Η Ηρώ Κισσανδράκη είναι ένα ανήσυχο θεατρικό πνεύμα. Η ενασχόλησή της με την υποκριτική, την οδήγησε στη συγγραφή δύο θεατρικών έργων, το Μπλου και το Γουόντερλαντ, ενώ έχει σκηνοθετήσει και μία θεατρική παράσταση. Αυτή η περίοδος συμμετέχει στον «Θερισμό» στο Θέατρο 104.
Στο θέατρο 104 διαδραματίζεται ένας θερισμός κατάπτωσης του δυτικού πολιτισμού της υπερ-αφθονίας. Ένας θερισμός μιας δήθεν κοσμοπολίτικης ζωής. Ένας θερισμός της αυτάρκειας σε θλιβερή ακινησία. Ένας θερισμός στην ίδια την ύπαρξη. Ένα έργο-ωδή στην ακινησία, μία κατάσταση που δεν αντιμετωπίζεται, παρά μόνο διαιωνίζεται. Θα βρεθείτε αντιμέτωποι με μία συγκομιδή αδιεξόδων, πλαδαρότητας και κυνισμού.
Ένα έργο που προβληματίζει αρκετούς και επαγρυπνεί περισσότερους. Μία συνθήκη που θίγει τις καπιταλιστικές τάσεις με έναν υπερβολικό τρόπο που θα βρεις να βρεις σε αμάξια. Ίσως δείτε καθρέφτη στο έργο και μπορεί να αντικρίσετε τον εαυτό σας σε κάποιον από τους ήρωες. Θα πάτε; Ε, πρέπει να πάτε!
– Που μεγάλωσες; Πώς να γίνεις ηθοποιός;
Μεγάλωσα στο Νέο Ψυχικό. Δεν έχει καμία σχέση ο τόπος που μεγάλωσα με το κίνητρο που είχα για να γίνω ηθοποιός. Όταν ήμουν πολύ μικρή θυμάμαι ότι με είχαν πάει οι γονείς μου σε ένα θερινό κινηματογράφο και είχα δει μία ταινία. Δεν καταλάβαινα και δεν ήξερα καν να διαβάζω τότε. Πρέπει να ήμουν 5 ή 6 χρονών. Μαγεύτηκα με την εικόνα που είχε το μεγάλο πανί και ήθελα να πάω πιο μπροστά για να το δω καλύτερα. Εκείνη την ημέρα, αποφάσισα ότι αυτό θέλω να κάνω, να γίνω ηθοποιός. Αργότερα, κατάλαβα τη διαφορά μεταξύ θεάτρου και κινηματογράφου. Σχεδόν από πάρα πολύ μικρή έλεγα αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου και αυτό έκανα.
– Έχεις την πορεία της δυσκολίες στο θέατρο σου;
Από τη στιγμή που μπαίνεις σε μία Δραματική Σχολή, το μόνο που σου λένε για να προετοιμάστεις είναι ότι ο δρόμος που έχεις επιλέξει είναι πάρα πολύ δύσκολος και ότι θέλει πολύ γερό στομάχι. Όμως, δεν ξέρεις αν θα οδηγήσει σε λύτρωση ή αν θα μπορέσεις να τα καταφέρεις. Στο πρώτο και στο δεύτερο έτος, δεν το καταλαβαίνεις γιατί έχεις ακόμα τη μυρωδιά των θεατρικών κειμένων. Βλέπεις απλά τα παπούτσια σου να ανεβαίνουν πάνω στο σανίδι και να κάνουν αυτό τον ήχο και εσύ θαμπώνεσαι από αυτό. Στο τρίτο έτος, όμως, αρχίζει να σε πιάνει η αγωνία για το αν θα παίξεις κάπου. Ξεκινάνε οι πρώτες οντισιόν και δεν είναι τόσο εύκολο το πράγμα. Τουλάχιστον, όσο είχες στο μυαλό σου. Στην αρχή είσαι οπλισμένος με αισιοδοξία, αλλά μετά έρχεται η συνεχόμενη απόρριψη. Μέχρι να στρώσει η κατάσταση στεναχωριέσαι πολύ. Δεν σημαίνει ότι θα πετύχεις από την αρχή καλές συγκυρίες εργασίας, συνύπαρξης και συν-δημιουργίας. Στην αρχή υπάρχουν και οι ανασφάλειες, λείπει και η εμπειρία για να καταλάβεις τι εννοεί ο σκηνοθέτης. Ταυτόχρονα, πρέπει