Ο Θανάσης Μήνας συζητά με τον Κέβιν Μπάρρυ για το μυθιστόρημά του "Η καρδιά το καταχείμωνο" (μτφρ. Δημήτρης Καρακίτσος, εκδόσεις Γεννήτρια, 2025), ένα σκληρό αλλά και υπαρξιακό γουέστερν που εκτυλίσσεται στα όρια της Άγρια Δύσης στα τέλη του 19ου αιώνα.
Ήδη από τις πρώτες σελίδες του Η καρδιά το καταχείμωνο, από τη στιγμή που ο μεθυσμένος Τομ Ρουρκ, γεμάτος όπιο, βγαίνει σκοντάφτοντας από ένα μπαρ στο Μπιούτ της Μοντάνα το 1891, διαγράφεται ήδη και η μεγάλη διαδρομή του στον δρόμο προς την αυτοκαταστροφή.
Ο Ρουρκ είναι ένας αυτοαποκαλούμενος δημιουργός μπαλάντας, ποιητής και χαμηλών τόνων εγκληματίας που νιώθει τα χέρια της μοίρας να τον περικυκλώνουν. Επιβιώνει στην πλούσια σε κοιτάσματα χαλκό πόλη του Μπιούτ, που προσιδιάζει στο ιστορικό και τηλεοπτικό Deadwood – μια παραμεθόρια πόλη, γεμάτη μετανάστες εργάτες, που κυνηγούν ένα κομμάτι του Αμερικανικού Ονείρου: ένα χωνευτήρι ακολασίας, βίας και εγκληματικότητας. Ο Ρουρκ βγάζει τα προς το ζην, γράφοντας επιστολές γεμάτες ψεύτικες υποσχέσεις και δηλώσεις αγάπης στις υποψήφιες συζύγους των ανθρακωρύχων του Μπιούτ πίσω στην Ιρλανδία, με περιγραφές που συνιστούν μεγάλες προσδοκίες για ένα καλύτερο μέλλον στην αμερικανική Δύση.
Αυτό συμβαίνει μέχρι που η Πόλλυ Γκιλλέσπυ (η νέα νύφη του βαθιά αφοσιωμένου αρχιεπιστάτη των ορυχείων Λονγκ Άντονι Χάρινγκτον) φτάνει στο Μπιούτ, κρύβοντας το ταραγμένο παρελθόν της πίσω από ένα νέο πέπλο αυτοσεβασμού. Μια ζωή γεμάτη ευπρέπεια, αφοσίωση και άνεση περιμένει την Πόλλυ, παράλληλα με την έντονη αίσθηση ότι ο Χάρινγκτον τη βλέπει ως σύζυγο-τρόπαιο· ένα σώμα που θα γεννήσει τον πολυπόθητο κληρονόμο του. Τόσο ο Τομ όσο και η Πόλλυ φαίνεται να έχουν βυθιστεί σε ζωές απογοήτευσης, μέχρι που μια τυχαία συνάντηση μεταξύ των δύο στο τοπικό φωτογραφείο πυροδοτεί έναν παθιασμένο και ταραχώδη έρωτα μεταξύ τους.
Καταστρώνοντας ένα απεγνωσμένο σχέδιο για να διαφύγουν δυτικά, στο Σαν Φρανσίσκο, ο Τομ ληστεύει χρήματα από τον Κροάτη σπιτονοικοκύρη του (βάζοντας παράλληλα την προηγούμενη κατοικία του), κλέβει ένα άλογο και φεύγει με την Πόλλυ στην Άγρια Δύση. Τα σχέδια του ζευγαριού θέτουν σε κίνηση ένα θανάσιμο παιχνίδι γάτας-ποντικιού μεταξύ αυτών και μιας ομάδας τρελών δολοφόνων από την Κορνουάλη, τους οποίους προσέλαβε ο Χάρινγκτον για να φέρουν την Πόλλυ πίσω στο Μπιούτ, ώστε να μπορέσει να αποδώσει τη δική του δικαιοσύνη.
Η γραφή του Μπάρυ αστράφτει με λυρισμό και μελαγχολία, καθώς αποδομεί τον διαρκή ρομαντισμό και τη μυθολογία πίσω από το αμερικανικό γουέστερν για να μας φέρει μια ιρλανδική εκδοχή ενός BonnieandClyde των απόκληρων της δεκαετίας του 1890. Όλα τα στοιχεία ενός κλασικού γουέστερν είναι εδώ: εκδίκηση, προδοσία, κυνηγοί κεφαλών, καβγάδες με μαχαίρια, τύψεις, αδυναμία να ξεφύγει κανείς από τις σκληρές πραγματικότητες της ζωής στα σύνορα, μια προκαθορισμένη αίσθηση της μοίρας. Αυτό όμως που κάνει το Η καρδιά το καταχείμωνο πραγματικά σπουδαίο είναι ο τρόπος με τον οποίο το μυθιστόρημα αναπτύσσει τα θεματικά μοτίβα του γουέστερν για να διερευνήσει βαθύτερα ερωτήματα πίσω από την ψυχολογία και τη μυθολογία των φαταλιστών Ιρλανδών.
