Μου έδωσε ραντεβού στο σπίτι του και με παρακάλεσε να πάω μετά τις βραδινές ειδήσεις. Έφτασα νωρίτερα και -για να ροκανίσω τον χρόνο- άφησα πίσω μου την άχαρη σκιά του ξενοδοχείου Κάραβελ, περπατώντας αργά πλάι στο δασάκι του Συγγρού. Χθες παραιτήθηκε η κυβέρνηση και, από τις ανοιχτές μπαλκονόπορτες της οδού Αντιφίλου, ένα χαρμάνι από τις φωνές των Χατζηνικολάου, Κανέλη, Κουίκ, μαζί με διαφημιστικά μηνύματα και μουσικές, έφτιαχνε το μιούζικαλ του καθημερινού μας βίου. Σκέφτηκα πως αν όλο αυτό το πολύβουο σκηνικό ξετυλιγόταν μέσα σε μια μουσική ταινία του Δαλιανίδη, ξαφνικά θα έπεφτε μια μεγαλοπρεπέστατη σιωπή που αμέσως θα την έκανε κομμάτια η ριπή των ντραμς και θα εμφανιζόταν το μπαλέτο των ψηφοφόρων για να εκτελέσει το μεγάλο χορευτικό του φινάλε. Τη στιγμή που ετοιμαζόμουν να χτυπήσω το κουδούνι, ένα τζιπάκι με δύο ιδιωτικούς αστυνομικούς έστριψε απότομα τη γωνία. Μάλλον ήθελαν να σιγουρευτούν πως δεν ήμουν ένας απρόσκλητος επισκέπτης αλλά ότι κάποιος ένοικος της πολυκατοικίας με περίμενε. Ώσπου ν’ ανοίξει η πόρτα, στο ταμπλό των κουδουνιών διάβασα αρκετά ονόματα διασημοτήτων.

Αν συναντήσετε κάποτε τον Γιάννη Δαλιανίδη, ίσως μείνετε με την εντύπωση ότι ο μισός του εαυτός λείπει -από καιρό- σε ταξίδι. Λες και είναι κατά το ήμισυ φευγάτος, χωρίς αυτό να προσβάλλει ή να αποδιοργανώνει τους γύρω του. Αν μιλήσετε κιόλας μαζί του, θα έχετε την ευκαιρία να περάσετε μερικές γοητευτικές ώρες –αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να μάθετε πού βρισκόταν το άλλο μισό της σκέψης του. «Αφού δεν ξέρω ούτε εγώ ο ίδιος», ομολογεί… «Πάντα στέκομαι ανάμεσα στο Εδώ και στο Αλλού. Μόνο όταν είμαι ερωτευμένος ξέρω τι θέλω. Ο έρωτας είναι το άλλο μου μισό».

Περιμένοντας να φέρει απ’ το ψυγείο το μπουκάλι με το νερό, περιεργαζόμουν την άνετη αρχιτεκτονική του διαμερίσματος. Αν έστηνες μερικούς προβολείς και μια κάμερα, μπορούσες να γυρίσεις ταινία. Από το μπαλκόνι του πρώτου ορόφου έβλεπα τα φώτα στα μπαράκια της περιοχής ν’ ανάβουν προαναγγέλλοντας άλλη μια νύχτα Σεπτεμβρίου.

Τα πιο κρίσιμα χρόνια του, λοιπόν, τα φύσαγε από παντού ο Βαρδάρης. Στην πιο παλιά φωτογραφία του είναι τελείως μόνος, στην είσοδο του… πατρικού σπιτιού, στην πλατεία Αριστοτέλους. Δεκαπέντε μηνών παιδάκι. Μόλις που τον είχαν υιοθετήσει οι Δαλιανίδηδες. «Άσε καλύτερα, μην τα σκαλίζεις», μου λέει… «Είναι μεγάλη ιστορία και αρκετά μελό». Με δυο λόγια, ωστόσο: Οι άνθρωποι που τον έφεραν στον κόσμο ήταν Ρωσοπόντιοι πρόσφυγες και είχαν έρθει το ’22-‘23 στη Θεσσαλονίκη. Γεννήθηκε λίγο πριν πεθάνει ο πατέρας του από πνευμονία και ο μικρός Γιάννης απέμεινε με τη γυναίκα που τον γέννησε, σ’ ένα παράπηγμα προσφυγικό… «Ευτυχώς που βρέθηκε στο δρόμο μου ο Ναούμ Δαλιανίδης, από τη Σιάτιστα της Δυτικής Μακεδονίας. Ήταν παντρεμένος με την Ολυμπία Κύρου, μια μορφωμένη Θεσσαλονικιά, από πολύ καλή οικογένεια. Το ζευγάρι δε μπορούσε να αποκτήσει παιδιά και κάποιος κοινός γνωστός τούς μίλησε για μένα… Όπως μου έλεγε χρόνια αργότερα η μητέρα μου, η Ολυμπία -όταν ήρθαν με τον Ναούμ στην παράγκα που ζούσα για να με δούνε- βρήκαν ένα σκελετωμένο πλάσμα. Και όπως άπλωσε τα χέρια της για να με πάρει αγκαλιά, άπλωσα κι εγώ τα δικά μου σαν να ήθελα να φύγω από κει μέσα, να λυτρωθώ… Για σκέψου να είχα βάλει τα κλάματα ή να είχα στρέψει το κεφάλι».

Έστησα το μαγνητόφωνό μου πάνω στο ξύλινο παλιό γραφείο. Στον τοίχο -πλάι στην μπαλκονόπορτα- κρεμόταν ένα κορνιζαρισμένο κέντημα. Οι πολύχρωμες κλωστές σχημάτιζαν τη φράση: «Κύριε Δαλιανίδη. ΕΥΤΥΧΕ ΤΟ ’84». Σχολίασα την έλλειψη του Σίγμα, γελώντας.

– Προφανώς θα έγινε λάθος!

Αποκλείεται! Από ευγένεια θα το παρέλειψε η κεντήστρα. Φαίνεται πως κάτι δεν της πήγαινε καλά με το: «Ευτυχέ(ς) το».

– Ποιο ήταν το πιο κακόγουστο πράγμα που σας έχουν προσφέρει ως δώρο;

Α, έχω λάβει ένα σωρό κακόγουστα πράγματα στη ζωή μου. Τα έφερναν όμως με τόση αγάπη, που εγώ τα έβαζα μεσ’ στο σαλόνι μου -ή στο χώρο μου γενικότερα – για να τα βλέπω και να μου θυμίζουν την αγάπη του κάθε ανθρώπου. Τα… ανεχόμουν. Δηλαδή, ανεχόμουν την ασκήμια του δώρου… Ενώ, δεν αντέχω την ασκήμια. Δεν την αντέχω. Πάντοτε στη ζωή, τα ήθελα να είναι όλα ωραία.

– Μπορούμε να δώσουμε στη ζωή μας την όψη που επιθυμούμε;

Ναι, παιδί μου. Νομίζω ότι ακόμα και ο ίδιος ο άνθρωπος μπορεί να γίνει ωραίος, αν φρόντιζαν γι’ αυτό οι γονείς του… Μην ξεχνάμε πως οι αρχαίοι κάτι ξέρανε που βάζανε αγάλματα ωραίων θεών, στο χώρο που βρίσκονταν οι έγκυες. Και απ’ το πολύ που έβλεπε η έγκυος την ομορφιά, έβγαινε και το παιδί ωραίο. Φαίνεται πως η γυναίκα που με γέννησε δεν είχε καθόλου αγάλματα αρχαία στο σπίτι… (γέλια) Και έτσι, το πήρα από πολύ μικρός απόφαση -κοιτώντας στον καθρέφτη- ότι εξωτερικά τουλάχιστον η κατάσταση μου δεν έπαιρνε βελτίωση. Και λέω: «Ας κοιτάξω να κερδίσω τον κόσμο με άλλον τρόπο».

