Την τελευταία φορά που βρέθηκα στο Πέραμα είχα πάρει το λεωφορείο 843 -εκείνο το «παλιό», με τα ξύλινα καθίσματα- από το λιμάνι του Πειραιά με σκοπό να συναντήσω κάποια ινδάλματα, εννοώντας οποιονδήποτε έκανε low bap και ήταν μέλος της Freestyle Productions, και να ψωνίσω κάνα δίσκο από το Intro. Δυστυχώς δεν συνάντησα κανέναν και κατέληξα με τους φίλους μου να πίνουμε καφέ (φραπέ) σε μία ξύλινη γωνειακή καφετέρια, λίγο πιο κάτω από το δισκάδικο των Active Member. Τι να κάνεις! Η ζωή όμως κάνει κύκλους.
Τώρα, τόσα χρόνια μετά και την ημέρα των γενεθλίων μου, έφτασα στα ίδια μέρη, στον «Τόπο της φυγής», με το αυτοκίνητό μου για να πάρω μία συνέντευξη από έναν τύπο, τον μουσικό μου ήρωα, με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο B.D. Foxmoor. Δηλαδή, την κεντρική φιγούρα του hip-hop στην Ελλάδα, τον άνθρωπο που έδωσε τίτλο (low bap) σε έναν αξιακό κώδικα, που εφτίαξε τους Active Member (και όχι μόνο) και σκάρωσε αμέτρητα πρότζεκτ όλα αυτά τα 30 χρόνια που βρίσκεται σε συνεχή δράση.
Νομίζω πως ο Μιχάλης Μυτακίδης, «η αλεπού του βάλτου», δεν χρειάζεται περαιτέρω συστάσεις. Και, ίσως, αυτό να είναι μία από τις μεγαλύτερες αποδείξεις της καλλιτεχνικής του αξίας. Μπορεί όλοι στο πρόσωπό του να βλέπουν έναν ταλαντούχο άνθρωπο, έναν ποιητή, αλλά, ταυτόχρονα, υπάρχουν και όλα τα «υπόλοιπα» που ακούγονται και λέγονται γι’ αυτόν. Τα ξέρει και ο ίδιος, δεν στρουθοκαμηλίζει, και μου μίλησε γι’ αυτά. Όχι μόνο γι’ αυτά βέβαια, αλλά και για όλα όσα θα θέλαμε να μάθουμε – τα κουτσομπολιά δεν είναι μέρος συνέντευξης, τουλάχιστον όχι δικής μου, όχι του Olafaq. Μου έλυσε διάφορες απορίες, όπως για παράδειγμα τι έγινε με την Χρυσή Αυγη στο Πέραμα, αλλά άφησε ανοιχτή και μία χαραμάδα απ’ το παντζούρι του φωτίζοντας σκοτεινά και ζόρικα σημεία της ζωής του.
«Σ’ αυτήν εδώ λοιπόν τη μικρή κοσμογωνιά», όταν έκατσα δίπλα του ένιωσα ένα παιδικό δέος που έπρεπε να το αποβάλλω και του το είπα.
«Μπορώ να σου περιγράψω την φάση που βρίσκομαι τώρα. Να το πιάσουμε αντίστροφα, μην ξεκινήσουμε με τα ιστορικά».
– Ναι, φυσικά.
Η τελευταία χρονιά, από την στιγμή που η πανδημία και τα κατάλοιπά της μας άφησαν κάπως, ήταν πολύ δημιουργική και σχεδίαζα πρότζεκτ μεγάλα και εκτός μουσικής. Όμως το τελευταίο διάστημα ήρθα σε μια μεγάλη αμηχανία, έζησα κάποιους 6-7 δύσκολους μήνες γιατί χώρισα με την Γιολάντα (Sadahzinia) μετά από 27 χρόνια. Εκτός από σύντροφοι στην ζωή ήμασταν και μουσικοί σύντροφοι, και όλο αυτό ήταν πολύ άβολο για μένα, δεν είχα plan b, ενώ συνήθως έχω στην ζωή μου, και έπρεπε να κάνω μια ειδική διαχείριση. Από το περιβάλλον γύρω μου είχα μία αίσθηση πρωτόγνωρη και συγχρόνως έπρεπε αυτά που θέλω να σκαρώσω να μπουν σε μια σειρά. Οι πιο μυημένοι στα πράγματα, μπορεί να μπορούν να παρακολουθήσουν την βιάση μου και την ταραχή μου – δεν είναι εύκολο. Αλλά νιώθω καλά. Αυτό το συμβάν άλλαξε ριζικά πολλά πράγματα στην ζωή μου, αλλά δεν άλλαξε την ουσία. Ευτυχώς την ουσία κανένας άνθρωπος δεν είναι ικανός να μου την αλλάξει. Έτσι λοιπόν έκανα ένα παράξενο defragment μέσα μου, να βάλω κάποια πράγματα στην άκρη, κάποια να τα εντείνω και να τα πουσάρω για να με βοηθήσουν και ψυχολογικά. Ευτυχώς δεν κράσαρα. Τώρα είμαι σε μια πολύ ενεργή φάση γιατί έχω κάποια πρότζεκτ στο μυαλό μου που σιγά σιγά τα βλέπω να υλοποιούνται, που είναι μεγαλύτερα απ’ αυτά που έχω κάνει μέχρι στιγμής. Επίσης, αυτή η κατάσταση με βρίσκει επάνω στην εποχή που θέλω για πρώτη φορά να διηγηθώ –τώρα μάλλον μπορώ να το κάνω– τι είναι το low bap. Ό,τι υπήρχε πριν ήταν πράγματα που κυνηγάγαμε, ακόμα και οι εμμονές μας που λειτούργησαν ψυχαναγκαστικά, νομίζοντας ότι έτσι το πράγμα είναι οχυρωμένο. Κάποιοι φυσικά παρανόησαν αυτά τα πράγματα, τα είδανε με θρησκευτική αντίληψη, κάποιοι άλλοι γηπεδικά. Ξέρεις, όταν μοιράζεται μία κεντρική ιδέα, δεν ξέρεις ποτέ πόσο θα κακοφορμίσει ή πόσο όμορφα θα καταλήξει. Γι΄αυτό που ήθελα να κάνω, για το low bap, δεν υπήρχε κάποιο συγκεκριμένο μανιφέστο.
– Αυτό που λες με τα λόγια σου να το υποστηρίζεις στην ζωή σου;
Εντάξει, αυτό δεν είναι δικό μας, είναι της ζωής. Είναι αυτονόητο –είναι αυτό που είχαμε εδώ στις γειτονιές μας.
– Ναι, όμως αυτόν τον κώδικα τον έβαλες στη μουσική.
Ήταν η Aρχή για να έχουμε τουλάχιστον μια ισορροπία στις θεματικές μας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι υπόλοιποι παραέξω δεν αντιμετωπίζουν έτσι τα πράγματα. Ακόμα και κάποιοι που γράφουν στίχους που δεν μας αρέσουν, αν τους στηρίζουν με την ζωή τους, ουσιαστικά λειτουργούν όπως εμείς. Αυτό ήταν περισσότερο ψυχαναγκαστικό, να έχει εμάς κάπως γειωμένους –εμένα βασικά, γιατί ήταν δική μου ανάγκη. Το όνειρό μου ήταν να μπορέσω ό,τι σκαρώσω να έχει αυτόν τον «κώδικα» μέσα. Τώρα πια όμως μπορώ να μιλήσω με ζωντανά παραδείγματα. Έχω χιλιάδες καταγεγραμμένες περιπτώσεις –και τις πιο έντονες τις έχω μπροστά μου, σαν να είναι παιδιά μου– ανθρώπων που μεγάλωσαν παρέα με αυτό που κάναμε και είδα πώς λειτούργησε στις ζωές τους και πόσο τους βοήθησε. Δυστυχώς δεν έχω βρει ανθρώπους που τους κατέστρεψε ή, μάλλον, δεν είναι εύκολο κάποιος να μοιραστεί την καταστροφή μαζί σου. Έχω το απόσταγμα από τα όμορφα κι αυτό πλέον μπορώ να το διηγηθώ. Οπότε τώρα, μετά από 30 χρόνια, μπορώ να διηγηθώ μέσα από τις ζωές και τις ιστορίες τους, τι είναι το low bap. Εμένα δεν με βοήθησε τόσο το όνειρό μου, γιατί παλεύεις και με άλλα πράγματα, πιο εσωτερικά. Εκείνοι που είχανε πιο αποστασιοποιημένη ζωή, που το παρακολουθούσανε μέσα από τις προσωπικές τους αγωνίες, έκαναν ειδική διαχείριση, και ήταν πολύ πιο μάγκες απ’ ότι εγώ. Ήταν πιο low bap από μένα (γέλια).
