Ο Δημήτρης Ζερβουδάκης είναι ένας από τους σημαντικότερους τραγουδοποιούς μας, ένας «λαϊκός τροβαδούρος», όπως του αρέσει του ιδίου να αυτοπροσδιορίζεται. Πολιτικοποιημένος από τα γενοφάσκια του, κατά οικογενειακή παράδοση, σχημάτισε το συγκρότημα Νέοι Επιβάτες τα τέλη της δεκαετίας του 1980 στη γενέτειρα του, Θεσσαλονίκη. Μια ομάδα μουσικών που εντυπωσίασε τον Γιάννη Μαρκόπουλο και τους πήρε δίπλα του στις συναυλίες και στη δισκογραφία. Η διάλυση των Νέων Επιβατών σηματοδότησε τη μεγάλη σόλο πορεία του και το «Γράμμα σ’ έναν ποιητή» του Νίκου Καββαδία, που μελοποίησε, τον έκανε σύντομα γνωστό στο πανελλήνιο.

Για μένα η συγκεκριμένη μελοποίηση του Ζερβουδάκη έστω σ’ ένα μόνο ποίημα του Καββαδία, στέκεται επάξια δίπλα στις προηγηθείσες μελοποιήσεις της Μαρίζας Κωχ, των Ξέμπαρκων από το Ναύπλιο και, φυσικά, του Θάνου Μικρούτσικου. Ελάχιστοι γνωρίζουν πως υπάρχει demo του τραγουδιού αυτού με τη φωνή του Παύλου Σιδηρόπουλου, με τον οποίο ο Ζερβουδάκης γνωρίστηκε στο σχήμα του Μαρκόπουλου και συνδέθηκαν με φιλία. Μάλλον ακατάτακτος μουσικά, κινούμενος μεταξύ του λαϊκού και του ηλεκτρικού ήχου, όπως και της κλασικής μπαλάντας, ο Ζερβουδάκης τονίζει την ουμανιστική όψη της μουσικής και αποδίδει μεγάλη σημασία στις συλλογικότητες. Οι συλλογικότητες, η επαφή με το πιο δραστήριο κομμάτι της νεολαίας, ο αγώνας για τα δικαιώματα των άπορων συναδέλφων του και η έμφυτη τάση του να παλεύει για το κοινό Καλό, ήταν οι βασικοί λόγοι που τον οδήγησαν να κατέβει υποψήφιος στις επερχόμενες εκλογές με το ΜέΡΑ 25 του Γιάνη Βαρουφάκη. Ακολουθεί μια ορμητική συζήτηση που κάναμε πρόσφατα σ’ ένα πέρασμα του από την Αθήνα και το φεστιβάλ νεολαίας της ΑΡ.ΕΝ. (Αριστερή Ενότητα).

• • •

– Ποιος καλός άνεμος σας έφερε στην Αθήνα;
Καλός άνεμος, ναι, γιατί πάντα σε τέτοιες συμμετοχές νιώθω να συνδεόμαστε με τη μεγάλη εικόνα. Είναι το φεστιβάλ της νεολαίας της Αριστερής Ενότητας, οι φοιτητές, τα παιδιά που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή τους τελευταίους μήνες στην κοινωνία, επομένως χαίρομαι πραγματικά που είμαι εδώ.

– Είναι επιτακτική όσο ποτέ άλλοτε αυτή η αριστερή ενότητα; Γενικώς.
Η ίδια η ζωή δικαιώνει αυτή την άποψη, γιατί υπήρξαν πολλά χρόνια πολυκερματισμού, πολυδιάσπασης και περιχαράκωσης. Υπάρχουν πολλές δυνάμεις στο χώρο της αγωνιστικής Αριστεράς, που βλέπουν πια το ζήτημα συνολικά. Γίνεται μια προσπάθεια προσέγγισης σε επίπεδο αρχών, είτε προγραμματικών, είτε ιδεολογικών κι είναι μια πάρα πολύ καλή διεργασία αυτή που έχει ξεκινήσει στην ελληνική κοινωνία με αφορμή βέβαια πολύ δύσκολα πράγματα. Ήταν κάτι που ίσχυε στις ομάδες της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, μα και στην κοινωνία την ίδια.

– Ακόμη όμως υπάρχει ο πολυκερματισμός.
Το βλέπω, αλλά όσο πλησιάζουμε προς τις εκλογές, όλα τα σχήματα που συμμετέχουν κατά μία έννοια, είναι λογικό να οξύνουν την αντιπαράθεση τους κι εκεί μπαίνουμε σ’ ένα αισθητικό πεδίο, που εμένα προσωπικά δεν μου αρέσει.

– Ποιο είναι αυτό το αισθητικό πεδίο;
Ψέματα, λάσπη, τρολλιές…Πράγματα που δείχνουν ιδεολογική φτώχεια, σπέκουλες που βασίζονται σε φτιαγμένα ιδεολογικά ψέματα με χαμηλό αισθητικό επίπεδο, άρα καταλήγουμε στην ύπαρξη ενός ιδεολογικού ελλείμματος.

– Μιλήστε μου για την υποψηφιότητά σας με το ΜέΡΑ25.
Μου έγινε μια πρόταση από το συγκεκριμένο κόμμα και από τον Γραμματέα του, τον Γιάνη Βαρουφάκη. Κατεβαίνω στη Β’ Θεσσαλονίκης. Εκεί ζω έτσι κι αλλιώς, δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο απ’ αυτό, αλλά η πρόταση ήταν να κατέβω ως συνεργαζόμενος. Αυτό με αναπαύει πολιτικά και ιδεολογικά, γιατί δεν το’χω κρυφό από ποιο χώρο προέρχομαι. Ανήκω στο χώρο της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς από παιδί, έχω ζήσει κινηματικά όλα μου τα χρόνια και μέσα απ’ αυτή τη συνολική εικόνα αντιμετωπίζω και την τέχνη μου. Ξέρετε τι έγινε; Είχαμε μια δραστηριότητα με τον Σύλλογο Μουσικών Βορείου Ελλάδος, αφού προέκυψαν σημαντικά προβλήματα για τον κλάδο.

– Όντως. Ξέχωρα από το ΜέΡΑ25 και την πρόταση που σας έγινε, εσείς είσαστε τρομερά ενεργός και δραστήριος ως προς τα δικαιώματα του κλάδου σας. Τι ήταν αυτό που σας έκανε να πείτε το ναι;
Υπήρξαν κι άλλες προτάσεις και έγιναν συζητήσεις.  Βέβαια πάντα από κόμματα της Αριστεράς. Αυτό που με ήλκυσε στο ΜέΡΑ25 είναι το ότι βρίσκεται σ’ ένα στάδιο διαμόρφωσης. Είναι νέο κόμμα και νιώθεις να συνδιαμορφώνεις ένα αιτούμενο, ένα προγραμματικό πεδίο δέκα ιδεολογικών αρχών, νιώθεις να’σαι μέσα στη ζύμωση κι αυτό έχει πολύ μεγάλη αξία. Δεν μου ζήτησε κανείς να γραφτώ στο κόμμα επίσης. Η δραστηριότητα μας έχει γίνει αντιληπτή από την κοινωνία κι αυτό με χαροποιεί ιδιαίτερα και σε προσωπικό και σε συλλογικό επίπεδο. Δεν τα’χω κάνει μόνος μου όλα αυτά που έχω κάνει. Έχω συντρόφους και συναδέλφους απάνω (σ.σ. στη Θεσσαλονίκη), έχουμε ένα ωραίο διοικητικό συμβούλιο, εκπροσωπούμαστε πλέον από συλλογικότητες, άρα κοινωνικοποιήθηκε κάπου ο κλάδος. Φτάσαμε σ’ ένα σημείο, όμως, που νιώσαμε τον κορεσμό, πιάσαμε ταβάνι, δηλαδή από δω και πέρα τι; Βρεθήκαμε να μιλάμε, έκλειναν οι πόρτες και νιώθαμε ατελεύτητοι. Το να παίρνεις υποσχέσεις και φιλικά χτυπήματα στην πλάτη, σε καθησυχάζει μέχρι ενός σημείου. Βλέπεις όμως ότι απαιτούνται μερικές θεσμικές κινήσεις και θεσμικές αλλαγές. Πόθεν πως; Έτσι μιλήσαμε με τους συναδέλφους και με ενθάρρυναν, σίγουρα και η οικογένεια μου, γιατί έχω μικρά παιδιά που σπουδάζουν. Ακόμη με τον γιο μου τρέχουμε στα γυμναστήρια (γέλια).

