Στην καρδιά του Μονάχου, υπήρχε ένα νεαρό αγόρι που ονομαζόταν Φραντς Μπεκενμπάουερ και τα όνειρά του ήταν τόσο μεγάλα όσο ο βαυαρικός ουρανός. Ήθελε να γίνει γιατρός, όπως εκμυστηρεύτηκε στον Θανάση Λάλα στη συνέντευξη που θα διαβάσετε παρακάτω, «αλλά δεν γινόμαστε πάντα ό,τι ονειρευόμαστε». Στα δρομάκια της εργατικής συνοικίας Giesing ο μικρός Φραντς τριγυρνούσε με μια μπάλα στα πόδια του, ικανοποιώντας την ανάγκη του να ξεφύγει νοητά από το καταθλιπτικό και γκρίζο των ερειπίων της πόλης, αποτέλεσμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Όταν ξεκίνησε να παίζει επαγγελματικά ποδόσφαιρο στην Μπάγερν Μονάχου, μια σχέση που ξεκίνησε το 1964, ξεχώρισε σχετικά γρήγορα. Το ταλέντο του ξεδιπλώθηκε στο χορτάρι, ένας προπομπός του ποδοσφαίρου-χορογραφία, με κινήσεις που θύμιζαν ποίηση. Η μπάλα υπάκουε σε κάθε εντολή που έδινε το μυαλό στο σώμα του, με πάσες ακριβείας σε κάθε εκατοστό του αγωνιστικού χώρου, σαν να είχε μαγευτεί από την αντίληψη ενός κορυφαίου μαέστρου που δίνει οδηγίες και καθοδηγεί το υπόλοιπο σύνολο. Κάποια στιγμή αργότερα, όπως αναφέρουμε και στην χθεσινή ανακοίνωση του θανάτου του, απέδωσε αυτή την ικανότητα στο ότι είχε περάσει αμέτρητες ώρες παίζοντας με τον τοίχο του σπιτιού του. «Αυτός ο τοίχος ήταν ο πιο ειλικρινής συμπαίκτης που θα μπορούσα να έχω», είχε δηλώσει. «Όταν του έστελνα πάσα, την έπαιρνα πίσω σωστά, χωρίς να χρειάζεται να τρέχω».
Η Μπάγερν ήταν η μούσα του για 13 χρόνια και η εμβληματική φανέλα της έπεφτε στο σώμα του σαν μανδύας πεπρωμένου. Ο Φραντς Μπεκενμπάουερ ήταν ο διοικητής της γερμανικής ομάδας, ενορχηστρώνοντας νίκες με μια ποδοσφαιρική μπαγκέτα στα πόδια του. Ωστόσο, στην καλοκαιρινή αύρα του 1974, όταν η Δυτική Γερμανία φιλοξένησε το Παγκόσμιο Κύπελλο, το άστρο του Μπεκενμπάουερ έλαμψε και θάμπωσε όλο τον πλανήτη. Ως αρχηγός της εθνικής ομάδας της Δ. Γερμανίας σήκωσε το τρόπαιο Jules Rimet, κερδίζοντας το «ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο» (total football) της Ολλανδίας του Γιόχαν Κρόιφ.
Παρ’ όλα αυτά, ο λεγόμενος «Κάιζερ» (Αυτοκράτορας) δεν αρκέστηκε μόνο στις δάφνες του ποδοσφαίρου ως αθλητής αλλά και ως προπονητής. Οι γραμμές του γηπέδου διευρύνθηκαν, το πνεύμα του μεταφέρθηκε και εκτός αγωνιστικού χώρου, και ανέβηκε με επιτυχία στη σκηνή της τακτικής. Ο απόηχος του όμορφου και μοναδικού παιχνιδιού του άνοιξε νέους ορίζοντες -προπονητικής- και η κυριαρχία του συνέχισε να υφαίνει τη μαγεία της. Το 1990, πριν από την επανένωση της Γερμανίας, ο Μπεκενμπάουερ, σε ρόλο προπονητή της εθνικής Γερμανίας (δε συμμετείχαν παίκτες της Ανατολικής Γερμανίας) κέρδισε το Παγκόσμιο Κύπελλο απέναντι στην Αργεντινή.
