Η Ελεάνα Βραχάλη, στο ξεκίνημα της καριέρας της, δεν συνεργάστηκε απλά με τον Μιχάλη Χατζηγιάννη. Μαζί, ως αχτύπητο δίδυμο, από αυτά που δημιουργούνται μία φορά, άντε δύο, ανά δεκαετία, έδωσαν στην σύγχρονη ελληνική μουσική αυτό που της έλειπε: μια ποπ αισθητική, αλλά με νόημα, όχι απλοϊκή, αλλά “εύκολη” στο άκουσμα με μεγάλες δυνατότητες ταύτισης. Άλλωστε, ποιος δεν έχει νιώσει πως οι στίχοι της μιλάνε για κάτι που βίωσες; Μερικά παραδείγμα τέτοιων τραγουδιών θα δείτε (ακούσετε) και παρακάτω, στην συνέντευξη που μου παραχώρησε για το Olafaq.

Θα σκεφτείς, «καλά, εσύ δεν είσαι του hip-hop και της ψυχεδέλειας;». Ναι, εν μέρει. Γιατί κάποια πράγματα ξεπερνούν κανόνες και όρια. Μπορεί κατά τη διάρκεια εκείνης της “χρυσής περιόδου”, αλλά και αργότερα, όταν η Ελεάνα Βραχάλη ξεκίνησε να συνεργάζεται και με άλλους καλλιτέχνες, εγώ να ήμουν “αλλού” μουσικά, ωστόσο, θα ήταν εγκληματικό να μην αναγνωρίσω τη στιχουργική δύναμη του έργου της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το “Αν μου Τηλεφωνούσες“:

«Θέλω να σου μιλήσω,
θέλω να’μαι μαζί σου
και να σ’αποκοιμίσω,
να’μαι η αναπνοή σου

Έτσι να με ακούσεις,
μη μ’αφήσεις να φύγω,
μ’έρωτα να με λούσεις,
αν ερχόσουν για λίγο»

Καταφέρατε να μη συνεχίσετε μόνοι σας τον στίχο στο ρεφρέν; Δε νομίζω. Εκεί ακριβώς είναι και η ουσία -όπως και στο “Wonderwall” των Oasis. Η Ελεάνα Βραχάλη κατάφερε με την γλυκιά αμεσότητά της, τη ρομαντική αφήγηση και την ποιητική της αισθητική να “φορέσει” στο ελληνικό τραγούδι ένα ποπ ένδυμα, το οποίο ήταν απόλυτα ταιριαστό με την εποχή. Φυσικά, δεν είναι μόνο οι δάφνες του παρελθόντος που της ανήκουν, αλλά και το παρόν, αφού συνεχίζει να γράφει στίχους (ευτυχώς) και με τον δικό της μοναδικό τρόπο καταγράφει τον συναισθηματικό μας κόσμο, πάντα με σεβασμό προς τον ακροατή και την ίδια.

– Σε τι επαγγελματική φάση σε πετυχαίνω τώρα;
Σε αυτή τη φάση συνεχίζω την συνεργασία μου με τον Δήμο Αναστασιάδη σταθερά, ετοιμάζοντας το επόμενό μας τραγούδι, ενώ συνεχίζουμε με τον παραγωγό μου, τον Κώστα Καλημέρη, και την εταιρεία μου Panik records, τον δίσκο αφιέρωμα στα 20 χρόνια μου με τίτλο “Παιδί Δικό Σου“. Ήδη έχει κυκλοφορήσει ψηφιακά το πρώτο μέρος αυτής της δουλειάς και συνεχίζουμε με το δεύτερο. Παράλληλα, έχουμε μπει στο στούντιο με τον Γιώργο Θεοφάνους και την Γιώτα Νέγκα ετοιμάζοντας μια εξαιρετική δουλειά έκπληξη που έχω αγαπήσει πολύ.