– Είστε γεννημένος το 1960. Πως σας φαίνεται που γίνεστε 63 ετών;
Είναι συγκινητικό. Χαίρομαι μέσα μου, γιατί ουσιαστικά τα τραγούδια μου, οι μελωδίες και τα στιχάκια μου, μ’ έφεραν εδώ. Επίσης τα τραγούδια των φίλων, που τα θεωρώ δυο φορές δικά μου κι έχει μεγάλη σημασία αυτό: Του Καζαντζή, του Γαλιάτσου, του Λιάκου. Να πω την αλήθεια, δεν κατάλαβα πως πέρασαν όλα αυτά τα χρόνια, γιατί αν το καλοσκεφτείς έχω 40 χρόνια στο χώρο. Τυπικά από το 1985 με τους Νέους Επιβάτες, αλλά και από κάνα δυο χρονάκια πιο πριν. Προχθές μιλούσα με τον Αργύρη Μπακιρτζή, που εξηγούσε στη γυναίκα του πως τραγουδούσαμε ως φοιτηταριά στη Θάσο. Το ΄83 ήταν αυτό.

– Γεννηθήκατε και μεγαλώσατε στη Θεσσαλονίκη. Για το κέντρο μιλάμε;
Ναι, έχω περάσει στην Καμάρα τα πιο δημιουργικά χρόνια της νιότης. Πρόλαβα κάποιους ανθρώπους απ’ το κύκλωμα των διανοουμένων της πόλης. Τον Πεντζίκη και τον Χριστιανόπουλο – με τον Ντίνο είχαμε μια καλημέρα. Μ’ αυτούς τους ανθρώπους, μας συνδέει κάτι περισσότερο από μια απλή γνωριμία, αφού εγώ τουλάχιστον τους νιώθω συγγενείς μου. Τον Σάκη Παπαδημητρίου, π.χ., τον νιώθω σαν ένα μεγαλύτερο μου συγγενή. Άνθρωποι που σημάδεψαν την πόλη σε μια κατεύθυνση, αλλά δυστυχώς θεωρώ ότι όλοι μαζί χάσαμε, ηττηθήκαμε. Θα την ξαναβρούμε την περπατησιά, όχι εμείς, αλλά η Θεσσαλονίκη.

– Θεωρείτε ότι νικήθηκε η Θεσσαλονίκη.
Βέβαια ηττήθηκε! Κατά κράτος!

– Από ποιον;
Νομίζω από τον εσωτερικό εχθρό. Η Θεσσαλονίκη, ούσα στα όρια μιας τρελής χώρας, γωνία το οικόπεδο που λέμε, άρχισε να ζημιώνεται με τον πόλεμο στη Σερβία. Η αποδόμηση μιας συνοχής της πόλης προς μία πιο ελευθεριακή κατάσταση και πιο δημοκρατική ή και πιο πειραματική στην τέχνη. Ο πειραματισμός είχε έναν άλλο χαρακτήρα στην πόλη και ήταν μια φυγόκεντρος δύναμη ειδικά στο νεαρόκοσμο. Μας έδωσε κίνητρο να φύγουμε απ’ την πόλη, να ξανοιχτούμε στην υπόλοιπη Ελλάδα, να ξαναγυρίσουμε πίσω. Είχαμε και τον Παπάζογλου, ο οποίος μας ενθάρρυνε συνεχώς με τον τρόπο του, ότι τελικά μπορεί κάποιος να εδραιωθεί παραμένοντας στη Θεσσαλονίκη και ότι δεν είναι ανάγκη να θαμπωθεί από τους εσωτερικούς νόμους του κέντρου και να ξεσπιτωθεί. Το 2000, όμως, μας ήρθε ένα ιδιότυπο καθεστώς φτώχειας και περίεργου λαϊκισμού, αναφερόμενος στα χρόνια του Ψωμιαδιστάν και όλων αυτών, των Παπαγεωργόπουλων κλπ. Αυτό πάνω στη φτώχεια βασίστηκε. Τα πρώτα περιστέρια, τα οποία βράστηκαν σε κονσερβοκούτια και φαγώθηκαν από ανθρώπους, ήταν στη Θεσσαλονίκη, στην πλατεία Αριστοτέλους. Από πρόσφυγες, από μετανάστες, από άπορους συνανθρώπους μας. Το ίδιο έγινε και με την αποψίλωση του κοινωνικού και εργασιακού ιστού. Ακόμα και η επιλογή να στήσουν ένα καζίνο στην καρδιά της πόλης, για μένα δεν ήταν τυχαία. Μπορεί να ακουστεί αιρετικό, αλλά δεν είναι: Είχα δει μια μελέτη του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, που συνέκρινε τα χρόνια του ακαθόριστου προϊόντος της πόλης πριν και μετά το καζίνο. Ήταν τρομακτική η στατιστική υπέρ του καζίνου. Χρήματα που έφυγαν απ’ τη ζωή της πόλης και δεν ξέρουμε καν που πήγαν πέραν απ’ το γεγονός της απαξίωσης, της υποκουλτούρας και της σαπίλας που εκφράζει ο τζόγος.

– Θα χαρακτηρίζατε τον εαυτό σας ηγετική προσωπικότητα;
(γελάει) Ε, όχι κι έτσι…Είμαι πειραχτήρι, η αλήθεια είναι. Ακόμη και τώρα.

– Και πότε ξεκίνησε αυτό;
Καταρχάς μεγάλωσα σε μια μονογονεϊκή οικογένεια, με τη μητέρα μου και τον αδερφό μου. Ο μπαμπάς ας πούμε ότι έλειπε και δεν είχαμε επικοινωνία. Ήταν μια ιδιότυπη περίπτωση.

– Ποτέ δεν είχατε επικοινωνία με τον πατέρα σας;
Όχι, δυστυχώς. Μόνο προς το τέλος της ζωής του, που έτυχε να τον συναντήσω στην κηδεία της μητέρας του, της γιαγιάς μου…

– Είναι κάτι που το κουβαλάτε;
Νομίζω ναι…Είναι απ’ τα πράγματα που δε μπορείς να τα διαχειριστείς και κυρίως να τα κατατάξεις, γιατί πάντα υπάρχει το «γιατί» του παιδιού. Και να σας πω και κάτι μέσα απ’ την καρδιά μου τώρα, μου έχει λείψει να πιω ένα τσίπουρο με τον πατέρα μου, να του πω «Τι σού’ κανα;» Έχω ένα μεγαλύτερο αδερφό κατά εφτά χρόνια, ο οποίος από τα τελειώματα της δικτατορίας ήταν οργανωμένος στο ΕΚΚΕ που είχε ιδρυθεί στη Γερμανία. Σιγά – σιγά το γοητευτικό κομμάτι της Αριστεράς πλάνεψε κι εμάς τους πιτσιρικάδες και ενσωματωθήκαμε πολύ νωρίς. Εγώ οργανώθηκα στην Γ’ Γυμνασίου, στα 15 – 16 μου. Ήταν ακριβώς τότε που έσκασε η Μεταπολίτευση. Το γεγονός ότι τα μεγαλύτερα παιδιά, τα αδέρφια μας, είχαν κλειστεί στο Πολυτεχνείο της Θεσσαλονίκης, ήταν κάτι που μας σημάδεψε. Ωστόσο στην οικογένεια υπήρχε και μια σοβαρή αριστερή παράδοση από έναν θείο μας, τον αδερφό της μητέρας μου, που σκότωσαν οι Χίτες και οι Γερμανοί το ΄43, στα 23 του. Ήταν στον ΕΛΑΣ και στο ΚΚΕ ως κρυπτογράφος και τον «φάγανε» με πολύ άσχημο τρόπο. Είχε τρεις αδερφές και ο θάνατος του επηρέασε πολύ, όπως ήταν φυσικό, τη γιαγιά μου. Θυμάμαι τις αναγγελίες του Ερυθρού Σταυρού τις Κυριακές, όπου αναζητούσαμε τον θείο μας τον Λευτέρη και αυτό όλο έμοιαζε με τη μοναδική επαφή της γιαγιάς μου με τον γιο της.

