Το όνομα «Μπάμπης Τυρόπουλος» το άκουσα για πρώτη φορά από το Νίκο Σπάθα, στη συνέντευξη που έδωσε στο olafaq.gr για την συναυλία στο Κύτταρο για τους Socrates. Στο stage εκείνο, άκουσα, είδα τον κιθαρίστα αυτόν, με το πυκνό μαλλί μέχρι την μέση, την πραγματικά γαλήνια παρουσία, το σαφές μουσικό πάτημα και βλέμμα. Μιλούσαν για εκείνον από κάτω, τον σχολίαζαν θετικά, τον επαινούσαν.

Ήταν θέμα χρόνου μια συνέντευξη. Πρώτον, γιατί θεωρώ πως θα έπρεπε το όνομά του να μας είναι περισσότερο γνωστό λόγω σημαντικών πραγμάτων που έχει πετύχει στην ζωή του και δεύτερον, γιατί εμπιστεύομαι ορισμένους μουσικούς που τον ευγνωμονούν και τον θαυμάζουν ως δάσκαλο.

Ήθελα να μου μιλήσει για τις ενδιαφέρουσες και δύσκολες διαδρομές του, εντός και εκτός μουσικής και, τελικά, με αιφνιδίασε αφηγούμενος την πιο συγκλονιστική, δύσκολη περίοδο της ζωής του, κατά την οποία αναμετρήθηκε με την ζωή, τον θάνατο και την ελευθερία, μέσα από την φράση μιας άξιας γιατρού.

Συναντηθήκαμε στα Εξάρχεια και, μέσα από ελάχιστες ερωτήσεις, τον άφησα να μου αφηγηθεί την ιστορία του. Ελπίζω να την απολαύσετε και, κυρίως, να αντλήσετε έμπνευση από αυτήν.

Ο Μπάμπης Τυρόπουλος, λοιπόν, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1982. Μεγάλωσε στο Παγκράτι και στην Ηλιούπολη. Με στάσεις στη Βοστώνη, στο Ώστιν και στο Λονδίνο και από το SxSW του Τέξας μέχρι το Minipaq της Οζάκα, η αγάπη του για τη μουσική συνέχισε να τον κρατά πάντα σε κίνηση. Έχοντας μοιραστεί τη σκηνή με καλλιτέχνες όπως ο Pinetop Perkins, ο Russel Jackson (BB King), ο Bob Margolin (Muddy Waters), ο Stanton Moore (Maceo Parker), ο Ephraim Owens (Eric Clapton), ο Μπάμπης συνεργάστηκε με τον Adrian Quesada (Grammy awardee) για τους Epirus Quartet και με τον Chris ‘Frenchie’ Smith (Grammy Governor) για τους Roxy Roca.

Όταν ήταν μικρός, ο παππούς του τον πήγαινε θέατρο μια φορά την εβδομάδα. Μεγάλωσε σε μια μεσοαστική οικογένεια, μπόρεσε να παίξει, να ονειρευτεί, να σπουδάσει, να ψαχτεί, να δημιουργήσει.

Η ανησυχία και η δημιουργικότητα δεν μοιάζει να τον εγκατέλειψε μεγαλώνοντας: Deep Throat Sessions, Lantsias Trio+, Reiner Wietzel & Athens Underground, David Lynch Quintet, One off, στούντιο με την Ελένη Καραΐνδρου, αρκετά gigs, φυσικά η διδασκαλία της μουσικής.

«Η μουσική πρέπει να αφορά το τώρα και τους ανθρώπους που την ακούν εκείνη την στιγμή», λέει ο Μπάμπης Τυρόπουλος το 2017 στο Νίκο Αρβανίτη του guitarspot.gr.

Πέντε χρόνια μετά, στην συνάντησή μας στα Εξάρχεια, αισθάνομαι πως έχει την ίδια άποψη.

Στο Praktiker με τον πατέρα του, μαθητής δημοτικού ακόμα ο Μπάμπης, βλέπει ένα Cd με επιλεγμένα τραγούδια του Χέντριξ και ζητάει να το ακούσει. Ο πατέρας του του το αγοράζει, κάνοντάς του την υπενθύμιση: «κάνει όσο ένα πακέτο τσιγάρα». Μες στο Cd υπάρχει, μεταξύ άλλων, το Voodoo Child και ο Μπάμπης παθαίνει πλάκα. Ονειρεύτηκε να μπορεί να δημιουργεί αυτό το συναίσθημα το οποίο βίωνε, ακούγοντας μουσική. «Με έπιασε για τα καλά αυτό το πράγμα, δεν υπήρχε άλλη επιλογή», μου λέει.

