Το καλό θέατρο έχει ανάγκη από καλούς παραγωγούς. Και ο Γιώργος Λυκιαρδόπουλος είναι ένας από τους καλύτερους. Η εταιρεία «Λυκόφως» έχει σφραγίσει μερικές από τις πιο αξιόλογες παραστάσεις που έχει δει το ελληνικό κοινό, έχει δημιουργήσει στιλ και πολλοί είναι οι καλλιτέχνες που θα ήθελαν να συνεργαστούν μαζί της.
Ήπιαμε, λοιπόν, έναν φθινοπωρινό, απογευματινό καφέ μαζί του στα γραφεία της «Λυκόφως» και προσπαθήσαμε να βάλουμε σε τάξη τα φετινά επιτεύγματα του Γιώργου Λυκιαρδόπουλου, αλλά και τον τρόπο σκέψης και δράσης του.
– Πώς ξεκίνησαν όλα με εσάς; Μάλλον, ξέρουμε, από το σινεμά. Αλλά πώς έγινε η μετάβασή σας στις θεατρικές παραγωγές;
Μεγάλωσα στην Αθήνα, ήμουν μαθητής στο Κολλέγιο Αθηνών. Σπούδασα στην Αμερική στο Brown University, modern culture and media και μετά ακολούθησα ένα master πάνω στο broadcast administration, στο Boston University, που συνδύαζε το οικονομικό και το καλλιτεχνικό κομμάτι. Μετά το master, δούλεψε για έναν χρόνο στη Miramax στη Νέα Υόρκη, την εταιρεία του Χάρβεϊ Γουαϊνστάιν. Μετά από δέκα χρόνια κινηματογραφικής παραγωγής, κατά τα οποία έζησα για τα καλά τις δυσκολίες του να κάνεις σινεμά στην Ελλάδα, μια σκηνοθέτης με την οποία συνεργαζόμουν, η Λάγια Γιούργου, με την οποία κάναμε μαζί την πρώτη μου θεατρική επιτυχία ως παραγωγού (το Tape, στο θέατρο Ιλίσια Βολανάκη), νομίζω έχει μεγάλη σημασία για την στροφή μου στο θέατρο. Μαζί είχαμε κάνει και την ταινία «Λιούμπη». Όταν μου πρότεινε να κάνουμε το θεατρικό, το τόλμησα, μου αρέσει να τολμάω, αλλά με είχε κουράσει και λίγο το σινεμά. Ανακάλυψα την αμεσότητα του θεάτρου, για το οποίο δεν χρειάζονται συνήθως τόσες αναμονές όπως στο σινεμά, για το οποίο μπορεί να χρειαστούν και ολόκληρα χρόνια μέχρι να πάρεις την χρηματοδότηση ή να περιμένεις να ξαναγραφτεί το σενάριο…
– Πόσο δύσκολο μπορεί να είναι το να κάνει κάποιος παραγωγές; Σίγουρα, δεν ακούγεται εύκολο.
Είναι μια δύσκολη δουλειά, φυσικά. Γιατί η δουλειά σου έχει να κάνει με το να επενδύεις τα δικά σου χρήματα και όχι να βρίσκεις χρηματοδότες. Και βέβαια, δεν σε κάνει πάμπλουτο ή κάτι τέτοιο, όπως εσφαλμένα μπορεί να πιστεύεται ακόμα. Είναι μια δουλειά απρόβλεπτη, εμπεριέχει μεγάλο ρίσκο και κάθε χρόνο πρέπει να εφευρίσκεις τι θα κάνεις για να επικοινωνήσει με το κοινό και να παίρνεις σωστές αποφάσεις. Οι παλιοί παραγωγοί μου λένε ότι όλοι οι παραγωγοί πεθαίνουν φτωχοί. Συχνά, συμβαίνει να μην συνδυάζεται η εμπορική επιτυχία με την καλλιτεχνική-και σαφώς και το αντίστροφο. Στην Λυκόφως μας αρέσει να πηγαίνουν, όσο γίνεται, μαζί αυτά τα δυο. Παίζουν όλα ρόλο και μας αρέσει να επιμένουμε σε κάθε λεπτομέρεια για να δημιουργήσουμε παραστάσεις ολοκληρωμένες και άρτιες από άποψη περιεχομένου τους, αισθητικής τους, επικοινωνίας τους. Ο σκοπός αυτής της δουλειάς είναι να προσφέρεις πολιτισμό, να επικοινωνείς με κόσμο, να συμβάλλεις στο να συμβαίνουν πράγματα όμορφα και χρήσιμα για το μυαλό και την ψυχή των ανθρώπων. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη ευχαρίστηση, δηλαδή.