– Υπάρχει αυτό; Να είναι κάποιος πιο low bap από σένα;
Φυσικά. Μπορεί να είναι ο «ελάχιστος» της φάσης, αλλά για να μην τρελαθούμε, δεν είμαι και τόσο μετριόφρων, δεν θα δεχθώ να υιοθετήσει κάποιος άλλος αυτόν τον ρόλο (γέλια).
– Τα υπόλοιπα που ετοιμάζεις;
Το άλλο πρότζεκτ είναι μια ιστορία που γράφω, μια τριλογία, που λέγεται “Alivas” και, δεν στο κρύβω, με τα δεδομένα της εποχής θέλω να την δω να γίνεται σειρά. Θα μπορούσε άνετα να βγουν τρεις σεζόν. Είναι έτσι και η ιστορία δηλαδή. Είναι δύσκολο εγχείρημα, αλλά αυτό νομίζω είναι το πικ αυτών που ονειρεύομαι. Ένα άλλο είναι ότι είμαι σε συνεννοήσεις με ανθρώπους «θαλασσινούς», γιατί και εγώ «θαλασσινός» είμαι, να υλοποιήσουμε ένα μεγάλο πρότζεκτ που είναι και ντοκιμαντέρ και μουσική ενότητα. Να κάνουμε ουσιαστικά τη μουσική της θάλασσας με ηχογραφήσεις περιβάλλοντος, όπως είχα κάνει στο “Madmoana” [2009, 8ctagon]. Αυτό έχει τίτλο και λέγεται «Αναιρούσα», που είναι ένα στοιχειό της θάλασσας με αυτό το όνομα. Είναι όταν το κύμα έρχεται, χτυπάει στην ακρογιαλιά και φεύγει. Για όλους όσους έχουν μεγαλώσει σε θαλασσινά μέρη, όπως εμείς εδώ, αυτή η κίνηση της θάλασσας πάντα φέρνει και παίρνει πολλά πράγματα. Και αποφάσισα αυτό το καλοκαίρι, επειδή ήρθα σε μεγάλη αμηχανία με αυτό που συνέβη με την Γιολάντα, να μην το δώσω στον κόσμο να «φάει το έργο». Για πρώτη φορά κρατήθηκα και σκέφτηκα να περιμένω να δούμε πώς θα κάτσει μέσα μας, και στους δυο μας, για το πώς θα συνεχίσει το πράγμα. Και μόνος μου να είμαι, σίγουρα θα προχωρήσει το πρότζεκτ, αλλά θέλει λίγο τον χρόνο του. Είπα λοιπόν ότι δεν θα κάνω τίποτα και τότε εμφανίζονται κάποιοι πανεπιστημιακοί, γλωσσολόγοι, από το Μόναχο, και μου ζητάνε να κάνω ένα αφιέρωμα για το παγκόσμιο hip-hop και τα 50 χρόνια του. Με έκανε να νιώσω όμορφα. Οι ίδιοι συνεννοήθηκαν και με το Παρίσι, μετά εγώ βρήκα τις επαφές για να το πάμε και στο Λονδίνο και λέω, «Κάτσε ρε συ. Θα το πάμε Μόναχο, Παρίσι, Λονδίνο και δεν θα το κάνουμε εδώ;». Οπότε έχω σκοπό φέτος το καλοκαίρι να προσπαθήσω να παρουσιάσω αυτό το αφιέρωμα εδώ. Με τις πρόχειρες προετοιμασίες που έχω κάνει, το dj set βγαίνει κανά 4ωρο και από πίσω θα παίζουν εικόνες που θα συνοδεύουν την ιστορία που θα διηγούμαι μέσα από τα κομμάτια. Έξω θα γίνει και μέσα από υπότιτλους. Έχω και στις 31 Μαρτίου μια εκδήλωση για τα 30 χρόνια της δισκογραφίας μας, που θα έχουμε και καλεσμένους στην Αρχιτεκτονική. Αυτά είναι τα πλάνα μας για φέτος.
– Δραστήριος.
Συνέχεια κάνουμε πραγματάκια. Το όνειρό μου είναι να κάνω έναν καφενέ –όπως έλεγε και το παλιό τραγούδι «έχω έναν καφενέ στου λιμανιού την άκρη»– μαζί με έναν φίλο από την γαστρονομία. Γενικά θα ήταν όλα καλά αν δεν είχε συμβεί αυτό με την Γιολάντα.
– Άλλαξε λίγο τις ισορροπίες.
Ναι, τις άλλαξε. Προσπαθώ να μην δείχνω ανισόρροπος. Όλα θέλουν τον χρόνο τους. Εγώ δεν θα το συνηθίσω ποτέ, αλλά θα μάθω να ζω με αυτό.
– Είναι μέρος της συνειδητοποίησης.
Εδώ έμαθα να ζω με τα κιλά (γέλια). Θα μάθω να ζω κι έτσι.
– Είπες προηγουμένως «ευτυχώς δεν κράσαρα». Το έχεις πάθει ποτέ;
Ναι, βέβαια. Έχω κρασάρει περιστασιακά, ψυχολογικά και σωματικά, αλλά ευτυχώς όχι πνευματικά. Νομίζω αυτό δεν θα το ξεπερνούσα εύκολα –μόνο αυτό θα με έβγαζε από την ροή μου. Τα υπόλοιπα τα ψιλομπάλωνα μέχρι τώρα και το είχα ως δικαιολογία για να μην τα βάλω σε τάξη. Όμως τώρα ξέρω πως κινδυνεύει και το πνευματικό απ΄τα υπόλοιπα και μάλλον πρέπει να βρω λίγο χρόνο και για μένα. Αυτό που λένε οι κανονικοί άνθρωποι «να βρούμε λίγο χρόνο για εμάς». Αυτό είναι και το πάθημά μου απ’ αυτή την ιστορία, γιατί η ζωή μου ήταν μόνο συγκεκριμένα πρόσωπα, συγκεκριμένες διαδικασίες. Μια δύσκολη και επίπονη πορεία, χωρίς ίχνη ευτυχίας, με μικρά διαλείμματα χαράς. Ε, κάπου πρέπει να το ρυθμίσω αυτό. Ψάχνω τον τρόπο, είμαι πολύ κοντά στο να τον ανακαλύψω –φαντάζομαι– φτάνει να μην έχω άλλες σοβαρές εκπλήξεις από το σύμπαν (γέλια).
– Όπως σου είπα στην αρχή, σε παρακολουθώ απ’ όταν ξεκίνησα να ακούω μουσική και πλέον με τα social media που έχουμε μια εικόνα από την ζωή ενός ανθρώπου –βέβαια, δεν φτάνουμε ποτέ ως τον άνθρωπο–, έχω την αίσθηση ότι είσαι μονίμως σε μία διαδικασία να κρατάς τα μπόσικα κάποιων καταστάσεων και πραγμάτων, να ελέγχεις το «γύρω» σου. Όχι απαραίτητα με χειριστικό τρόπο, αλλά με την έννοια να μην ξεφύγει κάτι. Κάθε λέξη να συνοδεύεται και με ένα αντίστοιχο βήμα στη ζωή. Δεν σε έχει κουράσει;
Όταν γίνεται αυθόρμητα δεν κουράζει, ενώ όταν αναγκάζεσαι να το κάνεις είναι βίαιο πολύ, τρομακτικά κουραστικό.
