Όταν είδα τα «Αξύριστα Πηγούνια» του Γιάννη Τσίρου σε σκηνοθεσία Γιώργου Παλούμπη στο Χορν, εντυπωσιάστηκα με τον Ηλία Βαλάση, ρώτησα και έψαξα για εκείνον. Μου είπε κάποιος ή κάποια ότι ο Ηλίας δεν είναι «επαγγελματίας ηθοποιός» και αμέσως σκέφτηκα «α, γι’ αυτό με τράβηξε το παίξιμό του». Βέβαια, αυτό δεν ισχύει-είναι και παραείναι ηθοποιός. Επαγγελματίας ηθοποιός.

Σκέφτηκα ότι κάνουμε λόγο για λαϊκούς τραγουδιστές και όχι για λαϊκούς ηθοποιούς. Ο Ηλίας Βαλάσης είναι ένας λαϊκός ηθοποιός, το σποράκι του φύτρωσε βαθιά στην λασπουριά και
εξερράγη σε λουλούδι γεμάτο αγκάθια μέσα σε μια ζόρικη ζωή. Έπρεπε να βγει το μεροκάματο. Το πιο ακριβό πέταλο αυτού του άνθους, αυτού του παιδιού είναι το θέατρο, η υποκριτική.

Επιτέλους, αυτό το παιδί βρήκε χρόνο και χώρο να παίξει-κάτι που μπορεί να μην έκανε όσο έπρεπε και όσο άξιζε στα παιδικά χρόνια. Η συνέντευξή μου μαζί του άργησε περίπου έναν χρόνο και κατάλαβα ότι υπήρχε καλός λόγος γι’ αυτό.

Ήρθε στα γραφεία του Οlafaq μια παγωμένη ημέρα και την ζέστανε. Ζωγραφίσαμε μαζί πάνω σε έναν λευκό φάκελο και μιλήσαμε σαν δύο άνθρωποι που έχουν μόνο μια ώρα διαθέσιμη, σε ολόκληρη την ζωή τους, για να ανταλλάξουν τις γνώσεις τους και τις ιδέες τους για τον κόσμο, την ευτυχία, τα όνειρα, τον Θεό και ό, τι είναι σημαντικό για εκείνους.

Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου / Olafaq

Καμία συνέντευξη.

Θα ήθελα να σας τον συστήσω όπως στ’ αλήθεια είναι: ένας αρρενωπός άνδρας που μπερδεύεται με τις δύσκολες λέξεις, δεν ξέρει τι είναι Instagram story, έχει κάνει πενηνταδύο διαφορετικές δουλειές, αγωνιά με υγιή τρόπο για την εξέλιξη της καριέρας του, ερωτευμένος με έναν μαγικό τρόπο με την γυναίκα του, η οποία εγκυμονεί το τρίτο τους παιδί,  βαθιά θρησκευόμενος, ηρωικός με τρόπο περασμένων δεκαετιών και ίσως αιώνων,  γρατσουνισμένος από ζόρια, κακουχίες και τρεχάματα, ικανός να κάνει πάρα πολλά και να φτάσει πολύ ψηλά.

Από τον λυσσαλέο τηλεοπτικό φακό του πρώτου Survivor (από τότε ξεχώρισε για πράγματα που κουβαλάει μέσα του), στην τηλεοπτική συμπαρουσίαση στο πλευρό του Αρναούτογλου και από την άγρα μεροκάματων και νυχτοκάματων στην καταβύθιση στο θέατρο και την ποίηση, αλλά τις συνεργασίες με βαριά πυροβολικά της ελληνικής διανόησης και τέχνης, ο δρόμος της ζωής του Ηλία Βαλάση είναι σπαρμένος εμπειρίες και άπειρες, μικρές στιγμές ευτυχίας.

Ο ίδιος, περισσότερο από καλλιτέχνης, στα δικά μου μάτια φαντάζει περισσότερο είτε ως έργο τέχνης είτε ως μυθιστορηματικός/κινηματογραφικός ήρωας που ξεβράστηκε στην πραγματική ζωή, θνητός και τρωτός. Ο ίδιος ξέρει να παίζει τα χαρτιά του: η εικόνα του, η saga του, το παρελθόν του, η ροπή του στην έκθεση μιας μάλλον αληθινής οικογενειακής ευτυχίας που βιώνει, αλλά και οι σημαντικές καλλιτεχνικές του συνεργασίες σε ένα παρόν που προκρίνει το ταλέντο, το βίωμα και το πάθος από την ακαδημαϊκότητα και την αριστεία τού προσδίδουν δύναμη και χάρη. Ξέρει πολύ καλά ο Βαλάσης ότι η ιστορία του και η φιγούρα του προξενούν εντύπωση-τουλάχιστον στο ελληνικό περιβάλλον που είτε ακκίζεται με την λαϊκότητα, θεωρώντας την κτήμα του, είτε εξεγείρεται εναντίον της, κρίνοντάς την ως αποφόρι παλιών, τοξικών εποχών. Ξέρει πολύ καλά για ποιος λόγους συζητείται και για ποιους λόγους του παίρνουν συνεντεύξεις.