– Οι φανατικοί επικριτές του έργου σας λένε ότι το παρακάνετε με την επιμονή σας να μας δείχνετε στο πανί την πιο κακόγουστη όψη της μικροαστικής κοινωνίας… Ότι αυτή σας η εμμονή επηρέασε αρνητικά τις αντιλήψεις, τα αισθήματα και τις ιδέες των θεατών σας… Ότι καταγράψατε σε φιλμ το Έπος της Φορμάικας –που άρχισε να επιπλώνει τα σπίτια και τις… ψυχές μας, από τα πρώτα χρόνια του Εξήντα… Ότι οι ήρωες σας είχαν πάντα μια συμπεριφορά ξελιγωμένη και ψευτοαμερικάνικη… Ότι ενώ -με τις ταινίες σας- είχατε τη δύναμη να υπονομεύσετε αυτήν τη διαβρωτική πραγματικότητα που απλωνόταν σαν λεκές -παντού στην ελληνική κοινωνία- εσείς τη μεγεθύνατε στην οθόνη του σινεμά, με αποτέλεσμα να γίνει οικεία σχεδόν σε όλους… Δέχεστε την κατηγορία;

Δεν ξέρω πώς ακριβώς το σκέφτονται… αλλά είναι αστείο. Διότι εγώ δεν έκανα τίποτα περισσότερο απ’ το να στήνω έναν καθρέφτη μπροστά σ’ αυτήν την κοινωνία, την όποια κοινωνία εκείνης της εποχής. Αν, λοιπόν, η κοινωνία ήταν κιτς, μέσα στις ταινίες μου αυτό ακριβώς το κιτς έπρεπε να φανεί… Καταρχάς δεν έχω καμιά διάθεση ούτε να απολογηθώ ούτε να υπερασπίσω τον εαυτό μου. Οι ικανότητες μου είναι γνωστές. Δε θα μιλήσω εγώ γι’ αυτές…Εκείνο που προσπάθησα πολύ -με τις όποιες δυνάμεις είχα, στο κάτω κάτω της γραφής- ήταν να κρατάω μια ποιότητα. Και αυτή η ποιότητα, κάθε μέρα που περνάει, επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι δεν μπόρεσαν να ξαναγίνουν τέτοιες ταινίες. Η δε αντοχή τους στην τηλεόραση, ύστερα από τόσα χρόνια; Μια αντοχή τρομακτική… Δέκα και δεκαπέντε φορές έχει παιχτεί η καθεμιά τους. Και οι άνθρωποι τις βλέπουν ακόμα· και ας τις έχουν δει και ξαναδεί τόσες φορές. Είναι φαινόμενο. Ας το αναλύσουν αυτοί οι οποίοι θέλουν να είναι ακόμα αρνητικοί απέναντι στο έργο μου.

– Ποιοι, δηλαδή;

Οι γνωστοί άγνωστοι για τους οποίους αποτελώ το στόχαστρο.

– Για ποιο λόγο;

Α, είναι διάφοροι οι λόγοι. Πρώτα πρώτα ο  χώρος είναι πάρα πολύ μικρός. Οι ανταγωνισμοί, τα μίση, τα πάθη, επίσης πάρα πολλά. Κάποιοι είναι τοποθετημένοι εδώ, κάποιοι είναι τοποθετημένοι αλλού και πολλές φορές κάποιοι είναι ανίδεοι. Και για κάποιους δεν είμαι συμπαθής. Κι ύστερα, όταν κάνεις διαρκώς επιτυχίες, δεν είναι δυνατόν να μην ενοχλήσεις, σ’ αυτό τον τόπο… Εντέλει, αν μπορούσε κάποιος να κάνει καλύτερες μουσικές ταινίες απ’ τις δικές μου, ας έβγαινε να τις κάνει.

– Γιατί σας διάλεξε η επιτυχία;

Η επιτυχία διάλεξε εμένα ή εγώ την επιτυχία;… Την κυνηγούσα από μικρό παιδί και κάπου την έπιασα… Αν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη, θα φτάσεις κάποτε –όσος καιρός κι αν περάσει.

– Παίρνετε δικαιώματα απ’ όλες αυτές τις ταινίες σας που παίζει η τηλεόραση;

Και βέβαια. Παίρνω, γιατί τα συμβόλαια μου όλα ήταν με ποσοστά. Δε δεχόμουν φιξ ποσό. Μόνο μερικά από τα πρώτα μου σενάρια πούλησα παίρνοντας την αμοιβή μια και έξω. Από κει και πέρα, δε θέλησα να ξεκοπώ από την τύχη των ταινιών μου. Όλοι αυτοί που -κατά καιρούς- με έκριναν αρνητικά, βλέπω ότι σήμερα αναθεωρούν τις απόψεις τους για μένα. Και ξέρετε γιατί;

– Εσείς να μου πείτε.

Τις αναθεωρούν γιατί οι νεότεροι πια -που δεν έχουν καμιά ανταγωνιστική διάθεση απέναντί μου- δέχτηκαν πολύ θετικά όλη την παλιά μου τη δουλειά. Έτσι, και οι παλιότεροι, βλέποντας τους καινούριους να αποδέχονται και να παραδέχονται την όποια ποιότητα της δουλειάς μου, αναγκάζονται να προσέξουν και εκείνοι το έργο μου με άλλο μάτι.

– Σας ονομάζουν «Πατέρα του Ελληνικού Μιούζικαλ». Τι σήμαινε κάποτε για τη ζωή σας αυτός ο τίτλος;

Τις ταινίες μου, εγώ, ποτέ δεν τις χαρακτήρισα «Μιούζικαλ». Πάντοτε μιλούσα για μουσικές κωμωδίες, όπως οι «Θαλασσιές Οι Χάντρες» – ή για μουσικά δράματα, όπως το «Γυμνοί στο Δρόμο»… Όσο για τον τίτλο που είπατε, σας πληροφορώ πως τίποτα δεν καταλάβαινα εγώ απ’ όλα αυτά που μου συνέβαιναν, εξαιτίας της φήμης… Δεν καταλάβαινα τι μπορεί να σήμαινε επιτυχία… Ζούσα με την επιθυμία να γράψω, να δημιουργήσω, να φτάσω… Να βρίσκομαι στο πλατό. Να γυρίζω ταινίες… Κυνηγούσα τη χαρά της δημιουργίας, όποια ποιότητα κι αν είχε αυτή η δημιουργία… Δεν ένιωσα ποτέ τη δύναμη που ίσως να είχα και πόσοι μπορεί να σκέφτονταν ότι πρέπει να με πλησιάσουν για να πάρουν μια θέση μέσα σε ό,τι έφτιαχνα… Ποτέ δε σκέφτηκα πόσο μισητός μπορεί να ήμουνα σε κάποιους… Δικαιολογούσα απόλυτα αυτούς που με αντιπαθούσαν, ιδιαίτερα στο χώρο τον επαγγελματικό. Το χώρο των ανταγωνιστών… Θα μου πείτε, όταν έχεις τη μια επιτυχία μετά την άλλη, είναι πολύ εύκολο να είσαι μεγαλόκαρδος. Αν μου είχαν έρθει ανάποδα τα πράγματα, δεν ξέρω αν θα ήμουνα ο ίδιος άνθρωπος… Δεν μπορώ να υπερηφανευτώ για μεγαλοψυχία- αλλά μέσα από την επιτυχία έβρισκα πάντα έναν τρόπο να συγχωρώ ακόμα και αυτούς που μου έκαναν πολύ κακό, που με πλήγωσαν αφάνταστα.

– Αν έπιανε μια μεγάλη φωτιά στις κινηματογραφικές αποθήκες, ποια ταινία σας θα τρέχατε να σώσετε;

Δεν ξέρω. Αγαπώ τόσες πολλές και για τόσο διαφορετικούς λόγους την καθεμιά… Απ’ τις κωμωδίες που έγραψα και σκηνοθέτησα, αγαπάω πιο πολύ το «Ανθρωπάκι», με τον Κώστα Βουτσά… Από κει και πέρα έχω τη «Στεφανία Στο Αναμορφωτήριο» αλλά έχω και το «Νόμο 4000»…Απ’ τις μουσικές ταινίες μου, μ’ αρέσει το «Μερικοί το Προτιμούν Κρύο», που ήταν και η πρώτη κωμωδία μου με μουσικές παρεμβολές. Αγαπάω και το «Κάτι να Καίει». Είναι μια καλή κωμωδία, γεμάτη χορό και τραγούδι… Αλλά δεν θα μπορούσα ν’ αφήσω τη φωτιά να μου καταστρέψει το «Ραντεβού στον Αέρα». Ή το «Μια Κυρία στα Μπουζούκια». Ή το «Γοργόνες και Μάγκες», με εκείνα τα τόσο ωραία τραγούδια που έγραψε ο Μίμης Πλέσσας… «Καμαρούλα μια σταλιά». «Άνοιξε πέτρα»… Άρα, αν συμβεί ποτέ αυτό που είπες, θα πρέπει να ‘ρθεις μαζί μου, να με βοηθήσεις να σώσουμε περισσότερες από μία.

– Υπάρχει κάτι που να το αγαπάτε από τότε που ήσασταν μικρό παιδί;

Τον χορό… Είναι ένα στοιχείο που δε μπόρεσα να αποβάλω. Ακόμα χορεύω, όταν είμαι μόνος μου και ακούω κάποια αγαπημένα μου μιούζικαλ αμερικάνικα. Ή τα παλιά κομμάτια του Γκέρσουιν. Ή και πιο καινούρια μιούζικαλ. Το «Κόρους Λάιν», για παράδειγμα… Μ’ αρέσει να ακούω τη μουσική πάρα πολύ δυνατά. Γι’ αυτό έχω φτιάξει απόλυτη μόνωση στο σπίτι, θα μπορούσα να το κάνω ντισκοτέκ και να μην καταλάβουν τίποτα οι διπλανοί.

