Ο Δημήτρης εμφανίστηκε ένα μεσημέρι, όπως εμφανίζονται οι ήχοι σε έναν χαλασμένο ραδιοφωνικό δέκτη — ξαφνικά, θολά, και με έναν περίεργο ηλεκτρισμό που δεν ξέρεις αν σε καθησυχάζει ή σε απειλεί. Μαζί του και ο Πολύδωρος, σαν συντονισμένοι δίδυμοι πομποί ενός παράξενου συχνοτικού σήματος, που άκουγε στο όνομα ILIOS. Τους είχα ψάξει, αν θυμάμαι καλά, γιατί μου είχε μιλήσει γι΄αυτούς ο Γιάννης Πετρακόγιαννης (γνωστός και ως Nesfindonimus) μια φιγούρα ανάμεσα σε σαμάνο και ταχυδρόμο του Βορρά, συχνός ένοικος των σκοτεινών υπογείων gigs του (πρώτου) “Λωτού” στη Θεσσαλονίκη.

Μου είχε πει για ένα συγκρότημα που έμοιαζε, λέει, με τους Dead Can Dance, στο ιεροτελεστικό, τελετουργικό, σχεδόν αποκαλυπτικό. Μα το demo που έφερe o ILIOS πάνω στο τραπέζι της Elfish ήταν κάτι άλλο. Κάτι αλλοπρόσαλλο, παιδικό, σχεδόν επικίνδυνα αθώο. Μια βόλτα στην ψυχεδέλεια των Residents, με μάσκες, πλαστικά παιχνίδια και χαλασμένες μελωδίες που ακροβατούσαν στο όριο μεταξύ παραφροσύνης και ελευθερίας. Ήταν ξεκάθαρο: οι Dead Can Dance ήταν το πρόσχημα. Οι Residents, η αποκάλυψη.

Βέβαια, όταν αργότερα κυκλοφορήσαμε στην Elfish τον πρώτο τους δίσκο… ε, δεν θύμιζε ούτε τους μεν, ούτε τους δε. Ή μήπως θύμιζε και τους δύο; Μπορεί απλώς ο ILIOS να ήθελε να μη θυμίζει τίποτα, πέρα από τον εαυτό του — μια δισκογραφική πράξη σαν ηχητικό πείραμα μέσα σ’ ένα γκρίζο χαρτόνι, ένα εξώφυλλο χωρίς καθόλου αέρα. To Eurovision / Otravision ήταν η δέκατη κυκλοφορία της Elfish και βγήκε στα ράφια των δισκοπωλείων, για να αποκτήσει λίγο αέρα, το 1993.

Όλα αυτά τα θυμάμαι καθαρά. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζω.
Ίσως τα επινόησα όλα τώρα, για να σε κάνω να συνεχίσεις να διαβάζεις…

Η Φαρμακοδυναμική = Pharmacodynamics , που κυκλοφόρησε το 1994 σε CD από την Elfish, ήταν η δεύτερη δισκογραφική απόπειρα του ILIOS, και ταυτόχρονα ένα ακόμα «γύρισμα του κουμπιού» σε μια διαδρομή που έκτοτε δεν σταμάτησε να αυτοϋπονομεύεται. Ο Δημήτρης Καρυοφύλλης δεν αυτοπροσδιορίζεται ως συνθέτης, ούτε έχει πρόθεση να χαράξει κάποια “καριέρα”. Μεγάλωσε στην Καλλιθέα του ’70, με τον ήχο του Ξενάκη από τον τετρακάναλο ενισχυτή του θείου του να διαστρέφεται, εν αγνοία του… Kαι ίσως εκεί να μπήκαν οι πρώτες ψηφίδες αυτής της ακουστικής παρέκκλισης.

Το ILIOS ξεκίνησε ως ένα ηχητικό πείραμα με θεατρικές αποχρώσεις, πέρασε από την παραμόρφωση της ποπ στα drones, και από τον ήχο των ζώων και του ανέμου στις ηλεκτρομαγνητικές εκρήξεις της πόλης. Σταδιακά, το «εγκεφαλικό» έδωσε τη θέση του στο «σωματικό», η έννοια της ηχητικής ταυτότητας καταργήθηκε, και η επιθυμία του ίδιου να μένει μακριά από σταθερές αφηγήσεις έγινε στάση ζωής. Πάνω από 400 εμφανίσεις σε 35 χώρες, συνεργασίες με χορογράφους, θεατρικούς σκηνοθέτες, κινηματογραφιστές, ηχητικές επιμέλειες σε ριζοσπαστικά πρότζεκτ όπως το Electrograph, και η δική του δισκογραφική Antifrost — όλα αυτά συγκροτούν μια “αντι-καριέρα”, μια δαιδαλώδη πορεία όπου κάθε βήμα αρνείται το προηγούμενο.

