Οι Γκίλμπερτ και Τζορτζ περιλαμβάνονται στους διασημότερους εικαστικούς καλλιτέχνες που ανέδειξε η σύγχρονη Αγγλία . Ο Γκίλμπερτ Προς γεννήθηκε το 1943 στο ορεινό ιταλικό χωριό Σαν Μαρτίνο και ο Τζορτζ Πάσμορ το 1942 στο Πλίμουθ της επαρχιακής Αγγλίας. Γνωρίστηκαν το 1967 στη λονδρέζικη σχολή καλών τεχνών St. Martins και γρήγορα έγιναν ζευγάρι στη ζωή και στην τέχνη. Το 1970, ενώ ακόμη σπούδαζαν, οργάνωναν δρώμενα με πρωταγωνιστές τους εαυτούς τους. Το 1973 άρχισαν να παρουσιάζουν μικρού μήκους ταινίες με τους ίδιους να ακούνε μεθυσμένοι κλασσικά έργα του Έλγκαρ και του Γκριγκ. Στη συνέχεια έγιναν πασίγνωστοι χάρη στα τεράστια φωτομοντάζ τους, που περιλαμβάνουν τους δύο καλλιτέχνες ντυμένους με αυστηρά μικροαστικά κοστούμια. Με τέτοια έργα κέρδισαν αργότερα και πολλές διακρίσεις: το 1986 τιμήθηκαν με το βραβείο Τέρνερ και το 2005 αντιπροσώπευσαν τη Βρετανία στην Μπιενάλε της Βενετίας. Αυτά είναι κάποια από τα λόγια βαθιάς σοφίας και προσωπικής εμπειρίας που μας έχουν αφήσει παρακαταθήκη.

Ειδικοί δεν υπάρχουν στην τέχνη. Πιστεύουμε ότι ο κόσμος διαθέτει ένα οξυμένο αισθητήριο που του επιτρέπει να κατανοεί την τέχνη καλύτερα και βαθύτερα από το λεγόμενο «κόσμο της τέχνης». Το πρόβλημα στην τέχνη αρχίζει όταν η κατανόηση της περνάει στα χέρια των ειδικών.

Ήμασταν δύο μοναχικοί άνθρωποι, δύο περιπλανώμενοι αλήτες. Στην αρχή το μόνο που κάναμε στα έργα μας ήταν να δείχνουμε τη μοναξιά μας, τη μοναξιά της ύπαρξης μας, τη μοναξιά του να μην κάνουμε τίποτα ενώ θα θέλαμε να κάνουμε κάτι.

Ακόμη και σήμερα νιώθουμε ότι η τέχνη μας είναι λιγάκι αναρχική. Νιώθουμε ότι κινούμαστε στο περιθώριο. Υπάρχουμε στον χώρο της τέχνης και η δουλειά μας θεωρείται καταξιωμένη, αλλά δεν είμαστε μέρος του συστήματος.

Θεωρούμε τους εαυτούς μας ηθικούς καλλιτέχνες, αλλά όχι ηθικοπλάστες. Δεν λέμε σε κανέναν τι πρέπει να κάνει· απλώς ανοίγουμε πόρτες προσπαθώντας να προσφέρουμε στους άλλους κάποιες ευκαιρίες να σκεφτούν λίγο διαφορετικά. Αφορμές είμαστε.

Ο κόσμος είναι μεγάλο μυστήριο. Αλλά βρεθήκαμε εδώ μόνοι μας και ό,τι κρύβει πρέπει μόνοι μας να το αντιμετωπίσουμε. Το μόνο όπλο μας στην αντιμετώπιση της ζωής είναι να σκεφτόμαστε συνεχώς ποιο είναι το καλό και ποιο είναι το κακό.

Η τέχνη μας εμπνέεται από τρεις πήγες. Το μυαλό, την ψυχή και τα γεννητικά μας όργανα. Κάθε φορά, για να γεννηθεί ένα έργο, αυτά τα τρία συνεργάζονται.