– Αν γυρίζατε μια ταινία με θέμα τη ζωή σας, ποια θα ήταν η πρώτη σκηνή;

Κοντινό σε δυο πόδια που προσπαθούν να χορέψουν κλακέτες… Όταν πήγαινα στο Δεύτερο Γυμνάσιο, στη Θεσσαλονίκη, ήμουν συμμαθητής με τον Σπύρο Λασκαρίδη τον ηθοποιό. Ο Λασκαρίδης μου έδειξε πώς χορεύουν κλακέτες. Είχε μάθει από τη Λουΐζα Ποζέλη. Τη μούσα του Αττίκ. Το «Ποζελάκι» το γνωστό, που είχε γράψει ο Αττίκ -για χάρη της- την «Παπαρούνα». Η Ποζέλη ήταν ο πιο μεγάλος έρωτας του Αττίκ. Έρωτας με τον τρόπο που είχε ο Αττίκ να ερωτεύεται τα μεγάλα ταλέντα που ανακάλυπτε… Αργότερα, το Ποζελάκι έγινε μεγάλη πρωταγωνίστρια του μουσικού θεάτρου, εδώ στην Αθήνα. Ήταν βέρα Θεσσαλονικιά και για ένα διάστημα είχε χορέψει μαζί μ’ ένα νέγρο κλακετίστα που είχε έρθει στη Θεσσαλονίκη. Απ’ αυτόν εξέλιξε την ικανότητά της στις κλακέτες… Κι ύστερα, η Ποζέλη δίδαξε τον Λασκαρίδη -ο οποίος μου μάθαινε και μένα τα βήματα και τα κόλπα. Και κατεβαίναμε μαζί τις φαρδιές σκάλες του γυμνασίου, στο διάλειμμα, κι εγώ προσπαθούσα να ακολουθήσω τον Σπύρο ο οποίος ήδη χόρευε πολύ καλά… Αυτό θα ήταν και το πρώτο πλάνο μιας αυτοβιογραφικής ταινίας μου: Δυο πόδια νεανικά προσπαθούν να χορέψουν ανεπιτυχώς κλακέτες. Κι αυτός ο νεαρός θα ήμουν εγώ… Από κει και πέρα θα ξετυλιγόταν όλο το κουβάρι της ζωής μου και πάλι σ’ αυτή τη σκηνή θα έφτανα. Με την ίδια σκηνή θα τελείωνα. Τώρα πια, να προσπαθώ να χορέψω κλακέτες. Θα ‘θελα πολύ να παίξω κάποτε σ’ ένα έργο μου και να χορέψω φορώντας μια μάσκα. Να μην καταλάβει κανένας ότι είμαι εγώ. Δεν το πραγματοποίησα ως τώρα.

– Ενώ στις ταινίες σας υπάρχετε -πάντα- σε κάποιο πλάνο. Σας έχω δει πολλές φορές.

Ξέρεις γιατί; Όχι επειδή ήθελα να μιμηθώ τον Χίτσκοκ, που του άρεσε να εμφανίζεται για μια στιγμή μέσα στις ταινίες του. Εγώ το έκανα για άλλους λόγους. Από σύμπτωση βρέθηκα πρώτη φορά μέσα σε ταινία μου… Κάποτε γύριζα μια σκηνή με τη Βουγιουκλάκη στην πλατεία Συντάγματος και υποτίθεται πως τη χτυπούσε ένα αυτοκίνητο. Πέφτει λοιπόν η Αλίκη στο δρόμο και μαζεύτηκε πολύς κόσμος… Είχα κρύψει τη μηχανή και κάποια στιγμή, ορισμένοι περαστικοί μπήκαν -άθελα τους- μπροστά στην κάμερα και δεν έβλεπα τη σκηνή. Μπήκα λοιπόν στο πλάνο, ανάμεσα στο πλήθος – και με τρόπο τους τράβαγα και τους έσπρωχνα να φύγουν… Το στιγμιότυπο γυρίστηκε και υπήρχα μέσα κι εγώ. Η ταινία έκανε επιτυχία κι έτσι, την επόμενη φορά, λέω: «Μπας και είμαι γουρλής;». Και στην επόμενη ταινία μου, ξανάπαιξα σ’ ένα πλάνο. Πήγε και αυτή καλά κι από κει και πέρα δε με σταματούσε τίποτα… Και μου έμεινε η συνήθεια να εμφανίζομαι σε κάποιο πλάνο.

– Είστε προληπτικός;

Τότε, όλοι εμείς, κυνηγώντας τα εισιτήρια, λίγο πολύ γινόμασταν προληπτικοί. Τόσο προληπτικοί, που όταν γύριζα τον «Κατήφορο», σε μια σκηνή ξεκίνησε απότομα το αυτοκίνητο και ο Βουτσάς τινάχτηκε από τη θέση του, έπεσε στη γωνία του παρμπρίζ και χτύπησε, βγάζοντας και λίγο αίμα. Επειδή ο «Κατήφορος» έκανε μεγάλη επιτυχία, στην επόμενη ταινία, όπου -πάλι από σύμπτωση- ξαναχτύπησε ο Βουτσάς, άρχισε να φωνάζει: «Αίμα! Αίμα! Αίμα! Θα έχουμε πάλι επι­τυχία». Και βγαίνει ο «Νόμος 4000» και σπάει τα ταμεία.

– Δηλαδή ήταν μια επιτυχία πληρωμένη με αίμα.

Ναι, με το αίμα του Βουτσά… Τόσο που όταν ήρθε ο καιρός για την τρίτη ταινία, αρχίσαμε να επιδιώκουμε να χτυπήσει και να βγάλει αίμα. Για να έχουμε κι άλλη επιτυχία.

– Ποια στιγμή καταλάβατε ότι ο εγχώριος κινηματογράφος άρχισε να χάνει την κερδοφόρα πορεία του;

Τρόμαξα όταν κάποτε -το 1962- πήγα στη Γερμανία, στο Μόναχο, και πήγα να δω τα στούντιο της Bavaria. Ο ξεναγός μας είπε ότι από τα δέκα μεγάλα πλατό, τα εννιά δούλευαν για την τηλεόραση και μόνο στο ένα γυρίζονταν ακόμα ταινίες. Και λέω: «Να ο επερχόμενος χαμός. Δε μπορεί, θα έρθει και εδώ». Αυτό ήταν κάτι που δεν το πίστευαν οι κινηματογραφιστές. Έλεγαν ότι ο ελληνικός λαός είναι διαφορετικός, αποκλείεται να τον πείσουν να κλειστεί μέσα στο σπίτι του, για να βλέπει τηλεόραση. Και πως αποκλείεται να γίνουν εδώ τέτοιου είδους προγράμματα που να μπορέσουν να κρατήσουν τον κόσμο μέσα… Αλλά, διαψεύστηκαν. Ήρθε η τηλεόραση, ήρθαν και οι διαφημίσεις που έκαναν τα κανάλια να σταθούν στα πόδια τους και να δημιουργήσουν πανάκριβες παραγωγές.

– Μου είπαν ότι είστε πολύ καταπιεστικός, στο πλατό. Και αν οι ηθοποιοί δεν τα πουν όπως τους υποδείξατε, γίνεστε θηρίο. Και πολύ συχνά παίζετε εσείς τη σκηνή μπροστά τους, ώστε να μην υπάρξει αμφιβολία για το τι ακριβώς τους ζητάτε.

Τεράστιο λάθος. Δεν ξέρω ποιος σας το είπε αυτό, αλλά εγώ -απεναντίας- από τον ηθοποιό ζητώ να μου δώσει με δικό του τρόπο το πάθος, τον πόνο, την ευχάριστη διάθεση… Του δείχνω μόνο την κίνηση. Τον τρόπο που θα μπει στη σκηνή και πώς θα κινηθεί στο χώρο. Είναι αναγκαίο αυτό.

– Δε μπορεί ο σκηνοθέτης να δίνει προφορικές οδηγίες;

Δηλαδή: «Περπάτησε από κει και έλα εδώ;» Όχι. Θέλω να είναι πιο συγκεκριμένα τα πράγματα. Επιμένω στην ακριβή θέση, για λόγους φωτισμού πρώτ’ απ’ όλα. Ώστε να έχω τις φωτοσκιάσεις και την ατμόσφαιρα που θέλω… Ξέρετε τι λέω πολύ συχνά στους ηθοποιούς; Μια φράση του Όσκαρ Γουάιλντ: «Άμλετ υπάρχουν τόσοι, όσες και μελαγχολίες». Δώσε μου εσύ τη μελαγχολία, τη δική σου μελαγχολία, και να είσαι σίγουρος ότι αυτό θέλω κι εγώ. Αυτό ζητάει ο ήρωας μου… Ο καθένας έχει ένα δικό του τρόπο να μελαγχολεί.