– Χάρη σε εσάς, συνέβη για πρώτη φορά στην Ελλάδα ιδιωτική παραγωγή όπερας. Μιλώ για την σπουδαία δουλειά του Tom Volf στο Ηρώδειο, για την Κάλλας, τη «Νόρμα».
Ήταν κάτι για το οποίο είμαι πραγματικά περήφανος. Μου αρέσει να δοκιμάζω καινούργια πράγματα. Κάπως έτσι μπήκα στο musical, στον θεατρικό μονόλογο. Αυτό της όπερας ήταν πραγματικά κάτι διαφορετικό για μένα. Κατάλαβα τον βαθμό δυσκολίας και το ρίσκο που πήρα μόνο αφού το ανέλαβα. Μιλάμε για 120 άτομα επί σκηνής! Με έχει κάνει χαρούμενο όλο αυτό και τώρα, μάλιστα, την ζητάνε αυτήν την όπερα και από το εξωτερικό. Δεν θα μετακινούμε βέβαια 120 άτομα! Κάθε χώρα θα δώσει την δική τους ορχήστρα κι εμείς θα πηγαίνουμε τους τραγουδιστές, τα κοστούμια, τα σκηνικά, το κόνσεπτ.
– Ένα ωραίο κεφάλαιο στην ζωή σας είναι και το Θέατρο Κυκλάδων.
Είχα συνεργαστεί με τον Λευτέρη τον Βογιατζή και την Ειρήνη Λεβίδη με τους οποίους είχαμε συνεργαστεί ως συμπαραγωγοί. Είχα μια καλή επαφή με τον χώρο και είχαν δει ότι το στιλ των παραγωγών που κάνω ταίριαζαν στον χώρο και συζητήθηκε να το αναλάβω εγώ το θέατρο. Για μια δεκαετία λοιπόν νοίκιασα το θέατρο και έχω συνεργασία και με τον Στάθη τον Λιβαθινό, βεβαίως με τον οποίο έχουμε κάνει πολύ ωραίες δουλειές εκεί. Και με τον Γιώργο τον Σκεύα, εννοείται, έναν από τους συνεργάτες του Λευτέρη Βογιατζή, επίσης. Είναι όμορφο να μπορείς να συνεχίζεις την ιστορία ενός θεάτρου.
– Η παραγωγή σας «Οιδίπους επί Κολωνώ» σε σκηνοθεσία του Σκεύα, με Οιδίποδα τον Δημήτρη Καταλειφό, ήταν το outsider της καλοκαιρινής σοδειάς κι όμως σημείωσε απανωτά sold out. Πώς το εξηγείτε αυτό;
Ήταν μια από τις δουλειές που θα θυμάμαι πάντα. Η συγκίνησή μου με τον Καταλειφό δεν περιγράφεται. Ο άνθρωπος αυτός, ο σπουδαίος ηθοποιός, είχε τρακ που θα έβγαινε πρωταγωνιστικά στην σκηνή της Επιδαύρου. «Γιώργο, έχουν παίξει τέτοια ονόματα εκεί επάνω, πώς θα αναμετρηθώ…», έτσι μας έλεγε και ευτυχώς τον πείσαμε να το τολμήσει, ιδίως ο Γιώργος ο Σκεύας. Ο Οιδίπους επί Κολωνώ δεν έχει τόσο δράση, είναι ένα πιο σκοτεινό, υπαρξιακό κείμενο, αλλά το πιστέψαμε όλοι. Με απέτρεπαν διάφοροι άνθρωποι γι’ αυτό το εγχείρημα, υπήρχαν ρίσκα. Τελικά, όμως, η οπτική μου δικαιώθηκε. Η γραμμή αυτού του project, όπως και η σκηνοθεσία και το ανέβασμα της όπερας, βασίστηκε στην λογική του κλασικού, λιτού ανεβάσματος. Ήμουν πεπεισμένος ότι φέτος ο κόσμος θα αναζητούσε τέτοιου είδους ανεβάσματα, κάτι που ερχόντουσαν και μας το έλεγαν μετά.
– Σήριαλ τηλεοπτικό θα τολμούσατε;
Έχουμε πρόταση, μπορώ να σας πω μόνο λίγα πράγματα. Μιλάμε για ΕΡΤ και για μια μικρή σειρά, λίγων επεισοδίων, βασισμένη σε πραγματική ιστορία. Ελπίζω να προχωρήσει, είναι για του χρόνου αυτό το project.
