Είναι 3 το πρωί και ο Φώντας Λάδης, από το σπίτι-γραφείο-αρχείο-οχυρό-παράθυρό του στους ανθρώπους στον Κεραμεικό ηχογραφεί απαντήσεις σε κάθε μία από τις είκοσι ερωτήσεις που του έστειλα λίγο πριν εκπνεύσει το 2023. Προτιμούσε αυτή η συνέντευξη να γίνει έτσι και ας γνωριζόμαστε σε προσωπικό επίπεδο αρκετά χρόνια, μέσω του Χρύσανθου Ξάνθη και του περιοδικού Η Πόλη Ζει, στο οποίο ανά καιρούς συνεισφέρει το πολύτιμο (και πολύπειρο) βλέμμα του ή θησαυρούς από το αρχείο του ή νέα κείμενα, από αυτά που ούτως ή άλλως δεν σταματά να γράφει. Ο Φώντας Λάδης έχει ορισμένες ιδιοτροπίες -να, όπως αυτή με τις ηχογραφημένες απαντήσεις- αλλά δεν με ενοχλούν καθόλου. Αν μπορούσατε να ακούσετε την ατμόσφαιρα της κάθε απάντησης όπως μου την υπαγορεύει ουσιαστικά ο σημαντικός αυτός άνθρωπος για τον ελληνικό πολιτισμό, μπορεί, στην περίπτωση που τυγχάνετε θαυμαστής/θαυμάστριά του, να ζηλεύατε. Ακούω κάθε του άχνα, ζυγίσω τις παύσεις, σκέφτομαι γιατί επιλέγει τελικά αυτή τη λέξη για να αποδώσει ένα νόημα και όχι την άλλη.
Ο Φώντας Λάδης, ετών 81 σήμερα, αεικίνητος, σπιρτόζος και αφοσιωμένος ολημερίς στα γραψίματα και τα αρχεία του (με μια ρουτίνα ύπνου φοιτητή, κατά την οποία μένει ξύπνιος τη νύχτα και κοιμάται πρωί και μεσημέρι) ζει μια ζωή, υποθέτω, όπως την θέλησε και την θέλει. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε ελληνικές, καθημερινές εφημερίδες και περιοδικά. Υπήρξε συνεκδότης με το Δημήτρη Γκιώνη του περιοδικού “Τετράδιο” από το 1974 ως το 1976. Έχει γράψει ποίηση, πεζογραφία, ταξιδιωτικό, πολιτικό και ιστορικό δοκίμιο, θέατρο, καθώς και βιβλία για παιδιά. Ποιήματά του μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη, το Μάνο Λοΐζο, το Θάνο Μικρούτσικο, το Χρήστο Νικολόπουλο, το Μάριο Τόκα, το Λίνο Κόκοτο, το Δημήτρη Λάγιο και άλλους Έλληνες συνθέτες. Είναι μέλος της ΕΣΗΕΑ, της ΄Ενωσης Μουσικοσυνθετών και Στιχουργών Ελλάδας (ΕΜΣΕ), της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας (ΕΛΣΑΛ) και ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος της Εταιρείας Αρχείου και Μελετών “Μνήμες”. Έχετε σίγουρα ακούσει έστω ένα, ναι, έστω ένα τραγούδι του, ακούτε δεν ακούτε ελληνική μουσική. Ποιο; Μα, το εμβληματικό, αξεπέραστο “Η Μέρα Εκείνη δεν θ’ Αργήσει” που, μόνο αυτό να είχε γράψει, θα του άξιζε μια περίοπτη θέση στην αιωνιότητα/αχρονικότητα των κορυφαίων δημιουργών. Φυσικά, το έργο του, βαθιά πολιτικό και στιγματισμένο από μια ταραγμένη εποχή στα ελληνικά πράγματα, είναι σημαντικό και πολυακουσμένο. Δείτε τον εδώ μαζί με τον Μάνο Λοϊζο να προβάρουν τον θρυλικό δίσκο “Τα τραγούδια μας” στον οποίο τραγούδησε ο Γιώργος Νταλάρας. Ο δίσκος που έκανε με τον Θεοδωράκη τα “Γράμματα απ’ την Γερμανία” θεωρείται, επίσης, δίσκος-σταθμός στο ελληνικό πολιτικό τραγούδι.
Ο Φώντας Λάδης δεν ξέρει ότι, πριν από μερικά χρόνια, στη Νέα Υόρκη, συζητούσα για την δουλειά που είχε ετοιμάσει με τον Σπύρο Εξάρα (τον τελευταίο μελοποιητή του προς ώρας) και εξέφραζα στον φίλτατο Σπύρο -και αγαπημένο μου μουσικό- ανυπομονησία να την ακούσω. Για αυτήν, και για όλα που θεωρήσαμε σημαντικά, μιλάμε με τον Φώντα Λάδη στην παρακάτω συνέντευξη. Συγκεκριμένα, εκείνος ηχογραφεί ξημερώματα τις απαντήσεις του στις γνήσιες απορίες μου. Στον τόνο της φωνής και στην εκφορά του λόγου του, νιώθω να γέρνει γλυκά κουρασμένη, αλλά χωρίς να έχει απωλέσει καμία πίστη για το δυνατό της αλλαγής, μια ολόκληρη, περασμένη εποχή. Και συγκινούμαι.
