Κυριακή 2 Ιουνίου, Θέατρο Ροές. Δυνατά χειροκροτήματα, συγκίνηση και ανάταση. Η τελευταία παράσταση. «Καλό καλοκαίρι, ραντεβού το φθινόπωρο». Αγκαλιές, φιλιά, ίσως βουρκώματα. Η ομάδα Ελλήνων ακροβατών και χορευτών “κι όμΩς κινείται”, μετά τις πολύ επιτυχημένες παραστάσεις των “Βακχών”, συνέχισε την ερευνητική της πορεία πάνω στο αρχαίο δράμα και στους τρόπους κατανόησης, προσέγγισης και παρουσίασής του με τους αριστοφανικούς “Βατράχους”. Η συνεργασία της ομάδας με τον Γιάννο Περλέγκα ήταν κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο (σας προετοιμάζω για έκρηξη κλισεδιάρικης φράσης) από κοινό και κριτικούς. Λίγο μετά το πέρας του πρώτου κύκλου παραστάσεων, εμείς συνομιλήσαμε με τον ηθοποιό που έγινε ευρύτερα γνωστός (παρά την συνεπή και σημαντική παρουσία του στις θεατρικές σκηνές) μέσω του δημοφιλούς σήριαλ ”Αυτή η Νύχτα μένει”.
«...Φέρτε μου να γεννήσω όλα τα μωρά της πλάσης / Δώστε μου να πεθάνω όλους τους θανάτους…» -στην παράσταση “Βάτραχοι” ακούγεται η Μάτση Χατζηλαζάρου, η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, ο Θωμάς Γκόρπας. Το σύμπαν αυτής της ξεχωριστής δουλειάς διέπεται από ρυθμό, μουσικότητα, λόγο, κίνηση. Από ό,τι -λίγο πολύ- και το σύμπαν του ίδιου του Περλέγκα. Οι Βάτραχοι θα ξαναπάνε, που λέμε. Και ο Περλέγκας επίσης, ευχόμαστε, να μην σταματήσει να «πηγαίνει» και να «έρχεται», ζητώντας το περίσσευμα του χρόνου μας, ημών των θεατών, των ακροατών, των πολιτών, και ουχί του κοινού όπως σημειώνει, για να τον δούμε και να τον ακούσουμε. Για να τον απολαύσουμε. Εμείς θα λέμε ”ναι”. Θα έχουμε καλούς λόγους…
– Η παράσταση Βάτραχοι ανήκει στην εποχή της: πολυπρισματική, σύγχρονη, αυθάδης ίσως. Πώς αισθάνεστε σε αυτήν την συνθήκη; Την προτιμάτε από ένα ”κλασικό” ανέβασμα;
Η παράσταση “Βάτραχοι” που ετοιμάζαμε εδώ και αρκετό καιρό με την ομάδα χορευτών και ακροβατών “κι όμΩς κινείται” ήταν αποτέλεσμα της ανάγκης μας να βρούμε έναν κοινό τόπο και τρόπο καλλιτεχνικής συνύπαρξης, συνεννόησης και αφήγησης, καθείς με τα όπλα του˙ εκείνοι με την κίνηση (και τη μουσική), εγώ με το λόγο. Ξέραμε εξαρχής ότι δεν θα επρόκειτο φυσικά για ένα «κλασικό» ανέβασμα, αλλά για μια παράσταση μεικτής, ας το πούμε, γλώσσας κι αυτό ακριβώς μας ενδιέφερε. Δεν κρύβω ότι αγαπώ τα κλασικά ανεβάσματα, αλλά σπάνια έχω βιώσει τέτοια σύμπνοια στην προετοιμασία μιας παράστασης. Ένιωσα μεγάλη χαρά που προσέγγισα το έργο, εκτός από τα δικά μου εργαλεία της υποκριτικής, και ως ερασιτέχνης ακροβάτης ή ακόμα πιο ερασιτέχνης χορευτής. Ένιωσα πιο ανοιχτός.
– Πώς ξεκίνησε η αγάπη σας για το ρεμπέτικο και ποια ήταν η τελευταία φορά που τραγουδήσατε σε κάποιο λάιβ;
Η σχέση μου με το ρεμπέτικο, όπως έχω πει πολλές φορές, είναι σχεδόν βρεφική, λόγω της προτίμησης του πατέρα μου στη μουσική αυτή και λόγω της συμμετοχής του ως ηθοποιού στο τότε σήριαλ “Το Μινόρε της Αυγής”. Αγαπούσα αυτά τα τραγούδια σαν μαϊμουδάκι μάλλον, τα έπαιζα στο πιάνο μόνος μου και αργότερα στο λύκειο συναντήθηκα με τους φίλους μου Στράτο Γκρίντζαλη και Μπάμπη Παπαδημητρίου. Χάρη στον Μπάμπη και κάποιους άλλους φίλους είχα αρχίσει να ψιλοπαίζω κιθάρα. Οι “Ραστ Χιτζάζ”, το σχήμα μας, η φιλία μας επί της ουσίας, καλά κρατεί από το μακρινό 1996. Τα τελευταία 3 χρόνια έχουμε τη χαρά να παίζει μαζί μας και η εξαίρετη συνάδελφος Ηρώ Μπέζου. Πέρα από τις προσωπικές μας ιστορίες όμως, το ρεμπέτικο είναι μια ανεξάντλητη πηγή που δεν στερεύει.