– Πώς είναι μέχρι στιγμής το καλοκαίρι σου; Αναρωτιέμαι αν οι συνθήκες γύρω μας και οι καταστάσεις που ζούμε, ως κοινωνία, αποτελούν πηγή έμπνευσης ή βάζουν φρένο στην δημιουργικότητα.
Η αλήθεια είναι ότι τα καλοκαίρια τα τελευταία χρόνια έχουν εξελιχθεί σε μια περιπέτεια που έχεις την αίσθηση ότι οδεύει από το κακό στο χειρότερο. Ειλικρινά πιάνω τον εαυτό μου να μπαίνει ο Ιούλιος και να παρακαλάω να έρθει ο Σεπτέμβρης. Δύσκολο πλέον το καλοκαίρι κάθε χρόνο, με πολλή στάχτη και αφόρητη θλίψη και αγωνία. Κι όλα αυτά με την ανάσα της κλιματικής αλλαγής να τη νιώθουμε όλο και πιο κοντά, όλο και πιο απειλητικά. Δεν είχα ξαναδεί ποτέ το θερμόμετρο να αγγίζει τέτοιες θερμοκρασίες. Η επίδραση του ανθρώπου στο περιβάλλον δυστυχώς γυρίζει μπούμερανγκ. Αρχίζει να γίνεται η ζωή αγώνας επιβίωσης σε μια περίοδο που στο παρελθόν είχε συνδεθεί με την ξεγνοιασιά και την ξεκούραση. Καμία έμπνευση δεν μπορεί να αντλήσει κανείς από όλα αυτά, το μόνο που μπορεί να συμβεί, είναι η τέχνη και η δημιουργικότητα να γίνουν το καταφύγιό του.

– Πώς ήταν τα χρόνια της εφηβείας σου; Τι παιδί ήσουν, αλήθεια; Ρομαντικό ή “σκληρό”;
Ρομαντικό ήμουν κι έτσι παρέμεινα… Καλώς ή κακώς.

– Και η στιχουργική πώς μπήκε στη ζωή σου;
Απόλυτα φυσικά. Ήταν ο τρόπος που είχα από παιδί να επικοινωνώ με όλους. Από τους γονείς μου έως δασκάλους και φίλους. Οι ρίμες ήταν πάντα το καταφύγιο.

Από το αρχείο της Ελεάνας Βραχάλης

– Ποια ήταν τα ακούσματα που θεωρείς ότι σε καθόρισαν ή διαμόρφωσαν πτυχές του χαρακτήρα σου;
Ό,τι άκουγα από παιδί. Από ξένη ποπ, ροκ μουσική έως έντεχνη ελληνική. Ακόμη κι οι σπουδές της μουσικολογίας νομίζω με καθόρισαν. Έμαθα να ακούω πραγματικά, να μπαίνω μέσα στη μουσική, να παρατηρώ και να ταξιδεύω.

– Είσαι λοιπόν 24 χρονών και ξεκινάει η συνεργασία σου με τον Χατζηγιάννη. Σε τι φάση βρισκόσουν τότε και πώς έγινε η επαφή;
Δούλευα ως δημοσιογράφος στον Αθήνα 9,84 και ως μουσικός παραγωγός στον Seven radio. Εκεί ο Πέτρος Κωλετης μου γνώρισε την Άννα Παναγιωτοπούλου και η Άννα την Μαριανίνα Κριεζή. Οι τρεις αυτοί άνθρωποι έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στη ζωή και την πορεία μου και θα τους ευγνωμονώ πάντα. Η Μαριανίνα τότε έγραφε στον Μιχάλη το “Δεν Έχω Χρόνο” και μου είπε χαρακτηριστικά: «Πρέπει να σου γνωρίσω ένα νέο παιδί που τώρα ξεκινάει, νομίζω εσείς μαζί μπορείτε να κάνετε θαύματα». Έτσι άρχισαν όλα. Σαν θαύμα.