– Το έκανες ποτέ αναγκαστικά;
Φυσικά! Τα πρώτα χρόνια το έκανα με πολλούς ανθρώπους. Γιατί όμως το έκανα αυτό; Είμαι ένας μοναχικός άνθρωπος και δεν έχω ιδιαίτερες απαιτήσεις από τους υπόλοιπους. Ήθελα να μην φτάνουν οι γύρω μου στο σημείο να προδίδουν τον εαυτό τους και να έχουν πάντα επιλογή. Αυτή ήταν μία σημαντική Αρχή μου. Αυτή η φροντίδα που παρεξηγήθηκε, που λέγανε πως «αυτός καπελώνει το πράγμα» κλπ, γινόταν σε καθαρά πρακτικά θέματα που ο άλλος δεν γνώριζε. Ήταν στη μαστοριά του πράγματος –ο παλιός ο μάστορας ξέρει πώς να προστατέψει τον καινούργιο και να του δείξει δέκα πράγματα. Υπήρχε αυτή η λογική, όμως δεν αντιμετωπίζει ο κάθε άνθρωπος την φροντίδα με τον ίδιο τρόπο. Κάποιος την παρεξηγεί, κάποιος άλλος βολεύεται σε αυτήν, αλλά και τα δύο είναι το ίδιο επικίνδυνα. Η αλήθεια είναι πως τα πρώτα χρόνια, αυτό το μοίρασμά μου, είχε ως αποτέλεσμα να μην έχω προσωπική ζωή. Μετά είδα πως για να προστατέψω εμένα έπρεπε να χαλαρώσω τις διαδικασίες, να πάρουν και άλλοι άνθρωποι πρωτοβουλίες που ήταν πλέον έτοιμοι – όταν ξεκινήσαμε στην αρχή δεν ήταν έτοιμοι κατά την ταπεινή μου γνώμη. Αυτό που λένε οι άλλοι ότι «άφησα χώρο», δεν είναι ακριβώς έτσι. Έγινε όταν ένιωσα ασφαλής με τους ανθρώπους που είναι γύρω μου. Ο τρόπος μου μπορεί πραγματικά να εγκλώβισε ανθρώπους και καταστάσεις όλα αυτά τα χρόνια. Δεν ήταν φυσικά αυτό το ζητούμενό μου, αλλά μπορεί να το έχω κάνει. Σκέψου ότι στα πλάνα μου δεν ήταν καν να βοηθήσω κόσμο, και μπορεί κάποιοι να έχουν βοηθηθεί, να έχουν μάθει, και κάποιοι άλλοι που με είχαν ως παράδειγμα προς αποφυγήν να έχουν μάθει κάτι μέσα απ’ αυτό. Αλλά δεν είχα καμία τέτοια διάθεση, δεν είχα τέτοιους στόχους. Το θέμα μου ήμουν «εγώ». Και βλέπω ότι σε αυτό δεν τα έχω πετύχει καλά.
– Ποτέ δεν είναι αργά.
Ναι, βέβαια. Έχουμε δρόμο πιστεύω. Υπήρχε και συνεχίζει να υπάρχει μία μάχη εσωτερική. Κάποια στιγμή αναγνώρισα σε μένα κάποια πράγματα και ησύχασα με την πάρτη μου. Βρήκα τον δρόμο μου δημιουργικά.
– Αυτό χρονικά ποτέ συνέβη;
Θα έλεγα πως έγινε δημιουργικά «Στον Καιρό του Αλλόκοτου Φόβου». Η μεγάλη τούμπα μέσα μου έγινε το 2001 και σταδιακά άμβλυνα τις γωνίες, στρογγύλεψα λιγάκι το πράγμα. Ενώ σαν άνθρωπος δεν είμαι τόσο εξωστρεφής, μουσικά τουλάχιστον έδειξα ότι είχα ανοίξει αρκετά και ότι όλο αυτό μπορούσε να πάρει αγκαλιά πολλά πράγματα. Μου έκανε καλό όλο αυτό. Το περιβάλλον εκεί, στην Ουαλία όπου ηχογραφήσαμε, έπαιξε σημαντικό ρόλο με έναν μαγικό τρόπο και όλη αυτή η «μαγεία» συσσωρεύτηκε μέσα μου και με έχει συμμαζέψει. Μάλιστα τώρα που ο συγκεκριμένος άνθρωπος ξαναστήνει εκεί μια κατάσταση, παρόλο που είναι κοντά στα 80, θέλω πάρα πολύ να ξαναπάω μήπως και λειτουργήσει αυτό με τον ίδιο τρόπο όπως και τότε.
– Φαντάζομαι πως κάθε σου πρότζεκτ είναι ένα «παιδί» σου. Το αγαπάς, εκφράζει εκείνη την περίοδο της ζωής σου, ταυτίζεσαι μαζί του κλπ. Υπάρχει όμως κάποιο που μπορείς να ξεχωρίσεις; Να πεις «Αυτό πάρτε το, τοποθετήστε το σε ένα μουσείο γιατί είναι ό,τι καλύτερο έχω κάνει όλα αυτά τα χρόνια».
Είμαι ένας άνθρωπος που είμαι συνέχεια σε δράση και δεν έχω αυτή την πολυτέλεια της νοσταλγίας. Υπάρχουν όμως εποχές ορόσημα και αυτές συνοδεύονται με δίσκους. Για παράδειγμα, «Οι Μύθοι Του Βάλτου» [1998, Warner] είναι το πρώτο, «Στον Καιρό Tου Αλλόκοτου Φόβου» [2001, Warner] το δεύτερο. Τα «Blah-Blasphemy» [2005 & 2006, 8ctagon] είναι μια άλλη εποχή, και, γενικά απ’ την δισκογραφία μου, όχι μόνο των Active Member, τρομερό σημείο είναι το πρότζεκτ La Bruja Muerta. Από εκεί και πέρα αυτό που νομίζω ότι με «άνοιξε» ως άνθρωπο είναι ο «Cosmos Alivas» [2014, ανεξάρτητο], που μόνο η κεντρική ιδέα του δίσκου μου φανέρωσε έναν ολόκληρο κόσμο, και από τότε είμαι σε μία λογική πιο ελεύθερη και πιο συγκεκριμένη, με περισσότερες επιλογές. Μπορεί να είναι και το μόνο πράγμα για το οποίο είμαι ευτυχισμένος που μου συνέβη και για τον τρόπο που μου παρουσιάστηκε. Αλλά όλα για την εποχή τους έχουν αξία. Ίσως «Οι Μύθοι Του Βάλτου» να είναι κάτι αξεπέραστο για μένα –έχει μέσα τον αλητάμπουρα από το Πέραμα, έχει τον άνθρωπο που προσπαθεί να βρει τι κρύβουν οι λέξεις, έχει αυτόν που ονειρεύεται, αυτόν που νιώθει ακόμα ως μια «αλεπού στον βάλτο», που δεν μπορεί να επιβιώσει αλλά ονειρεύεται αυτά που σκαρώνει να έχουν την λογική και την απλάδα των μύθων. Ξέρεις, αν εκεί ήθελα να κάνω τα πράγματα πιο συγκεκριμένα, δεν θα έλεγα «Οι Μύθοι Του Βάλτου» αλλά «Τα Τραγούδια Του Βάλτου». Στους μύθους αυτό που σχηματίζεται μπορεί να είναι και αρνητικό στου αλλουνού το κεφάλι –οι μύθοι δεν δουλεύουν πάντα ευεργετικά– και καμία φορά είμαστε σε παράλληλα σύμπαντα με τους μύθους μας.
– Το «Λαβωμένο Ξωτικό» σου το βρήκες;
Αν το βρω θα πάψει να είναι λαβωμένο. Θα μου πει «ρε πούστη, τόσο καιρό σου αφήνω σημάδια». Όχι, νομίζω δεν θα προλάβω να το βρω. Θα μου αφήνει σταγόνες από αίμα, θα μου θυμίζει πάντα πως είναι λαβωμένο για να με κάνει να νιώθω ένοχος και, από ‘δω και πέρα, δεν ξέρω αν θέλω να το βρω να σου πω την αλήθεια. Αλλά έχω ανάγκη την παρουσία του. Να κυνηγάω κάτι που είναι τόσο κοντά μου και μακριά μου ταυτόχρονα.
– Πες μου «Τι άλλο φοβάσαι».
Φοβάμαι πια πολλά πράγματα. Δεν φοβάμαι επειδή κινδυνεύω από κάτι, φοβάμαι ότι άλλος δεν θα διαχειριστεί καλά τους φόβους του. Και όταν συναντηθούν μη διαχειρίσιμοι φόβοι και τόσο μακρινοί μεταξύ τους, το πράγμα γίνεται πολύ διχαστικό. Τότε, το 2001 για παράδειγμα, είχαμε να κάνουμε με έναν «αλλόκοτο φόβο». Άλλαζε ο κόσμος, υπήρχε ο τρόμος. Όμως ακόμα και η στάση των καθαρμάτων ήταν πιο τίμια. Τώρα έχει χαθεί η τιμιότητα –είτε έχουν καλές είτε κακές προθέσεις. Το παιχνίδι είναι πιο βρώμικο. Θα έπρεπε κάτι να έχουμε μάθει από το 2001 μέχρι τώρα, να είμαστε πιο εκπαιδευμένοι, αλλά ποτέ δεν είσαι εκπαιδευμένος για έναν φόβο που δεν αναγνωρίζεις. Σου έχει έρθει εμβόλιμα, άρα, δεν μπορείς και να τον διαχειριστείς. Ο φόβος γίνεται πανικός, και ο πανικός είναι ο χειρότερος σύμβουλος. Μιμείται ακριβώς αυτό που φοβόμαστε και ας είναι διαφορετική η αφετηρία του.
– Μήπως έχεις περάσει από περίοδο με κρίσεις πανικού; Γιατί διακρίνω μία βαθιά γνώση επάνω στο κομμάτι του φόβου.