– Η σειρά “Αυτή η Νύχτα Μένει” ενδυνάμωσε σημαντικά την φήμη σας. Αυτό τι συναισθήματα σάς δημιούργησε; Έχω την αίσθηση ότι δεν είστε ακριβώς φαν αυτής της αναγνωρισιμότητας…
Δεν έχω κάποια ιδιαίτερη αίσθηση μιας ευρύτερης αναγνωρισιμότητας, ίσως επειδή αυτά τα δύο χρόνια που έπαιξα σε αυτά τα δύο σήριαλ έτυχε να μην παίξω στο θέατρο και επίσης ίσως επειδή έτυχε να μην έχω το χρόνο για ιδιαίτερη κοινωνική ζωή. Επίσης, την όποια φήμη έχω δεν την έχω κυνηγήσει, θεωρώ, με τρόπους που μπορεί να είθισται να την κυνηγάει κανείς και που είναι όλοι θεμιτοί, εννοείται. Όσοι άνθρωποι όμως με έμαθαν μέσω των τηλεοπτικών ρόλων και με αναγνωρίζουν, είναι εξαιρετικά ευγενικοί και συγκινητικοί στην απεύθυνσή τους. Και ένα κομμάτι του γιατί οι άνθρωποι αυτοί είναι συγκινητικοί, είναι ακριβώς το γεγονός ότι δεν σε αντιμετωπίζουν σαν φαν. Η τηλεόραση, το θέατρο, ο κινηματογράφος είναι, καλώς ή κακώς, ένα δημόσιο βήμα που έχουν δυνητικά οι καλλιτέχνες στα χέρια τους. Ζητάμε τον χρόνο αυτών των ανθρώπων, λέγοντάς τους ιστορίες. Είναι μεγάλη ευθύνη να ζητάς το περίσσευμα του χρόνου ενός ανθρώπου, ώστε να σε δει και να σε ακούσει να παριστάνεις κάτι. Πρέπει να είσαι καλά προετοιμασμένος και συντονισμένος. Σκεφτείτε πόσο συντονισμένη και προετοιμασμένη πρέπει να είναι μια ομάδα διαφορετικών ανθρώπων και ειδικοτήτων που διεκδικεί την προσοχή του λεγόμενου κοινού. Μισώ τη λέξη κοινό για τους θεατές.
– Έχετε πει παλαιότερα σε συνέντευξή σας: «Είμαι αιχμάλωτος του θεάτρου. Το μόνο πεδίο στο οποίο νιώθω ότι υπάρχουν οι δυνατότητες να εκτείνεται η εκφραστική μου παλέτα. Ταυτόχρονα, όμως, είναι και μια πελώρια φυλακή». Λέτε το ίδιο σήμερα; Και πώς θα το αναλύατε;
Πολλά λέει κανείς, σε διάφορες φάσεις… Αναγνωρίζω από αυτήν τη διατύπωση ότι μάλλον ακούγεται με αρνητική χροιά η λέξη «αιχμάλωτος», που την εννοούσα και εξακολουθώ να την εννοώ θετικά. Είμαι αιχμάλωτος του θεάτρου με την έννοια ότι με έχουν αιχμαλωτίσει από πολύ μικρό κάποιες αγάπες. Αγαπώ το θέατρο επειδή αγαπώ τη λογοτεχνία, την ποίηση, τη φιλοσοφία, την κατασκευαστική δύναμη κάποιων ανθρώπων που έχω θαυμάσει, ανθρώπων που μπορούν να παράγουν ομορφιά και αισθητική. Αγαπώ το θέατρο επειδή αγαπώ από παιδί τον Καραγκιόζη και το κουκλοθέατρο. Αγαπώ το θέατρο επειδή αγαπώ τα συνεννοημένα παιχνίδια που μπορούν να συντονίσουν οι φαντασίες των ανθρώπων. Ο κόσμος του θεάτρου μπορεί να γίνει φυλακή, όχι όμως το ίδιο το θέατρο. Άλλο το θέατρο, άλλο ο κόσμος του.
