Γκιωνάκης έχει κάνει «τους» εκβιασμούς σε δουλειές… Τον είχα κάποτε στο θίασο κι έκανε ένα ντουέτο με τον Νίκο Σταυρίδη. Στο διάλειμμα της παράστασης πήγαινε και εισέπραττε δυο χιλιάρικα -δηλαδή το μεροκάματο το δικό του και του Σταυρίδη- κράταγε χίλιες διακόσιες και έδινε του Σταυρίδη οκτακόσιες δραχμές. Στο τέλος της σαιζόν το έργο κατέβηκε και τη Μεγάλη Δευτέρα έρχεται ο Σταυρίδης να πάρει τις αποδείξεις. Βλέπει ότι έγραφαν πως το μεροκάματό του ήτανε χιλιάρικο και λέει του λογιστή μου: «Λάθος θα ‘κανες, Χρηστάκη! Τα λεφτά που γράφεις εδώ δεν είναι σωστά! Οκτακόσιες έπαιρνα!»«Κύριε Σταυρίδη! Είχατε ζητήσει να δίνω στον κύριο Γκιωνάκη τα λεφτά για να σας τα φέρνει εκείνος! Από μας, λοιπόν, έπαιρνε δυο χιλιάδες κάθε βράδυ! Αν σας έδινε μόνο τις οκτακόσιες, τότε είναι παλιάνθρωπος!»«Δεν είναι δυνατό ο Γκιωνάκης να το ‘κανε αυτό σε μένα!», επέμεινε ο Σταυρίδης… «Αμ, έλα που το ‘κανε!»… Κι από τότε του είπα: «Τις σκάλες αυτές, Γκιωνάκη, δεν θα τις ξαναδείς ποτέ!»… (σιωπή)

– Να πηγαίνω κι εγώ.

Ναι, διότι έχω κι άλλο ραντεβού μετά από σένα.

– Τι να ευχηθώ; Οι ηθοποιοί δε θέλετε να σας λέμε καλή επιτυχία.

Ξέρεις γιατί;

– Όχι.

Άκου για να μαθαίνεις!… Του Κώστα του Πρετεντέρη του ερχόντουσαν οι εμπνεύσεις στο αποχωρητήριο, έτσι έλεγε. Πήγαινε στην τουαλέτα και εκεί σκεφτόταν ένα θέμα. Έβγαινε και έγραφε το νούμερο, το θεατρικό, το σενάριο ή τους στίχους ενός τραγουδιού… Έλεγε ότι τα έργα του είχαν επιτυχία επειδή τα σκέφτηκε μέσα στο αποχωρητήριο!… Από κει έχει μείνει και εμείς οι ηθοποιοί αντί να πούμε «Καλή Επιτυχία», λέμε «Σκατά» Φεβρουάριος 1995