– Πώς επηρέασαν την πορεία και την ζωή σας τα παιδικά σας χρόνια; Τι θεμέλια έθεσαν;
Έθεσαν…χάρτινα θεμέλια. Κυριολεκτικά. Γύρω μου, από μικρό παιδί, θυμάμαι να υπάρχουν πολλά κι ενδιαφέροντα βιβλία, καθώς και τους τίτλους -και τους ήρωες- των τότε παιδικών περιοδικών: ‘’Ελληνόπουλο’’, ‘’Ο Θησαυρός των Παιδιών’’ (που μετά συγχωνεύτηκαν), ‘’Διάπλαση των παίδων’’, ‘’Κλασσικά εικονογραφημένα’’, ‘’Μικρός ήρως’’, ‘’Υπεράνθρωπος’’, ‘’Γκαούρ-Ταρζάν’’ και άλλα. Μεγάλωσα στην περιοχή του Αγίου Λουκά, στην Πατησίων, σε μια απλή μονοκατοικία με αυλή. Κάθε τόσο βρισκόμουν στους δρόμους για αυτοσχέδια παιχνίδια με τους φίλους μου και τις υπόλοιπες ώρες θυμάμαι να γράφω τα πρώτα μου κείμενα, από 5 κιόλας χρονών, και να φτιάχνω ένα χειρόγραφο περιοδικό με τίτλο ‘’Κοντοστούπης’’ εμπνευσμένο από έναν ήρωα του ‘’Υπεράνθρωπου’’. Ο πατέρας μου ήταν πολύ καλός παιδαγωγός και έγραψε, ο ίδιος, μερικά πετυχημένα, σχολικά βιβλία, καθώς και δύο αυτοβιογραφικά. Το περιβάλλον με παρότρυνε έμμεσα, αλλά και άμεσα, να ασχοληθώ με το γράψιμο. Λόγω του ότι ο πατέρας μου ήταν εκπαιδευτικός, γνώρισα την ζωή στην Αθήνα και σε πολλές περιοχές έξω από αυτήν, πρώτα στην Χίο, μετά στο Χαλάνδρι, πάλι πίσω στα Πατήσια, μετά στο Γαλάτσι, μαθητής στην σχολή Χατζηδάκι, μετά στην Καλλιθέα και, τέλος, στα μοναδικά εκείνα χρόνια της εφηβείας στην Δράμα. Σε εκείνη την φτωχική, τη ρημαγμένη από την μετανάστευση, αλλά πάντα γλεντζέδικη πόλη, την εποχή του Καζαντζίδη. Από εκεί έστελνα ανταποκρίσεις για το περιοδικό «Αθλητικά Χρονικά» στην Αθήνα, δημιούργησα μια πετυχημένη σχολική εφημερίδα και έγραψα μερικά διηγήματα για τον τοπικό Τύπο. Και κυρίως εμπέδωσα τις μετέπειτα πολιτικές μου πεποιθήσεις μέσα από τη συναναστροφή με έναν κύκλο καλλιεργημένων, αριστερών, νέων επιστημόνων και εργαζομένων της πόλης. Αυτό ήταν γενικά το έδαφος, που βόηθησε να αναπτυχθεί σταδιακά η έμφυτή μου τάση στο γράψιμο.
– Τι σας απασχολεί έντονα την σκέψη αυτή την εποχή;
Οι επανεκδόσεις κάποιων έργων μου, η ολοκλήρωση κάποιων άλλων που όλο και δουλεύω πάνω σε αυτά, η ταξινόμηση του προσωπικού μου αρχείου και η αναδίφηση σημαντικών ιστορικών ντοκουμέντων, γιατί έχω και το χόμπυ της ιστοριογραφίας.
– Τι είναι, για εσάς, ομορφιά; Είναι δόκιμο να πούμε ότι είναι συνώνυμη με την δικαιοσύνη;
Μπα, δε νομίζω. Οι δρόμοι τους είναι αυτόνομοι και οδηγούν σε διαφορετικά πεδία. Η ομορφιά είναι άδικη και η δικαιοσύνη είναι, μερικές φορές, πολύ άσχημη. Η δικαιοσύνη, ωστόσο, θα μπορούσε να είναι όμορφη και η ομορφιά θα μπορούσε να είναι από τη μεριά της δίκαιη. Ο Ντε Σαντ μάς λέει ότι, για την ώρα, ειδικά η ομορφιά είναι πολύ άδικη, γιατί δεν κατανέμεται δίκαια στους ανθρώπους.
– Ποια συνεργασία που είχατε με συνθέτη, ως στιχουργός, σας σημάδεψε;
Τα ‘’Γράμματα απ’ την Γερμανία’’ που έγραψα όταν ήμουν 23 χρονών και τα μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης. Άρεσαν πολύ, ιδιαίτερα στους νέους εκείνης της εποχής, ήταν τολμηρά, ρηξικέλευθα, τόσο που κάποιοι σοκαρίστηκαν από το άμεσο πολιτικό τους περιεχόμενο, την σάτιρα και την αθυροστομία τους και ζήτησαν μάλιστα να παρέμβει ο εισαγγελέας. Τελικά απαγορεύτηκε η κυκλοφορία τους σε δίσκο γιατί, ακόμα και πριν από την δικτατορία, το 1966, υπήρχε προληπτική λογοκρισία στον χώρο του τραγουδιού.
– Με τον Σπύρο Εξάρα και την «Ανατομία ενός Εγκλήματος» πώς ανταμώσατε;
Το 2015 βρέθηκα για ένα διάστημα στο Λος Άντζελες για μια έρευνα που έκανα τότε για τους Έλληνες στο Χόλιγουντ την εποχή του βωβού κινηματογράφου, που αργότερα κυκλοφόρησε σε βιβλίο. Εκεί, έτυχε να παρακολουθήσω μια συναυλία με μελοποιημένη ποίηση του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Ερμηνεύτρια ήταν η Λίνα Ορφανού και την μουσική είχε γράψει ο Σπύρος Εξάρας, που δεν ήταν παρών στη συναυλία. Η μουσική αυτή μου άρεσε ιδιαίτερα. Μετά από κάποια χρόνια, με την μεσολάβηση του κοινού φίλου, ποιητή και πανεπιστημιακού, Νίκου Αλεξίου, που ζει στη Νέα Υόρκη, ήρθα σε επαφή με τον επίσης κάτοικο Νέας Υόρκης Σπύρο και του έστειλα τους στίχους. Το έργο αυτό ήταν γραμμένο από μένα από παλιά. Το εμπιστεύθηκα στον Σπύρο και η μελοποίησή τους είναι ιδιαίτερα καλή, θα’ λεγε κανείς ιδανική.
– Θα ήθελα να μου πείτε μερικά ωραία και σημαντικά λάθη που κάνατε στην ζωή σας. Αυτά δίχως τα οποία δεν θα ήσαστε ο ίδιος σήμερα που μιλάμε.