– Θα σκηνοθετούσατε κάποιο τηλεοπτικό σήριαλ; Μπορεί να είναι ένα τηλεοπτικό σήριαλ πραγματικά καλό ως δουλειά, ποιοτικά, δεδομένων των γνωστών περιορισμών χρόνου, χρήματος, πιέσεων για τηλεθέαση κτλ;
Δεν έχω τέτοιες βλέψεις, όχι. Όσον αφορά στην ερώτησή σας, φυσικά και υπάρχουν πολλές πραγματικά καλές δουλειές στην τηλεόραση όταν με βάση αυτούς τους περιορισμούς που είναι γνωστοί, οι άνθρωποι καταφέρουν να συνεννοηθούν στοιχειωδώς σχετικά με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Λατρεύω κάποια ξένα σήριαλ ως υποδείγματα υψηλής τηλεοπτικής τέχνης. Και στην Ελλάδα, υπάρχουν πλέον πολλές καλές στιγμές στην τηλεόραση. Μακάρι να είναι όλο και περισσότερες.
– Πιστεύετε στην έννοια «ταλέντο»; Και πώς θα το ορίζατε; Εσείς είχατε ταλέντο ως παιδί που ξεκινούσε την διαδρομή του στο θέατρο;
Είχα φοβερή τύχη, αυτό μπορώ να το πω σίγουρα. Ταλέντο φυσικό δεν πιστεύω πως είχα ή πως έχω, με την έννοια ότι ακόμα και σήμερα παιδεύομαι πολύ με το κομμάτι της έκθεσης που έχει η δουλειά του ηθοποιού. Υποψιάζομαι ότι φυσικό ταλέντο έχει κάποιος που δεν τον απασχολεί το κομμάτι της έκθεσης, του είναι αυτονόητο, εμένα μετά από 24 χρόνια συνεχούς έκθεσης ακόμα δεν μου είναι αυτονόητο. Δεν ξέρω να πω τι είναι το ταλέντο, δεν ξέρω πώς ορίζεται. Ήμουν υποψιασμένος λόγω θεατρικής οικογένειας για κάποια πράγματα, αλλά αυτό οφείλω να σας πω ότι μου κόστισε σε αθωότητα και αυθορμητισμό και στα πρώτα μου βήματα, ακόμα και σήμερα διαπιστώνω πως μου κοστίζει. Τι ορίζουμε ως ταλέντο; Την προδιάθεση; Είχα μια προδιάθεση σίγουρα, ως μαϊμουδάκι. Σημασία έχει πώς θα αναπτυχθεί ένας άνθρωπος μες σ’ αυτήν τη διαδρομή για την οποία μιλάτε, και υποψιάζομαι ότι χρειάζονται αρκετές δεκαετίες για να οριστεί αυτή η διαδρομή ως ταλέντο.
– Τι σας απασχολεί εκτός από τους “Βατράχους” αυτόν τον καιρό; Πού θα σας δούμε, τι να περιμένουμε; Εκτός του προξενιού της Ιουλίας που δεν ξέρω αν θα συνεχίσει…
Εκτός του “Προξενιού της Ιουλίας”, το οποίο είναι στο peak του αλλά τελειώνει, με απασχολεί πολύ η συνέχεια των πραγμάτων που κάνουμε στο θέατρο Ροές με τους “κι όμΩς κινείται”. Από το φθινόπωρο θα επαναληφθούν οι “Βάτραχοι” και θα παρουσιάσουμε παράλληλα και τη δουλειά που ήδη είχαμε ξεκινήσει από κοινού σε ένα θεατρικό έργο που αναμένω κι εγώ να γίνει με ιδιαίτερη χαρά.
– Τι σας λείπει από το ελληνικό θέατρο αυτήν την στιγμή; Μήπως έχουμε βιώσει έναν πρώτο κορεσμό; Ποιότητας, πρωτοτυπίας, πολυφωνίας, πολυθεματικότητας…;
Παρά τα επιμέρους προβλήματα που μπορεί να εντοπίσει κανείς, και είναι πολλά, και ακόμα περισσότερο σήμερα γιατί το θέατρο αλλάζει ραγδαία και σίγουρα δεν μοιάζει σε πολλά με το ελληνικό θέατρο που μπορεί να γνώρισα ή να πρόλαβα εγώ, αυτό που ακόμα μου λείπει είναι η καλή συνεννόηση, η σύμπνοια της ομάδας. Αυτή είναι που μου λείπει διαχρονικά, μάλλον αυτό είναι ένα διαχρονικό αίτημα όπως το σκέφτομαι, και δεν το λέω με πικρία επειδή μου λείπει. Μάλλον είναι μια αισιόδοξη διατύπωση, αν σκεφτώ ότι με την παράσταση των “Βατράχων” είχαμε τον χρόνο να συνεννοηθούμε για το τι θέλουμε να φτιάξουμε.