– Σκέφτηκες ότι ήταν μια μεγάλη ευκαιρία να αποδείξεις την αξία σου ή δεν είχες καν την αίθηση ότι γράφεις εξαιρετικά; Και, βασικά, θεωρείς πως είσαι μια εξαιρετική στιχουργός;
Δεν είχα καμία αίσθηση, ειδικά τότε. Απλά ήταν κάτι που λάτρευα, οπότε ήμουν πανευτυχής. Ακόμα και τώρα η μόνη αίσθηση που έχω είναι ότι δίνω τον καλύτερό μου εαυτό πάντα και ότι είμαι αληθινή. Αυτά για μένα είναι το ζητούμενο.

– Θυμάσαι ποιο ήταν το πρώτο κομμάτι που φτιάξατε με τον Χατζηγιάννη; Ένιωσες υπερήφανη;
Ο Μιχάλης μελοποίησε πρώτα το “Θέλω να Αφεθώ“, το οποίο είχα γράψει στα 17. Και το πρώτο τραγούδι που εγώ έγραψα στίχο πάνω σε μουσική ήταν “Το Σ’ Αγαπώ”. Ποτέ δεν θα ξεχάσω την πρώτη στιγμή που τα άκουσα. Τη χαρά και την συγκίνηση…

«Ήμουνα μικρός για τόσα αινίγματα, κι όμως τα απάντησα μωρό μου, έκανα μ’εσένα τόσα ανοίγματα, τώρα έχω κλειστεί στον εαυτό μου». Εστιάζω στην χρήση της φράσης «μωρό μου», που νομίζω ότι δημιουργεί μια αμεσότητα και οικειότητα στον ακροατή. Ουσιαστικά “μιλάς” τη γλώσσα του. Όταν γράφεις έχεις στο μυαλό σου να δημιουργήσεις μια τέτοια αμεσότητα ή προκύπτει αυτόματα;
Αυτόματα προκύπτει. Νομίζω αν είσαι συναισθηματικός κι αληθινός είσαι και άμεσος.

– Άραγε υπάρχει τραγούδι που μετάνιωσες για τον τρόπο που στήθηκε; Τύπου, αν είχες τη δυνατότητα να το φτιάχνατε ξανά, αλλιώς.
Σίγουρα θα υπάρχει αυτά τα είκοσι και χρόνια, αλλά ποτέ δεν στέκομαι σε αυτά.

– Είναι πιο ζόρικο να γράφεις βιωματικά ή να περιγράφεις εμπειρίες άλλων -που, φυσικά, όλους μας αφορούν;
Είναι πολύ ζόρικο να βουτήξω στα βαθιά μου, αλλά και οτιδήποτε περιγράφεται περνάει από το δικό μου φίλτρο, οπότε δεν διαφέρει και πολύ ως διαδρομή.

«Θα’ θελα ξανά να με θες, Θα’ θελα αέρας να γίνεις, να περνάω τις νύχτες που καις, το πουκάμισό μου ν’ανοίγεις» [τραγούδι “Εκδρομή”, δίσκος “Κρυφό Φιλί”] : Παραμένω στο ίδιο άλμπουμ και, αλήθεια τώρα, πώς το σκέφτηκες αυτό; Θέλω να πω, δεν αφηγείσαι απλώς μια κατάσταση, δεν περιγράφεις μια σκηνή, αλλά δημιουργείς εικόνα στον ακροατή.
Αυτό γράφτηκε μια βροχερή μέρα, όντως απαγορευτική για πολλά πολλά, αυθόρμητα και πηγαία όπως γράφτηκαν όλα. Είναι μια μεταφυσική σύνδεση πολλές φορές κι όχι προϊόν σκέψης. Κι αυτό είναι πραγματικά μαγικό και ανεξήγητο.

– Θα μπορούσα να αναφέρομαι σε στίχους με τις ώρες και να κάνω αμέτρητες ερωτήσεις, οπότε όπως καταλαβαίνεις δυσκολεύομαι να κάνω διαλογή. Εσύ έχεις αγαπημένο στίχο; Υπάρχει τραγούδι για το οποίο είσαι πραγματικά υπερήφανη;
Πολλά, δεν είναι ένα. Υπάρχουν κάποια που ξεχωρίζω κι αγαπώ ιδιαίτερα.