Ο ήχος του στοχεύει στην ακρόαση, αλλά και στη μάχη με τον χώρο, με το σώμα, με τον χρόνο. Συχνά αναπαριστά τη βία, αλλά τις περισσότερες φορές, τη γεννά. Και επίσης, δεν θέλει να θυμίζει την ιστορία, θέλει να την αποδομεί. Και αν όλο αυτό ακούγεται υπερβολικό, αρκεί να σταθείς μπροστά του για να καταλάβεις ότι δεν είναι καθόλου.

ILIOS
Φωτ.: © Γιάννης Παπαϊωάννου / OLAFAQ

Με αφορμή λοιπόν τη συμμετοχή του ILIOS στο φετινό Ametric Festival — ένα φεστιβάλ που επιμένει να ακούει εκεί που οι άλλοι μιλούν, και να ανασκαλεύει συχνότητες κάτω από την επιφάνεια του πολιτισμικού θορύβου — συναντηθήκαμε με τον Δημήτρη για να μιλήσουμε για όλα: για τις δονήσεις που μας κρατούν ζωντανούς, για τις λέξεις που περισσεύουν, και για τη σιωπή που πάντα προηγείται μιας έκρηξης.

LINE

– Θυμάσαι το πρώτο σου άκουσμα που σε έκανε να στραφείς όχι προς τη μουσική, αλλά προς τον ήχο; Ποια ήταν η στιγμή που κατάλαβες ότι δεν σε ενδιαφέρει η αρμονία αλλά η παρεμβολή;
Αν κάτι μου τράβηξε την προσοχή, αυτό ίσως να ήταν οι ταλαντώσεις του αέρα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου όταν ανοίγει μόνο ένα παράθυρο, και ο ήχος από τα πολλά τζιτζίκια στο πευκόδασος. Αλλά τότε ήμουν μικρό παιδί και δεν είχα καν ιδέα ότι θα ασχοληθώ με τον ήχο ή την μουσική ή όπως θες πες το, ήταν όμως σημαντικά. Αν όμως εννοούμε μουσικό άκουσμα δεν μπορώ να πώ ότι επηρεάστηκα από κάποιον/α sound artist, ώστε να αμφισβητήσω την αρμονία ή να επικυρώσω ότι αυτό που κάνω είναι παρεμβολή, όλο αυτό που περιγραφεις, ήρθε οργανικά.