να συνυπάρχεις με ανθρώπους που δεν τους ξέρεις. Τώρα είσαι σε μία παράσταση και μόλις τελειώσει, θα πας στην επόμενη και αυτό θα συνεχίζεται. Πρέπει να είσαι ανοιχτός να συνυπάρξεις με άλλους ανθρώπους, ενώ παράλληλα θα βάζεις φίλτρα και θα καταλαβαίνεις ότι αυτό το πράγμα γίνεται ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και σε τρεις μήνες δεν υπάρχει. Είναι πολύ δύσκολο να είσαι τόσο πολυδιάστατος.Όλα αυτά εμπεριέχουν και την τύχη ως παράγοντα ως προς τα πρόσωπα που θα συναντήσεις. Έχει σημασία το αν θα ταιριάξεις με κάποιον που μπορεί να σε πάρει και στην επόμενη δουλειά ή να προκύψει μια άλλη δουλειά μέσα από την παράσταση που συμμετέχεις. Ποτέ δεν ξέρεις πως μπορεί να εξελιχθεί σε μια κατάσταση, είναι μια ασταθής δουλειά σε ένα ασταθές πλαίσιο ανασφάλειας που όμως εσύ επιλέγεις συνειδητά. Αυτό από μόνο του δημιουργεί μια στρεσογόνα συνθήκη πολλές φορές. Η δουλειά φέρνει δουλειά και με τον καιρό αποκτάς εμπειρία, γνωριμίες και γνώσεις. Η δυσκολία είναι ότι ποτέ δεν ξέρεις το μέλλον.
– Πιστεύεις ότι υπάρχει ισότητα στο θέατρο;
Όχι, δεν υπάρχει ισότητα στο θέατρο. Μοιραία ανοίγει η ψαλίδα, γιατί είναι τόσο μεγάλη και ετερόκλητη. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν μεγαλύτερη εμπειρία από εσένα και είναι πιο γνωστοί. Η ισότητα, εργασιακή και μισθολογική, δεν εκπληρώνεται αυτή τη στιγμή. Σε αυτό το πεδίο πρέπει να γίνουν ακόμα πολλά βήματα. Το θέατρο είναι ένα ακριβό σπορ και πρέπει να βοηθηθούν οι θεατρικοί παραγωγοί από την κυβέρνηση, όποια και αν είναι αυτή. Πρέπει να υπάρχει ένα μεγαλύτερο κονδύλι, να ενισχύονται οι νέες ομάδες και αντίστοιχα αυτό να συμβαίνει και στον κινηματογράφο, γιατί μοιραία είναι πολύ ακριβά σπορ και τα δύο. Υπάρχουν και οικονομικοί παράγοντες αστάθμητοι, βέβαια. Ο παραγωγός, όσο και να επιθυμεί να είναι τίμιος απέναντί σου, μπορεί να μην τα καταφέρει στο τέλος.
– Έχουν ξεκινήσει οι παραστάσεις για τον “Θερισμό” του Δημήτρη Δημητριάδη. Θέλεις να μας πεις λίγα λόγια για το έργο;
Το έργο γράφτηκε μέσα σε 5 μέρες, όπως έχει πει ο κύριος Δημητριάδης. Αφορμή στάθηκε μία φωτογραφία που είδε σε μία γερμανική εφημερίδα, όταν ήταν στο αεροδρόμιο του Μονάχου. Ο ίδιος δεν ξέρει καθόλου γερμανικά, επομένως δεν καταλάβαινε τι έλεγε η εφημερίδα. Απλώς, είδε μία φωτογραφία πέντε ανθρώπων, οι οποίοι απέπνεαν μία επίπλαστη ευδαιμονία. Όταν γύρισε στο σπίτι του, αυτή η φωτογραφία είχε αποτυπωθεί στο μυαλό του και αποφάσισε να γράψει μία ιστορία για πέντε ανθρώπους, δύο ζευγάρια και μία φίλη τους, που αποφασίζουν να πάνε στο Ακαπούλκο για 10 μέρες. Επιθυμία τους, είναι να ξεχάσουν το παρελθόν τους, την καθημερινότητά τους και να ηρεμήσουν. Υπάρχουν αυτοί οι πέντε ήρωες και άλλοι τρεις, αφανείς, τους οποίους γνωρίζουμε μέσω του τηλεφώνου. Κάθε