«Πού είναι η αγάπη», Ελεάνα Βραχάλη;
Η αγάπη θα έπρεπε να είναι πανταχού παρούσα. Μέσα μας πρωτίστως. Αλλά δεν ξέρω τι επιβιώνει μέσα στον ορυμαγδό. Είναι απαραίτητη πάντως γιατί νοηματοδοτεί τα πάντα. Αλλιώς τι;

«Εγώ άμα σε φιλώ θα είμαι πια παιδί δικό σου, και όταν καίει το μέτωπό σου, εγώ θα σε φιλώ και θα σου παίρνω τον καημό σου» [τραγούδι “Ο Βυθός Σου”, δίσκος “Ακατάλληλη Σκηνή”, Μιχάλης Χατζηγιάννης] / «Θα πιω το σώμα που αγαπώ, Κι ύστερα ας πνιγώ, Μαζί του με μανία» [τργούδι “Μόνο Εξ Επαφής”, δίσκος “Μόνο Εξ Επαφής”, Γιώργος Σαμπάνης] : Δεν ξέρω γιατί, αλλά μου βγάζουν μια επιρροή από Λίνα Νικολακοπούλου και Δήμητρα Γαλάνη. Ποιοι στιχουργοί σε έχουν επηρεάσει;
Σίγουρα η Λίνα Νικολακοπούλου. Αναμφισβήτητα. Η Μαριανίνα Κριεζή φυσικά, ο Μάνος Ελευθερίου, ο Νίκος Γκάτσος, η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου και άλλοι.

– Μετά τις πρώτες σας δουλειές με τον Χατζηγιάννη ήρθαν και οι υπόλοιπες συνεργασίες σου. Πέγκυ Ζήνα, Έλενα Παπαρίζου, Σάκης Ρουβάς, Νατάσσα Θεοδωρίδου κ.α. Σίγουρα στα πρώτα χρόνια των ‘00s έχεις υπογράψει τις περισσότερες και μεγαλύτερες επιτυχίες του ελληνικού πενταγράμμου και οι στίχοι σου, το στυλ σου, έχουν διαμορφώσει τον σύγχρονο λαϊκό ήχο δίνοντάς του μια ποπ απόχρωση. Πώς ένιωθες γι’ αυτό; Περίμενες να γίνει κάτι τέτοιο;
Επουδενί δεν είχα φανταστεί τον αντίκτυπο. Ούτε μπορούσα στο ξεκίνημα να δω είκοσι χρόνια μετά πόσο ζωντανή θα είναι αυτή η διαδρομή και πώς θα εξελιχθεί.

– Οι στιχουργοί έχουν κάποια ευθύνη στη διαμόρφωση του τρόπου ομιλίας και σκέψης των ανθρώπων (ακροατών); Από δεκαετία σε δεκαετία, χοντρικά, ο τρόπος που εκφραζόμαστε αλλάζει και το στιχουργικό περιεχόμενο συμβάλλει σε αυτό. Εσύ ένιωσες ποτέ κάποιο τέτοιο βάρος; Έχουν ευθύνη οι στιχουργοί;
Δεν ξέρω αν έχουν ευθύνη ή βάρος, ξέρω όμως ότι καθρεφτίζουν μια εποχή και αν έχουν τη δύναμη μπορούν και να τη διαμορφώσουν σε έναν βαθμό.

– Πώς σου φαίνεται, στιχουργικά, αυτή την στιγμή η ελληνική μουσική;
Λίγη… Σε σχέση με παλιότερα.