Οι δρόμοι του Μονάχου θα συνεχίσουν να ψιθυρίζουν ιστορίες για ένα αγόρι που έγινε παγκόσμιος θρύλος. Η ιστορία του Φραντς Μπεκενμπάουερ εξελίχθηκε σαν μπαλάντα, με μια μελωδία που θα αντηχεί πάντα εντός αγωνιστικού χώρου, και το πλούσιο μωσαϊκό του ποδοσφαίρου θα έχει πάντα χαραγμένο επάνω του τον ποιητικό τρόπο που κινούνταν στο χορτάρι.
– Ο «Κάιζερ» του γερμανικού ποδοσφαίρου… Αλήθεια, πώς τα πηγαίνατε με τους βασιλιάδες ως παιδί;
Μικρός, δεν είχα ανθρώπους που να μου λένε παραμύθια. Ήμουν ένα πολύ μοναχικό παιδί, με φοβερό πείσμα σε ό,τι και αν έκανα.
– Ο πατέρας σας τι δουλειά έκανε;
Ήταν ταχυδρομικός υπάλληλος. Ταχυδρόμος δηλαδή. Συχνά, με έπαιρνε μαζίτου όταν δεν είχα σχολείο και μοιράζαμε γράμματα. Είχε φοβερή αντοχή στο περπάτημα. Περπατούσε με τις ώρες και διασκέδαζε με τη δουλειά του.
– Ίσως από αυτόν να κληρονομήσατε τη μεγάλη αντοχή σας και την ιδιαίτερη φυσική σας κατάσταση.
Μιλάτε για δύο πράγματα που δεν κληρονομούνται, αλλά κατακτώνται με δουλειά και μόνο δουλειά. Από τον πατέρα μου πήρα το πείσμα και την τελειομανία. Ήταν τελειομανής σε ό,τι και αν έκανε. Έπρεπε να σας έβλεπα από κοντά, να σας έδειχνα την ταχυδρομική του τσάντα… Την έχω φυλάξει ως λάφυρο μιας εποχής. Ενώ ο χρόνος την έχει φθείρει, παραμένει άψογη. Πάνω της διακρίνεις την από κάθε άποψη σωστή χρήση της. Ο πατέρας μου ήταν πολύ κομψός -πήγαινε πάντα στη δουλειά του με κοστούμι- και εξαιρετικά ευγενής και λιγομίλητος. Γενικά, ήταν άνθρωπος του μέτρου. Μου έλεγε: «Τα πάντα έχουν να κάνουν με τα όρια. Αυτή είναι η πρώτη και κύρια ανακάλυψη στη ζωή. Τα όριά μας».
– Πιστεύετε ότι υπήρξατε ταλέντο; Αν ναι, αυτή η ανακάλυψη σας έκανε να αφοσιωθείτε στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο;
Ακόμη και σήμερα, αν με ρωτήσετε, «πώς έκανες ό,τι έκανες;», δεν μπορώ να σας απαντήσω με ακρίβεια. Ήρθαν έτσι τα πράγματα στη ζωή μου. Εγώ γιατρός ήθελα να γίνω. Αλλά δεν γινόμαστε πάντα ό,τι ονειρευόμαστε.
– Ποια είναι η σημασία των ονείρων, αν δεν είναι το να γίνουν πραγματικότητα;
«Ονειρευόμαστε όπως μπαίνουμε σε έναν υπέροχο κήπο», έλεγε η μητέρα μου, που ήταν ένας πολύ ποιητικός άνθρωπος. Σκληρή γυναίκα, αλλά πολύ ευαίσθητη.
– Ποιο, κατά τη γνώμη σας, υπήρξε το μεγαλύτερο προσόν σας;
Όλα μου τα ελαττώματα. Έμαθα να χειρίζομαιτα ελαττώματά μου. Πιστεύω ότι τα ελαττώματά μας, αν καταφέρουμε να τα κάνουμε να φαίνονται πλεονεκτήματά μας, λάμπουν πολύ περισσότερο από τα ίδια τα πλεονεκτήματα.