Αν είναι να εξηγήσω όμως το πώς με έφερε εδώ ο δρόμος και αν όντως υπήρχε μια στροφή ή πολλές, όλο αυτό ξεκίνησε σαν παιχνίδι (θα μπορούσα να πω και έρευνα αλλά ακούγεται πομπώδες). Η διαδρομή, λοιπόν, ήταν η εξής: Μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον με ποπ μουσική – αξίζει να πω όμως ότι στην Καλλιθέα του ’70 – ’80 ο θείος μου άκουγε Ιάννη Ξενάκη, Γιάννη Χρήστου και Stockhausen και μάλιστα τα άκουγε και πειραγμένα χωρίς να το ξέρει, είχε 4κάναλο ενισχυτή με faders τα οποία από άγνοια του τα κούναγε όλη την ώρα με αποτέλεσμα ξαφνικά να ακούγεται ο δίσκος όλο δεξιά ή μόνο πρίμα ή μόνο μπάσα, κ.ο.κ.  Στα 15 μου όμως δεν μπορούσα να καταλάβω την αξία του Ξενάκη, αλλά άρχισε να με ενδιαφέρει πως παραμορφώνεται η ποπ που άκουγα, και εδώ κάπου είναι που οι Residents έπαιξαν έναν ρόλο. Η όλη υπόθεση όμως δεν ήταν να κοπιάρω κάτι που βρήκα ενδιαφέρον παρόλο που στα πρώτα βήματα, το ILIOS είχε και θεατρικά στοιχεία στις performance και υπήρχε ένα φλερτ με τα ακούσματα της εποχής. Αν μπορούσα να παραλληλίσω την εξελικτική πορεία με κάποια διαδικασία, αυτή θα ήταν με τις φωτοτυπίες: όταν κάθε φορά η νέα φωτοτυπία βασίζεται στην προηγούμενη της, τότε μετά από κάποιες φορές το αποτέλεμα δεν έχει καμία σχέση με το πρωτότυπο. Ένας άλλος τρόπος να το δει κάποιος έχει να κάνει με τα διαφορετικά στάδια μιας διαδικασίας, όπου το κάθε στάδιο είναι μια νέα εκδοχή – συνήθως βασισμένη στην αποδόμηση – ένα κουμπί σαν αυτά της κουζίνας, που σε κάθε γύρισμα αλλάζει πολύπλευρα την προηγούμενη κατάσταση. Σκέφτηκα λοιπόν να κάνω ένα ποπ δίσκο με ήδη την πρώτη φωτοτυπία ή το πρώτο γύρισμα στο κουμπί να βγαίνει κάτι παραμορφωμένο (συνέβαλε σε αυτό και η περιορισμένη  μουσική μου παιδεία – όχι από ακούσματα, σε αυτά ήμουν πολύ ΟΚ – αλλά από ακαδημαϊκή άποψη). Η πρώτη πλευρά του πρώτου μου δίσκου (το 1992 στην Elfish)  Eurovision περιλάμβανε παραμορφωμένα “ποπ” κομμάτια. Η δεύτερη πλευρά όμως του ίδιου δίσκου, Otravision – δεν περίμενα καν τον επόμενο μου δίσκο – είναι ένα μεγάλο κλικ, ένα γύρισμα στο κουμπί που ισοπεδώνει ότι ακούσαμε στην πρώτη, ένα μακρόσυρτο drone κάπως. Τα έργα συνεχίστηκαν και τα κλικς ήταν ακόμα πιο μεγάλα και πλέον ο ήχος βασίστηκε σε μηχανές, στο περιβάλλον, σε έντομα και ζώα, σε καιρικά φαινόμενα, σε ανθρώπινες κατασκευές, στο θόρυβο της πόλης, κάπως έτσι λοιπόν – αν είναι κατανοητό- γίνεται η διαδρομή μέχρι τώρα. Σε αυτή τη διαδρομή επίσης τα αρχικά πειράματα ήταν εγκεφαλικά ως επι το πλείστον, σιγά σιγά όμως γίνανε φυσικά και οργανικά και οι ιδέες πέρασαν σε ένα δεύτερο πλάνο, διότι ο ήχος είναι κάτι πολύ οργανικό, σωματικό, φυσικό – αποτελούμαστε από δονήσεις έτσι κι αλλιώς – οπότε ίσως να θεωρώ πλέον και τα πιο πολλά εγκεφαλικά πρότζεκτ αδιάφορα και εξυπνακίστικα κατά κάποιο τρόπο. Και ο ήχος που έχει μια φυσικότητα όμως μπορεί εύκολα να γίνει προϊόν, και υπάρχουν καλλιτέχνες που ασχολούνται μόνο με μια διάσταση της φυσικότητας του ήχου για λόγους ταυτότητας και καλλιτεχνικής καριέρας ή για να αποδωθεί μία επιστημονική διάσταση στο καλλιτεχνικό δημιούργημα. Εμένα με ενδιαφέρει πως κάτι το φυσικό και ζωώδες μπορεί να δημιουργήσει – ή να συνυπάρξει με το – δράμα και όχι αυτόνομα σαν πείραμα. Είναι αυτή η συνύπαρξη ή αυτό το νέο δημιούργημα, με αυτά τα στοιχεία, που μπορεί να ικανοποιήσει τα στάνταρντ μου στην τέχνη του ήχου.