τόσο ακούγεται και ένα τηλέφωνο το οποίο ενημερώνει τους ήρωες ότι η ζωή τους μπορεί να είναι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά αλλά τα προβλήματά τους, είναι και πάλι δίπλα τους. Το τηλέφωνο είναι εκεί για να τα υπενθυμίζει. Έρχονται αντιμέτωποι με τον καθρέφτη τους. Το κείμενο θέλει να δείξει πόσο ταγμένοι είναι μερικοί άνθρωποι στο να μην αλλάξουν και να αποφύγουν τη σύγκρουση με κάθε τρόπο, να στρουθοκαμηλίσουν. Να μην έρθουν αντιμέτωποι με την αλήθεια τους και να μην κοιταχτούν στον καθρέφτη. Τελικά επιλέγουν να ζουν παρά τα τέρατα που συμβαίνουν. Κάθε τόσο έρχονται τα τηλέφωνα και αλλάζουν το τοπίο που είχε σχηματιστεί. Στην αρχή, πιστεύεις ότι είναι απλά πέντε άνθρωποι που κάνουν τις διακοπές. Μετά, έρχονται τα τρία πρώτα τηλέφωνα που μας συστήνουν τα προβλήματα και αρχίζει ο θεατής να προβληματίζεται. Στη συνέχεια, έρχεται το καταλυτικό γεγονός και βλέπουμε τους ήρωες πως αντιδρούν σε αυτό. Για αυτό, όπως λέει ο σκηνοθέτης μας ο Γρηγόρης Καραντινάκης: “το έργο είναι μία ωδή στην ακινησία“. Όχι μόνο στη σωματική. Στο έργο θα δείτε όλους τους ηθοποιούς να εμμένουν σε μία άργητα, επίτηδες. Αυτή, οδηγεί στο να μην κάνεις τίποτα και να μην πάρεις την κατάσταση ουσιαστικά στα χέρια σου. Πιστεύεις ότι φεύγοντας θα αλλάξει κάτι, θα βοηθήσει να κατάσταση, όμως, η κατάσταση παραμένει ίδια, όταν δεν την αντιμετωπίζεις. Αυτό είναι το ζητούμενο στο έργο. Οι περισσότεροι άνθρωποι που φεύγουν από την παράσταση είναι προβληματισμένοι και σοκαρισμένοι, γιατί συμβαίνει ένα τραγικό γεγονός στο έργο και το σκέφτονται μέχρι την επόμενη και τη μεθεπόμενη μέρα. Οι ήρωες μπορεί να έλεγαν “ξύπνα, κάνε κάτι” αλλά στην πραγματικότητα δεν έκαναν τίποτα, ούτε για αυτούς ούτε για το παιδί τους. Αυτό που έκανε ο Δημητριάδης με το έργο είναι να βρει τρία ακραία γεγονότα και να τα αναπαραστήσει σε real time. Τα γεγονότα εξελίσσονται σε μιάμιση ώρα, όσο διαρκεί η παράσταση και με αυτό τον τρόπο προβληματίζεται το κοινό.
– Πρόκειται για ένα τρομερά επίκαιρο έργο στο οποίο υπάρχει και το στοιχείο του πλουτισμού, το οποίο υπογραμμίζεται. Τι σε προβληματίζει σε αυτή την καπιταλιστική τάση που υπάρχει και στο έργο και στην κοινωνία;
Ο Δημήτρης Δημητριάδης έχει φτιάξει ένα ξενοδοχείο 57 αστέρων, το οποίο δεν υπάρχει στην πραγματικότητα και είναι από μόνο του μία υπερβολή. Οι ήρωες έχουν τα λεφτά να πάνε ακόμη και σε αυτό. Υπάρχει η λιτότητα των σκηνικών, ως μινιμαλισμός, αλλά οι ηθοποιοί έχουν υπερφορτωμένα ρούχα ως πληροφορία και σε χρώματα Είναι ένα στοιχείο πληθωρικότητας του καπιταλισμού που αποκρύπτει την ανθρώπινη ουσία. Ο σκηνοθέτης μας, Γρηγόρης Καραντινάκης, που έχει επιμεληθεί τα κοστούμια αλλά και το κείμενο με τις οδηγίες του Δημήτρη Δημητριάδη, αυτό που θέλουν να στηλιτεύσουν