– Από πού τροφοδοτήθηκε η αισθητική σας, τι σας σμίλευσε; Γιατί ένας παραγωγός, για να πετύχει, οφείλει να έχει άποψη, γνώση, αλλά και κριτήριο.
Ο κινηματογράφος θα πω, έβλεπα από μικρός πάρα πολλές ταινίες. Αισθητικά, πήρα από αυτό και ό, τι πήρα το χρησιμοποιώ στο θέατρο. Μου αρέσει, ακόμα, η φωτογραφία, κάτι το οποίο κάνω. Παράλληλα, μου άρεσε και το marketing. Όλοι αυτοί οι κόσμοι ενώνονται στην θεατρική παραγωγή. Όμως, συνεχίζω να επηρεάζομαι, να εμπνέομαι και να δοκιμάζομαι. Δεν είμαι βέβαιος ότι θα κάνω θέατρο όσο ζω. Ακούω πολλή μουσική, ιδίως κλασική μουσική, έχοντας περάσει και από ροκ και από new age φάση. Διαβάζω αρκετά βιβλία, έχω εντρυφήσει αρκετά στους Γερμανούς φιλοσόφους, ποίηση όχι τόσο, εκτός των απολύτως κλασικών.
– Πώς είναι η ζωή, η καθημερινότητά σας;
Ιδιαίτερη. Γεμάτη συναντήσεις, συζητήσεις, αναβολές, συγκρούσεις. Οι καλλιτέχνες είναι πολύ ξεχωριστές περιπτώσεις, δεν είναι πάντοτε εύκολο να συνυπάρχεις ή να δουλεύεις μαζί τους. Το βράδυ πας θέατρο, παρακολουθείς, βλέπεις την πορεία κάποιων δουλειών, είσαι αλέρτ για τα επόμενα σχέδια. Θέλει στομάχι αυτή η δουλειά.
– Σας έχει διδάξει κάτι, λοιπόν, αυτή η δουλειά για την ζωή σας;
Ναι. Το ότι με επιμονή, πολλή δουλειά και λίγη τύχη μπορείς να κάνεις μεγάλα πράγματα. Το θέμα είναι να αντέχεις τον χρόνο. Έτσι μόνο. Δεν είναι μια δουλειά εφήμερη, είναι κομμάτι της ζωής, η ζωή σου γίνεται η δουλειά, ο προσωπικός χρόνος είναι ελάχιστος, από την άλλη έχει και πολλές ξέγνοιαστες, ευχάριστες στιγμές. Πάντως, οι προσωπικές μου σχέσεις-πλην ελαχίστων εξαιρέσεων- είναι με ανθρώπους εκτός του χώρου. Κι αυτό είναι μια συνειδητή επιλογή.
– Ο παραγωγός πρέπει να είναι και ισορροπιστής, έτσι δεν είναι; Εννοώ, διαχειρίζεστε μάλλον πολύ καλά τα συναισθήματά σας, τις εκρήξεις σας, τις ευάλωτες στιγμές σας.
Έτσι είναι ακριβώς, γι’ αυτό καμιά φορά πιέζεσαι πολύ. Τα συναισθήματα που βιώνω σε αυτή τη δουλειά είναι πολλά και πλούσια: χαρά, συγκίνηση, θυμός, αγανάκτηση ακόμα, ενθουσιασμός, όλα. Στην πρεμιέρα της Νόρμας κατασυγκινήθηκα. Με κυρίευσε η αίσθηση ότι τα καταφέραμε. Η αγκαλιά που με έκανε ο Καταλειφός το καλοκαίρι, έντονη η φόρτιση κι εκεί. Όμως, έχει πιο πολύ άγχος αυτή η δουλειά, παρά χαρά. Κάπως σα να μην προλαβαίνει ο παραγωγός να ευχαριστηθεί και να χαρεί την επιτυχία και τον θρίαμβο. Σαν κάτι να σε κυνηγά συνεχώς. Είμαι βέβαια και προσωπικά πολύ αυστηρός με τον εαυτό μου. Αρχίζω να σκέφτομαι πως αξίζει να βρίσκουμε μια στιγμή, έστω μια στιγμή, για να μπορούμε να αφουγκραζόμαστε την ικανοποίηση. Ίσως αυτό μας πάει, μάλιστα, ακόμα πιο μακριά.
✥ Μάθετε περισσότερα για την εταιρεία Λυκόφως εδώ.