Θυμάμαι, ότι όταν πρωτοεμφανίστηκαν οι μπουάτ στην πλάκα, έγραψα ένα μεγάλο ρεπορτάζ στην ‘’Δημοκρατική Αλλαγή’’ στα μέσα της δεκαετίας του 60, σε ηλικία 22 χρονών, που τυπώθηκε με τίτλο «Μια βόλτα στις μπουτίκ της Πλάκας». Έγινε χαμός! Από τότε, έμαθα να ελέγχω πάλι και πάλι τα κείμενά μου τόσο στην δημοσιογραφική, όσο και γενικότερα, στην συγγραφική μου καριέρα. Δεύτερο παράδειγμα. Την ίδια εποχή, μαζί με την δημοσιογραφία ασχολούμουν και με μια σειρά πρωτότυπων δράσεων, που ήμουν ο…υποκινητής τους. Οργανώσαμε, υπό τη σκέπη της «Δημοκρατικής Αλλαγής», της απογευματινής εφημερίδας της Αριστεράς, ένα Φεστιβάλ Ταινιών στο οποίο έδινε τα βραβεία το κοινό, με εισηγητές τους Ραφαηλίδη και Μικελίδη και μια δανειστική βιβλιοθήκη -με προσφορές των εκδοτικών οίκων- που δεν πρόλαβε όμως να ανοίξει. Ταυτόχρονα συμμετείχα στη διοργάνωση συναυλιών του Μίκη σε όλη την Ελλάδα, και τέλος είχα και ένα μικρό γραφείο δημοσίων σχέσεων, ας το πούμε έτσι, χαμηλά στην Σόλωνος. Λεγόταν ‘’Προβολή’’, και το είχαν κάνει στέκι ο Μάνος ο Λοΐζος, ο Μανώλης Ρασούλης, ο Χρήστος Λεοντής και άλλοι. Μάλλον είχα κατά νου να δημιουργήσω κάτι σαν τα σημερινά γραφεία τύπου των δημοσιογράφων. Τότε, βλέπετε, αυτό ήταν ένα νέο φρούτο. Τότε ακριβώς ήρθε η δικτατορία. Σείστηκε όλη η χώρα και μαζί οι συνειδήσεις. Εγώ προσωπικά άλλαξα άρδην από αυτό το σημείο και πέρα. Έπεσα στα βαθιά νερά της ακόμα πιο συνειδητής πολιτικοποίησης και στο ζωογόνο ρεύμα του αντιδικτατορικού αγώνα. Έτσι, γλίτωσα μια για πάντα από αυτήν την εύκολη και αβασάνιστη πλευρά του εαυτού μου, την υπερδραστηριοποίηση, που μπορεί να έχει τα καλά σημεία της αλλά που πολύ εύκολα μπορεί να σε βγάλει από τους στόχους σου. Και ένα τρίτο σημείο. Παλιότερα, ήμουν με έναν αβασάνιστο και ρηχό τρόπο απόλυτος στην προσωπική μου ζωή, πράγμα που μου κόστισε και μια μεγάλη διακοπή της σχέσης μου με τον μοναδικό αδερφό μου, που ζει στην Αμερική. Ευτυχώς, κάποια στιγμή, η σχέση αποκαταστάθηκε. Εγώ, όμως, κατάλαβα το μέγεθος της δικής μου ευθύνης και άλλαξα ή ελπίζω ότι κάπως άλλαξα.
– Όταν κανείς σας ρωτά “με τι ασχολείστε” τι απαντάτε σήμερα; Και τι απαντούσατε πριν 30 χρόνια;
Ασχολούμαι με ό, τι απασχολεί έντονα την σκέψη μου και απάντησα, νομίζω, κάπως σε αυτό το ερώτημα ήδη. Πριν όμως από 30 χρόνια, ασχολούμουν στο μέτρο του δυνατού και με τα παιδιά μου, να τους αλλάζω καμιά φορά πάνες και να τους γράφω άπειρα τραγουδάκια, αλλά και τους «κανόνες της ημέρας» -και τις ποινές αν τους παραβίαζαν- που συχνά προσπαθούσα να τους αποδώσω με στίχο, με ζωγραφιές ή τραγουδώντας μαζί τους.
– Υπάρχει Αριστερά σήμερα; Θα υπάρχει Επανάσταση αύριο;
Και Αριστερά θα υπάρχει, αλλά και αν δεν υπάρχει, θα υπάρχει σίγουρα Επανάσταση, που για μένα είναι ταυτόσημη με την Αριστερά.
– Πόσο σημαντικός είναι ο έρωτας για την κοινωνία και για το άτομο, κατά την άποψή σας; Πόσο σημαντικός υπήρξε στην δική σας διαδρομή;
Μπορεί για την κοινωνία να είναι σημαντικός, θετικά γιατί αντιμάχεται την υπογονιμότητα και αρνητικά γιατί χάνονται πολλές εργατοώρες με τα βάσανα και τα ντέρτια του έρωτα, κι έτσι έρχεται ισοζύγιο. Στην δική μου διαδρομή, συνάντησα κι εγώ τον έρωτα μερικές φορές. Δεν ξέρω ακριβώς, ή δεν θυμάμαι, τι άφησε γύρω του και… πίσω του, πόσο ταλαιπώρησε εμένα ή άλλους, αλλά, κατά τ’ άλλα, άμα το σκέφτομαι περάσαμε…όλοι ωραία. Χωρίς αυτόν, μάλλον θα ήταν χειρότερα τα πράγματα.
– Ποια είναι τα βασικά υλικά του ψυχισμού σας; Με τι θα σας ανασυνθέταμε αν ήταν κάτι τέτοιο δυνατό;
Προσήλωση σε στόχους, επίμονη, σκληρή δουλειά, αλλά και κοινωνική εξωστρέφεια, δόσιμο στους άλλους και κυρίως στους φίλους, καθώς και συχνά διαλείμματα με προσφυγή στην ψυχαγωγία, με μικρές ή μεγάλες παρέες. Τρία είναι τα συστατικά με τα οποία θα μπορούσε κανείς να με ανασυνθέσει, αν ήθελε: όνειρο, αισιοδοξία, αγώνας.
– Ονειρεύεστε; Και τι; Ξύπνιος όταν είστε, εννοώ.
Ονειρεύομαι μια κοινωνία με ίσες ευκαιρίες, χωρίς κραυγαλέες ανισότητες και διακρίσεις, με άμιλλα, πάντα, και συναγωνισμό, που θα παρέχει σε όλους τα στοιχειώδη, μια κοινωνία όπου το άτομο θα είναι ερωτευμένο με τον εαυτό του αλλά και με όλους τους άλλους, που θα προσφέρει τον μηχανισμό να λύνoνται διαδοχικά όλα τα -άγνωστα σε εμάς- προβλήματα και οι όποιες αντιθέσεις, που η ζωή και η κίνηση συνεχώς θα θέτουν. Μια κοινωνία που θα παρέχει όλο και μεγαλύτερο ποσοστό ελευθερίας.
– Για τι από όλα που πετύχατε στην ζωή σας είστε περισσότερο υπερήφανος και ευγνώμων;
Για τα τρία μου παιδιά.
– Ποιο είναι το πιο σημαντικό μάθημα που σας δίδαξε η ζωή;
Ότι δεν μπορεί να την μάθεις, να την κατακτήσεις σε όλες της τις μορφές και ότι αυτό είναι το πιο όμορφο στοιχείο σε αυτήν.