είναι η καπιταλιστική κοινωνία που δίνει μία επίπλαστη ευμάρεια, στην οποία δε εμπεριέχεται η ευτυχία της ψυχής και η πνευματικότητα που όλοι αναζητούν. Ο καπιταλισμός στην πραγματικότητα οδηγεί σε έναν ευτελισμό, ενός πρώτου επιπέδου που ακολουθεί τις αξίες μας για τη ζωή. Αυτό που πρέπει κανείς να κάνει επιστρέφοντας στο σπίτι του μετά την παράσταση, είναι να αγκαλιάσει τους αγαπημένους του, γιατί αυτή είναι η ουσία στη ζωή. Να αγαπάμε τους ανθρώπους μας και να είμαστε ειλικρινείς μαζί τους. Αυτό όμως δεν μπορεί να επιτευχθεί σε ένα πλαίσιο καπιταλιστικής κοινωνίας. Μοιραία ο καπιταλισμός σε βάζει μία σε μία συνθήκη καπιταλισμού, ότι τίποτα δεν είναι αρκετό. Πρέπει κανείς να εξελίσσεται μέσα του, για να μπορέσει να υπάρξει και στην πορεία. Στην πραγματικότητα, αυτό το έργο αποδομεί την κοινωνία και δείχνει τον καπιταλισμό στην έσχατη μορφή του. Δείχνει πέντε ανθρώπους νεόπλουτους, οι οποίοι προβληματίζουν τους ανθρώπους για το αν θέλουν να είναι έτσι. Μπορεί να μην είναι σε αυτό βαθμό, αλλά είναι. Το έργο σου λέει ότι δεν έχεις ουσιαστικό ενδιαφέρον για τους ανθρώπους δίπλα σου, ταξιδεύεις με άλλους ανθρώπους που ούτε αυτοί δεν σε νοιάζουν πραγματικά και τελικά, δεν σε νοιάζει ούτε εαυτός σου.
– Το έργο πράγματι είναι ένας καθρέφτης της κοινωνίας. Ποιες είναι οι χειρότερες τάσεις που αντιμετωπίζεις εσύ κοινωνικά;
Το χειρότερο όλων πιστεύω ότι είναι η έκπληξη των ανθρώπων, όταν βρίσκονται μπροστά σε ακραία κοινωνικά συμβάντα αστικού και ποινικού δικαίου. Αυτή η έκπληξη που έχουν και λένε “καλά πως δεν το πήραμε χαμπάρι;“, όταν βλέπουν κόσμο να πεθαίνει από την πείνα ή για άλλα γεγονότα. Είμαι σίγουρη, ότι όλοι μας ξέρουμε αν στην πολυκατοικία μας κάποιος κακοποιείται σωματικά ή ψυχολογικά ή αν έχει κάποια οικονομική δυσχέρεια. Αυτή η επίπλαστη έκπληξη που έχουμε όλοι μας, μπροστά σε ένα ακραίο γεγονός. Θεωρώ ότι είναι το χειρότερο που μπορούμε να συναντήσουμε τα τελευταία χρόνια. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί πρέπει να λέμε εκ των υστέρων ότι γνωρίζαμε, ενώ δεν κάναμε τίποτα. Σημασία έχει να κάνεις κάτι εκείνη τη στιγμή στο παρόν, στο τώρα. Η κοινωνία δημιουργείται από εμάς τους ίδιους. Τώρα που έρχονται εκλογές, υπάρχει η αίσθηση ότι αν αλλάξει η κυβέρνηση, θα αλλάξει και η κοινωνία. Στην πραγματικότητα δεν θα αλλάξει τίποτα. Η κοινωνία αλλάζει τους ανθρώπους και αυτή με τη σειρά της αλλάζει τους ανθρώπους από τους οποίους εκπροσωπείται. Στο βαθμό που μπορεί ο καθένας πρέπει να βοηθάει το συνάνθρωπό του, στο παραμικρό που μπορεί να προσφέρει. Αυτό το μικρό που νομίζεις ότι δεν έχει αξία, για κάποιον μπορεί να είναι θησαυρός. Το χειρότερο, λοιπόν, είναι να μην νοιαζόμαστε ο ένας για τον άλλον, γιατί αν νοιαζόμασταν δεν θα είχαμε φτάσει σε αυτό το σημείο τώρα.
