Η φυσιογνωμία του Χρήστου Στέργιογλου ειναι τόσο χαρακτηριστική που μια φορά να τη δεις δεν τη ξεχνάς ποτέ. Βέβαια, τον έχουμε δει σε πάμπολλες παραστάσεις, πολλές κινηματογραφικές παραγωγές και ελάχιστα στην τηλεόραση, παρότι συμμετείχε με επιτυχία σε μια βρετανική τηλεοπτική σειρά.
Μας υποδέχεται στο Φουαγιέ του Υπογείου του Θεάτρου Τέχνης, μας κερνάει σπιτικό μπακλαβά και η συζήτησή μας ξεκινά:
– H Αντιγόνη του Ανούιγ παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1946-47, στο ίδιο θέατρο βρισκόμαστε τώρα.
Ναι, εδώ παίχτηκε. Τον ρόλο της Αντιγόνης έπαιξε η Λαμπέτη, το έργο το ανέβασε ο Κουν. Στον χώρο του βρισκόμαστε, μας προστατεύει, το αισθάνομαι. Έχουν περάσει τόσοι σημαντικοί άνθρωποι από εδώ. Θέλεις να σου πω ονόματα; Τσαρούχης, Χατζιδάκις, Γκάτσος, Ελύτης… Βλέπω κάτι φωτογραφίες που με τρελαίνουν. Λείπουν αυτοί οι άνθρωποι από την εποχή μας, αυτοί οι αθώοι άνθρωποι. Αθώοι με την έννοια της ανοιχτωσιάς, της παραδοχής, άνθρωποι που δεν είχαν κανένα κόμπλεξ, που δήλωναν οτιδήποτε συνέβαινε στην Τέχνη τους και στη ζωή τους, που ήταν πρωτοπόροι. Χαίρομαι πάρα πολύ που βρίσκομαι στον συγκεκριμένο τον χώρο και επηρεάστηκα πολύ από αυτόν για το πώς θα παίξω τον ρόλο μου στην Αντιγόνη. Μιμήθηκα την ενέργεια του Τσαρούχη για να βγάλω ό,τι βγάζω στον ρόλο, μιμήθηκα τον τρόπο της ομιλίας του, τον τρόπο που αντιμετώπιζε τα πράγματα με αυτή την ήρεμη δύναμη που είχε.
– Γιατί εστίασες ειδικά στον Τσαρούχη;
Δεν ξέρω. Δεν το κάλεσα εγώ. Ήρθε από μόνο του αλλά το καλοδέχτηκα. Όμως δεν είναι μόνο ο Τσαρούχης˙ και ο Χατζιδάκις είναι μέσα και ο Κουν. Εκεί που κάθομαι είναι εκεί που καθόταν ο Κουν, το κέντρο του θεάτρου. Υπάρχει λοιπόν ένα κράμα από αυτούς τους τρεις. Μη με ρωτάς πώς, δεν μπορώ να το εξηγήσω. Πάντως δεν πρόκειται για κάτι μεταφυσικό. Αισθάνθηκα ότι μπορεί να ξεκίνησε από την περιέργεια μου: «πώς θα το έλεγε αυτό ο Τσαρούχης για να έχει αυτό το νόημα και να περάσει κάτω με όλη την ευθύνη του λόγου και να επηρεάσει τους ανθρώπους, κάνοντας κατανοητό το κείμενο αλλά χωρίς να είναι μασημένη τροφή;». Οπότε από περιέργεια περισσότερο μου βγήκε και άρχισα να μιμούμαι την ομιλία του Τσαρούχη. Το άκουσε αυτό η Μαρία (Πρωτόπαπα) που μας σκηνοθετεί και μου λέει «ε, δεν υπάρχει άλλος τρόπος, αυτός είναι». Το τολμήσαμε λοιπόν και αποδείχτηκε ότι ήταν όντως ο μόνος τρόπος. Και γενικά η παράσταση έχει αυτή την τόλμη. Της βγάζω το καπέλο της Μαρίας για τον τρόπο που χειρίστηκε το κείμενο και για τον τρόπο που παρουσίασε την παράσταση ως πρόβα/παράσταση.