– Θα σου πω τι μου λείπει και θέλω τη γνώμη σου. Γιατί έχει εξαφανιστεί αυτή η ανάλαφρη και άμεση αφήγηση των ‘90s – ‘00s, τύπου “Εγώ και ο Πουφ” και “Ακατάλληλη Σκηνή”; Δεν θεωρείς ότι στα τραγούδια -αν δεν χορεύουν τσιφτετελοτραπ- όλοι χωρίζουν, κλαίνε, πονάνε, γίνονται λιώμα στο ποτό, φταίει εκείνη που τα παράτησε όλα, ευθύνεται αυτός που αποδείχθηκε “λίγος”;
Πάντα υπήρχε το δράμα και πάντα υπήρχε ο χώρος να εισχωρήσει παντού το λαϊκό αίσθημα. Η αλήθεια είναι ότι δεν βρίσκω να έχει “βαρύνει” ή να έχει γίνει πιο πολύπλοκη η αφήγηση, απεναντίας. Κι εγώ οφείλω να πω ότι ποτέ δεν άκουγα ανάλαφρη ποπ. Άκουγα ξένη ποπ που δεν ήταν ελαφριά και επιφανειακή. Αυτό κάναμε και με τον Μιχάλη, δηλαδή ποπ που άγγιζε πιο πολύ αυτά τα ακούσματά μας και σε συνδυασμό με την αγάπη μας στο ελληνικό τραγούδι γεννήθηκε ένα κράμα πρωτοποριακό για την εποχή νομίζω και πολύ διαφορετικό. Ίσως αυτό που πραγματικά σου λείπει να είναι η αλήθεια, η αθωότητα, ο ρομαντισμός κι η γνησιότητα της εποχής τότε.

– Υπάρχουν πράγματα και καταστάσεις που περίμενες «μα έγιναν αλλιώς»; Που εξελίχθηκαν τελείως διαφορετικά στην καριέρα σου απ’ ότι υπολόγιζες αρχικά;
Όλα εξελίχθηκαν με τρόπο που δεν περίμενα καθότι δεν υπήρξε κανένας υπολογισμός. Όταν κάνεις μια βουτιά σε έναν βυθό, ποτέ δεν μπορείς να υπολογίσεις ακριβώς τι θα δεις.

– Ακολουθείς κάποια συγκεκριμένη διαδικασία όταν γράφεις; Υπάρχει κάποια “ρουτίνα” που είναι βοηθητική για να έχες κάποιο αποτέλεσμα;
Ζω, παρατηρώ, νιώθω και καταγράφω. Αυτή είναι η “ρουτίνα” μου.

– Και ποιο τραγούδι ολοκλήρωσες πιο γρήγορα ή ποιο είναι αυτό που σε “βασάνισε” περισσότερο γιατί ήθελε τον χρόνο του;
Ποιος είπε ότι τα γρήγορα δεν είναι βασανιστικά; Η δυσκολία δεν έχει να κάνει με τον χρόνο τόσο, όσο με το ποιες πόρτες ξεκλειδώνεις μέσα σου.

– Μπορείς να μου πεις 3 τραγούδια που θα ήθελες να είχες γράψει αλλά ανήκουν σε άλλους; Εκείνα που θαυμάζεις περισσότερο.
Είναι πολλά! “Κάτω Απ’τη Μαρκίζα“, “Είμαι Αητός Χωρίς Φτερά“, “Τα Ήσυχα Βράδια“, “Το Πάρτυ“… Είναι πολλά!

– Θέλω να διαλέξεις ένα τραγούδι σου ή στίχο σου για κάθε περίσταση ξεχωριστά που θα λειτουργούσε ιδανικά για να τις περιγράψει: α) την απόλυτη αγάπη, β) το παράφορο του έρωτα, γ) τη ματαιότητα των σχέσεων.

α) “Ο Βυθός Σου“, β) “Βραχυκύκλωμα“, γ) “Εγώ Για Δύο”

– Ετοιμάζεις κάτι το επόμενο διάστημα;
Όλο και κάτι… Το μυαλό δεν σταματά. Διαβάζω πολύ, κάνω σεμινάρια και επεξεργάζομαι νέες ιδέες που ποιος ξέρει πού θα οδηγήσουν. Το μέλλον ανήκει στην έκπληξη, που λέει η αγαπημένη μου Φωτεινή Τσαλίκογλου.