Ειλικρινά, θα ήθελα να του έχω κάνει συνέντευξη προτού γίνει ηθοποιός. Αισθάνομαι, άλλωστε, πως το θέατρο είναι απλώς το όχημα μέσω του οποίου ο Ηλίας θα μας συστηθεί ως ο Ξεχωριστός Άνθρωπος που είναι, ως κομμάτι μιας κατηγορίας ανδρών και ανθρώπων που θα λείπουν από το εγγύς μέλλον και θα θεωρούνται έως και μυθολογικοί, σύμβολα.

Κάποιοι από εμάς, όμως, θα έχουμε στ’ αλήθεια διασταυρωθεί μαζί τους. Θα τους έχουμε ρωτήσει πράγματα και αυτοί θα μας τα έχουν απαντήσει. Τι ωραία!

Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου / Olafaq

Σκηνή Πρώτη: Η Αλήθεια και η Επένδυση

Μεσημέρι Τρίτης. Ο Η.Β ανεβαίνει στα γραφεία του olafaq. Χαιρετά με εγκάρδιο τρόπο την δημοσιογραφική ομάδα. Πηγαίνουμε σε ένα άδειο γραφείο και καθόμαστε αντικριστά. Προσπαθεί να πιει ένα ζεστό παρασκεύασμα βιταμινών, πρωτεϊνών κλπ από ένα μεγάλο παγούρι. Μου δίνει να το μυρίσω. Δεν είναι ωραίο πράγμα. Πίνει και εκφράζει την αηδία του. 

Στην ζωή μου έχω παίξει ρόλους πολλούς, ίσως και για να γλιτώσω από πράγματα. Η υποκριτική μπήκε από νωρίς στο πετσί μου. Ξεκίνησα να παίζω στο θέατρο στα 40 μου, αλλά από πολύ μικρό παιδί νιώθω ότι το έκανα. Απλώς, παλιά υποκρινόμουν, τώρα λέω αλήθεια. Και αυτό είναι πολύ πιο σπουδαίο, νομίζω. Πάνω στην σκηνή συμβαίνουν περισσότερες από μία αλήθειες: ο ηθοποιός πρέπει με αλήθεια να προσεγγίσει τον χαρακτήρα, να μην τον κρίνει καθόλου, πρέπει με αλήθεια να επικοινωνήσει με τον συνάδελφό του, αυτά που θα πει να είναι μόνο αλήθεια, μη υποκρινόμενος τίποτα, και επίσης, αυτό που θα περάσει από κάτω, στο κοινό, να μην έχει ίχνος ψέματος ή υποκρισίας. Άλλωστε, οι άνθρωποι καταλαβαίνουν το ψέμα και θα αντιδράσουν προσποιητά, απέναντι στην προσποίηση.

Ήμουν μικρός, μαθητής δημοτικού στη Λήμνο όπου μεγάλωσα και ήρθε το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος για να ανεβάσει μία παράσταση. Συνέβη και επιλέχθηκα ως ένας από τους πρωταγωνιστές του έργου “Οι τρελοί της Εποχής” του Ψαθά. Ήταν η πρώτη στιγμή της ζωής μου που ένιωσα σαν να είμαι στον πιο φυσικό χώρο που θα μπορούσα να είμαι, μια άνεση, μια μαγεία. Πήγαινα τον κόσμο στα συναισθήματα που ήθελα και για μιάμιση ώρα ένιωθα πως μπορούσα να είμαι ένας άλλος άνθρωπος, αυτός ο άνθρωπος που επέλεγα εγώ να είμαι. Το’ χω ξαναπεί αυτό και είναι κάπως αστείο: η γιαγιά μου με μία μαγκούρα πήρε στο κυνήγι αυτούς από το ΚΘΒΕ που ήθελαν να με πάρουν στη Θεσσαλονίκη μαζί τους. Πήγε να μου κόψει την καριέρα! (γέλια)