Η καρδιά το καταχείμωνο είναι σαφώς βίαιο μυθιστόρημα, όμως κυρίως εξερευνά τη βία που συμβαίνει εκτός σελίδας. Για παράδειγμα η σκηνή της αντιπαράθεσης της Πόλλυ με τους Ουαλούς κυνηγούς κεφαλών -που μόλις παρουσιάστηκαν μέσα από τους ήχους της νύχτας- είναι βαθιά ανησυχητική και δυσοίωνη, χωρίς ποτέ να γίνεται ρητά βίαιη. Το μυθιστόρημα του Μπάρυ φαίνεται να υποδηλώνει ότι η ουσία του γουέστερν δεν βασίζεται στην ακραία βία, αλλά ότι η διαχρονική του κληρονομιά έγκειται στους μοναδικούς χαρακτήρες, τους τόπους και τις ελπίδες των πρωταγωνιστών για μια καλύτερη ζωή, οι οποίες δεν πραγματοποιούνται ποτέ.
Ενδεικτικός ο διάλογος ανάμεσα στον σοβαρά τραυματισμένο Τομ και στον Σουηδό μετανάστη-αγρότη που τον περιθάλπει στη σελίδα 154:
«Σ’ αυτή τη χώρα; Είπε το αγόρι. Όλοι σου λένε ότι θα βρεις την ευτυχία. Ότι είναι δικαίωμά σου, ότι είναι πεπρωμένο σου […] Αλλά όλα αυτά είναι μαλακίες του κερατά […] Ο κόσμος εδώ σπάνια βρίσκει την ευτυχία […] Να θυμάσαι πάντα ότι το μόνο που κάνουμε είναι να περιμένουμε τον θάνατο, κι αυτός δεν ξεχνάει κανέναν […] Ας μας λυπηθεί ο Θεός […]»
Εκδόσεις Γεννήτρια, 2025
Ο Ιρλανδός συγγραφέας μιλάει στο OLAFAQ:
– Γιατί αποφασίσατε να τοποθετήσετε την πλοκή του μυθιστορήματος στην αμερικανική Δύση;
Τις δεκαετίες του 1880 και του 1890, χιλιάδες Ιρλανδοί χαλκομεταλλωρύχοι μετακόμισαν αναζητώντας δουλειά στο Μπιούτ της Μοντάνα, το οποίο έγινε ένα είδος τρελής μικρής ιρλανδικής πόλης ψηλά στα Βραχώδη Όρη. Συνειδητοποίησα ότι αυτή ήταν η ευκαιρία μου να γράψω ένα γουέστερν με «ιρλανδική προφορά».
– Επισκεφτήκατε τη Μοντάνα ενώ γράφατε το βιβλίο;
Το έκανα. Η αρχική ιδέα μου ήρθε το 1999 και ταξίδεψα τότε στο Μπιούτ και πέρασα λίγο χρόνο εκεί. Πέρασα πολύ ωραία και συγκέντρωσα πολύ ερευνητικό υλικό για το μυθιστόρημα, όμως χρειάστηκαν άλλα είκοσι δύο χρόνια για να εμφανιστούν οι κύριοι χαρακτήρες. Μερικές φορές είναι αργή η διαδικασία (της συγγραφής).
– Το έτος είναι το 1891. Πρόκειται για μια πολύ βίαιη εποχή στην αμερικανική ιστορία, και δεν μιλάω μόνο για βία τύπου κινηματογραφικού γουέστερν, αλλά και για τον ταξικό πόλεμο που εξαπέλυσαν το κεφάλαιο και το κράτος στην εργατική τάξη, με χιλιάδες νεκρούς εργάτες. Κάνατε κάποια ειδική έρευνα για αυτή την εποχή;
Το Μπιούτ τη δεκαετία του 1890 ήταν συναρπαστικό και ναι, όλες αυτές οι συγκρούσεις συνέβαιναν. Κατέληξα με τόσες πολλές εξαιρετικές λεπτομέρειες και αφηγήσεις από εκείνη την εποχή, που δεν ήξερα τι να παραλείψω και δεν ήξερα από πού να ξεκινήσω. Είναι μια πραγματικά ενδιαφέρουσα περίοδος επειδή είναι σχεδόν η αρχή του κόσμου μας – η εξόρυξη του χαλκού σηματοδοτεί την ηλεκτροδότηση της Αμερικής και οι εραστές στην ιστορία, ο Τομ και η Πόλλυ, συναντιούνται για πρώτη φορά σε ένα φωτογραφικό στούντιο. Είναι η γέννηση του μοντέρνου.