– Γιατί;
Γιατί λάμπει περισσότερο ό,τι περιέχει κόπο, πόνο, δουλειά, εφευρετικότητα. Είναι μεγαλύτερης αξίας ο ιδρώτας ενός ανθρώπου που ξεπερνά ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο από αυτόν που, απλώς, τρέχει σε έναν ηλεκτρικό διάδρομο για να ξεμουδιάσει. Για να ξεπεράσουμε ένα μειονέκτημά μας, καταβάλλουμε πολύ περισσότερη προσπάθεια. Επίσης, τα πλεονεκτήματά μας μας ησυχάζουν. Γενικά, οι ευκολίες σκοτώνουν τη διάθεσή μας για δουλειά, μας εφησυχάζουν.
– Άρα, εσείς δεν πιστεύετε στο ταλέντο.
Πιστεύω στο μοναδικό ταλέντο που έχουν κάποιοι άνθρωποι να κάνουν το μειονέκτημά τους πλεονέκτημα. Αυτό για μένα είναι το ταλέντο.
– Γεννιόμαστε με αυτό το ταλέντο;
Όχι, γεννιόμαστε για να δουλεύουμε. Για μένα, οι άνθρωποι που δεν δουλεύουν έχουν πάντα προβλήματα με την ψυχή τους. Η δουλειά φέρνει συναισθηματική ισορροπία στον άνθρωπο.
– Πολύ γερμανική λογική έχετε. (Γέλια)
Μεγάλωσα σε μια χώρα που με τη δουλειά πιστεύει ότι μπορεί να γυρίσει και το πιο αρνητικό αποτέλεσμα, αυτό είναι αλήθεια.
– Πιστεύετε ότι έχει αλλάξει το ποδόσφαιρο σήμερα; Άλλο εννοούσατε εσείς όταν λέγατε «ποδόσφαιρο» κάποτε;
Όχι, βέβαια.Απλώς, το ποδόσφαιρο έχει πάει αλλού, έχει εξελιχθεί πολύ. Τόσο μέσα όσο και έξω από τους αγωνιστικούς χώρους.
– Εξέλιξη είναι αυτή η οπισθοδρόμηση; Πιστεύετε ότι είναι εξέλιξη η έλλειψη θεάματος στο παιχνίδι;
Το παιχνίδι έχει γίνει σήμερα πιο δυνατό, πιο γρήγορο, πιο αθλητικό. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι θεαματικό. Τι είναι, άλλωστε, θέαμα; Μπορεί και δύο γυμνασμένα σώματα που διεκδικούν την μπάλα να είναι θέαμα. Θέαμα δεν είναι μόνο το γκολ. Υπάρχουν γκολ που δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον και τάκλιν που ξεσηκώνουν ένα ολόκληρο γήπεδο. Τότε που παίζαμε εμείς, ωραίο ποδόσφαιρο ήταν το να παίζεις με την μπάλα στα πόδια, να ελέγχεις την μπάλα, να την τσιμπάς από τα πόδια του αντιπάλου. Αφήναμε τότε το παιχνίδι να εξελιχθεί. Σήμερα είναι αδύνατον να περιμένεις το παιχνίδι να εξελιχθεί όπως θέλεις εσύ. Στο σημερινό ποδόσφαιρο είναι σαν να έχουν λιγοστέψει ο χώρος και ο χρόνος. Σήμερα ο ποδοσφαιριστής μέσα στο γήπεδο νιώθει την ανάγκη να τρέχει όλο και πιο γρήγορα.
– Ποιος είναι ο σκοπός του παιχνιδιού σήμερα;
Αυτός που ήταν πάντα· σκοπός όλων είναι η νίκη.
– Η νίκη ή να μη χάνουμε;
Ναι, αυτή είναι μια διαφορά από παλιά. Ίσως η μόνη διαφορά σήμερα είναι ότι κυριαρχεί η σκέψη μη χάσουμε. Το να μη χάσουμε είναι πολύ ισχυρότερο από οποιοδήποτε άλλο κίνητρο. Αυτό οδηγεί την ομάδα να παίρνει όλο και λιγότερα ρίσκα απ’ ό,τι παλαιότερα. Και ο λόγος είναι, κυρίως, η πίεση που ασκείται στις ομάδες από έξω, από παράγοντες εκτός γηπέδου, που επενδύουν τα χρήματά τους στο σύλλογο γιά άλλους λόγους από την ουσία του παιχνιδιού. Σήμερα το ποδόσφαιρο έχει συστηματική διαπλοκή με τα παιχνίδια εξουσίας κι όχι αποκλειστικά και μόνο με το θέαμα και το άθλημα.