– Όταν σε είδα που καθόσουν ως αφηγητής σε καρέκλα του κοινού σκέφτηκα ότι στους μύθους και τις ιστορίες της ανθρωπότητας είμαστε όλοι εν δυνάμει αφηγητές και εν δυνάμει πάσχοντες.
Είναι ευτυχές ότι ένιωσες έτσι, δεν έχει καμία σημασία που εμείς δεν το προσεγγίσαμε έτσι. Η βασική ιδέα ήταν πως σε αυτή τη θέση καθόταν ο Κουν. Κάποιος άλλος αργότερα είπε ότι μοιάζει σαν να είμαι ο Κορυφαίος του Χορού και Χορός είναι το κοινό. Δεν έχεις στο μυαλό σου να πετύχεις κάτι. Αν όμως είναι σωστό το ένστικτο τότε αμέσως αμέσως παίρνει πολλές διαστάσεις και όλες είναι διαφορετικές για τον καθένα. Στο δικό μου το μυαλό ήταν πώς θα περάσει αυτός ο λόγος στον κόσμο χωρίς δραματική επεξεργασία. Αυτά όλα προκύπτουν από το ένστικτο που το ενστερνίζεσαι και το ακολουθείς˙ ένστικτο προερχόμενο μέσα από αυτό που μελετάς. Θέλει μελέτη αυτή η ενασχόληση, δεν μπορείς να αφήσεις τα πράγματα στην τύχη τους.
– Ήξερα από την αρχή της ενασχόλησής σου ότι χρειάζεται μελέτη και αφοσίωση το θέατρο ή το συνειδητοποίησες με τα χρόνια;
Δεν ξέρω. Θα σου μίλαγα αλλιώς πριν 10 χρόνια, αλλιώς τώρα. Προστίθενται διάφορα πράγματα με την ηλικία. Και με την ηλικία δεν ξέρω τι συμβαίνει τα τελευταία χρόνια. Αισθάνομαι ότι υπάρχει ένας ρατσισμός σε σχέση με την ηλικία. Δεν επιτρέπεται στις γυναίκες να είναι γερασμένες, θα πρέπει να είναι νέες και όμορφες. Εννοείται ότι δουλεύω με νέα παιδιά, με αγαπούν και τ’ αγαπώ, έχουμε υπέροχη σχέση όμως η σχέση πρέπει να είναι επί ίσοις όροις.
– Δηλαδή;
Δηλαδή ούτε εγώ να λέω «είμαι σοφός, ακούστε με», ούτε τα παιδιά να λένε «α μωρέ, και τι να μας πει τώρα αυτός ο γέρος;». Βγαίνουν κάποιοι διαγωνισμοί και δεν μπορείς να συμμετάσχεις αν είσαι πάνω από 35. Γιατί; Δεν μπορείς να έχεις μια καλή ιδέα αν είσαι πάνω από 35; Γιατί αν είσαι 60 χρονών δεν μπορείς να είσαι πρωτοεμφανιζόμενος; Γιατί να μην επιτρέπεται στους μεγαλύτερους να έχουν νέες ιδέες, γιατί δεν τους βάζουν και αυτούς στο παιχνίδι; Παντού υπάρχουν αυτά τα κοινωνικά κουτάκια. Νέος, γέρος, γκέι, στρέιτ. Πρέπει να έχεις μια ταμπέλα στο μέτωπο για να κινηθείς. Γιατί; Φυσικά να διεκδικούν οι άνθρωποι τα δικαιώματά τους, υπάρχουν άλλωστε τόσες καταπιεσμένες μειονότητες, για παράδειγμα οι μετανάστες. Ναι, να είμαστε κατά της εξουσίας, κατά της επιβολής και υπέρ της ελευθερίας. Την ελευθερία όμως μην χρησιμοποιούμε για να βάζουμε νέες ταμπέλες.