– Εν όψει εκλογών, ποιες είναι οι πολιτικές συγκυρίες που θα έπρεπε να αλλάξουν;
Εγώ δεν πιστεύω ότι θα γίνει κάποια σπουδαία αλλαγή. Θεωρώ ότι οι κοινωνίες δεν αλλάζουν έτσι απλά. Αλλάζουν από κάτω προς τα πάνω και όχι το αντίθετο. Περιμένουμε μία ψήφο για να αλλάξουμε τα “πάνω”, ενώ δεν αλλάζουμε οι ίδιοι. Αυτό δεν γίνεται. Ο κόσμος πρέπει να εκπολιτιστεί επί της ουσίας και να αποκτήσει παιδεία. Η παιδεία δεν είναι η μόρφωση, γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι είναι μορφωμένοι, αλλά δεν έχουν παιδεία. Κανονικά θα έπρεπε τα θέατρα να γεμίζουν και οι κινηματογράφοι να μην απειλούνται. Ευτυχώς, οι άνθρωποι έχουν μία αγάπη για τη μουσική και στηρίζει τους μουσικούς. Οι άνθρωποι πρέπει να αλλάξουν πρώτα αυτοί και μετά να αλλάξουν οι από “πάνω”. Δεν πρέπει να περιμένουν μεγάλες εκπλήξεις, ούτε από το πολιτικό αποτέλεσμα, ούτε από το αποτέλεσμα των εκλογών. Το αποτέλεσμα των εκλογών θα είναι ένα σκιαγράφημα της κοινωνίας πάλι.
– Εσύ ως πολίτης, πώς νιώθεις στην Ελλάδα του σήμερα;
Νιώθω ότι αν δεν προασπίσω εγώ τον εαυτό μου, δεν θα το κάνει κανένας για εμένα. Αυτό είναι πολύ λάθος. Μπορεί να είμαι από τους ευλογημένους ανθρώπους, που έχουν μία καλή ζωή. Ωστόσο, υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν γεννηθεί σε μία οικογένεια με οικονομική άνεση και υποφέρουν. Είναι πολύ άδικο να υποφέρει ένας άνθρωπος αυτή τη στιγμή, γιατί η κοινωνία δεν τον βοηθάει να υπάρξει. Το νοσοκομείο απαιτεί κάποιον γνωστό για να λάβεις άμεσα περίθαλψη και η καλή εκπαίδευση απαιτεί χρήματα από τους γονείς. Είναι, κρίμα γιατί δεν αντικατοπτρίζεται ο πολιτισμός που έχει η Ελλάδα με το σήμερα. Θα έπρεπε οι άνθρωποι να μπορούν να είναι άξιοι απόγονοι των προγόνων μας. Εννοείται ότι δεν είναι όλοι έτσι, απλά μιλάω για τον μέσο όρο.
– Όσον αφορά το θέατρο πρέπει να αλλάξει κάτι στον τρόπο που γίνονται οι ίδιες οι παραστάσεις; Θα έπρεπε να είναι κάποιο άλλο το περιεχόμενο στα έργα;
Όχι, η τέχνη ως τέχνη πρέπει να είναι ανοιχτή. Ο καθένας που μπορεί και θέλει να υποστηρίξει μία παράσταση, όποια και αν είναι αυτή, πρέπει να μπορεί να την κάνει. Μία παράσταση θα πρέπει να είναι ανοιχτή στην κριτική, γιατί φτάνουμε και στο άλλο άκρο πολλές φορές. Μία εκκεντρική παρουσίαση θα επιφέρει και κριτική, η οποία μπορεί να μην είναι και επιθυμητή μερικές φορές. Θα έπρεπε να είναι, όμως. Ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, απλά πρέπει να είναι ανοιχτός στην κριτική που θα πραγματοποιηθεί μετά. Ο κόσμος είναι αυτός που θα επιλέξει στο τέλος. Δεν μπορεί να βάζει κάποιος στεγανά στην τέχνη. Η τέχνη από μόνη της επιτρέπει τα πάντα σε ένα πλαίσιο ηθικής. Αναφορικά με τις συνθήκες εργασίας, νομίζω ότι τα πράγματα πάνε όλο και καλύτερα. Ειδικά με το πλαίσιο που έχει ξεκινήσει τελευταία 2 χρόνια. Είμαστε πολύ συνειδητοποιημένοι πια και έχουμε αποκτήσει ένα καλώς εννοούμενο συνδικαλισμό μεταξύ μας. Είμαστε ανοιχτοί να κατονομάσουμε πράγματα, έτσι ώστε να αποτρέψουμε να ξανασυμβούν.