– Από το Electrograph στην Μπιενάλε Αθηνών, υπήρξες επιμελητής σε ορισμένες από τις πιο ριζοσπαστικές ηχητικές διοργανώσεις. Τι σου δίνει η επιμέλεια που δεν σου δίνει η σύνθεση;
Αν με ρωτήσεις τι είμαι δεν θα απαντήσω μουσικοσυνθέτης (αν και παλιά είχα ΑΦΜ με αυτό τον τίτλο) γιατί η σύνθεση είναι ένα μέρος των δραστηριοτήτων μου και όχι το τέλος ή η αρχή. Η επιμέλεια μου δίνει την αυταπάτη (;) ότι δεν προβάλω τον εαυτό μου μόνο αλλά παρουσιάζω ενδιαφέροντες προτάσεις για τον ήχο από διαφορετικές πηγές. Και το Electrograph στην Αθήνα, και το SDR στην Ισπανία, και άλλες διοργανώσεις στην Νότια Αμερική αλλά και η Μπιενάλε στηρίχτηκαν στο να δείξουν – τουλάχιστον στην εποχή τους – κάτι καινοτόμο και με ρηξικέλευθο τρόπο κιόλας. Σίγουρα μπορεί να θεωρηθεί μια πολιτική κίνηση κατά κάποιο τρόπο, αλλά αυτό ανοίγει άλλη συζήτηση. Το κοινό που έχουν η σύνθεση και η επιμέλεια είναι ότι ως ένα βαθμό – όπως τα ονόμασες – για μένα είναι ριζοσπαστικά και τα δύο στην βάση τους. Έτσι κι αλλιώς συνδέονται σε ένα πολύγωνο όπου εκτός από την σύνθεση και την επιμέλεια, υπάρχει και η καλλιτεχνική ζωντανή δράση, ή έκδοση έργων, το ντιζάιν, η εικόνα και όλες οι υποστηρικτικές εργασίες για να γίνονται όλα αυτά πραγματικότητα.

ILIOS
Φωτ.: © Γιάννης Παπαϊωάννου / OLAFAQ

– Πάνω από 400 εμφανίσεις σε 35 χώρες. Πώς έχει αλλάξει η σωματική εμπειρία της performance για σένα; Ποια είναι η σχέση του ήχου με την αντοχή του σώματος;
Όλες οι μουσικές είναι εν δυνάμει παγκόσμιες, αλλά αυτό είναι ντε φάκτο για τις πιο πειραματικές μορφές ή την τέχνη του ήχου, εκεί δεν υπάρχουν γλωσσικοί ή άλλοι περιορισμοί. Αν σε αυτή την ελευθερία που έχει ο ήχος προσδώσεις ή ενισχύσεις την σωματική του διάσταση τότε περνάς από το στάδιο της απλής ακρόασης ή της ψυχαγωγίας σε κάτι πιο έντονο και σίγουρα όχι εγκεφαλικό, ενίοτε δημιουργείς ένα τέρας (ακούγεται άσχημο αυτό, αλλά δεν είναι) που πρέπει να χαλιναγωγήσεις live, ή τέλος πάντων δημιουργείς μια μάχη, με τον ακουστικό, αρχιτεκτονικό χώρο και τα σώματα που αντιδρούν στις συχνότητες του ήχου. Το σώμα αντέχει πολλά, αλλά πρέπει να μάθεις και τις δοσολογίες για να αποφύγεις ζημιές, όλο το χαμηλό φάσμα του ήχου είναι πολύ δυνατό όσο αναφορά τις δονήσεις και τους κραδασμούς και μέχρι ένα βαθμό είναι και ένα κουκούλι ασφαλείας, πολύς κόσμος ευχαριστεί το ηχητικό μασάζ που δέχτηκε μετά από μια συναυλία δεν ισχύει όμως το ίδιο και με τις υψηλές συχνότητες ειδικά αν το ηλεκτρικό σήμα που τις παράγει δεν εκτονώνεται σαν ταλάντωση, εκεί το σώμα ίσως να μην υποφέρει, αλλά τα αυτιά σίγουρα. Ο ίδιος ο άνθρωπος είναι δόνηση. Το πως εκλαμβάνουμε τις δονήσεις είναι μέσω μηχανοϋποδοχέων στο δέρμα (ιδίως στα άκρα των δακτύλων και στα πέλματα) αλλά και άλλων σε μικρότερη αφθονία σε συνδέσμους, αρθρώσεις, αιμοφόρα αγγεία και όργανα. Η ευαισθησία στις δονήσεις είναι ενσωματωμένη στο σώμα και τον εγκέφαλο μας. Κάποιες δονήσεις ανιχνεύονται συνειδητά, άλλες όμως, χαμηλής έντασης ή συχνοτικά πέρα από το κατώφλι της ακοής (υπόηχοι) φτάνουν στον εγκέφαλο, μπορεί να μην της ακούμε αλλά τις νιώθουμε. Για να γυρίσω όμως στο πόσο παγκόσμιο συναίσθημα είναι όλο αυτό το κομμάτι του σωματικού ήχου, όντως η απόδειξη του είναι ότι έχει την ίδια αποδοχή (και απόρριψη λόγω φόβου) σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου και σε όλες τις κουλτούρες. Οπότε ναι, είναι αρκετές οι παραστάσεις σε χώρες σε όλες τις ηπείρους, χωρίς να είναι κάτι ποπ, δημοφιλές ή προωθημένο καλλιτεχνικό προϊόν. Και φυσικά δεν ταυτίζεται με μια προέλευση, ούτε πρεσβεύει την Ελλάδα – ή την Ισπανία που ζούσα παλαιότερα – άλλωστε δεν υπήρχε και ποτέ οικονομική υποστήριξη για να μπει έστω και έτσι μια ταμπέλα τέτοιου τύπου, και πάλι καλά.