– Τι θα λέγατε σε ένα παιδί 18 χρονών που θα σας έλεγε σήμερα, τώρα, πως ονειρεύεται να γίνει ηθοποιός;
Δύσκολη ερώτηση. Ενδεχομένως θα προσπαθούσα να το εμπνεύσω να καταλάβει, πως μαζί με την δίκαιη και υπέροχη εκπλήρωση της ανάγκης του για προσωπική έκφραση, θα έπρεπε να αρχίσει να σκέφτεται τι πιστεύει πως εξυπηρετεί σε μεγαλύτερο κοινωνικό πλαίσιο αυτή η ανάγκη του για έκφραση. Το θέατρο μπορεί να σε μάθει, ευτυχώς, τι σημαίνει να ανήκεις, να είσαι κομμάτι ενός μεγαλύτερου συνόλου, που αναλαμβάνει να υπηρετήσει κάθε φορά, κάτι το οποίο το έχει θαυμάσει μια ευρεία ομάδα ανθρώπων κι όχι ένας έκαστος ψυχισμός. Αυτό κατά τη γνώμη μου είναι μεγάλο, υπέροχο και είναι ο λόγος για τον οποίο ακόμα λαχταρώ να παραμένω στο θέατρο. Είναι μια ουτοπική πράξη, εν τέλει μια πράξη αισιοδοξίας, ελπίδας και δημιουργίας.
– Τι κρίνετε πως πρέπει να αλλάξει στον τρόπο με τον οποίο διδάσκεται το θέατρο στην Ελλάδα;
Δυσκολεύομαι ακόμα περισσότερο να σας απαντήσω σε αυτήν την ερώτηση, μιας κι εγώ ο ίδιος ως δάσκαλος υποκριτικής δεν τα κατάφερα να διδάξω παρά έναν μόνο χρόνο πριν από αρκετά χρόνια. Αποδίδω αυτήν την αποτυχία μου στο ότι το ηθικό μου ηττήθηκε από την υπερπληθώρα μαθητών που υπήρχαν στις σχολές που δίδαξα. Δεν μπορεί φυσικά να γίνει δουλειά έτσι. Υπάρχουν δραματικές σχολές με 30 μαθητές ανά τάξη, ή τουλάχιστον υπήρχαν τότε που δίδαξα εγώ. Το σφρίγος που μπορεί να είχα ως υποψήφιος δάσκαλος υποκριτικής δέχτηκε ισχυρό πλήγμα, αλλά αναγνωρίζω ότι αυτό είναι δική μου ευθύνη τελικά. Δεν κάνουν επίσης όλοι οι άνθρωποι για δάσκαλοι.
– Για ποιον λόγο να δουν μετά το καλοκαίρι τους “Βατράχους” όσες, όσοι δεν τους πρόλαβαν; Τι θα κρατήσουμε από αυτήν την παράσταση;
Οι “Βάτραχοι” του Αριστοφάνη είναι ένα οριακό έργο, ένα σπουδαίο έργο γραμμένο την εποχή που η Αθηναϊκή Δημοκρατία ετοιμαζόταν να διαλυθεί από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Είναι επίσης ένα έργο που θρηνεί για το τέλος του θεάτρου, τη χρονιά που γράφτηκε, το 406 π.Χ., πεθαίνουν ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης. Το τέλος του κλασικού θεάτρου συμπίπτει με το τέλος της Αθηναϊκής Δημοκρατίας λοιπόν. Οι “Βάτραχοι” είναι ένας αποχαιρετισμός. Ο Διόνυσος κατεβαίνει στον Άδη για να φέρει πίσω τον ρεαλιστή Ευριπίδη και τελικά επιστρέφει με τον επικότερο Αισχύλο. Σε μια περίοδο που επέρχεται η ολική πολιτική καταστροφή, ο Αριστοφάνης λέει πως έχουμε όσο ποτέ ανάγκη τον λόγο των ποιητών. Η παράστασή μας είναι μια σκηνική σύνθεση με αφορμή τους «Βάτραχους» του Αριστοφάνη. Στο τέλος της παράστασης, στη θέση του αγώνα που εκτυλίσσεται ανάμεσα στον Αισχύλο και τον Ευριπίδη, έχουμε μια σκηνή εναερίων όπου ακούγονται οι φωνές σύγχρονών μας ποιητών, από τον Σικελιανό και τον Καββαδία μέχρι τον Λευτέρη Πούλιο και την Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ να απαγγέλουν ποιήματά τους. Υπάρχει ένα συγκλονιστικό ποίημα του Θωμά Γκόρπα που ακούγεται απ’ τη φωνή του: «Ο Πορφύρας και τόσοι άλλοι, ήταν λυρικοί μεγάλοι στον καιρό τους. Εμείς ούτε λυρικοί είμαστε, ούτε μεγάλοι κι ο καιρός μας είναι απέραντος». Νιώθω πως είναι πολύ συγγενικός με τους Βατράχους αυτός ο στίχος και συγκλονιστικά επίκαιρος, με την έννοια πως αντί να κλάψουμε κι άλλο για την ατυχία μας να ζούμε σ’ αυτόν τον καιρό της απέραντης παρακμής, ας βρούμε το σθένος να γίνουμε κι εμείς, έστω και ως ανάπηροι, λίγο λυρικοί.
