Μένει στα Εξάρχεια, ξυπνάει πρωί, φοράει σκούρα ρούχα και μεγάλα κοσμήματα, το θέατρο είναι η ζωή της, σέβεται και αγαπάει τους μαθητές και τις μαθήτριές της, δεν μπορεί να κάνει εύκολα διακοπές, λατρεύει να βολτάρει στο Μεταξουργείο και να πίνει καφέ στο στέκι της, κοντά στην σχολή, τον ΡΟΥΦΑΓΑΛΑ, με την κυρία Γιώτα και τον κύριο Δημήτρη να ανταλλάσσουν μαζί της καλημέρες. Εκεί, στην διασταύρωση του καφενείου αυτού, θα πραγματοποιηθεί σύντομα πάρτυ (για την ακρίβεια, παρτάρα) για τα 20 χρόνια “δήλος”, για τα 20 χρόνια θεατρικής διδασκαλίας, για ένα όνειρο της Δήμητρας Χατούπη που πήρε σάρκα και οστά. Ανήμερα της γιορτής της, του Αγίου Δημητρίου, και ρουφώντας ελληνικό καφέ νικήσαμε τη συννεφιά της μέρας με ερωταπαντήσεις γεμάτες ειλικρίνεια και διάθεση καταβύθισης στην ζωή ενός ανθρώπου, μιας γυναίκας που κυβερνάται από την τέχνη.

Η Δήμητρα Χατούπη είναι ένα ξωτικό αυτής της πόλης και αν δεν είχε γεννηθεί λίγο έξω από τα Γιαννιτσά πριν μερικές δεκαετίες, θα μπορούσε να είναι ηρωίδα του Μπάροουζ. Ή του Τένεσι Ουίλιαμς.

Χατούπη
Φωτ.: Παναγιώτης Γιαννούτσος / Olafawq

– Φανταζόμουν πάντοτε την “δήλο” σας ως το αντίβαρο της “Μυκόνου” του Εθνικού και άλλων μεγάλων σχολών.
Ωραία ερμηνεία, όμως δεν σχετίζεται με το ομώνυμο νησί. Σημαίνει ‘’αυτός που φαίνεται, που λάμπει’, ο/η δήλος. Με το που ξεκίνησε η σχολή είχα την ιδέα για μια ονομασία που δεν θα ήταν απαραιτήτως mainstream και in, ήθελα περισσότερο κάτι να με εκφράζει.

– Ως φοιτήτρια στο Θέατρο Τέχνης, ποιος θεατρικός συγγραφέας ή έργο ή ρόλος σας τριβέλιζε το μυαλό;
Όταν πρωτοξεκίνησα, ήμουν τελείως άσχετη. Πήγα, έδωσα εξετάσεις και δεν πίστευα πως θα περάσω και με παίρνουν να μου πουν ότι πέρασα. Την επόμενη μέρα, αντί να πάω στη σχολή, ξαναπάω εκεί που έδιναν εξετάσεις τα παιδιά. Έτσι, νόμιζαν ότι δεν θα πάω, αλλά ευτυχώς τους πήρα τηλέφωνο και ξεκίνησα μαθήματα από την επόμενη μέρα. Πολύ αγαπημένος μου κόσμος ήταν αυτός του Τένεσι Ουίλιαμς, διδασκόμασταν πολλά κομμάτια από τους σπουδαίους δασκάλους μας, υπήρχε μεγάλη τάση στην εκπαίδευσή μας σε σχέση με τον Ουίλιαμς. Είχα και έχω βέβαια και άλλους λόγους να ταυτίζομαι.