Δημήτρης Ζερβουδάκης

– Ενώ εσείς γνωρίζατε ότι ο άνθρωπος είχε δολοφονηθεί.
Τον σκότωσαν έξω από τη Θεσσαλονίκη, σ’ ένα φασιστοχώρι, όπου έγιναν φοβερά εγκλήματα, είτε μαζικά, είτε μεμονωμένα. Δυστυχώς το συγκεκριμένο χωριό ήταν το άντρο των Χιτών και των ταγματασφαλιτών. Το κτίριο που εκείνα τα χρόνια φυλακίζονταν οι άνθρωποι, μετατράπηκε σε κλαμπ και, μάλιστα, πήγα κι έπαιξα εκεί.

– Απίστευτο!
Ναι, είναι φοβερό. Υπάρχει ακόμα αυτό το κτίριο…Πάντως, ήταν ένα ταμπού το να μιλάμε για τον θείο μας. Υπήρχε φόβος στο σόι γενικότερα, ένα σφίξιμο. Έπρεπε να περάσουν χρόνια για να βγούμε εμείς οι νεότεροι και να πούμε: «Μα, είναι δυνατόν; Εμείς νιώθουμε περήφανοι γι’ αυτόν τον άνθρωπο». Θεωρώ ότι παραμένει αδικαίωτος. Στα ληξιαρχεία θεωρείται ακόμη εν ζωή, δηλαδή μιλάμε για τραγικά πράγματα.

– Πότε φανερώνετε τις καλλιτεχνικές ανησυχίες σας;
Στο σπίτι υπήρχε η μουσική. Υπήρχαν κιθάρες, υπήρχαν τραγουδιστάδες. Είχαμε σημεία αναφοράς την περίοδο που κάθε γειτονιά είχε τα συγκροτήματα της. Και σήμερα συνεχίζεται αυτή η παράδοση με τα ροκ συγκροτήματα. Τ συγκροτήματα, λοιπόν, πριν κι απ’ το ’70, ήταν πολλά, ενεργά και με μεγάλη δράση, παίζανε παντού και συνεχώς, σε παραλίες, σε σινεμά και σε κάμπινγκ. Τότε γίνονταν και τα τρομερά πάρτι στις ταράτσες των πολυκατοικιών με εμάς ως μαθητούδια να κοιτάμε τους μεγαλύτερους που ερωτοτροπούσαν και φλέρταραν στις ταράτσες. Στην Γ’ Γυμνασίου προς την Α’ Λυκείου άρχισα να εκφράζομαι καλλιτεχνικά.

– Με ποια ακούσματα;
Είχα την τύχη ν’ ακούσω τον Σαββόπουλο και το «Φορτηγό» στα οχτώ μου χρόνια. Με συγκλόνισε το «Φορτηγό», όπως με συγκλονίζει ακόμη και τώρα. Δεν μπορώ να το περιγράψω! Είχα και την τύχη, όμως, ν’ ακούσω πολύ ρεμπέτικο από έναν μπάρμπα μου. Αυτός είχε φέρει απ’ τη Γερμανία ένα μαγνητόφωνο με κάτι βαρβάτες μαγνητοταινίες. Μ’ έστελνε να του πάρω λίγο κοκκινέλι και μου έλεγε «Κάτσε εδώ». Μ’ έβαζε κι άκουγα τον Μάρκο, τον Παγιουμτζή, όλο αυτό τον πλούτο από αυθεντικές εκτελέσεις. Άνθρωπος της εργατιάς, ο οποίος διάβαζε Παπαδιαμάντη στην αρχαΐζουσα – άκου τώρα αντιθέσεις! Με εισήγαγε πολύ δυνατά στο ρεμπέτικο, ενώ μετά, μες τη δικτατορία, ήρθα σ’ επαφή με τα απαγορευμένα του Μίκη. Ταυτόχρονα ακούγαμε Status Quo, Hendrix, Dylan, Deep Purple…Θυμάμαι ότι ως πιτσιρικάς είχα μια μπλούζα ηλεκτρίκ πορτοκαλί με τον Hendrix πάνω πρώτη μούρη (γέλια). Όλες αυτές οι αντιφάσεις της μητροπολιτικής Θεσσαλονίκης ήτανε μέσα μας – σ’ όλα τα παιδιά, όχι μόνο σε μένα. Αν δεν έκανα αυτό που έχω κάνει, ρεμπέτικο θα είχα κάνει, να ξέρετε. Το λατρεύω.

– Πότε φτιάχτηκαν οι Νέοι Επιβάτες;
Το 1983 – 84, από μια τυχαία περίσταση. Είχαμε ήδη κοινωνικοποιηθεί με τα μπουζούκια και τις ηλεκτρικές κιθάρες στα χέρια. Παίζαμε τον «Καϊξή» και μετά το «Στην Κ.» του Σιδηρόπουλου. Ή θα παίζαμε την «Ωδή στον Καραϊσκάκη» του Σαββόπουλου και μετά ένα του Dylan. Πολλές φορές έμπαινε η δυσκολία του να καταλάβουν οι απέναντι πού ανήκουμε. Ουσιαστικά ήμασταν μουσικά ακατάτακτοι, εμείς όμως ξέραμε τις αγάπες μας. Δεν ανακαλύψαμε την Αμερική, γιατί ο Σαββόπουλος, που τον ανάφερα, είχε δώσει κι άλλα δείγματα μέσα από τον «Μπάλο» και τη σχέση του με τη δημοτική παράδοση. Μας είχε δώσει κατεύθυνση.

– Θυμάστε τα πρώτα πρόσωπα που έφτιαξαν τους Νέους Επιβάτες;
Φυσικά. Καταρχάς έχουμε επαφή μ’ όλα τα παιδιά. Ευτυχώς. Την άνοιξη κατέβηκα στα Χανιά και συνάντησα τα δύο Κρητικόπουλα, που τότε σπούδαζαν στη Θεσσαλονίκη, ο ένας Βιομηχανική και ο άλλος Φυσικό. Έγινε μια εκδήλωση για τα παιδιά που διώκονταν εξ αιτίας των κινητοποιήσεων τους στο πανεπιστήμιο. Πάιξαμε ξανά μαζί και ήταν πολύ συγκινητικό.

– Την έχουν παρατήσει δηλαδή τη μουσική;
Όχι, όχι. Οι  δύο κάνουν και μια άλλη δουλειά, αλλά οι υπόλοιποι ζουν απ’ τη μουσική. Ήμασταν τρεις, η Μαρία Φωτίου επίσης, ένα διάστημα πέρασε από το γκρουπ ένα παιδί που είχε έρθει απ’ τη Γερμανία και που εξελίχτηκε στη συνέχεια σε λαϊκό τραγουδιστή. Μιλάω για τον Πέτρο Ίμβριο, που έπαιζε και ακορντεόν. Συνολικά ήμασταν έξι – εφτά άτομα στους Νέους Επιβάτες.

– Πως προέκυψε η γνωριμία και η φιλία με τον Παντελή Δεληγιαννίδη;
Προέκυψε μ’ έναν περίεργο συγχρονισμό, μέσω Παύλου Σιδηρόπουλου. Τον Παύλο τον συνάντησα για πρώτη φορά σε ηχογραφήσεις και συναυλίες με τον Γιάννη Μαρκόπουλο, αλλά τον είχαμε από παιδιά στην καρδιά μας. Ο Παύλος ήταν ο Παύλος! Όταν, λοιπόν, ο Δεληγιαννίδης ήρθε απ’ την Αγγλία για να έστηναν κάτι με τον Νίκο Παπάζογλου, έφερε το παρατσούκλι «Ο Clapton της Ελλάδας». Υπήρχε η φήμη του στη Θεσσαλονίκη παρόλο που ζούσε στην Αγγλία. Κάποια στιγμή βρέθηκα να συνομιλώ και ν’ αλληλεπιδρώ μ’ έναν άνθρωπο που σαν να τον γνώριζα, που τον θαύμαζα και λόγω των Δάμων & Φιντίας. Κάποια στιγμή ήταν να κάνουμε έναν κοινό δίσκο με τον Παντελή και τον Παύλο. Θα περιείχε κάποια απ’ τα «Μπλουζ του Πρίγκηπα» μαζί με κομμάτια δικά μου. Θα έλεγα εγώ του Παύλου και ο Παύλος τα δικά μου. Παραλίγο, για πολύ λίγο να ξέρετε, ο Παύλος δεν τραγούδησε το «Γράμμα σ’ έναν ποιητή».

