Το ελληνικό σινεμά είδαμε πως είχε την τιμητική του στο φετινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης. Μία από τις ταινίες που ξεχωρίσαμε σε ένα ομολογουμένως πλούσιο πρόγραμμα σε σύγκριση με τις προηγούμενες χρονιές ήταν η “Μονοκατοικία” του Ιωακείμ Μυλωνά. Συναντήσαμε τον σκηνοθέτη και συζητήσαμε για το νέο του έργο, τις προεκτάσεις του, τη σχέση του με τον Γιάννη Οικονομίδη, τον θαυμασμό του για τον Ταραντίνο και το μέλλον του ελληνικού κινηματογράφου.

– Μιλήστε μας για τη διαδρομή σας μέχρι την “Μονοκατοκία”.
Σπούδασα Επικοινωνία και Κινηματογράφο στην Αγγλία με μεταπτυχιακό στη σκηνοθεσία. Στα πλαίσια των σπουδών μου σκηνοθέτησα μικρού μήκους ταινίες οι οποίες έκαναν μια πετυχημένη πορεία σε φεστιβάλ με αρκετές διακρίσεις και βραβεία. Με το τέλος των σπουδών μου έκανα και την πρώτη επιχορηγημένη μικρού μήκους, το “pharmakon” με την οποία συμμετείχα στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας καθώς και σε αρκετά άλλα διεθνή και εθνικά φεστιβάλ. Ακολούθως έκανα ακόμα τρεις μικρού οι οποίες έτυχαν πολύ καλής φεστιβαλικής πορείας. Το 2011 ανέλαβα την καλλιτεχνική διεύθυνση του Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Κύπρου μαζί με τη συνάδελφο Αλεξία Ρόιτερ. Το συγκεκριμένο ήταν ένα καινούργιο προϊόν το οποίο έπρεπε να στηθεί από το μηδέν και αφιέρωσα πάρα πολύ προσωπικό χρόνο για να καταφέρουμε να το διαμορφώσουμε και να το φτάσουμε αυτή τη στιγμή να είναι μέσα στα φεστιβάλ της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Μπορώ να πω ότι η παρακολούθηση χιλιάδων ταινιών μικρού μήκους όλα αυτά τα χρόνια είναι ακόμα μια μορφή σπουδών για εμένα. Φυσικά όλο αυτό το διάστημα πάντα υπήρχε η επιθυμία για τη μεγάλου μήκους μέχρι τη στιγμή που ο Γιάννης Οικονομίδης μου έδωσε το βιβλίο “ Η ΜΟΝΟΚΑΤΟΙΚΙΑ” του Δημήτρη Μητσοτάκη. Θυμάμαι ότι το διάβασα σε ένα βράδυ και το έδωσα την άλλη μέρα και στη γυναίκα μου. Επίσης θυμάμαι να βλέπω εικόνες ενώ το διάβαζα όπου όταν ήρθε η ώρα να κάνουμε γυρίσματα, κάποιες έχουν γυριστεί ακριβώς όπως τις είχα τότε φανταστεί. Βρεθήκαμε με τον Δημήτρη στην Αθήνα και απ’ εκεί ξεκίνησε μια όμορφη φιλία. Οι Αργοναύτες του Πάνου Παπαχατζή και ο Οικονομίδης ανέλαβαν την παραγωγή και ξεκινήσαμε με το Δημήτρη τη συγγραφή του σεναρίου. Μέχρι το γύρισμα είχαμε φτάσει 11 εκδόσεις του σεναρίου. Η πανδημία μας πήγε λίγο χρονικά πίσω αλλά εκεί που προκύπτει ένα πρόβλημα, πάντα υπάρχει και μια ευκαιρία. Στη διάρκεια της πανδημίας η ιδέα ωρίμασε και βρέθηκαν δημιουργικές λύσεις σε πραγματικά προβλήματα με μια άνεση χρόνου.