– Όταν αποφοιτήσατε και κάνατε τα πρώτα επαγγελματικά σας βήματα, τι καταλάβατε σε σχέση με το χάσμα των σπουδών και της δουλειάς στην πράξη;
Σπουδάζω θα πει σπουδάζω. Οι φιλόλογοι, οι δικηγόροι, οι αρχιτέκτονες σπουδάζουν και μετά βγαίνουν στην δουλειά. Η προετοιμασία που λαμβάνει κάθε επαγγελματίας είναι αναμφίβολα σημαντική για την πορεία του. Το μετά έχει να κάνει πολύ με τα εφόδια που έχεις λάβει από τις σπουδές σου. Στη “δήλο” κάνουμε πράγματα προς αυτή την κατεύθυνση. Οι παραστάσεις των τελειοφοίτων είναι κανονικές, επαγγελματικές παραστάσεις. Δίνουν γύρω στις 5, ας πούμε, για να αποκτήσουν μια εικόνα του τι σημαίνει έχω παράσταση και όχι μάθημα. Θέλουμε να τους βάζουμε στο κλίμα, γιατί το να δουλεύεις ως ηθοποιός δε σημαίνει μόνο παίζω, αλλά και συνεργάζομαι με τους τεχνικούς, ξέρω τι ρόλο παίζουν τα φώτα, το κοστούμι μου. Όταν είχα αποφοιτήσει, με είχαν δει κάποιοι, με πρότειναν σε μια παράσταση και το ένα έφερε το άλλο…

– Το θέατρο είναι ομαδικό σπορ, εντάξει, αλλά ο ηθοποιός δεν είναι κατά βάση μόνος, αναμετρώμενος συνεχώς με τον ρόλο του και με τον εαυτό του;
Και τα δύο ισχύουν. Και μαζί και μόνος. Πιστεύω πάντα ότι την αλήθεια σου την βρίσκεις στα μάτια του άλλου. Μου έχει συμβεί πολλές φορές σε ομαδική δουλειά να υπάρχει μια ροή που διακόπτεται μόνο αν χάσεις τον άλλο. Αυτό ακολουθώ εγώ, αυτό διδάσκω κιόλας, αυτό το κομμάτι της επικοινωνίας. Φυσικά είσαι και μόνος σου, αλλά αν δεν μπορείς να συμ-παίξεις, δεν υπάρχεις, θεωρώ.

– Το ίδιο ισχύει και με τις ορχήστρες. Κάθε δεξιοτέχνης μονάδα αλλά και κομμάτι της ομάδας για το τελικό αποτέλεσμα, για την γκρούβα.
Μα, ναι. Ένας μαέστρος φτιάχνει μια ολόκληρη παρτιτούρα και αυτήν πρέπει να την υπηρετήσουν οι μουσικοί. Με το θέατρο δεν είναι έτσι ακριβώς, αναρωτιέμαι γιατί. Ίσως επειδή είναι κάπως πιο άπιαστο. Αφορά μια εσωτερική, ψυχική κίνηση. Κι όμως, κατά τη γνώμη μου μια παράσταση θέλει παρτιτούρα.

– Πώς ισορροπείτε μεταξύ του διπόλου ηθοποιός-διδάσκαλος; Κάθε καλός ηθοποιός δεν μπορεί να διδάξει ούτε κάθε καλός δάσκαλος είναι καλός καλλιτέχνης, ας πούμε, κατ’ ανάγκη.
Στο εξωτερικό, αυτοί οι ρόλοι ξεχωρίζονται τελείως. Οι coaches, οι δάσκαλοι…Θέλω να πω, διδάσκεται η διδασκαλία της υποκριτικής! Στην Ελλάδα δεν το έχουμε αυτό και γίνεται εμπειρικά. Με την εμπειρία και το ταλέντο που πιθανώς έχει κάποιος, κωδικοποιεί τις γνώσεις του και αρχίζει να τις μεταδίδει. Όμως, νομίζω ότι πρέπει να διδάσκεται.

– Θα είχε ενδιαφέρον να ξεκινούσατε εσείς μια τέτοια σχολή. Να διδάξετε μελλοντικούς διδασκάλους.
Ναι, δεν είναι κακή ιδέα. Όσο για το πώς ισορροπώ προσωπικά ανάμεσα στους ρόλους δασκάλας και ηθοποιού, έχω βρει νομίζω κάτι. Όταν διδάσκεις, αναγκάζεσαι να κωδικοποιείς πράγματα, να τα προχωράς, να τα εξελίσσεις. Αυτό μου δίνει πολύ μεγάλη ώθηση και ως ηθοποιό, κατακτώ νέα εργαλεία, προσπαθώ να μην μένω στάσιμη. Κατά τ’ άλλα, δεν είναι εύκολο, γιατί υπάρχει και μια παγίδα σε όλο αυτό. Μαθαίνεις ως καθηγητής να τα βλέπεις απ’ έξω τα πράγματα, που αυτό δεν είναι χρήσιμο στο θέατρο. Στο θέατρο πρέπει να είσαι μέσα. Άρα αυτός είναι ένας κίνδυνος, όμως κάπως το έχω διαχειριστεί νομίζω και αυτό.