– Με τόσες δουλειές για χορό, κινηματογράφο και θέατρο, πώς λειτουργείς όταν είσαι μέσα σε ένα άλλο δημιουργικό πλαίσιο; Ο ήχος σου υποτάσσεται ή αντιστέκεται;
Είναι αποκλειστικά συνδεδεμένο με τον / τους συνεργάτες μου σε αυτά τα έργα, συνήθως η προσέγγιση από αυτούς γίνεται λόγω του ενδιαφέροντος σε κάτι που έχουν ακούσει οπότε δεν υπάρχει ούτε θέμα υποταγής ούτε αντίστασης. Αν υπάρχει συμφωνία στο πεδίο δράσης όλα πάνε καλά, το δύσκολο πάντα είναι η συνοχή του ήχου με τα υπόλοιπα παραστατικά στοιχεία, γλώσσα ή εικόνες. Επιτυχές αποτέλεσμα είναι όταν τόσο ο ήχος όσο και τα υπόλοιπα αφηγήματα δεν χάνουν το κάθε ένα από τη δύναμη του προς όφελος των υπολοίπων. Aπό την άλλη μεριά οι περιορισμοί και τα πλαίσια αποτελούν καλοδεχούμενη πρόκληση. Φυσικά όταν υπάρχει μια συνθήκη tabula rasa, ή όταν το ηχητικό υλικό δουλεύεται μαζί με το έτερο υλικό, τότε είναι πιο εύκολα και συμπαγή τα έργα.

ILIOS
Φωτ.: © Γιάννης Παπαϊωάννου / OLAFAQ

– Αναφέρεσαι συχνά στο έργο σου ως αντι-καριέρα. Τι σημαίνει αυτό για σένα στην πράξη; Είναι αυτό μια πολιτική δήλωση ή μια ηχητική στρατηγική;
Η αναφορά πάει και πιο μακριά από το έργο μου, έχει γενικά να κάνει με μια προσπάθεια της εξουδετέρωσης του Εγώ, και επίσης είναι και μια στρατηγική προς την ελευθερία χωρίς περιορισμούς παρελθόντος, γεωγραφικούς-εθνικούς ή καλλιτεχνικής μανιέρας. Άλλωστε δεν έχω κάποιο στόχο που πρέπει να πετύχω, προχωράω όπως θέλω, δεν έχω να χάσω κάτι. Δεν παίρνω τον εαυτό μου σοβαρά, αλλά ό,τι κάνω το κάνω με την απαιτούμενη σοβαρότητα και προσοχή. Kαθώς ποτέ δεν ήθελα να ανήκω σε κάποιου είδους ρεύμα, μόδα ή μουσικό ύφος, έχω επιλέξει ένα ασαφές μονοπάτι, του οποίου ούτε το όνομα γνωρίζω, ούτε πού οδηγεί, ούτε και με ενδιαφέρει να έχω την παραμικρή ιδέα γι’ αυτό. Νιώθω ελεύθερος όταν αλλάζω συνεχώς την προσέγγισή μου στον ήχο και όταν δεν ακολουθώ καμία αιτιολογημένη κατεύθυνση. Νιώθω ελεύθερος όταν χάνω τις πεποιθήσεις μου για όσα έχουν επιτευχθεί ή για «επίπεδα» που έχω φτάσει – και ανάλαφρος όταν δεν υπάρχουν άλλες πεποιθήσεις μπροστά μου. Μου φαίνεται πραγματικά μάταιο να προσπαθεί κανείς να βρει «τον δρόμο», γιατί πολύ απλά δεν υπάρχει «δρόμος». Όταν εγκλωβίζεται κανείς σε μια σταθερή κατάσταση, η ελευθερία στη δημιουργία παύει να υπάρχει. Αυτή η στάση – ή καλύτερα η απουσία στάσης – μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί πολιτική θέση ή πράξη. Ισως βέβαια όλο αυτό ακούγεται “too much” αλλά πραγματικά δεν είναι, είμαι σίγουρος όμως ότι πάει αντίθετα στην πλειοψηφία των καλλιτεχνών που προσπαθούν αέναα να «βρουν την γλώσσα τους», να χτίσουν μια καριέρα, αλλά και στην μεγάλη βέβαια πλειοψηφία των millennials και έπειτα που αν δεν προσδιοριστούν ως κάτι, η νεύρωση πάει σύννεφο.