Χρειαζόμαστε ώρες για να σου μιλήσω για όλες τις δουλειές που χρειάστηκε και που θέλησα να κάνω στην ζωή μου. Ας τις πούμε αναφορικά: λάντζα σε καφενείο, κουβάλημα πιάτων στα μπουζούκια, λουλούδια και σαμπάνιες και βοηθός σερβιτόρου στα μπουζούκια, τουμπερλέκι και αρμόνιο στα μπουζούκια, μετρ στα μπουζούκια, σερβιτόρος σε σουβλατζίδικα-παράλληλα κάποια από αυτά. Επίσης, κουβαλητής σε φυτώριο, οικοδομή, ναυαγοσώστης, εργάτης σε ξυλουργείο, κηπουρός, βατραχάνθρωπος στα ΟΥΚ, νύχτα σε όλες της τις μορφές, νύχτα καλή σε κάποιες περιπτώσεις, στις περισσότερες «κακή», νύχτα μετά τις 00:00, εκεί που οι άνθρωποι ξυπνάνε στις 9 το βράδυ και πίνουν καφέ για να ξεκινήσουν την δουλειά τους και να βουτήξουν στην λάσπη, με ό, τι αυτό συνεπάγεται. Σεζόν, παραλίες, κλαμπ. Και τέλος, ηθοποιός.

Το θέατρο προέκυψε από ένα μάθημα και μέσα σε λίγες ημέρες το μάθημα έγινε παράσταση. Μου αρέσει, ό, τι κάνω, να το ψάχνω πολύ, να μπορέσω να γίνω καλύτερος, αν όχι ο καλύτερος. Αισθάνομαι πολύ καλύτερα αν έχω τα εφόδια που κρίνω ότι θέλω. Ο Θεός μπορεί να χαρίζει τάλαντα, αλλά η γνώση είναι μεγαλύτερο προσόν. Δούλεψα σκληρά για να ρίξω χρήματα στην θεατρική μου εκπαίδευση. Και είμαι ευγνώμων στον Ευδόκιμο Τσολακίδη, έναν άνθρωπο που θεωρώ Μεγάλο. Ο ίδιος απεχθάνεται τον χαρακτηρισμό Δάσκαλος.

Δουλεύοντας στο σώμα ασφαλείας, πήρα εφόδια που μου χρειάστηκν στο θέατρο. Βασικά, εντόπισα την ανάγκη μου να είμαι ειλικρινής, αλλά αυτό, σε μια δημόσια υπηρεσία είναι καλός λόγος να σε εξαφανίσουν. Στο θέατρο, δεν χρειάζεται να προσποιηθείς καθόλου, ίσα ίσα οφείλεις να είσαι αληθινός.

Η συνεργασία μου με τον Γιώργο Παλούμπη είναι υπέροχη. Πρόκειται για έναν πανέξυπνο, ακομπλεξάριστο άνθρωπο. Είναι ένας φλοίσβος που δημιουργεί τσουνάμι. Χωρίς να κάνει θόρυβο, δημιουργεί μεγαλείο. Και η Ελένη Σκότη βέβαια, που σκηνοθετεί το έργο του Μάριου Ποντίκα «ο Γάμος» είναι μια καλλιτέχνιδα που ξέρει να κολυμπά στα βαθιά νερά. Καταπληκτική.

Κι αφού με ρωτάς, ναι, θέλω να συνεργαστώ με τον Οικονομίδη. Νομίζω , βέβαια, ότι σαν Ηλίας τείνω προς τις πιο χαμηλές εντάσεις, αυτές που τσακίζουν τα κόκαλα όσο καμία δυνατή φωνή. Να σου πω μια ιστορία; Ήταν ένας με τους μπράβους του μια μέρα και ρωτάει ένας μπράβος τον τύπο «τι χρώμα κοστούμι να φορέσουμε, αρχηγέ;». Κι εκείνος απαντά πολύ ήρεμα «σκούρο μπλε», «γιατί;» ρωτά ο μπράβος, «γιατί στο σκούριο μπλε δεν φαίνεται το αίμα», ξαναπαντά ακόμα πιο ήρεμα. Χωρίς καν να τους κοιτάξει. Κάτι τέτοιο δεν παγώνει το αίμα;

Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου / Olafaq

Σκηνή Δεύτερη:  Το Survivor, η πατρότητα και οι ψυχές με νύχια

Ονειρεύομαι, σε θέμα καριέρας, να πάω ένα σκαλί ακόμα παραπέρα-δεν ξέρω πώς ακούγεται αυτό. Θα ήθελα να σκηνοθετήσω, κάποια στιγμή, ας πούμε. Θα ήθελα, προτού σκηνοθετήσω, να συμμετάσχω σε κάποιο τηλεοπτικό σήριαλ. Καλό σήριαλ.