– Είχε εμπλακεί σ’ αυτό ο παραγωγός Πάνος Ηλιόπουλος, που πέθανε πρόσφατα;
Με τον Πάνο επίσης γνωριζόμασταν, αλλά δεν θα εμπλεκόταν στη συγκεκριμένη παραγωγή. Ο Πάνος είχε ένα πόστο στο Υφυπουργείο Νέας Γενιάς και έκανε συναυλίες, αβαντάροντας πολύ κόσμο. Ωραία πράγματα γίνονταν.

– Με τους Νέους Επιβάτες, είχατε κάνει δισκογραφία;
Κάναμε το «Σχετικά παράνομο», ανεξάρτητη παραγωγή, χρηματοδοτούμενη αποκλειστικά από τους ανθρώπους που είχαν φτιάξει στη Θεσσαλονίκη μια ανεξάρτητη εταιρεία. Η διανομή αυτής της δουλειάς είχε γίνει από τη MINOS EMI. Άκουσαν το υλικό και ενδιαφέρθηκαν οι ίδιοι. Ουσιαστικά το όνομα μου ως προς τη δημιουργική μου πλευρά άρχισε ν’ ακούγεται το ΄88 – ΄89, όταν κυκλοφόρησε το «Γράμμα σ’ ένα ποιητή». Οι Νέοι Επιβάτες ήταν μία κατάσταση που δεν έβγαινε κανείς πιο μπροστά απ’ τον άλλον. Καταρχάς μπήκαμε στο «Ρεπορτάζ» του Μαρκόπουλου και το πρώτο κομμάτι που είπαμε, ήταν το «Ώρα μηδέν». Κάναμε πολλές συναυλίες με τον Μαρκόπουλο και κάποιες έχουν αποτυπωθεί σε δίσκους, όπως η συναυλία στο Ηρώδειο. Μεγάλη η εμπειρία με τον Μαρκόπουλο, γιατί είχε κι ένα καταπληκτικό επιτελείο. Γνωρίσαμε μουσικούς, που τους βλέπαμε με δέος: Τον Διακογιώργη, τον Τρανταλίδη, τον Ζηκογιάννη, ανθρώπους που σημάδεψαν το παραγωγικό κομμάτι της μουσικής. Μας πήραν κάτω απ’ τις φτερούγες τους γιατί εμείς ήμασταν Θεσσαλονικείς και μικροί σε ηλικία. Θυμάμαι με μεγάλη γλύκα εκείνα τα χρόνια.

– Τι είχατε που έκανε τον Μαρκόπουλο να σας πάρει μαζί του; Ήταν θέμα ήχου, αναζητήσεων; 
Οι φωνές μας! Το λέω ξεκάθαρα! Διότι από ήχο, εντάξει τώρα, τι ήχο να είχαμε; Μην τρελαθούμε, στραβάδια ήμασταν που πηγαίναμε ενστικτωδώς. Ευτυχώς που δεν διεκδικήσαμε τίποτα παραπάνω απ’ αυτό, γιατί θα ήμασταν κι αστείοι αν το κάναμε. Διαθέταμε ένα κριτήριο, αλλά με χαμηλά τη μπάλα που λένε.

Δημήτρης Ζερβουδάκης

– Ακούσατε τον πρόσφατο δίσκο του Παύλου Παυλίδη με τις διασκευές στον Μαρκόπουλο;
Ναι, τον άκουσα. Οι διασκευές δεν είναι το φόρτε μου, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω τον λόγο που στρογγυλοποιήθηκαν οι μελωδίες. Είναι τόσο ισχυρό το σήμα του Μαρκόπουλου, που δε χρειάζεται κανένα άλλο όργανο για να υποστηριχθεί. Το να πούμε ότι θα στήσουμε μια ωραία ατμόσφαιρα από πίσω, σε μια προσπάθεια να αποδώσουμε λίγο διαφορετικά τις μελωδίες, δεν ξέρω κατά πόσο πετυχαίνει. Ειδικά όταν τα τραγούδια έχουν αποδοθεί από ανυπέρβλητες φωνές. Δεν ξέρω, δεν μπορώ να το κατανοήσω.

– Με τον Σιδηρόπουλο είπατε ότι γνωριστήκατε μέσω του Μαρκόπουλου. 
Ναι, και συναυλίες κάναμε, και παρεούλα. Ένα παιδί ήταν ο Παύλος, λεβεντόπαιδο όμως. Κουβαλούσε μια οικογενειακή παράδοση και μια αισθητική, αλλά του έβγαινε πηγαία, δεν ήταν φτιαχτό, από θέση δηλαδή, μα από φύση. Ίσως γι’ αυτό στην πορεία το περίσσευμα ευαισθησίας του… (σ.σ. κομπιάζει)

– Θα είδατε πολλούς φίλους και γνωστούς να χάνονται από ναρκωτικά μέσα στα χρόνια.
Ναι, δυστυχώς. Επειδή είχαμε μπλέξει με την κινηματική ζωή – θα πω τη λέξη και δεν τη φοβάμαι – κάποιοι προστατευθήκαμε. Γλιτώσαμε…Κακά τα ψέματα, τουλάχιστον στη Θεσσαλονίκη, όπως και στην Αθήνα, η μαζική επίθεση των ναρκωτικών είχε να κάνει με την καταστολή. Όταν βλέπαμε τους συμμαθητές μας και τους φίλους μας να πέφτουν ο ένας μετά τον άλλον, είχαν ήδη ξεκινήσει κάποιες εκτροπές ψυχιατρικού χαρακτήρα και η πρέζα καραδοκούσε. Είχαμε θανάτους και αυτοκτονίες, πράγματα που αφορούσαν ένα ιδιαίτερα κινητικό κομμάτι της νεολαίας της εποχής, που αναζητούσε μιαν άλλη ζωή και μιαν άλλη διαφυγή.

– Θέλω να πάμε στον πρώτο σας προσωπικό δίσκο.
Τον τελειώσαμε κι εγώ παρουσιάστηκα στο στρατό. Ο δίσκος βγήκε τον Ιούνιο του 1989 κι εγώ, έχοντας υπογράψει ένα πρώτο συμβόλαιο, άρχισα να καταλαβαίνω τι σημαίνει να’χεις επαφές με μία μεγάλη εταιρεία και τι είναι αυτό που θα βρω ή δεν θα βρω εκεί μέσα. Υπήρχε το υπόβαθρο των σπουδών και το αντιμετώπιζα με αρχές όλο αυτό, δεν πήγα δηλαδή μαγεμένος, αλλά αρκετά συνειδητοποιημένος. Και έτσι έφυγα κιόλας. Διάνυσα μια διαδρομή γύρω στα 14 χρόνια, γνώρισα τρομερά αξιόλογους ανθρώπους, δημιουργούς και παραγωγούς. Θα μνημονεύω τον Αχιλλέα τον Θεοφίλου γιατί σε πολύ ιδιαίτερες στιγμές στήριξε την άποψη μου και την προσπάθεια μου, που ήταν σε εντελώς διαφορετικό χώρο τότε που τον συνάντησα. Αν και το όνομα του ως παραγωγού φιγουράριζε σε μεγάλες δισκογραφικές δουλειές μέσα στα τόσα χρόνια. Και με τον εταιρειάρχη είχαμε καλή σχέση, δεν υπήρχε κάποια αντίθεση. Ήσυχα πήγα και ήσυχα αποχώρησα από την εταιρεία. Να πω και ότι εκείνη την εποχή για πολύ λίγο δεν γνώρισα τον Μάνο Χατζιδάκι. Κατέβηκα στην Αθήνα για μία δουλειά επαγγελματική και μπαίνοντας στον χώρο, πριν λίγο είχε βγει ο Χατζιδάκις.