Ξεκίνησε να παίζει κιθάρα (στην πρώτη Γυμνασίου, έπαιζα σε μια μπάντα, τους R.Ι.P.), πήρε μια υποτροφία μέσω του Νάκα για το Berklee, στην Βοστώνη, όπου κάθισε έξι μήνες και λιγότερο. Θα καθόταν περισσότερο, αν δεν υπήρχαν εκείνη την περίοδο κάποια σημαντικά οικογενειακά προβλήματα.

Σπούδασε, εν τω μεταξύ, ηλεκτρονικός μηχανικός, δούλεψε λίγο στον τομέα, αλλά πάντα το κάλεσμά του ήταν η Μουσική. Μάζεψε ένα μικρό κεφάλαιο παίζοντας στον δρόμο και πήγε στο Τέξας. Ο δρόμος είναι το πιο έντιμο και επικερδές stage, έχει δηλώσει. Τον έμαθε πολλά ο δρόμος τον Μπάμπη, τον χαλύβδωσε, είναι εμφανές.

Έχει κάνει και ναυαγοσώστης. Έχει γράψει και εκδώσει μια ποιητική συλλογή. Έχει ζήσει την εμπειρία του working band με περιοδεία σε δεκάδες πολιτείες στην Αμερική, ηχογραφήσεις σε στούντιο, ελάχιστο ύπνο στα μοτέλ, παιξίματα ως opening σε μεγάλες μπάντες, σε παρακμιακά μπαρ, παντού… Σημειωτέον, τουρ έχει κάνει και στην Ιαπωνία!

«Στην Ευρώπη είναι διαφορετική η πρόσληψη της δυτικής μουσικής από ό, τι στην Αμερική. Στην Αμερική είναι είδος πρώτης ανάγκης, στην Αγγλία-και πολύ περισσότερο στην Ελλάδα- νομίζω είναι είδος πολυτελείας», σχολιάζει στο guitarspot.

Ίσως γι’ αυτό να αγάπησε ειλικρινώς την τζαζ όταν πήγε στο Austin. Στην Ελλάδα, η τζαζ μοιάζει με ένα είδος πιο εσωτερικής κατανάλωσης, και δεν τον είχε κεντρίσει. Επίσης, γι’ αυτό δεν αγαπά ιδιαίτερα την Αθήνα. Όχι απλώς επειδή δεν τυγχάνει λάτρης των μεγάλων πόλεων, αλλά επειδή αυτό που τον αφορά μουσικά στην Αθήνα είναι κάτι που δεν ανήκει στην main κουλτούρα.

Μπάμπης Τυρόπουλος: «Το πιο έντιμο stage είναι ο δρόμος»

Η κουβέντα η δική μας ξεκινά από την ξεκούραση, πόσο ανάγκη την έχουμε όλοι. «Για μένα, ξεκούραση είναι να περνάω χρόνο με τον εαυτό μου. Παίζω πάντοτε και μουσική, σκέφτομαι, αράζω, φτιάχνω κανένα κυκλωματάκι, απομεινάρι από τις σπουδές μου. Η δημιουργικότητα δεν εγκαταλείπει. Αλλά μου αρέσει και να κολυμπάω, να μοιράζομαι ποιοτικό χρόνο με ανθρώπους που αγαπώ και με αγαπούν.»

Η αγάπη του για την μουσική ξεκίνησε από την αγάπη για τη μπλουζ. Οι πρώτοι του δίσκοι ήταν μπλουζ. Και μετά, φυσικά και αναπόφευκτα, ήρθε και η ροκ.

«Η αφροαμερικανική παράδοση των μπλουζ ξεκίνσηε από κάπου και αυτό, οργανικά, συνεχίζει να εξελίσσεται. Δεν θεωρώ την μπλουζ νεκρό μουσικό είδος, δεδομένου ότι έδωσε ζωή σε όλα τα υπόλοιπα. Το κλειδί για να κατανοήσει την δυτική μουσική, φανκ, ροκ, rnb, χιπ χοπ, οτιδήποτε, μπορείς να τα βρεις στον Robert Johnson. Αυτό που μου αρέσει στην μπλουζ είναι το μη προσποιητό της. Το μπλουζ είναι ο αγώνας να σώσουμε τον άνθρωπο μέσα μας. Είναι επικοινωνία συναισθημάτων, παρορμήσεων. Η μουσική γενικώς. Που, για μένα, σημαίνει αυταπάρνηση, μια αληθινή επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων, κατά την οποία το ”εγώ” βγαίνει από την μέση, κάπως αντιλαμβάνεσαι ότι είσαι μέρος κάτι μεγαλύτερου.»