– Πώς διαμορφώθηκε η συνεργασία με τους Mohammad; Ποια είναι η διαφορά μεταξύ του “ILIOS μόνος” και του “ILIOS εντός ενός σχήματος”;
Με τον Νίκο Βελιώτη – άλλα και με τον Coti που φτιάξαμε αρχικά μαζί οι τρεις μας το σχήμα, πριν μείνουμε στην πορεία μόνο ο Νίκος και εγώ – έχουμε μια φιλία που πάει πολλά χρόνια πίσω. Οι Mohammad σχηματιστήκαν μόλις γύρισα στην Ελλάδα και μπορούσαμε πλέον να βρισκόμαστε μαζί ώστε να πραγματοποιήσουμε ένα πρότζεκτ από κοινού. Η συνεργασία είναι εύκολη όταν υπάρχει φιλία και κοινό χιούμορ. Επίσης ο καθένας μας φέρνει κάτι διαφορετικό στο σχήμα και ίσως αυτό είναι που ζητούσαμε ασυναίσθητα. Το “ILIOS εντός ενός σχήματος” φέρνει πολλά από το “ILIOS μόνος”, αν έπρεπε να περιγράψω πάλι με τις αφηρημένες έννοιες μου (φωτοτυπίες και κουμπιά), το “ILIOS μόνος” παραπέμπει σε έναν φυσικό ήχο που όμως εμπεριέχει δράμα, και είναι και μια βάση που δονεί τα υπόλοιπα, ενώ οι Mohammad είναι ένα κλικ του κουμπιού παραπέρα σε κάθε δίσκο του όπου το δράμα παίρνει όλο και μεγαλύτερη θέση από τον σωματικό ήχο, ένα βήμα πιο κοντά στην ποπ, με κάποιο τρόπο εμένα τουλάχιστον με βοηθάει να κλείσω τον κύκλο που άρχισε με την αποδόμηση της ποπ όπου φτάνοντας στις 180 μοίρες του, βρίσκεται ο θόρυβος και ο βαθύς πειραματισμός με τις συχνότητες και στις 360 μοίρες θα έρθει πάλι πίσω η “ποπ”.

– Ζούμε στην εποχή του streaming, του TikTok, της συμπύκνωσης. Εσύ, αντίθετα, επιμένεις στη διάρκεια, στο αναλογικό, στο υλικό. Ποια είναι η πολιτική της επιμονής στην εποχή της διάσπασης;
Έχει να κάνει με την ηλικία και τις φυσιολογικές δυνατότητες  ή επιλογές που σου δίνει αυτή, με την έννοια της συλλογής εμπειριών και καταστάσεων, απλά έχω ζήσει και την εποχή που δεν υπήρχε Ιnternet, ούτε βέβαια social media, αλλά και το τώρα με όλα αυτά που ανέφερες. Θεωρώ την γενιά μας τυχερή ως προς αυτό. Δεν είναι τόσο συνειδητοποιημένη επιλογή ή πολιτική στάση, πιο πολύ έχει να κάνει με την συνοχή, την διάρκεια ανεξαρτήτως τι θα συμβεί σήμερα ή αύριο, δεν σκέφτομαι με όρους “κόντρα στο ρεύμα” ή ηρωισμούς, ρομαντισμούς… Θέλω να πω κοιμάμαι καλά το βράδυ, δεν με αγχώνει ούτε το γεγονός ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα μας καταπιεί συντομότατα μέσα σε ένα υπερρεαλιστικό σκουπιδότοπο.