– Τι σας κάνει να σκοτεινιάζετε και να κλείνεστε στον εαυτό σας;
Καμιά φορά, οι επιφανειακές ή οι βαθύτερες αντιθέσεις με πρόσωπα του στενού, ιδιωτικού ή οικογενειακού μου κύκλου. Με καλή διάθεση, κοινή προσπάθεια και αγάπη, ο ορίζοντας ξανανοίγει.
– Αν κάνατε μια (αυτο)κριτική στην γενιά σας, τι θα περιελάμβανε αυτή;
Ότι πάλεψε μεν στους δρόμους, έχοντας σπουδαία οράματα, αλλά δεν φρόντισε να προστατέψει τον εαυτό της και πήγε «ως πρόβατο επί σφαγήν». Το παράδοξο είναι ότι εμείς, οι τότε νέοι, στην ‘’χρυσή δεκαετία’’ του ’60, βλέπαμε από παντού τον κίνδυνο να έρχεται και ανησυχούσαμε, ενώ η προηγούμενη γενιά, παρόλη την πείρα που είχε και τα παθήματά της, δεν πίστευε -ή δεν ήθελε να πιστέψει- στην επέλαση της χούντας. Έτσι, τα πράγματα πήγαν πίσω και σήμερα, 70 χρόνια μετά, πληρώνουμε ακόμη εκείνο το πισωγύρισμα.
– Πώς πολιτικοποιηθήκατε εξ αρχής εσείς; Με ποια κριτήρια επιλέξατε την αφοσίωσή σας στον ριζοσπαστισμό;
Δεν ήμουν, όπως άλλοι, ‘’από τη γέννα μου’’ αριστερός. Έγινα στα 15-16 μου χρόνια. Εκεί με οδήγησε το μυαλό και η καρδιά μου. Και όλα αυτά, σε αυτήν την μικρή, όμορφη, αλλά ταλαιπωρημένη χώρα, με αυτόν τον σκληροτράχηλο, όμορφο, αλλά αδικημένο, ‘’ευκολοπίστευτο’’, συχνά προδομένο -ή έστω αγνοημένο- λαό.
– Ποιους ανθρώπους δεν γίνεται να ξεχάσετε ποτέ; Και για ποιον λόγο;
Τον Μίκη Θεοδωράκη, για την ευεργετική του διέλευση από την ζωή αυτής της χώρας, τον ποιητή Κώστα Κουλουφάκο -μέλος της συντακτικής επιτροπής της ‘’Επιθεώρησης Τέχνης’’-, που με βοήθησε με τα μαθήματα ποιητικής που με ανιδιοτέλεια μου έκανε όταν ήμουν νέος και πολλούς άλλους, όπως συνήθως συμβαίνει, από τις εφηβικές μου παρέες και από τις πρώτες μου καλλιτεχνικές φιλίες και συνεργασίες. Απάντησα, εξαιρώντας τον στενό οικογενειακό μου κύκλο, όπου αυτονόητα υπάρχουν κάποια πρόσωπα που θετικά τα κουβαλάμε μαζί μας, στη μνήμη και την καρδιά μας, σε ολόκληρη την ζωή μας.
– Το πολιτικό τραγούδι, σήμερα, σε τι κατάσταση βρίσκεται; Ο Λεξ κάνει πολιτική μέσα από τους στίχους του, τι λέτε;
Φυσικά και κάνει πολιτική και μάλιστα με σαφές αντιφασιστικό και αντισυστημικό περιεχόμενο. Το ίδιο κάνουν και πολλά άλλα, αντίστοιχα συγκροτήματα, άλλα με λιγότερο και άλλα με περισσότερο επιτυχημένο τρόπο. Η ραπ, λόγω της μορφής της -απευθείας καταγγελία, μεγαλόφωνα και χωρίς υπονοούμενα-έχει κερδίσει αυτονόητα μια σημαντική θέση στον χώρο του πολιτικού τραγουδιού. Αυτά, ως προς τον στίχο. Από την άλλη, λόγω της υποτίμησης του ρόλου της μελωδίας, η ραπ χάνει πολλούς πόντους. Πρέπει να βρεθεί ένας συγκερασμός, ίσως μια ποιοτική ανασύνθεση, ένα μπόλιασμα, μακάρι και μια επανάσταση στην ελληνική ραπ, που όλο και πιο συχνά αναγκάζεται να καταφεύγει στο να συνοδεύει απλώς, ως ρυθμική υπόκρουση, άλλα, γνωστά πετυχημένα τραγούδια, ακόμα και ρεμπέτικα.
– Το πρόσωπο του φασισμού αλλάζει μακιγιάζ με τα χρόνια. Σε τι κατάσταση τον πετυχαίνουμε σήμερα;
Σε αρκετά καλή κατάσταση, δυστυχώς για εμάς. Αν συνεχίσουμε, εμείς που υποτίθεται είμαστε οι αντίπαλοί του, να είμαστε τόσο διασπασμένοι και αναποτελεσματικοί, τότε γιατί όχι, είναι πιθανό να ανδρωθεί ακόμα μια φορά μπροστά στα μάτια μας. Κι αν αυτή την φορά δεν τον αναγνωρίσουμε στην φάτσα, θα νιώσουμε τα γλοιώδη του χέρια να πλησιάζουν τον λαιμό μας.
– Αν μόνο ένα γραφτό σας ήταν να σωθεί από το πέρασμα του χρόνου, ποιο θα επιλέγατε εσείς; Ποίημα, άρθρο, πεζό, στίχο…ό, τι θέλετε.
Τα ‘’Γράμματα από την Γερμανία’’ που έγραψα το 1966. Όπως ξέρετε, τα καλύτερα δημιουργήματά μας, τα πιο αυθεντικά, πηγαία και αλογόκριτα -από εμάς τους ίδιους- και γενικά, τα πιο επαναστατικά και επιδραστικά πράγματα στην ζωή μας, τόσο στην ιδιωτική όσο και στην δημόσια σφαίρα, τα ‘’διαπράττουμε’’ συνήθως όταν είμαστε νέοι. Μήπως και τα πιο ώριμα;
*Αναζητήστε από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» το βιβλίο «Τα Κυριακάτικα. Σελίδες μέσα στο χρόνο. Δημοσιογραφικά κείμενα μιας πενταετίας» με κείμενα του Φώντα Λάδη από την θητεία του στον Ριζοσπάστη.