Κυριακή 2 Ιουνίου, Θέατρο Ροές. Δυνατά χειροκροτήματα, συγκίνηση και ανάταση. Η τελευταία παράσταση. «Καλό καλοκαίρι, ραντεβού το φθινόπωρο». Αγκαλιές, φιλιά, ίσως βουρκώματα. Η ομάδα Ελλήνων ακροβατών και χορευτών “κι όμΩς κινείται”, μετά τις πολύ επιτυχημένες παραστάσεις των “Βακχών”, συνέχισε την ερευνητική της πορεία πάνω στο αρχαίο δράμα και στους τρόπους κατανόησης, προσέγγισης και παρουσίασής του με τους αριστοφανικούς “Βατράχους”. Η συνεργασία της ομάδας με τον Γιάννο Περλέγκα ήταν κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο (σας προετοιμάζω για έκρηξη κλισεδιάρικης φράσης) από κοινό και κριτικούς. Λίγο μετά το πέρας του πρώτου κύκλου παραστάσεων, εμείς συνομιλήσαμε με τον ηθοποιό που έγινε ευρύτερα γνωστός (παρά την συνεπή και σημαντική παρουσία του στις θεατρικές σκηνές) μέσω του δημοφιλούς σήριαλ ”Αυτή η Νύχτα μένει”.
«...Φέρτε μου να γεννήσω όλα τα μωρά της πλάσης / Δώστε μου να πεθάνω όλους τους θανάτους…» -στην παράσταση “Βάτραχοι” ακούγεται η Μάτση Χατζηλαζάρου, η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, ο Θωμάς Γκόρπας. Το σύμπαν αυτής της ξεχωριστής δουλειάς διέπεται από ρυθμό, μουσικότητα, λόγο, κίνηση. Από ό,τι -λίγο πολύ- και το σύμπαν του ίδιου του Περλέγκα. Οι Βάτραχοι θα ξαναπάνε, που λέμε. Και ο Περλέγκας επίσης, ευχόμαστε, να μην σταματήσει να «πηγαίνει» και να «έρχεται», ζητώντας το περίσσευμα του χρόνου μας, ημών των θεατών, των ακροατών, των πολιτών, και ουχί του κοινού όπως σημειώνει, για να τον δούμε και να τον ακούσουμε. Για να τον απολαύσουμε. Εμείς θα λέμε ”ναι”. Θα έχουμε καλούς λόγους…
– Η παράσταση Βάτραχοι ανήκει στην εποχή της: πολυπρισματική, σύγχρονη, αυθάδης ίσως. Πώς αισθάνεστε σε αυτήν την συνθήκη; Την προτιμάτε από ένα ”κλασικό” ανέβασμα;
Η παράσταση “Βάτραχοι” που ετοιμάζαμε εδώ και αρκετό καιρό με την ομάδα χορευτών και ακροβατών “κι όμΩς κινείται” ήταν αποτέλεσμα της ανάγκης μας να βρούμε έναν κοινό τόπο και τρόπο καλλιτεχνικής συνύπαρξης, συνεννόησης και αφήγησης, καθείς με τα όπλα του˙ εκείνοι με την κίνηση (και τη μουσική), εγώ με το λόγο. Ξέραμε εξαρχής ότι δεν θα επρόκειτο φυσικά για ένα «κλασικό» ανέβασμα, αλλά για μια παράσταση μεικτής, ας το πούμε, γλώσσας κι αυτό ακριβώς μας ενδιέφερε. Δεν κρύβω ότι αγαπώ τα κλασικά ανεβάσματα, αλλά σπάνια έχω βιώσει τέτοια σύμπνοια στην προετοιμασία μιας παράστασης. Ένιωσα μεγάλη χαρά που προσέγγισα το έργο, εκτός από τα δικά μου εργαλεία της υποκριτικής, και ως ερασιτέχνης ακροβάτης ή ακόμα πιο ερασιτέχνης χορευτής. Ένιωσα πιο ανοιχτός.
– Πώς ξεκίνησε η αγάπη σας για το ρεμπέτικο και ποια ήταν η τελευταία φορά που τραγουδήσατε σε κάποιο λάιβ;
Η σχέση μου με το ρεμπέτικο, όπως έχω πει πολλές φορές, είναι σχεδόν βρεφική, λόγω της προτίμησης του πατέρα μου στη μουσική αυτή και λόγω της συμμετοχής του ως ηθοποιού στο τότε σήριαλ “Το Μινόρε της Αυγής”. Αγαπούσα αυτά τα τραγούδια σαν μαϊμουδάκι μάλλον, τα έπαιζα στο πιάνο μόνος μου και αργότερα στο λύκειο συναντήθηκα με τους φίλους μου Στράτο Γκρίντζαλη και Μπάμπη Παπαδημητρίου. Χάρη στον Μπάμπη και κάποιους άλλους φίλους είχα αρχίσει να ψιλοπαίζω κιθάρα. Οι “Ραστ Χιτζάζ”, το σχήμα μας, η φιλία μας επί της ουσίας, καλά κρατεί από το μακρινό 1996. Τα τελευταία 3 χρόνια έχουμε τη χαρά να παίζει μαζί μας και η εξαίρετη συνάδελφος Ηρώ Μπέζου. Πέρα από τις προσωπικές μας ιστορίες όμως, το ρεμπέτικο είναι μια ανεξάντλητη πηγή που δεν στερεύει.