– Η ατμόσφαιρα της μικρής πόλης μου θύμισε πόλεις στα σύνορα σε τηλεοπτικές σειρές όπως το Deadwood ή σε ταινίες όπως το McCabeandMrsMiller του Robert Altman. Τα έχετε δει;
Και οι δύο θα αποτελούσαν ισχυρές επιρροές στο έργο, μαζί με εκείνες τις σπουδαίες ταινίες του Terrence Mallick από τη δεκαετία του 1970, το Badlands και το DaysofHeaven.
– Θα περιέγραφες το μυθιστόρημα ως μεταμοντέρνο γουέστερν; Σου αρέσει καταρχάς το γουέστερν ως λογοτεχνικό και κινηματογραφικό είδος;
Ως έφηβος, τη δεκαετία του 1980, ασχολήθηκα πολύ με τον κινηματογράφο και ιδιαίτερα μου άρεσε ο αμερικανικός ανεξάρτητος κινηματογράφος της δεκαετίας του 1970, με σκηνοθέτες όπως ο Όλτμαν, ο Μάλικ και ο Σαμ Πέκινπα. Το γουέστερν είναι ένα πολύ γενναιόδωρο μέσο – δίνει στον συγγραφέα ή στον σκηνοθέτη τόση ορμή και φυσικό ρυθμό.
– Το ύφος της γραφής σας συνδυάζει την ποιητικότητα και τον λυρισμό με την ακραία βία και τις σκηνές άγριου ρεαλισμού. Σας αρέσει να παίζετε με τα αντίθετα, έτσι δεν είναι;
Υποθέτω πως ναι. Υπάρχει μια φυσική λυρική χροιά στη δουλειά μου και πάντα, επίσης, υπάρχει ένα κωμικό στοιχείο. Αλλά είναι ένα πολύ σκοτεινό, πολύ ιρλανδικό είδος κωμωδίας, μια μαύρη κωμωδία. Αν κάνεις τον αναγνώστη να γελάσει, σου ανοίγεται και μπορείς να τον πας οπουδήποτε.
– Υπάρχουν πολλά στερεότυπα σχετικά με την ιρλανδική κουλτούρα και τη μετανάστευσή της στην Αμερική: υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, ήθος της εργατικής τάξης, ανέμελο τραγούδι, αδάμαστο πνεύμα, παράνομη συμπεριφορά, φαταλισμός…Νομίζω ότι εξερευνάτε σε βάθος αυτά τα θέματα, τα εξυμνείτε τα και τα αποδομείτε (με ωραίο τρόπο) ταυτόχρονα…
Όλα αυτά τα στερεότυπα για τους Ιρλανδούς μετανάστες του 19ου αιώνα προέκυψαν στην πραγματικότητα από την πραγματική τους ιστορία. Θέλω να πω, το πρώτο πράγμα που έκαναν οι Ιρλανδοί στο Μπιούτ ήταν να ανοίξουν περίπου 40 παμπ. Αλλά χρησιμοποίησαν τη φυσική τους κοινωνικότητα και ευθυμία για να ευημερήσουν – στη συνέχεια ανέλαβαν τον έλεγχο του αστυνομικού μηχανισμού της πόλης και της πολιτικής. Έγινε μια πόλη που διοικούνταν σε μεγάλο βαθμό από τους Ιρλανδούς. Ήταν ενδιαφέρον να παρακολουθούμε πώς λειτουργούσαν αυτοί οι μετανάστες, πώς κατέλαβαν τον τόπο.
– Θα περιγράφατε τους δύο κύριους χαρακτήρες σας, το ζευγάρι του Τομ και της Πόλλυ, ως «Μπόνυ και Κλάιντ των φτωχών» ή κάτι τέτοιο;
Νομίζω ότι σίγουρα έχουν μια επιρροή από την Μπόνυ και τον Κλάιντ πάνω τους, ειδικά στον τρόπο που παρουσιάζεται αυτό το ζευγάρι στην σπουδαία ταινία του Άρθουρ Πεν. Νομίζω ότι με την Πόλλυ και τον Τομ καταλαβαίνουν αμέσως ότι αυτή η ερωτική ιστορία είναι το μεγάλο δράμα της ζωής τους και πρέπει να την ακολουθήσουν όπου κι αν τους οδηγήσει.