Είναι 3 το πρωί και ο Φώντας Λάδης, από το σπίτι-γραφείο-αρχείο-οχυρό-παράθυρό του στους ανθρώπους στον Κεραμεικό ηχογραφεί απαντήσεις σε κάθε μία από τις είκοσι ερωτήσεις που του έστειλα λίγο πριν εκπνεύσει το 2023. Προτιμούσε αυτή η συνέντευξη να γίνει έτσι και ας γνωριζόμαστε σε προσωπικό επίπεδο αρκετά χρόνια, μέσω του Χρύσανθου Ξάνθη και του περιοδικού Η Πόλη Ζει, στο οποίο ανά καιρούς συνεισφέρει το πολύτιμο (και πολύπειρο) βλέμμα του ή θησαυρούς από το αρχείο του ή νέα κείμενα, από αυτά που ούτως ή άλλως δεν σταματά να γράφει. Ο Φώντας Λάδης έχει ορισμένες ιδιοτροπίες -να, όπως αυτή με τις ηχογραφημένες απαντήσεις- αλλά δεν με ενοχλούν καθόλου. Αν μπορούσατε να ακούσετε την ατμόσφαιρα της κάθε απάντησης όπως μου την υπαγορεύει ουσιαστικά ο σημαντικός αυτός άνθρωπος για τον ελληνικό πολιτισμό, μπορεί, στην περίπτωση που τυγχάνετε θαυμαστής/θαυμάστριά του, να ζηλεύατε. Ακούω κάθε του άχνα, ζυγίσω τις παύσεις, σκέφτομαι γιατί επιλέγει τελικά αυτή τη λέξη για να αποδώσει ένα νόημα και όχι την άλλη.
Ο Φώντας Λάδης, ετών 81 σήμερα, αεικίνητος, σπιρτόζος και αφοσιωμένος ολημερίς στα γραψίματα και τα αρχεία του (με μια ρουτίνα ύπνου φοιτητή, κατά την οποία μένει ξύπνιος τη νύχτα και κοιμάται πρωί και μεσημέρι) ζει μια ζωή, υποθέτω, όπως την θέλησε και την θέλει. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε ελληνικές, καθημερινές εφημερίδες και περιοδικά. Υπήρξε συνεκδότης με το Δημήτρη Γκιώνη του περιοδικού “Τετράδιο” από το 1974 ως το 1976. Έχει γράψει ποίηση, πεζογραφία, ταξιδιωτικό, πολιτικό και ιστορικό δοκίμιο, θέατρο, καθώς και βιβλία για παιδιά. Ποιήματά του μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη, το Μάνο Λοΐζο, το Θάνο Μικρούτσικο, το Χρήστο Νικολόπουλο, το Μάριο Τόκα, το Λίνο Κόκοτο, το Δημήτρη Λάγιο και άλλους Έλληνες συνθέτες. Είναι μέλος της ΕΣΗΕΑ, της ΄Ενωσης Μουσικοσυνθετών και Στιχουργών Ελλάδας (ΕΜΣΕ), της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας (ΕΛΣΑΛ) και ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος της Εταιρείας Αρχείου και Μελετών “Μνήμες”. Έχετε σίγουρα ακούσει έστω ένα, ναι, έστω ένα τραγούδι του, ακούτε δεν ακούτε ελληνική μουσική. Ποιο; Μα, το εμβληματικό, αξεπέραστο “Η Μέρα Εκείνη δεν θ’ Αργήσει” που, μόνο αυτό να είχε γράψει, θα του άξιζε μια περίοπτη θέση στην αιωνιότητα/αχρονικότητα των κορυφαίων δημιουργών. Φυσικά, το έργο του, βαθιά πολιτικό και στιγματισμένο από μια ταραγμένη εποχή στα ελληνικά πράγματα, είναι σημαντικό και πολυακουσμένο. Δείτε τον εδώ μαζί με τον Μάνο Λοϊζο να προβάρουν τον θρυλικό δίσκο “Τα τραγούδια μας” στον οποίο τραγούδησε ο Γιώργος Νταλάρας. Ο δίσκος που έκανε με τον Θεοδωράκη τα “Γράμματα απ’ την Γερμανία” θεωρείται, επίσης, δίσκος-σταθμός στο ελληνικό πολιτικό τραγούδι.
Ο Φώντας Λάδης δεν ξέρει ότι, πριν από μερικά χρόνια, στη Νέα Υόρκη, συζητούσα για την δουλειά που είχε ετοιμάσει με τον Σπύρο Εξάρα (τον τελευταίο μελοποιητή του προς ώρας) και εξέφραζα στον φίλτατο Σπύρο -και αγαπημένο μου μουσικό- ανυπομονησία να την ακούσω. Για αυτήν, και για όλα που θεωρήσαμε σημαντικά, μιλάμε με τον Φώντα Λάδη στην παρακάτω συνέντευξη. Συγκεκριμένα, εκείνος ηχογραφεί ξημερώματα τις απαντήσεις του στις γνήσιες απορίες μου. Στον τόνο της φωνής και στην εκφορά του λόγου του, νιώθω να γέρνει γλυκά κουρασμένη, αλλά χωρίς να έχει απωλέσει καμία πίστη για το δυνατό της αλλαγής, μια ολόκληρη, περασμένη εποχή. Και συγκινούμαι.