Αναρωτιέμαι αν ο άνθρωπος αυτός που έχω απέναντί μου ήταν ανέκαθεν τόσο πράος και καθησυχαστικός, ως παρουσία. Τον ρωτώ και χαμογελά. «Δεν ήταν πάντα έτσι τα πράγματα. Όμως, η ζωή μου, πώς να πω, υπήρξε κάπως τρικυμιώδης. Την τελευταία πενταετία, περισσότερο, βρήκα τον χρόνο να αναστοχαστώ, να ηρεμήσω. Όμως, μιας που με ρωτάς ποια έχει υπάρξει η πιο ευτυχισμένη περίοδος της ζωής μου, θα σου απαντήσω πως είναι αυτή εδώ που ζω τώρα. Κι αν με ρώταγες όποια άλλη στιγμή μου, εκτός ίσως από μία συγκεκριμένη περίοδο, θα σου έλεγα πάλι πως ζω την ευτυχία, το παρόν.»

Αυτό, άραγε, σημαίνει ότι εξαιρεί τα πάθη, ότι τα αποδιώχνει για χάρη της γαλήνης;

«Πώς το λέει εκείνη η φράση; Το κατ’ ουσίαν έντιμο πάθος…Πάθος είναι ζωή, αυτό είναι η ζωή. Τώρα που μιλάμε, υπάρχει στο μυαλό μου η σκέψη ότι θα ξαναφύγω μάλλον μόνιμα για Αμερική, για Austin. Δέχτηκα μια πρόταση από μια μπάντα, η οποία πλήρωσε και για artist visa, το επεξεργάζομαι. Υπάρχει ένας φάρος μέσα, που δεν σβήνει με τίποτα. Αναφέρομαι στο Austin και πρέπει να πω ότι, όταν πρωτοπήγα στα 27 μου, κάθισα δύο χρόνια, μέχρι που με πιάσανε γιατί ήμουν παράνομα. Πολύ δύσκολα, είχα χάσει και τον πατέρα μου. Είχα φύγει για εκεί, επειδή δεν είχα και πολλά να χάσω. Είχε προηγηθεί το Berklee, είχα την αίσθηση πως είχε ανοίξει, πια, ένας δρόμος. Πήγα, λοιπόν, να μετρηθώ με τους θεούς, με έναν σάκο στον ώμο. Έζησα μια άλλη ζωή εκεί, αλλά βγήκε. Ό, τι ξέρω ως άνθρωπος και ως μουσικός το έμαθα εκεί πέρα. Ήταν η πρώτη φάση της ζωής μου που αναρωτήθηκα πιο συνειδητά ποιος είμαι, πού πάω, τι αξίζει…»

Από το 2016 έως το 2019 πηγαινοερχόταν πολύ ο Μπάμπης Αμερική-Ελλάδα. «Όπου και να πάμε, εμάς κουβαλάμε. Δεν είναι βέβαιο αν θα πάω Austin ξανά. Είμαι σε μια φάση πυο είναι οκ και να μείνω, είναι οκ και να φύγω. Αυτή την περίοδο, μένω στην Ηλιούπολη, μ’ αρέσει αρκετά εκεί. Βέβαια, δεν μου αρέσουν οι μεγάλες πόλεις. Έχω μείνει και στο Λονδίνο και ούτε εκεί μου πολυάρεσε. Θέλω λίγη φύση παραπάνω.»