– Η σειρά “Αυτή η Νύχτα Μένει” ενδυνάμωσε σημαντικά την φήμη σας. Αυτό τι συναισθήματα σάς δημιούργησε; Έχω την αίσθηση ότι δεν είστε ακριβώς φαν αυτής της αναγνωρισιμότητας…
Δεν έχω κάποια ιδιαίτερη αίσθηση μιας ευρύτερης αναγνωρισιμότητας, ίσως επειδή αυτά τα δύο χρόνια που έπαιξα σε αυτά τα δύο σήριαλ έτυχε να μην παίξω στο θέατρο και επίσης ίσως επειδή έτυχε να μην έχω το χρόνο για ιδιαίτερη κοινωνική ζωή. Επίσης, την όποια φήμη έχω δεν την έχω κυνηγήσει, θεωρώ, με τρόπους που μπορεί να είθισται να την κυνηγάει κανείς και που είναι όλοι θεμιτοί, εννοείται. Όσοι άνθρωποι όμως με έμαθαν μέσω των τηλεοπτικών ρόλων και με αναγνωρίζουν, είναι εξαιρετικά ευγενικοί και συγκινητικοί στην απεύθυνσή τους. Και ένα κομμάτι του γιατί οι άνθρωποι αυτοί είναι συγκινητικοί, είναι ακριβώς το γεγονός ότι δεν σε αντιμετωπίζουν σαν φαν. Η τηλεόραση, το θέατρο, ο κινηματογράφος είναι, καλώς ή κακώς, ένα δημόσιο βήμα που έχουν δυνητικά οι καλλιτέχνες στα χέρια τους. Ζητάμε τον χρόνο αυτών των ανθρώπων, λέγοντάς τους ιστορίες. Είναι μεγάλη ευθύνη να ζητάς το περίσσευμα του χρόνου ενός ανθρώπου, ώστε να σε δει και να σε ακούσει να παριστάνεις κάτι. Πρέπει να είσαι καλά προετοιμασμένος και συντονισμένος. Σκεφτείτε πόσο συντονισμένη και προετοιμασμένη πρέπει να είναι μια ομάδα διαφορετικών ανθρώπων και ειδικοτήτων που διεκδικεί την προσοχή του λεγόμενου κοινού. Μισώ τη λέξη κοινό για τους θεατές.
– Έχετε πει παλαιότερα σε συνέντευξή σας: «Είμαι αιχμάλωτος του θεάτρου. Το μόνο πεδίο στο οποίο νιώθω ότι υπάρχουν οι δυνατότητες να εκτείνεται η εκφραστική μου παλέτα. Ταυτόχρονα, όμως, είναι και μια πελώρια φυλακή». Λέτε το ίδιο σήμερα; Και πώς θα το αναλύατε;
Πολλά λέει κανείς, σε διάφορες φάσεις… Αναγνωρίζω από αυτήν τη διατύπωση ότι μάλλον ακούγεται με αρνητική χροιά η λέξη «αιχμάλωτος», που την εννοούσα και εξακολουθώ να την εννοώ θετικά. Είμαι αιχμάλωτος του θεάτρου με την έννοια ότι με έχουν αιχμαλωτίσει από πολύ μικρό κάποιες αγάπες. Αγαπώ το θέατρο επειδή αγαπώ τη λογοτεχνία, την ποίηση, τη φιλοσοφία, την κατασκευαστική δύναμη κάποιων ανθρώπων που έχω θαυμάσει, ανθρώπων που μπορούν να παράγουν ομορφιά και αισθητική. Αγαπώ το θέατρο επειδή αγαπώ από παιδί τον Καραγκιόζη και το κουκλοθέατρο. Αγαπώ το θέατρο επειδή αγαπώ τα συνεννοημένα παιχνίδια που μπορούν να συντονίσουν οι φαντασίες των ανθρώπων. Ο κόσμος του θεάτρου μπορεί να γίνει φυλακή, όχι όμως το ίδιο το θέατρο. Άλλο το θέατρο, άλλο ο κόσμος του.