– Υπάρχει ένα μικρό κομμάτι στο μυθιστόρημα, ένας μικρός εσωτερικός μονόλογος του Άντονι Χάρινγκτον που θρηνεί για την κλοπή της γυναίκας του. Καμία στίξη. Μου θύμισε λίγο τον τελευταίο μονόλογο της Μόλι Μπλουμ στο τέλος του Οδυσσέα. Είναι δύσκολο για τους Ιρλανδούς συγγραφείς να ξεφύγουν από τη σκιά του Τζέημς Τζόυς;
Νομίζω ότι κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα υπήρχαν δύο μεγάλες επιρροές στην ιρλανδική λογοτεχνία – ο Τζόυς και ο Μπέκετ. Ο Τζόυς έβαλε τα πάντα στη σελίδα και ο Μπέκετ αφαίρεσε τα πάντα από τη σελίδα, επομένως στάθηκαν αντίρροπες επιρροές. Αυτές οι επιρροές εξακολουθούν να υπάρχουν, αλλά με την πάροδο του χρόνου φυσιολογικά εξασθενούν. Σκέφτομαι πολύ έναν άλλο σπουδαίο Ιρλανδό συγγραφέα του 20ού αιώνα, τον Φλαν Ο’Μπράιεν, και ανταποκρίνομαι στην έντονη κωμική χροιά του έργου του.
– Ποιοι άλλοι συγγραφείς σας ώθησαν να αρχίσετε να γράφετε; Πιστεύετε ότι έχετε κάποια κοινά σημεία με συγγραφείς όπως ο Κόρμακ ΜακΚάρθι;
Στα 20 μου, σίγουρα με γοήτευαν Αμερικανοί συγγραφείς. Ο ΜακΚάρθι, σίγουρα, αλλά και ο Σολ Μπέλοου, η Φλάνερι Ο’Κόνορ και ο Ντον Ντελίλο. Μου άρεσε η αίγλη των προτάσεών τους, η αναίσχυντη αίσθηση γραφής τους με υψηλό ύφος.
– Υπάρχει επίσης μια έντονη αίσθηση μουσικότητας στην πρόζα σας, οι λέξεις σας μοιάζουν να δημιουργούν αφηρημένες ομοιοκαταληξίες. Διάβασα κάπου ότι είστε λάτρης της μουσικής. Τι είδους μουσική σας αρέσει και τι ακούτε συνήθως όταν γράφετε;
Ακούω μουσική συνέχεια όταν γράφω – μπορεί να είναι οτιδήποτε, dub reggae, country, electronica. Για το Η καρδιά το καταχείμωνο άκουσα πολλές παλιές ιρλανδικές μπαλάντες της δεκαετίας του 1890 και πολλή παραδοσιακή ιρλανδική μουσική με βιολιά και έγχορδα, πολύ συναισθηματικά και πολύ όμορφα πράγματα.
– Ας μιλήσουμε λίγο για το άλλο εξαιρετικό μυθιστόρημά σας που έχει μεταφραστεί στα ελληνικά, το Νυχτερινό Πλοίο στην Ταγγέρη. Υπάρχει έντονη φιλοσοφική διάθεση αλλά και πολύ ξερό χιούμορ σε αυτό το μυθιστόρημα, στους διαλόγους των ταξιδιωτών. Τι προσπαθήσατε να πετύχετε με αυτό;
Και πάλι, υποθέτω ότι είναι μια από τις πολύ σκοτεινές κωμωδίες μου. Δύο Ιρλανδοί γκάνγκστερ ψάχνουν μια αγνοούμενη κόρη στην Ισπανία. Ουσιαστικά πρόκειται για μια ενιαία συζήτηση που ξεκινάει καλύπτοντας πολλά χρόνια και πολλές διαλυμένες ζωές. Αγαπώ την Ισπανία και έχω περάσει πολύ χρόνο εκεί όλα αυτά τα χρόνια, οπότε ένιωσα ότι είχα πολλή από την ύλη που χρειαζόμουν για το βιβλίο. Γράφτηκε γρήγορα, για να διατηρήσει τον ρυθμό της κεντρικής του συζήτησης.