– Πάμε προς τον νεοσυντηρητισμό;
Δεν ξέρω. Διαπιστώνω όμως μερικά πράγματα που δεν μου αρέσουν. Δεν ξέρω όμως πού πάμε, ελπίζω προς το καλύτερο. Πρέπει όμως να ξεπεράσουμε τα κουτάκια. Γιατί οι αντρικές και οι γυναικείες συμμετοχές πρέπει να είναι 50-50; Δεν αρκεί το ποιος είναι καλύτερος; Γιατί να έχω προκατάληψη ότι μια γυναίκα σκηνοθέτιδα δεν μπορεί να με καθοδηγήσει ή ότι ένας άντρας σκηνοθέτης δεν μπορεί να είναι ευαίσθητος;
– Στον κινηματογράφο υπάρχει ακόμη μεγαλύτερη σκληρότητα και ηλικιακός διαχωρισμός;
To ίδιο σκληρά είναι παντού. Εγώ άρχιζα να παίζω στον κινηματογράφο μετά τα 45. Υπήρχε μια προκατάληψη ότι ως θεατρικός ηθοποιός δεν θα ήμουν καλός στον κινηματογράφο. Άλλη χαζομάρα. Δυστυχώς το 90% των σκηνοθετών τότε σκεφτόταν έτσι. Το έχω υποστεί. Θεωρούσαν ότι οι θεατρικοί ηθοποιοί «υπερ-έπαιζαν» και αυτό φαίνεται στον φακό. Όταν παίζω στον θέατρο και στον κινηματογράφο δεν αισθάνομαι επί της ουσίας καμία διαφορά˙ η μόνη διαφορά είναι στις εντάσεις αλλά η ενέργεια είναι ίδια. Όταν το λέω αυτό δεν με πιστεύουν. Eπίσης ζητάω απ’ τους διευθυντές φωτογραφίες να μη μου λένε τι πλάνο είναι, δεν θέλω να ξέρω αν παίρνουν μόνο κεφάλι, μόνο χέρια, μόνο αυτιά. Εγώ παίζω ολόκληρος και ας παίρνουν αυτοί ό,τι θέλουν. Αυτό μου το έμαθε το θέατρο. Το ένα λοιπόν συμπληρώνει το άλλο. Λίγοι το εφαρμόζουν και όλοι είναι λίγο καχύποπτοι όταν τους το λέω. Έκανα μια σειρά στην Αγγλία, το Staths Let’s Flats, κι ο συμπαθέστατος Will έδειχνε με τα χέρια του πού είναι το πλάνο μου . Το έκανε μία, το έκανε δύο, μετά πήγα και τον παρακάλεσα να μην το κάνει αυτό. «Μα γιατί; Το κάνω για να σε βοηθήσω», μου λέει και του απάντησα «Ολόκληρο το σώμα μου είναι δικό σου, πάρε εσύ όποια κομμάτια θες, δεν με νοιάζει». Αμέσως σχολίασε «Πρώτη φορά το ακούω αυτό». Μετά από δύο ημέρες ήρθε και μου είπε «Αισθάνθηκα κι εγώ ελεύθερος μετά από αυτό που μου είπες, γιατί μπορούσα να κάνω ό,τι ήθελα πάνω σε σένα». Τώρα γίναμε φίλοι, πολύ ευαίσθητο παιδί και πολύ καλός στη δουλειά του.
– Είχες πει σε μια συνέντευξη πως όταν κάνατε τα γυρίσματα του Κυνόδοντα και επειδή υπήρχαν πολλές σκηνές γυμνού έλεγες στους υπόλοιπους ηθοποιούς να μη το σκέφτονται, «αφού θα μας δουν το πολύ 1000 άτομα».