– Κι όταν κάποιος δεν καταφέρνει καλά αυτό που του ζητάτε να κάνει, θυμώνετε;

Μπορεί να θυμώνω, αλλά δε μνησικακώ. Οι φωνές που βάζω, είναι κι αυτές μέσα στον οίστρο της δουλειάς.

– Και για να υπενθυμίσετε ότι εσείς είστε το αφεντικό στο γύρισμα;

Μα το θεωρώ δεδομένο. Δεν πιστεύω ότι μπορεί κανένας -την ώρα του γυρίσματος- να μου αμφισβητήσει το οτιδήποτε. Και κυρίως, την ηγεμονία μου μέσα στο πλατό. Άρα δεν έχω κανένα λόγο να θέλω να επιβληθώ δια της φωνής… Όχι μόνο δε φωνάζω αλλά προσπαθώ και να απομυθοποιηθώ, λέγοντας πολύ χοντρά αστεία και κάνοντας πολλές φορές μέχρι και άσεμνες χειρονομίες. Να πάψω να είμαι το «Τέρας»… Η αλήθεια είναι ότι τον τελευταίο καιρό, στην τηλεόραση, οι φωνές μου είναι κάπως πιο έντονες. Δεν είμαι ο ήρεμος και τόσο υπομονετικός Γιάννης Δαλιανίδης των πλατό της «Φίνος Φιλμ»… Διότι και μόνο το γεγονός ότι δεν κάνω κινηματογράφο αλλά τηλεόραση, ήδη μου στοιχίζει.

– Θα πρέπει να είναι πολύ διαφορετικές οι συνθήκες δουλειάς.

Το συζητάς; Θα πιστέψεις ένα πράγμα; Τότε, εκεί, ήμασταν όλοι ψώνια. Δουλεύαμε με μια τρομακτική διάθεση, απ’ τον πρώτο ως τον τελευταίο… Μέχρι και το παιδί που κουβαλούσε τα καλώδια συμμετείχε με όλη του την ψυχή… Τώρα, μπαίνω στα τηλεοπτικά στούντιο και λέω μέσα μου: «Πού πήγε όλο εκείνο το πάθος;».

– Ποια ήταν η πρώτη ταινία που σκηνοθετήσατε;

Η «Μουσίτσα», με την Αλίκη. Το ’58.

– Τι άλλαξε στη συμπεριφορά των άλλων, απ’ τη στιγμή που άρχισε να ακούγεται το όνομα σας;

Κοίταξε να δεις… Αυτό που κέρδισα εγώ απ’ όλη αυτή την υπόθεση της επιτυχίας της επαγγελματικής, είναι η αγάπη που εισέπραξα απ’ τους ανθρώπους –έστω και ψεύτικη. Την είχα ανάγκη.

– Γιατί;

Έφερα πολλές φορές τη σκέψη μου πίσω, προσπάθησα να ψυχα­ναλύσω τον εαυτό μου και κατάλαβα γιατί είχα την ανάγκη της αγάπης. Οι θετοί γονείς μου -οι οποίοι με λατρεύανε- δε με είχαν χαϊδέψει ποτέ τους… Ο μεν πατέρας μου, είχε τη λανθασμένη παιδαγωγική του ξυλοδαρμού, για το παραμικρό. Ήθελε να με κάνει καλό άνθρωπο. Η δε μητέρα μου, ήταν από τη φύση της ψυχρή κι ας είχε τόση ζεστασιά μέσα στην καρδιά της. Ενώ ήταν ένα ηφαίστειο αγάπης, θυμάμαι που όταν έφευγα ταξίδι και πήγαινα να την αγκαλιάσω και να τη φιλήσω, με το χέρι της μου χάιδευε το μάγουλο λέγοντας μου καλό ταξίδι και ουσιαστικά με απομάκρυνε. Μ’ έσπρωχνε… Είχε ένα κέλυφος ψυχρότητας και κανένας ποτέ δεν μπόρεσε να της το ραγίσει… Χάδι, δε γνώρισα απ’ τους γονείς μου. Μου έλειψε.

– /\έτε να υπήρξαν άνθρωποι που αισθάνθηκαν την έλλειψη σας και σας πρόσφεραν το χάδι τους με υπολογισμό;

Δε νομίζω ότι με εκμεταλλεύτηκαν, αν αυτό εννοείτε. Το ψεύτικο χάδι, το καταλάβαινα… Την ψεύτικη αγάπη, όχι πάντα –αλλά τουλάχιστον το χάδι το ψεύτικο, ναι. Αλλιώς αγγίζεις έναν άνθρωπο που πραγματικά αγαπάς και τον χαϊδεύεις και αλλιώς όταν δεν τον αγαπάς. Εγώ, είχα την ικανότητα το κάθε χάδι να το ξεχωρίζω και να το κρίνω. Να μη γελιέμαι…

– Πιστεύετε πως είναι θετικό να βρίσκει κάποιος εμπόδια στην αρχή του δρόμου του;

Α, ναι! Βέβαια… Κάποτε ένας πολύ γνωστός συγγραφέας έβριζε το γιο του. Και όχι μόνο τον έβριζε, αλλά του έσπαγε το ηθικό. Του έλεγε: «Πώς με κοιτάς έτσι; Μα είσαι τελείως βλάκας». Γυρίζω και του λέω εγώ: «Μην του μιλάς έτσι του παιδιού». Επρόκειτο για μικρό παιδί… «Θα του δημιουργήσεις ψυχικά τραύματα». Και μου λέει.: «Να του δημιουργήσω. Χίλιες φορές, να του δημιουργήσω. Οι Ελβετοί που δεν έχουνε ψυχικά τραύματα, τι φτιάχνουνε; Μόνο σοκολάτες και ρολόγια».

– Μου κάνετε μια χάρη; Ανοίξτε το μεσαίο συρτάρι του γραφείου σας και πείτε μου τι έχει μέσα.

Ευχαρίστως!… Λοιπόν… έχει μια πένσα, κλειδιά από βαλίτσες, ένα χρονόμετρο, ένα πινέλο για λαδομπογιά, τσίχλες χωρίς ζάχαρη, πρίζες για μετατροπή των συσκευών στο αμερικάνικο σύστημα ρεύματος, ένα φλουράκι αγιοβασιλιάτικο, φωτογραφίες ταυτότητας, επιστολόχαρτα, κέρματα, δειγματάκια από κολόνιες, ένα μπλοκ επιταγών, ένα μαρκαδόρο…

– Τι σύνθημα θα γράφατε απόψε, πάνω σ’ έναν άσπρο τοίχο, μ’ αυτό το μαρκαδόρο;

Τι θα ‘γραφα;… ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΒΛΑΠΤΟΥΝ ΟΛΟΙ ΕΞΙΣΟΥ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ.

 –Υπάρχουν ταλέντα που πάνε στράφι και χάνονται;

Πιθανόν. Πολύ μικρό ποσοστό, όμως. Δηλαδή τόσο, που δε θα έλεγα ότι χάνονται. Δε μπορεί να χαθεί ένα ταλέντο. Εκτός αν είναι πολύ κακός χαρακτήρας και του γυρίσουν την πλάτη. Υπάρχουν τέτοιες περιπτώσεις.

– Έχετε γυρίσει ποτέ μια ταινία, ακριβώς όπως τη φανταστήκατε γράφοντας το σενάριο;

Όταν μπορέσω να πετύχω το εβδομήντα τοις εκατό, αρχίζω να είμαι ικανοποιημένος. Ποτέ δεν έφτασα ούτε καν στο ενενήντα τοις εκατό… Δηλαδή δεν έφτιαξα ποτέ μια ταινία έτσι όπως την είχα μέσα στο μυαλό μου… Σκηνές, ναι. Τις είδα να πραγματοποιούνται όπως τις φαντάστηκα. Ολόκληρη ταινία, ποτέ.

– Σας αρέσει να μαζεύετε φωτογραφίες, από διάφορες εποχές της ζωής σας;

Όχι. Αποφεύγω να με βλέπω σε φωτογραφίες. Όσες δε μ’ αρέσουν τις πετάω.

– Θυμάστε την πιο διασκεδαστική σας πόζα;

Έχω μία που είναι σχεδόν γκραν γκινιόλ (Γελάει και ψάχνει μέσα σε ένα φάκελο). Με βλέπεις εδώ πέρα; Είμαι μέσα σε ένα φέρετρο… Και μπήκα διότι ο ηθοποιός που έπρεπε να παίξει το πτώμα φοβόταν να μπει… Δεν ξέρω αν τη θυμάσαι τη σκηνή. Ήταν στην «Παριζιάνα», με τη Ρένα Βλαχοπούλου. Όπου ένας θείος της παριστάνει τον πεθαμένο – για να καταλάβει τα πραγματικά αισθήματα των ανιψιών του… Μόλις είδε ο ηθοποιός το φέρετρο, πάγωσε. Για να του δείξω, λοιπόν, ότι δεν ήταν πάρα ένα ξύλινο σκεύος -ότι δεν κινδύνευε- μπήκα μέσα και ξάπλωσα. Κι έτρεξε ο φωτογράφος και με «αποθανάτωσε» Άκουσες πώς το είπα; Απο-θανάτωσε! Ούτε εσκεμμένο να ήταν το λογοπαίγνιο!