– Ποιος πιστεύετε ότι θα κερδίσει το Παγκόσμιο της Γαλλίας;
Τι να πω… Η ομάδα της Βραζιλίας είναι, σίγουρα, το μεγάλο φαβορί και πάλι. Έχει τους καλύτερους παίκτες, τους παίκτες με το μεγαλύτερο ταλέντο. Στο ποδόσφαιρο όμως ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις.
– Και η Γερμανία;
Το βασικότερο μειονέκτημά μας είναι και το πλεονέκτημά μας. Οι περισσότεροι παίκτες μας είναι μεγάλοι σε ηλικία, αλλά παίζουν χρόνια μαζί και έχουν ομοιογένεια.
– Υπάρχει ένα αστέρι του Μουντιάλ Γαλλίας που λάμπει περισσότερο από τα άλλα;
Χωρίς αμφιβολία, ο Ρονάλντο είναι ο καλύτερος παίκτης το Παγκόσμιου Kυπέλου.
– Είναι ο νέος Πελέ;
Είναι πολύ νέος, ουσιαστικά, τώρα ξεκινάει. Κανένας δεν ξέρει την εξέλιξή του. Τις περισσότερες φορές, έχει να αντιμετωπίσει ένα τρελό πρόγραμμα. Παίζει το ένα ματς μετά το άλλο, από τη μία άκρη του κόσμου στην άλλη. Πρέπει κάποιες στιγμές να νιώθει πολύ κουρασμένος ψυχικά. Πιστεύω ότι, με τα χρόνια, θα μάθει να ελέγχει καλύτερα το πρόγραμμά του, αλλιώς θα υποστεί τις συνέπειες.
– Σας ευχαριστώ.
Κι εγώ.
Στην καρδιά του Μονάχου, υπήρχε ένα νεαρό αγόρι που ονομαζόταν Φραντς Μπεκενμπάουερ και τα όνειρά του ήταν τόσο μεγάλα όσο ο βαυαρικός ουρανός. Ήθελε να γίνει γιατρός, όπως εκμυστηρεύτηκε στον Θανάση Λάλα στη συνέντευξη που θα διαβάσετε παρακάτω, «αλλά δεν γινόμαστε πάντα ό,τι ονειρευόμαστε». Στα δρομάκια της εργατικής συνοικίας Giesing ο μικρός Φραντς τριγυρνούσε με μια μπάλα στα πόδια του, ικανοποιώντας την ανάγκη του να ξεφύγει νοητά από το καταθλιπτικό και γκρίζο των ερειπίων της πόλης, αποτέλεσμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Όταν ξεκίνησε να παίζει επαγγελματικά ποδόσφαιρο στην Μπάγερν Μονάχου, μια σχέση που ξεκίνησε το 1964, ξεχώρισε σχετικά γρήγορα. Το ταλέντο του ξεδιπλώθηκε στο χορτάρι, ένας προπομπός του ποδοσφαίρου-χορογραφία, με κινήσεις που θύμιζαν ποίηση. Η μπάλα υπάκουε σε κάθε εντολή που έδινε το μυαλό στο σώμα του, με πάσες ακριβείας σε κάθε εκατοστό του αγωνιστικού χώρου, σαν να είχε μαγευτεί από την αντίληψη ενός κορυφαίου μαέστρου που δίνει οδηγίες και καθοδηγεί το υπόλοιπο σύνολο. Κάποια στιγμή αργότερα, όπως αναφέρουμε και στην χθεσινή ανακοίνωση του θανάτου του, απέδωσε αυτή την ικανότητα στο ότι είχε περάσει αμέτρητες ώρες παίζοντας με τον τοίχο του σπιτιού του. «Αυτός ο τοίχος ήταν ο πιο ειλικρινής συμπαίκτης που θα μπορούσα να έχω», είχε δηλώσει. «Όταν του έστελνα πάσα, την έπαιρνα πίσω σωστά, χωρίς να χρειάζεται να τρέχω».