(γέλια) Ναι, έτσι τους έλεγα. Μετά ήρθε όλη αυτή η επιτυχία και κατάλαβα ότι ποτέ δεν πρέπει να λες μεγάλο λόγο. Δεν έχω όμως δεύτερες σκέψεις για το γυμνό. Για μένα είναι ακριβώς το ίδιο. Όμως οι σεξουαλικές σκηνές είναι όντως πιο δύσκολες γιατί είναι πιο δύσκολο να αναπαραστήσεις τη σεξουαλική πράξη, και πάλι όμως εξαρτάται από τον σκηνοθέτη και πόσο ελεύθερος είσαι με τον παρτενέρ σου. Κάποια στιγμή έκανα μια ταινία στη Βουλγαρία, με έναν υπέροχο σκηνοθέτη, που έπρεπε να γίνει και εκσπερμάτωση αλλά βουβά γιατί δεν έπρεπε να μας ακούσει η μητέρα μου που κοιμόταν στο δίπλα δωμάτιο. Ο σκηνοθέτης μας έκανε να αισθανθούμε άνετα μαζί με την Εύα, την κοπέλα που παίζαμε στη σκηνή, και εκεί θεωρώ ότι καλά τα καταφέραμε, είδα μετά την σκηνή και δεν μου φάνηκε πολύ ψεύτικη. Πήρα λοιπόν εκεί το βάπτισμα του πυρός, να ‘ναι καλά οι Βούλγαροι φίλοι μου. Στον Κυνόδοντα είχαμε επίσης πολλές σεξουαλικές σκηνές αλλά και πάλι δεν δυσκολεύτηκα γιατί ήταν καλή η συνεργασία. Στην αναπαράσταση του σεξ είναι δύσκολο να καμωθείς γιατί είναι το σεξ είναι το πιο ενστικτώδες πράγμα. Όταν βλέπω υπέροχες κινηματογραφικές σκηνές στον κινηματογράφο πάντα λέω «Μπράβο παιδιά, που φαίνεται τόσο αληθοφανές παρότι δεν γίνεται η πράξη».
– Ανέφερα αυτή την πρόβλεψη σου για τον «Κυνόδοντα» με τη σκέψη ότι τελικά είναι εφικτό ή όχι να αισθάνεσαι στις πρόβες ή στα γυρίσματα αν κάτι θα γίνει επιτυχία.
Όχι. Αυτό που καταλαβαίνεις είναι αν έχεις να κάνεις με μια όμορφη περίπτωση και μια ευτυχής συνάντηση. Για να έχει επιτυχία κάτι πρέπει να υπάρχουν αυτές οι καλές προϋποθέσεις αλλά δεν μπορείς να είσαι σίγουρος αν αυτές θα φέρουν την επιτυχία.
– Ποιος είναι λοιπόν ο αστάθμητος παράγοντας;
Όλα είναι θέμα συνάντησης και εάν αυτή η συνάντηση τους κάνει όλους να αισθάνονται ελεύθεροι. Για παράδειγμα, να μην έχεις δεύτερες σκέψεις αν θα παρεξηγηθείς με αυτό που θα κάνεις ή με αυτό που θα πεις. Κάν’ το. Επιτρέπεται να το σκεφτείς, να το εκφράσεις, να το κάνεις. Όταν η συνάντηση έχει την ωραιότητα της ελευθερίας τότε κάτι καλό συμβαίνει, άσχετα εάν θα έχει επιτυχία ή όχι. Ποτέ δεν σκέφτεσαι την επιτυχία, ποτέ. Αν σκεφτείς «αν το κάνω έτσι, θα πετύχει», πάει, κάηκε.
– Στην ελληνική τηλεόραση έχεις παίξει ελάχιστα.
Ναι, έτσι είναι. Τώρα τελευταία συμμετέχω στα «Νούμερα» για τρία επεισόδια. Έχει ένα σουρεάλ πράγμα η σειρά που μπορεί να μην αρέσει σε όλους αλλά εγώ κατάλαβα την πρόθεση. Μ’ άρεσε η τρέλα του και φυσικά έχω πολύ καλή σχέση με τον σκηνοθέτη, τον Γρηγόρη τον Καραντινάκη, οπότε όταν μου το πρότεινε μπήκα και χόρεψα, με όλη τη σημασία της λέξης οπότε το διασκέδασα κι εγώ.