– Θα θέλατε να μας πείτε μερικά πράγματα για το μυθιστόρημά σας CityofBohane, το οποίο δεν έχει μεταφραστεί ακόμη στα ελληνικά;
Βρίσκεται στη διαδικασία μετάφρασης στα ελληνικά, κάτι που με ενθουσιάζει. Διαδραματίζεται σε μια φανταστική ιρλανδική πόλη της δεκαετίας του 2050, ένα μέρος χωρίς τεχνολογία, με πολλούς πολέμους συμμοριών και με μερικές πολύ ενδιαφέρουσες επιλογές μόδας.
– Έχετε ξεκινήσει να γράφετε κάποιο νέο βιβλίο;
Αυτή την περίοδο ανεβαίνει ένα θεατρικό μου έργο στο Δουβλίνο με τον τίτλο The Cave – ανεβαίνει στο Abbey, το εθνικό μας θέατρο, και είμαι ενθουσιασμένος. Έχω ξεκινήσει ένα νέο μυθιστόρημα, και υπάρχει ένα άλλο θεατρικό έργο και αρκετά σενάρια… Είναι ωραίο να είσαι απασχολημένος!
– Σας ευχαριστώ πολύ.
Κι εγώ.
Ο Κέβιν Μπάρρυ (Kevin Barry, γεν. 1969) είναι ένας από τους γνωστότερους σύγχρονους Ιρλανδούς συγγραφείς, με πολλά βραβεία στο ενεργητικό του, ανάμεσα τους το International Dublin Literary Award και το Goldsmiths Prize. Το μυθιστόρημά του Νυχτερινό πλοίο για την Ταγγέρη (μτφρ. Ορφέας Απέργης, εκδ. Gutenberg, 2019) ήταν υποψήφιο για το βραβείο Booker. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα Beatlebone, CityofBohane και τις συλλογές διηγημάτων DarkLiestheIsland, ThereAreLittleKingdoms και ThatOldCountryMusic. Διηγήματα και άρθρα του έχουν δημοσιευθεί στο NewYorker και στο Granta μεταξύ άλλων. Εργάζεται επίσης ως θεατρικός συγγραφέας και σεναριογράφος. Ζει στην επαρχία Σλίγκο της Ιρλανδίας.
Ο Γιάννης Νταλιάνης επιστρέφει στην Επίδαυρο με έναν Μενέλαο που δεν ζητά δικαίωση, αλλά επιβάλλεται με ωμότητα, σύμβολο μιας εξουσίας που παραμένει επικίνδυνα οικεία.
Στην "Ανδρομάχη" του Ευριπίδη,
Ο Γιάννης Νταλιάνης επιστρέφει στην Επίδαυρο με έναν Μενέλαο που δεν ζητά δικαίωση, αλλά επιβάλλεται με ωμότητα, σύμβολο μιας εξουσίας που παραμένει επικίνδυνα οικεία.
Στην "Ανδρομάχη" του Ευριπίδη,
Ο Θανάσης Μήνας συζητά με τον Κέβιν Μπάρρυ για το μυθιστόρημά του "Η καρδιά το καταχείμωνο" (μτφρ. Δημήτρης Καρακίτσος, εκδόσεις Γεννήτρια, 2025), ένα σκληρό αλλά και υπαρξιακό γουέστερν που εκτυλίσσε
Ο Θανάσης Μήνας συζητά με τον Κέβιν Μπάρρυ για το μυθιστόρημά του "Η καρδιά το καταχείμωνο" (μτφρ. Δημήτρης Καρακίτσος, εκδόσεις Γεννήτρια, 2025), ένα σκληρό αλλά και υπαρξιακό γουέστερν που εκτυλίσσε
Με αφορμή την κυκλοφορία του "Πίσω από το Πέπλο" από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης συναντήσαμε τον Τεύκρο Μιχαηλίδη και είχαμε μία πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση για τη μεθολογία των μαθηματικών, τη
Με αφορμή την κυκλοφορία του "Πίσω από το Πέπλο" από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης συναντήσαμε τον Τεύκρο Μιχαηλίδη και είχαμε μία πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση για τη μεθολογία των μαθηματικών, τη
Μετά από τέσσερις δεκαετίες ηχητικών παρεμβάσεων, πολιτικής τέχνης και πειραματισμού, ο Nigel Ayers των θρυλικών Nocturnal Emissions έρχεται στο Ametric Festival στα Χανιά. Ο πρωτοπόρος της industrial
Μετά από τέσσερις δεκαετίες ηχητικών παρεμβάσεων, πολιτικής τέχνης και πειραματισμού, ο Nigel Ayers των θρυλικών Nocturnal Emissions έρχεται στο Ametric Festival στα Χανιά. Ο πρωτοπόρος της industrial