– Θα σκηνοθετούσατε κάποιο τηλεοπτικό σήριαλ; Μπορεί να είναι ένα τηλεοπτικό σήριαλ πραγματικά καλό ως δουλειά, ποιοτικά, δεδομένων των γνωστών περιορισμών χρόνου, χρήματος, πιέσεων για τηλεθέαση κτλ;
Δεν έχω τέτοιες βλέψεις, όχι. Όσον αφορά στην ερώτησή σας, φυσικά και υπάρχουν πολλές πραγματικά καλές δουλειές στην τηλεόραση όταν με βάση αυτούς τους περιορισμούς που είναι γνωστοί, οι άνθρωποι καταφέρουν να συνεννοηθούν στοιχειωδώς σχετικά με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Λατρεύω κάποια ξένα σήριαλ ως υποδείγματα υψηλής τηλεοπτικής τέχνης. Και στην Ελλάδα, υπάρχουν πλέον πολλές καλές στιγμές στην τηλεόραση. Μακάρι να είναι όλο και περισσότερες.
– Πιστεύετε στην έννοια «ταλέντο»; Και πώς θα το ορίζατε; Εσείς είχατε ταλέντο ως παιδί που ξεκινούσε την διαδρομή του στο θέατρο;
Είχα φοβερή τύχη, αυτό μπορώ να το πω σίγουρα. Ταλέντο φυσικό δεν πιστεύω πως είχα ή πως έχω, με την έννοια ότι ακόμα και σήμερα παιδεύομαι πολύ με το κομμάτι της έκθεσης που έχει η δουλειά του ηθοποιού. Υποψιάζομαι ότι φυσικό ταλέντο έχει κάποιος που δεν τον απασχολεί το κομμάτι της έκθεσης, του είναι αυτονόητο, εμένα μετά από 24 χρόνια συνεχούς έκθεσης ακόμα δεν μου είναι αυτονόητο. Δεν ξέρω να πω τι είναι το ταλέντο, δεν ξέρω πώς ορίζεται. Ήμουν υποψιασμένος λόγω θεατρικής οικογένειας για κάποια πράγματα, αλλά αυτό οφείλω να σας πω ότι μου κόστισε σε αθωότητα και αυθορμητισμό και στα πρώτα μου βήματα, ακόμα και σήμερα διαπιστώνω πως μου κοστίζει. Τι ορίζουμε ως ταλέντο; Την προδιάθεση; Είχα μια προδιάθεση σίγουρα, ως μαϊμουδάκι. Σημασία έχει πώς θα αναπτυχθεί ένας άνθρωπος μες σ’ αυτήν τη διαδρομή για την οποία μιλάτε, και υποψιάζομαι ότι χρειάζονται αρκετές δεκαετίες για να οριστεί αυτή η διαδρομή ως ταλέντο.
– Τι σας απασχολεί εκτός από τους “Βατράχους” αυτόν τον καιρό; Πού θα σας δούμε, τι να περιμένουμε; Εκτός του προξενιού της Ιουλίας που δεν ξέρω αν θα συνεχίσει…
Εκτός του “Προξενιού της Ιουλίας”, το οποίο είναι στο peak του αλλά τελειώνει, με απασχολεί πολύ η συνέχεια των πραγμάτων που κάνουμε στο θέατρο Ροές με τους “κι όμΩς κινείται”. Από το φθινόπωρο θα επαναληφθούν οι “Βάτραχοι” και θα παρουσιάσουμε παράλληλα και τη δουλειά που ήδη είχαμε ξεκινήσει από κοινού σε ένα θεατρικό έργο που αναμένω κι εγώ να γίνει με ιδιαίτερη χαρά.
– Τι σας λείπει από το ελληνικό θέατρο αυτήν την στιγμή; Μήπως έχουμε βιώσει έναν πρώτο κορεσμό; Ποιότητας, πρωτοτυπίας, πολυφωνίας, πολυθεματικότητας…;
Παρά τα επιμέρους προβλήματα που μπορεί να εντοπίσει κανείς, και είναι πολλά, και ακόμα περισσότερο σήμερα γιατί το θέατρο αλλάζει ραγδαία και σίγουρα δεν μοιάζει σε πολλά με το ελληνικό θέατρο που μπορεί να γνώρισα ή να πρόλαβα εγώ, αυτό που ακόμα μου λείπει είναι η καλή συνεννόηση, η σύμπνοια της ομάδας. Αυτή είναι που μου λείπει διαχρονικά, μάλλον αυτό είναι ένα διαχρονικό αίτημα όπως το σκέφτομαι, και δεν το λέω με πικρία επειδή μου λείπει. Μάλλον είναι μια αισιόδοξη διατύπωση, αν σκεφτώ ότι με την παράσταση των “Βατράχων” είχαμε τον χρόνο να συνεννοηθούμε για το τι θέλουμε να φτιάξουμε.