Είκοσι χρόνια, τώρα, ο Μπάμπης τζαμάρει με τον αδερφό του και έναν φίλο τους. Αυτό, μαζί και ανεξάρτητα από όλα όσα κατά καιρούς έχει καταφέρει: τουρ, gigs, στούντιο, διδασκαλία…

«Για να κάνεις πράγματα στην μουσική με τους δικούς σου όρους, είναι ζήτημα πολυπαραγοντικό. Σαν το ζήτημα της ιεράρχησης των δυνάμεων στην κβαντική φυσική. Τώρα, θα γίνει ένα πείραμα στο Cern που, αν βγει, θα αποδειχθεί η ύπαξρη επιπλέον διαστάσεων από τις γνωστές. Είναι πολύπλευρο το πράγμα σε σχέση με την επιτυχία στόχων, το καλλιτεχνικό  reach, όλα αυτά. Θέλει σπρώξιμο, τρέξιμο, θέλει κλιπ, θέλει πολλές χιλιάδες ευρώ να βγάλεις έναν δίσκο. Αποτέλεσμα; Όλο αυτό δεν είναι οργανικό, καταντά ελίτ, αφορά πια ανθρώπους που έχουν την πολυτέλεια να το κάνουν. Όταν ήμουν 27 και έπαιζα στον δρόμο, μου προτάθηκε να πάω να παίξω στα μπουζούκια, με Κοκκίνου και Πετρέλη, να παίρνω 300 ευρώ τη βραδιά. Τόσα και λιγότερα, έβγαζα σε μια εβδομάδα στον δρόμο, ίσα να βγαίνουν τα έξοδά μου δηλαδή. Δεν δέχτηκα να πάω, δεν το άντεξα. Μετά από παρότρυνση, όμως, πολλών δικών μου ανθρώπων, πήγα κάποια στιγμή σε ένα σκυλάδικο, να μιλήσω με τον μαέστρο, να δω τι γίνεται. Δεν μπορούσα με τίποτα…»

Άρνηση στις εκπτώσεις. Συνέπεια. Δύναμη. Αυτά τα χαρακτηριστικά εντοπίζω στον Μπάμπη Τυρόπουλο. Πηγές της καθηλωτικής του νηφαλιότητας, προφανέστατα. «Δεν θα μπορούσα να αλλάξω κάτι στην πορεία μου, να πω πως θα ήταν καλό να μη γίνει κάτι, γιατί από όλα αυτά και με όλα αυτά βρίσκομαι εδώ σήμερα, τώρα. Παρά το ότι έχω ζήσει πολλές αναποδιές, παρά το ότι δεν μου τα έφερε εύκολα η ζωή…Έμενα στο Austin σε σπιτάκι σκύλου, σε μια αυλή, με παράνομους Μεξικανούς, χωρίς τουαλέτα. Κι από εκεί, κατάφερα να φτιάξω μια όμορφη ζωή, σαν μουσικός που τον σέβονται, που έχει δουλειές και, κυρίως, προοπτική, κάτι που λείπει, ιδίως στην Ελλάδα. Κι έφυγα πικραμένος από την Αμερική, πάνω που ένιωθα πως τα είχα καταφέρει…Αλλά όλα αυτά είναι που σε χτίζουν, σε διαμορφώνουν, σου μαθαίνουν πράγματα για εσένα.»

Αρχίζω να σκέφτομαι όσο συνομιλούμε, πως και η διδασκαλία της μουσικής είναι σημαντικό κεφάλαιο για την ζωή του Μπάμπη Τυρόπουλου.

«Προέκυψε από ανάγκη για μεροκάματο από πολύ νωρίς. Ξεκίνησα να διδάσκω στα Χανιά, ως φοιτητής, το 2001. Δίδασκα στο Αττικό Ωδείο. Σιγά σιγά, εξελίχθηκε. Αυτό που λέμε, ουδέν μονιμότερο του προσωρινού. Έγινε ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της ζωής μου. Ως αυτοδίδακτος κι εγώ, είχα την ευχή και την κατάρα, να είμαι πιο ανοιχτός σε αυτό το πράγμα. Και πιο χαμένος, φυσικά, αλλά άμα δε χαθούμε…(χαμόγελο)

Η διδασκαλία με εξίταρε πολύ και με εξιτάρει. Ιδίως, η ιδέα του πώς μοιραζόμαστε την μουσική, όχι τόσο τεχνικά, το κομμάτι της οργανοπαιξίας,  αποδόμηση της αρμονίας και τα λοιπά, αλλά το μοίρασμα. Όταν παίζεις με έναν άλλο άνθρωπο, ξεκινά μια σχέση επικοινωνίας βαθιάς. Σπούδασα έναν χρόνο Συνθετική Ψυχοθεραπεία (cbd και προσωποκεντρική), αλλά δεν προέκυψε να το συνεχίσω. Ήταν μια ιδέα που με ενδιέφερε πάντα, να βρω κι άλλα εργαλεία μέσα μου.