– Λέτε να υπάρχουν άνθρωποι που δεν φοβούνται το θάνατο;

Α, δεν ξέρω. Εγώ δεν τον φοβάμαι. Φοβάμαι τον πόνο, τον επώδυνο θάνατο. Αν είναι να έρθει ήσυχα, δε με τρομάζει. Είμαι έτοιμος να τον δεχτώ… Θα ήθελα να πεθάνω μέσα σε ένα πλατό. Στη δράση μου επάνω.

 -Υπήρχε κοντά στο πατρικό σας σπίτι κάποιο θέατρο;

Απέναντι από το σπίτι μας ήταν ένα οικόπεδο που λειτουργούσε σαν χώρος πατινάζ. Πρέπει να σου πω ότι υπήρξα δεινός πατινέρ. Διότι πού βρισκόμουν από το πρωί ως το βράδυ; Στο πατινάζ. Το οποίο έχει και άμεση σχέση με το χορό, οπότε ήταν φυσικό να επιδοθώ και σε αυτό το σπορ, το τόσο καλλιτεχνικό… Κάποτε που οι δουλειές της επιχείρησης πατινάζ δεν πήγαιναν και τόσο καλά, έστησαν μια σκηνή και άρχισαν να έρχονται διάφοροι θίασοι. Το πατινάζ έγινε βαριετέ και -καταλαβαίνεις- ήταν ο παράδεισος μου. Είχα το μπαλκόνι μου για θεωρείο. Κάθε μέρα έβλεπα τις παραστάσεις. Και όπως κάνουν όλα τα παιδάκια, επαναλάμβανα τα νούμερα στις συγκεντρώσεις τις οικογενειακές. Είχα ολόκληρο ρεπερτόριο. Πρέπει να σας πω ότι ήμουν ένα παιδί που ενδιαφερόταν πάρα πολύ για ό,τι μπορούσε να είναι θέα­τρο και συγγραφή. Έγραφα σατιρικά – υποτίθεται – ποιήματα, από πολύ μικρός.

– Και αυτό σας έκανε κάπως δημοφιλή ανάμεσα στους συμμαθητές σας;

Ε, βέβαια… Αλλά οι γονείς μου αντιδρούσαν σε όλες αυτές τις τάσεις που είχα να κάνω θέατρο, να χορεύω… Μάζευα τα παιδιά στον κήπο του σπιτιού και για να καθησυχάζω τις αντιρρήσεις των γονιών μου, τους έλεγα ότι θα παίξω Καραγκιόζη. Δεν ξέρω γιατί αλλά τον Καραγκιόζη μου τον επέτρεπαν… Κι ερχόντουσαν τα παιδιά, έφερναν και από μια καραμέλα για είσοδο και μόλις έβλεπα ότι φεύγανε οι γονείς μου από το μπαλκόνι και δε μπορούσαν να με δουν, εγκατέλειπα τον Καραγκιόζη, έβγαινα μπροστά από το τεντωμένο σεντόνι και έπαιζα τα διάφορα νούμερα… Για μένα, οι ηθοποιοί ήταν μυθικά όντα. Δεν άφηνα παρασκήνιο για παρασκήνιο… Κι όπως τους έβλεπα βαμμένους με τα έντονα χρώματα, ασκούσαν πάνω μου τρυφερή γοητεία… Από την άλλη μεριά του σπιτιού μας, στην πλατεία Αριστοτέλους, υπήρχε ένα θερινό σινεμά που το λέγανε «Ιλίσια». Πήγαινα λοιπόν εκεί, έφτιαχνα τις καρέκλες, πότιζα τα λουλούδια και ύστερα καθόμουν μπροστά στη λευκή οθόνη μαγεμένος, περιμένοντας πότε θα αρχίσουν να πέφτουν πάνω της οι εικόνες… Ακόμα και οι διαφημίσεις με μαγεύανε… Αρκεί να υπήρχαν εικόνες πάνω στο πανί… Αλλά και σκέτο το πανί, είχε κάτι μαγικό για μένα… Στα παιχνίδια μας με το φίλο μου τον Σπύρο παριστάναμε τους ήρωες που βλέπαμε στις διάφορες ταινίες και ότι δήθεν γυρίζαμε κάποιο φιλμ – και θυμάμαι που του έλεγα: «Πρόσεχε, Σπύρο. Η μηχανή μας παίρνει από κει». Είχα πάντα αυτή την αίσθηση της γωνίας λήψεως.

– Ποιο από τα παιδικά παιχνίδια σας θυμάστε ακόμα;

Από μικρός μ’ άρεσε να πηγαίνω στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, να βλέπω πώς φορτώνουν και ξεφορτώνουν τα πλοία. Τους επιβάτες που έφευγαν. Τα μαντηλάκια που έβγαιναν και στέγνωναν τα μάτια… Πήγαινα και στον σιδηροδρομικό σταθμό. Μ’ άρεσε αυτή η ατμόσφαιρα… Κι όταν ερχόταν η στιγμή να ξεπροβοδίσω κάποιο δικό μου άνθρωπο, τότε τον χαιρόμουν διπλά τον σταθμό. Ήταν σα να πρωταγωνιστούσα κι εγώ στο έργο του αποχαιρετισμού… Θυμάμαι ακόμα ότι πήγαινα στο Αμερικάνικο Προξενείο και έπιανα συζήτηση με τον κλητήρα και του έλεγα πως οι γονείς μου είναι πάρα πολύ κακοί άνθρωποι, με τυραννούνε, πρέπει να φύγω και αν μπορεί να με βοηθήσει να πάω στο Χόλυγουντ.

– Ποια είναι η πιο μεγάλη σας ανασφάλεια;

Ξέρεις… Είμαι παιδί του πολέμου και πάντα φοβάμαι μην ξανασυμβεί κάτι σαν την Κατοχή και λείψουν όλα. Έχω περάσει πολλά και τα ‘χω περάσει μικρός… Τα θυμάμαι. Κι αυτό μου δημιουργεί τρομακτική ανασφάλεια.

– Δηλαδή… όπως λένε ότι θυμάται κανείς για πάντα την πρώτη του αγάπη, άλλο τόσο θυμάται και τον πρώτο του φόβο;

Δεν ξέρω αν θυμάσαι πάντα την πρώτη σου αγάπη… Εγώ προσωπικά δεν τη θυμάμαι… Το μεγάλο φόβο τον θυμάμαι. Ο πόλεμος με βρήκε στη Θεσσαλονίκη.

– Πώς είναι να βρίσκει ένα μικρό παιδί ο πόλεμος;

Όπως θα ‘χεις δει και στα «Κινηματογραφικά Επίκαιρα» δε φοβήθηκε ο λαός. Οι μα­νάδες, βέβαια, πονούσαν που έφευγαν τα παιδιά τους, αλλά οι επιστρατευμένοι καβαλούσαν τα τραμ για να πάνε να παρουσιαστούν. Κόσμος με σημαίες στο δρόμο. Τσιγάρα και σοκολάτες για τους στρα­τιώτες. Και η πεποίθηση της νίκης, τις πρώτες μέρες. Χτυπούσαν οι συναγερμοί και κανένας δεν έμπαινε στο καταφύγιο… Ώσπου έγινε ο βομβαρδισμός την τρίτη μέρα και είδαμε τα πτώματα στην πλατεία Αρι­στοτέλους… Τότε, χτιζόταν και το «Ολύμπιον» -ξέρεις, εκείνο το κτίριο που είναι και θέατρο και κινηματογράφος. Σε αυτό το κτίριο έπεσε ένα αεροπλάνο ιταλικό. Όταν βγήκαμε από το καταφύγιο είδαμε τον πιλότο καρβουνιασμένο να κρατάει ακόμα το πηδάλιο… Ξέρεις πόσο εύκολα συνηθίζεις αυτήν τη φρίκη του πολέμου, το αίμα, τα πτώματα; Το παίρνεις απόφαση. Το ένστικτο σου σε κάνει να τρέχεις να γλιτώσεις. Αυτοσυντήρηση. Και στο τέλος σου φαίνεται ότι όλα αυτά συμβαίνουν όχι στ’ αλήθεια, αλλά σε μια ταινία… Οι σκηνές πολέμου που βλέπεις στις ειδήσεις, τι αίσθηση σου προκαλούν;

– Ότι είναι πολύ βαρύ φορτίο η ζωή σε καιρό πολέμου.