Μπορώ να πω ότι υπάρχουν σήριαλ πολύ χαμηλότερης ποιότητας από ό, τι ορισμένοι θεωρούν ότι είναι το Survivor, ας πούμε. Το 2003, το πρώτο και καλύτερο Survivor, ήταν το κάτι άλλο. Ένα αληθινό παιχνίδι συνύπαρξης και ορίων στις αντοχές. Και ο τρόπος με τον οποίο εγώ στάθηκα εκεί μέσα είναι ένας τρόπος που εγκρίνω μέχρι σήμερα. Με βρίσκω απίστευτα ισορροπημένο, κοντά στο κέντρο μου, συγκροτημένο, σε καλό πνευματικό επίπεδο. Δεν ήταν κάτι κίτρινο το Survivor, ήταν ένα παιχνίδι στο οποίο συμμετείχαμε απολύτως αληθινοί, τρωτοί άνθρωποι.

Βέβαια, είναι ίσως ένα θέμα ότι μια εικοσαετία από τότε, ο κόσμος ακόμα μπορεί να θυμάται εκείνες τις πενήντα μέρες. Και τα δώδεκα χρόνια μου στο θέατρο; Άλλη κουβέντα. Αλλά, δεν μπορώ ούτε μπορούσα ποτέ να κρίνω κάποιον για τις επιλογές του. Οι ίδιες του οι επιλογές θα τον κρίνουν και θα του χτυπήσουν το κεφάλι.

Για να μη μιλήσουμε για την κριτική. Έρχονται και θάβουν τον ρεαλισμό στο θέατρο άνθρωποι που δεν έχουν ιδέα, που δεν κατανοούν. Σα να πάει ένας κριτικός γεύσης να φάει σε ινδικό που μισεί εξ αρχής όμως το κάρι κι έπειτα να γράφει ότι έφαγε ένα κακό φαγητό. Κάποιοι γράφουν για θέατρο χωρίς να έχουν επίγνωση τι είναι θέατρο και, κυρίως, από τι πόνο περνούν οι άνθρωποι του θεάτρου: ο ιδρώτας τους, η αγωνία τους, το ξενύχτι,η διάλυσή τους σωματικά και ψυχικά… Να γράφουν, κάποιοι άνθρωποι, αν θέλουν να κρίνου ν μια διακριτική «συγγνώμη, εμένα μου φάνηκε αυτό» πριν την κριτική τους. Να, μια πρόταση και με συγχωρείς που το λέω.

Αγαπώ τα συναισθήματα και τις αισθήσεις. Αγαπώ την λέξη «νιώθω», περισσότερο από την λέξη «δείχνω». Εκεί κάπου χάθηκε η αξία του θεσμού της οικογένειας. Και πάνω από αυτήν η καριέρα, το να μην χαλάσεις το σώμα σου και τα λοιπά. Το να κάνεις παιδιά είναι η επιτομή της ζωής. Κανείς που δεν έχει δεν καταλαβαίνει την μαγεία του να σε ακουμπά το παιδάκι που εσύ έφερες στην ζωή. Αν δεν έχεις ένα παιδί, δεν έχεις τίποτα.

Αποδέχομαι τον χαρακτηρισμό σου, που με λες λαϊκό ηθοποιό. Αυτός είναι ο στόχος μου. Λαϊκός, ξέρεις, ήταν και ο Ωνάσης. Λαϊκότητα θεωρώ την ψυχή όρθια, να είναι ενεργοποιημένη, να αδημονεί, να σχίζει με τα νύχια της το σύμπαν. Καμία σχέση η λαϊκότητα με τους ψευτόμαγκες.

Χτυπάει το κινητό του και διακόπτουμε για λίγο. Ο ήχος κλήσης είναι οι γιοι του, σε μια ηχογράφηση που καλεί τον μπαμπά τους να σηκώσει το κινητό του.  

Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου / Olafaq

Σκηνή Τρίτη: Η αίσθηση της ευτυχίας

Όταν με ρωτούν πώς παίζω, αν έχω κάποια τεχνική, δείχνω την κοιλιά, το κάτω μέρος του κορμού, το σημείο εκείνο που νομίζουμε ότι χρησιμεύει μόνο στο σεξ και στην ικανοποίηση σωματικών αναγκών. Για μένα, και στον Έρωτα και στο Θέατρο, όλα ξεκινούν από εκεί. Γιατί και στην σκηνή όταν είσαι, πρέπει να παίζεις από τον έρωτά σου γι’ αυτό το πράγμα.