Οπότε, ήρθε κι έδεσε αυτό το πράγμα με την μουσική διδασκαλία. Πώς κάνεις μάθημα; Πώς μπορεί να υπάρχουν κάποιες απαραίτητες συνθήκες για να συμβεί στ’ αλήθεια μουσική μεταξύ των ανθρώπων που επιχειρούν να παίξουν; Αν δεν πάρω την βίζα για Αμερική, από Σεπτέμβρη  θα πάω Ολλανδία στο HKU όπου, παρότι δεν έχω πτυχίο, εμδέχτηκαν για το μεταπτυχιακό. Τους παρουσίασα αυτή την ιδέα που λέει, μεταξύ άλλων, ότι όταν παίζουμε δεν μπορούμε να παίζουμε τίποτα λιγότερο από αυτό που είμαστε. Μπορεί να ακούγεται τετριμμένο, αλλά είναι αλήθεια.

Μέσα από την μουσική, και την τέχνη ευρύτερα, συμβαίνουν κατά γενική ομολογία μαγικά πράγματα. Μπορεί να καταλυθεί ο χρόνος, ο χώρος…Ο Χέντριξ είναι πολύ πιο κοντά με τα μηκυναϊκά αγγεία, από ό, τι με τον Robin Trower. Είναι μια φάση απόκοσμη, βαθιά πνευματική, μοιάζει αρκετά με τον διαλογισμό. Αλλά για εμένα, η μουσική είναι ό,τι πιο χειροπιαστά έντιμο έχω βρει απέναντι στην ύπαρξή μας.»

Κατανοώ ότι, ως δάσκαλος μουσικής, μπολιάζει το μάθημά του με όλα αυτά. Το κάνει, πιθανά, συναρπαστικό. 

«Τα κίνητρα για τα οποία παίζεις μουσική και τα κίνητρα για τα οποία την μοιράζεσαι με τους ανθρώπους είναι από τα πιο σημαντικά πράγματα για εμένα. Κι αυτό που λέγεται καλόπιστα καμιά φορά ”παίζω μουσική για την μουσική” μπορεί να είναι λίγο παγίδα. Είχανε ρωτήσει τον Μπίλι Κοξ πώς τα έβρισκε και τα έπαιζε όλα αυτλα ο Χέντριξ, με τον οποίον έπαιζαν μαζί. Τους απάντησε ο Κοξ ότι χάνουν το νόημα, με αυτή την ερώτηση. Ότι τον Χέντριξ τον αφορούσε και τον απασχολούσε ο πόλεμος. Η μουσική ήταν το μέσο. Η μουσική είναι μια γλώσσα. Πολύ δυνατή, αλλά απλώς γλώσσα. Το τι έχουμε να επικοινωνήσουμε μέσα από αυτή τη γλώσσα καθορίζει το κίνητρο της εμπλοκής μας. Για μένα, ιδανικά, η μουσική είναι τελείως ελεύθερη, είναι μια πνευματική κατάσταση πάνω και πέρα από πλαίσια και περιορισμούς. Συμβαίνει, ας πούμε, καμιά φορά να καλείσαι ως μουσικός να εκτελέσεις το έργο κάποιου καλλιτέχνη. Αυτό, για μένα, είναι κάπως περιοριστικό.»

Υπάρχει πόλεμος μέσα μας και πόλεμοι έξω, λέω στον Μπάμπη Τυρόπουλο. Και του αρέσει, σχολιάζει το εξής:

«Προσπαθώ καμιά φορά να σκεφτώ ότι για τον έξω πόλεμο  μπορεί και να μην μπορούμε να κάνουμε όσα θέλουμε, αλλά μπορούμε για τον μέσα. Τελευταία, με έχει αγγίξει το βιβλίο του Φρομ το ”Να έχεις ή να είσαι;”, στο οποίο συχνά επανέρχομαι. Ένας μαθητής μου μου χάρισε το The Music Lesson του Victor Wooten, και μου αρέσει πολύ. Με εμπνέουν οι μαθητές μου, ως χαμένοι άνθρωποι και καλλιτέχνες στο σήμερα, που παλεύουν για αυτό που αγαπούν χωρίς πλάτες. Προσπαθώ να είμαι εκεί, κοντά τους, με έναν τρόπο όσο γίνεται υποστηρικτικό. Στέλνω κάποιους μαθητές στην Ολλανδία, σπουδάζουν μουσική, παίζουν. Με λυτρώνει να βλέπω ικανούς ανθρώπους να πετυχαίνουν.»