– Πώς επηρέασαν την πορεία και την ζωή σας τα παιδικά σας χρόνια; Τι θεμέλια έθεσαν;
Έθεσαν…χάρτινα θεμέλια. Κυριολεκτικά. Γύρω μου, από μικρό παιδί, θυμάμαι να υπάρχουν πολλά κι ενδιαφέροντα βιβλία, καθώς και τους τίτλους -και τους ήρωες- των τότε παιδικών περιοδικών: ‘’Ελληνόπουλο’’, ‘’Ο Θησαυρός των Παιδιών’’ (που μετά συγχωνεύτηκαν), ‘’Διάπλαση των παίδων’’, ‘’Κλασσικά εικονογραφημένα’’, ‘’Μικρός ήρως’’, ‘’Υπεράνθρωπος’’, ‘’Γκαούρ-Ταρζάν’’ και άλλα. Μεγάλωσα στην περιοχή του Αγίου Λουκά, στην Πατησίων, σε μια απλή μονοκατοικία με αυλή. Κάθε τόσο βρισκόμουν στους δρόμους για αυτοσχέδια παιχνίδια με τους φίλους μου και τις υπόλοιπες ώρες θυμάμαι να γράφω τα πρώτα μου κείμενα, από 5 κιόλας χρονών, και να φτιάχνω ένα χειρόγραφο περιοδικό με τίτλο ‘’Κοντοστούπης’’ εμπνευσμένο από έναν ήρωα του ‘’Υπεράνθρωπου’’. Ο πατέρας μου ήταν πολύ καλός παιδαγωγός και έγραψε, ο ίδιος, μερικά πετυχημένα, σχολικά βιβλία, καθώς και δύο αυτοβιογραφικά. Το περιβάλλον με παρότρυνε έμμεσα, αλλά και άμεσα, να ασχοληθώ με το γράψιμο. Λόγω του ότι ο πατέρας μου ήταν εκπαιδευτικός, γνώρισα την ζωή στην Αθήνα και σε πολλές περιοχές έξω από αυτήν, πρώτα στην Χίο, μετά στο Χαλάνδρι, πάλι πίσω στα Πατήσια, μετά στο Γαλάτσι, μαθητής στην σχολή Χατζηδάκι, μετά στην Καλλιθέα και, τέλος, στα μοναδικά εκείνα χρόνια της εφηβείας στην Δράμα. Σε εκείνη την φτωχική, τη ρημαγμένη από την μετανάστευση, αλλά πάντα γλεντζέδικη πόλη, την εποχή του Καζαντζίδη. Από εκεί έστελνα ανταποκρίσεις για το περιοδικό «Αθλητικά Χρονικά» στην Αθήνα, δημιούργησα μια πετυχημένη σχολική εφημερίδα και έγραψα μερικά διηγήματα για τον τοπικό Τύπο. Και κυρίως εμπέδωσα τις μετέπειτα πολιτικές μου πεποιθήσεις μέσα από τη συναναστροφή με έναν κύκλο καλλιεργημένων, αριστερών, νέων επιστημόνων και εργαζομένων της πόλης. Αυτό ήταν γενικά το έδαφος, που βόηθησε να αναπτυχθεί σταδιακά η έμφυτή μου τάση στο γράψιμο.
– Τι σας απασχολεί έντονα την σκέψη αυτή την εποχή;
Οι επανεκδόσεις κάποιων έργων μου, η ολοκλήρωση κάποιων άλλων που όλο και δουλεύω πάνω σε αυτά, η ταξινόμηση του προσωπικού μου αρχείου και η αναδίφηση σημαντικών ιστορικών ντοκουμέντων, γιατί έχω και το χόμπυ της ιστοριογραφίας.
– Τι είναι, για εσάς, ομορφιά; Είναι δόκιμο να πούμε ότι είναι συνώνυμη με την δικαιοσύνη;
Μπα, δε νομίζω. Οι δρόμοι τους είναι αυτόνομοι και οδηγούν σε διαφορετικά πεδία. Η ομορφιά είναι άδικη και η δικαιοσύνη είναι, μερικές φορές, πολύ άσχημη. Η δικαιοσύνη, ωστόσο, θα μπορούσε να είναι όμορφη και η ομορφιά θα μπορούσε να είναι από τη μεριά της δίκαιη. Ο Ντε Σαντ μάς λέει ότι, για την ώρα, ειδικά η ομορφιά είναι πολύ άδικη, γιατί δεν κατανέμεται δίκαια στους ανθρώπους.
– Ποια συνεργασία που είχατε με συνθέτη, ως στιχουργός, σας σημάδεψε;
Τα ‘’Γράμματα απ’ την Γερμανία’’ που έγραψα όταν ήμουν 23 χρονών και τα μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης. Άρεσαν πολύ, ιδιαίτερα στους νέους εκείνης της εποχής, ήταν τολμηρά, ρηξικέλευθα, τόσο που κάποιοι σοκαρίστηκαν από το άμεσο πολιτικό τους περιεχόμενο, την σάτιρα και την αθυροστομία τους και ζήτησαν μάλιστα να παρέμβει ο εισαγγελέας. Τελικά απαγορεύτηκε η κυκλοφορία τους σε δίσκο γιατί, ακόμα και πριν από την δικτατορία, το 1966, υπήρχε προληπτική λογοκρισία στον χώρο του τραγουδιού.
– Με τον Σπύρο Εξάρα και την «Ανατομία ενός Εγκλήματος» πώς ανταμώσατε;
Το 2015 βρέθηκα για ένα διάστημα στο Λος Άντζελες για μια έρευνα που έκανα τότε για τους Έλληνες στο Χόλιγουντ την εποχή του βωβού κινηματογράφου, που αργότερα κυκλοφόρησε σε βιβλίο. Εκεί, έτυχε να παρακολουθήσω μια συναυλία με μελοποιημένη ποίηση του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Ερμηνεύτρια ήταν η Λίνα Ορφανού και την μουσική είχε γράψει ο Σπύρος Εξάρας, που δεν ήταν παρών στη συναυλία. Η μουσική αυτή μου άρεσε ιδιαίτερα. Μετά από κάποια χρόνια, με την μεσολάβηση του κοινού φίλου, ποιητή και πανεπιστημιακού, Νίκου Αλεξίου, που ζει στη Νέα Υόρκη, ήρθα σε επαφή με τον επίσης κάτοικο Νέας Υόρκης Σπύρο και του έστειλα τους στίχους. Το έργο αυτό ήταν γραμμένο από μένα από παλιά. Το εμπιστεύθηκα στον Σπύρο και η μελοποίησή τους είναι ιδιαίτερα καλή, θα’ λεγε κανείς ιδανική.
– Θα ήθελα να μου πείτε μερικά ωραία και σημαντικά λάθη που κάνατε στην ζωή σας. Αυτά δίχως τα οποία δεν θα ήσαστε ο ίδιος σήμερα που μιλάμε.