Φωτ.: Παναγιώτης Γιαννούτσος / Olafaq

– Πιστεύετε στο ταλέντο; Το αναφέρατε προηγουμένως.
Πιστεύω, ναι. Όχι όμως μόνο στο καλλιτεχνικό. Πιστεύω στο ταλέντο του γιατρού, του μάγειρα, της φαρμακοποιού…Πιστεύω όλοι μας έχουμε σε κάτι ταλέντο, όλοι μας είμαστε ταλαντούχοι. Όμως, από μόνο του, αν δεν υπάρχει η γνώση, η σπουδή, η ευαισθησία και η ίδια η εξέλιξη του ανθρώπου, τότε δεν υφίσταται ταλέντο.

– Γεννιόμαστε ή γινόμαστε;
Κουβαλάμε, πιστεύω, ένα γονίδιο ερχόμενοι στον κόσμο, σε σχέση με το ποιοι μας έφεραν στην ζωή. Αμέσως αμέσως, όμως, από την γέννησή μας μπαίνει το κομμάτι του περιβάλλοντος χώρου, πώς μεγαλώνουμε… Εμένα οι γονείς μου ήταν δάσκαλοι. Μεγάλωσα σε χωριό, τουλάχιστον τα δέκα πρώτα χρόνια της ζωής μου και αυτό έπαιξε τον ρόλο του, σαφώς. Λέγεται Παλιός Μυλότοπος, έξω από τα Γιαννιτσά, πρόκειται για ένα καταπληκτικό χωριό, με κατοίκους διαφόρων εθνικοτήτων. Οι λακανιστές πιστεύουν αποκλειστικά στην επιρροή του περιβάλλοντος, εγώ πιστεύω σε έναν συνδυασμό. Κι ο καθένας κουβαλάει την προσωπική του ευθύνη σε αυτήν την ζωή.

– Εσάς ποια είναι η ευθύνη σας, πώς την αισθάνεστε;
Είμαι ένα άτομο που έχει ως προσωπικότητα την τάση να επωμίζεται τεράστιες ευθύνες. Παίρνω τις ευθύνες επάνω μου, το οποίο δεν είναι πολύ καλό, με ζορίζει ψυχικά κάποιες φορές. Το ξέρω, βλέπω την απήχησή του σε μένα, αλλά δεν ξέρω αν μπορώ να τ’ αλλάξω. Κι η αλλαγή δεν γίνεται από την μια μέρα στην άλλη σε τέτοια θέματα, θέλει δουλειά.

– Δουλειά, δουλειά, δουλειά. Με τον εαυτό, τους άλλους, τις σχέσεις, τα πάντα. Μοιάζει άχθος η ζωή καμιά φορά, τι λέτε;
Άχθος, ναι, αλλά γλυκό. Εμείς είμαστε αυτοί που κάνουμε ωραία την ζωή μας.

-Μιλήστε μας για τις Δούλες, γνωρίζω ότι θέλατε καιρό να ασχοληθείτε με αυτό.

Το σημαντικό, εκτός από το κείμενο του Αγίου Ζενέ, είναι το team μας, από αυτά που δεν θεωρώ ότι βρίσκονται εύκολα πλέον στο θέατρο. Ο Άρης ο Τρουπάκης που διδάσκει και στη σχολή, αλλά και η Μαρία Σαββίδη, επίσης δασκάλα έχουν κοινούς κώδικες με μένα, είμαστε μια ομάδα στην οποία δεν χωρούν εγωισμοί και «εσύ μου πες αυτό, εγώ θα σου πω το άλλο», δουλεύουμε όλοι για ένα τελικό αποτέλεσμα, μέσα από μια πραγματική ένωση και ελευθερία. Μου θυμίζει αυτό το team την λειτουργία των παλιών θεατρικών ομάδων. Ως προς το έργο, είναι μια κίνηση του συγγραφέα (και στην ζωή του βέβαια) ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως. Η μία δούλα είναι η Κλαιρ, η άλλη, η αδερφή της, η Σολάνζ. Η διαύγεια και η σκοτεινότητα.