– Πώς βιώνει σε επίπεδο ψυχολογικών μεταπτώσεων ο πρωταγωνιστής τις διαδοχικές αλλαγές μέσα σε ένα κλειστό χώρο;
Ο πρωταγωνιστής μετατρέπεται πολύ γρήγορα από θύτης σε θύμα. Βρίσκεται αντιμέτωπος με παιχνίδια εξουσίας τα οποία μεταλλάσσονται διαρκώς. Μεταπτώσεις στη ψυχολογία του είναι διαδοχικές σε όλη την ταινία με μικρές στιγμές όπου υπάρχει μια μικρή ελπίδα απόδρασης. Αυτές οι εναλλαγές τον εξαντλούν στο τέλος και απλά αποδέχεται τη μοίρα του.

– Μέσα από το έργο σας εκφράζεται ποικιλόμορφα η ΒΙΑ. Θεωρείτε ότι ζούμε σε έναν κόσμο που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο το μίσος έχει επικρατήσει;
Νομίζω ότι αρκεί κάποιος να παρακολουθήσει τον όγκο πληροφορίας που δέχεται κάθε μέρα και σε ποιο ποσοστό η βία είναι το κυρίαρχο θέμα. Και δεν μιλάω μόνο για την φυσική βία αλλά πολύ περισσότερο για την ψυχολογική. Δυστυχώς το μίσος καλλιεργείται συστηματικά και από πολύ νωρίς στη ζωή μας και δεν βλέπω να υπάρχει αντίδοτο. Φυσικά υπάρχουν διάσπαρτες πράξεις καλοσύνης αλλά φροντίζουμε ως κοινωνία να τις φωτίζουμε πολύ λίγο αφού θεωρούμε ότι δεν πουλάνε.

– Αγγίζετε μείζονα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα: υπόγειες σχέσεις εξουσίας, δηλητηριασμένα ΜΜΕ, Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, εθνικισμός. Γενικά πώς βλέπετε την κατάσταση;
Αυτά όχι μόνο σχολιάζονται αλλά και καυτηριάζονται στο βιβλίο του Δημήτρη Μητσοτάκη. Είναι κάτι το οποίο συμφωνώ και προσπάθησα να το αναδείξω μέσα στην ταινία όπως βέβαια και το μαύρο χιούμορ του βιβλίου. Η κατάσταση στον Ελληνικό χώρο είναι προβληματική και εγώ ως δημιουργός καταγράφω την πραγματικότητα που ζω. Πέραν των παραπάνω που αναφέρονται στην ερώτηση, η ταινία σχολιάζει επίσης την τοξική αρρενωπότητα ,τον σεξισμό, τη θέση της γυναίκας καθώς και την υποκρισία που υπάρχουν ακόμα στην ελληνική κοινωνία. Άλλωστε, έχω την Ελληνική υπηκοότητα λόγω της μητέρας μου, έχω σπίτι στην Αθήνα και περνάω μεγάλα διαστήματα στην Ελλάδα οπότε ζω και βιώνω καταστάσεις. Βέβαια, μέσα στα πλαίσια της μυθοπλασίας που φτιάχνουμε, ορισμένα στοιχεία και καταστάσεις τις υπερθεματίζουμε λίγο πατώντας σε στερεότυπα και μοτίβα τα οποία ο θεατής μπορεί γρήγορα να αποκωδικοποιήσει (λόγω βιωμάτων) ενισχύοντας έτσι την εμπειρία θέασης της ταινίας, τουλάχιστον αυτή είναι η δική μου φιλοδοξία.

Μονοκατοικία

– Σχεδιάζετε κάτι νέο αυτή την εποχή;
Σίγουρα υπάρχει μια ιδέα η οποία ελπίζω ότι σιγά σιγά θα ξεκινήσει να ετοιμάζεται. Αυτή τη στιγμή η προσπάθειές μου εστιάζονται στην υποστήριξη του παρόντος προϊόντος το οποίο και χαίρομαι γιατί είναι κάτι το οποίο νιώθω περήφανος για το τελικό αποτέλεσμα.