– Αλήθεια είναι πως στο να γίνετε ευρέως γνωστός, βοήθησε και η Ελευθερία Αρβανιτάκη, που σας πήρε μαζί της για συναυλίες.
Υπήρχα ήδη στα πράγματα και ο συνδετικός κρίκος με την Ελευθερία ήταν ο Άγγελος Σφακιανάκης. Εκείνος με πρότεινε για το πρόγραμμα της, που το υπέγραφε η Λίνα Νικολακοπούλου και ξεκινήσαμε το πρώτο καλοκαίρι. Ήταν πολύ ωραία! Η έκδοση του live δίσκου ήταν μια απρόσμενη επιτυχία. Κανείς δεν πίστευε ότι θα «πήγαινε» όπως «πήγε»! Με θυμάμαι να περπατάω σε γειτονιές της Θεσσαλονίκης και ν’ ακούω τον κόσμο να γλεντάει μ’ αυτό το δίσκο.

– Είστε η κλασική περίπτωση δημιουργού που η μία συνεργασία οδηγούσε στην άλλη.
Έπρεπε να το ζήσω κι αυτό. Με τον Νταλάρα, ας πούμε, που είχε προηγηθεί της Αρβανιτάκη, η εταιρεία μας είχε κάνει το «πάντρεμα». Ήμασταν με την Ελενίτσα την Τσαλιγοπούλου – στα ξεκινήματα της κι αυτή – και ο συχωρεμένος Διονύσης Θεοδόσης. Ήταν κι εκείνη μια τρομερή εμπειρία. Υπήρχε ενθουσιασμός απ’ τη μεριά μου, αλλά θέλω να πιστεύω ότι δεν υπήρχε ξιπασιά. Εντάξει, οι γύρω μου πρέπει να το πιστοποιήσουν αυτό (γέλια). Δεν υπήρξαν ακρότητες, όμως πάνω κει ξεκαθάρισα τι ήθελα να κάνω. Κατάλαβα πώς ήταν στημένο το ζήτημα του θεάματος και που ακριβώς εντάσσεται η δημιουργική προσπάθεια. Ήταν η εποχή των μεγάλων τραγουδιστών, που έβγαιναν πιο μπροστά απ’ τους συνθέτες και τους ποιητές – στιχουργούς.

– Μετά από τόσα χρόνια, θεωρείτε τον εαυτό σας πιο πολύ ερμηνευτή παρά τραγουδοποιό;
Ορίζω πια τον εαυτό μου ως έναν τροβαδούρο, ο οποίος ουσιαστικά χρονογράφησε την εποχή του. Το έκανε δημιουργικά και μέσω δημιουργημάτων των φίλων του, τα οποία – επαναλαμβάνω – είναι δυο φορές δικά μου. Έτσι τα αντιμετωπίζω.

– Μάλλον είστε ο πρώτος που μου το λέει αυτό σε συνέντευξη του. 
Δεν ξέρω αν είμαι ο πρώτος, αυτή είναι η αλήθεια όμως. Τι να πω, για τα τραγούδια του Καζαντζή, για το «Θεωρία και πράξη» του Ζήκα;

– Και βέβαια τι να πούμε για τη μελοποίηση σας στον Καββαδία με το «Γράμμα σ’ ένα ποιητή»!
Τον Καββαδία όλοι τον αγαπήσαμε!

– Μέσω Θάνου Μικρούτσικου;
Και άνευ Θάνου Μικρούτσικου. Εγώ τον Καββαδία τον γνώρισα πρώτα μέσω της Μαρίζας Κωχ, βρισκόμουν στην ηλικία των 17 – 18 ετών τότε. Από κει και πέρα, βγαίναμε από μια περίοδο τεσσάρων – πέντε χρόνων έντονης πολιτικοποίησης, πολλών διαβασμάτων και λίγο είχαμε μπουχτίσει. Ξαφνικά ξανοίχτηκε μπροστά μας η Γραμμή των Οριζόντων και είπαμε «Ωχ! Τι έχουμε εδώ τώρα;» Έπρεπε να μπορέσω να φύγω απ’ τη μια αγάπη για να πάω στην άλλη…Πάντως, ο Καββαδίας προέκυψε τυχαία. Βρισκόμουν σε καμπή ως προς την ενασχόληση μου με τη μουσική. Άλλωστε το ίδιο διάστημα είχαν διαλυθεί οι Νέοι Επιβάτες και υπήρχε ένα βαρύ κλίμα. Είχα μπροστά μου ένα δίλημμα: «Συνεχίζω ή όχι; Τι κάνω τώρα;» Παράλληλα είχα και τη σχολή που τα πράγματα πίεζαν σε σχέση με την αναβολή απ’ το στρατό. Κάποια στιγμή, που ήμουν σε μία συνθήκη δύσκολη, λίγο decadence τέλος πάντων, έπεσε στην κυριολεξία το βιβλίο απ’ τη βιβλιοθήκη μου, χτύπησε το δέσιμο του στο πάτωμα και άνοιξε ακριβώς στο ποίημα αυτό.

– Ακούγεται έως και μεταφυσικό.
Νομίζω ότι είναι! Έπιασα την κιθάρα και το έφτιαξα επί τόπου.

– Σας έδωσε άδεια η Έλγκα, η κληρονόμος του Καββαδία;
Δεν υπήρχε κανένα τέτοιο ζήτημα τότε, ενώ τώρα, απ’ ότι ξέρω, τα πράγματα είναι πολύ αυστηρά. Για μένα δεν είναι σωστό γιατί τα νέα παιδιά ψάχνουν να ετεροπροσδιοριστούν μέσα από τη γλώσσα. Τα έργα που ανήκουν στη συλλογική μνήμη νομίζω ότι θέλουν και ένα άλλο είδος διαχείρισης. Απαιτείται μία αντίστοιχη του έργου συμπεριφορά, που συνήθως δεν την έχουν οι κληρονόμοι. Αναρωτιέμαι, ας πούμε, με ποιο τρόπο θα περάσει ο Χατζιδάκις στη ζωή των νέων παιδιών. Μέσα από κάποιο κανάλι της εξουσίας; Μα, δεν ήταν αυτό ο Χατζιδάκις! Μέσα απ’ τα κανάλια του θεάματος; Ούτε αυτό ήταν ο Χατζιδάκις! Ο Χατζιδάκις ήταν ένας άνθρωπος της ανατροπής, της αμφισβήτησης, του πειραματισμού και, το πιο σημαντικό, της ελευθεριακότητας. Ως τέτοιος πρέπει να περάσει στους νέους και μόνο.

– Όπως και οι ποιητές, άλλωστε.
Βεβαίως.

– Αμέσως είχε ξεχωρίσει το «Γράμμα σ’ ένα ποιητή» μέσα από τον πρώτο σας δίσκο;
Όταν τελείωσε ο δίσκος, έφυγα στο στρατό στρατιώτης, όπως σας είπα. Ήμουν ήδη μερικούς μήνες, αφού παρουσιάστηκα Μάρτιο και ο δίσκος βγήκε Ιούνιο. Θυμάμαι ότι είχαν έρθει εκεί από την εταιρεία και γυρίσαμε ένα κλιπάκι, όπου εγώ ήμουν με τα στρατιωτικά. Δεν υπήρχα επαγγελματικά, αλλά το τραγούδι παιζόταν τότε πάρα πολύ από τον «ΣΚΑΪ – Μελωδία». Υπήρξε ένας άνθρωπος που το αγάπησε και το στήριξε από την πρώτη στιγμή, ο Μικρούτσικος, αλλά όχι ο Θάνος, ο Ανδρέας! Το έπαιζε σχεδόν καθημερινά και μιλούσε με κολακευτικά λόγια. Πρέπει να τα λέμε αυτά, διότι οφείλω να αποδίδω τα εύσημα σε ότι με αφορά.

– Πέραν αυτών, θυμάμαι ότι σας είχε ασκηθεί και σκληρή κριτική. 
Πράγματι, γιατί μεταχειρίστηκα το ποίημα μ’ ένα δικό μου τρόπο, σαν να’χα πάρει δική μου άδεια, που ίσως τελικά δεν ήταν σωστό, γι’ αυτό και φρόντισα πρόσφατα να το αποκαταστήσω ακριβώς στη γλώσσα, που το έγραψε ο Καββαδίας. Ήταν μια νεανική παρόρμηση.