Ναι, βέβαια, και μάλιστα βγήκα από εκεί –ελπίζω μόνιμα– με την βοήθεια ενός βιβλίου, την «Ανατομία της Μελαγχολίας» του Robert Burton. Ένα τρίτομο βιβλίο που έχει γραφτεί το 1600, διαβάζοντας μόνο τις πρώτες 50 σελίδες του πρώτου τόμου. Ξέρεις, από την ανάγκη που είχα αγόρασα και τους τρεις, και ευτυχώς αυτός που μου το πρότεινε μου εξήγησε και τον τρόπο που έπρεπε να το διαβάσω –χωρίς να κοιτάξω καθόλου τις υποσημειώσεις των σελίδων. Αυτό με βοήθησε πάρα πολύ να κατανοήσω τη «μέλαινα χολή» που βγαίνει από μέσα μας, τι μας κάνει, τι μιμείται, πως λειτουργεί όλο αυτό μέσα μας και σταδιακά την απέκλεισα. Έπεσες και σε μία περίπτωση ανθρώπου που το συμβουλευτικό δεν λειτουργεί σε μένα. Πάω ενστικτωδώς και το ένστικτό μου το πλαισιώνω με γνώση. Ένας επιστήμονας απέναντί μου, δεν είναι ικανός να με πείσει για αυτά που έχει πείσει όλον τον πλανήτη. Είχα αυτή την λογική. Έτσι λοιπόν δεν πιάστηκα από ψυχολόγους, ψυχίατρους. Προσπάθησα να βρω το γιατρικό μου με τον τρόπο που με αγγίζουν τα πράγματα στην ζωή. Είπα λοιπόν σε έναν ψυχίατρο φίλο «Δεν πρόκειται να σου έρθω εκεί και να τα κάνουμε έτσι, το θεωρώ μαλακία», αυτός γέλασε, και μου λέει «Εντάξει, πάρε αυτό το βιβλίο και διάβασέ το με αυτόν τον τρόπο». Μετά τον ρώτησα γιατί δεν το προτείνει στον κόσμο εξ αρχής και μου είπε «Δεν λειτουργεί σε όλους το ίδιο. Άλλοι χρειάζονται ουσίες, εσύ λειτουργείς αλλιώς». Τότε κατάλαβα πως ακόμα και ένας ψυχίατρος μπορεί να είναι χρήσιμος (γέλια). Αυτός εκείνη την στιγμή έκανε μια υπέρβαση, βγήκε από τους μπούσουλές του και τους κώδικές του, για να μου πει «αυτό είναι», αφού δεν «αναγνώριζε» το υποκείμενο που είχε απέναντί του και έπρεπε να το διαχειριστεί κάπως αλλιώς. Ήταν υπερβατικός και γενικά είναι σπουδαίος άνθρωπος.
– Εσύ έχεις κάνει τέτοιες υπερβάσεις;
Ναι μωρέ έχω κάνει. Συνήθως αυτοί που δεν με γνωρίζουν καλά και μαθαίνουν μόνο τα καλλιτεχνικά μου νέα, βλέπουν ότι είμαι ένας άνθρωπος που λειτουργώ παρορμητικά. Άσχετα βέβαια αν εγώ είμαι βιαστικός –«πάντα η βιάση μου διάλεγε για ‘μένα». Νομίζω πως διαχειριζόμουν τα πράγματα όπως μου ταιριάζαν. Δεν υπάρχει καλό ή κακό εδώ, υπάρχει το κατάλληλο. Και τα βιαστικά που έκανα και ήταν τραυματικά στην ζωή μου, και τα βιαστικά που έκανα και είχαν όφελος, ήταν όλα υπερβάσεις. Ουσιαστικά αυτό είναι υπέρβαση: Να ξεπερνάς την βάση σου, το συνηθισμένο σου, την ασφάλειά σου. Νομίζω είμαι γεμάτος από υπερβάσεις. Η βασική μου υπέρβαση είναι πως ενώ θα μπορούσα να είμαι «πατριάρχης» της σκηνής, είπα «Όχι παιδιά, έχω κάτι άλλο στο μυαλό μου, γεια σας. Πάρτε τα κλειδιά του μαγαζιού και κάντε ό,τι γουστάρετε». Να είσαι σίγουρος ότι μπορούσα να το διαχειριστώ όλο αυτό και τώρα όποιος ραπάρει και βγάζει λεφτά να άφηνε και «κάτι» σε ‘μένα – οι παλιοί ξέρουν τι εννοώ. Δεν δέχθηκα να το κάνω αυτό γιατί δεν ήθελα αμερικανιές. Ούτε ο Suge Knight της Ελλάδας ήθελα να γίνω ούτε κανένα απ’ αυτά τα αποπλύματα. Δεν έχει σημασία τι μπορείς να κάνεις, αλλά τι θες να κάνεις. Εγώ διάλεξα λοιπόν αυτόν τον δρόμο, να έχω να κάνω με «εμένα» μόνο. Είδα ότι τα παιδιά εκείνη την εποχή είχαν άλλες αγωνίες. Ήταν πιο διαφορετικά «μπερδεμένα» από μένα, χωρίς να σημαίνει αυτό ότι ο «καλός ο δρόμος» ήταν ο δικός μου. Εγώ διάλεξα τον κατάλληλο δρόμο για μένα – και αποδείχθηκε αυτό. Δύσκολος δρόμος, μέσα σε μια μουσική βιομηχανία –τώρα παραπαίει, εγώ το έζησα στα πικ της– που όταν συζητούσαν για συγκροτήματα έλεγαν «Σαν τους Active Member ρε παιδάκι μου». Άντε να έλεγαν σαν τους Terror X Crew ή τους FF.C., ξέρεις. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι ήταν αυτό [σ.σ. εννοεί το hip-hop]. Ακόμα και όταν ήθελαν να συνεννοηθούν με τον κόσμο, με νέα παιδιά που είχαν πάρει ένα MPC και έφτιαχναν μουσική, τους ρωτούσανε τι είναι αυτό που κάνεις, τους έλεγαν «hip-hop» και μετά αφού δεν καταλαβαίνανε, «Active Member έχεις ακούσει;» (γέλια).
– Έτσι συνεννοούμασταν, ισχύει.
(γέλια) Ε μα ναι. «Κάτι σαν αυτό». Και εδώ είναι το παράπονό μου το μεγάλο, γιατί δεν μου αναγνωρίστηκε ποτέ και από κανέναν. Ενώ μέσα τους, βαθιά, ξέρουν πόσο hip-hop είμαι εγώ, περιεκτικά, πρακτικά και πραγματικά. Είναι δύσκολο να ξαναβρεθεί αυτός ο συνδυασμός σε αυτόν τον τόπο. Και με την ροή μου, την εμμονή μου και το πείσμα μου, φοβόντουσαν όλοι να με βάλουν μέσα στα πράγματα γιατί ήταν «τζιζ». Έπαιζε η σκέψη πως «ο Μιχάλης έχει απαρνηθεί το lifestyle του hip-hop, άρα θα χάσω και αυτούς που με ακούνε». Τώρα δίνω την ευκαιρία σε κάποιους απ’ αυτούς, στις 31 Μαρτίου, να έρθουν να ξεπλύνουν λίγο την ψυχή τους.
– Ανοιχτή πρόσκληση;
Φυσικά! Και ας είναι παραπάνω από 30 οι καλεσμένοι. Άλλωστε το 30 το ανέφερα συμβολικά για τα 30 χρόνια. Οι μισοί μπορεί να αρρωστήσουν και να μην έρθουν. Μέχρι στιγμής υπάρχουν 3 υπερβατικά πρόσωπα, όχι τόσα όσα φανταζόμουν.
– Ποιους θα ήθελες δηλαδή; Με την έννοια της κάθαρσης.
Θα ήθελα τα κατ΄ιδίαν των παλιών να μεταφερθούν και στην σκηνή. Δεν μπορεί να με πετυχαίνεις 15 χρόνια πριν, να αναφέρεσαι σε 10 τραγούδια μου, κλαίγοντας, και να μην έχεις το θάρρος να το μοιραστείς με άλλον. Έλα και πες ένα απ’ αυτά τα τραγούδια, που σου κρυφοαρέσανε, μπροστά σε όλον τον κόσμο –μαζί μου, στην γιορτή μου. Εγώ εδώ είμαι ανοιχτός, για οποιονδήποτε. Εντάξει, υπάρχουν 1-2 πρόσωπα απαγορευτικά, και αυτό έχει να κάνει με την αξιοπρέπεια. Αλλά μπορεί να έρθει όποιος θέλει και να πει ένα τραγούδι από την δισκογραφία μου μαζί μου. Ήδη κάποιοι άνθρωποι έχουν δεχθεί, και από τους καινούργιους της σκηνής που δεν το περίμενα, και από τους παλιούς, και κάποιους με τους οποίους έχω συνεργαστεί και το διακόψαμε, και από άλλους χώρους. Η αλήθεια είναι ότι θα μπορούσα να βγάλω μια αφίσα και να τους αναφέρω όλους αυτούς, αλλά δεν θέλω να εκμεταλλευτώ εμπορικά κανέναν και, ταυτόχρονα, να υπάρχει ένα μυστήριο, μία περιέργεια. Θα ήμασταν ήδη sold out αν είχα βάλει τα ονόματα. Άσ’το, 31 του μήνα έλα να πιείς ένα ποτάκι, να πάρεις μέρος στην γιορτή μας. 1800 τραγούδια δισκογραφίας είναι, δεν μπορεί να μην σε πιάσω κάπου (γέλια). Περισσότερο είναι ανοιχτή πρόσκληση στα παιδιά που με γνώριζαν από την αρχή και ξέρουν ποιος είμαι.