Το τέλος αυτής της συζήτησης-που, ιδανικά, δεν έχει κανένα τέλος-είναι η αφήγηση του Μπάμπη για αυτήν την πολύ δύσκολη συγκυρία με την υγεία του, μια φάση της ζωής του που είναι αδύνατο να ξεχάσει ποτέ και, φυσικά, τον καθόρισε ως  άνθρωπο.

«Είχα ένα σοβαρό ατύχημα, τροχαίο, εκεί, στα 20. Είχα διαλυθεί, ήμουν σε κώμμα, σε μηχανική υποστήριξη. Όταν με έβγαλαν από την μηχανική υποστήριξη πέθανα, δεν τα κατάφερα. Έχω τον θάνατο ως ανάμνηση και δεν με φοβίζει καθόλου, είναι μια ολοκάθαρη στιγμή γαλήνης, είναι ένα μέρος όπου απλώς πας και είναι όλα ήσυχα. Μου είχε χαρίσει η κολλητή μου και φορούσα συνεχώς ένα μενταγιόν με έναν αετό πάνω. Στο μεταξύ, είχαν πει στους γονείς μου που περίμεναν έξω από την εντατική ότι είναι πιθανό να με χάσουν, είχαν έρθει να με χαιρετήσουν, ήμουν σε πολύ κακή κατάσταση.

Πάλευα, όμως. Μες στο σύνδρομο της μονάδας, με φρίκες μορφίνης, με στιγμές διαύγειας. Κάποια στιγμή, δεν μπορούσα άλλο. Είδα τον Χάρο, ήρθε κοντά μου, είδα τα ρούχα του μαλακά, άρχισα να σηκώνομαι, οι νοσοκόμες έγιναν άγγελοι που μπορούσαν να με πάρουν να φύγουμε. Και ήταν ok όλο αυτό. Μια γιατρός κάποια στιγμή με πλησίασε. Αυτή είχε ευαισθητοποιηθεί πάρα πολύ με την περίπτωσή μου και με ρώτησε τι είναι αυτό το μενταγιόν που φορούσα για μένα. Δεν μου το έβγαζαν κι ας ενοχλούσε τις εξετάσεις και όλα. Δεν μπορούσα να μιλήσω, τα πνευμόνια μου ήταν εντελώς διαλυμένα. Δεν μπορούσα να της απαντήσω. Και άρχισε να με χτυπάει ελαφρά-βέβαια εγώ πέθαινα στον πόνο, έκανα squirt δάκρυα από τον πόνο- στο στέρνο. Για να μιλήσω. Έπρεπε να μιλήσω. Και κάπως το ψέλλισα αυτό το πράγμα. Της είπα την λέξη ”ελευθερία” και εκείνη μου είπε το πιο όμορφο πράγμα που έχω ακούσει ποτέ στην ζωή μου, είπε κάτι που μου άλλαξε την ζωή: ”Να ξέρεις πως, ακόμα κι εδώ μέσα, μπορείς να είσαι ελεύθερος”. Ανατριχιάζω που το θυμάμαι αυτό το πράγμα.

Αποφάσισα λοιπόν ότι η ζωή αξίζει ακόμα και μόνο γιατί μπορώ να ταξιδεύω όπου θέλω με το μυαλό μου. Είναι πολύ όμορφη η ζωή και είναι πολύ δύσκολο να εντοπίζεις την ομορφιά που είναι παντού.»

Σιωπή. Σοκ. Και χαμόγελα, μαζί με την μοιρασμένη, πλέον, ανατριχίλα.

«Τώρα είναι το εύκολο, λοιπόν. Αφού τα καταφέραμε μέχρι τα σαράντα, τώρα το’ χουμε. Έτσι νιώθω καμιά φορά. Ρωτάς αν κλαίω. Απαντώ, όχι πολύ. Αλλά περισσότερο και συχνότερα από όσο παλιά. Ρωτάς ποιο είναι το μεγαλύτερό μου επίτευγμα μέχρι σήμερα, κατά την άποψή μου. Το ότι δεν φοβάμαι. Και ότι δεν παίρνω αποφάσεις από φόβο. Πέρασα, προφανώς, πράγματα πολύ τρομακτικά…»