Θυμάμαι, ότι όταν πρωτοεμφανίστηκαν οι μπουάτ στην πλάκα, έγραψα ένα μεγάλο ρεπορτάζ στην ‘’Δημοκρατική Αλλαγή’’ στα μέσα της δεκαετίας του 60, σε ηλικία 22 χρονών, που τυπώθηκε με τίτλο «Μια βόλτα στις μπουτίκ της Πλάκας». Έγινε χαμός! Από τότε, έμαθα να ελέγχω πάλι και πάλι τα κείμενά μου τόσο στην δημοσιογραφική, όσο και γενικότερα, στην συγγραφική μου καριέρα. Δεύτερο παράδειγμα. Την ίδια εποχή, μαζί με την δημοσιογραφία ασχολούμουν και με μια σειρά πρωτότυπων δράσεων, που ήμουν ο…υποκινητής τους. Οργανώσαμε, υπό τη σκέπη της «Δημοκρατικής Αλλαγής», της απογευματινής εφημερίδας της Αριστεράς, ένα Φεστιβάλ Ταινιών στο οποίο έδινε τα βραβεία το κοινό, με εισηγητές τους Ραφαηλίδη και Μικελίδη και μια δανειστική βιβλιοθήκη -με προσφορές των εκδοτικών οίκων- που δεν πρόλαβε όμως να ανοίξει. Ταυτόχρονα συμμετείχα στη διοργάνωση συναυλιών του Μίκη σε όλη την Ελλάδα, και τέλος είχα και ένα μικρό γραφείο δημοσίων σχέσεων, ας το πούμε έτσι, χαμηλά στην Σόλωνος. Λεγόταν ‘’Προβολή’’, και το είχαν κάνει στέκι ο Μάνος ο Λοΐζος, ο Μανώλης Ρασούλης, ο Χρήστος Λεοντής και άλλοι. Μάλλον είχα κατά νου να δημιουργήσω κάτι σαν τα σημερινά γραφεία τύπου των δημοσιογράφων. Τότε, βλέπετε, αυτό ήταν ένα νέο φρούτο. Τότε ακριβώς ήρθε η δικτατορία. Σείστηκε όλη η χώρα και μαζί οι συνειδήσεις. Εγώ προσωπικά άλλαξα άρδην από αυτό το σημείο και πέρα. Έπεσα στα βαθιά νερά της ακόμα πιο συνειδητής πολιτικοποίησης και στο ζωογόνο ρεύμα του αντιδικτατορικού αγώνα. Έτσι, γλίτωσα μια για πάντα από αυτήν την εύκολη και αβασάνιστη πλευρά του εαυτού μου, την υπερδραστηριοποίηση, που μπορεί να έχει τα καλά σημεία της αλλά που πολύ εύκολα μπορεί να σε βγάλει από τους στόχους σου. Και ένα τρίτο σημείο. Παλιότερα, ήμουν με έναν αβασάνιστο και ρηχό τρόπο απόλυτος στην προσωπική μου ζωή, πράγμα που μου κόστισε και μια μεγάλη διακοπή της σχέσης μου με τον μοναδικό αδερφό μου, που ζει στην Αμερική. Ευτυχώς, κάποια στιγμή, η σχέση αποκαταστάθηκε. Εγώ, όμως, κατάλαβα το μέγεθος της δικής μου ευθύνης και άλλαξα ή ελπίζω ότι κάπως άλλαξα.
– Όταν κανείς σας ρωτά “με τι ασχολείστε” τι απαντάτε σήμερα; Και τι απαντούσατε πριν 30 χρόνια;
Ασχολούμαι με ό, τι απασχολεί έντονα την σκέψη μου και απάντησα, νομίζω, κάπως σε αυτό το ερώτημα ήδη. Πριν όμως από 30 χρόνια, ασχολούμουν στο μέτρο του δυνατού και με τα παιδιά μου, να τους αλλάζω καμιά φορά πάνες και να τους γράφω άπειρα τραγουδάκια, αλλά και τους «κανόνες της ημέρας» -και τις ποινές αν τους παραβίαζαν- που συχνά προσπαθούσα να τους αποδώσω με στίχο, με ζωγραφιές ή τραγουδώντας μαζί τους.
– Υπάρχει Αριστερά σήμερα; Θα υπάρχει Επανάσταση αύριο;
Και Αριστερά θα υπάρχει, αλλά και αν δεν υπάρχει, θα υπάρχει σίγουρα Επανάσταση, που για μένα είναι ταυτόσημη με την Αριστερά.
– Πόσο σημαντικός είναι ο έρωτας για την κοινωνία και για το άτομο, κατά την άποψή σας; Πόσο σημαντικός υπήρξε στην δική σας διαδρομή;
Μπορεί για την κοινωνία να είναι σημαντικός, θετικά γιατί αντιμάχεται την υπογονιμότητα και αρνητικά γιατί χάνονται πολλές εργατοώρες με τα βάσανα και τα ντέρτια του έρωτα, κι έτσι έρχεται ισοζύγιο. Στην δική μου διαδρομή, συνάντησα κι εγώ τον έρωτα μερικές φορές. Δεν ξέρω ακριβώς, ή δεν θυμάμαι, τι άφησε γύρω του και… πίσω του, πόσο ταλαιπώρησε εμένα ή άλλους, αλλά, κατά τ’ άλλα, άμα το σκέφτομαι περάσαμε…όλοι ωραία. Χωρίς αυτόν, μάλλον θα ήταν χειρότερα τα πράγματα.
– Ποια είναι τα βασικά υλικά του ψυχισμού σας; Με τι θα σας ανασυνθέταμε αν ήταν κάτι τέτοιο δυνατό;
Προσήλωση σε στόχους, επίμονη, σκληρή δουλειά, αλλά και κοινωνική εξωστρέφεια, δόσιμο στους άλλους και κυρίως στους φίλους, καθώς και συχνά διαλείμματα με προσφυγή στην ψυχαγωγία, με μικρές ή μεγάλες παρέες. Τρία είναι τα συστατικά με τα οποία θα μπορούσε κανείς να με ανασυνθέσει, αν ήθελε: όνειρο, αισιοδοξία, αγώνας.
– Ονειρεύεστε; Και τι; Ξύπνιος όταν είστε, εννοώ.
Ονειρεύομαι μια κοινωνία με ίσες ευκαιρίες, χωρίς κραυγαλέες ανισότητες και διακρίσεις, με άμιλλα, πάντα, και συναγωνισμό, που θα παρέχει σε όλους τα στοιχειώδη, μια κοινωνία όπου το άτομο θα είναι ερωτευμένο με τον εαυτό του αλλά και με όλους τους άλλους, που θα προσφέρει τον μηχανισμό να λύνoνται διαδοχικά όλα τα -άγνωστα σε εμάς- προβλήματα και οι όποιες αντιθέσεις, που η ζωή και η κίνηση συνεχώς θα θέτουν. Μια κοινωνία που θα παρέχει όλο και μεγαλύτερο ποσοστό ελευθερίας.
– Για τι από όλα που πετύχατε στην ζωή σας είστε περισσότερο υπερήφανος και ευγνώμων;
Για τα τρία μου παιδιά.
– Ποιο είναι το πιο σημαντικό μάθημα που σας δίδαξε η ζωή;
Ότι δεν μπορεί να την μάθεις, να την κατακτήσεις σε όλες της τις μορφές και ότι αυτό είναι το πιο όμορφο στοιχείο σε αυτήν.