– Που σας ώθησε να κάνετε ακριβώς τι;
Ουσιαστικά έκανα τον πληθυντικό ενικό, απευθυνόμενος στον ποιητή. Έτυχε να κάνουμε μία παρουσίαση του βιβλίου του «Αρμενιστή Ποιητή» και πιστεύω πως αν ήταν σε μια γωνίτσα ο Καββαδίας και μας έβλεπε, δεν θα μου την «έλεγε» και θα το χαιρόταν. Παρόλα αυτά, για λογαριασμό του, μου την «είπανε» πολλοί.

– Κυρίως άνθρωποι από τον ποιητικό – λογοτεχνικό χώρο;
Ναι, είχε να κάνει και μ’ αυτούς, οπωσδήποτε όμως δεν αλλάζει το γεγονός πως συμπεριφέρθηκα με το θράσος ενός παιδιού της ηλικίας μου. Με χαροποιεί το κλίμα εκείνης της ηχογράφησης, αφού σαξόφωνο έπαιζε στο τέλος ο Φλώρος Φλωρίδης. Στο ηλεκτρικό σόλο κιθάρα έπαιζε ο Σταρόβας, ενώ στο μπάσο – που τον έχω μαζί μου μέχρι σήμερα – έπαιζε ο Χρήστος Τσαπράζης απ’ τα Ξύλινα Σπαθιά. Ομάδες και μονάδες δηλαδή που άμα δεις τι κάνανε μετά μέσα στα χρόνια, καταλαβαίνεις πόσο επηρέασαν την ελληνική μουσική.

– Ο Θάνος Μικρούτσικος τι γνώμη να’χε άραγε για το τραγούδι;
Του άρεσε πάρα πολύ. Μ’ έβριζε με χαριτωμενιά. Όποτε μ’ έβλεπε, μου έλεγε «Α, ρε τι μού ‘κανες», αλλά ήταν πολύ γενναιόδωρος άνθρωπος.

– Ζήσατε και την περίοδο που τα CD σας πωλούνταν «πειρατικά» στα πεζοδρόμια.
Πρόλαβα και τις κασέτες. Γενικά, απ’ όλη αυτή τη διαδρομή, κρατάω τους ανθρώπους. Είναι ό,τι πιο πολύτιμο μου έχει συμβεί, διότι, εντάξει, τα τραγούδια μου είναι τα παιδιά μου, το αίμα μου, δεν το συζητώ, αλλά οι άνθρωποι έχουν σημασία.

– Να σας πω ότι μου΄χε αρέσει πολύ κι ένας μεταγενέστερος δίσκος σας, το «Στα χαμηλά και στα ψηλά» του 2006.
Αυτός ήταν ένας οριακός δίσκος. Πατούσα για τα καλά στη μουσική και έγινε μ’ ένα πολύ δικό μου τρόπο, φαντάσου ότι δεν χρησιμοποίησα καν μετρονόμο. Πάντα είχα καλούς μουσικούς, γιατί εμένα δεν με λες μουσικό, αφού είμαι ένας λαϊκός κιθαριστής και δεν διεκδικώ άλλες δάφνες. Το να γράψω μία μελωδία και να συνοδεύσω τον εαυτό μου, το κάνω, έχω αυτή τη στοιχειώδη επάρκεια ως ένας λαϊκός τροβαδούρος, γι΄αυτό και επιμένω στον όρο. Στο πιο πέρα, είχα ανάγκη από μουσικούς, αφού ανέκαθεν πίστευα πως η μουσική είναι προϊόν συλλογικής δουλειάς. Ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη.

– Η έμπνευση;
Η έμπνευση είναι μοναχική στιγμή, αλλά στη συνέχεια τη μοιράζεσαι με τους άλλους, επικοινωνώντας μαζί τους.

– Μιλάτε πολύ ήρεμα και εκπλήσσομαι.
(γέλια) Είμαι ήρεμος και δεν μου αρέσουν οι τσακωμοί ιδίως με τους συνεργάτες μου. Αν συμβεί δηλαδή καυγάς, με χαλάει πολύ, και ευτυχώς που δεν έχω καυγαδίσει με κόσμο. Μπορεί να εκρήγνυμαι με αφορμή κάτι που είπε ο Μητσοτάκης τις προάλλες περί ελεύθερης οικονομίας. «Να κάνουμε απολύσεις» είπε πάνω – κάτω. Σοβαρά, ρε φίλε; Σοβαρά; Για κάν’ το μας και λίγο δίφραγκα. Καταλήγουμε στο ότι ακούμε τις παρορμήσεις του κάθε τυχάρπαστου, διότι εκεί πάει το πράγμα. Τι να πούμε; Για τις 57 ψυχές που έφυγαν μέσα απ’ τα χέρια μας στα Τέμπη; Αν έχω θυμό κι αν δεν εξερράγην; Εννοείται, εννοείται!

– Δεν θεωρείτε πως ο Έλληνας έχει, δυστυχώς, μνήμη χρυσόψαρου;
Ο τόπος αυτός έχει ταλαιπωρηθεί πάρα πολύ και κάθε 25 χρόνια πολεμούσε. Αίμα, αίμα, αίμα κάθε 25 χρόνια! Κι όταν ήρθαν κάπως καλύτερα χρόνια, ειδικά μετά την πτώση της δικτατορίας, αντί να προχωρήσουμε προς το προοδευτικό μας μέλλον, υιοθετήσαμε συντηρητικές συμπεριφορές στην προσπάθεια να κρατήσουμε τα κεκτημένα. Τεράστιο λάθος! Τα κεκτημένα δεν τα κρατάς έτσι, αλλά μόνο με αγώνα, με προσπάθεια, με ζωή.

– Μα ζούμε σε μία παραδοσιακά συντηρητική χώρα, γνωστό τοις πάσι.
Έχω μία άποψη γι’ αυτό: ΟΚ, δεξιά χώρα η Ελλάδα, πολύ ωραία, μετά απ’ όλους αυτούς που φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν, βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν. Εντάξει, να το πούμε τότε ότι είναι μια συντηρητική δεξιά χώρα η Ελλάδα. Όχι, ρε παιδιά, δεν ισχύει αυτό το πράγμα σε καμία των περιπτώσεων! Η Ελλάδα έχει μια σοβαρή πολιτική παράδοση και ο ελληνικός λαός μες τη δυσκολία διαθέτει ένα εξίσου σοβαρό πολιτικό κριτήριο. Αυτό έχει λειτουργήσει πολύ συχνά σε περιόδους εκλογών σαν ζυγαριά ακριβείας και είμαστε πολιτικά όντα οι Έλληνες, πολιτικός λαός. Δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς πολιτική οι Έλληνες. Συμβαίνει απλά, όπως έχουμε τις ανατάσεις μας, να έχουμε και τις πτώσεις μας. Τώρα μπορεί οι πτώσεις να κρατάνε λίγο διάστημα παραπάνω. Κι αυτό είναι αλήθεια.