-Ο ίδιος ο Ζενέ γοητευόταν από τους περιθωριακούς, είχε μια ζωή γεμάτη αντιθέσεις.

Πράγματι, τον τραβούσαν εκείνοι που ονόμαζε ”αλήτες”, του φαινόταν πως διέθεταν ένα πολύ γοητευτικό βάθος. Και, ναι, τα σκοτεινά πλάσματα μας ασκούν γοητεία. Η Σολάνζ, η ηρωίδα μου, είναι ένα τέτοιο πλάσμα. Στο έργο, οι δυο αδερφές δεν θέλουν να κατατροπώσουν μόνο την εξουσία, αλλά θέλουν να κατακτήσουν και την θηλυκότητα που, με τον τρόπο που την επιθυμούν και έχουν στο μυαλό τους, δεν μπορεί να είναι κομμάτι της δικής τους τάξης και θέσης. Οι Δούλες ζηλεύουν την κυρία και τον κύριό τους, βρίσκονται σε ένα αδιέξοδο και κάθε βράδυ παίζουν το παιχνίδι της ανατροπής, παριστάνουν ότι νικούν τα αφεντικά τους. Στο τέλος, αποδεικνύεται ότι μια Δούλα δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο, παρά μόνο μια δούλα. Ο Ζενέ έλεγε ότι τις Δούλες δεν τις έγραψε για να υπερασπιστεί τα δικαιώματα των υπηρετών. Υπάρχει, έλεγε, συνδικάτο γι’ αυτό το πράγμα. Αυτό σημαίνει ότι ήθελε να μιλήσει για κάτι που τον έκαιγε προσωπικά και έτσι χρησιμοποίησε ως αφορμή την ιστορία δύο αδελφών υπηρετιρών που είχαν σκοτώσει εκείνη την εποχη τα αφεντικά τους. Για να πει αυτά που ήθελε εκείνος. Μέσω της ελαφρότητας του παιχνιδιού, όπως το παρουσιάζει, καταφέρνει να μας πει πολύ μεγάλες αλήθειες. Είναι καιόμενος ο Ζενέ, κινείται μεταξύ ψέματος κι αλήθειας συνέχεια.

-Θα έρθουμε να σας δούμε να κινείστε κι εσείς με τους συνεργάτες σας μεταξύ αλήθειας και ψέματος.

Το μόνο ψέμα θα είναι η συνθήκη που θα ξέρουμε όλοι. Εσείς ότι ήρθατε να δείτε μια παράσταση κι εγώ ότι παίζω σε μια παράσταση. Όλο το άλλο; Αληθινό μόνο.

➸ Ταυτότητα παράστασης «Δούλες»

Μετάφραση: Έλσα Ανδριανού
Σκηνοθεσία-Μουσική Επιμέλεια: Άρης Τρουπάκης
Σκηνικά- Κοστούμια: Κων/νος Ζαμάνης
Επιμέλεια κίνησης: Κων/νος Καρβουνιάρης
Φωτισμοί: Δημήτρης Λογοθέτης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Μαρίνα Κονταρίνη
Βοηθός Σκηνογράφου: Ζωή Κελέση
Κατασκευή περούκας: Κωνσταντίνος Σαββάκης
Φωτογραφίες: Ζαφείρω Βλάχου
Επικοινωνία- Δημόσιες σχέσεις: Γιώτα Δημητριάδη
Εταιρεία Παραγωγής: ΠΑΝΔΗΜΟΣ ΗΩΣ
Οργάνωση και εκτέλεση παραγωγής: Γιάννης Γκουντάρας

Παίζουν
Σολάνζ: Δήμητρα Χατούπη
Κλαιρ: Μαρία Σαββίδου
Κυρία: Μαρία Νίκα

«δήλος» χώρος καλλιτεχνικών εκδηλώσεων, Ελευσινίων 11, Μεταξουργείο (μετρό Μεταξουργείο)
Πρεμιέρα 23 Οκτωβρίου
Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00
Διάρκεια παράστασης: 80 λεπτά

Τιμές εισιτήριών: 12 εύρω, 8ευρώ (φοιτητικό, άνω των 65, ανεργίας)
Προπώληση ΕΔΩ

Η παράσταση επιχορηγείται από το Υπουργείο Πολιτισμού.