– Η παρέα που μαζεύτηκε στο live των Public Enemy το 1992 στο Κατράκειο;
Είναι και κάποιοι απ’ αυτούς, ναι. Τα παιδιά από τους Terror X Crew για παράδειγμα, που ειδικά τον Αρτέμη τον θεωρούσα ταλαντούχο από τότε –του το έχω πει–, τον Δημήτρη Μεντζέλο, που μας χώριζε μεγάλο χάσμα στην θεματική αλλά ήξερε και εκείνος καλά το hip-hop –και το ξέρει δηλαδή, δεν αλλάζει αυτό–, ακόμα και με τον Νίκο τον Βουρλιώτη, δεν πειράζει, ας πέσουμε και οι δύο μέσα στην λακκούβα (γέλια). Σου μιλάω συγκεκριμένα γι’ αυτούς τους τρείς ανθρώπους γιατί έχω κάνει ήδη απόπειρα να συναντηθούμε για να τους προτείνω. Μπορεί να μην το δεχθούν οι άνθρωποι, να έχουν μεγαλύτερα προβλήματα με μένα απ’ αυτά που έχω εγώ μαζί τους. Ποτέ δεν ξέρεις και δεν τρέχει και τίποτα. Κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να κάνει υπέρβαση. Απλά όσο μεγαλώνουμε και γερνάμε, να φεύγουν τα σαράκια, να παλεύουμε με δικά μας και όχι με «φανταστικά» προβλήματα. Οι έχθρες εναντίον μου στην hip-hop σκηνή, το «εγώ και όλοι οι άλλοι», είναι προϊόν φαντασίας. Όπως έχουν κάποιοι «φανταστικούς» φίλους, στο hip-hop πρέπει να έχεις έναν «φανταστικό» εχθρό. Για να καταλάβει ο άλλος σε ποια πλευρά είσαι πρέπει να πεις «ο χοντρός είναι μαλάκας» και το πράγμα έμπαινε και μπαίνει σε τάξη.
– Πολλές φορές λέω πως αυτό που είμαι οφείλεται στο hip-hop (και στο low bap). Άκουγα τα πάντα, απ’ όλα τα στρατόπεδα. Δεν έγινα ποτέ μέρος της κόντρας.
Γλίτωσες (γέλια)
– Οπότε όταν σας είδα όλους μαζί συγκεντρωμένους στην ΕΣΗΕΑ, με αφορμή το τραγικό γεγονός της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα, δάκρυσα. Δεν πίστευα ποτέ ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί.
Είδες; Και αυτό γιατί να γίνεται μόνο σε τραγικά γεγονότα; Πρώτος εγώ, δεν βγάζω την ουρά μου απ΄έξω, έπρεπε σαν μεγαλύτερος να έχω βρει τον τρόπο να πείσω τους μικρότερους να είχε συμβεί νωρίτερα. Αλλά, θα σου πω. Υπήρχαν πραγματικές διαφορές που δυσκόλευαν όλο αυτό να μπει σε σειρά. Απλά όλοι, νομίζω πια, ξέρουμε ποια είναι η ουσία της ζωής. Και αυτή βρίσκεται μέσα σε αυτό που κάνουμε. Αυτή η «ουσία» δεν έχει τόσο μεγάλες διαφορές όπως το φανταζόμαστε, όπως το νιώθαμε, τότε, στα «πεδία των μαχών» (γέλια). Υπάρχει μια κεντρική ιδέα, αυτό το παιχνίδι, ο κώδικας του hip-hop που είναι κάτι πανέμορφο, ό,τι πιο ριζοσπαστικό έχει γίνει ποτέ στη μουσική. Κανείς δεν χρειάζεται να μετανιώσει για όσα έχουνε συμβεί. Τουλάχιστον ο κόσμος του low bap, τα τελευταία χρόνια, έχει αποδείξει ότι δεν ασχολείται με αυτά τα πράγματα. Θα έπρεπε εμείς οι παλιότεροι να τα είχαμε διαχειριστεί καλύτερα, ότι «ναι, υπάρχει θέμα μαζί σου, αλλά έχουμε και κάτι άλλο που μας ενώνει». Στις συγκεντρώσεις που κάναμε, 2-3 βράδια, για εκείνη την συνέντευξη τύπου εκείνη την τραγική στιγμή, ήρθαν άνθρωποι και μου είπαν απίστευτες κουβέντες. Η απάντησή μου ήταν «Γιατί ρε μάγκες αυτά δεν τα λέτε στον κόσμο σας;». Εγώ αν είχα φτάσει σε αυτό το σημείο, να λέω «Μιχάλη μου σ’ αγαπάω» και «Τότε έκανα μαλακία», θα το έλεγα και στον κόσμο που με παρακολουθεί.
– Νομίζω πως ναι. Και τώρα το κάνεις άλλωστε, με όλα όσα λέμε.
Ναι ρε, δεν είναι ντροπή. Όλοι ξέρουμε τι κάνει ο καθένας και κάποια πράγματα έχουν περάσει στην συνείδηση του κόσμου. Δεν είναι όπως στα πρώτα χρόνια που ο άλλος παραμυθιαζόταν για το ποιος είσαι. Ακόμα και τα παιδιά που κάνουν trap είναι νομίζω ξεκάθαρο και αυτοί που το παρακολουθούν το γουστάρουνε. Φυσικά, σε κανά δυο χρόνια, δεν θα τα ακούνε αυτά, όπως γίνεται με κάθετι που κάνει μπαμ. Αλλά κάποιοι το γουστάρουνε, το ζούνε έτσι. Σε μια τραγική μου στιγμή, στην κηδεία του Ανδρέα από τους Razastarr, ήρθε ένα παιδί –που τον θεωρώ καλό παραγωγό, φτιάχνει ωραία beat– και μου έλεγε τα καλύτερα. Όση ώρα μου μιλούσε διθυραμβικά για μένα, «θέλω να ‘σαι καλά» και κάτι τέτοια, θυμήθηκα πως είναι αυτός που είχε βγάλει μια λίστα στο YouTube με 100-150 τραγούδια που έχω κλέψει, λέει. Στο hip-hop τώρα… Δηλαδή, ας μην πάρει μάθημα από εμένα, ας δει τι έλεγε για τα samples ο Χατζιδάκις. Ένας άνθρωπος που είναι και παραγωγός. Εν τω μεταξύ, εκείνη την εποχή να υπήρχαν δύο χιλιάδες μουσικά δείγματα στα μηχανήματα; Πόσα να σου πω. Ανάμεσα σε αυτά και τα πολύ γνωστά, το “Funky Drummer” του James Brown, τα οποία τα ανταλλάζαμε μεταξύ μας, και, αλήθεια, κάθεσαι και με κατηγορείς ότι έχω σαμπλάρει στο hip-hop; Αυτό το παιδί λοιπόν, μόνο που δεν μου φίλησε το χέρι και τον άφηνα να μου μιλάει. Δεν ήθελα να του το χαλάσω γιατί γι’ αυτόν ήταν μία υπέρβαση όλο αυτό. Μόνο που νόμιζε ότι δεν ξέρω ποιος είναι (γέλια). Μέσα μου έλεγα «Γιατί ρε αγόρι μου το έχεις κάνει αυτό μέσα στο κεφάλι σου;». Και αν είσαι μάγκας βρες τα samples από τα 1800 τραγούδια που έχω φτιάξει, όχι από τα 150 να πουλάς μούρη. Τότε, θα έλεγα ο άνθρωπος έχει κάνει κανονική έρευνα (γέλια).
– Πρέπει να είσαι αφελής και μου φαίνεται αδιανόητο για κάποιον που ασχολείται με το hip-hop και την δισκογραφία γενικότερα, να μην ξέρει πως ένα συγκρότημα που ανήκει σε μία πολυεθνική, όπως η Warner, είναι καλυμμένο καθώς η δισκογραφική θα κάνει αυτό το “clearance”.