Σκέψου ότι στη φούρια της Κατοχής, έφυγα από τη Θεσσαλονίκη και πήγα σε ένα θείο μου στο Βελιγράδι –εκεί τρώγανε, εκεί είχανε… Με βοήθησε να φύγω ο ένας από τους δύο Γερμανούς που είχαν επιτάξει το σπίτι μας… Ο Χανς, ένας εξαιρετικά μορφωμένος και καλλιεργημένος άνθρωπος. Αυτός μου βρήκε τρόπο να μπω σε ένα τρένο. Η μάνα μου, η συχωρεμένη, συμφώνησε: «Ας πάει στο θείο του, να σωθεί». Κι έτσι βρέθηκα στο Βελιγράδι. Αλλά όσο έβλεπα το Δούναβη και ήξερα ότι αυτός ο ίδιος ποταμός περνάει και από τη Βιέννη – μου ήταν αδύνατο να κάτσω στο Βελιγράδι. Έπρεπε να πάω κάπου που υπήρχε χορός, σινεμά, μουσική, θέατρο… Τότε στη Βιέννη υπήρχε ο Βίλι Φορστ, ο οποίος γύριζε ταινίες με διάφορες οπερέτες στα στούντιο της Wien Film… Και πράγματι ξεκίνησα από το Βελιγράδι, μπήκα πάλι μέσα σε ένα τρένο και κάτω από τη φούστα μιας Κροάτισσας πέρασα τα σύνορα και πήγα στη Γερμανία. Γιατί η Βιέννη, μετά την ένωση της Αυστρίας με τη Γερμανία, ήταν επαρχία γερμανική.

– Πώς βρεθήκατε κάτω από τη φούστα της Κροάτισσας;

Με έκρυψε εκείνη. Εγώ έλεγα πολλά ψέματα τότε. Και με πέντε δέκα λέξεις σέρβικες που ήξερα από τα ξαδέλφια μου, της είπα ότι οι Γερμανοί είχαν πάρει τη μάνα μου στη Βιέννη και ψάχνω να τη βρω. Την παρακάλεσα στην αποβάθρα του σταθμού με χειρονομίες και δάκρυα. Και με λυπήθηκε. Πέρασα όλους τους γερμανικούς ελέγχους κρυμμένος κάτω από τη φούστα της. Ένιωσα ασφαλής, όπως το μωρό στην κοιλιά της μάνας του.

– Πόσων ετών ήσασταν;

Δεκάξι.

– Στο θείο σας είπατε ότι φεύγετε ή την κοπανήσατε;

Τους την κοπάνησα, ολονών. Τους τρέλανα, στην κυριολεξία. Βέβαια τους έλεγα συνέχεια: «Εγώ θα πάρω αυτό το ποτάμι και θα βγω στη Βιέννη». Προς στιγμή είχα σκεφτεί μήπως μπορέσω και σκαλώσω σε κανένα από τα ποταμόπλοια και πάω μέσω Δούναβη. Να με πάνε τα… κύματα του Δουνάβεως. (γέλια) Όταν έφτασα στη Βιέννη, τα μόνα γερμανικά που ήξερα ήταν καλημέρα, καληνύχτα και αουφίντερζεν.

– Μου κάνει κατάπληξη που ένα δεκαεξάχρονο παιδί μπαίνει σε τέτοια περιπέτεια, μέσα στην τούρλα του πολέμου. Απορώ πού βρήκατε όλο εκείνο το θάρρος.

Το θράσος, μάλλον. Φαίνεται πως ήμουν τυχοδιωκτικό πλάσμα. Βιαζόμουν.

– Θυμάστε τη στιγμή που κατεβαίνατε από το τρένο, στη Βιέννη;

Κατέβηκα στο Σούτμπανοφ. Σαν τώρα το θυμάμαι. Με ένα βαλι­τσάκι. Άγνωστος μεταξύ αγνώστων… Το Σούτμπανοφ είναι λίγο πιο έξω από το κέντρο της Βιέννης και λίγο πιο ψηλά. Είδα την πόλη να λάμπει μπροστά μου. Κυριολεκτικά χάζευα την πόλη. Ήταν ένας άλλος κόσμος. Καμιά σχέση με τον Βαλκανικό κόσμο στον οποίο ζούσα… Διέκρινα το κωδωνοστάσιο του Αγίου Στεφάνου -το πιο χα­ρακτηριστικό κτίσμα της Βιέννης- και την τεράστια ρόδα του Πράτερ, του Λούνα Παρκ. Μόλις είδα μπροστά μου αυτά τα δύο κτίσματα, που τα ήξερα από τα βιβλία και τις περιγραφές των άλλων, πήγα κι άφησα το βαλιτσάκι μου σε ένα μικρό μαγαζί και άρχισα να περπατάω προς την εκκλησία και το λούνα παρκ. Αυτό που σήμερα είναι η Ντίσνειλαντ, τότε ήταν το Πράτερ… Με κάτι μάρκα κατοχικά που είχα, πήρα λίγα τουρσιά και μερικές βραστές πατάτες. Και την ώρα που νύχτωνε και άρχισε να κλείνει το πάρκο των παιχνιδιών, θυμήθηκα ότι είχα κι ένα βαλιτσάκι… Ξαναγύρισα στο Σούτμπανοφ και το μαγαζάκι που είχα αφήσει όλα μου τα υπάρχοντα, είχε κλείσει. Ούτε θυμάμαι πού κοιμήθηκα εκείνο το βράδυ. Κι ούτε ξέρω πώς συνεννοήθηκα, αφού δεν ήξερα τη γλώσσα… Την άλλη μέρα το πρωί, μπαίνω στο μαγαζάκι και η γυναίκα, μόλις με είδε, άρχισε να με ρωτάει πού χάθηκα, ποιος είμαι, από πού έρχομαι… Έκτακτη γυναίκα. Η φράου Μαρί. Μου στάθηκε σαν μάνα. Αργότερα, αποδείχτηκε πως ήταν και αντιναζίστρια. Μια γυναικούλα λεπτή και τόσο εύθραυστη. Πουλούσε λουκάνικα βραστά και πατάτες. Με χειρονομίες και όσες λέξεις ξέραμε αγγλικά, συνεννοηθήκαμε κάπως. Με πήρε στο σπίτι της. Με μάζεψε από το δρόμο, που λένε. Και δεν ξέρεις με πόση φροντίδα… Στη ζωή μου όλη, οι γυναίκες με λατρέψανε. Λες και ένιωθαν… συλλογική ενοχή, επειδή η γυναίκα που με γέννησε με έδωσε σε άλλους. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο με αγάπησαν οι γυναίκες και πόσο με φρόντισαν. Αρχής γενομένης από την κυρία Ολυμπία τη Δαλιανίδαινα… Η φράου Μαρί δε ζει πια. Τώρα που ξαναπηγαίνω στη Βιέννη, δεν υπάρχει πουθενά… Ήταν αυστηρή μαζί μου, μα είχε τόση καλοσύνη. Τις πρώτες μέρες έμεινα σπίτι της…

– Συνεχίζοντας τις βόλτες στην πόλη των ονείρων σας;