– Ο ήχος μπορεί να διαγράψει ή να θυμίσει. Πιστεύεις πως ο πειραματικός ήχος έχει κάποιο ιστορικό ή ηθικό καθήκον απέναντι στον ακροατή;
Ίσως αυτό που λέμε πειραματικό ή αβαντγκαρντ να ενσωματώνει την ανάγκη να πιεστούν τα όρια και να σπάσουν κάποιοι κανόνες, ΟΚ αυτό μπορεί και να θεωρηθεί καθήκον με την έννοια ότι ίσως φωτίζεις κάποιες πτυχές που μετά ενδέχεται να αφομοιωθούν και από το mainstream. Όπως όλες οι μορφές τέχνης όμως έτσι και ο πειραματικός ήχος δυστυχώς περιλαμβάνει – ίσως και σε μεγαλύτερο βαθμό μέσα από αυτήν την ελευθερία κινήσεων – πραγματικά αφόρητα βαρετά και αδιάφορα έργα και εξίσου αδιάφορους καλλιτέχνες που θα ήταν καλύτερο να μην τους φορτώναμε και με το βάρος να έχουν κάποιου είδους καθήκον. Όσο για την διαγραφή ή την μνημόνευση, σίγουρα ένα εκκωφαντικό σετ θορύβου (όπως έλεγε και ένας γνωστός μου, “παλιό λαϊκό νοιζ”) είναι ένα δυνατό αντικαπιταλιστικό φάρμακο – αν υπάρχει καπιταλισμός πλέον – μπορείς να λουστείς-εξαγνιστείς-εξορκιστείς μέσα από κάτι τέτοιο. Το ίδιο ισχύει και για μουσικές που ίσως να μην βασίζονται στην μελωδία ή τον ρυθμό αλλά το απόκοσμο τους είναι τέτοιο που να μπορεί να μηδενίσει τις σκέψεις. Αντίστοιχα μια σύνθεση η οποία εμπεριέχει γνώριμα στοιχεία, φράσεις ή και τα ίδια τα μουσικά όργανα που έχουν επιλεχθεί για αυτήν, μπορεί εύκολα να ανασύρει ψήγματα συλλογικής μνήμης και να δημιουργήσει μια συναισθηματική και εμπορική οικειότητα.

ILIOS
Φωτ.: © Γιάννης Παπαϊωάννου / OLAFAQ

– Από το 1997 τρέχεις την Antifrost, ένα label που μοιάζει περισσότερο με καταγραφή ανήσυχων κραδασμών παρά με “μουσική εταιρεία”. Τι ρόλο παίζει σήμερα η Antifrost για σένα; Είναι ακόμα ζωντανή ως μηχανισμός;
Η Antifrost ξεκίνησε σαν όχημα να εκδοθούν κάποιες από τις αρχικές ανησυχίες μου χωρίς να περνάει το βασανιστήριο κρίσης, γραφειοκρατίας και λογοκρισίας ή των πολλών τέλος πάντων γνωμών. Οι ανησυχίες βέβαια στην πορεία δεν είχαν να κάνουν μόνο με τα δικά μου έργα άλλα και έργα 40-50 ακόμα καλλιτεχνών. Δεν είχε ποτέ οικονομικό στόχο, δεν είχε στηθεί με σκοπό να είναι full-time απασχόληση, και για αυτό ίσως συρρικνώθηκε φτάνοντας στο σήμερα που πάλι επικεντρωνεται στα προσωπικά πρότζεκτ. Το label ζει ακόμα, και όπως και η μουσική μου δεν έχει κάποιους στόχους να πιάσει εμπορικά και δεν έχει λόγο να σταματήσει μετά από 95 κυκλοφορίες σε αυτά τα 28 χρόνια, στα οποία περάσαμε και κάναμε κύκλους σε όλα τα φορμάτ μουσικής.