Πάντα θεωρούσαμε τους εαυτούς μας λίγο σχιζοφρενείς. Διότι είμαστε σε θέση να δεχτούμε τα πάντα. Σε τελική ανάλυση, δε νομίζω ότι μόνο εμείς είμαστε σχιζοφρενείς σ’ αυτόν τον κόσμο· όλων η ζωή είναι σχιζοφρένεια. Δεν υπάρχουν ούτε μονόδρομοι ούτε ευθείες γραμμές στη ζωή.

Ο άνθρωπος είναι από τη φύση του πολύ πιο ανοιχτός στον πολιτισμό. Παρά στον νόμο και στην εξουσία. Γι’ αυτό και οι κυβερνήσεις δεν έχουν πλέον κανένα ηθικό έρεισμα.

Στην αρχή το βάζαμε σχεδόν στα πόδια για να προστατευτούμε. Στην αρχή δεχθήκαμε τρομερές επιθέσεις από τις γκαλερί, τους δημοσιογράφους και τους θεωρητικούς της τέχνης. Ήταν κάτι το εκπληκτικό αυτή η αντίδραση όλων προς το πρόσωπό μας.

Τώρα πια στην Αγγλία όλοι θέλουν να γίνουν καλλιτέχνες. Όχι ποπ σταρ, όπως ήθελαν κάποτε, αλλά καλλιτέχνες, ζωγράφοι, συγγραφείς, γλύπτες. Θεωρούν ότι ένας καλλιτέχνης είναι πιο ελεύθερος και η επιθυμία τους αυτή είναι η ομολογία της σκλαβιάς τους.

Έχουμε επιβάλει ένα είδος νομοθεσίας στον εαυτό μας. Πρώτον, πρέπει να ντυνόμαστε έξυπνα, να είμαστε περιποιημένοι, χαλαροί, φιλικοί, ευγενείς. Δεύτερον, πρέπει να κάνουμε τον κόσμο να πιστεύει σ´εμάς, ασχέτως προσωπικού κόστος. Τρίτον, δεν πρέπει ποτέ να κρίνουμε και να κουτσομπολεύουμε τους άλλους.

Οι απαγορεύσεις είναι στην πραγματικότητα διαφημίσεις. Αν θέλεις να προτρέψεις κάποιος να παρακολουθήσει ένα θέαμα, δεν έχεις παρά να του πεις πόσο αποκρουστικό είναι. Είναι σίγουρο ότι θα επιδιώξει να το δει.

Διάσημοι. Επειδή κάποτε θέλαμε να γίνουμε διάσημοι, βάζαμε επί πέντε χρόνια στα έργα μας τον τηλεφωνικό αριθμό μας. Έως σήμερα ο αριθμός μας δεν έχει αλλάξει, αλλά κανείς ποτέ που τον είδε στα έργα δεν τον χρησιμοποίησε. Δεν είναι αστείο;

Από τη στιγμή που η τέχνη συγχαίρει τον θεατή, είναι παρηκμασμένη και αγρίως κακή. Όταν κάποιος πηγαίνει σε ένα μουσείο και του αρέσουν τα πάντα, αυτό είναι καταστροφή.

Οι ομαδικές εκθέσεις δε μας άρεσαν ποτέ. Μας αρέσουν πολύ τα μεγάλα βιβλία με τη δουλειά μας και οι μεγάλες ατομικές εκθέσεις. Όσο για τα βιβλία, καθόμαστε μόνοι μας και σχεδιάζουμε ώρες ατελείωτες τεράστιες εκδόσεις που περιλαμβάνουν τα πάντα.

Στην αρχή της συνεργασίας μας, το 1970, οργανώναμε παραστάσεις που συνδύαζαν τη ζωντανή γλυπτική με διαλέξεις. Επειδή όμως μας ζητούσαν παντού συστατικές επιστολές, σκεφτήκαμε να αποταθούμε στην σχολή που σπουδάζαμε. Τότε ο διευθυντής της σχολής απάντησε «Δεν θα ήθελα να έχω την παραμικρή σχέση μαζί σας».