Όχι, δεν το ήξεραν. Εδώ υπήρχε άνθρωπος στην Warner που του πήγαινα τα κομμάτια και μου έλεγε «Ωχ, Quincy Jones. Μπορείς να το αποφύγεις γιατί έχουμε δυσκολία με την Arista;». Μετά λοιπόν το άλλαζα. Δεν ήταν καμία ιδιαίτερη διαδικασία. Μία ενημέρωση έκανε η δισκογραφική και έβγαιναν κάτι ψίχουλα για τους καλλιτέχνες, όπως ψίχουλα παίρναμε γενικά για τα πνευματικά δικαιώματα. Από τότε για ψίχουλα μιλάμε. Ο Paolo Conte για τον «Αδιάφορο» να έχει πάρει ένα χιλιάρικο; Κατάλαβες.
– Υπήρχε κάτι που να σου αρέσει από εκείνη την περίοδο που ήσασταν σε μια μεγάλη δισκογραφική; Σου άρεσε το περιβάλλον;
Το νοικοκυριό που είχαν και τα budget που βοηθάνε για να κάνεις «ελεύθερος» την δουλειά σου. Κάτι τύποι που είχαν ανεξάρτητα label ήταν «πάρ’ τους και χτύπα τους» – καταστρέψανε ζωές ανθρώπων και μουσικούς. Η Warner έκανε απλά τις λογιστικές πράξεις – «Τι έκαναν οι Active Member; Πόσα λεφτά ξοδεύτηκαν; Μια χαρά, κράτα τους». Και η φάση έγινε απευθείας εμπορική με εμάς, τους δούλεψε κατευθείαν. Και αυτοί ήταν στην λογική «Δεν θέλουνε να πάνε εκεί; Ας μην πάνε πουθενά», «Δεν θέλουν βίντεο κλιπ; Χεστήκαμε», «Πουλάνε; Είμαστε εντάξει στους αριθμούς;». Τότε η Warner είχε και έναν φοβερό διευθυντή –έμαθα ότι πέθανε πέρσι και στεναχωρήθηκα πολύ–, τον Ίωνα Σταμπουλή, μια συγκλονιστική περίπτωση ανθρώπου. Και τα υπόλοιπα παιδιά που δούλευαν τότε ήταν πολύ καλά, είχε φοβερή ομάδα η Warner. Επειδή έχω συνεργαστεί και με άλλες εταιρείες, οι υπόλοιπες ήταν πιο… πονηρές (γέλια). Στην Warner έπεσα σε καλούς ανθρώπους. Τι να πω; Ψέματα; Επειδή είναι πολυεθνική; Δεν είμαστε καλά.
– Ποιος είναι ο «Εχθρός έξω απ’ την πόρτα μας» και ποιος πίσω απ’ αυτήν;
Ο μεγαλύτερος εχθρός μας είμαστε εμείς οι ίδιοι. Μπορεί να βρισκόμαστε και στις δύο πλευρές της πόρτας μας –αυτό δεν θα αλλάξει. Απλά το κομμάτι αυτό αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη εποχή, που εδώ οι γειτονιές μας είχανε πολλά θέματα. Ήταν η περίοδος της δικτατορίας που γκρεμίζανε τα σπίτια –επιλεκτικά κιόλας– και μετά μαζευόντουσαν όλοι μαζί και τα χτίζανε ξανά. Στο πρώτο μέρος του τραγουδιού μεταφέρονται αυτές οι αγωνίες. Αλλά τώρα είναι. Μου πήρε πολλά χρόνια να καταλάβω ότι οι ίδιοι που διαχειρίζονται την δράση, διαχειρίζονται και την αντίδραση. Οι ίδιοι που βάζουν τον μπάτσο έξω από την πόρτα σου, βάζουν και τον μπάτσο μέσα σου. Είπα ότι δεν θα αφιερώσω πολύ χρόνο για πράγματα που έχω πειστεί πια. Υπάρχουν πιο δυνατά, πιο βαθιά πράγματα, πιο επικίνδυνα πράγματα, από το να ασχολείσαι με τους μπάτσους έξω από την πόρτα σου –που το σύστημα περιστασιακά τους αμολάει, αμολάει τα μαντρόσκυλά του, όταν είναι να κάνει παιχνίδι. Έχω ζήσει πολλές αντιφάσεις στην ζωή μου. Από τις τελευταιες, όταν καμιά εικοσαριά χιλιάδες αριστεροί και, ίσως, κάποιοι αναρχικοί, πανηγύρισαν που κάποιοι μπήκανε φυλακή.
– Αναφέρεσαι στην ημέρα του «Εφετείου»; [σ.σ. την 7η Οκτωβρίου του 2020, όταν αναγνωρίστηκε η Χρυσή Αυγή ως εγκληματική οργάνωση]
Ναι, ναι. Αρχίζει και μας αρέσει που κάποιοι μπαίνουν φυλακή. Είμαι ελευθεριακός άνθρωπος παλιάς κοπής και είχα μάθει τον εχθρό να τον αντιμετωπίζω στον δρόμο. Αν χανόταν το παιχνίδι στον δρόμο δεν ασχολιόμουν ξανά – δεν περίμενα τον μπάτσο, τον δικαστή και το σύστημα. Δεν γίνεται να αφορίζεις το σύστημα όλη σου την ζωή και όταν ο εχθρός σου μπαίνει φυλακή να πανηγυρίζεις. Ήταν η πιο αμήχανη στιγμή της ζωής μου. Τότε μαζεύτηκαν 20 χιλιάδες, τώρα για τα παιδιά μας στα Τέμπη άλλοι τόσοι, αλλά πρέπει πάντα να «μαζευόμαστε». Όχι μόνο όταν ο εχθρός σου μπαίνει φυλακή, γιατί αυτό σημαίνει ότι στο «πεδίο των μαχών» δεν συναντηθήκατε ποτέ. Και η λύση δόθηκε από άλλους. Ποιοι έδωσαν λύση; Αυτοί που σιχαίνεσαι, το σύστημα δηλαδή που λες ότι είναι ο εχθρός σου. Άρα, τι κάνει το σύστημα όταν σε δικαιώνει; Σε μαγαρίζει. «Λευτεριά, λευτεριά, για όσους είναι στα κελιά», αλλά τότε δεν θα πάμε και στα κελιά αυτούς που δεν μας βολεύουν. Έξω στους δρόμους. Εκεί λύνονται αυτά τα πράγματα. Αν αυτοί οι 20 χιλιάδες ένιωθαν τύψεις που δεν τα καταφέρανε και πήγανε εκεί να πανηγυρίσουν που κάποιοι άλλοι έκαναν την δουλειά γι’ αυτούς, τότε τους καταλαβαίνω. Τι να πανηγυρίσεις; Που μπήκαν τα καθίκια φυλακή; Φυλακή ρε; Είδα τους μεγάλους επαναστάτες, ορόσημο για κάποιους, να ζητάνε άδεια για να πάνε στα μελίσσια τους [σ.σ. πιθανόν να αναφέρεται σε σχετικό αίτημα του Δημήτρη Κουφοντίνα το 2017]. Ζητάς άδεια από το σύστημα ρε μαλάκα; Στο μυαλό μου η λογική της πάλης σταμάτησε κάπου μαζί με τον Λάμπρο τον Φούντα [σ.σ. είχε θεωρεί μέλος της τρομοκρατικής οργάνωσης Επαναστατικός Αγώνας και πέθανε σε ένοπλη συμπλοκή το 2010], με αυτούς που παλέψανε και πεθάνανε «αρσενικά» στους δρόμους. Τώρα το πράγμα είναι διαφορετικό. Σημεία της εποχής. Αλλά δεν θα το κρίνω εγώ, γι’ αυτό και είμαι έξω από τα πράγματα, δεν συμμετέχω γιατί εμάς τους «παλιούς» δεν μας χωράει η κατάσταση.
– Θα ψηφίσεις;
Δεν έχω ψηφίσει ποτέ.
– Δεν πιστεύεις στην ψήφο ή στο πολίτευμα που έχουμε;
Η δημοκρατία είναι κάτι πιο απλό, πιο άμεσο, απ’ αυτό που ισχυρίζονται ότι υπάρχει τώρα. Δεν ήμουν και ποτέ της λογικής ότι η δική μου αποχή βολεύει κάποιους. Χέστηκα αν συμβαίνει αυτό. Σημασία έχει να κοιμάμαι καλά το βράδυ. Και μάλιστα αποδείχθηκε πως τα τελευταία 40 χρόνια όποιος και να κυβερνάει…
– Μήπως παίζει ρόλο ότι έχεις καταφέρει να φτιάξεις την «Κοσμογωνιά» σου; Και μέσα σου και γύρω σου.