– Πολλές φορές έχεις δουλέψει με ήχους που δεν «ακούγονται» εύκολα, σαν να προσπαθείς να καταγράψεις μια αόρατη βία. Πιστεύεις ότι ο ήχος μπορεί να αποδώσει καλύτερα τη σύγχρονη βία από ό,τι η εικόνα;
Τόσο ο ήχος όσο και οι εικόνες μπορούν να μεταδώσουν αποτελεσματικά τη βία, αλλά το κάνουν με διαφορετικούς τρόπους και προκαλούν διαφορετικές αντιδράσεις. Η εικόνα μπορεί να σοκάρει και να προκαλέσει μια ενστικτώδη αντίδραση, ενώ ο ήχος μπορεί να δημιουργήσει ένταση και να ενισχύσει το αίσθημα φόβου ή τρόμου, μια αναστάτωση. Δεν νομίζω ότι πρόκειται για “καλύτερη” απόδοση της σύγχρονης βίας, αλλά ο ήχος πιο εύκολα μπορεί να δημιουργήσει κάτι αναπάντεχο από ότι η εικόνα, αυτή η αόρατη δύναμη του ήχου σίγουρα είναι κάτι που με ελκύει. Για την πιο ισχυρή απεικόνιση της βίας ίσως να πρέπει να ανατρέξουμε σε καταστάσεις που αξιοποιούν και τον ήχο και την εικόνα μαζί, για να μην πω και την όσφρηση και την αφή μαζί δημιουργώντας μια πολυαισθητηριακή εμπειρία. Είχα δημιουργήσει πριν χρόνια μια σειρά από τέτοια έργα, που έλεγχα και έπαιζα  live ήχο, φως και μυρωδιά, αλλά δεν ήταν προς την βίαιη πλευρά, τόσο ο ήχος όσο και η μυρωδιά ήταν πολύ ύπουλα χωρίς όμως κακές προθέσεις. Στις αρχές χρησιμοποιούσα και visual/video με τον ήχο, σταμάτησα όμως γιατί έχανε δύναμη ο ήχος και πήγαινε σε ένα συνοδευτικό πλάνο ως προς την εικόνα. Πόσοι δεν λέμε “πήγα και είδα αυτήν την συναυλία” αντί να πούμε “άκουσα”. Η μόνη στιγμή που κατάφερα κάπως να παρουσιάσω ένα έργο με εικόνα και ήχο, και να είμαι ικανοποιημένος από την δύναμη της εικόνας, ήταν όταν δούλεψα το βίντεο όπως έκανα και με τον ήχο.

ILIOS
Φωτ.: © Γιάννης Παπαϊωάννου / OLAFAQ

– Πιστεύεις πως ο ήχος μπορεί να λειτουργήσει ως μορφή πολιτικής; Και αν ναι, τι μορφή πολιτικής είναι αυτή; Διαμαρτυρία; Αποδόμηση; Προφητεία;
Ναι, όλα αυτά.. Διαμαρτυρία. Aποδόμηση. Προφητεία, αλλά και Κοινωνικός Έλεγχος. Υποταγή. Αντίσταση. Διαμόρφωση Εθνικής Ταυτότητας και Πολιτισμικών Αφηγημάτων, και πολλών άλλων.

– Όταν τελειώνει μια performance, τι είναι αυτό που θα ήθελες να έχει μείνει στο σώμα ή στο μυαλό του ακροατή;
Αν έχει πάει καλά η μάχη με τον αρχιτεκτονικό χώρο, και τους όποιους περιορισμούς του ηχοσυστήματος, τότε είμαι σε καλό δρόμο για να έχει δημιουργηθεί μια εμπειρία καθηλωτική, και τότε πιστεύω πως ούτε το σώμα, ούτε το μυαλό του ακροατή θα μείνει τότε αδιάφορο. Σημαντικό ρόλο, πιο πολύ και από τον ίδιο τον ήχο ενίοτε, είναι η χρονική διάρκεια της κάθε performance. Υπάρχουν πολλές φορές δυνατές προτάσεις που όμως χάνονται από την κακή χρήση του χρόνου, υπάρχει πάντα ένα sweet spot, στο οποίο οι ακροατές θα μείνουν με την ανάγκη για λίγο ακόμα αλλά και αυτό που θα έχει συμβεί θα είναι υπεραρκετό. Είμαι ικανοποιημένος σχεδόν με τα πάντα σαν αντίδραση εκτός από την αδιαφορία και την βαρεμάρα.

– Στην Ελλάδα της κρίσης, των ταραχών, της λήθης, πώς μπορεί ο ήχος να λειτουργήσει ως εργαλείο ιστορικής και πολιτικής ανάκλησης; Υπάρχει «ηχητική ιστοριογραφία» της αντίστασης;
Δεν μπορώ να καταλάβω τον αγνό ήχο σαν τέτοιο εργαλείο, αλλά σίγουρα υπάρχουν τραγούδια, μαρτυρίες, ακουστικά αρχεία  τόσο στην Ελλάδα όσο και στον υπόλοιπο κόσμο που χρησιμοποιούνται με αυτή την ιδιότητα.

LINE

AMETRIC FESTIVAL 2025

Πληροφορίες:
Ημερομηνίες: 12 – 13  Σεπτεμβρίου 2025
Τοποθεσία: Προμαχώνας San Salvatore, Παλιά Πόλη Χανίων
Προπώληση εισιτηρίων: https://www.eventbrite.com/e/ametric-festival-2025-tickets-1302123529529

SOCIAL MEDIA
Facebook: @amertriccc
Instagram: @ame_tric