Η Μπάγερν ήταν η μούσα του για 13 χρόνια και η εμβληματική φανέλα της έπεφτε στο σώμα του σαν μανδύας πεπρωμένου. Ο Φραντς Μπεκενμπάουερ ήταν ο διοικητής της γερμανικής ομάδας, ενορχηστρώνοντας νίκες με μια ποδοσφαιρική μπαγκέτα στα πόδια του. Ωστόσο, στην καλοκαιρινή αύρα του 1974, όταν η Δυτική Γερμανία φιλοξένησε το Παγκόσμιο Κύπελλο, το άστρο του Μπεκενμπάουερ έλαμψε και θάμπωσε όλο τον πλανήτη. Ως αρχηγός της εθνικής ομάδας της Δ. Γερμανίας σήκωσε το τρόπαιο Jules Rimet, κερδίζοντας το «ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο» (total football) της Ολλανδίας του Γιόχαν Κρόιφ.
Παρ’ όλα αυτά, ο λεγόμενος «Κάιζερ» (Αυτοκράτορας) δεν αρκέστηκε μόνο στις δάφνες του ποδοσφαίρου ως αθλητής αλλά και ως προπονητής. Οι γραμμές του γηπέδου διευρύνθηκαν, το πνεύμα του μεταφέρθηκε και εκτός αγωνιστικού χώρου, και ανέβηκε με επιτυχία στη σκηνή της τακτικής. Ο απόηχος του όμορφου και μοναδικού παιχνιδιού του άνοιξε νέους ορίζοντες -προπονητικής- και η κυριαρχία του συνέχισε να υφαίνει τη μαγεία της. Το 1990, πριν από την επανένωση της Γερμανίας, ο Μπεκενμπάουερ, σε ρόλο προπονητή της εθνικής Γερμανίας (δε συμμετείχαν παίκτες της Ανατολικής Γερμανίας) κέρδισε το Παγκόσμιο Κύπελλο απέναντι στην Αργεντινή.
Οι δρόμοι του Μονάχου θα συνεχίσουν να ψιθυρίζουν ιστορίες για ένα αγόρι που έγινε παγκόσμιος θρύλος. Η ιστορία του Φραντς Μπεκενμπάουερ εξελίχθηκε σαν μπαλάντα, με μια μελωδία που θα αντηχεί πάντα εντός αγωνιστικού χώρου, και το πλούσιο μωσαϊκό του ποδοσφαίρου θα έχει πάντα χαραγμένο επάνω του τον ποιητικό τρόπο που κινούνταν στο χορτάρι.
– Ο «Κάιζερ» του γερμανικού ποδοσφαίρου… Αλήθεια, πώς τα πηγαίνατε με τους βασιλιάδες ως παιδί;
Μικρός, δεν είχα ανθρώπους που να μου λένε παραμύθια. Ήμουν ένα πολύ μοναχικό παιδί, με φοβερό πείσμα σε ό,τι και αν έκανα.
– Ο πατέρας σας τι δουλειά έκανε;
Ήταν ταχυδρομικός υπάλληλος. Ταχυδρόμος δηλαδή. Συχνά, με έπαιρνε μαζίτου όταν δεν είχα σχολείο και μοιράζαμε γράμματα. Είχε φοβερή αντοχή στο περπάτημα. Περπατούσε με τις ώρες και διασκέδαζε με τη δουλειά του.
– Ίσως από αυτόν να κληρονομήσατε τη μεγάλη αντοχή σας και την ιδιαίτερη φυσική σας κατάσταση.