Μπορεί.
– Στον βαθμό που δεν αισθάνεσαι ότι η ψήφος σου θα είναι μετρήσιμη δύναμη παραπέρα.
Κοίτα, είναι ανάλογα τι ζητάει ο καθένας. Φαντάσου ότι εγώ έχω μέχρι και φίλους που είναι πολιτικοί. Αγαπώ τους φίλους μου με τα ελαττώματά τους και δεν «την κάνω». Κάνε ό,τι γουστάρεις μεγάλε. Είσαι όπως σε ήξερα τότε, έστω με τα ελαττώματά σου; Έτσι θα είμαστε πάντα, απλά θα με ακούς να στα χώνω. Δεν θέλω όμως να είμαι άδικος. Κάποιοι απ’ αυτούς τους φίλους, που μεγαλώσαμε και μαζί, κυβέρνησαν κιόλας. Είχα και αυτή την ατυχία, ναι (γέλια). Δεν δέχθηκαν την κριτική μου, πέρασαν στην αντεπίθεση και αντέδρασα ανάλογα, μέσα από το μοναδικό όπλο που έχω, τα τραγούδια μου.
– Δεν θα σου άρεσε να είσαι δήμαρχος στο Πέραμα;
Θα ήθελα αλλά δεν ξέρω πόσο θα άντεχα. Επίσης, πρέπει να θέλει και ο κόσμος αυτά που σκέφτομαι για το Πέραμα. Εντάξει, με αγαπάνε και με εμπιστεύονται εδώ, δεν έχω παράπονο, και το πιο πιθανό είναι αν εμπλεκόμουν να υπήρχε μια τέτοια κατάληξη. Ξέρουν ότι είμαι καθαρός άνθρωπος. Εγώ όμως θα μπορούσα να παραμείνω «καθαρός» ως δήμαρχος; Φοβάμαι μέχρι που μπορώ να το αντέξω. Όταν κάνεις πράγματα για τον εαυτό σου κάνεις ό,τι μαγκιές θες. Όταν όμως έχεις από πίσω σου μια ολόκληρη πόλη, που κρέμεται από τις αποφάσεις σου και τις μαλακίες που θα κάνεις, θα πρέπει να είσαι λίγο πιο συμβατικός. Δεν μου είναι εύκολο. Αυτό φοβάμαι και δεν εμπλέκομαι με την πολιτική, τίποτα άλλο. Ξέρω ότι θα με ψήφιζαν και άνθρωποι που δεν έχουν ψηφίσει ποτέ στην ζωή τους. Μόνο και μόνο για τον χαβαλέ ότι θα τους πάρουμε τον δήμο, γιατί μέχρι στιγμής ήταν σε περίεργα χέρια. Οι Περαματιώτες ξέρουν ότι είναι πολύ εύκολο να αλλάξουν τα πράγματα. Δεν είμαστε στην απρόσωπη Αθήνα ή στο Περιστέρι. Εδώ είναι συγκεκριμένα τα πράγματα.
– Έχετε περάσει και ζόρια εδώ με την Χρυσή Αυγή.
Φυσικά! Εννοείται πως περάσαμε, και όχι μόνο με αυτούς, αλλά με όλους τους κομματικούς μηχανισμούς. Το Πέραμα μόνο ζόρια έχει περάσει. Την Ζώνη την καταστρέψανε όλοι μαζί και εμφανίστηκε το «τέρας». Πώς βρεθήκανε στο Πέραμα 1.200-1.800 άνθρωποι και ψήφισαν Χ.Α.; Δεν νομίζω να φαντάζεται κάποιος ότι υπάρχουν τόσοι Ναζί εδώ ή ότι άνθρωποι σαν εμένα θα μπορούσαν να ζήσουν σε μία πόλη μαζί με 1.800 Ναζί. Μην τρελαθούμε. Αυτά να τα λένε εκεί που είναι απρόσωπα τα πράγματα. Ξέραμε ότι υπάρχει ένας πυρήνας 50-60 άτομων που έπρεπε να βάλουνε μυαλό – το λέω με την καλή έννοια. Κάποιοι έβαλαν και τραβηχτήκανε. Δεν θέλαμε να αλλάξουνε, αλλά να ησυχάσουνε. Έγιναν διεργασίες που δεν τις ξέρει κανείς και δεν θα τις μάθετε ποτέ, συναντήσεις σε σπίτια απίθανες. Πώς νομίζεις ότι σταμάτησε αυτό; Όλοι νομίζουν ότι σταμάτησε μόνο του ε; Είναι αυτοί που φαντάζονται ότι ξεκίνησε μόνο του. Το ανακαλύψαμε εμείς που κάναμε τις συγκεντρώσεις και πηγαίναμε σε σπίτια επισκέψεις και ρωτάγαμε «Τι σου συνέβη ρε μαλάκα;», «Τι έπαθες εσύ;», «Για κάτσε κάτω να τα πούμε». Κάπως έτσι το ισορροπήσαμε και λύσαμε τα προβλήματα. Εμένα η έννοια μου δεν είναι να μην υπάρχουν φασίστες, δεν θέλω όλοι να είναι σαν τα μούτρα μου. Δεν με νοιάζει, θα το πολεμήσω. Ό,τι αισθητικά και πρακτικά με ενοχλεί είμαι απέναντί του έτσι κι αλλιώς. Αλλά δεν θέλω να εξαφανιστούν κάποιοι από τον κόσμο, αλλιώς είμαι σαν τα μούτρα τους. Δεν θα επιτρέψω στον εαυτό μου να πέσει τόσο χαμηλά. Πηγαίναμε στα σπίτια τους αυτοί που δεν φοβόμασταν – πιο πολύ φοβόντουσαν αυτοί που μας άνοιγαν την πόρτα. Κάποιοι κατάλαβαν. Αλλά ακόμα και αυτοί που δεν κατάλαβαν, τους έγινε ξεκάθαρο πως η συνάντηση έπρεπε να γίνει. Μιλάμε για μεγαλειώδεις υπερβάσεις και είναι απ’ αυτά που δεν ξέρει κανείς παρά έξω – και δεν θα περάσω ποτέ σε λεπτομέρειες. Αυτά για εκείνους που πιστεύουν ότι όλα «απλά εμφανίζονται».
– Είναι αυτοί που θεωρούν πως όλα γίνονται «ξαφνικά». Ξαφνικά μπαίνει η Χ.Α. στην Βουλή, ξαφνικά δολοφονείται ένας άνθρωπος κλπ.
Στον δίσκο που σου αρέσει, «Στον Καιρό Του Αλλόκοτου Φόβου», μου λέγανε για το «Καλά Κρασιά» που τους θυμήθηκα τους Ναζί και τους φασίστες, πως αυτοί δεν θα ξαναυπάρξουν ποτέ. «Έλα ρε, σοβαρά;» τους έλεγα. Οι άνθρωποι έχουν αριθμούς στο κεφάλι τους, αλλά εγώ έχω πρακτικές. Και αυτές υπήρχαν στον κόσμο που είχε ψηφίσει όλες τις κυβερνήσεις. Οι φασίστες υπήρχαν ανέκαθεν ανάμεσα στους δήθεν δημοκράτες, μετά εκφυλιστήκανε και φανερώθηκαν. Αυτό είναι ένα κομμάτι της κοινωνίας μας που κρύβεται και ξαναεμφανίζεται.
– Σαν το φίδι που αλλάζει δέρμα.
Ακριβώς! Και εμείς φωνάζαμε στην ιδέα ότι το φίδι ζευγαρώνει και μας έλεγαν γραφικούς. Μετά όταν κουραστήκαμε με όλους τους μαλάκες και σταματήσαμε να ασχολιόμαστε, μας έλεγαν ότι κάνουμε ξέπλυμα. Κατάλαβες; Λέγανε «Πώς τους ανέχονται εκεί κάτω στο Πέραμα;». Τι λες ρε μαλάκα; Που ξέρεις εσύ τι γίνεται εδώ; Και εμάς στον ύπνο μας έπιασε η ιστορία, ότι 1.800 άνθρωποι μπορούν να εκτεθούν γι’ αυτούς. Στην Αθήνα μπορεί να τα κάνουν αλλιώς τα πράγματα, αλλά εδώ το κάνουμε έτσι – και το λύσαμε. Ακόμα και αυτοί που συνεχίζουν να υπάρχουν ανάμεσά μας έχουν πλέον χαμηλά το κεφάλι. Σαν Μιχάλης, βέβαια, θα το ήθελα αυτό και από τους δημοκράτες που επιτρέψανε 40 χρόνια να υπάρχουν Ναζί στο Πέραμα.