– Άρα ο πιο σημαντικός παράγοντας χαράς είναι οι άνθρωποι;
Οι συναντήσεις είναι μεγάλη ιστορία. Οι συναντήσεις κάνουν όλη τη δουλειά.
– Και η έμπνευση από τον Τσαρούχη ήταν λοιπόν συνάντηση;
Φυσικά. Απόλυτη συνάντηση. Όπως και με τον Κουν και τον Χατζιδάκι. Δεν είναι όμως φαντάσματα.
– Έχουμε τέτοιες προσωπικότητες τώρα;
Έχουμε αλλά δεν τις αναγνωρίζουμε. Η μουσική του Χατζιδάκι κάτι κάνει σε όλο τον κόσμο, ο πίνακας του Τσαρούχη, η παράσταση του Κουν. Όλα αυτά ειναι λαϊκά. Ο Λευτέρης Βογιατζής ήταν μια τέτοια προσωπικότητα. Ας αναφέρω κάποιους εν ζωή: ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, ο Θεόδωρος Τερζόπουλος, ο Σταμάτης Κραουνάκης. Μπορεί να υπάρχουν κι άλλοι που μπορεί να είναι πιο κλειστοί στον εαυτό τους και να μην θέλουν να βγουν προς τα έξω και να γίνουν, αυτό που λέμε, διάσημοι. Η διαφορά ίσως με το τότε ήταν πως τότε αυτοί οι άνθρωποι συνεργάζονταν μεταξύ τους, πλέον δεν το κάνουν. Όπως και να ‘χει οι άνθρωποι αυτοί δεν αισθάνονταν πρότυπα, ήταν αφοσιωμένοι στο να είναι καλοί στη δουλειά τους και όχι να γίνουν διάσημοι. Ίσως είναι η δύναμη της τηλεόρασης που τώρα έχει αλλάξει τα πράγματα. Ας πούμε στην Αγγλία με αναγνώριζαν στον δρόμο επειδή έπαιξα σε μια τηλεοπτική σειρά.
– Εδώ έχεις νιώσει ποτέ διάσημος;
Θα σου πω ένα περιστατικό. Όταν είναι στις δόξες του ο Κυνόδοντας και προτάθηκε για Όσκαρ, άρχισε να προβάλλεται εκ νέου στις κινηματογραφικές αίθουσες. Παιζόταν, μεταξύ άλλων, στον Απόλλωνα. Είχα τότε μια παρουσίαση βιβλίου στον Ιανό της Σταδίου, είχα πάει για να αναγνώσω το βιβλίο του φίλου. Επί της Σταδίου λοιπόν περνώντας απέναντι στη διάβαση, περνούσε μια γυναίκα που μόλις είχε βγει από την αίθουσα που είχε δει τον Κυνόδοντα. Στη μέση του δρόμου, στη διάβαση, μου λέει «Έπαιζες στον Κυνόδοντα ε;» κι εγώ με μεγάλη χαρά απαντάω «Ναι». Αρχίζει να με φτύνει και να λέει «Φτου σου, δεν ντρέπεσαι». Της λέω «σας παρακαλώ, πάμε πιο εκεί, να με φτύσετε τουλάχιστον στο πεζοδρόμιο». Τη ρωτάω «Μα γιατί με φτύνετε; Εγώ ηθοποιός είμαι και έπαιξα» και μου απαντάει «Μα καλά το σενάριο δεν το διάβασες;». Πήγαν να με πιάσουν τα γέλια, τελικά της είπα «Εντάξει, είναι η άποψη σας. Συγγνώμη κιόλας», και συνέχιζε «Μα καλά κι αυτοί οι δημοσιογράφοι μας έσυραν να δούμε αυτό το έργο, και προτάθηκε και για Όσκαρ. Αίσχος, αίσχος». Ε, το μόνο που μου έχει συμβεί στην Ελλάδα είναι αυτό (γέλια).