– Πόσο σας έχει επηρεάσει το σινεμά του Γιάννη Οικονομίδη;
Το σινεμά του Οικονομίδη νομίζω έχει επηρεάσει όλο το σύγχρονο ελληνικό σινεμά. Αυτό που έχω όμως μάθει από τον Γιάννη, μέσα και από μια προσωπική φιλία, είναι η τόλμη να πεις αυτό που θέλεις, με τον τρόπο που θέλεις. Φτιάχνω μια ταινία η οποία πρώτα πρέπει να αρέσει σε εμένα, να την ευχαριστιέμαι τόσο όταν την φτιάχνω όσο και όταν θα τη βλέπω με κοινό. Θυμάμαι πολύ έντονα ακόμα, πίσω το 2006, όταν είδα τη “Ψυχή στο Στόμα”. Αμέσως μετά το τέλος της προβολής έψαξα το τηλέφωνο του και τον πήρα να του πω συγχαρητήρια. Είχα δει κάτι το οποίο ήταν εμπειρία. Αυτό είναι κάτι που ακολουθώ κι εγώ σε όλη μου τη φιλμογραφία, η ταινία να είναι μια εμπειρία. Σίγουρα δεν μπορεί ένα προϊόν τέχνης να αρέσει σε όλους αλλά, αν καταφέρει να αφήσει κάτι στον θεατή τότε νομίζω έχει πετύχει.

– Φυσικά θα σας έχουν ξαναπεί πως το “ξεκαθάρισμα” θυμίζει τον τεράστιο Κουεντίν Ταραντίνο. Τι θα λέγατε σχετικά;
Αυτό το σχόλιο με κολακεύει. Σίγουρα ο Ταραντίνο είναι αγαπημένος σκηνοθέτης. Γενικά μου αρέσει ο αμερικάνικος κινηματογράφος, τόσο ο ανεξάρτητος όσο και το Χόλυγουντ. Ζηλεύω το επίπεδο παραγωγής και την οργάνωση. Σίγουρα κι εκεί υπάρχουν παθογένειες αλλά οι συνθήκες δημιουργίας είναι σε άλλα επίπεδα και πολύ βασικό είναι η αναγνώριση και προώθηση ταλαντούχων ανθρώπων. Να επανέλθω στον Ταραντίνο και να πω ότι λατρεύω το σινεμά που κάνει και σίγουρα έχει επηρεάσει την αισθητική μου. Ο τρόπος που αποδίδει τη βία είναι για μένα υποδειγματικός καθώς και η αγάπη που δείχνει στους χαρακτήρες του.

– Πώς είδατε το Φεστιβάλ και ένα μικρό σχόλιο για το ελληνικό Τμήμα και την πορεία του ελληνικού σινεμά.
Το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το είχα επισκεφθεί τελευταία φορά το 2006. Πλέον το 2023 είναι ένα άλλο προϊόν. Η ατμόσφαιρα είναι διαφορετική, φρέσκα, νεανική, δημιουργική. Όλα τα τμήματα είναι αξιόλογα και με όμορφη υποστήριξη στα θέματα της προβολής και επικοινωνίας. Μου αρέσει το ότι οι Ελληνικές ταινίες είναι αρκετά ετερόκλητες. Διάφορες θεματικές και αισθητικές προσεγγίσεις οι οποίες συνθέτουν ένα αισιόδοξο μπουκέτο. Σίγουρα η πορεία του ελληνικού σινεμά τα τελευταία περίπου δεκαπέντε χρόνια είναι αξιοσημείωτη και πολύ πετυχημένη σε διεθνές επίπεδο. Αυτό μπορώ να το πω και με την ιδιότητα του καλλιτεχνικού διευθυντή ενός φεστιβάλ, όπου παρακολουθώ τη νέα γενιά δημιουργών από τα πρώτα τους βήματα μέχρι την μεταπήδηση τους στις μεγάλου μήκους. Δεν είναι τυχαίο ότι στο εξωτερικό πάντα ψάχνουν συστηματικά να δουν τι παράγεται στη χώρα και στα προγράμματα τους εντάσσουν ελληνικές ταινίες. Το ταλέντο υπάρχει, ας φροντίσουμε να τους παρακολουθούμε και να τους στηρίζουμε.

Μονοκατοικία