Μιλάτε για δύο πράγματα που δεν κληρονομούνται, αλλά κατακτώνται με δουλειά και μόνο δουλειά. Από τον πατέρα μου πήρα το πείσμα και την τελειομανία. Ήταν τελειομανής σε ό,τι και αν έκανε. Έπρεπε να σας έβλεπα από κοντά, να σας έδειχνα την ταχυδρομική του τσάντα… Την έχω φυλάξει ως λάφυρο μιας εποχής. Ενώ ο χρόνος την έχει φθείρει, παραμένει άψογη. Πάνω της διακρίνεις την από κάθε άποψη σωστή χρήση της. Ο πατέρας μου ήταν πολύ κομψός -πήγαινε πάντα στη δουλειά του με κοστούμι- και εξαιρετικά ευγενής και λιγομίλητος. Γενικά, ήταν άνθρωπος του μέτρου. Μου έλεγε: «Τα πάντα έχουν να κάνουν με τα όρια. Αυτή είναι η πρώτη και κύρια ανακάλυψη στη ζωή. Τα όριά μας».
– Πιστεύετε ότι υπήρξατε ταλέντο; Αν ναι, αυτή η ανακάλυψη σας έκανε να αφοσιωθείτε στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο;
Ακόμη και σήμερα, αν με ρωτήσετε, «πώς έκανες ό,τι έκανες;», δεν μπορώ να σας απαντήσω με ακρίβεια. Ήρθαν έτσι τα πράγματα στη ζωή μου. Εγώ γιατρός ήθελα να γίνω. Αλλά δεν γινόμαστε πάντα ό,τι ονειρευόμαστε.
– Ποια είναι η σημασία των ονείρων, αν δεν είναι το να γίνουν πραγματικότητα;
«Ονειρευόμαστε όπως μπαίνουμε σε έναν υπέροχο κήπο», έλεγε η μητέρα μου, που ήταν ένας πολύ ποιητικός άνθρωπος. Σκληρή γυναίκα, αλλά πολύ ευαίσθητη.
– Ποιο, κατά τη γνώμη σας, υπήρξε το μεγαλύτερο προσόν σας;
Όλα μου τα ελαττώματα. Έμαθα να χειρίζομαιτα ελαττώματά μου. Πιστεύω ότι τα ελαττώματά μας, αν καταφέρουμε να τα κάνουμε να φαίνονται πλεονεκτήματά μας, λάμπουν πολύ περισσότερο από τα ίδια τα πλεονεκτήματα.
– Γιατί;
Γιατί λάμπει περισσότερο ό,τι περιέχει κόπο, πόνο, δουλειά, εφευρετικότητα. Είναι μεγαλύτερης αξίας ο ιδρώτας ενός ανθρώπου που ξεπερνά ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο από αυτόν που, απλώς, τρέχει σε έναν ηλεκτρικό διάδρομο για να ξεμουδιάσει. Για να ξεπεράσουμε ένα μειονέκτημά μας, καταβάλλουμε πολύ περισσότερη προσπάθεια. Επίσης, τα πλεονεκτήματά μας μας ησυχάζουν. Γενικά, οι ευκολίες σκοτώνουν τη διάθεσή μας για δουλειά, μας εφησυχάζουν.
– Άρα, εσείς δεν πιστεύετε στο ταλέντο.
Πιστεύω στο μοναδικό ταλέντο που έχουν κάποιοι άνθρωποι να κάνουν το μειονέκτημά τους πλεονέκτημα. Αυτό για μένα είναι το ταλέντο.
– Γεννιόμαστε με αυτό το ταλέντο;
Όχι, γεννιόμαστε για να δουλεύουμε. Για μένα, οι άνθρωποι που δεν δουλεύουν έχουν πάντα προβλήματα με την ψυχή τους. Η δουλειά φέρνει συναισθηματική ισορροπία στον άνθρωπο.
– Πολύ γερμανική λογική έχετε. (Γέλια)
Μεγάλωσα σε μια χώρα που με τη δουλειά πιστεύει ότι μπορεί να γυρίσει και το πιο αρνητικό αποτέλεσμα, αυτό είναι αλήθεια.
– Πιστεύετε ότι έχει αλλάξει το ποδόσφαιρο σήμερα; Άλλο εννοούσατε εσείς όταν λέγατε «ποδόσφαιρο» κάποτε;
Όχι, βέβαια.Απλώς, το ποδόσφαιρο έχει πάει αλλού, έχει εξελιχθεί πολύ. Τόσο μέσα όσο και έξω από τους αγωνιστικούς χώρους.