– Τι σας κάνει να σκοτεινιάζετε και να κλείνεστε στον εαυτό σας;
Καμιά φορά, οι επιφανειακές ή οι βαθύτερες αντιθέσεις με πρόσωπα του στενού, ιδιωτικού ή οικογενειακού μου κύκλου. Με καλή διάθεση, κοινή προσπάθεια και αγάπη, ο ορίζοντας ξανανοίγει.
– Αν κάνατε μια (αυτο)κριτική στην γενιά σας, τι θα περιελάμβανε αυτή;
Ότι πάλεψε μεν στους δρόμους, έχοντας σπουδαία οράματα, αλλά δεν φρόντισε να προστατέψει τον εαυτό της και πήγε «ως πρόβατο επί σφαγήν». Το παράδοξο είναι ότι εμείς, οι τότε νέοι, στην ‘’χρυσή δεκαετία’’ του ’60, βλέπαμε από παντού τον κίνδυνο να έρχεται και ανησυχούσαμε, ενώ η προηγούμενη γενιά, παρόλη την πείρα που είχε και τα παθήματά της, δεν πίστευε -ή δεν ήθελε να πιστέψει- στην επέλαση της χούντας. Έτσι, τα πράγματα πήγαν πίσω και σήμερα, 70 χρόνια μετά, πληρώνουμε ακόμη εκείνο το πισωγύρισμα.
– Πώς πολιτικοποιηθήκατε εξ αρχής εσείς; Με ποια κριτήρια επιλέξατε την αφοσίωσή σας στον ριζοσπαστισμό;
Δεν ήμουν, όπως άλλοι, ‘’από τη γέννα μου’’ αριστερός. Έγινα στα 15-16 μου χρόνια. Εκεί με οδήγησε το μυαλό και η καρδιά μου. Και όλα αυτά, σε αυτήν την μικρή, όμορφη, αλλά ταλαιπωρημένη χώρα, με αυτόν τον σκληροτράχηλο, όμορφο, αλλά αδικημένο, ‘’ευκολοπίστευτο’’, συχνά προδομένο -ή έστω αγνοημένο- λαό.
– Ποιους ανθρώπους δεν γίνεται να ξεχάσετε ποτέ; Και για ποιον λόγο;
Τον Μίκη Θεοδωράκη, για την ευεργετική του διέλευση από την ζωή αυτής της χώρας, τον ποιητή Κώστα Κουλουφάκο -μέλος της συντακτικής επιτροπής της ‘’Επιθεώρησης Τέχνης’’-, που με βοήθησε με τα μαθήματα ποιητικής που με ανιδιοτέλεια μου έκανε όταν ήμουν νέος και πολλούς άλλους, όπως συνήθως συμβαίνει, από τις εφηβικές μου παρέες και από τις πρώτες μου καλλιτεχνικές φιλίες και συνεργασίες. Απάντησα, εξαιρώντας τον στενό οικογενειακό μου κύκλο, όπου αυτονόητα υπάρχουν κάποια πρόσωπα που θετικά τα κουβαλάμε μαζί μας, στη μνήμη και την καρδιά μας, σε ολόκληρη την ζωή μας.
– Το πολιτικό τραγούδι, σήμερα, σε τι κατάσταση βρίσκεται; Ο Λεξ κάνει πολιτική μέσα από τους στίχους του, τι λέτε;
Φυσικά και κάνει πολιτική και μάλιστα με σαφές αντιφασιστικό και αντισυστημικό περιεχόμενο. Το ίδιο κάνουν και πολλά άλλα, αντίστοιχα συγκροτήματα, άλλα με λιγότερο και άλλα με περισσότερο επιτυχημένο τρόπο. Η ραπ, λόγω της μορφής της -απευθείας καταγγελία, μεγαλόφωνα και χωρίς υπονοούμενα-έχει κερδίσει αυτονόητα μια σημαντική θέση στον χώρο του πολιτικού τραγουδιού. Αυτά, ως προς τον στίχο. Από την άλλη, λόγω της υποτίμησης του ρόλου της μελωδίας, η ραπ χάνει πολλούς πόντους. Πρέπει να βρεθεί ένας συγκερασμός, ίσως μια ποιοτική ανασύνθεση, ένα μπόλιασμα, μακάρι και μια επανάσταση στην ελληνική ραπ, που όλο και πιο συχνά αναγκάζεται να καταφεύγει στο να συνοδεύει απλώς, ως ρυθμική υπόκρουση, άλλα, γνωστά πετυχημένα τραγούδια, ακόμα και ρεμπέτικα.
– Το πρόσωπο του φασισμού αλλάζει μακιγιάζ με τα χρόνια. Σε τι κατάσταση τον πετυχαίνουμε σήμερα;
Σε αρκετά καλή κατάσταση, δυστυχώς για εμάς. Αν συνεχίσουμε, εμείς που υποτίθεται είμαστε οι αντίπαλοί του, να είμαστε τόσο διασπασμένοι και αναποτελεσματικοί, τότε γιατί όχι, είναι πιθανό να ανδρωθεί ακόμα μια φορά μπροστά στα μάτια μας. Κι αν αυτή την φορά δεν τον αναγνωρίσουμε στην φάτσα, θα νιώσουμε τα γλοιώδη του χέρια να πλησιάζουν τον λαιμό μας.
– Αν μόνο ένα γραφτό σας ήταν να σωθεί από το πέρασμα του χρόνου, ποιο θα επιλέγατε εσείς; Ποίημα, άρθρο, πεζό, στίχο…ό, τι θέλετε.
Τα ‘’Γράμματα από την Γερμανία’’ που έγραψα το 1966. Όπως ξέρετε, τα καλύτερα δημιουργήματά μας, τα πιο αυθεντικά, πηγαία και αλογόκριτα -από εμάς τους ίδιους- και γενικά, τα πιο επαναστατικά και επιδραστικά πράγματα στην ζωή μας, τόσο στην ιδιωτική όσο και στην δημόσια σφαίρα, τα ‘’διαπράττουμε’’ συνήθως όταν είμαστε νέοι. Μήπως και τα πιο ώριμα;
*Αναζητήστε από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» το βιβλίο «Τα Κυριακάτικα. Σελίδες μέσα στο χρόνο. Δημοσιογραφικά κείμενα μιας πενταετίας» με κείμενα του Φώντα Λάδη από την θητεία του στον Ριζοσπάστη.