– Τι θα λέγατε σε ένα παιδί 18 χρονών που θα σας έλεγε σήμερα, τώρα, πως ονειρεύεται να γίνει ηθοποιός;
Δύσκολη ερώτηση. Ενδεχομένως θα προσπαθούσα να το εμπνεύσω να καταλάβει, πως μαζί με την δίκαιη και υπέροχη εκπλήρωση της ανάγκης του για προσωπική έκφραση, θα έπρεπε να αρχίσει να σκέφτεται τι πιστεύει πως εξυπηρετεί σε μεγαλύτερο κοινωνικό πλαίσιο αυτή η ανάγκη του για έκφραση. Το θέατρο μπορεί να σε μάθει, ευτυχώς, τι σημαίνει να ανήκεις, να είσαι κομμάτι ενός μεγαλύτερου συνόλου, που αναλαμβάνει να υπηρετήσει κάθε φορά, κάτι το οποίο το έχει θαυμάσει μια ευρεία ομάδα ανθρώπων κι όχι ένας έκαστος ψυχισμός. Αυτό κατά τη γνώμη μου είναι μεγάλο, υπέροχο και είναι ο λόγος για τον οποίο ακόμα λαχταρώ να παραμένω στο θέατρο. Είναι μια ουτοπική πράξη, εν τέλει μια πράξη αισιοδοξίας, ελπίδας και δημιουργίας.
– Τι κρίνετε πως πρέπει να αλλάξει στον τρόπο με τον οποίο διδάσκεται το θέατρο στην Ελλάδα;
Δυσκολεύομαι ακόμα περισσότερο να σας απαντήσω σε αυτήν την ερώτηση, μιας κι εγώ ο ίδιος ως δάσκαλος υποκριτικής δεν τα κατάφερα να διδάξω παρά έναν μόνο χρόνο πριν από αρκετά χρόνια. Αποδίδω αυτήν την αποτυχία μου στο ότι το ηθικό μου ηττήθηκε από την υπερπληθώρα μαθητών που υπήρχαν στις σχολές που δίδαξα. Δεν μπορεί φυσικά να γίνει δουλειά έτσι. Υπάρχουν δραματικές σχολές με 30 μαθητές ανά τάξη, ή τουλάχιστον υπήρχαν τότε που δίδαξα εγώ. Το σφρίγος που μπορεί να είχα ως υποψήφιος δάσκαλος υποκριτικής δέχτηκε ισχυρό πλήγμα, αλλά αναγνωρίζω ότι αυτό είναι δική μου ευθύνη τελικά. Δεν κάνουν επίσης όλοι οι άνθρωποι για δάσκαλοι.
– Για ποιον λόγο να δουν μετά το καλοκαίρι τους “Βατράχους” όσες, όσοι δεν τους πρόλαβαν; Τι θα κρατήσουμε από αυτήν την παράσταση;
Οι “Βάτραχοι” του Αριστοφάνη είναι ένα οριακό έργο, ένα σπουδαίο έργο γραμμένο την εποχή που η Αθηναϊκή Δημοκρατία ετοιμαζόταν να διαλυθεί από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Είναι επίσης ένα έργο που θρηνεί για το τέλος του θεάτρου, τη χρονιά που γράφτηκε, το 406 π.Χ., πεθαίνουν ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης. Το τέλος του κλασικού θεάτρου συμπίπτει με το τέλος της Αθηναϊκής Δημοκρατίας λοιπόν. Οι “Βάτραχοι” είναι ένας αποχαιρετισμός. Ο Διόνυσος κατεβαίνει στον Άδη για να φέρει πίσω τον ρεαλιστή Ευριπίδη και τελικά επιστρέφει με τον επικότερο Αισχύλο. Σε μια περίοδο που επέρχεται η ολική πολιτική καταστροφή, ο Αριστοφάνης λέει πως έχουμε όσο ποτέ ανάγκη τον λόγο των ποιητών. Η παράστασή μας είναι μια σκηνική σύνθεση με αφορμή τους «Βάτραχους» του Αριστοφάνη. Στο τέλος της παράστασης, στη θέση του αγώνα που εκτυλίσσεται ανάμεσα στον Αισχύλο και τον Ευριπίδη, έχουμε μια σκηνή εναερίων όπου ακούγονται οι φωνές σύγχρονών μας ποιητών, από τον Σικελιανό και τον Καββαδία μέχρι τον Λευτέρη Πούλιο και την Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ να απαγγέλουν ποιήματά τους. Υπάρχει ένα συγκλονιστικό ποίημα του Θωμά Γκόρπα που ακούγεται απ’ τη φωνή του: «Ο Πορφύρας και τόσοι άλλοι, ήταν λυρικοί μεγάλοι στον καιρό τους. Εμείς ούτε λυρικοί είμαστε, ούτε μεγάλοι κι ο καιρός μας είναι απέραντος». Νιώθω πως είναι πολύ συγγενικός με τους Βατράχους αυτός ο στίχος και συγκλονιστικά επίκαιρος, με την έννοια πως αντί να κλάψουμε κι άλλο για την ατυχία μας να ζούμε σ’ αυτόν τον καιρό της απέραντης παρακμής, ας βρούμε το σθένος να γίνουμε κι εμείς, έστω και ως ανάπηροι, λίγο λυρικοί.