– Θα σε ρωτούσα αν το πιστεύεις, αλλά θα σου πω τι πιστεύω εγώ: Πως είσαι ο μεγαλύτερος ποιητής των τελευταίων χρόνων, της σύγχρονης Ελλάδας μετά τους «κλασικούς». Το αποδέχεσαι;
Μου πήρε πολύ καιρό για να αποδεχθώ τον όρο «ποιητής» καθώς με έλεγα «στιχουργό». Τώρα πια όχι. Εκπαιδεύτηκα από τους νεκρούς μου ήρωες και κατέληξα ποιητής. Το «καλύτερος» αν δεν το ένιωθα δεν θα το έκανα. Αλλά θα στο κάνω συγκεκριμένο: Είμαι ο πιο «κατάλληλος» ποιητής και ο τρόπος μου είναι αυτός που έχει ρίζες στους παλιούς «κατάλληλους», από τους ραψωδούς μέχρι τους ποιητές μας. Είμαι απ΄αυτή την πλευρά, με βάση την εποχή και τα δεδομένα. Δεν είμαι ούτε στους «καταραμένους», η ζωή είναι το ζητούμενό μου. Μπορώ να περιγράψω και τον θάνατο βέβαια, παραπέρα μην με βάλεις να το κάνω.
– Τι είναι για σένα ο θάνατος;
Το επόμενο τραγούδι που δεν θα μπορέσω να γράψω είναι.
– Θα γράφεις μέχρι τέλος;
Ε ναι ρε…
– Απίστευτο. Είναι η πρώτη φορά που όση ώρα μιλάμε φώτισαν τα μάτια σου.
(και συνεχίζει να είναι φωτεινός) Πρόσεξε. Όχι μόνο μέχρι το τέλος, αλλά και μετά απ’ αυτό. Δίνω σοβαρή υπόσχεση (γέλια) και δεν το λέω μόνο μεταφορικά. Γιατί ο τρόπος μου, και μετά τον θάνατο, είμαι σίγουρος ότι θα γίνει μπούσουλας για μεγάλους ποιητές που θα προκύψουν, γιατί αυτός ο τόπος αξίζει να βγάζει μόνο μεγάλους ποιητές. Αν με ρωτάς αν έχω βάλει το χεράκι μου σ’ αυτό, φυσικά. Έχω σκάψει πολύ γι’ αυτό, για να βγουν αργότερα μεγάλοι ποιητές. Ένα βιβλίο μου, η «Armarima», που είναι μια μεγάλη ραψωδία, περιγράφει ακριβώς αυτό. Η Armarima είναι ένα παιδί της ποίησης που σχηματίζεται μέσα από τους ανθρώπους ανά τους αιώνες και που στο τέλος λέει «Μάνα [σ.σ. η ποίηση] δεν τα καταφέραμε καλά. Την επόμενη φορά που θα κοιμηθώ, με έναν στίχο μου θα αλλάξουν όλα». Αυτή είναι η ρίζα μας και ξέρω ότι ο Όμηρος είναι ο αθάνατος φίλος μας που μας σημάδεψε τόσο βαθιά με τον τρόπο του. Αυτό το γλωσσικό υπέροχο φαινόμενο, είναι ένας συγκλονιστικός κώδικας που όσο τον ανακαλύπτεις λες «τώρα είμαι ποιητής, που πια χρησιμοποιώ τις κατάλληλες λέξεις». Τότε δημιουργείς και χτίζεις, τότε καταλαβαίνει ο άλλος ποιος είσαι – ας είσαι απόμακρος, επιθετικός, μονόχνοτος, κλειστοφοβικός. Ειλικρινής όμως είσαι όταν χρησιμοποιείς τις κατάλληλες λέξεις. Αν τις έχεις βρει, είσαι ποιητής.
– Πότε ξεκίνησες να φτιάχνεις δικές σου λέξεις; Ήταν εσωτερική ανάγκη ή στιχουργική;
Ήταν ανάγκη, αλλά και σαν παιχνίδι. Αυτό το θράσος απορρέει από το γλωσσικό φαινόμενο της γλώσσας αυτού του τόπου. Είμαστε η μοναδική χώρα στον κόσμο, μην το ξεχνάς, που το hip-hop δεν ξεκίνησε από ξένους ή κυνηγημένους μετανάστες. Ξεκίνησε από αυτόχθονες και μάλιστα για να προκύψει μετανάστης στην ελληνική hip-hop σκηνή μας πήρε πολλά χρόνια. Γιατί; Δεν είχαμε ξένους εδώ; Μορφωμένους, σπουδαγμένους, που να χειρίζονται τις γλώσσες γαμάτα, ακόμα και τα ελληνικά, και μπορεί αυτά τα παιδιά να έγραφαν και στίχους. Όμως αυτό το γλωσσικό φαινόμενο βγαίνει από την πέτρα και το φως στη χώρα μας, και αυτοί οι άνθρωποι δεν το είχαν υλικό στην μαρμίτα τους. Είμαστε τυχεροί, γεννηθήκαμε με τα μνημονικά μας, και γι’ αυτό δεν δεχθήκαμε να το κάνουμε στα αγγλικά. Εδώ θα ήθελα και ένα φιλάκι απ’ όλους στο μάγουλο (γέλια) – αν όχι στο κούτελο στην κηδεία μου. Να πούνε «τότε ρε μαλάκα που επέμενες είχες δίκιο», που στην «Διαμαρτυρία» [1993, Freestyle Productions] είπα να ραπάρω με στίχο ελληνικό «για να νιώσετε ό,τι κι αν πω». Αυτό άλλαξε την ζωή μου και κατάλαβα πως μόνο έτσι γίνεται, ότι τα υπόλοιπα που κάναμε στα αγγλικά ήταν τραμπάλα. Εκεί θέλω λοιπόν από όποιον ραπάρει στα ελληνικά, ένα φιλάκι στο μάγουλο. Όχι σαν το «Γκαλόσημο» που λέγαμε, αλλά μια αγκαλιά, ένα χτύπημα στην πλάτη, για το γαμώτο, να ξέρω και εγώ πως έχουμε έναν λόγο να έρθουμε πιο κοντά. Γιατί την μάχη που δώσαμε εμείς τότε, δεν την έχουν ζήσει τα νέα παιδιά. Από το 1986 ράπαρα στα ελληνικά και ήμουν φαρσοκωμωδία (γέλια). Το 1990 άρχισαν να με δέχονται επειδή ήμουν δυναμικός, μπούκαρα στα πάρτι, έβαζα ένα instrumental και ξεκινούσα να ραπάρω. Λέγανε «μαλάκα θα μας δείρει αυτός, άφησέ τον να τελειώσει αυτό που θέλει να πει». Δεν τα βρήκαμε στρωμένα. Πηγαίναμε στα live, στο Ρόδον, και μας έλεγαν οι ηχολήπτες «Που είναι ρε οι ενισχυτές σας και οι κιθάρες σας;», έτσι με ειρωνεία. Έπρεπε να το διαχειριστώ. Οπότε την πρώτη φορά που παίξαμε εκεί έφυγαν όλοι, όποιος μίλησε περίεργα βγήκε εκτός μαγαζιού –δεν δούλεψαν εκείνη την νύχτα (γέλια). Από το Πέραμα είμαι, δεν μπορείς να με προσβάλεις που έρχομαι να παίξω, και έτσι έμαθαν με ποιους έχουνε να κάνουνε. Γελάγανε οι ροκάδες που μας έβλεπαν αλλά ερχόντουσαν στο τέλος της συναυλίας και έλεγαν «Τι λέει ρε πούστη το στόμα σου;» (γέλια). Ξέρεις πόσο καιρό μας πήρε να μας δεχθούν μέσα στα πράγματα; Και δεν αφορά μόνο εμένα, αλλά και τα υπόλοιπα παιδιά που ξεκινήσαμε μαζί εκείνη την περίοδο. Φτύσαμε αίμα και γι’ αυτό έχω το θράσος να βγω τώρα να διηγηθώ τα 50 χρόνια του hip-hop και αν θες πίστεψέ με –και αν δεν με πιστέψεις δεν τρέχει τίποτα. Για κακή σου τύχη, ο πιο παλιός στο hip-hop σε αυτόν τον τόπο είμαι εγώ, και θα πρέπει τουλάχιστον να ακούσεις την αφήγησή μου πριν πεις ό,τι πεις. Από εκεί και πέρα μπορούν διάφορα παιδιά να αναλάβουν εποχές και περιόδους, Golden Era και πιο σύγχρονα πράγματα, και να τα κάνουν πιο εξειδικευμένα από εμένα γιατί τα έχουν ζήσει. Αλλά όλο το νταλαβέρι, άσε μωρέ να το αφηγηθώ εγώ, άσε με μωρέ, μην ντρέπεσαι.