– Αν σας ζητούσα να μου κάνετε μία επί του ποδός πρόγνωση για την επόμενη μέρα των εκλογών;
Δεν μπορώ να κάνω καμία πρόγνωση, απλά θα μου επιτρέψετε να σας πω ότι η κάλπη εγκυμονεί, αυτό που’χε πει ο αείμνηστος Χαρίλαος Φλωράκης. Η κάλπη είναι γκαστρωμένη αυτή τη στιγμή και δεν μπορούμε να ξέρουμε τι γίνεται μέσα της (γέλια). Άσε το τι λένε οι δημοσκοπήσεις τώρα! Εγώ επειδή έχω εμπλακεί με το σχηματισμό του ΜέΡΑ25, βλέπω τη διεισδυτικότητα των θέσεων του και τον τρόπο που προσπαθεί να οργανωθεί κοντά στη δημοκρατική κοινωνία. Γνωρίζω σιγά – σιγά το δυναμικό των στελεχών του, που είναι πάρα πολύ ωραίοι άνθρωποι και πολιτικά όντα. Νομίζω πως θα’χουμε εκπλήξεις, αυτό μπορώ να πω μόνο! Κάτι που πρέπει ν’ αλλάξει απ’ τις 22 Μαΐου και που ισχύει για όλους μας, είναι η ανάθεση. Μέσα μας, με την έννοια αυτού που ακούγαμε από παλιά: Αν οι εκλογές ήταν ένα καλό πράγμα, θα ήταν απαγορευμένο. Είναι μια αλήθεια κι αυτή, ωστόσο πρέπει να δούμε πάρα πολύ σοβαρά τι συμβαίνει όταν ψηφίζουμε και μετά ξαναθυμόμαστε αυτό που ψηφίσαμε μετά από τέσσερα χρόνια. Δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτό το πράγμα κι εδώ είναι το λάθος μας. Ας βρει ο καθένας που αναπαύεται: Σε ποιο σωματείο; Σε ποια συλλογικότητα; Θέλει ν’ ασχοληθεί με τα τραυματισμένα ζώα; Θέλει ν’ ασχοληθεί με τις μειονότητες, με τα κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα; Υπάρχουν δυνάμεις υγιείς εκεί έξω, που μπορείς να ενσωματωθείς και να’χεις μια σοβαρή κοινωνική ζωή. Κυρίως πρέπει να προσδιορίσεις το Εγώ σου μέσα από το Εμείς, γιατί – κακά τα ψέματα – όλοι ξέρουμε πως η προσωπική εξέλιξη περνάει μέσα απ’ τη συλλογική. Πως είναι δυνατόν να εξελιχτείς ατομικά αν το γύρω σου είναι ένα μπουρδέλο; Δεν γίνεται!

– Είναι ο υπέρτατος θεός το χρήμα;
Ε, είναι! Όσο το κυνηγάς, τόσο ξεμακραίνει. Καλά θα κάνουμε, λοιπόν, να μην το κυνηγάμε (γέλια).

– Όπως σας ακούω να μιλάτε, σκέφτομαι πόσο ταυτισμένες έχετε μέσα σας την τέχνη με την πολιτική.
Θέλω να μεταφέρω στα παιδιά ένα μήνυμα δοθείσης ευκαιρίας: Έζησα τη χαρά της μεγάλης εικόνας, με τη χαρά το καλλιτεχνικό μου πόνημα και το όνομα μου να συνδεθούν με μια ευρύτερη ιδέα. Να συνδεθούν με μια πιο ουμανιστική προσέγγιση της ζωής κι όλο αυτό με έχει χαρακτηρίσει. Το προτείνω ανεπιφύλακτα στα νέα παιδιά! Μην ψάχνουν να βρουν την ολοκλήρωση τους μέσα από τα talent shows, τα οποία σιχαίνομαι και πρέπει να παρέμβει εισαγγελέας, ειδικά για τις περιπτώσεις ανηλίκων. Εδώ είναι συχνά ο υποκριτικός ρόλος ακόμη και των οικογενειών…Δεν μπορείς να σπρώχνεις εκεί μέσα 13χρονα και 14χρονα! Όπα, παιδιά, κάτι έχουμε χάσει. Μπορεί να φαίνεται συντηρητικό αυτό που λέω, αλλά εγώ ξέρω ότι δεν είναι συντηρητικό. Ότι γίνεται τη στιγμή αυτή γύρω μας είναι συντηρητικό. Θέλω για τους νέους έναν πιο ενεργό κοινωνικό ρόλο, να νοιαστούν για τον διπλανό τους, τον σύντροφο τους, το φιλαράκι τους, το γείτονα τους, τον συμφοιτητή τους, τον πρόσφυγα, αυτόν που ήρθε για να γίνει λίπασμα σ’ αυτή τη χώρα.

Δημήτρης Ζερβουδάκης

– Ζείτε μόνιμα στη Θεσσαλονίκη. Πως και δεν θελήσατε να κατέβετε προς την Αθήνα;
Όχι, γιατί κατεβάινω πολύ συχνά. Και η γυναίκα μου από την Αθήνα είναι, άρα έχουμε οικογένεια εδώ πέρα. Η κόρη μου εδώ σπουδάζει επίσης.

– Πόσα παιδιά έχετε;
Δύο,  22 στα 23 είναι η κόρη μου και 16 στα 17 ο γιος μου. Η μεγάλη ασχολείται με τη μουσική, παίζει πιάνο και αυτός ήταν ο λόγος που κατέβηκε στην Αθήνα. Ξέρεις τι; Επειδή δεν έζησα την πατρότητα ως παιδί, τη ζω ως μεγάλος και αυτό ήτανε ένας δίαυλος ζωντανής επικοινωνίας με τα παιδιά μου. Προσπαθώ να τους σέβομαι και τους συμβούλεψα πως τον μαλάκα πρώτη φορά μες το σπίτι σου θα τον συναντήσεις, γιατί αυτή είναι η αλήθεια. Δυστυχώς σαν γονιός πρέπει να παίξεις και αυτό το ρόλο, ώστε όταν θα βγει στην κοινωνία το παιδί να γνωρίζει πως αυτόν, με τον οποίο έχει να κάνει, είναι μαλάκας. Τόσο απλά!

– Απολαμβάνετε την οικογενειακή ζωή, μου φαίνεται.
Ναι, είμαι εκεί. Ζούμε και εκτός κέντρου, μία επιλογή ζωής καθόλου εύκολη. Φύγαμε για να μεγαλώσουμε μόνοι μας τα παιδιά μας, δύο άνθρωποι, με όποια επιβάρυνση μπορεί να συνεπάγεται όλο αυτό. Δεν το αλλάζουμε. Καλλιεργούμε τη γη, παίζει πολύ αυτό. Και τα παιδιά, επειδή έχουν μεγαλώσει σ’ αυτό το περιβάλλον, φλέγονται για να είναι στην πόλη, στη ζωή, την κίνηση, τη βαβούρα, την ενέργεια. Πιστεύω ότι είναι στιγμές που το εκτιμούν πολύ κιόλας το μέρος που μεγάλωσαν.

– Υπάρχει κάποιο όνειρο που να σας έμεινε αξέχαστο;
Πολλά όνειρα, που θα τολμούσα να πω ότι μ’ έχουν σημαδέψει.

– Τόσο πολύ;
Ναι…Το ένα το είδα τώρα πρόσφατα. Δυστυχώς πριν από δυο – τρεις μήνες χάσαμε τη μανούλα μας. Πλήρης ημερών ήταν, 96 στα 97. Δεν την είχα δει έκτοτε στον ύπνο μου, δεν είχε τύχει μέχρι που τις προάλλες τους είδα όλους μαζί. Τη μαμά, τον μπαμπά, τον θειό μου τον αγαπημένο, τη γιαγιά, όλους μαζί…Κάτι έγινε ξαφνικά. Ξύπνησα μες τη νύχτα και μετά δεν είχα ύπνο, καθόμουν και συλλογιζόμουν. Ξέρετε τι λέω στις συναυλίες μου; Ότι τα τραγούδια είναι σαν τα όνειρα. Τώρα, μ’ όλα αυτά που λέμε, θα έλεγα πως τα όνειρα είναι σαν τα τραγούδια.

– Πως εξηγείται αυτό;
Όταν έχεις ένα λευκό τοπίο, που το χρωματίζεις με την παλέτα σου, εκεί αρχίζει η σχέση τους. Και τα δύο έχουν μία σημειολογία μηνύματος με την αξία του. Πολλά βλέπεις, ένα μόνο θυμάσαι.

– Σας απασχολεί η δισκογραφία την εποχή που σχεδόν δεν υφίσταται;
Με απασχολεί και θα σας πω ότι πρόσφατα υπέγραψα σύμβαση μ’ έναν φορέα που ενδιαφέρθηκε για τη δουλειά μου. Ετοιμάζουμε και δυο μεγάλες συναυλίες στο Επταπύργιο της Θεσσαλονίκης, στις 18 και 19 Ιουλίου, όπου θα υπάρξει μια μεγάλη αλληλεπίδραση της μπάντας μου με το κοινό. Θα μας συνδράμει το συγκρότημα Πριγκηπέσσα σε πλήρη ανάπτυξη προτού βγει η μπάντα μου με μια πιο ηλεκτρική ροκ εκφορά και θα ενωθούμε με μια μικρή συμφωνική ορχήστρα νέων με λόγια στοιχεία στις ενορχηστρώσεις. Θα δμιουργηθούν διάφοροι συνδυασμοί: Η κλασική ορχήστρα με το λαϊκό – ρεμπέτικο σχήμα, με εμάς, μόνη της και ο καθένας μόνος του. Σημασία έχει και το ότι θα παίξουμε μέσα στο Γεντί Κουλέ, ένα χώρο με τη δική του ιστορική και αρχαιολογική αξία. Είναι σ’ ένα εμβληματικό σημείο της Θεσσαλονίκης και η σκιά που ρίχνει στην πόλη είναι πολύ βαριά. Μην ξεχνάμε πως εκεί τράβηξε τα πάνδεινα όλος ο αριστερός δημοκρατικός κόσμος.