– Εξέλιξη είναι αυτή η οπισθοδρόμηση; Πιστεύετε ότι είναι εξέλιξη η έλλειψη θεάματος στο παιχνίδι;
Το παιχνίδι έχει γίνει σήμερα πιο δυνατό, πιο γρήγορο, πιο αθλητικό. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι θεαματικό. Τι είναι, άλλωστε, θέαμα; Μπορεί και δύο γυμνασμένα σώματα που διεκδικούν την μπάλα να είναι θέαμα. Θέαμα δεν είναι μόνο το γκολ. Υπάρχουν γκολ που δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον και τάκλιν που ξεσηκώνουν ένα ολόκληρο γήπεδο. Τότε που παίζαμε εμείς, ωραίο ποδόσφαιρο ήταν το να παίζεις με την μπάλα στα πόδια, να ελέγχεις την μπάλα, να την τσιμπάς από τα πόδια του αντιπάλου. Αφήναμε τότε το παιχνίδι να εξελιχθεί. Σήμερα είναι αδύνατον να περιμένεις το παιχνίδι να εξελιχθεί όπως θέλεις εσύ. Στο σημερινό ποδόσφαιρο είναι σαν να έχουν λιγοστέψει ο χώρος και ο χρόνος. Σήμερα ο ποδοσφαιριστής μέσα στο γήπεδο νιώθει την ανάγκη να τρέχει όλο και πιο γρήγορα.
– Ποιος είναι ο σκοπός του παιχνιδιού σήμερα;
Αυτός που ήταν πάντα· σκοπός όλων είναι η νίκη.
– Η νίκη ή να μη χάνουμε;
Ναι, αυτή είναι μια διαφορά από παλιά. Ίσως η μόνη διαφορά σήμερα είναι ότι κυριαρχεί η σκέψη μη χάσουμε. Το να μη χάσουμε είναι πολύ ισχυρότερο από οποιοδήποτε άλλο κίνητρο. Αυτό οδηγεί την ομάδα να παίρνει όλο και λιγότερα ρίσκα απ’ ό,τι παλαιότερα. Και ο λόγος είναι, κυρίως, η πίεση που ασκείται στις ομάδες από έξω, από παράγοντες εκτός γηπέδου, που επενδύουν τα χρήματά τους στο σύλλογο γιά άλλους λόγους από την ουσία του παιχνιδιού. Σήμερα το ποδόσφαιρο έχει συστηματική διαπλοκή με τα παιχνίδια εξουσίας κι όχι αποκλειστικά και μόνο με το θέαμα και το άθλημα.
– Ποιος πιστεύετε ότι θα κερδίσει το Παγκόσμιο της Γαλλίας;
Τι να πω… Η ομάδα της Βραζιλίας είναι, σίγουρα, το μεγάλο φαβορί και πάλι. Έχει τους καλύτερους παίκτες, τους παίκτες με το μεγαλύτερο ταλέντο. Στο ποδόσφαιρο όμως ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις.
– Και η Γερμανία;
Το βασικότερο μειονέκτημά μας είναι και το πλεονέκτημά μας. Οι περισσότεροι παίκτες μας είναι μεγάλοι σε ηλικία, αλλά παίζουν χρόνια μαζί και έχουν ομοιογένεια.
– Υπάρχει ένα αστέρι του Μουντιάλ Γαλλίας που λάμπει περισσότερο από τα άλλα;
Χωρίς αμφιβολία, ο Ρονάλντο είναι ο καλύτερος παίκτης το Παγκόσμιου Kυπέλου.
– Είναι ο νέος Πελέ;
Είναι πολύ νέος, ουσιαστικά, τώρα ξεκινάει. Κανένας δεν ξέρει την εξέλιξή του. Τις περισσότερες φορές, έχει να αντιμετωπίσει ένα τρελό πρόγραμμα. Παίζει το ένα ματς μετά το άλλο, από τη μία άκρη του κόσμου στην άλλη. Πρέπει κάποιες στιγμές να νιώθει πολύ κουρασμένος ψυχικά. Πιστεύω ότι, με τα χρόνια, θα μάθει να ελέγχει καλύτερα το πρόγραμμά του, αλλιώς θα υποστεί τις συνέπειες.
– Σας ευχαριστώ.
Κι εγώ.