Την τρίτη τέταρτη μέρα, Κυριακή ήταν και πήγα βόλτα ακολουθώντας ένα κανάλι του Δούναβη που πέρναγε μέσα από το κέντρο της πόλης. Κάποια στιγμή βλέπω στην πλαγιά του καναλιού μια συντροφιά νέων, οι οποίοι είχαν ένα γραμμόφωνο και προσπαθούσαν να χορέψουν με μια μουσική τζαζ, γερμανική. Τα παιδιά γίνονται πολύ εύκολα φίλοι μεταξύ τους. Πλησίασα και λίγο με χειρονομίες, λίγο με τις λέξεις που είχα μάθει από τις προηγούμενες μέρες, τους είπα ότι ξέρω να χορεύω. Και τους χόρεψα κλακέτες… Ενθουσιασμός! Ο Καρλ, ξανθός με κάτι ίσια μεταξωτά μαλλιά που του έπεφταν στο πρόσωπο… Ο Ρίχαρντ, που έγινα φίλος με όλη την οικογένεια του αργότερα… Άρχισαν όλοι να με τραβάνε, ποιος θα με πρωτοπάει σπίτι του. Έμεναν ακριβώς απέναντι από εκεί που τους συνάντησα, σε μια από τις περίφημες δημοτικές πολυκατοικίες που είχε χτίσει ο δήμος της Βιέννης και τις νοίκιαζε στους εργαζόμενους. Και, κυριολεκτικά, με είχαν υιοθετήσει όλες οι οικογένειες αυτής της πολυκατοικίας. Τα βράδια, ακούγαμε Λονδίνο. Μπι Μπι Σι… Οι πιο πολλοί άνθρωποι σε αυτή την πολυκατοικία ήταν εναντίον του Χίτλερ… Κάποτε ο Ρίχαρντ μάλωσε με κάποιον από την παρέα μας, του οποίου ο πατέρας ήταν φιλοναζί και μας κατήγγειλε στις Αρχές… Και ήρθαν οι Γερμανοί να ψάξουνε, αλλά εμείς είχαμε προλάβει και βγάλαμε την κεραία. Δε βρήκαν τίποτε… Αλλά συνέλαβαν τον Ρίχαρντ… θυμάμαι που το πρώτο βράδυ της σύλληψης, καθόμασταν με τη μητέρα του Ρίχαρντ, βουβοί κι οι δύο, και κοιτάζαμε το ραδιόφωνο σαν ένοχο. Και την επόμενη, με πλησιάζει κάποι­ος εκεί που δούλευα και μου λέει: «Θα έρθετε μαζί μου. Αστυνομία». Μπήκαμε στον υπόγειο σιδηρόδρομο. Βγαίνουμε στο σταθμό Ροζάουανεντε – ήταν κάποιες φυλακές εκεί. Με σπρώχνουν σε ένα θάλαμο. Πίσσα σκοτάδι. Και φράσεις από διάφορες γλώσσες. Και ανάμεσα, ακούω: «Έλληνας είσαι;» Πλησιάζω προς τη φωνή και καταλαβαίνω ότι ο χώρος είναι γεμάτος στρώματα και ανθρώπους που κοιμούνται, «Τι είναι εδώ;» ρωτάω τον Έλληνα. «Ένα σκαλοπάτι πριν το στρατόπεδο εργασίας -μου λέει – Τώρα σε φέρανε;» «Ναι – του λέω – αλλά μου υποσχέθηκε το αφεντικό μου, εκεί που δούλευα, ότι θα πάρει τηλέφωνο να με αφήσουν. Ήρθα προσωρινά». «Καλά, εδώ που μπήκες – μου λέει – δεν υπάρ­χει προσωρινά. Είσαι φυλακή και δύσκολα θα βγεις. Πέσε κοιμήσου και πρόσεχε, γιατί εδώ είναι όλο ψείρα». Κι αυτό ήταν το πρώτο βράδυ, ύστερα από τους τρεις μήνες που είχα ζήσει στη Βιέννη, που έμαθα ότι υπήρχαν στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Την άλλη μέρα είδα ότι ανάμεσα στους συγκρατούμενούς μου στο θάλαμο, ήταν Τσέχοι, Ουκρανοί, Ρώσοι, Σέρβοι, Πολωνοί, Ιταλοί και δυο -τρεις Έλληνες.

– Δηλαδή η ακρόαση του Μπι Μπί Σι σας βγήκε από τη μύτη.

Κάποια στιγμή, μας κουρέψανε όλους γουλί και μας έβαλαν σε χωριστούς θαλάμους, αναλόγως με το πού θα κατέληγε ο καθένας μας. Ήξερα πως θα με πήγαιναν σε ένα στρατόπεδο έξω από τη Βιέννη και στην ομάδα δεν υπήρχε πλέον κανένας Έλληνας.

– Από όλη αυτή την περιπέτεια που ζήσατε, ποια σκηνή της θα συμπεριλαμβάνατε στην αυτοβιογραφική ταινία που λέγατε πρωτύτερα;

Τις παραμονές της μεταφοράς μας στο στρατόπεδο έφεραν στο θάλαμο κάτι Βέλγους. Ένα από τα Βελγάκια είχε μια κιθάρα και έπαιζε ένα τραγούδι που έλεγε: «Είμαι Μόνος Μου, Αυτό Το Βράδυ»... Ακόμα θυμάμαι τη μελωδία… Ο Λουσιέν. Ένα παιδί δεκαεφτά χρονών, ωραίος, με γλυκιά φωνή… Το τελευταίο βράδυ, πέσαμε όλοι να κοιμηθούμε και έκανε τρομερό κρύο. Είχαμε ο καθένας μια κουβέρτα. Και ήρθαμε όλοι κοντά κοντά κι έριξε ο πρώτος τη μισή κουβέρτα επάνω του και με την άλλη μισή σκέπαζε το διπλανό του. Κι έτσι όλοι είχαμε από δύο σκεπά­σματα, αλλά δεν τολμούσαμε ούτε από δω να γυρίσουμε, ούτε από κει, για να μην ξεστρωθούν οι κουβέρτες. Και κοιμηθήκαμε πλάι πλάι με τον Λουσιέν κι εκείνο το βράδυ – ύστερα από πάρα πολύ καιρό – ένιωσα ερωτική επιθυμία. Όλη αυτή η ζέστη που δημιουργήθηκε. Όλα αυτά τα κορμιά, ξαπλωμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Αυτή η μουσική από την κι­θάρα του Λουσιέν που όλο το απόγευμα μας χαλάρωνε και κάποια στιγ­μή μας έδωσε ολονών την ψευδαίσθηση ότι δεν ήμασταν φυλακισμένοι, αλλά στο βαγόνι ενός τρένου που πήγαινε ταξίδι… Εκείνο το απόγευμα της παραμονής, κανείς δεν είχε τσακωθεί με κανέναν μέσα στο θάλαμο, μέχρι κι ένας που περπάταγε όλη μέρα από τη μια άκρη στην άλλη είχε σταματήσει και άκουγε τον Λουσιέν να τραγουδάει. Ένας άλλος είχε κλείσει μια Αγία Γραφή που ως εκείνη τη στιγμή τη διάβαζε συνέχεια μεγαλοφώνως… Και κάποια στιγμή, μες στην ακινησία του σκοταδιού, όπου όλοι κοιμόντουσαν και ανάσαιναν ρυθμικά, ένιωσα τον Λουσιέν να μου πιάνει το χέρι και να το σφίγγει. Του το ‘σφιξα κι εγώ… Μείναμε να κοιταζόμαστε όσο μας επέτρεπε το σκοτάδι. Ακίνητοι, για να μην ξυπνήσουμε τους άλλους…Αυτή ήταν αξέχαστη βραδιά. Ίσως γιατί όλα ήταν τόσο παράξενα και έντονα, στην κόψη του ξυραφιού. Για μια στιγμή αγγίχτηκαν τα πόδια μας. Και ένιωθα τα αυτιά μου να καίγονται… Το πρωί μας σήκωσαν άρον άρον κάτι γαλονάδες των Ες Ες που μπήκαν στον θάλαμο με τα λυκόσκυλα, μας βαλαν στη γραμμή κι από κει στις κλούβες. Χωρί­σαμε με τον Λουσιέν… Ούτε ξέρω πού τον πήγαν. Πιθανόν σε κάποιο στρατόπεδο εργασίας ανηλίκων, σαν αυτό που πήγανε κι εμένα… Κι ερχόντουσαν οι γερμανικές εταιρείες, όπως η SIEMENS π.χ. και μας νοικιάζανε να δουλεύουμε στα εργοστάσια ή στα δημόσια έργα. Ξύλο, πείνα, κρύο και βασανιστήρια. Έξι μήνες τιμωρία, επειδή άκουγα τον αγγλικό σταθμό. Για παραδειγματισμό. Να μπεις, να βγεις και να τα πεις, να τρομοκρατηθούν κι οι άλλοι… Βγήκα παραμονές Χριστουγέννων του ’42. Το καμιόνι του στρατοπέδου μας άδειασε σε ένα τέρμα του τραμ. Μπήκα στο δεύτερο βαγόνι και σωριάστηκα σε ένα κάθισμα. Ήμουν κουρελιάρης και σκελετωμένος. Ερείπιο… Με πλησιάζει μια κυρία και μου βάζει ένα κέρμα στο χέρι… Και λίγο η συναίσθηση της θέσης που βρισκόμουν, λίγο οι στολισμένες βιτρινίτσες των συνοικιακών μαγαζιών και λίγο αυτό το νόμισμα στο χέρι, άρχισα να κλαίω σαν μωρό παιδί. Ήταν η πρώτη φορά που έκλαψα, ύστερα από έξι μήνες… Όταν έφτασα στην εργατική πολυκατοικία, βρήκα μπροστά μου τον Ρίχαρντ. Μια μέρα πριν από μένα τον είχαν συλλάβει και μια μέρα πριν από εμένα, τον άφησαν.

– Συνολικά, πόσο καιρό ζήσατε στη Βιέννη;

Περίπου δυόμισι χρόνια.