– Θα είναι, αν κατάλαβα σωστά, συναυλίες επετειακού χαρακτήρα;
Ναι, αν και δεν το έχουμε ονομάσει κάπως. Δώσαμε τον τίτλο «Αποκλεισμένος στη Σαλονίκη» του φίλου μου, Γιώργου Ζήκα, που τον θεωρώ μεγάλο μου αδερφό και που μας έχει αφήσει μια εξαιρετική οικογένεια, τα παιδιά του και τη γυναίκα του. Είναι ένας δικός μου άνθρωπος και πάνω στην αναζήτηση του τίτλου των συναυλιών, μόνο σε δικό του στίχο πήγε ο νους μου.

– Σας παρηγορεί που νέοι συνάδελφοί σας αρθρώνουν πολιτικό λόγο;
Εννοείται! Επιβάλλεται να αρθρώνουν. Ξέρετε, δεν είναι πάντα εύκολο να βάζεις το μυαλό σε μία ροή και σ’ έναν ειρμό πολιτικό και ιδεολογικό. Πρέπει ν’ απολαμβάνεις το ότι μιλάς πολιτικά και εκτίθεσαι. Αν δεν το χαίρεσαι, καλύτερα να μην το κάνεις, γιατί θα δημιουργήσεις επιπλέον θολούρα. Μόνο αν είσαι ο εαυτός σου, θα’σαι to the point.

– Θέλω να σας πω, λίγο πριν κλείσουμε, ότι σε μια πρόσφατη ημερίδα για την αυτοδιαχειριζόμενη τέχνη, που οργάνωσε η τραγουδοποιός Μιχαέλα Κυργιαφίνη στην Χαλκιδική και που ήμουν κι εγώ δίπλα σας στο πάνελ, τα «χώσατε» λίγο άγρια ομολογουμένως προς το κοινό της αίθουσας. Αναρωτήθηκα αν ήσασταν υπερβολικός…
Μπορεί, μπορεί…

– Μετά, όμως, το εξέλαβα όπως πάνε κάποιοι στο live ενός καλλιτέχνη και δεν βγάζουν το σκασμό ενόσω εκείνος πάλλεται στη σκηνή.
Έχω οργή μέσα μου, η αλήθεια είναι, αλλά θα σας πω για ποιο λόγο ακριβώς την έχω: Είμαι ιδιαίτερα ενοχλημένος σε σημείο που ένα απ’ τα αίτια που μ’ έκαναν να πολιτευτώ, είναι κι αυτό. Είμαι κάθετα εναντίον της καταστολής και της αστυνομικής βίας. Έχω μεγάλο πρόβλημα μ’ αυτό σαν πολίτης, σαν οντότητα, σαν μυαλό, σαν ψυχή, σαν καλλιτέχνης. Δεν μπορεί να συνεχιστεί! Αυτό που έχουμε ζήσει στη Θεσσαλονίκη τα τελευταία δυόμισι χρόνια με το συνεχή ξυλοδαρμό των νέων παιδιών, με την αιματοχυσία, διότι περί αυτού πρόκειται, δεν γίνεται να συνεχιστεί! Δεν μπορεί ένας δεκαεξάρης, ανεξαρτήτως της ιδεολογίας του ή της όποιας πολιτικής του δραστηριότητας, να συλλαμβάνεται. Κι αφού συλλαμβάνεται, ΟΚ, δεν έχει δικαίωμα ως κρατούμενος; Να ασκούμε πάνω τους το μαρτύριο της δίψας και να μην τους πηγαίνουμε στον γιατρό; Όλα αυτά προσδιορίζουν ένα πράγμα και μόνο: Φασισμό και χούντα! Με συγχωρείτε, αλλά δεν θα πάρω! Όχι, δεν θα πάρω!

– Έχετε υποστεί κι εσείς την καταστολή, να υποθέσω;
Ναι, την έχω υποστεί. Δυστυχώς σε ευαίσθητη ηλικία, ως μαθητής. Όταν υπάρχει ένα ριζοσπαστικοποιημένο κομμάτι της κοινωνίας, που λειτουργεί ως καθρέφτης της, η κοινωνία αρχίζει και ενοχλείται. Αφήνει τα παιδιά της μόνα τους και ακούς αυτό το: «Έλα, μωρέ, εσύ θα βγάλεις το φίδι απ’ την τρύπα; Κάτσε στην άκρη» Ωχαδερφισμός και ίσες αποστάσεις, που διαμορφώνουν συνειδήσεις μικροαστικές, δουλικές και υποταγμένες.

– Γράφετε αυτόν τον καιρό κάτι καινούργιο;
Όχι, δεν γράφω.

– Δεν νιώθετε την ανάγκη δηλαδή;
Ας το πούμε κι έτσι.

– Κι η σύμβαση που είπατε ότι υπογράψατε για ένα νέο άλμπουμ;
Έχω μαζεμένα κάποια κομμάτια φίλων μαζί με κάποια παλιότερα δικά μου, που πιστεύω ότι πρέπει να εκδοθούν.

– Δεν σας παραξενεύει ή και ανησυχεί ακόμη που δεν σας επισκέπτεται η έμπνευση;
Όχι, έχω μια αντίληψη περί της οικολογικής προσέγγισης της δημιουργίας. Πιστεύω ότι έχω κάνει μια διαδρομή που έχει δώσει πολύ πράμα, τουλάχιστον όπως κρίνω εγώ τη δική μου παραγωγικότητα. Δεν θα ήθελα να παρεξηγηθεί αυτό που λέω. Από τη στιγμή που λέω «Για άσ’ τη λίγο, θα’ ρθεί;», δεν έχω καμία ανησυχία. Πάντα έτσι ήμουν εγώ, έκανα τρία και τέσσερα χρόνια να βγάλω νέα δουλειά. Παρεμπιπτόντως, μέσα στην πανδημία κυκλοφορήσαμε το κομμάτι «Του τρελού η ανάσα». Μ’ ενδιαφέρει πολύ η προσέγγιση σε τραγούδια φίλων, όπως μ’ ενδιαφέρει να έρθω σε μια προσεκτική επαφή – διότι δεν είναι απλό – με νέους ανθρώπους.

– Με νέες δυνάμεις.
Πολύ σωστά το λέτε, έτσι. Πρέπει να προστατέψεις τη σπορά σου, γιατί αυτές ακριβώς τις νέες δυνάμεις εγώ τις αντιλαμβάνομαι ως σπορά, δικιά μας σπορά. Έχει τεράστια σημασία σ’ όλες αυτές τις μεγάλες συναυλίες που γίνονται, να υπάρχουν νέοι άνθρωποι, νέα συγκροτήματα. Κι ας μην τους ξέρει ο κόσμος. Δεν είναι ανάγκη να λειτουργούμε με τη λογική της μαρκίζας και σ’ αυτές τις συναυλίες κοινωνικού χαρακτήρα. Βεβαίως πρέπει να είναι και οι δημοφιλείς στο κοινό καλλιτέχνες, εννοείται, αλλά το βασικό στοιχείο πρέπει να’ναι η σπορά που ακολουθεί από πίσω και που πιέζει. Καλά κάνει, η δουλειά της αυτή είναι.

– Ευχαριστώ πολύ γι’ αυτή τη συζήτηση. Καλή επιτυχία σε ότι κάνετε και, φυσικά, στις εκλογές της 21ης Μαΐου. 
Εσείς ευχαριστάτε; Εγώ ευχαριστώ!