Άνθρωποι της νύχτας, συνάδελφοί μου, άνθρωποι που συναντούσα σε καθημερινή βάση για χρόνια, δεν έχουν έρθει ποτέ στο θέατρο. Πιστεύω όμως ότι θα τους άρεσε αυτό που θα εισέπρατταν. Από την άλλη, κι εγώ δεν πάω στη Λήμνο. Η ψυχή μου είναι αλμυρή, κρατά εκείνες τις μνήμες, τα κύματα, τα ψάρια, τις τρίαινες και τους Ποσειδώνες. Αλλά αυτά τα έχω κατευθύνει, με την βοήθεια και του Πνευματικού μου, στο θέατρο. Θέλω να κάνω θέατρο μέχρι να πεθάνω, δεν υπάρχει περίπτωση.

Με το θέατρο, βρήκα το σπίτι μου. Και είναι ένα όνειρο που δεν είχα καν, κι όμως έγινε. Όπως και η οικογένεια. Εγώ, ο κάποτε άπιστος και παροδικός, εγώ τώρα να είμαι ερωτευμένος με μια γυναίκα που είναι η μάνα των παιδιών μου. Και να είμαστε στα καλύτερά μας. Αυτά είναι τα όμορφα όνειρα.

(Του λέω: «Τα πιο μεγάλα όνειρα προκύπτουν.» Μου λέει: «Μπορώ να στο κλέψω αυτό;» Του λέω: «Είναι κιόλας δικό σου» Μου λέει: «Ναι, αλλά γράψε το αυτό, σε παρακαλώ»)

Ο κόσμος του θεάτρου και ο κόσμος στον οποίο ανήκα πριν, των ΟΥΚ, των βατραχανθρώπων, έχουν πολλά κοινά, να μην πω είναι ολόιδιοι. Ο πόλεμος στον οποίο πρέπει να ριχτείς είναι ίδιος. Βλέπω καμιά φορά στο Netflix σειρές με βατραχανθρώπους, επιχειρησιακές και άλλες τέτοιες περιπέτειες. Κι έχω να θυμάμαι αυτήν την παλιά μου «ψυχασθένεια».

Ακούω τα πάντα από μουσική: αφήνομαι και χάνομαι στην όπερα, σε ένα λαϊκό τραγούδι με μπαγλαμαδάκι που είναι περισσότερο το στοιχείο μου. Μπορεί να μην ξέρω καν την γλώσσα κάποιου τραγουδιστή, αλλά αφήνομαι. Η μουσική είναι σαν την ψυχή μου.

Η αίσθηση της ακοής, ε; Δεν είναι μια ωραία άσκηση να κάνουμε την καθημερινή μας διαδρομή για την δουλειά, ας πούμε, βάζοντας μπροστά και μια άλλη αίσθηση κάθε φορά; Την μία, να ακούμε τους ήχους-όχι την μουσική στα ακουστικά μας που μας αποκόβουν από τον κόσμο! Την άλλη, να μυρίζουμε: την κατρουλίλα, το γιασεμί, τα φαγιά ξένων ανθρώπων. Ύστερα, να ψάξουμε, Γιατί μυρίζει εκεί πέρα κατρουλίλα; Α, εκεί ζουν άστεγοι. Γιατί μυρίζει έτσι το φαγητό σε αυτήν την γειτονιά; Α, εκεί είναι σπίτια μεταναστών.

Έτσι, ανοίγει ο κόσμος. Τουλάχιστον, σημαντικό κομμάτι του.

Και η ίδια η ευτυχία είναι έννοια παρεξηγημένη. Όποιος λέει ότι είναι ευτυχισμένος, για μένα προσωπικά, είναι τεράστιος ψεύτης. Ευτυχία είναι να βρίσκεσαι στο απόλυτο παγωμένο τοπίο και ξαφνικά να καλωσορίζεις πάνω στο πρόσωπό σου μια ηλιαχτίδα, έστω για πέντε δευτερόλεπτα. Και να κλείνεις τα μάτια. Αυτή η μικρούλα στιγμή. Να παραλύσει για λίγο το σύμπαν σου.

Οι στιγμές είναι η ευτυχία: ένα άγγιγμα του παιδιού σου, ένα δάκρυ ενός θεατή, μια αγκαλιά από έναν άγνωστο στον δρόμο, μία βοήθεια που προσέφερες σε κάποιον και το σιωπηλό του βλέμμα. Ψάχνοντας τη συνεχόμενη ευτυχία, χάνουμε αυτές τις σημαντικές στιγμές, χάνουμε δηλαδή τα πάντα.