– Και τι δουλειές κάνατε για να ζήσετε;

Μέλος χορωδίας. Είχα πάρα πολύ καλή φωνή… Τραγουδούσα ένα στίχο και τον επαναλάμβανε η χορωδία. Και όπως ήμουν μικρόσωμος, αδύνατος και καχεκτικός, με κάνανε πολύ γούστο. Ο πιτσιρικάς, ο σολίστας. Έγραφα κιόλας κι έτσι κάποια στιγμή βρέθηκα να διευθύνω ένα θίασο για τους Έλληνες εργάτες, γράφοντας και τα νούμερα. Ύστερα γνώρισα ένα σαξοφωνίστα ονόματι Μοτζενίγο και μαζί με κάτι ερασιτέχνες νοικιάσαμε ένα θέατρο και δίναμε παραστάσεις τα Σαββατοκύριακα… Πολλά συναπαντήματα, στη ζωή, φίλε… Και κάποια στιγμή γνωρίστηκα με τον Τζιμ Βλο, έναν Έλληνα πρωταθλητή της άρσης βαρών που είχε αλλάξει το όνομα του και έδινε παραστάσεις στην Ευρώπη σαν ακροβάτης, υπνωτιστής και ταχυδακτυλουργός. Δούλεψα μαζί του στο καμπαρέ «Ντομνέρ». Χόρευα… Και ξαφνικά παρουσιάζεται ένα γαλλικό γκρουπ και αρχίζουν να μου μιλάνε για Παρίσι. Ξεσηκώθηκα. Έτσι κι αλλιώς, δε μου περνούσε από το μυαλό ποτέ ότι θα ξαναγύριζα να ζήσω στην Ελλάδα… Τους λέω: «Θα πάω μέχρι την πατρίδα, να δω τι κάνει η μάνα μου κι αν θέλει να έρθει μαζί μου». Την είχα πάντα στο νου μου την κυρία Ολυμπία. Και ξαφνικά άρχισε η κατάρρευση του μετώπου. Τα πράγματα δυσκόλεψαν, θυμάμαι ότι παιδεύτηκα πολύ για να βρω αμαξοστοιχία και να μπορέσω να φύγω. Κλείναν συνέχεια τα σύνορα με τη Γιουγκοσλαβία, γιατί ο Τίτο ανατίναζε τις αμαξοστοιχίες.. Πολύ επικίνδυνη διαδρομή. Να περνάς και να βλέπεις παντού μάζες από ανατιναγμένα βαγόνια, δίπλα στις γραμμές. Μας αδειάσανε στα Σκόπια. Ούτε θυμάμαι πόσο περπάτησα ώσπου να βρω ένα συρμό που να ‘ρχεται προς την Ελλάδα. Κουβαλώντας δύο σαραβαλιασμένες τεράστιες βαλίτσες.

– Τι είχατε μέσα;

Οτιδήποτε μπορούσε να αγοράσει κανείς χωρίς δελτίο.

– Δηλαδή;

Ζαχαρίνες. Τουρσιά! Κάτι ελεεινής ποιότητας καλλυντικές κρέμες για τις θείες, τις εξαδέλφες και τις φιλενάδες… Και φτάνω κάποτε στη Θεσσαλονίκη και αρχίζουν να κατεβαίνουν οι Ρώσοι. Αδύνατον να γυρίσω πίσω, προς Βιέννη, να ενωθώ με το γκρουπ των Παριζιάνων και να φύγω μαζί τους για το Παρίσι. Πώς να πάω πίσω; Και ξέμεινα στην Ελλάδα… Και μάθαινα πως βομβαρδιζόταν η Βιέννη και σπάραζε η ψυχή μου. Και αγωνιούσα τι θα απογίνουν όλοι αυτοί οι υπέροχοι άνθρωποι που γνώρισα. Στο σταθμό, την ημέρα που έφευγα από κει, έκλαιγε η μητέρα του Ρίχαρντ και μου έλεγε: «Γιάννη! Κάτι μου λέει πως δε θα γυρίσεις πίσω». Της λέω: «Αστειεύεσε; Μη μου το ξαναπείς αυτό. Είναι σαν να με βρίζεις. Ούτε να το σκέφτεσαι! Θα γυρίσω! Και θα φέρω και τη μητέρα μου να τη γνωρίσεις και μετά θα πάμε όλοι μαζί στο Παρίσι. Εσύ, ο Ρίχαρντ, η μάνα μου κι εγώ». Κούνησε το κεφάλι της. «Λόγια -μου λέει- λόγια».

– Γιατί γελάτε;

Βλέπω ότι αν αρχίσει κανένας να λέει ιστορίες, περνάει η ώρα χωρίς να το καταλάβεις. Μόνη της η μνή­μη τα φέρνει στην επιφάνεια όλα αυτά… Δε μ’ ενδιαφέρει το παρελθόν. Σκέφτομαι διαρκώς το μέλλον.

– Το δικό σας ή του κόσμου;

Μα ο κόσμος θα υπάρχει για μένα όσο θα υπάρχω εγώ. Πολύ εγωιστικό να το λέω αυτό, αλλά έτσι είναι για τον καθένα μας. Βέβαια δε θέλω να συμβεί κακό στον κόσμο όταν εγώ φύγω, γιατί θα μείνουν εδώ κάποιοι άνθρωποι που τους αγαπώ.

– Τελικά, το άγγιγμα της ζωής ήταν -για σας- πληγή ή χάδι;

Καμιά ζωή δεν περνάει μόνο με το χάδι. Που και που θα υπάρξουν και κάποιες γρατσουνιές. Κι αν είναι γρατσουνιές, περνάνε. Θεραπεύονται εύκολα… Μακάρι να μην είναι τραύματα άλλου είδους. Όμως κι αυτά θα τα υποστείς, δε γίνεται αλλιώς… Πάντως αν μετρήσω τα χρόνια που πέρασαν, λέω ότι τα θετικά ήταν τα περισσότερα. Έτσι μπορώ να πω ότι η μοίρα με χάιδεψε.

– Αν μπορούσατε, ανοίγοντας μια πόρτα, να βγαίνατε σε μια πρωτεύουσα του πλανήτη, ποια θα διαλέγατε;

Το Λονδίνο. Γενικά, στην Ευρώπη περνάω καλύτερα… Και ως μόνιμο τόπο διαμονής ίσως να διάλεγα τη Βιέννη, αν ζούσαν ακόμα οι φίλοι που είχα εκεί πέρα. Δυστυχώς χάθηκαν, φύγανε… Η Βιέννη είναι μια πόλη που θα μπορούσα να ζήσω. Είναι η πόλη της μουσικής. Η πόλη της εφηβείας μου… Όταν κάποιος λέει τη λέξη ποτάμι, εμένα μου έρχεται στο νου ο Δούναβης.

– Μπορείτε να χαρακτηρίσετε την καρδιά σας με μια λέξη;

Στεγνή. Και πώς θα πορευτούμε έτσι, χωρίς υγρασία; Όποια πόρτα και να χτυπήσεις, είναι κλειστή και δεν ανοίγει. Κι όταν λέω πόρτες, εννοώ καρδιές. Στον ορίζοντα, δε φαίνεται πουθενά κανένα ξάνοιγμα. Τι να κάνουμε; Θα το αντέξουμε και αυτό. (Κοιτάζει το ρολόι του) Να σας ρωτήσω κι εγώ τι καταλάβατε για μένα, ύστερα απ’ όλα αυτά που έχουμε πει ως τώρα;

– Πως όταν βρίσκεστε στα κινηματογραφικά πλατό, μεθάτε από ευτυχία. Μόνο τότε, νιώθετε ολοκληρωτικά πλήρης… Και πως όταν το γύρισμα τελειώνει, πληρώνετε ανελλιπώς το τίμημα της επιτυχίας σας: Ανοίγετε δηλαδή μια πόρτα και ξαναβγαίνετε στην πραγματικότητα.

Αυτό το ένιωθα εντονότερα, τον καιρό που σκηνοθετούσα στο θέ­ατρο. Πήγαινα πάντα πρώτος απ’ όλους και σιγά σιγά άρχιζαν να έρχονται οι ηθοποιοί. Κυριαρχούσα στο χώρο απόλυτα, το καταλάβαινα, ήταν ηδονικό… Και αμέσως μετά το τέλος της πρόβας, όλοι τρέχανε προς την έξοδο. Ακόμη και ο βοηθός μου τα μάζευε αμέσως… Όλοι θέλανε να φύγουν. Είχαν κάπου αλλού να πάνε. Από μένα δεν ζητούσαν τίποτε πια… Ενώ εγώ δε μπορούσα να τους βλέπω να φεύγουν με κείνον τον πανικό που φεύγουν όλοι όταν τελειώσει η πρόβα… Είναι τρελό που το λέω, γιατί ο καθένας έχει τη ζωή του και θέλει να τρέξει εκεί.. Έμενα -λοιπόν- μόνος μου, στη σκηνή ή στην πλατεία, και να μην υπάρχει κανένας μέσα στο άδειο θέατρο.

Αυτή η συνέντευξη του Γιάννη Δαλιανίδη έγινε τον Δεκέμβριο του1993