– Εκτός από το θέατρο, ποια τέχνη σε ελκύει;
Ο κινηματογράφος, που ίσως με ελκύει πιο πολύ και από το θέατρο. Το θέατρο είναι ζωντανός οργανισμός και χρειάζεται παλμό, ώστε να υπάρχει αλληλεπίδραση με το κοινό. Στο θέατρο, μπορεί να χάσεις τον θεατή. Παρόλα αυτά, είναι μία συνθήκη που έχει έναν πεπερασμένο χρόνο ζώης. Η επίδραση μιας ταινίας στον κινηματογράφο είναι αρμοδιότητα του σκηνοθέτη. Η ταινία δημιουργείται και μετά μένει για πάντα. Πρόκειται για δύο τεχνες που είναι και οι δύο ύψιστες. Δεν μπορώ να τις ξεχωρίσω, ούτε να βάλω τη μία πιο ψηλά από την άλλη. Όσο αγαπάω τον κινηματογράφο, τόσο αγαπάω και το θέατρο.
– Τι είναι αυτό από το οποίο αντλείς χαρά στην καθημερινότητά σου;
Παίρνω χαρά από τα πολύ πολύ μικρά πράγματα, όπως είναι το να παίξω τένις το οποίο είναι στη ζωή μου την τελευταία χρόνια. Μία ωραία παράσταση στο θέατρο ή μία ταινία στον κινηματογράφο ή μία συναυλία, επίσης με γεμίζουν. Επιλέγω να βρίσκω πολύ μικρές στιγμές που θα μου δώσουν χαρά. Πρέπει να θρέψεις την ψυχή σου για να αντέξεις όλο αυτό το πράγμα και τη δυσκολία. Ο ηθοποιός ανοίγει τη ψυχή του και προσπαθεί κάθε μέρα να δώσει σάρκα και οστά σε ένα ρολό, ο οποίος πρέπει να είναι υπαρκτός. Ο θεατής πρέπει να βλέπει από κάτω έναν άνθρωπο που πονάει, που χαίρεται, που πάλλεται και είναι αληθινός. Ψάχνεις τα εσώψυχά σου και είναι το σημείο το οποίο θα μπορεί να μεταδοθεί στον από κάτω και να το εισπράξει. Αυτό θέλει θυσία και η τροφοδοσία του, ώστε να το ξαναδώσεις. Αυτό προσπαθώ να κάνω, να τροφοδοτούμαι για να τροφοδοτώ. Αν περιμένει κάποιος τις μεγάλες στιγμές ευτυχίας, δεν ξέρω αν υπάρχουν. Η καθημερινότητα όμως μπορεί να γίνει πολύ ενδιαφέρουσα.
– Πώς θα περιέγραφες τον εαυτό σου σήμερα;
Νομίζω ότι είμαι από τη φύση μου αισιόδοξη και πολυδιάστατη. Εμμένω σε ένα ρομαντισμό, ίσως και βλακωδώς, αλλά έχω αυτές τις ρομαντικές τάσεις που δεν ταιριάζουν με την εποχή.
– Τι σημαίνει “Θερισμός” για εσένα;
Θα χρησιμοποιήσω μία φράση από το έργο, η οποία μπορεί να ακουστεί βαριά αλλά δεν είναι: “Γιατί δεν έρχεται ο θάνατος για να μας θερίσει όλους;”. Δεν εννοεί να μπει θανατικό και να πεθάνουμε όλοι, αλλά να έρθει η κάθαρση. Αυτό εννοεί, να καθαρίσουμε τις ψυχές μας. Θερισμός σημαίνει να πάμε για κάτι καθαρότερο και φωτεινότερο από εδώ και μπρος. Πιστεύω ότι αυτό το πετυχαίνει και η παράσταση.
Ο « Θερισμός » συνεχίζεται μέχρι την Τρίτη 30 Μαΐου, κάθε Δευτέρα και Τρίτη, στο Θέατρο 104 .
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Συγγραφέας: Δημήτρης Δημητριάδης
Σκηνοθεσία: Γρηγόρης Καραντινάκης
Σκηνικά-Κοστούμια: Γρηγόρης Καραντινάκης
Μουσική: Παύλος Παυλίδης
Κινησιολογία: Γιάννα Μελλά
Φωτισμοί: Χρήστος Τσαμπάς
Φωτογραφίες : Bill Patrick
Κατασκευή κοστουμιών: Atelier Τσιούνη
Παίζουν: Βίβιαν Κοντομάρη, Γιάννης Σιαμσιάρης, Έλενα Μαρσίδου, Κωνσταντίνος Πασσάς, Ηρώ Κισσανδράκη